ΕΤΙΚΕΤΕΣ

ΜΙΧΑΛΟΠΟΥΛΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ - Η ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΗ ΣΗΜΑΣΙΑ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΗΣ ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΔΟΜΗΣΗ ΤΗΣ ΓΝΩΣΗΣ

Αποτέλεσμα εικόνας για πλούταρχος φιλόσοφος

                                                         
                          
Η Ανάγνωση και τα Μαθηματικά αποτελούν τις δύο βάσεις πάνω στις οποίες στηρίζεται η εκπαίδευση και η μορφωτική ανάπτυξη του παιδιού. Οποιοδήποτε πρόβλημα δημιουργηθεί στο παιδί προτού ολοκληρώσει την προσέγγισή του σ’ αυτούς τους δύο τομείς θα είναι καθοριστικά αρνητικό για όλη την παραπέρα εξέλιξή του.


  1. Τι είναι ανάγνωση
Για τον γονιό, που έχει κατακτήσει αυτή τη δεξιότητα, το διάβασμα φαίνεται κάτι απλό και αυτονόητο. Νομίζει πως, αν το παιδί του μάθει να ξεχωρίζει τα γράμματα του αλφάβητου και αποστηθίσει τους ήχους που δημιουργούν οι διάφοροι συνδυασμοί τους, η δεξιότητα της ανάγνωσης έχει κατακτηθεί. Από κει και ύστερα απαιτείται απλώς η εξάσκηση (διάβασμα κειμένων) για να αυξηθεί η ταχύτητα της ανάγνωσης. Αυτή η αντίληψη, όμως, δεν είναι σωστή. Η ανάγνωση δεν είναι μια απλή διαδικασία αποκρυπτογράφησης των γραπτών συμβόλων (δηλαδή των γραμμάτων και των συνδυασμών τους) και μετατροπής τους σε ήχους. Είναι μια πολύπλοκη νοητική διεργασία που μετατρέπει ταυτόχρονα τους ήχους σε εικόνες αντικειμένων και έννοιες.

Για παράδειγμα, όταν διαβάζουμε τη λέξη «αυτοκίνητο», στο μυαλό μας δημιουργείται η εικόνα του αυτοκινήτου. Και μάλιστα, αυτή η εικόνα γίνεται πιο συγκεκριμένη και πιο λεπτομερής μόλις το μυαλό μας πάρει υπόψη του και άλλες λέξεις (επίθετα και ρήματα) της πρότασης στην οποία περιλαμβάνεται η λέξη «αυτοκίνητο» ή και ολόκληρης της παραγράφου. Π.χ., το αυτοκίνητο είναι «μεγάλο» ή «μικρό», «καινούριο» ή «παλιό», «ωραίο» ή «άσχημο», «κόκκινο», «πράσινο» ή άλλου χρώματος. Το αυτοκίνητο «έχει σταματήσει» ή «τρέχει», «ακολουθεί» ή «ξεπερνάει» κάποιο άλλο αυτοκίνητο. Δηλαδή, όταν διαβάζουμε, στο μυαλό μας δημιουργούνται εικόνες και έννοιες που τροποποιούνται και αναπροσαρμόζονται με βάση τις πληροφορίες που παίρνουμε συνεχώς μέσα από το κείμενο.

Δεν αρκεί, λοιπόν, να αποκωδικοποιούμε τα γράμματα και τους συνδυασμούς τους για τη μετατροπή τους σε ήχους. Πρέπει ταυτόχρονα να μετατρέπουμε τους ήχους (πραγματικούς ή νοητούς στην περίπτωση που διαβάζουμε «από μέσα μας») σε εικόνες αντικειμένων και έννοιες. Όταν αυτή η διπλή διαδικασία κατακτηθεί, τότε μόνο μπορούμε να πούμε ότι το παιδί ξέρει να διαβάζει.

 Είναι πολύ εύκολο να διαπιστώσουμε οποιαδήποτε στιγμή αν ένα παιδί έχει μάθει ή όχι να διαβάζει, κάνοντας το ακόλουθο απλό τεστ: Δίνουμε στο παιδί να διαβάσει (για πρώτη φορά) μια πρόταση λίγο μεγαλύτερη από μία αράδα ενός παιδικού βιβλίου. Η πρόταση αυτή θα πρέπει να καταλήγει σε ερωτηματικό. Αν το παιδί ξεκινήσει να διαβάζει την πρόταση δίνοντας στη φωνή του, από την αρχή, ερωτηματική χροιά (σαν να έχει «δει» το ερωτηματικό πριν αρχίσει να διαβάζει την πρόταση), τότε ξέρει πια να διαβάζει, δηλαδή να διαβάζει και να καταλαβαίνει αυτά που διαβάζει. Αν, όμως, το παιδί δώσει ερωτηματική χροιά στη φωνή του όταν φτάσει στην τελευταία λέξη της πρότασης ή (ακόμα χειρότερα) στην τελευταία συλλαβή της τελευταίας λέξης, τότε δεν έχει μάθει ακόμα να διαβάζει, δηλαδή δεν καταλαβαίνει αυτά που εμφανίζεται να διαβάζει.

Ένα άλλο πολύ απλό τεστ για τον έλεγχο της αναγνωστικής ικανότητας του παιδιού είναι το ακόλουθο: Δίνουμε στο παιδί να διαβάσει μία (και μοναδική) φορά μια παράγραφο από ένα απλό παραμύθι (χωρίς «παράξενες» ή άγνωστες λέξεις) που δεν το έχει ξαναδιαβάσει. Αν το παιδί είναι ικανό να μας πει μετά, με σχετική πληρότητα, τι διάβασε (δηλαδή τα βασικά σημεία της παραγράφου), τότε ξέρει πια να διαβάζει. Φυσικά, αυτό που μας ενδιαφέρει (ή θα έπρεπε να μας ενδιαφέρει) δεν είναι το πότε το παιδί εμφανίζεται να διαβάζει, αλλά το πότε το παιδί διαβάζει πραγματικά. Επιπλέον (όπως θα δούμε παρακάτω), αν το παιδί περάσει από τη φάση που εμφανίζεται να διαβάζει, τότε (κατά πάσα πιθανότητα) θα αργήσει πολύ να φτάσει στο σημείο να διαβάζει πραγματικά. Αυτό αποτελεί και ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα που αντιμετωπίζουν τα παιδιά στο δημοτικό σχολείο.

  1. Ο παραδοσιακός συλλαβισμός

Η μέθοδος με την οποία διδασκόταν παραδοσιακά στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες η ανάγνωση ήταν ο «συλλαβισμός», δηλαδή η δημιουργία συλλαβών-φθόγγων από τα γράμματα του αλφάβητου: «Γου-α, γα, του-α, τα, γα-τα, γάτα». Η μέθοδος αυτή, βέβαια, δεν μπορούσε να εφαρμοστεί σε γλώσσες στις οποίες δεν υπάρχει η έννοια της συλλαβής-φθόγγου, όπως η αγγλική, ούτε σε γλώσσες στις οποίες χρησιμοποιούνται ιδεογράμματα, όπως οι γλώσσες της Άπω Ανατολής.

Ο συλλαβισμός ως μέθοδος εκμάθησης της ανάγνωσης είχε μεγάλη εξάπλωση στην ηπειρωτική Ευρώπη για τους ακόλουθους λόγους:

α) Μοιάζει να αποτελεί τον φυσικό τρόπο ανάγνωσης στις γλώσσες στις οποίες η γραπτή μορφή στηρίζεται στη συλλαβή-φθόγγο και στις οποίες κάθε γράμμα αντιστοιχεί συνήθως σε έναν ήχο.
β) Η εκμάθηση της ανάγνωσης με τη βοήθεια του συλλαβισμού εμφανίζεται να ολοκληρώνεται σε σύντομο χρονικό διάστημα.
γ) Δεν υπήρχε η ανάγκη για μεγάλη ταχύτητα ανάγνωσης από την πλειοψηφία του πληθυσμού.
δ) Ο συλλαβισμός συνδυάζεται εύκολα με την εκμάθηση της παραδοσιακής γραφής και της καλλιγραφίας: παράλληλα με την εκμάθηση του ήχου που αντιπροσωπεύει ένα γράμμα γίνεται και η διδασκαλία της «σωστής» γραφής αυτού του γράμματος.

Το μεγάλο, όμως, πρόβλημα του συλλαβισμού είναι ότι απαιτεί πολύχρονη εξάσκηση για να επιτύχει το παιδί την πραγματική ανάγνωση (δηλαδή την ταυτόχρονη κατανόηση του κειμένου). Αυτός είναι και ο κύριος λόγος για τον οποίο τα περισσότερα παιδιά δυσκολεύονται πολύ στα λεγόμενα «δευτερεύοντα» μαθήματα (Ιστορία, Γεωγραφία κλπ.) των μεγάλων τάξεων του Δημοτικού. Για τον ίδιο λόγο πάρα πολλά παιδιά αρνούνται να διαβάσουν εξωσχολικά βιβλία. Η δυσκολία που έχουν να διαβάσουν γρήγορα και να κατανοήσουν με την πρώτη ανάγνωση ένα κείμενο τους δημιουργεί μια ψυχολογική αντίδραση απέναντι στον γραπτό λόγο. Και μάλιστα, αυτή η αντίδραση μπορεί να τα ακολουθήσει σε όλη τους τη ζωή.

  1. Η ολική μέθοδος

Η ολική (ή ιδεοπτική) μέθοδος για την εκμάθηση της ανάγνωσης θεμελιώθηκε από τον Ντεκρολί στις αρχές του 20ού αιώνα. Η μέθοδος αυτή αποτέλεσε ένα από τα στοιχεία της παιδαγωγικής του, την οποία είχε αναπτύξει με στόχο «ένα σχολείο με τη ζωή για τη ζωή», δηλαδή ένα σχολείο ζωντανό, που να ανταποκρίνεται στις ανάγκες και στα ενδιαφέροντα του παιδιού. Ο Οβίντ Ντεκρολί γεννήθηκε στο Bέλγιο το 1871 και πέθανε το 1932. Σε ηλικία 25 χρόνων έγινε διδάκτορας της Ιατρικής. Αρχικά (όπως την ίδια εποχή και η Μοντεσόρι) ασχολήθηκε με παιδιά που είχαν νοητική καθυστέρηση. Αργότερα, όμως, δημιούργησε ένα σχολείο για φυσιολογικά παιδιά, το περίφημο σχολείο του Ερμιτάζ, κοντά στις Bρυξέλλες. Το 1913 πήρε την έδρα της Παιδαγωγικής και το 1920 την έδρα της Ψυχολογίας του Παιδιού στο Πανεπιστήμιο των Bρυξελλών. Ο Ντεκρολί οργάνωσε την παιδαγωγική και διδακτική μέθοδό του (που μεταφράστηκε στα ελληνικά –αδόκιμα– «ενιαία συγκεντρωτική διδασκαλία») μέσα από τα λεγόμενα «κέντρα ενδιαφέροντος».

Η διδακτική πορεία είναι: παρατήρηση, σύνδεση των ιδεών (στον χώρο και στον χρόνο), έκφραση. Η ολική μέθοδος για την εκμάθηση της ανάγνωσης στηρίζεται στην ψυχολογική άποψη ότι δεν υπάρχει καμία διαφορά ανάμεσα στην αντίληψη μιας φράσης με την ακοή και στην αντίληψή της με την όραση. Απόδειξη αυτής της αλήθειας είναι οι κωφοί και οι άλαλοι. Μια γραπτή φράση είναι μια εικόνα που αντιστοιχεί σε μια προφορική έκφραση και έχει ένα συγκεκριμένο νόημα. (Ένα γράμμα του αλφάβητου ή μια συλλαβή-φθόγγος δεν σημαίνει τίποτα, ενώ μια λέξη μπορεί να αναπαραστήσει μια εικόνα και μια φράση μπορεί να παρουσιάσει μια ολοκληρωμένη έννοια.) Στην ολική μέθοδο ανάγνωσης δεν ξεκινάμε από τα γράμματα και τις συλλαβές, αλλά από λέξεις και ολοκληρωμένες φράσεις. Το παιδί «φωτογραφίζει» αυτές τις λέξεις και τις φράσεις που έχουν νόημα (και το ενδιαφέρουν). Η σύγκριση που κάνει το παιδί (τις περισσότερες φορές ασυνείδητη) των λέξεων-εικόνων με τους ήχους, με τους οποίους αντιστοιχούν, οδηγεί στην αναγνώριση του ήχου που αντιστοιχεί σε κάθε γράμμα και σε κάθε συλλαβή.

Αφού το παιδί μάθει να «διαβάζει» (με τη «φωτογραφική» έννοια) έναν μεγάλο αριθμό λέξεων και φράσεων, τότε μπορούμε να του διδάξουμε συστηματικά τους φθόγγους που παράγουν τα γράμματα και οι συλλαβές. Στο μεταξύ, όμως, θα έχει αποκτήσει την έννοια της ολικής ανάγνωσης (που είναι απαραίτητη για την ταυτόχρονη κατανόηση του κειμένου) κι έτσι, όταν το παιδί αρχίσει να διαβάζει κείμενα, θα διαβάζει πραγματικά, όπως οι μορφωμένοι ενήλικοι. Όταν ένα μορφωμένο ενήλικο άτομο διαβάζει μια πρόταση, το βλέμμα του κινείται από λέξη σε λέξη και όχι από γράμμα σε γράμμα. (Μερικές φορές μπορεί να «δει» – κατευθείαν– μια ολόκληρη μικρή φράση.) Αντίθετα, όταν ένα παιδί συλλαβίζει, το βλέμμα του κινείται από γράμμα σε γράμμα. Όταν καταλάβει ότι ένας συνδυασμός γραμμάτων δημιουργεί μια συλλαβή-φθόγγο, τότε ξαναγυρίζει στην αρχή αυτής της συλλαβής και «διαβάζει» τον φθόγγο. Όταν φτάσει στο τέλος της λέξης, ξαναγυρίζει στην αρχή και (προσπαθώντας να θυμηθεί τους φθόγγους της) τη «διαβάζει» ολόκληρη.




                             

Είναι προφανές ότι, αν ένα παιδί «διαβάζει» συλλαβίζοντας, είναι αδύνατο να κατανοήσει το κείμενο που διαβάζει – θα πρέπει να επαναλάβει αρκετές φορές αυτό το «διάβασμα», μέχρις ότου αποστηθίσει ολόκληρο το κείμενο (πρόταση-πρόταση), ώστε να το ανασχηματίσει στο μυαλό του και να το κατανοήσει. Αν το παιδί μάθει να διαβάζει συλλαβίζοντας, δηλαδή «προχωρώντας» το κείμενο γράμμα-γράμμα (και όχι εντοπίζοντας το βλέμμα του στις διαδοχικές λέξεις του κειμένου), τότε θα χρειαστούν αρκετά χρόνια για να αλλάξει αυτή τη συνήθεια και να προχωρήσει στην πραγματική ανάγνωση...