ΕΤΙΚΕΤΕΣ

ΜΑΡΚ ΝΕΟΚΛΕΟΥΣ - ΑΓΧΟΣ ΚΑΙ ΑΝΘΕΚΤΙΚΟΤΗΤΑ


Στο βιβλίο του με τίτλο Πολεμική Εξουσία, Αστυνομική Εξουσία (War Power, Police Power, 2014, Edinburgh: Edinburgh University Press) ο Mark Neocleous αναγνωρίζει τη διεξαγωγή του πολέμου ως συστατικό στοιχείο του φιλελεύθερου κράτους και καταστατικό στοιχείο της φιλελεύθερης τάξης πραγμάτων. Η κρατική εξουσία είναι πολεμική γιατί ο πόλεμος είναι ο τρόπος που διαθέτει για να προστατεύσει την ελευθερία της, αυτήν που συνίσταται ουσιαστικά στην ελευθερία της ιδιωτικής περιουσίας, του εμπορίου, της εκμετάλλευσης και της συσσώρευσης του κεφαλαίου. Ταυτόχρονα, ο Neocleous επεκτείνει την έννοια του πολέμου ώστε να περιλάβει και την ειρήνη, στο βαθμό που αυτή δεν είναι παρά η επιβαλλόμενη από το κράτος ειρήνευση. Πόλεμος και ειρήνη είναι η απροκάλυπτη και η καλυμμένη βία που το κράτος χρησιμοποιεί για να εξασφαλίσει την υπακοή – κι εδώ βρίσκεται o κεντρικός ρόλος της αστυνομίας, ως δύναμης που επιβάλλει την τάξη στις “ειρηνικές” συνθήκες. Το απόσπασμα που ακολουθεί είναι από το τελευταίο κεφάλαιο, με τίτλο “Υπό το έμβλημα της ασφάλειας: Τραύμα, τρόμος, ανθεκτικότητα”(σελ. 195-202). Ο συγγραφέας υποστηρίζει εδώ ότι τόσο το βαθιά εμπεδωμένο άγχος για το τραύμα που αναμένουμε ότι θα μας πλήξει αργά ή γρήγορα, όσο και η εκπαίδευση στην ανθεκτικότητα, που καλούμαστε να περάσουμε ώστε να προετοιμαστούμε για αυτό, αποτελούν μηχανισμούς αστυνόμευσης του υποκειμένου που διαιωνίζουν την υποταγή του στην πολεμική εξουσία.

Θα έπρεπε μάλλον να ακούσουμε προσεκτικά το σχόλιο του Franz Neumann σχετικά με τον ρόλο του άγχους ως ενός από τους θεμέλιους λίθους της πολιτικής κινητοποίησης στον φασισμό.i Ωστόσο η διορατικότητα του Neumann συνίσταται ιδίως στο ότι κατάλαβε πως το άγχος μπορούσε να παίξει παρόμοιο ρόλο και στη διαμόρφωση της φιλελεύθερης πολιτικής υποκειμενικότητας, ανοίγοντας έτσι τον δρόμο για τις αυταρχικές κινητοποιήσεις και τους αντίστοιχους χειρισμούς του ίδιου του φιλελευθερισμού. Δεν υπήρξε άλλωστε το «άγχος της ελευθερίας» θεμέλιο για εκείνο το είδος του φιλελεύθερου υποκειμένου που εξαγγέλθηκε με τη γέννηση της φιλελεύθερης πολιτικής;ii Δεν είναι αναμενόμενο να εντείνεται το άγχος της ελευθερίας σε μια ιστορική περίοδο που ορίζεται ως η «εποχή του άγχους», αλλά ταυτόχρονα είναι εποχή εντεινόμενου (νεο)φιλελευθερισμού του οποίου ο βίαιος και αυταρχικός πυρήνας φανερώνεται καθαρά; Και πώς αυτό συνδέεται με το γεγονός ότι η ίδια εποχή φανερώνει επίσης την πρωτοκαθεδρία της ασφάλειας ανάμεσα στις φιλελεύθερες ιδέες; Αν πάρουμε ως δεδομένο ότι είναι στο άγχος της ανασφάλειας που εδράζεται η πολιτική της ασφάλειας, δεν θα έπρεπε να αρχίσουμε να σκεφτόμαστε την «εποχή του άγχους» ως εποχή της αξιοποίησης του άγχους στον διαρκή πόλεμο της ασφάλειας;
Ένας τρόπος να τα σκεφτούμε όλα αυτά είναι μέσα από την έννοια της «ανθεκτικότητας». Την επαύριο των βομβαρδισμών στο Λονδίνο το 2005, ο Βρετανός πρωθυπουργός έκανε λόγο για «τη στωικότητα και την ανθεκτικότητα των ανθρώπων του Λονδίνου» και ο αναπληρωτής υπαρχηγός της μητροπολιτικής αστυνομίας διαβεβαίωνε ότι οι υπηρεσίες ασφαλείας «ήταν αρκετά ανθεκτικές ώστε να τα βγάλουν πέρα».iii Η χρήση που επιφύλαξαν στον συγκεκριμένο όρο αποδείχθηκε ότι είχε μεγάλη σημασία, καθώς η «ανθεκτικότητα» έγινε πολύ γρήγορα το νέο φετίχ του φιλελεύθερου κράτους. Η λέξη βγαίνει εύκολα από τα στόματα των πολιτικών, κάθε είδους υπουργεία χρηματοδοτούν σχετικές έρευνες, οι πολεοδόμοι υποχρεώνονται να τη λάβουν υπόψη, συστήματα αποκατάστασης καταστροφών αναγκάζονται να την περιλάβουν στα σχέδιά τους και ακαδημαϊκοί πέφτουν με τα μούτρα στη διερεύνησή της.
Η ανθεκτικότητα προέρχεται από την ιδέα του συστήματος (ο όρος κατάγεται από την οικολογική σκέψη), η οποία προσδίδει κάποιο επιστημονικό βάρος σε άλλες ιδέες που ακούν σε ονόματα όπως «ετοιμότητα» και «πρόληψη». «Συνδυάζει πειστικά», όπως επισημαίνουν οι Claudia Aradau και Rens van Munster, «σημασίες που προέρχονται από τη φυσιολογία (την ικανότητα ενός υλικού σώματος να επανέλθει σε μία προηγούμενη κατάσταση), την ψυχολογία (την ικανότητα ενός ατόμου να επανέλθει στην κανονική κατάσταση έπειτα από ένα τραυματικό γεγονός), την οικολογία (την ικανότητα των συστημάτων να συνεχίσουν να λειτουργούν και να ανανεωθούν έπειτα από κάποια διαταραχή) και την πληροφορική (την ικανότητα ενός συστήματος να συνεχίσει να λειτουργεί παρά τις ενδεχόμενες ανωμαλίες και σχεδιαστικά ελαττώματα).»iv Το κεντρικό νόημα της έννοιας αναφέρεται στην ικανότητα ενός συστήματος να επιστρέψει σε μια προηγούμενη κατάσταση, να ανακάμψει έπειτα από ένα σοκ, να αναλάβει έπειτα από μία κρίση ή ένα τραύμα. Έτσι, για παράδειγμα, ένα κείμενο του ΟΟΣΑ από το 2008 σχετικά με την οικοδόμηση κρατικών μηχανισμών (state-building), ακολουθώντας τη γραμμή «από την ευθραυστότητα στην ανθεκτικότητα», ορίζει την τελευταία ως «την ικανότητα αντιμετώπισης μεταβολών στο δυναμικό, την αποτελεσματικότητα ή τη νομιμοποίηση. Οι μεταβολές αυτές μπορεί να οφείλονται σε ξαφνικά γεγονότα… ή σε μακροχρόνια αποσάθρωση (ή και αύξηση) του δυναμικού, της αποτελεσματικότητας ή της νομιμοποίησης».v Με αυτόν τον συνοπτικό ορισμό, το κείμενο του ΟΟΣΑ αποκαλύπτει επίσης ποιο είναι το ζητούμενο και γιατί η έννοια έχει γίνει τόσο ελκυστική: αντί να μιλάμε για την ευθραυστότητα και τις (αρνητικές) συνέπειές της, ας προτιμήσουμε την ανθεκτικότητα και τις (θετικές) συνδηλώσεις της.
Το πρώτο που αξίζει να σημειωθεί είναι οι επιπτώσεις που όλο αυτό έχει στην έννοια της ασφάλειας. Στην Εθνική Στρατηγική Ασφάλειας των ΗΠΑ (κείμενο του 2002)vi, βασική αποτύπωση της αμερικανικής στρατηγικής αμέσως μετά τις επιθέσεις στο Παγκόσμιο Κέντρο Εμπορίου, θα συναντήσουμε μόνο μία αναφορά στην «ανθεκτικότητα». Αντίθετα, μόλις πέντε χρόνια αργότερα, η Εθνική Στρατηγική για την Εσωτερική Ασφάλεια (2007)vii χαρακτηρίζεται από σχεδόν εμμονική προσήλωση στην ιδέα. Το κείμενο δεν περιορίζεται στην ανάγκη «δομικής και λειτουργικής ανθεκτικότητας… των κρίσιμων υποδομών και των βασικών πόρων», αλλά αναβιβάζει την ανθεκτικότητα σε ένα σχέδιο για «το σύστημα συνολικά» και για το ίδιο το «αμερικανικό πνεύμα», με γενικό στόχο «να ανασχεθούν τα σχέδια του εχθρού και να περιοριστούν οι επιπτώσεις μιας μελλοντικής καταστροφής, μέσα από μέτρα που ενισχύουν την ανθεκτικότητα της οικονομίας μας και των κρίσιμων υποδομών πριν το συμβάν».viii Στη δέκατη επέτειο των χτυπημάτων, ο πρόεδρος Ομπάμα δήλωνε ότι «αυτά τα δέκα χρόνια λένε κάτι για την ανθεκτικότητά μας».ix
Η βρετανική Εθνική Στρατηγική Ασφάλειας που δημοσιεύθηκε έναν χρόνο αργότερα σημειώνει ότι «από το 2001 η κυβέρνηση έχει καταβάλει συνεχή προσπάθεια να βελτιώσει την ανθεκτικότητα του Ηνωμένου Βασιλείου». Το κείμενο ασχολείται με την ανθεκτικότητα των ενόπλων δυνάμεων, της αστυνομίας και του βρετανικού λαού, την «ανθρώπινη και κοινωνική ανθεκτικότητα» και την «ανθεκτικότητα των κοινοτήτων». Κυρίως όμως, εστιάζει στην προετοιμασία απέναντι σε μελλοντικά χτυπήματα: «Θα συνεργαστούμε με ιδιοκτήτες και υπεύθυνους λειτουργίας για να προστατεύσουμε τόπους καίριας σημασίας και βασικές υπηρεσίες και με τις επιχειρήσεις για να βελτιώσουμε την ανθεκτικότητα». Αποτυπώνει σχετικά «ένα πρόγραμμα εργασίας για τη βελτίωση της ανθεκτικότητας» σε εθνικό, περιφερειακό και τοπικό επίπεδο που διαπνέει «τους κυβερνητικούς φορείς, τις υπηρεσίες ασφάλειας, τον ιδιωτικό τομέα και τον τρίτο τομέα».x
Πρόκειται για αξιώσεις που εισάγουν μία λογική αντίστοιχης αναδιοργάνωσης των κρατικών θεσμών και επανεκπαίδευσης του προσωπικού τους, όπως για παράδειγμα, με την εκπαίδευση στην ανθεκτικότητα που διεξάγεται στις ένοπλες δυνάμεις. Οι ΗΠΑ διαθέτουν τώρα το πρόγραμμα CSF2 που σημαίνει ούτε λίγο ούτε πολύ «Ολοκληρωμένη Φυσική Κατάσταση Στρατιωτών και Οικογενειών» (Comprehensive Soldier and Family Fitness), σχεδιασμένο για τη βελτίωση της φυσικής κατάστασης των μελών του στρατιωτικού προσωπικού, των οικογενειών και των φίλων τους και έμμεσα του ίδιου του σώματος των πολιτών. Το αρχικό του σλόγκαν ήταν «Νους υγιής εν σώματι υγιή» αλλά το 2012 αντικαταστάθηκε από το «Χτίζουμε αντοχές, δυναμώνουμε επιδόσεις» και τον ίδιο χρόνο το πρόγραμμα επανεξετάστηκε και αναδιαρθρώθηκε συνολικά, με άξονα την ιδέα της ανθεκτικότητας. Από τότε το CSF2 περιλαμβάνει κι ένα Πρόγραμμα Ενίσχυσης Επιδόσεων και Αντοχών (Performance and Resilience Enhancement Program, CSF2-PREP) που διευθύνεται από Ειδικευμένους Εκπαιδευτές Ανθεκτικότητας (Master Resilience Trainers) και απαρτίζεται από αντικείμενα όπως η Εκπαίδευση Καθολικής Ανθεκτικότητας (Universal Resilience Training) και η Εκπαίδευση Θεσμικής Ανθεκτικότητας (Institutional Resilience Training). Τα πιο προχωρημένα Μοντέλα Ολοκληρωμένης Ανθεκτικότητας (Comprehensive Resilience Models) περιλαμβάνουν αντικείμενα όπως Χτίσιμο Αντοχής για Άνδρες Συζύγους, Χτίσιμο Αντοχής για Εφήβους και Δυναμική Κοινωνικά Ανθεκτικών Ομάδων. Το πρόγραμμα εκδίδει επίσης το περιοδικό CSF2 Quarterly, που δημοσιεύει «Μυστικά Ανθεκτικότητας», ενώ η σχετική ιστοσελίδα προσφέρει ένα Ολοκληρωμένο Εργαλείο Αξιολόγησης για να διαπιστώσει κανείς την ανθεκτικότητά του. Αν δεν φτάνουν αυτά, άλλες ενδείξεις για το πώς η ανθεκτικότητα διαπερνά την κρατική εξουσία δίνει η ίδρυση υπηρεσιακών μονάδων όπως η επονομαζόμενη «Ανθεκτικότητα Ηνωμένου Βασιλείου» (UK Resilience) που υπάγεται στο υπουργείο Προεδρίας, η εκπαίδευση ανθεκτικότητας που προορίζεται να καλλιεργήσει στρατιωτικό ήθος στα παιδιά σχολικής ηλικίαςxi, οι νέες τεχνολογίες που σχεδιάζονται για να προβλέπουν βίαιες συμπεριφορές μεταξύ στρατιωτών και να τους αποτρέπουν από «ξεσπάσματα», αυξάνοντας την «ανθεκτικότητά» τουςxii, ή ακόμα το γεγονός ότι τα αστυνομικά σκυλιά λαμβάνουν τώρα και εκπαίδευση ανθεκτικότητας.xiii
Αυτό που τόσο τα αμερικανικά όσο και τα βρετανικά κείμενα στρατηγικής αποκαλύπτουν είναι σε ποιο βαθμό η ανθεκτικότητα, η οποία αναδείχθηκε υπό το έμβλημα της ασφάλειας, καταλήγει να περικλείει ή και να υπερβαίνει τη λογική της ασφάλειας. Το αίτημα της ασφάλειας και για ασφάλεια δεν είναι πια αρκετό. Όποτε πια κανείς ακούει να μιλάνε για ασφάλεια, θα συναντήσει εκεί και το αίτημα της «ανθεκτικότητας». Έτσι, για την ασφάλεια των Ολυμπιακών Αγώνων του 2012 στο Λονδίνο, αρμόδιος φορέας της οργανωτικής Επιτροπής δεν ήταν κάποιο τμήμα «ασφάλειας», αλλά το τμήμα «Ασφάλειας και Ανθεκτικότητας» που συνεργαζόταν με την «Ομάδα Ανθεκτικότητας Λονδίνου» και αυτής πάλι το καθήκον ήταν να «εξασφαλίσει την ανθεκτικότητα στο Λονδίνο». Μοιάζει σαν το κράτος να εξαντλείται πιο γρήγορα από την ίδια τη δική του λογική ασφάλειας και να αναζητά μία καινούργια έννοια, κάτι καλύτερο και πιο εντυπωσιακό: διάβαζε «ανθεκτικότητα».
Αλλά πέρα από το να είναι πιο καινούργια, βελτιωμένη και πιο αστραφτερή, η ανθεκτικότητα έχει και μεγαλύτερη φαντασία. Το κράτος αναλαμβάνει τώρα ως ένα από τα κύρια καθήκοντα του να φαντάζεται το χειρότερο δυνατό σενάριο, την επερχόμενη καταστροφή, την κρίση που καταφτάνει το επαπειλούμενο πολεμικό χτύπημα, την έκτακτη κατάσταση που θα μπορούσε να συμβεί και πιθανόν να συμβεί, τα πάντα για να είναι καλύτερα προετοιμασμένο.xiv Στις αμερικανικές και βρετανικές στρατηγικές που προαναφέρθηκαν, μια μελλοντική επίθεση κάποιου (άδηλου) τύπου θεωρείται ότι επίκειται. Ακόμα κι αν ένα τρομοκρατικό χτύπημα αποτραπεί, κάποια άλλου είδους καταστροφή κρίνεται δεδομένο ότι θα συμβεί κάποια στιγμή. Ετοιμότητα, πρόληψη, σχεδιασμός και αποτροπή έχουν επομένως γίνει βασικές έννοιες γύρω από την ανθεκτικότητα. Η ανθεκτικότητα εισάγει και ενθαρρύνει μία κουλτούρα ετοιμότητας, τέτοια που η λογική της ασφάλειας με τη μορφή της προετοιμασίας απέναντι σε μία τρομοκρατική επίθεση να μετεξελίσσεται στην πολύ ευρύτερη λογική ασφάλειας με τη μορφή της προετοιμασίας για μια άγνωστη καταστροφή –από όπου και οι εκστρατείες «ετοιμότητας» μέσω ιστοσελίδων όπως η ready.gov. Αλλά η πραγματική δύναμη αυτής της κουλτούρας βρίσκεται στην ιδέα μιας επερχόμενης πολιτικής καταστροφής που θα χτυπά την καρδιά της πολεμικής εξουσίας του κράτους. Η «τρομοκρατική» επίθεση και η «φυσική» καταστροφή αντιμετωπίζονται συχνά από κοινού η δασική πυρκαγιά παραπέμπει σε πιθανό τρομοκρατικό εμπρησμό, μία νέα εξάπλωση της γρίπης σε βιολογική τρομοκρατία και η κοινή τους μεταχείριση είναι σε τελική ανάλυση έντονα στραμμένη προς το μέλλον. Έρχεται επομένως να διαμορφώσει συμπεριφορές που ξεπερνούν το να κρατάμε φυλαγμένες μονωτικές ταινίες, μπαταρίες, φαγητό σε κονσέρβα και μπουκάλια νερό: μας προσανατολίζει προς ένα μελλοντικό γεγονός πέρα από τον έλεγχό μας, γύρω από το οποίο οφείλουμε να αγωνιούμε, αλλά και για το οποίο πρέπει να προετοιμαστούμε ώστε να το θέσουμε υπό έλεγχο, μαθαίνοντας να αντέχουμε και να ανακάμπτουμε.
Η ανθεκτικότητα δεν λέει τίποτα αν δεν είναι ένας τρόπος κατανόησης του μέλλοντος, ενός μέλλοντος όμως που φανταζόμαστε ως καταστροφή ή επίθεση και, ακόμα περισσότερο, ανάκαμψη από την καταστροφή ή την επίθεση. Στο εγχείρημα αυτό, η ανθεκτικότητα βασίζεται στην καταγωγή της από τη συστημική σκέψη και συνδέει ευθέως την ασφάλεια με τον αστικό σχεδιασμό, τα μέτρα πολιτικής προστασίας, τη δημόσια υγεία, τους οικονομικούς θεσμούς, τον επιχειρηματικό κίνδυνο και το περιβάλλον, με τρόπο που ήταν παλιότερα εξαιρετικά δύσκολο για το κράτος να επιτύχει. Μία έκδοση του βρετανικού Υπουργείου Διεθνούς Ανάπτυξης με τίτλο Αναζητώντας την Ανθεκτικότητα στις Καταστροφές (2011) βρίσκει την ανθεκτικότητα να εκτείνεται σε ολόκληρη την κοινωνική και πολιτική ζωή, ενώ ένα κείμενο του ΟΗΕ για τη διαχείριση των καταστροφών προχωρά στη διαπίστωση ότι η επιτυχία της πολιτικής της ανθεκτικότητας προϋποθέτει «να λαμβάνεται υπόψη σχεδόν κάθε φυσικό φαινόμενο στον πλανήτη».xv Ένας τρόπος για να αντιμετωπιστούν από κοινού τόσο ετερόκλητα πράγματα ήταν άλλοτε να τεθούν υπό την ετικέτα της αστυνομικής εξουσίας, με την αρχική σημασία που είχε ο όρος στην πρώιμη πολιτική επιστήμη. Σήμερα όμως, καθώς το φιλελεύθερο κράτος δεν θέλει ή δεν μπορεί πια να να ονομάζει αυτά τα μέτρα «αστυνομικά», έπρεπε να εφεύρει νέες κατηγορίες. Μία τέτοια κατηγορία ήταν η ασφάλεια, μία ακόμα είναι τώρα η ανθεκτικότητα.
Το να θεωρείς δεδομένη την ύπαρξη διαρκούς απειλής -για την πολεμική εξουσία, τη δημόσια τάξη, τα ανθρώπινα όντα- σε αναγκάζει να φαντάζεσαι συνεχώς νέους τρόπους με τους οποίους η απειλή θα μπορούσε να εκφραστεί. Ως εκ τούτου, η ανθεκτικότητα έρχεται να λειτουργήσει ως κεντρικός μηχανισμός αστυνόμευσης της φαντασίας. «Η φαντασία δεν ανήκει στα συνήθη χαρίσματα της γραφειοκρατίας», γράφτηκε το 2004 στην επίσημη αναφορά της Επιτροπής για την 11η Σεπτεμβρίου, για να διαπιστωθεί στη συνέχεια η ανάγκη του κράτους να βρει τρόπους διασύνδεσης της γραφειοκρατίας με την πολιτική φαντασία.xvi Η ανθεκτικότητα είναι έννοια που διευκολύνει αυτή τη διασύνδεση, που στην ουσία της συνιστά αποικειοποίηση της πολιτικής φαντασίας από το κράτος.
Υπ’ αυτό πρίσμα, η διαχείριση του άγχους δεν είναι παρά ένα μέσο προετοιμασίας για το επόμενο χτύπημα στον διαρκή πόλεμο ενάντια στην τρομοκρατία, αυτό το χτύπημα που διαρκώς ακούμε ότι πρόκειται να έρθει. Πόσες φορές δεν μαθαίνουμε από κάποιον πολιτικό, αρχηγό αστυνομίας ή ειδικό της ασφάλειας ότι «ένα χτύπημα είναι εξαιρετικά πιθανό», ακόμα και μετά (ή ειδικά μετά) από μία υποτιθέμενη νίκη σε αυτόν τον πόλεμο; Ένα χτύπημα που μπορεί να είναι και μάλλον θα είναι χειρότερο από το προηγούμενο, χειρότερο ίσως από οτιδήποτε μπορούμε να φανταστούμε. Όλο αυτό συμβάλλει στην αποδοχή της πανταχού παρουσίας της πολεμικής εξουσίας, της χρονικής απροσδιοριστίας του «πολέμου ενάντια στην τρομοκρατία» και των διαρκών μέτρων ασφάλειας που λαμβάνονται στο όνομά του. Η «ανθεκτικότητα» φαίνεται να αναλαμβάνει μεγάλο μέρος αυτού του ρόλου. «Ο πόλεμος δεν είναι πια κάτι που διεξάγεται αλλά κάτι που προετοιμάζεται», λέει ο Paul Virilio,xvii και σε αυτή την προετοιμασία η πολεμική εξουσία καθυποτάσσει τη φαντασία του μέλλοντος. Καμία πολιτική φαντασία πέρα από εκείνη του χτυπήματος και της ανάκαμψης. Κανένα πολιτικό μέλλον πέρα από μία ατέλειωτη πολεμική προετοιμασία.
Αλλά ποιος πόλεμος είναι αυτός; Εύκολα στέκεται ο νους στον πόλεμο ενάντια στην τρομοκρατία και από μια άποψη είναι βέβαια έτσι. Πληκτρολογήστε όμως τη λέξη «ανθεκτικότητα» στην ιστοσελίδα του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και η αναζήτηση θα σας δείξει ότι σχεδόν 2.000 έγγραφα του οργανισμού περιέχουν κάποια αναφορά στον όρο. Το επίθετο «ανθεκτικός» επιστρέφει κι αυτό 1.730 αποτελέσματα.xviiiΟυσιαστικό κι επίθετο εμφανίζονται συνολικά στον τίτλο πενήντα τριών εγγράφων. Όλα αυτά τα κείμενα δημοσιεύονται από το 2008 και μετά. Μπορούμε να τα διακρίνουμε σε δύο κατηγορίες, μία στην οποία η ανθεκτικότητα συσχετίζεται άμεσα με την καταστροφή π.χ. Sendai: Μια Ιστορία Φυσικής Καταστροφής, Ανθεκτικότητας και Ανάκαμψης (2010) και μία πολύ μεγαλύτερη στην οποία η ανθεκτικότητα είναι κάτι που πρέπει να τροφοδοτηθεί ή να χτιστεί γενικά: Ενισχύοντας την Ανθεκτικότητα στο Σοκ και Προωθώντας την Ανάπτυξη για Όλους (2012), Η Λατινική Αμερική Χρειάζεται την Οικοδόμηση Ανθεκτικότητας και Ευελιξίας (2012), Χτίζοντας την Ανθεκτικότητα σε Χώρες Χαμηλού Εισοδήματος (2012) και ούτω καθεξής. Ανάμεσα στις γραμμές των κειμένων θα βρούμε την κεντρική παραδοχή ότι το παγκόσμιο χρηματοοικονομικό σύστημα πρέπει να γίνει ανθεκτικό, οι εθνικές και περιφερειακές οικονομίες πρέπει να οικοδομήσουν την ανθεκτικότητά τους και ότι η «βιώσιμη προσαρμογή» είναι ένα μέσο για τον σκοπό αυτό. Παρομοίως και το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ κάνει λόγο για τη «συστημική οικονομική ανθεκτικότητα», ενώ η Παγκόσμια Τράπεζα διαθέτει μία ομάδα για θέματα «Κοινωνικής Ανθεκτικότητας και Κλιματικής Αλλαγής», η οποία έχει δημοσιεύσει σειρά άρθρων για την «κοινωνική ανθεκτικότητα» ως μέσο καταπολέμησης της φτώχειας και αντιμετώπισης των αδυναμιών των εύθραυστων κρατών. Από κοινού με τον ΟΗΕ, η Παγκόσμια Τράπεζα επινόησε την καινοτομία ότι η ανθεκτικότητα είναι το μέσο για την «αύξηση του πλούτου των φτωχών».xix Η γοητεία της ιδέας ότι ανθεκτικότητα είναι τελικά αυτό που λείπει από τους φτωχούς του κόσμου έγκειται στο ότι ανακαλύπτει κάτι που οι τελευταίοι ήδη, από μόνοι τους, κατέχουν: όλο κι όλο που χρειάζονται είναι λίγη εκπαίδευση για να το αξιοποιήσουν. Από εδώ και το μοτίβο της οικοδόμησης, της τροφοδότησης και της ανάπτυξης που διαπερνά τη φιλολογία του ΔΝΤ.
Είναι προφανές ότι η ανθεκτικότητα γίνεται κατανοητή από αυτούς τους οργανισμούς ως ένα μέσο παραπέρα προώθησης μίας ανοιχτά νεοφιλελεύθερης ατζέντας. Όχι μόνο η ανθεκτικότητα αντικαθιστά όλο και περισσότερο την ασφάλεια στον πολιτικό λόγο, αλλά καθώς το κάνει αυτό, καθίσταται ένας από τους κεντρικούς ιδεολογικούς μηχανισμούς που υποστηρίζουν τον πόλεμο της συσσώρευσης. Αν η ασφάλεια υπάγεται στην ιδέα της ανθεκτικότητας και αν η ασφάλεια είναι η υπέρτατη αρχή της αστικής κοινωνίας, τότε η ανθεκτικότητα γίνεται επί της ουσίας η υπέρτατη αρχή για τη διευθέτηση της συσσώρευσης. Είναι γι’ αυτό το λόγο που πέρα από το επίσημο μέσο με το οποίο οι φτωχοί του κόσμου αναμένεται να βγουν από τη φτώχεια τους, η ανθεκτικότητα καθίσταται και κεντρικό στοιχείο της επιχειρηματικής αναδιάρθρωσης, με την «οργανωσιακή ανθεκτικότητα» να διατυμπανίζεται από το σχετικό Διεθνές Κονσόρτσιουμ (International Consortium for Organizational Resilience) που οργανώνει σειρές μαθημάτων «πιστοποίησης» σε διάφορες όψεις της ανθεκτικότητας. Με παρόμοιο τρόπο, κρατικοί αξιωματούχοι καταφεύγουν εκεί, όταν αναζητούν τρόπους να καταπολεμήσουν δράσεις ενάντια στη λιτότητα.xx Η εδραίωση της κεντρικής θέσης της «ανθεκτικότητας» στον πολιτικό λόγο καταλήγει να επανενώνει το κράτος και το κεφάλαιο στην κοινή τους μέριμνα για την πολιτική της πρόληψης.
Ταυτόχρονα όμως η ανθεκτικότητα επεκτείνεται έτσι ώστε να γεφυρώσει το υποκειμενικό με το αντικειμενικό και τότε η συστημική, οργανωσιακή ή πολιτική ανθεκτικότητα συναντά την προσωπικήανθεκτικότητα. Το θέμα της ανθεκτικότητας ως ιδιότητας των ατόμων κυριαρχεί πλέον στα βιβλία αυτοβελτίωσης: Ο Παράγοντας της Ανθεκτικότητας: Εφτά Σημεία-κλειδιά για να Βρείτε την Εσωτερική σας Δύναμη και να Ξεπεράσετε τα Εμπόδια της Ζωής (2003), Η Δύναμη της Ανθεκτικότητας: Πώς να Πετύχετε Ισορροπία, Εμπιστοσύνη και Προσωπικό Σθένος στη Ζωή Σας (2004), Ανθεκτικότητα: Πώς να Ανακάμψετε ό,τι κι Αν Φέρει η Ζωή (2010), Βρείτε τη Δύναμή Σας: Οδηγός Ανθεκτικότητας και Θετικής Αλλαγής (2010), Αναπτύσσοντας την Ανθεκτικότητα σε Παιδιά και Εφήβους (2011), Ανθεκτικότητα: Διδαχθείτε Πώς να Επιβιώσετε και να Πάτε Μπροστά σε Οποιαδήποτε Κατάσταση (2012), Ανθεκτικότητα: Η Επιστήμη του Ξεπεράσματος των Μεγάλων Προκλήσεων της Ζωής (2012)Ο κατάλογος θα μπορούσε να συνεχιστεί για πολύ ακόμα και όσο συνεχιζόταν, τόσο πιο φανερό θα γινόταν ότι όλα αυτά τα βιβλία έχουν εκδοθεί τον 21ο αιώνα. Βλέπει κανείς εδώ να ξεδιπλώνεται η σχέση ανάμεσα στην οικονομική ανάπτυξη του φιλελεύθερου υποκειμένου και την πολιτική ανάπτυξη του ανθεκτικού πολίτη.
Καιρό πριν, ο Μαρξ εντόπισε τους λόγους για τους οποίους η αστική κοινωνία, ριζωμένη αντικειμενικά στην ανάγκη και την επιθυμία του καπιταλισμού για διαρκή αλλαγή και συνεχή επαναστατικοποίηση της παραγωγής, είναι ένα σύστημα αέναης αβεβαιότητας. Το κεφάλαιο προκαλεί το άγχος που κατοικεί στον πυρήνα της αστικής υποκειμενικότητας και ταυτόχρονα θρέφεται απ’ αυτό. Η αγχώδης πλευρά της ταξικής κοινωνίας, παρουσιασμένη από πολιτικούς και εργοδότες ως αναπόφευκτο χαρακτηριστικό της σύγχρονης εργασίας, ενισχυμένη από τις αγωνίες του καταναλωτισμού, από τη μείωση της εμπιστοσύνης σε δημόσιους θεσμούς και ιδιωτικούς φορείς και από την κατάρρευση των συντάξεων, οξύνεται ακόμα περισσότερο με τη διατύπωση του αιτήματος της ανθεκτικότητας, ως υπόθεσης ταυτόχρονα του ατόμου και του συστήματος. Η ανθεκτικότητα έρχεται να αποτελέσει τη βάση για την υποκειμενική διαχείριση της αβεβαιότητας και της αστάθειας του σύγχρονου κεφαλαίου, όπως και της ανασφάλειας του κράτους εθνικής ασφάλειας και της διαρκούς κατάστασης πολέμου, την ώρα μάλιστα που η διαχείριση του άγχους εντάσσεται στην ευρύτερη συναισθηματική διοίκηση που πραγματοποιούν οι εταιρείες και οι άλλοι οργανισμοί του καπιταλισμού.xxiΌπως το θέτει ο Pat O’Malley, «η ανθεκτικότητα δεν επιχειρεί μόνο να καταστήσει τα άτομα ικανά να “συνέλθουν”… κάτι που είναι ουσιαστικά ένα μοντέλο αντίδρασης». Περισσότερο «στοχεύει στη δημιουργία υποκειμένων ικανών να προσαρμόζονται και να επωφελούνται από καταστάσεις ριζικής αβεβαιότητας».xxiiΤα άξια υποκείμενα θα «επιβιώσουν και θα ευημερήσουν σε οποιαδήποτε κατάσταση»: θα «επιτύχουν την ισορροπία» μέσα στο πλήθος των επισφαλών θέσεων μερικής απασχόλησης, θα «ξεπεράσουν τα εμπόδια της ζωής», όπως λόγου χάρη το να αντιμετωπίζεις το τέλος του εργασιακού βίου χωρίς να παίρνεις σύνταξη και θα «ανακάμψουν από οτιδήποτε φέρει η ζωή», όπως περικοπές σε επιδόματα, παγώματα μισθών ή παγκόσμια οικονομική κατάρρευση. Σε αυτή τη συνάντηση πολεμικής προετοιμασίας και αυτοβελτίωσης στην αστυνόμευση δηλαδή του ανθεκτικού υποκειμένου προς όφελος της πολεμικής εξουσίας θα βρούμε και την κοινωνικοοικονομική κατασκευή της ανθεκτικής αλλά ευέλικτης εργασίας. Η πολιτική υποκειμενικότητα δεν είναι παρά εκπαίδευση στην ανθεκτικότητα ως νέα τεχνολογία του εαυτού: εκπαίδευση να αντέχεις οποιαδήποτε κρίση περνάει το κεφάλαιο και οποιαδήποτε πολιτικά μέτρα παίρνει το κράτος για να το σώσει. Και είναι η εκπαίδευση που έχει σημασία εδώ, γιατί αν και κάποια άτομα, κοινότητες, κράτη ή κοινωνίες μπορεί να θεωρούνται ανθεκτικότερα από άλλα, κανείς δεν μπορεί να θεωρηθεί τελικά απολύτως ανθεκτικός. Η ανθεκτικότητα είναι διαρκώς ένα έργο σε εξέλιξη, μια εκπαίδευση στη διαχείριση της θέσης που κατέχει κανείς στους πολέμους της συσσώρευσης και της ασφάλειας.
i Franz Neumann, ‘Anxiety and Politics’ (1954), in Neumann, F. The Democratic and the Authoritarian State(New York: Free Press, 1957). (Ελληνική έκδοση: Άγχος και Πολιτική (2011), μτφρ. Γ. Λυκιαρδόπουλου, Αθήνα: Έρασμος).
ii  Uday Singh Mehta, The Anxiety of Freedom: Imagination and Individuality in Locke’s Political Thought(Ithaca: Cornell University Press, 1992).
iii Γι’ αυτό και για άλλα παραδείγματα, βλ Mark Neocleous, ‘“Don’t Be Scared, Be Prepared”: Trauma-Anxiety-Resilience’, Alternatives: Global, Local, Political, Vol. 37, No. 3, 2012, σελ. 188–98. Ορισμένα από τα επιχειρήματα του παρόντος κεφαλαίου αναπτύχθηκαν εκεί, καθώς και σε ένα άρθρο που ακολούθησε: ‘Resisting Resilience’, Radical Philosophy, 178, 2013, σελ. 2–7.
iv Claudia Aradau and Rens van Munster, Politics of Catastrophe: Genealogies of the Unknown (London: Routledge, 2011), σελ. 46–7. Βλ. επίσης Jeremy Walker and Melinda Cooper, ‘Genealogies of Resilience: From Systems Ecology to the Political Economy of Crisis Adaptation’, Security Dialogue, Vol. 42, No. 2, 2011, pp. 143–60.
v OECD, Concepts and Dilemmas of State Building in Fragile Situations: From Fragility to Resilience (OECD, 2008), σελ. 17.
vi National Security Strategy of the United States of America.
vii National Strategy for Homeland Security.
viii US National Security Council, National Strategy for Homeland Security, October 2007, σελ. i, 25, 27, 28, 29, 31, 42, 47.
ix Barack Obama, ‘Remarks at “A Concert for Hope” Commemorating the 10th Anniversary of the September 11 Terrorist Attacks’, 11 September 2011.
x Cabinet Office, The National Security Strategy of the United Kingdom: Security in an Interdependent World (London: HMSO, 2008), σελ. 8, 9, 26, 41, 42, 43, 45, 55.
xi Βλ. ‘Military Ethos in Schools’, 15 November 2012 – http://www.education.gov.uk/childrenandyoungpeople/youngpeople/militaryethos/a00217000/military-ethos-in-schools (πρόσβαση: 1 December 2012).
xii Department of Defense, Defense Science Board, Task Force Report: Predicting Violent Behaviour, August 2012, para. 5.2. Ευχαριστώ τον Tyler Wall που έθεσε υπόψη μου αυτό το κείμενο.
xiii Για τα αστυνομικά σκυλιά βλ. Mark Neocleous, ‘The Smell of Power: A Contribution to the Critique of the Sniffer Dog’, Radical Philosophy, 167, 2011, pp. 9–14.
xiv Aradau and Munster, Politics of Catastrophe; Stuart Price, Worst-Case Scenario? Governance, Mediation and the Security Regime (London: Zed Books, 2011).
xv Department for International Development, Defining Disaster Resilience: A DFID Approach Paper (London: DFID, 2011); United Nations, Living With Risk: A Global Review of Disaster Reduction Initiatives, Vol. 1 (New York and Geneva, United Nations, 2004), σελ. 37, έμφαση του Μ.Ν.
xvi The 9/11 Commission Report: The Full Final Report of the National Commission on Terrorist Attacks Upon the United States (New York: W. W. Norton and Co., 2004), σελ. 344.
xvii Paul Virilio, ‘Endo-colonization and the State-as-Destiny’, in Virilio/Lotringer, Pure War, σελ. 104. (Ελληνική έκδοση: Καθαρός Πόλεμος (2009), μτφρ. Α. Δρατζίδη, Σκόπελος: Νησίδες).
xviii Η έρευνα έγινε τον Φεβρουάριο του 2013. Υποψιάζομαι ότι ο αριθμός όλο και θα αυξάνεται.
xix World Economic Forum, Systemic Financial Resilience – Network of Global Agenda Councils Report, 2011–12; United Nations Development Programme, World Resources 2008: Roots of Resilience – Growing the Wealth of the Poor (Washington, DC: World Resources Institute, 2008).
xx Τον Απρίλιο του 2012, ενόψει μιας απεργίας των οδηγών βυτιοφόρων, ο Υπουργός Υγείας Andrew Lansley δήλωσε ότι το έθνος έπρεπε να είναι προετοιμασμένο ώστε να αντεπεξέλθει σε αυτή και σε οποιαδήποτε άλλη απεργία: “πρέπει να φροντίσουμε για την ανθεκτικότητα του συστήματος και αυτό κάνουμε” – Dan Milmo and Juliette Jowit, ‘Build Up Resilience Against Tanker Strike, Lansley Urges’, The Guardian, 2 April 2012, p. 5. Για τα θεμέλια του νεοφιλελευθερισμού, βλ. Walker and Cooper, ‘Genealogies of Resilience’; Mark Duffield, ‘Challenging Environments: Danger, Resilience and the Aid Industry’, Security Dialogue, Vol. 43, No. 5, 2012, σελ. 475–92. Julian Reid, ‘The Disastrous and Politically Debased Subject of Resilience’, Development Dialogue, No. 58, 2012, σελ. 67–79.
xxi  Βλ. Carl Cederstom και Peter Fleming, Dead Man Working (Winchester: Zero Books, 2012).
xxii   Pat O’Malley, ‘Resilient Subjects: Uncertainty, Warfare and Liberalism’, Economy and Society, Vol. 39, No. 4, 2010, σελ. 488–509, σελ. 492. Βλ. επίσης David Chandler, ‘Resilience and Human Security: The Post-interventionist Paradigm’, Security Dialogue, Vol. 43, No. 2, 2012, σελ. 213–29, σελ. 217.
πηγή: respublica.gr