Τό Ὄν, νοούμενο σάν ἀντικειμενική καί ὑπερβατική πραγματικότητα καί σάν ἀπόλυτο σημεῖο ἀναφορᾶς τοῦ ἐμπειρικά δεδομένου φυσικοῦ κόσμου, εἶναι ἡ ἔννοια πού γεννήθηκε μαζί μέ τούς Ἐλεάτες φιλοσόφους. Γύρω ἀπό αὐτή τήν ἔννοια, τή δυνατότητά της καί τήν ἀναγκαιότητά της, τή θεμελίωσή της καί τήν ἀποσαφήνισή της, πλέχτηκε ὁλόκληρη ἡ Ἐλεατική φιλοσοφία, ἀποκρυσταλλώθηκε ὁ προβληματισμός της στό σύνολό του καί ἀποτέλεσε τόν πυρήνα τῆς κατοπινῆς Ὀντολογίας σάν Μεταφυσικῆς.
Μιλοῦμε γιά Ὄν νοούμενο ἀπό τους Ἐλεάτες σάν ἀντικειμενική καί ὑπερβατική πραγματικότητα καί σάν ἀπόλυτο σημεῖο ἀναφορᾶς τοῦ ἐμπειρικά δεδομένου φυσικοῦ κόσμου, ἐπειδή τό Ὄν, νοούμενο γενικά σάν ἀντικειμενική, ὄχι ὅμως καί ὑπερβατική, πραγματικότητα καί σάν σχετικό, ὄχι ὁμως καί ἀπόλυτο, σημεῖο ἀναφορᾶς τοῦ ἐμπειρικά δεδομένου φυσικοϋ κόσμου, προῦπῆρχε τῆς Ἐλεατικῆς ὀντολογίας, ὄχι μόνο στή Φυσική φιλοσοφία, ἀλλά καί στή Θεογονική ποίηση. Ἐπίσης μιλοῦμε σχετικά γιά Ὀντολογία μεταφυσική, πού ἄρχιζει μέ τούς Ἐλεάτες, ἐπειδή Ὀντολογία φυσική, ἐνδοκοσμική, εἶναι στήν οὐσία της ὁλόκληρη ἡ προηγούμενη Φυσική φιλοσοφία και ὁλόκληρη ἡ προηγούμενη θεογονική ποίηση. Αὐτό ἰσχύει βέβαια για μᾶς σήμερα, με το ὑπεριστορικό κριτήριο, μολονότι στην περίοδο πρίν ἀπό τους Ἐλεάτες οὔτε το γνωστικό ἀντικείμενο εἶχε ὀνομαστεῖ Ὄν οὔτε ἡ ἀναφερόμενη σ’ αὐτό μελέτη Ὀντολογία.
Τό Ὄν ὡς εἰδικός φιλοσοφικός ὅρος, μέ καθορισμένο σημασιολογικό περιεχόμενο, εἶναι ἀποκλειστικό δημιούργημα τῶν Ἐλεατῶν. Οἱ Ἐλεάτες σχημάτισαν αὐτό τόν ὅρο οὐσιαστικοποιώντας τό οὐδέτερό της μετοχῆς τοῦ ρήματος εἰμί, τόν εἰσηγήθηκαν στή Φιλοσοφία, καί ἀπό τότε ἔχει ἐπικρατήσει σέ παγκόσμια κλίμακα. Ὡστόσο τό Ὄν, πολύ πρίν πλαστεῖ ὡς εἰδικός φιλοσοφικός ὅρος, εἶχε ἀναζητηθεῖ ὡς γνωσιακό ἀντικείμενο μέσα στόν ἐμπειρικά δεδομένο φυσικό κόσμο ὄχι μόνο ἀπό τή Φυσική φιλοσοφία ἄλλα καί ἀπό τή θεογονική ποίηση. Δηλαδή τόσο ἡ Θεογονική ποίηση ὁσο καί ἡ Φυσική φιλοσοφία στή θεώρηση τοῦ ἀντικειμενικοῦ κόσμου ἀναγνώριζαν ὡς Ὄντα, γενεσιουργά αἴτια καί κέντρα ἀναφορᾶς τῶν φαινομένων, τούς πρώτους θεούς, πού ἦταν προσωποποιημένες φυσικές δυνάμεις, καί τά πρῶτα φυσικά σώματα, πού ἦταν νοητά, ὁπως καί οἱ θεοί, σάν ἀθάνατα καί ἄφθαρτα. Καί εἶναι διαφωτιστικό, γιά τήν ὀντική θέση τῶν άρχῶν τοῦ κόσμου στή θεογονική ποίηση, τό γεγονός ὁτι οἱ πρῶτοι θεοί, πού ποτέ δέν ταυτίζονται μέ τούς μεγάλους θεούς τῆς ἐπίσημης λατρείας, εἶναι κάθε ἄλλο παρά ὑπερβατικά, ὑπερφυσικά ἡ μετά-φυσικά Ὄντα- εἶναι σύμβα-τικά, ἐνδοκοσμικά. φυσικά ὄντα, δέν ρυθμίζουν ἡ κατευθύνουν ἀπέξω ἡ ἀπό πάνω, σάν ἁρμόδιοι φορεῖς κάποιας ἐξουσίας, τά φυσικά σώματα καί τά φυσικά φαινόμενα, ἀλλά εἶναι αὐτοί οἱ ἴδιοι τά φυσικά σώματα καί τά φυσικά φαινόμενα· τά φυσικά σώματα καί φαινόμενα εἶναι τά σώματα καί ἡ ἐπιφάνεια τῶν ἴδιων τῶν θεῶν στόν κόσμο· οἱ κοσμογονικοί θεοί εἶναι προσωποποιημένες φυσικές δυνάμεις. Ἔτσι στή θεογονική ποίηση τά ἴδια τά φυσικά σώματα, αὐτούσια, ἡ Γῆ ἡ παμμήτειρα, ὁ Ὠκεανός, θεῶν γένεσις, ὁ Ἥλιος, ἡ Σελήνη, εἶναι θεοί προσωποποιημένοι. Καί ἔτσι στή συνέχεια τῆς Θεογονικῆς ποίησης, στή Φυσική φιλοσοφία, τά ἀπομυθωμένα φυσικά σώματα ὡς ἀρχές τοῦ κόσμου νοοῦνται, ὅπως ὡς τότε μόνο οἱ θεοί, ἄειζωα, ἀγέραστα, ἀθάνατα, ἀνώλεθρα, δηλαδή πραγματικά ὄντα.
Τό Ὄν ὡς γνωσιακό ἀντικείμενο εἶναι ὁ κοινός στόχος σέ κάθε κοσμολογική σκέψη, φιλοσοφική καί μή, ὡς τούς Ἐλεάτες. Δεδομένη εἶναι ἡ κοινή ἐμπειρία ἀπέναντι στή φύση, πού, κατά τήν ἔκφραση τοῦ Ἡράκλειτου, κρύπτεσθαι φιλεῖ. Δεδομένη ἡ κοινή ἐμπειρία ἀπέναντι στήν πολυμορφία καί στήν πολυμέρεια τοῦ ἀντικειμενικοῦ κόσμου, ἀπέναντι στή γένεση καί στή φθορά, στή μεταβλητότητα καί στήν ἀντιθετικότητά του· ἐπίσης δεδομένη εἶναι ἡ ἀνεπάρκεια τῶν αἰσθήσεων καί τῆς κοινῆς ἐμπειρίας νά συλλάβουν τή σημασία αὐτῆς της πρωτεϊκῆς συμπεριφορᾶς τοῦ ἀντικειμένου, ὅπως δεδομένη εἶναι καί ἡ τάση τοῦ ἀνθρώπου σώζειν τά φαινόμενα, δηλαδή νά τά ἐξηγήσει καί νά τά αἰτιολογήσει μέ τήν ἀναγωγή τους σέ κάποια ἀρχή. Στόχος κοινός λοιπόν εἶναι ἡ ἐξακρίβωση τῆς ταυτότητας τοῦ κόσμου μέσα ἀπό τήν ἑτερότητα τῶν φαινομένων του, ἡ ἐπισήμανση τῆς σταθερῆς οὐσίας του μέσα ἀπό τήν παροδικότητα τῶν μορφωμάτων του, ἡ κατανόηση τῆς ὁλότητάς του μέσα ἀπό τήν πολυμέρειά του, ἡ σύλληψη τῆς ἑνότητας καί τῆς ἁρμονίας τοῦ μέσα ἀπό τίς ἀντιθέσεις καί τίς ἀντινομίες του. Τό ἀντικείμενο τῆς ἐρευνᾶς παραμένει τό ἴδιο, καί γιά τούς θεολόγους καί γιά τούς φυσιολόγους καί γιά τούς ὀντολόγους· ἡ ἀνάγνωση τοῦ ἀντικειμενικοῦ, ἡ ἀποκρυπτογράφηση τοῦ πραγματικοῦ, εἶναι κοινή ἐπιδίωξη ὁλων τῶν μεγάλων δασκάλων τοῦ πρώιμου ἑλληνισμοῦ, ἀπό τόν Ἡσίοδο, τόν ἐπισημότερο ἐκπρόσωπο τῆς Θεογονικῆς ποίησης, ὡς τόν Παρμενίδη, τόν ἀρχηγό της Ἐλεατικῆς ὀντολογίας. Ἡ μελέτη τοῦ ἀντικείμενου γίνεται χωρίς διακοπές· μόνο ἡ προσπέλασή του παραλλάσσει κάθε φορᾶ· τά κριτήρια μεταβάλλονται, ἡ μέθοδος καί τά μέσα τροποποιοῦνται καί ἀπό αὐτό κάθε φορᾶ προκύπτει διαφορετική ἀνάγνωση τοῦ ἀντικείμενου- ἔτσι ἐσωτερικές διεργασίες ὁδηγοῦν τή μελέτη σέ ἐξελικτικές φάσεις, πού κάποτε ἀπολήγουν στή μετάβαση σέ κάποιο νέο γένος μελέτης. Ἔτσι μέσα ἀπό τό χῶρο τῆς Θεογονικῆς ποίησης ξεπροβάλλει στίς ἀρχές τοῦ 6ου αἰ. π.Χ. ἡ Φυσική φιλοσοφία καί ἀπό τό χῶρο τῆς Φυσικῆς φιλοσοφίας περίπου ἕναν αἰώνα ἀργότερα ἡ Ἐλεατική ὀντολογία.
Ἡ Ἐλεατική ὀντολογία φυτρώνει στό ἔδαφος τῆς Φυσικῆς φιλοσοφίας, ὁπως ἡ Φυσική φιλοσοφία φυτρώνει στό ἔδαφος τῆς Θεογονικῆς ποίησης. Τό κάθε νέο πνευματικό μόρφωμα γεννιέται ἀπό τό παλαιότερό του, ὁταν τό ἑνιαῖο γνωσιακό ἀντικείμενο ἀρχίζει νά ἐξετάζεται ἀπό διαφορετική σκοπιά, ὅταν ὁ ἀναφερόμενος σ' αὐτό γενικός προβληματισμός ἀνατοποθετεῖΐται σέ ἄλλο πεδίο: ἀπό τό πεδίο τοῦ θρησκευτικοῦ τῆς Θεογονικῆς ποίησης στό πεδίο τοῦ φυσικοῦ τῆς Φυσικῆς φιλοσοφίας καί ἀπό τό πεδίο τοῦ φυσικοῦ τῆς Φυσικῆς φιλοσοφίας στό πεδίο τοῦ μεταφυσικοῦ τῆς Ἐλεατικῆς ὀντολογίας. Ἐδῶ θά σημειώσομε ὁτι αὐτή ἡ μετάβαση ἀπό τό ἕνα πεδίο στό ἄλλο συντελεῖται μέσα ἀπό κάποια “αὐθαιρεσία”: ἡ Φυσική φιλοσοφία περιορίζει τό πεδίο τοῦ θρησκευτικοῦ καί ἡ Ἐλεατική ὀντολογία περιορίζει τό πεδίο τοῦ φυσικοῦ. Καί τό στένεμα τῆς περιοχῆς τοῦ παλαιότερου εἶναι μιά ἑρμηνεία πού ἐπιχειρεῖται ἀπό τό νεότερο. Ἔτσι, κατά τή Φυσική φιλοσοφία βέβαια ἡ Θεογονική ποίηση δέν περιέχει φυσιογνωσία καί κατά τήν Ἐλεατική ὀντολογία βέβαια ἡ Φυσική φιλοσοφία δέν περιέχει Ὀντογνωσία. Ἡ Φυσική φιλοσοφία ἀρνεῖϊται μέ περιφρόνηση τά πλάσματα τῶν προτέρων καί ἡ Ἐλεατική ὀντολογία ἀρνεῖται μέ περιφρόνηση τάς βροτῶν δόξας, ὁπως ἡ ἴδια ἀποκαλεῖ τά φυσικά φαινόμενα, πού γι’ αὐτήν δέν εἶναι ἀκόμα οὔτε ὄψις ἀδήλων, ὅπως θά ἀναγνωριστοῦν ἀργότερα ἀπό τόν Ἀναξαγόρα. Ὡστόσο κάθε νέο κίνημα ὀφείλει ὄχι καί λίγα στό παλαιότερό του, σάν ἀπότοκό του ἀπό τίς δυνατότητες πού ἐκεῖνο δημιούργησε καί ἀπό τίς διεργασίες πού ἐκεῖϊνο πέτυχε. Γιά νά ἀποσαφηνιστεῖ αὐτή ἡ ἱστορική πραγματικότητα θά βοηθοῦσε ὁπωσδήποτε μιά σύντομη ἐπισκόπηση τῆς διαδρομῆς τοῦ προβληματισμοῦ ὡς τούς Ἐλεάτες.
Ἡ Φυσική φιλοσοφία γεννήθηκε στήν Ἰωνία. Ὡς τή στιγμή πού οἱ Ἴωνες ἔκαναν συνείδησή τους τό πρόβλημα τοῦ κόσμου, στόν ἑλληνικό, ὁπως καί στόν ἐξωελληνικό, χῶρο, ἡ κοσμογνωσία ἦταν διατυπωμένη σέ ὁρισμένους μύθους, πού, προβάλλοντας μιά γενεαλογία ἀπό θεϊκά ὄντα, ἐπιχειροῦσαν νά ἐξηγήσουν βασικά ὄχι τόσο τήν οὐσία καί τή δομή τοῦ κόσμου, ὁπως τά ἐννοοῦμε ἐμεῖς σήμερα, ὅσο τήν καταγωγή του καί τήν ἱεραρχία τῶν ποικίλων μορφῶν του. Σ’ αὐτούς τούς μύθους, πρῶτα ὄντα, πρίν ἀπό τήν κοσμογένεση, οἱ θεολόγοι ἔβαζαν ὁρισμένα φυσικά σώματα ἤ φαινόμενα, δυνάμεις ἤ καταστάσεις, πού τίς πρόβαλλαν ἀνθρωπομορφικά καί τίς πίστευαν γιά ἀρχαιότερες καί ἀπό τους μεγάλους θεούς τῆς λατρείας. Ἀπό αὐτά τά ὄντα καί τήν προτεραιότητά τους στή γένεση τοῦ κόσμου μποροῦμε νά μιλοῦμε γιά μύθο τοῦ Ὠκεανοῦ, μύθο τῆς Νύχτας, μύθο τοῦ Χάους, μύθο τοῦ Ἀέρα, μύθο τοῦ Ἔρωτα κλπ. Τέτοιους μύθους πῆραν οἱ ποιητές καί ἀνέπτυξαν στίς Θεογονίες τους, δηλαδή στίς μυθικές κοσμογονίες.
Κοσμογονία τοῦ Ὠκεανοῦ διαφαίνεται στόν Ὅμηρο, μέ τόν Ὠκεανό στήν προβολή του σάν γεννήτορα θεῶν. Κοσμογονία τῆς Νύχτας ἐπίσης στόν Ὅμηρο καί στούς Ὀρφικούς, πού προβάλλουν τή Νύχτα σάν ἀφέντρα τῶν θεῶν καί τῶν ἀνθρώπων. Κοσμογονία τοῦ Χάους, ἡ μόνη πού ἔφτασε ἀκέραιη ὡς τίς μέρες μας, εἶναι ἡ Θεογονία τοῦ Ἡσίοδου. Σύμφωνα μέ αὐτήν πρῶτα ἔγινε τό Χάος, ἡ Γῆ καί ὁ Ἔρωτας.Ὕστερα ἡ Γῆ γέννησε τόν Οὐρανό, τά Ὅρη καί τόν Πόντο. Κοσμογονία τοῦ Ἀέρα ξέρομε ἀπό τόν Ἐπιμενίδη καί κοσμογονία τοῦ Ἔρωτα ἀπό τόν Παρμενίδη καί τόν Πλάτωνα, πού ὀνομάζουν τόν Ἔρωτα πρώτιστον θεό.
Κοινά γνωρίσματα στούς ποικίλους τύπους τοῦ κοσμογονικοῦ μύθου εἶναι: ἡ ἰδέα ὄτι ἀρχικά οὐρανός καί γῆ ἀποτελοῦσαν ἕνιαῖο σῶμα, πού χωρίστηκε ἤ μέ τήν πρωτοβουλία κάποιου δημιουργικοῦ θεοῦ ἤ μέ τήν ἐπενέργεια κάποιας ἀπρόσωπης αἰτίας· ἐπίσης ἡ ἰδέα τῆς διαδοχῆς στήν ἐξουσία τοῦ κόσμου, ὥσπου νά ἑδραιωθεῖϊ ὁριστικό καθεστώς, μέ κυβερνήτη τόν μεγαλύτερο θεό τῆς ἐπίσημης λατρείας. Ἐκτός ἀπό τήν τεκνογονία, σέ μερικούς μύθους οἱ διεργασίες γιά τή διαμόρφωση τῶν μερῶν τοῦ κόσμου ἐκφράζονται καί μέ ἄλλες βιολογικές παραστάσεις, ὁπως τό αὐγό καί τό δέντρο, ἀκόμα καί μέ ἔργα τέχνης, ὁπως ὁ πέπλος.
Οἱ μορφές τοῦ θεογονικοῦ μύθου, πρίν γίνουν σύμβολα, σάρκωναν ἐμπειρίες τοῦ προεπιστημονικοῦ ἄνθρωπου. Γιά τήν ἀφετηρία τῆς κοσμογονίας βασικές παραστάσεις ἦταν ἡ πλημμύρα καί ἡ θάλασσα, ἡ νύχτα καί τό ξημέρωμα. Τό σκοτάδι καί ὁ κατακλυσμός τῶν πάντων ἀπό τά νερά πρόσφεραν ἁπτή εἰκόνα ἀπό τό χάος σάν προεμπειρική κατάσταση τοῦ κόσμου, καί ἡ μετάβαση ἀπό τή νύχτα στή μέρα, μέ τήν ἀνάδυση τῶν μορφῶν μέσα στό φῶς, ἰδέα ἀπό τήν ἔναρξη τῆς γένεσης τοῦ κόσμου. Ἥ γεννητική δύναμη τοῦ νεροῦ καί τῆς γῆς, σάν διαπίστωση, ἐνίσχυσε τίς παραστάσεις αὐτές, θεμελίωσε τή ζωομορφική καί τήν ἀνθρωπομορφική ἐπίνοια κατά τήν παραγωγή καί τήν ἱεράρχηση τῶν μορφῶν καί τῶν δυνάμεων τοῦ κόσμου καί ὁδήγησε στήν ἔννοια τῆς γενεαλογίας, πολύ πρίν οι “θεογέννητοι” βασιλιάδες, μέ προστατευόμενους ποιητές, τήν κάνουν ὄργανο πολιτικῆς προπαγάνδας καί ἀρχή τῆς ἱστοριογραφίας.
Ἥ Φυσική φιλοσοφία, στήν προσπάθειά της νά ἑρμηνεύσει τή φύση στό σύνολο καί στά μέρη της, ξεκινᾶ ἀπό τίς δομές τοῦ θεογονικοῦ μύθου. Οἱ δομές αὐτές προσδιορίζουν σέ μεγάλο βαθμό τήν ἐπιστημονική σκέψη καί, ὅπως θά διαπιστώσουμε, τά μυθικά πρότυπα τοῦ κόσμου, συνειδητά ἀπομυθωμένα ἀλλά καί ἀσυνείδητα, λειτουργοῦν μέσα στίς θεωρίες τῶν ἀρχαίων φυσιολόγων, ἰδιαίτερά της πρώτης περιόδου. Συγκεκριμένα ἡ Φυσική φιλοσοφία παραλαβαίνει ἀπό τή Θεογονική ποίηση ἕτοιμο τό ἀκόλουθο θεματικό σχῆμα:
ἀρχική κατάσταση > σπέρμα > χωρισμός τῶν μερῶν τοῦ κόσμου > διαμόρφωση τῶν οὐράνιων σωμάτων καί τῶν μετεωρολογικῶν φαινομένων > γένεση τῆς ζωῆς.
Μέ τούς πρώτους θεωρητικούς της Φυσικῆς φιλοσοφίας οἱ θεϊκές μορφές τοῦ κοσμογονικοῦ μύθου μεταμορφώνονται σέ ἔννοιες καί μαζί μέ τίς θεωρίες καταρτίζεται καί ἡ γλώσσα τῆς Φυσικῆς, πού δανείζεται τά πρῶτα ἐκφραστικά της μέσα ἀπό τή θεολογία καί τήν πολιτική. Ἔτσι ἡ ἀφθαρσία τοῦ θεοῦ γίνεται ἀφθαρσία τῆς “ὑλοζωικῆς” φυσικῆς οὐσίας καί ἡ ἔννοια τοῦ κόσμου, πού σημαίνει τήν τάξη καί τή νομοτέλεια, μεταφέρεται ἀπό τήν πολιτεία, γιά νά δηλώσει τή φύση σάν ὀργανωμένο σύνολο.
Ἡ Φυσική φιλοσοφία, στήν ἀρχική φάση τῆς ἱστορικῆς διαδρομῆς της ὡς Ἰωνική φυσική, γέννημα καί θρέμμα τοῦ μικρασιατικοῦ ἑλληνισμοῦ στή ρωμαλέα κοινωνία τοῦ 6ου αἰ. π.Χ., ἐκφράζει τήν πρώτη προσπάθεια νά ἑρμηνευτεῖ ἡ φύση μεταμυθικά. Ἀφετηρία τῆς Ἰωνικῆς φυσικῆς εἶναι ἡ ἀφετηρία τῆς Φιλοσοφίας γενικά, ἔτσι πού μποροῦμε νά ποῦμε ὁτι ἡ Ἰωνική φυσική εἶναι τό πρόσωπο τῆς Φιλοσοφίας στήν ἀρχική φάση τῆς ἐξέλιξής της.
Ὅταν γεννιέται ἡ Φυσική φιλοσοφία, ἡ ἑλληνική κοινωνία ἀναπτύσσεται σέ ὁλους τους τομεῖς. Ὕστερα ἀπό τους σκοτεινούς μεταμυκηναϊκούς χρόνους, ὁ ἑλληνισμός ἔχει ἀνασυνταχθεῖϊ σέ μεγάλους ἐθνικούς καί κρατικούς σχηματισμούς καί ἐξορμᾶ, γιά νά δώσει τήν κλασική μορφή τῆς ἀρχαίας ζωῆς του. Οἱ Ἕλληνες ἔχουν ἀπλωθεῖ στή Μεσόγειο, ἔχουν ἐπιβληθεῖ μέ τή ναυτιλία καί τό ἐμπόριο, ἔχουν βελτιώσει τή διαβίωσή τους, τήν κοινωνική καί πολιτική ὀργάνωσή τους. Ἀνάμεσα στούς ἐλάχιστους πλούσιους, τούς κυρίους τῆς γής, καί τούς πολλούς φτωχούς, τούς ἄκληρους ἐργάτες τῆς στεριᾶς καί τῆς θάλασσας, ἡ ἀπόσταση ὁλοένα μειώνεται, καθώς παρεμβάλλεται καί διογκώνεται μιά μεσαία τάξη ἀπό τεχνίτες, ἐμπόρους καί ναυτικούς, πού ἀνεβαίνουν οἰκονομικά καί ρυθμίζουν ἡ καί προκαλοῦν τίς κοινωνικές καί πολιτικές διεργασίες. Μέ ἐπαναστάσεις καί ἄλλες μακροχρόνιες διαδικασίες σέ πολλές πόλεις καταργεῖται ἡ μοναρχία καί ἡ ἀριστοκρατία καί ἐπιβάλλονται εὐρύτερη συμμετοχή στήν εὐθύνη γιά τά κοινά καί ἄσκηση τῆς ἐξουσίας μέ βάση δίκαιο γραπτό.
Ὁ ἑλληνικός ἰδεόκοσμος, τήν ὥρα πού γεννιέται ἡ Φυσική φιλοσοφία, καθρεφτίζεται στήν ποίηση, κυρίως τή Λυρική, πού προβάλλοντας τίς πρωτοβουλίες, τά ἔργα καί τά βιώματα, τίς προσωπικές ἐμπειρίες τοῦ ἄτομου, τοῦ ἐξελισσόμενου σέ πολίτη, βαθμιαία ἀποδεσμεύεται ἀπό τήν τυραννία τοῦ θεοκρατικοϋ μύθου καί τοῦ φόβου γενικά, ἐγκαινιάζει τά ἐρωτήματα γιά τή φύση καί τό πνεῦμα, τή γνώση καί τήν πράξη, τήν κοινωνία καί τό νόμο, ἀναπτύσσει μέ τή σύγκριση τόν κριτικό λόγο καί γίνεται πρόδρομος τῆς φιλοσοφίας καί τῆς ἐπιστήμης.
Τό ἄνοιγμα τῶν Ἑλλήνων στόν κόσμο, ὁ πλουτισμός τους ὄχι μόνο σέ οἰκονομικές ἀξίες ἀλλά καί σέ γεωγραφικές, μετεωρολογικές καί κλιματολογικές ἐμπειρίες, οἱ γνώσεις ἀπό ἀρχαιότερους λαούς τῆς Ἀνατολῆς, οἱ ἐπιδόσεις στήν ἀστρονομία καί τή μετεωρολογία γιά τίς ἀνάγκες τίς σχετικές μέ τίς καλλιέργειες καί τά ταξίδια, ἡ κατάκτηση τοῦ κριτικοῦ λόγου, τοῦ ἐκκολαπτόμενου ἀπό τή δυνατότητα γιά συγκρίσεις ἀνάμεσα σέ ποικίλες δοξασίες καί ἡθη, ὁλα αὐτά μέσα στά πλαίσια τῆς πολιτικῆς ἐλευθερίας, τῆς εὐημερίας καί τῆς νεανικῆς ὁρμης, ὑποβαστάζουν τή φυσιοκρατική ἐπανάσταση τῆς Ἰωνικῆς φυσικῆς, πού, ἀπομυθώνοντας τή φύση στό σύνολο καί στά μέρη της, περιορίζει καί ἀποκρούει σταθερά τόν δαιμονοκρατικό καί τόν ἐνστικτώδη φόβο τῶν μαζῶν καί γίνεται ὄργανο ἐλευθερίας καί ἡθικης προαγωγῆς τοῦ ἀτόμου.
Πρώτη ἔκφραση τῆς Ἰωνικῆς φυσικῆς εἶναι ἡ θεωρία τοῦ Νεροῦ. Ὁ Θαλής ὁ Μιλήσιος (περίπου 625 - 546), μέ ἐπιδόσεις σέ ἀστρονομικά, γεωγραφικά, μαθηματικά καί μηχανικά προβλήματα, ἀφοῦ ταξίδεψε καί οἰκειώθηκε γνώσεις τῆς Ἀνατολῆς, ἀρχήν τῶν πάντων ὕδωρ ὑπεστήσατο, μαρτυρία 1. Ἔτσι ἔπεσε τό προσωπεῖο ἀπό πλῆθος ἑλληνικές καί ξένες ὑδατογονικές παραστάσεις, καί στή θέση τοῦ θεογονικοῦ Ὠκεανοῦ, τοῦ Πόντου, τοῦ Νηρέα, τοῦ Πρωτέα καί τοῦ Τρίτωνα ἀναγνωρίστηκε τό νερό, ἀπρόσωπο σάν φυσικό σῶμα καί σάν τμῆμα τοῦ κόσμου. Ἡ ἰδιότητά του νά φέρνει μέσα τοῦ ζωή καί γενικά νά εὐνοεῖ τήν ἀνάπτυξη τῆς ζωῆς, ὅπως διαπιστώθηκε προεπιστημονικά καί ἐκφράστηκε παγκόσμια στούς μύθους καί τίς λατρεῖες, ἀπό τό βεδικό νερό σάν πηγή γιά κάθε ὕπαρξη ὡς τό εὐαγγελικό ὕδωρ τό ζῶν καί τό “ἀθάνατο νερό” τοῦ παραμυθιοῦ, προσδιόρισε τήν ὕλοζωιστική ἔννοια τοῦ νεροῦ σάν ἔμβιου ἡ ἔμψυχου. Πολυμορφία πραγματωμένη ἀπό ἀρχική μονομορφία μᾶς εἶναι βέβαια γνωστή, προϋποτυπωμένη μυθικά στήν πρωτεϊκότητα τοῦ θαλάσσιου δαίμονα, ὡστόσο δέν ξέρομε πῶς ὁ Θαλής ἐννοοῦσε τήν παραγωγή τῶν μορφῶν τοῦ κόσμου ἀπό τό νερό σάν μοναδικό δομήσιμο ὑλικό. Ὑπαινιγμό στήν προτεραιότητα τοῦ σώματος, πού, κατά τήν κοσμογένεση τοῦ Θαλῆ, ἀναδύεται ἀπό τό ἀρχικό ὑγρό, ἀφήνει ἡ μαρτυρία 14, ὅτι κατά τόν Θαλῆ “ἡ γῆ ἀκουμπᾶ πάνω στό νερό καί μένει στήν ἐπιφάνεια πλωτή σάν ξύλο ἡ κάτι τέτοιο”. Ἡ προϊστορία τῆς διδασκαλίας αὐτῆς φαίνεται στήν ἡσιόδεια Γῆ, πού πρώτη ἀναδύεται ἀπό τό Χάος, σέ μύθους γιά νησιά πλωτά, ὁπως ἡ Αἰολία, ἡ Δῆλος, ἡ Ρόδος, ἡ Θήρα, στό μύθο τῆς ἀναδυόμενης Ἀφροδίτης, ἀκόμα καί στόν βιβλικό θεό, τῷ στερεώσαντι τήν γῆν ἐπί τῶν ὑδάτων.
Συστηματικότερος νοῦς, συμπολίτης καί σύγχρονος τοῦ Θαλῆ, λίγο νεότερος στήν ἡλικία, μαθητής καί φίλος του, ὁ Ἀναξίμανδρος (περίπου 610-546), μέαφετηριακά δεδομένα τίς θεογονικές, σχεδόν ταυτόσημες στήν προεπιστημονική ἀντίληψη, παραστάσεις βασικά τοῦ Χάους καί βοηθητικά τοῦ Οὐρανοῦ, τῆς Νύχτας, τοῦ Ἀέρα καί τοῦ Ὠκεανοῦ, σχετικά ἐπίσης τοῦ νεροϋ ἀπό τή διδασκαλία τοῦ Θαλῆ, πέτυχε νά κατανοήσει τήν προκοσμική κατάσταση τοῦ δομήσιμου ὑλικοῦ τοῦ κόσμου καί νά συλλάβει τήν ἔννοια τῆς ἄμορφης, τῆς ἀδιαμόρφωτης μάζας σάν ἀρχῆς τοῦ σύμπαντος. Αὐτή τήν ἔννοια ὁ Ἀναξίμανδρος ἴσως τήν ὀνόμασε ὁ ἴδιος μέ τόν ὅρο ἄπειρον, πού τόν εἰσηγήθηκε στή φιλοσοφία, οὐσιαστικοποιώντας τό οὐδέτερο τοῦ ἐπιθέτου ἄπειρος. Γιά τή γένεση τοῦ κόσμου ὁ Ἀναξίμανδρος, μάρτ. 10, δίδασκε ὅτι αὐτή ἄρχισε ἀπό τήν ἀδιαμόρφωτη μάζα τοῦ ἄπειρου, ὁταν ξεχώρισε μέ ἔκκριση τό γόνιμον, δηλαδή τό σπέρμα τοῦ θερμοῦ καί τοῦ ψυχροῦ, πού κατά τήν ἐποχή πρίν ἀπό τόν Δημοκριτο τά ἐννοοῦσαν γενικά ὡς οὐσίες, ὄχι ὡς ποιότητες. Ἔτσι, μέ πυρήνα τό ψυχρό, πού ἀποτέλεσε τή μάζα τῆς Γής, διαμορφώθηκε, ὡς τῷ δένδρῳ φλοιόν, σφαίρα ἀπό τή μάζα τοῦ θερμοῦ, πού ἔσκασε καί τά κομμάτια τῆς περικλείστηκαν μέσα σέ μικρότερες σφαῖρες καί ἀποτέλεσαν τά οὐράνια σώματα.
Συμπολίτης καί ἴσως μαθητής τοῦ Ἀναξίμανδρου, ὁ Ἀναξιμένης (περίπου 585 - 525) φαίνεται ὁτι ξεκίνησε ἀπό τήν ἐπιθυμία του νά κάνει ἀμεσότερα νοητό τό ἄπειρον τοῦ Ἀναξίμανδρου. Ἔτσι, μέ βάση τήν ἐμπειρία τῆς γήινης ἀτμόσφαιρας καί τίς κρατοῦσες ἀερογονικές παραστάσεις τοῦ μύθου, ὁ Ἀναξιμένης ὑπέθεσε ὁτι τό σύμπαν ἀπαρτίζεται ἀποκλειστικά ἀπό τή μάζα τοῦ ἀέρα καί δτί ἀπό τήν πύκνωση καί τήν ἀραίωση του προέρχονται δλές οἱ οὐσίες, ὅλά τά φυσικά σώματα καί φαινόμενα. Ἡ χαοτική φύση τοῦ ἄερα καί ἡ κινητικότητά του, πού προϊδεάζει γιά τήν ἐνέργεια καί τήν αἰτία τῆς γένεσης καί κάθε μεταβολῆς, ἴσως εἶναι τά γνωρίσματα πού ὑπέβαλαν στόν Ἀναξιμένη τήν ἰδέα τῆς ἐκλογῆς αὔτοῦ τοῦ σώματος σάν ἀρχῆς τοῦ κόσμου. Ὁπωσδήποτε, σύμφωνα μέ πάγια ὑλοζωιστική ἀντίληψη, ὁ Ἀναξιμένης ἐννοοῦσε τόν ἀέερα σάν ὕλη καί ἐνέργεια μαζί, σάν ἕνα σῶμα πάντα ζωντανό ἡ καλύτερα, μέ αὐθεντικούς ὑλοζωιστικούς ὅρους, ἀθάνατον, ὅπως πρωτύτερα τό ἄπειρο ὁ Ἀναξίμανδρος, καί ἀείζωον, ὁπως ἀργότερα τό πῦρ ὁ Ἡράκλειτος. Ὁ Ἀναξιμένης, σύμφωνα μέ τίς μαρτυρίες 5-7, ἐξηγοῦσε τή δομή τοῦ σύμπαντος ἀπό τους βαθμούς πυκνότητας τοῦ ἀέρα. Ἔτσι, κατά τόν Ἀναξιμένη, ὁ ἀέρας, ὅταν ἀραιώνεται, γίνεται φωτιά, ὅταν πυκνώνεται, γίνεται ἄνεμος, ὕστερα νέφος, νερό, χῶμα καί ἀπό αὐτά ὅλα τά ἄλλα. Κατά τή γένεση τοῦ κόσμου, σύμφωνα μέ αὐτή τή θεωρία, μέ τή συμπύκνωση τοῦ ἀέρα διαμορφώθηκε πρῶτα ἡ Γῆ καί ὕστερα, ἀπό τή μάζα της, μέ ἐξατμίσεις, ἀραίωσεις καί ἀναφλέξεις, τά οὐράνια σώματα. Παίρνοντας αὐτή τή θέση, ὁ Ἀναξιμένης ἀποσαφήνισε τό γεωκεντρικό κριτήριο της ὡς τότε κοσμολογίας, χωρίς νά παρεκκλίνει οὔτε ἀπό τή θέση τοῦ Ἀναξίμανδρου, πού θεωροῦσε τά οὐράνια σώματα ἀποσπάσματα τῆς ἀρχέγονης μάζας μέ πυρήνα τή Γῆ, ὕστερα ἀπό ἔκρηξη, οὔτε ἀπό τίς κρατοῦσες θεογονικές ἀντί- λήψεις, πού παρίσταναν σάν ἀπογόνους της παμμήτειρας Γῆς τόν Οὐρανό, τόν Ἥλιο, τή Σελήνη καί τούς ἄλλους θεοποιημένους ἀστερισμούς. Ὁ Ἀναξιμένης μάλιστα, μέ αὐτή τή θέση του, ἐπηρέασε ἄμεσα καί τόν λίγο νεότερό του Ξενοφάνη, πού δίδασκε ὁτι τά οὐράνια σώματα εἶναι κυριολεκτικά ἐφήμερα προϊόντα ἀπό τίς ἀναθυμιάσεις τῆς Γής. Ἡ θεωρία τοῦ Ἀέρα φαίνεται ἁπλοϊκή, ὄχι μόνο μέ τά σημερινά κριτήρια ἀλλά καί μέ τά κριτήρια τῆς ἐποχῆς της. Ὡστόσο ὁ Ἀναξιμένης πέτυχε νά κάνει ὁρισμένα βήματα, πού ἀποδείχτηκαν καθοριστικά γιά τήν ἐξέλιξη τῆς Ἰωνικῆς φυσικῆς: διδάσκοντας ὁτι ὁ ἄερας εἶναι ὄχι μόνο πρίν ἀπό τή γένεση τοῦ κόσμου ἀλλά καί τώρα καί πάντα ἡ μοναδική οὐσία του, προωθοῦσε τό πρόβλημα ἀπό τήν Κοσμογονία στήν Κοσμολογία, δηλαδή ἀπό τήν περιγραφική ἐξήγηση τῆς καταγωγῆς τοῦ κόσμου στή λογική θεώρηση τῆς δομῆς του καθαυτήν. Καί θεωρώντας τό θερμό καί τό ψυχρό, τό ὑγρό καί τό ξηρό καταστάσεις τοῦ ἄερα, ἔφτανε νά κατανοήσει τίς ποιότητες, καί μάλιστα νά τίς ἐξηγήσει ἀπό τίς ποσότητες. Ἔτσι ὁ Ἀναξιμένης ὁδήγησε τόν Μονισμό ὡς τήν ἄκρα συνέπειά του καί προετοίμασε τήν κορυφαία ἔκφρασή του στόν Ἡράκλειτο.
Ἡ ἐπιβολή τοῦ ὑλοζωισμοῦ της Μιλήτου στούς συγχρόνους του καί στούς μεταγενεστέρους φαίνεται ὄχι μόνο ἀπό τή συνέχεια τῆς Ἰωνικῆς Φυσικῆς ἀλλά καί ἀπό τήν ἐπίδρασή του σέ ἄλλα ρεύματα, ὄχι μόνο ἐπιστημονικά ἀλλά καί μυστικιστικά. Συγκεκριμένα, ἀντίθετα ἀπό τόν Ἡσίοδο καί τούς ἄλλους θεογονικούς ποιητές, πού εἶχαν πεῖ γιά τούς πρώτους θεούς ὅτι ἐγένοντο, ὁ Φερεκύδης (ἀκμή περίπου 550), μέ τήν ὑλοζωιστική ἀφθαρσία τῆς ὕλης, θά μπορέσει νά πεῖ ὅτι ἦσαν ἀεί. Καί, ἀντίθετα ἀπό τήν ὡς τότε θεολογική καί λατρευτική παράδοση, ὁ Ξενοφάνης (περίπου 570 - 470) θά ὑποστηρίξει ὁτι ὁ θεός εἶναι μοναδικός, χωρίς μορφή ἀνθρώπου καί ἐνεργεῖ ὄχι μέ ὄργανα ἄλλα μέ τό σύνολο τῆς οὐσίας του· ὁπου ὁ μονοθεϊσμός ἐξηγεῖται ἀποκλειστικά ἀπό τόν ὑλοζωιστικό μονισμό, ὁ ἀντιανθρωπομορφισμός ἀπό τήν ἀποπροσωποποίηση τῶν φυσικῶν δυνάμεων καί ἡ ὁλοκρατία ἀπό τήν ὁμοιογένεια τῆς μάζας καί τήν ὁλότητα τοῦ κόσμου. Προσδιορισμένος ἀπό τήν ὑλοζωιστική τάση γιά ἀπομύθωση ὁ Ξενοφάνης, πολυταξιδεμένος, ἄρα μέ εὐρύ γνωσιακό φάσμα, ἀναπτύσσει τήν κριτική του στά πλάσματα τῶν προτέρων 1, 22. Ἡ ἀπομύθωση τῆς φύσης φαίνεται ἀπό θέσεις ὁπως: “Καί τήν Ἴριδα πού λένε, σύννεφο εἶναι κι αὐτό”, 28. Στή Φυσική τοῦ Ξενοφάνη ὁ γεωκεντρισμός τῆς Μιλήτου φτάνει ὡς τή γεωκρατία: “Ἀπ’ τή γῆ ἄρχιζουν ὁλα καί τελειώνουνε στή γή”, 23. Ἡ γεωγονική κοσμολογία ἐνισχύεται στόν Ξενοφάνη μέ παλαιοντολογικές παρατηρήσεις, ἐν τῷ βάθει τοῦ λίθου, μέ ἀπολιθώματα ἀπό θαλάσσιους ὀργανισμούς. Μέ συνέπεια πρός τό γεωγονικό του κριτήριο ὁ Ξενοφάνης ἐξηγεῖ τά οὐράνια σώματα καί τά μετεωρολογικά φαινόμενα σάν κυριολεκτικά ἐφήμερα μορφώματα ἀπό τίς ἀναθυμιάσεις τῆς γῆς καί τήν καταγωγή τοῦ ἀνθρώπου σέ συνάρτηση μέ τόν ἀνθρωπογονικό μύθο, πού προϋποθέτει τήν ἀνακάλυψη τῆς κεραμικῆς.
Πάνω στήν τρίτη γενιά τοῦ ὑλοζωισμοῦ τῆς Μιλήτου ἡ ἰωνική φυσιοκρατική “ἐπανασταση” βρέθηκε ἀντιμέτωπη μέτη δωρική μυστικιστική “ἀντεπανάσταση”. Στοιχεῖα θεοκρατικά, ἀριστοκρατικά καί πουριτανικά, συσπειρωμένα κυρίως γύρω ἀπό τόν κατωιταλικό ἑλληνισμό, ἐκφράστηκαν ὡς Ὀρφικοί καί Πυθαγόρειοι. Αὐτοί ἀποπειράθηκαν νά διαγράψουν ἡ, ὁπωσδήποτε, νά μειώσουν τή σημασία τῆς κοσμογνωσίας πού πρόσφερε ἡ Ἰωνική φυσική, καί μεθόδεψαν τό ἐγχείρημά τους, ὑποτάσσοντας τόν φυσικό κόσμο σέ μιά ὑπερβατική πραγματικότητα καί προβάλλοντας πάνω στήν ἔννοια τοῦ φυσικοῦ σώματος δαιμονοκρατικές δοξασίες σχετικές μέ τήν ψυχή. Μέ αὐτούς ἡ ἑνότητα τοῦ κόσμου διασπάστηκε σέ ἀντιθετικά ζεύγη, ἡ ὑλοζωιστική οὐσία χωρίστηκε σέ σῶμα καί ψυχή καί ἡ σχέση τοῦ εἰδικοῦ μέ τό γενικό παρουσιάστηκε σάν σχέση τοῦ φαινομενικοῦ μέ τό πραγματικό. Ἡ Ἰωνική φυσική πέτυχε ἄμεσα προσβάσεις στό στρατόπεδο τοῦ ἀντιπάλου, ἀφοῦ οἱ Πυθαγόρειοι ἀντικειμενικά ἀδυνατοῦσαν νά ξεφύγουν ἀπό τους ὑλοζωιστικούς προσδιορισμούς. Στή μελέτη τοῦ φυσικοῦ κόσμου οἱ Πυθαγόρειοι προσεχαν τούς ἀριθμούς περισσότερο ἀπό τά σώματα, δηλαδή τίς σχέσεις περισσότερο ἀπό τίς οὐσίες. Ἔτσι αὐτοί ἔδωσαν στήν Ἰωνική κοσμολογία τή δική τους ἔκφραση, τή μαθηματική καί μαζί τή μυστικιστική. Ὡστόσο, ἀκριβῶς ἐπειδή ἡ “ἀντεπανάσταση” ἔμαθε τή γλώσσα τῆς “ἐπαναστασης”, ἡ Ἰωνική φυσική διέτρεξε τόν ἔσχατο κίνδυνο. Τότε στήν Ἰωνία, στό κοσμοπολίτικο περιβάλλον τῆς Ἐφέσου, ἀπό τή γενιά τῶν οἰκιστῶν της, παρουσιάστηκε ἕνα ἀπό τά μεγαλοφυέστερα πνεύματα τῆς ἀνθρώπινης ἱστορίας, ὁ Ἡράκλειτος (περίπου 540 - 480).
Μέ τή θεωρία τῆς Φωτιᾶς, ἐνισχυμένη ἀπό τήν πιό ἀμείλικτη ἀμφισβήτηση κάθε μυθοκρατικής ἀξίας, ὁ Ἡράκλειτος ἔφερε τόν ὑλοζωισμό στήν κριτικότερη ἔκφρασή του· ἔτσι ἔσωσε τήν Ἰωνική φυσική καί τήν κατέστησε βιώσιμη, ἀκόμα καί ὅταν, ἀργότερα, τά μεταφυσικά κινήματα γιγαντώθηκαν καί ἁπλώθηκαν στήν Ἑλλάδα μέ τούς Ἐλεάτες, τούς Σωκρατικούς καί τούς Πλατωνικούς. Προεκτείνοντας τά διδάγματα τοῦ ὑλοζωισμοῦ τῆς Μιλήτου, τῆς ἀριθμολογίας τῶν ἀρχαιότερων Πυθαγορείων καί τοῦ διαφωτισμοῦ τοῦ Ξενοφάνη, ὁ Ἡράκλειτος προσφέρει δυναμική παράσταση τοῦ σύμπαντος, πείθοντας μέ τήν ἀποδεικτική τοῦ παραδείγματος, γιά τήν ἑνιαία καί μοναδική πύρινη οὐσία του, πού φανερώνεται σέ πλῆθος μορφώματα. Ἔτσι, “τόν κόσμο τοῦτο, τόν ἴδιο γιά ὁλους γενικά, οὔτε θεός οὔτ’ ἄνθρωπος τόν ἔκανε, μά ἦταν πάντα καί εἶναι καί θά ’ναι πῦρ ἄειζωο, πού ἄναβει μέ μέτρο καί σβήνει μέ μέτρο”, 51. Ἤ φωτιά μετατρέπεται πρῶτα σέ θάλασσα, καί τῆς θάλασσας τό μισό σέ γῆ καί τ’ ἄλλο μισό σέ ρεύματα· ὁλα αὐτά μέ τή σειρά ξαναγίνονται φωτιά. Κάθε μεταστοιχείωση γίνεται εἰς τόν αὐτόν λόγον, 53, πού σημαίνει ὁτι τό σταθερό ποσό τῆς μάζας καί ἡ αὐτορρυθμιζόμενη ἰσορροπία μέσα στή φύση, ἴσως διαπιστωμένα πρῶτα ἀπό τόν Ἀναξίμανδρο καί ἐκφρασμένα στή γλώσσα τῆς ἡθικης, βρίσκουν στόν Ἡράκλειτο τή μαθηματική διατύπωσή τους. Τά πάντα μεταβάλλονται ἀδιάκοπα: “Ψυχρά θερμαίνονται, θερμά ψύχονται, ὑγρά ξεραίνονται, ξερά νοτίζουν”. “Γιά τίς ψυχές θάνατος εἶναι νερό νά γίνουν, γιά τό νερό θάνατος γῆ νά γίνει, κι ἀπό τή γῆ νερό γίνεται κι ἄπ’ τό νερό ψυχή”, 66. “Τά πάντα ἀνταλλάσσονται μέ τή φωτιά καί ἡ φωτιά μέ τά πάντα”, 54. Ἡ φωτιά, ἡ μόνη ἀληθινή οὐσία εἶναι ξέχωρη ἀπό τά πάντα, τά πολύμορφα φανερώματά της, 83. Τά ἀντίθετα δέν εἶναι αὐθυπόστατες οὐσίες ἀλλά διαφορετικά φανερώματα τῆς φωτιᾶς. Τό Ὄν συμφωνεῖ καί διαφωνεῖ μόνο μέ τόν ἑαυτό του. Τό σύμπαν εἶναι δομημένο μέ συναρμογή ἀπό ἀντίρροπες δυνάμεις. Αὐτή εἶναι ἡ παλίντονος ἡ παλίντροπος ἁρμονίη, 27. Μέ τέτοια ἔννοια τοῦ σύμπαντος ἄνοιγε πιά ὁ δρόμος γιά νά μελετηθοῦν ἡ ταυτότητα καί ἡ ἑτερότητα, ὁ χῶρος καί ὁ χρόνος, ἡ κίνηση καί ἡ σχέση, τό συνεχές καί ἡ διαιρετότητα τῆς ὕλης σάν εἰδικά προβλήματα τῆς Φυσικῆς.
Πρώτη φωνή τῆς ἀνανεωμένης Ἰωνικῆς φυσικῆς στό χῶρο τοῦ κατωιταλικοϋ ἑλληνισμοῦ, ἀμέσως μετά τόν Ἡράκλειτο, εἶναι ὁ Ἀλκμαίων ὁ Κροτονιάτης (ἀκμή περίπου 500), σύγχρονος καί συντοπίτης μέ τούς ἀρχαιότερους Πυθαγορείους, ἄσχετος ὅμως μέ αὐτούς. Μέ βάση τήν πυθαγορική θεωρία τῶν ἀντιθέτων καί τήν ἡρακλειτική της ἀντιθετικῆς ἁρμονίας, ὁ Ἀλκμαίων, γνήσιος φυσιολόγος, καί μέ τήν ἀρχαία καί μέ τή σημερινή σημασία τοῦ ὅρου, κατακτᾶ γιά λογαριασμό τῆς Φυσικῆς φιλοσοφίας τήν ἔννοια τῆς διπολικότητας καί καταλαβαίνει ὅτι οἱ δυό πόλοι τοῦ ὄντος συμπίπτουν σέ κάθε σημεῖο τῆς πραγματικότητας, ἀφοῦ ἔχει διαβάσει στόν Ἡράκλειτο 34 ὁτι εἶναι “κοινό ἀρχή καί πέρας στόν κύκλο”. Τήν αἰωνιότητα τοῦ σύμπαντος ὁ Ἀλκμαίων τήν ἀπέδιδε στήν ἀεικινησία του, ἔννοια πού βέβαια γεννιέται ἀπό τήν ἡρακλειτικη ἔννοια τῆς κοσμικῆς φωτιᾶς μέ τίς ἀτελείωτες μεταμορφώσεις της. Αὐτή ἦταν ἡ γενική κατάσταση τῆς Φιλοσοφίας, ὁταν οἱ Ἐλεάτες ἔκαναν τήν ἐμφάνισή τους στό προσκήνιό της. Τή στιγμή πού παρουσιάζεται ἡ Ἐλεατική θεωρία, ἡ ἑλληνική φιλοσοφία ἔχει συμπληρώσει ἤδη ἕναν αἰώνα ζωῆς.
Ἡ Ἐλεατική διδασκαλία βασίζεται γενικά στίς κατακτήσεις τῆς ἑλληνικῆς κοσμογνωσίας, τόσο στήν ἐπιστημονική ὁσο καί στή μυστικιστική ἔκφρασή της. Πέρα ὅμως ἀπό αὐτό τό γενικό κλίμα, οἱ ἄμεσοι καί πραγματικοί πρόδρομοι τῶν Ἐλεατῶν εἶναι οἱ Πυθαγόρειοι, ὁ Ξενοφάνης καί ὁ Ἡράκλειτος. Αὐτοί συντελοῦν στή γένεση τοῦ ἐλεατικοῦ προβληματισμοῦ, ἄλλος περισσότερο θετικά καί ἄλλος περισσότερο ἀρνητικά. Οἱ Πυθαγόρειοι μέ τή μαθηματική σκέψη τους ἀπό τή μιά καί μέ τή δαιμονοκρατία τους ἀπό τήν ἄλλη· ὁ Ξενοφάνης μέ τόν ὑλοζωιστικό καί ἀπρόσωπο θεό του· ὁ Ἡράκλειτος μέ τό δυναμικό σύμπαν καί τό κοσμικό πῦρ, τό πάντων κεχωρισμένον. Ἀρχηγός τῆς Ἐλεατικῆς φιλοσοφίας εἶναι ὁ Παρμενίδης (περίπου 515-440), ὄχι ὁ Ξενοφάνης, ὅπως πίστευαν πολλοί, ἡδη ἀπό τήν ἀρχαιότητα. Ὁ Ξενοφάνης εἶναι βασικά ὑλοζωιστής ἀκόμα καί ὡς θεολόγος. Πρόδρομος τῶν Ἐλεατῶν εἶναι βέβαια ὁ Ξενοφάνης, ὁπως σημειώσαμε ἡδη, ὄχι ὅμως μέ κάποιον τρόπο πού νά τόν διαφοροποιεῖ ἀπό τους ἄλλους προδρόμους, ἀπό τους Πυθαγορείους καί τόν Ἠράκλειτο. Ὁ Παρμενίδης ἦταν γέννημα καί θρέμμα τῆς κατωιταλικῆς Ἐλέας, ὁπου ἔδρασε καί πολιτικά, κυρίως ὡς νομοθέτης. Ἀπό τήν πατρίδα τοῦ Παρμενίδη πῆρε τό ὄνομά της ἡ Ἐλεατική φιλοσοφία.
Ὁ Παρμενίδης στηρίζεται στήν ἐπαναστατική θεολογία τοῦ Ξενοφάνη καί στή μαθηματική σκέψη τῶν Πυθαγορείων ἀλλά ἡ θεωρία του ἐκδηλώνεται κυρίως ὡς ἀντίδραση στό γεμάτο κινητικότητα σύστημα τοῦ Ἡράκλειτου. Ὁ Ἡράκλειτος εἶχε ἀναγνωρίσει τό Ὄν στό ἀείζωον πῦρ, πού μεταμορφώνεται ὁλοένα καί παίρνει, αὐτό μόνο του, ὅλες τίς μορφές πού φανερώνονται μέσα στή φύση. Ὁ Παρμενίδης ἀποδέχεται τή μοναδικότητα, τήν ἑνότητα καί τήν αἰωνιότητα τοῦ ἠρακλειτικοῦ Ὄντος, ἀδυνατεῖ ὅμως νά κατανοήσει τήν κινητικότητα καί τή μεταβλητότητά του. Ἔτσι ὁ Παρμενίδης ὁρίζει τό Ὄν ὡς ἀγένητον, ἀνώλεθρον, οὖλον, μουνογενές, ἀτρεμές, ὁμοῦϋ πᾶν, ἕν, συνεχές, τετελεσμένον, ὁμοῖϊον, ἔμπλεον, ἀκίνητον, ἄναρχον, ἀπαυτόν, ταυτόν, ἔμπεδον, ἴσον, ἰσοπαλές. Μέ μιά ἀρχέγονη συλλογιστική ὁ Παρμενίδης ἀποκλείει τήν ἀρχή καί τό τέλος, τή γένεση καί τό θάνατο, τήν αὔξηση καί τή φθορά, τήν κίνηση καί τή μεταβολή, τή διαιρετότητα καί τήν ἀσυνέχεια τοῦ ὄντος. Ἀπό αὐτή τή θέση ὁ Παρμενίδης ἐξηγεῖ τόν φυσικό κόσμο σάν φαινομενικό, καί στή συνέχεια ἐκθέτει τή δική του φυσική θεωρία, πού βάζει σάν κοσμολογικές ἀρχές τό φῶς καί τή νύχτα.
Τό Ὄν τοῦ Παρμενίδη, στή σύλληψή του γενικά σάν ἔννοια ὑπερβατικῆς ἀρχῆς, ἔχει ρίζες στή γενικότερη μυστικιστική, θεοκρατική καί δαιμονοκρατική, μοναρχική καί ἀπολυταρχική, ὅπως καί στή μονιστική παράδοση· ἀκόμα στόν ἀντιμυθικό καί ἀντιλατρειακό θεό τοῦ Ξενοφάνη καί στό σοφόν τοῦ Ἠράκλειτου, πού εἶναι ὑπερεμπειρικά, ὄχι ὁμως ἀκόμα καί ὑπερβατικά, πάντων κεχωρισμένον. Στά εἰδικά γνωρίσματά του τό Ὄν τοῦ Παρμενίδη κατάγεται, ὡς περιγραφόμενο μέ ἔννοιες χώρου, χρόνου, ὄγκου, δομῆς, ἀπό τήν Ἰωνική φυσική· ὡς τέλειο σφαιρικό σχῆμα, ὁμοιόμορφο, ὅμοιον, ἴσον, ἰσοπαλές, τετελεσμένον, συνεχές, ἔμπλεον, ἀπό τους Πυθαγορείους· ὡς ἐν, μουνογενές καί ἀνώλεθρον, ἀπό τους ὑλοζωιστές, μέ τήν ἀνώλεθρον, ἑνιαία ὕλοζωιστικη οὐσία· ὡς ἄναρχον, ἀπαυτόν, ἀγένητον, ἀνώλεθρον, οὖλον καί ταὐτόν, ἀπό τόν ἡρακλειτικο κόσμο καί τό ἀλλοιούμενο πῦρ· ὡς ἐν, οὖλον, ἀκίνητον καί ἔμπεδον, ἀπό τόν ξενοφανικό θεό, τόν ἕνα καί μέγιστον, πού ἐνεργεῖ οὖλος καί πού αἰεί ἐν ταυτῷ μίμνει κινεύμενος οὐδέν. Στήν καθαρή φυσική θεωρία τοῦ ὁ Παρμενίδης, βάζοντας ἀρχές τοῦ κόσμου τό φῶς καί τή νύχτα, συνδέεται τόσο μέ τήν πυροκρατική κοσμολογία τοῦ Ἡράκλειτου (φάος - φωτιά) ὁσο καί μέ τίς φωτογονικές καί σκοτογονικές παραστάσεις τῶν Ὀρφικῶν (φάος - Φάνης, κοσμογονικός θεός, καί νύξ - Νύξ, κοσμογονική θεά).
Οἱ μαθητές τοῦ Παρμενίδη, ὁ Ζήνων ὁ Ἐλεάτης (περίπου 490 - 430) καί ὁ Μέλισσος ὁ Σάμιος (ἀκμή περίπου 440), ὑπερασπίστηκαν τή θεωρία τοῦ δασκάλου τους στήν ἐπιμέρους προβληματική της, ἀναπτύσσοντας κυρίως τήν ἀρχέγονη συλλογιστική του, πού ἐπιχειροῦσε νά καταδείξει λογικά ἀδύνατη τήν ἀρχή καί τό τέλος, τή γένεση καί τό θάνατο, τήν αὔξηση καί τή φθορά, τήν κίνηση καί τή μεταβολή, τή διαιρετότητα καί τήν ἀσυνέχεια τοῦ Ὄντος. Ὁ Ζήνων ἐπινόησε γι’ αὐτό τό σκοπό τήν ἔμμεση ἀπόδειξη, φανερώνοντας τά παράδοξα σάν ἐπακόλουθά της ἐνδεχόμενης ἀποδοχῆς τοῦ ὅτι τό Ὄν δέν εἶναι ἕνα, δέν εἶναι ἀκίνητο κτλ. Αὐτή ὁμως ἡ ἐπέξεργασία τοῦ παρμενιδικοῦ προβληματισμοῦ ἐπέφερε καί κάποια τροποποίηση τῆς ἔννοιας τοῦ Ὄντος, ὅπως αὐτή εἶχε διατυπωθεῖ ἀπό τόν ἀρχηγό της Ἐλεατικῆς φιλοσοφίας. Ἔτσι ὁ Ζήνων μέ τήν ἐπ’ ἄπειρον τομήν παραμερίζει τό οὐδέ διαιρετόν καί ὁ Μέλισσος, προσθέτοντας στό Ὄν τά γνωρίσματα τοῦ ἄπειρου καί τοῦ ἀσώματου, ἐγκαταλείπει τό τετελεσμένον ἑνός ἀπαρτισμένου καί συμμετρικοϋ ὄγκου. Μέ τά πρόσθετα γνωρίσματά του τό Ἐλεατικό Ὄν καταντᾶ ἀκόμα πιό ὑπερβατικό.
Ἡ Ἐλεατική θεωρία προκάλεσε πολλαπλές ἀντιδράσεις σέ διαφορετικά πεδία ἔρευνας, πού ἀπό τότε ἀκριβῶς αὐτονομήθηκαν καί ἐξελίχθηκαν σέ εἰδικούς κλάδους τῆς φιλοσοφίας καί τῆς ἐπιστήμης: στό γνωσιοθεωρητικό καί τό λογικό, στό ὀντολογικό καί τό μεταφυσικό, στό φυσικό καί τό μαθηματικό. Σημειώσαμε ἡδη ὅτι μέ τόν Ἡράκλειτο ἄνοιγε ὁ δρόμος γιά νά μελετηθοῦν ἡ ταυτότητα καί ἡ ἑτερότητα, ὁ χῶρος καί ὁ χρόνος, ἡ κίνηση καί ἡ σχέση, τό συνεχές καί ἡ διαιρετότητα τῆς ὕλης. Ἡ Ἐλεατική θέση, πέρα ἀπό τήν ἀποδοχή ἡ τήν ἄρνηση, πού θά μποροῦσε νά προκαλέσει μέ τόν ὑπερβατισμό της, ἔφερε στήν ἐπιφάνεια ὅλα αὐτά τά εἰδικά προβλήματα, ὄξυνε τή φύση τους στό ἔπακρο καί ἔκανε ἐπιτακτική τήναναγκη γιά ἀνταπόκριση σ’ αὐτά, ἄν ἡ ἑλληνική σκέψη, φυσιοκρατική ἡ ὑπερβατική, δέν ἡθελε νά ὑποχωρήσει στό μύθο. Ὁ διάλογος πού ἀκολούθησε, κορύφωσε τή σύγκρουση τοῦ δωρικοῦ μέ τό ἰωνικό πνεῦμα, καί ἡ γιγαντομαχία περί τῆς οὐσίας δέν ἦταν παρά μιά φάση τοῦ ἐμφύλιου σπαραγμοῦ, πού πῆρε τό Ὄνομα τοῦ Πελοποννησιακοῦ πολέμου.
Στό πεδίο τῆς γνωσιολογίας καί τῆς λογικῆς πρῶτος ἀπό τήν πλευρά τῆς Σοφιστικῆς ἐγκαινιάζει τόν ἀντίλογο στήν Ἐλεατική θεωρία ὁ Γοργίας (483 - 376). Αὐτός στό ἔργο τοῦ Μέλισσου Περί φύσεως ἡ περί τοῦ ὅντος ἀπανταᾶ μέ τό ἔργο του Περί τοῦ μή ὄντος ἤ περί φύσεωις, πού βέβαια ἀπευθύνεται ἄμεσα στόν Μέλισσο, ἀλλά ἔμμεσα ἀντιμετωπίζει τήν Ἐλεατική φιλοσοφία στό σύνολό της. Ὁ Γοργίας τοποθετεῖ καθεμιά ἀπό τίς θέσεις τῆς Ἐλεατικῆς φιλοσοφίας πάνω στό τριαδικό δυνητικό σχῆμα θέση - ἄρση - σύνθεση καί, χρησιμοποιώντας τήν ἴδια συλλογιστική πού οἱ Ἐλεάτες εἰσηγήθηκαν, ἀντιστρέφει τά ἐπιχειρήματά τους καί καταλήγει στό γενικό συμπέρασμα ὅτι τό Ὄν οὔτε ὑπάρχει οὔτε νοεῖται οὔτε ἀνακοινώνεται, γιατί αὐτό πού ἀνακοινώνομε εἶναι λόγια, δέν εἶναι τό ὄν.
Στό πεδίο τῆς Φυσικῆς, πρίν ἀπό τή φυσιοκρατική ἑρμηνεία τῆς Ἐλεατικῆς ὀντολογίας ἀπό τους Ἀτομικούς, ἐκδηλώθηκαν τάσεις συγκερασμοῦ τοῦ δωρικοῦ καί τοῦ ἰωνικοῦ πνεύματος καί τάσεις ἐμμονῆς στήν ὑλοζωιστική ὀρθοδοξία. Ἡ ἀκραία θέση τοῦ Παρμενίδη, ὅτι ὁ φυσικός κόσμος εἶναι μόνο βροτῶν δόξαι, δηλαδή οὔτε κάν, ἐπιτέλους, ὄψις ἀδήλων, μολονότι αἰτιολογημένη ἀπό τήν ἀνεπάρκεια τῶν αἰσθήσεων καί τό ἀνεξήγητο τοῦ μεταβολισμοῦ τῆς ἐμπειρικά καί λογικά δεδομένης οὐσίας, δέν εἶχε ἀποδοχή σέ καμιά ἀπό τίς τάσεις πού ἐκδηλώθηκαν ὡς ἀντιδράσεις, θετικές ἡ ἀρνητικές, στήν Ἐλεατική φιλοσοφία, ἀκόμα οὔτε στήν πιό ἀκραία πνευματοκρατική, τήν πλατωνική. Αὐτό ἀκριβῶς ἔκανε ἐπιτακτικότερη τήν ἀνάγκη νά ἐξηγηθεῖ ἱκανοποιητικά ὁ κόσμος τοῦ γίγνεσθαι, ἀκριβέστερα τό ἴδιο τό γίγνεσθαι, τά φυσικά μορφώματα καί ἡ γενεσιουργός αἰτία τους, ἡ σύνθεση καί ἡ διάλυση, ἡ αὔξηση καί ἡ φθορά, ἡ κίνηση καί κάθε μεταβολή.
Ἀπό τόν δωρικό κόσμο ὁ Ἐμπεδοκλής ὁ Ἀκραγαντίνος (492 - 432), κοσμολόγος μέ ἔκφραση φυσική καί μυστική, ἐπιχειρεῖ πρῶτος ἕνα συγκερασμό, προεκτείνοντας τόν κοσμολογικό πλουραλισμό τοῦ Παρμενίδη καί στό ὀντολογικό πεδίο. Αὐτό τό ἐγχείρημα, πού κρατιέται γερά ἀπό τήν ἑδραιωμένη πλουραλιστική συνείδηση τῆς δημοκρατικῆς ἐποχῆς τοῦ Ἐμπεδοκλῆ, ἔχει καταλυτικές συνέπειες καί γιά τά δυό ἀντίπαλα στρατόπεδα καί ἐπιφέρει ἀμετάκλητα καί γενικά καί γιά τά δυό, καί στό πεδίο τῆς Φυσικῆς καί στό πεδίο τῆς Ὀντολογίας, τήν ὁριστική ἔκπτωση τοῦ μονισμοῦ, πού εἶχε τό πρότυπό του στό ἀπολυταρχικό παρελθόν. Γιά τόν Ἐμπεδοκλῆ τό σύμπαν συντίθεται καί ἀποσυντίθεται ἀπό τέσσερις, αἰώνιες καί ἀμετάβλητες, οὐσίες, πού τίς κατευθύνουν δυό ἀκατάλυτες δυνάμεις: οἱ οὐσίες εἶναι τό Νερό, ὁ Ἀέρας, ἡ Γῆ, ἡ Φωτιά· οἱ δυνάμεις εἶναι ἡ Ἀγάπη καί τό Μίσος, ἡ ἕλξη καί ἡ ἀπώθηση, θά λέγαμε σήμερα. Εὐδιάκριτα ἐδῶ τό Νερό τοῦ Θαλῆ, ὁ Ἀέρας τοῦ Ἀναξιμένη, ἡ Γῆ τοῦ Ξενοφάνη, ἡ Φωτιά τοῦ Ἡράκλειτου. Ἡ Ἀγάπη καί τό Μίσος βγαίνουν ἀπό τό συμφερόμενον διαφερόμενον ἡ τόν πόλεμο καί τήν εἰρήνη τοῦ Ἡράκλειτου. Τό σύμπαν τοῦ Ἐμπεδοκλῆ εἶναι ἀκίνητο στό σύνολό του, κατά τό ἐλεατικό πρότυπο, καί κινούμενο στά μέρη του, κατά τό ἡρακλειτικό πρότυπο. Ἡ θέση τοῦ Ἐμπεδοκλῆ ἀκίνητοι κατά κύκλον, 17, 14, εἶχε ἔρεισμα στό ἀξίωμα τοῦ Ἡράκλειτου, 34, ξυνόν ἀρχή καί πέρας ἐπί κύκλου, ἀξίωμα πού εἶχε γίνει δεκτό, χωρίς ἐπιφύλαξη, καί ἀπό τόν Ἀλκμαίωνα, 2 καί ἀπό τόν Παρμενίδη, 5. Θεσπίζοντας ὁ Ἐμπεδοκλής οὐσίες καί δυνάμεις, χώρισε τό φυσικό στοιχεῖο ἀπό τήν κίνηση καί ἔτσι παρερμήνευσε τήν ὑλοζωιστική οὐσία, πού ἦταν ἀείζωον, ὕλη καί ἐνέργεια μαζί. Μέ προηγούμενα τά ἀντιθετικά ζεύγη τῶν Πυθαγορείων ἀπό τή μιά, τό εἶναι καί φαίνεσθαι τῶν Ἐλεατῶν ἀπό τήν ἄλλη, ὁ Ἐμπεδοκλής, προσδιορισμένος ἀπό τή δαιμονοκρατία, εἰδικά τοῦ ὀρφικοπυθαγορικοῦ κύκλου, ἐπινοεῖ τήν ἐπέμβαση τῆς ἐνέργειας πάνω στήν ὕλη μέ πρότυπο τό σῶμα τό κατεχόμενο καί κατευθυνόμενο ἀπό τό δαίμονα. Αὐτό ἄνοιξε τό δρόμο σέ κάθε ἰδεοκρατική θεωρία ὡς τίς μέρες μας. Ὕστερα ἀπό τήν πρώτη “αὐθαιρεσία” εἰς βάρος τῆς Ἰωνικῆς φυσικῆς, ἀπό τόν Παρμενίδη, ἡ δεύτερη ἀπό τόν Ἐμπεδοκλῆ: ὁ Παρμενίδης, παρερμηνεύοντας τήν ἡρακλειτικη διάκριση μέρους καί ὅλου, διέσπασε τήν ἑνιαία ὕλοζωιστικη οὐσία σέ Ὄν καί φαινόμενα· ὁ Ἐμπεδοκλής, προσπαθώντας νά γεφυρώσει τό χάσμα ἀνάμεσα στό Ὄν καί στά φαινόμενα, διέσπασε γιά δεύτερη φορά τήν ὑλοζωιστική οὐσία σέ ὕλη καί ἐνέργεια. Ἀλλά τό νεκρό φυσικό στοιχεῖο ἦταν καθαρή ἐπινόηση, ἔστω καί δικαιολογημένη ἀπό τήν ἀδυναμία νά ἐξηγηθεῖ ὁ μεταβολισμός τῆς οὐσίας· κι αὐτό γιατί κανείς, ἀπόλυτα κανείς, ὄχι μόνο ὑλοζωιστής ἀλλά καί ποιητής θεογονίας, δέν εἶχε ποτέ φανταστεῖ φυσικό σῶμα στερημένο ἀπό ἐνέργεια ἡ ἐνέργεια ἔξω ἀπό φυσικό σῶμα, ἀφοῦ καί οἱ θεοί ἦταν σωματικοί!
Ἀπό τόν ἰωνικό κόσμο ὁ Ἀναξαγόρας ὁ Κλαζομένιος (περίπου 500-428), προσπαθώντας νά ἐπιτύχει τό συγκερασμό τῆς Φυσικῆς μέ τήν Ὀντολογία, σκέφτηκε ὄχι πολύ διαφορετικά ἀπό τόν Ἐμπεδοκλῆ. Ἔχοντας προηγούμενα τήν ἔννοια τοῦ Ξενοφάνη γιά τό θεό, πού νόου φρενί πάντα κραδαίνει, 21, τήν γνώμην τοῦ Ἡράκλειτου, 85, ὁτέη ἐκυβέρνησε πάντα διά πάντων καί τήν ἱερήν φρῆνα τοῦ Ἐμπεδοκλῆ, 134, 4, ὁ Ἀναξαγόρας ὑπέθεσε ὡς αἴτιο γιά τήν κίνηση τό Νοῦ, οὐσία ἐντελῶς ξεχωριστή ἀπό τά συστατικά της ὕλης, πού εἶναι ὁμοῦ πάντα. Ἔτσι ὅμως ὁ Ἀναξαγόρας ἔδωσε συνέχεια στή διάσπαση τῆς οὐσίας σέ ὕλη καί ἐνέργεια
Ἐπιστροφή στόν ὀρθόδοξο ὑλοζωισμό διδάσκει ὁ Διογένης ὁ Ἀπολλωνιάτης, ἀνατρέχοντας στόν Ἀναξιμένη καί ἀνανεώνοντας τή θεωρία τοῦ Ἀέρα: Καί μοί δοκεῖ τό τήν νόησιν ἔχον εἶναι ὁ ἀήρ καλούμενος ὑπό τῶν ἀνθρώπων, καί ὑπό τοῦτον πάντα καί κυβερνᾶσθαι καί πάντων κρατεῖν αὐτό γάρ μοί τοῦτο θεός δοκεῖ εἶναι καί ἐπί πᾶν ἀφῖχθαι καί πάντα διατιθέναι καί ἐν παντί ἐνεῖναι, 5. Ἡ θεωρία τοῦ Ἀέρα, ὅπως εἶναι διατυπωμένη ἀπό τόν Διογένη, ἄν καί ἔχει ἐνισχύσει τήν ἀναξιμενική ἔννοια μέ γνωρίσματα ξενοφανικά, ἡρακλειτικα, ἐλεατικά καί ἀναξαγορικά, προδίδει ὁπισθοδρόμηση στίς πιό ἁπλοϊκές συλλήψεις, πού κάτω ἀπό τή νέα προβληματική φαίνονται σχεδόν μυθικές καί φανερώνουν τό μάταιό της ἐμμονῆς στόν ὑλοζωισμό. Ὅμως ἡ θέση τοῦ Διογένη περιέχει τοῦτο τό θεμελιακά αὐθεντικό γιά τήν ἱστορική δικαίωση τοῦ ὑλοζωισμοῦ: ἀρνεῖϊται σάν αὐθαιρεσία τή διάσπαση τῆς ὑλοζωιστικῆς οὐσίας σέ ὕλη καί ἐνέργεια.
Στό πεδίο τῆς Φυσικῆς οἱ Ἀτομικοί ἀνέλαβαν τόν πραγματικό ἀντίλογο μέ τήν Ἐλεατική ὀντολογία, ὅπως στό πεδίο τῆς γνωσιοθεωρίας καί τῆς λογικῆς τόν εἶχαν ἀναλάβει οἱ Σοφιστές. Οἱ Ἀτομικοί εἶδαν ἔγκαιρα ὁτι ἀπό τή διαμάχη τῆς Ἐλεατικῆς ὀντολογίας μέ τήν Ἰωνική φυσική εἶχαν βγεῖ στήν ἐπιφάνεια γνήσια καί κεντρικά προβλήματα οὐσίας, πού δέν μποροῦσε νά τά ἐπιλύσει πιά ἡ ρομαντική ἐμμονή στόν ὑλοζωισμό. Ἔτσι οἱ Ἀτομικοί μαθήτεψαν στούς Ἐλεάτες καί ἔμαθαν νά τούς ἀντιμετωπίζουν μέ ὅπλα ἐλεατικά. Ὁ Λεύκιππος (ἀκμή περίπου 430) καί ὁ Δημοκριτος (περίπου 460-370), δάσκαλος καί μαθητής, φίλοι καί συνεργάτες, δέχτηκαν τό ἐλεατικό δόγμα ὅτι τό Ὄν εἶναι ἀγέννητο καί ἄφθαρτο, θέση πού, ἐπιτέλους, εἶχε τήν καταγωγή της στό ἡρακλειτικο ἦν ἀεί καί ἔστιν καί ἔσται, 51· δέν δέχτηκαν ὅμως ὅτι τό Ὄν εἶναι καί ἀκίνητο καί ἀδιαίρετο. Οἱ Ἐλεάτες εἶχαν ἀρνηθεῖ τή δυνατότητα νά κινεῖται καί νά διαιρεῖται τό Ὄν, ἐπειδή γι’αὐτούς ἐκτός ἀπό τό Ὄν δέν ὑπῆρχε τίποτ’ ἄλλο. Οἱ Ἀτομικοί παρατήρησαν ὁτι μέ αὐτό τόν τρόπο οἱ Ἐλεάτες εἶχαν ἀρνηθεῖ καί τήν ὕπαρξη τοῦ κενοῦ, πού τό ταύτιζαν μέ τό μή ὄν. Ἀλλά τό κενόν, τό μή ὄν, ἀπέναντι στό πλῆρες, στό ὄν, μπορεῖ νά τό λέμε μή ὄν, εἶναι ὅμως τόσο πραγματικό ὅσο καί τό ὄν. Μέ ἄλλα λόγια ἡ ὕπαρξη τοῦ κενοῦ χώρου ἔπρεπε νά θεωρεῖται τόσο βέβαιη δσό καί ἡ ὕπαρξη τοῦ ὄντος. Αὐτό ἦταν τό πρῶτο βῆμα γιά φυσιοκρατική ἑρμηνεία τῆς Ἐλεατικῆς θεωρίας. Στή συνέχεια οἱ Ἀτομικοί ἀντιμετώπισαν τή θέση τοῦ Ζήνωνα γιά τήν ἐπ’ ἄπειρον τομήν καί ἔφτασαν στήν ἔννοια τοῦ Ἀτόμου, δηλαδή τοῦ ἄτμητου μορίου ὕλης. Ὕστερα ἀπό αὐτά οἱ Ἀτομικοί δέν δυσκολεύτηκαν νά ἀποδώσουν στό ἄτομο τά γνωρίσματα πού ὁ Παρμενίδης εἶχε δώσει στό ὄν: ἀγέννητο, ἀκατάλυτο, ἀμετάβλητο, ἁπλό καί μέ ὁρισμένα ὅρια. Αὐτό ὁμως σήμαινε ὅτι τό ἄτομο εἶχε μόνο ὄγκο, ὄχι ἄλλη ἰδιότητα. Ἔτσι, μέ βάση τήν Ἐλεατική ὀντολογία, οἱ Ἀτομικοί ἔφτασαν στήν ἔννοια τῆς ἀποίου ὕλης καί ἐξήγησαν τίς ποιότητες ἀπό τούς τρόπους συμπλοκῆς τῶν ἀτόμων κατά τή σύνθεση τῶν σωμάτων. Ἡ θετικιστική ἑρμηνεία τῆς ἐλεατικῆς ὀντολογίας εἶχε συμπληρωθεῖ.
Ἡ Ἐλεατική φιλοσοφία εἶχε ἀνταποκριθεῖ ἀπό ἱστορική ἄποψη ἔγκαιρα στήν ἀνάγκη νά ἐξηγηθεῖ τό γίγνεσθαι, σέ ἀναφορά πρός τό εἶναι. Μέ τήν προσπάθειά της νά κατανοήσει αὐτή τή σχέση, ἔφερε στήν ἐπιφάνεια καί ἐγκαινίασε ἡ ἴδια πλῆθος γνήσια προβλήματα τῆς Φυσικῆς. Θέλοντας ὅμως νά δώσει κάποια ἱκανοποιητική ἀπάντηση στό ἐμπειρικά ἀπρόσιτο θέμα τοῦ μεταβολισμοῦ τῆς οὐσίας, χώρισε τόν ἑνιαῖο κόσμο σέ πραγματικό καί φαινομενικό. Ἔτσι εὐθύνεται ἱστορικά γιά τή διάσπαση τῆς ὑλοζωιστικης οὐσίας σέ ὕλη καί ἐνέργεια καί, στήν προέκταση, γιά τή γένεση τῆς πνευματοκρατίας καί τοῦ ὑλισμοῦ. Μέ τή θετικιστική ἑρμηνεία τῆς Ἐλεατικῆς διδασκαλίας ἀπό τούς Ἀτομικούς, τό χάσμα ἀνάμεσα στήν πνευματοκρατία καί τόν ὑλισμό ἡ ἀνάμεσα στόν ὑπερβατισμό καί τή φυσιοκρατία ἔγινε ὁριστικά ἀγεφύρωτο καί ξεπέρασε τά ὅρια τῆς Προσωκρατικῆς φιλοσοφίας. Ὁ “ἐθνικός διχασμός” μπῆκε σέ νέα φάση στήν Ἀττική φιλοσοφία, ὅταν οἱ Ἐλεάτες πολιτογραφήθηκαν στό κράτος τῶν ἰδεῶν καί ὁ ἀρχηγός τους ἔγινε γιά τόν Πλάτωνα ὁ πατήρ ἠμῶν Παρμενίδης καί ὁ Παρμενίδης ὁ μέγας.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην περιοδική έκδοση
του Κέντρου Φιλοσοφικών Ερευνών
"ΔΕΥΚΑΛΙΩΝ" (τεύχος 33/34)
πηγή: ekivolos.gr