Ο Πλούταρχος, από τους κύριους εκπροσώπους της πεζογραφίας των αυτοκρατορικών χρόνων, γεννήθηκε στη
Χαιρώνεια της Βοιωτίας περί το 50 μΧ. Ως γόνος σπουδαίας οικογένειας έλαβε επιμελημένη παιδεία, και στη φοίτηση του κοντά στον Αιγυπτιακής καταγωγής φιλόσοφο
Αμμώνιο, αρχηγό, την περίοδο εκείνη, της Ακαδημίας
στην Αθήνα, οφείλει τη μύηση του στη φιλοσοφία. Τα
πολλά ταξίδια του, στην Ασία, την Αίγυπτο και κυρίως
την Ιταλία, διεύρυναν τον γνωστικό του ορίζοντα και τον
έφεραν σε επαφή με εξέχουσες προσωπικότητες της εποχής,
κυρίως επιφανείς Ρωμαίους , με τη μεσολάβηση των οποίων
απέκτησε το δικαίωμα του Ρωμαίου πολίτη. Ανάμεσα
στους φιλικούς δεσμούς που δημιούργησε, κορυφαία θέση
κατέχουν αυτοί προς τον φιλόσοφο Φαβωρίνο και τον δυο
φορές ύπατο επί Τραϊανού Σόσσιο Σενεκίωνα, τον οποίο
προσφωνεί σε πολλά έργα του. Οι πληροφορίες της Σούδας
ότι παραχωρήθηκε στον Πλούταρχο το υπατικό αξίωμα,
και του Ευσέβιου ότι έγινε έπαρχος της Ελλάδας, ακόμα
κι αν δεν ευσταθούν, φανερώνουν το αυξημένο κύρος του
στους Ρωμαϊκούς κύκλους, που δημιουργήθηκε στα σύντομα διαστήματα (αρχικά περί το 80 και αργότερα λίγο μετά
το 90 μ.Χ.) της παραμονής του στην πρωτεύουσα.
Ο Πλούταρχος, αν και έζησε στα χρόνια της κυριαρχίας. των κοσμοπόλεων, υπήρξε ενδημότατος της μικρής Χαιρώνειας, εφάμιλλος κατά τούτο των πολιτών της κλασικής
εποχής. Προτίμησε τον παραδοσιακό οικογενειακό βίο
(παντρεύτηκε την Τιμοξένα και απέκτησε τέσσερις γιους
και μία κόρη) και τις φιλικές συναναστροφές στην πόλη
του —τω ν οποίων συνεκτικός δεσμός υπήρξαν τα κοινά
φιλοσοφικά διαφέροντα—, μαζί με τη δραστηριότητα του
πολυμαθούς μελετητή και ακαταπόνητου συγγραφέα, άτυ
που αρχηγού κύκλου διανοουμένων, οι οποίοι διαρκώς επιζητούσαν τη συναναστροφή του. Καθώς η ιδιοσυγκρασία
του δεν ήταν αυτή του σοφού που αποσύρεται στην ασκη
τική μόνωση των μελετών, επιδίωξε τη συμμετοχή στα
κοινά, όπου υπηρέτησε την πόλη του καταλαμβάνοντας
δημόσια αξιώματα, ανάμεσα στα οποία του πρεσβευτή
και του επώνυμου άρχοντα. Καθοριστική για τη ζωή του
— και με εμφανείς τις αποτυπώσεις στο έργο του — ήταν
ιδίως η σχέση του με το Δελφικό ιερό. Στο κοντινό της
γενέτειρας του θρησκευτικό και εθνικό κέντρο, με τους
κύκλους του οποίου συνδέθηκε στενά, κατέλαβε και άσκησε επί σειρά ετών ανώτατα αξιώματα. Όπως πληροφορούν
Δελφικές επιγραφές, περί το έτος 95 του απονεμήθηκε
ισόβια το ιερατικό αξίωμα, ενώ, μετά από τον θάνατο
του (περίπου το 120 μ.Χ.) του αφιερώθηκε μνημείο με το
επίγραμμα:
Δελφοί Χαιρωνενσιν όμον Πλονταρχον εθηκαν
τοις Άμφικτιόνων δόγμασι πειθομενοι.
Ως φιλόσοφος ο Πλούταρχος ανήκει στον Μέσο Πλατωνισμό, το πνευματικό κίνημα που δημιουργήθηκε κατά
τα τελευταία προ Χριστού έτη από πλειάδα σπουδαίων
στοχαστών, των οποίων το έργο αποτελεί ενδιάμεσο της
Ακαδημίας και του Νεοπλατωνισμού. Θεμελιωτής της τάσης αυτής, η οποία εμπνέεται από το αίτημα για επά
νοδο στην αυθεντική Πλατωνική φιλοσοφία, θεωρείται ο
Αλεξανδρινός Εύδωρος· κυριότεροι εκπρόσωποι, εκτός
του Πλουτάρχου, είναι ο Θέων από τη Σμύρνη, ο Απουλήιος από τη Μαδαύρα, ο Μάξιμος από την Τύρο κ.ά. Ο
Μέσος Πλατωνισμός, τουλάχιστον στις απαρχές του, διατηρούσε στοιχεία εκλεκτικισμού, προσπαθώντας να συνδυάσει την Πλατωνική θεωρία με τα διδάγματα άλλων
Ελληνικών σχολών. Ο ίδιος ο Αμμώνιος , διδάσκαλος του
Πλουτάρχου στη φιλοσοφία, ήταν Περιπατητικός , αλλά
είχε δεχτεί την ισχυρή επίδραση των Ακαδημαϊκών δογμάτων. Ο Πλούταρχος δεν κατέχει, βέβαια, στον χώρο της
φιλοσοφίας τη θέση του ιδρυτή σχολής ή του εισηγητή νέας
θεωρίας, αλλά μάλλον του εκλαϊκευτή της φιλοσοφικής
γνώσης. Στον τομέα αυτό, όμως, αναδείχτηκε από τους
διαπρεπέστερους, ενώ ως προς τη θεωρητική διαμόρφωση
συγκεκριμένων φιλοσοφικών εννοιών (λ.χ. η πεποίθηση
του για τη δυνατότητα απόκτησης εποπτείας της νοητής
αρχής διά της ενόρασης) υπήρξε προπομπός ανάλογων
ιδεών του Νεοπλατωνισμού.
ΟΛΟΚΛΗΡΟΣ Ο ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ ΤΟΥ ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΥ ΕΔΩ: