ΕΤΙΚΕΤΕΣ

ΣΧΕΔΙΑΣΜΑ ΙΣΤΟΡΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΩΓΗΣ ΣΤΟΥΣ ΕΛΕΑΤΕΣ ΦΙΛΟΣΟΦΟΥΣ

Αποτέλεσμα εικόνας για ελεάτες φιλόσοφοι

Τό Ὄν, νο­ού­με­νο σάν ἀν­τι­κει­με­νι­κή καί ὑ­περ­βα­τι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα καί σάν ἀ­πό­λυ­το ση­μεῖ­ο ἀ­να­φο­ρᾶς το­ῦ ἐμ­πει­ρι­κά δε­δο­μέ­νου φυ­σι­κο­ῦ κό­σμου, εἶ­ναι ἡ ἔν­νοι­α πού γεν­νή­θη­κε μα­ζί μέ τούς Ἐ­λε­ά­τες φι­λο­σό­φους. Γύ­ρω ἀ­πό αὐτή τήν ἔν­νοι­α, τή δυ­να­τό­τη­τά της καί τήν ἀ­ναγ­και­ό­τη­τά της, τή θε­με­λί­ω­σή της καί τήν ἀ­πο­σα­φή­νι­σή της, πλέχ­τη­κε ὁ­λό­κλη­ρη ἡ Ἐ­λε­α­τι­κή φι­λο­σο­φί­α, ἀ­πο­κρυ­σταλ­λώ­θη­κε ὁ προ­βλη­μα­τι­σμός της στό σύ­νο­λό του καί ἀ­πο­τέ­λε­σε τόν πυ­ρή­να τῆς κα­το­πι­νῆς ­Ὀν­το­λο­γί­ας σάν Με­τα­φυ­σι­κῆς.


Μι­λοῦ­με γι­ά Ὄν νο­ού­με­νο ἀ­πό τους Ἐ­λε­ά­τες σάν ἀν­τι­κει­με­νι­κή καί ὑ­περ­βα­τι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα καί σάν ἀ­πό­λυ­το ση­μεῖ­ο ἀ­να­φο­ρᾶς τοῦ ἐμ­πει­ρι­κά δε­δο­μέ­νου φυ­σι­κοῦ κό­σμου, ἐ­πει­δή τό Ὄν, νο­ού­με­νο γε­νι­κά σάν ἀν­τι­κει­με­νι­κή, ὄ­χι ὅ­μως καί ὑ­περ­βα­τι­κή, πραγ­μα­τι­κό­τη­τα καί σάν σχε­τι­κό, ὄ­χι ὁ­μως καί ἀ­πό­λυ­το, ση­μεῖ­ο ἀ­να­φο­ρᾶς τοῦ ἐμ­πει­ρι­κά δε­δο­μέ­νου φυ­σι­κο­ϋ κό­σμου, προ­ῦπῆρ­χε τῆς Ἐλεατικῆς ὀν­το­λο­γί­ας, ὄ­χι μό­νο στή Φυ­σι­κή φι­λο­σο­φί­α, ἀλ­λά καί στή Θε­ο­γο­νι­κή ποί­η­ση. Ἐπίσης μι­λοῦ­με σχε­τι­κά γι­ά ­Ὀν­το­λο­γί­α με­τα­φυ­σι­κή, πού ἄρ­χι­ζει μέ τούς Ἐ­λε­ά­τες, ἐ­πει­δή ­Ὀν­το­λο­γί­α φυ­σι­κή, ἐν­δο­κο­σμι­κή, εἶ­ναι στήν οὐ­σί­α της ὁ­λό­κλη­ρη ἡ προ­η­γού­με­νη Φυ­σι­κή φι­λοσοφία και ὁλόκληρη ἡ προηγούμενη θεογονική ποίηση. Αὐτό ἰσχύει βέβαια για μᾶς σήμερα, με το ὑπεριστορικό κριτήριο, μολονότι στην περίοδο πρίν ἀπό τους Ἐλεάτες οὔτε το γνωστικό ἀντικείμενο εἶχε ὀνομαστεῖ Ὄν οὔτε ἡ ἀ­να­φε­ρό­με­νη σ’ αὐτό με­λέ­τη ­Ὀν­το­λο­γί­α.

Τό Ὄν ὡς εἰ­δι­κός φι­λο­σο­φι­κός ὅρος, μέ κα­θο­ρι­σμέ­νο ση­μα­σι­ο­λο­γι­κό πε­ρι­ε­χό­με­νο, εἶ­ναι ἀ­πο­κλει­στι­κό δη­μι­ούρ­γη­μα τῶν Ἐ­λε­α­τῶν. Οἱ Ἐ­λε­ά­τες σχη­μά­τι­σαν αὐτό τόν ὅρο οὐ­σι­α­στι­κο­ποι­ών­τας τό οὐ­δέ­τε­ρό της με­το­χῆς τοῦ ρή­μα­τος εἰ­μί, τόν εἰ­ση­γή­θη­καν στή Φι­λο­σο­φί­α, καί ἀ­πό τό­τε ἔ­χει ἐ­πι­κρα­τή­σει σέ παγ­κό­σμι­α κλί­μα­κα. Ὡστόσο τό Ὄν, πο­λύ πρίν πλα­στεῖ ὡς εἰ­δι­κός φι­λο­σο­φι­κός ὅρος, εἶ­χε ἀ­να­ζη­τη­θεῖ ὡς γνω­σι­α­κό ἀν­τι­κεί­με­νο μέ­σα στόν ἐμ­πει­ρι­κά δε­δο­μέ­νο φυ­σι­κό κό­σμο ὄ­χι μό­νο ἀ­πό τή Φυ­σι­κή φι­λο­σο­φί­α ἄλ­λα καί ἀ­πό τή θε­ο­γο­νι­κή ποί­η­ση. Δη­λα­δή τό­σο ἡ Θε­ο­γο­νι­κή ποί­η­ση ὁ­σο καί ἡ Φυ­σι­κή φι­λο­σο­φί­α στή θε­ώ­ρη­ση τοῦ ἀν­τι­κει­με­νι­κοῦ κό­σμου ἀ­να­γνώ­ρι­ζαν ὡς Ὄν­τα, γε­νε­σι­ουρ­γά αἴ­τι­α καί κέν­τρα ἀ­να­φο­ρᾶς τῶν φαι­νο­μέ­νων, τούς πρώ­τους θε­ούς, πού ἦ­ταν προ­σω­πο­ποι­η­μέ­νες φυ­σι­κές δυ­νά­μεις, καί τά πρῶ­τα φυ­σι­κά σώ­μα­τα, πού ἦ­ταν νο­η­τά, ὁ­πως καί οἱ θε­οί, σάν ἀ­θά­να­τα καί ἄ­φθαρ­τα. Καί εἶ­ναι δι­α­φω­τι­στι­κό, γι­ά τήν ὀν­τι­κή θέ­ση τῶν άρ­χῶν τοῦ κό­σμου στή θε­ο­γο­νι­κή ποί­η­ση, τό γε­γο­νός ὁ­τι οἱ πρῶ­τοι θε­οί, πού πο­τέ δέν ταυ­τί­ζον­ται μέ τούς με­γά­λους θε­ούς τῆς ἐ­πί­ση­μης λα­τρεί­ας, εἶναι κά­θε ἄλ­λο πα­ρά ὑ­περ­βα­τι­κά, ὑ­περ­φυ­σι­κά ἡ με­τά-φυ­σι­κά Ὄν­τα- εἶναι σύμβα-­τι­κά, ἐν­δο­κο­σμι­κά. φυ­σι­κά ὄν­τα, δέν ρυθ­μί­ζουν ἡ κα­τευ­θύ­νουν ἀ­πέ­ξω ἡ ἀ­πό πά­νω, σάν ἁρ­μό­δι­οι φο­ρεῖς κά­ποι­ας ἐ­ξου­σί­ας, τά φυ­σι­κά σώ­μα­τα καί τά φυ­σι­κά φαι­νό­με­να, ἀλ­λά εἶ­ναι αὐτοί οἱ ἴ­δι­οι τά φυ­σι­κά σώ­μα­τα καί τά φυ­σι­κά φαι­νό­με­να· τά φυ­σι­κά σώ­μα­τα καί φαι­νό­με­να εἶ­ναι τά σώ­μα­τα καί ἡ ἐ­πι­φά­νει­α τῶν ἴ­δι­ων τῶν θε­ῶν στόν κό­σμο· οἱ κο­σμο­γο­νι­κοί θε­οί εἶναι προ­σω­πο­ποι­η­μέ­νες φυ­σι­κές δυ­νά­μεις. Ἔτ­σι στή θε­ο­γο­νι­κή ποί­η­ση τά ἴ­δι­α τά φυ­σι­κά σώ­μα­τα, αὐ­τού­σι­α, ἡ Γῆ ἡ παμ­μή­τει­ρα, ὁ Ὠκεανός, θε­ῶν γέ­νε­σις, ὁ Ἥ­λι­ος, ἡ Σε­λή­νη, εἶναι θε­οί προ­σω­πο­ποι­η­μέ­νοι. Καί ἔτ­σι στή συ­νέ­χει­α τῆς Θε­ο­γο­νι­κῆς ποί­η­σης, στή Φυ­σι­κή φι­λο­σο­φί­α, τά ἀ­πο­μυ­θω­μέ­να φυ­σι­κά σώ­μα­τα ὡς ἀρ­χές τοῦ κό­σμου νο­ο­ῦν­ται, ὅ­πως ὡς τό­τε μό­νο οἱ θε­οί, ἄ­ει­ζω­α, ἀ­γέ­ρα­στα, ἀ­θά­να­τα, ἀ­νώ­λε­θρα, δη­λα­δή πραγ­μα­τι­κά ὄν­τα.

Τό Ὄν ὡς γνω­σι­α­κό ἀν­τι­κεί­με­νο εἶ­ναι ὁ κοι­νός στό­χος σέ κά­θε κο­σμο­λο­γι­κή σκέ­ψη, φι­λο­σο­φι­κή καί μή, ὡς τούς Ἐ­λε­ά­τες. Δε­δο­μέ­νη εἶναι ἡ κοι­νή ἐμ­πει­ρί­α ἀ­πέ­ναν­τι στή φύ­ση, πού, κα­τά τήν ἔκ­φρα­ση τοῦ Ἡ­ρά­κλει­του, κρύ­πτε­σθαι φι­λε­ῖ. Δε­δο­μέ­νη ἡ κοι­νή ἐμ­πει­ρί­α ἀ­πέ­ναν­τι στήν πο­λυ­μορ­φί­α καί στήν πο­λυ­μέ­ρει­α τοῦ ἀν­τι­κει­με­νι­κοῦ κό­σμου, ἀ­πέ­ναν­τι στή γέ­νε­ση καί στή φθο­ρά, στή με­τα­βλη­τό­τη­τα καί στήν ἀν­τι­θε­τι­κό­τη­τά του· ἐ­πί­σης δε­δο­μέ­νη εἶναι ἡ ἀ­νε­πάρ­κει­α τῶν αἰ­σθή­σε­ων καί τῆς κοι­νῆς ἐμ­πει­ρί­ας νά συλ­λά­βουν τή ση­μα­σί­α αὐ­τῆς της πρω­τε­ϊ­κῆς συμ­πε­ρι­φο­ρᾶς τοῦ ἀν­τι­κει­μένου, ὅ­πως δε­δο­μέ­νη εἶναι καί ἡ τά­ση το­ῦ ἀν­θρώ­που σώ­ζειν τά φαι­νό­με­να, δη­λα­δή νά τά ἐ­ξη­γή­σει καί νά τά αἰ­τι­ο­λο­γή­σει μέ τήν ἀ­να­γω­γή τους σέ κάποι­α ἀρ­χή. Στό­χος κοι­νός λοι­πόν εἶ­ναι ἡ ἐ­ξα­κρί­βω­ση τῆς ταυ­τό­τη­τας το­ῦ κό­σμου μέ­σα ἀ­πό τήν ἑ­τε­ρό­τη­τα τῶν φαι­νο­μέ­νων του, ἡ ἐ­πι­σή­μαν­ση τῆς στα­θε­ρῆς οὐ­σί­ας του μέ­σα ἀ­πό τήν πα­ρο­δι­κό­τη­τα τῶν μορ­φω­μά­των του, ἡ κα­τα­νό­η­ση τῆς ὁ­λό­τη­τάς του μέ­σα ἀ­πό τήν πο­λυ­μέ­ρει­ά του, ἡ σύλ­λη­ψη τῆς ἑ­νό­τη­τας καί τῆς ἁρ­μο­νί­ας τοῦ μέ­σα ἀ­πό τίς ἀν­τι­θέ­σεις καί τίς ἀν­τι­νο­μί­ες του. Τό ἀν­τι­κεί­με­νο τῆς ἐ­ρευ­νᾶς πα­ρα­μέ­νει τό ἴ­δι­ο, καί γι­ά τούς θε­ολό­γους καί γι­ά τούς φυ­σι­ο­λό­γους καί γι­ά τούς ὀν­το­λό­γους· ἡ ἀ­νά­γνω­ση τοῦ ἀν­τικει­με­νι­κο­ῦ, ἡ ἀ­πο­κρυ­πτο­γρά­φη­ση τοῦ πραγ­μα­τι­κοῦ, εἶ­ναι κοι­νή ἐ­πι­δί­ω­ξη ὁ­λων τῶν με­γά­λων δα­σκά­λων τοῦ πρώ­ι­μου ἑλ­λη­νι­σμο­ῦ, ἀ­πό τόν Ἡ­σί­ο­δο, τόν ἐ­πι­ση­μό­τε­ρο ἐκ­πρό­σω­πο τῆς Θε­ο­γο­νι­κῆς ποί­η­σης, ὡς τόν Παρ­με­νί­δη, τόν ἀρ­χη­γό της Ἐ­λε­α­τι­κῆς ὀν­το­λο­γί­ας. Ἡ με­λέ­τη τοῦ ἀν­τι­κεί­με­νου γί­νε­ται χω­ρίς δι­α­κο­πές· μό­νο ἡ προ­σπέ­λα­σή του πα­ραλ­λάσ­σει κά­θε φο­ρᾶ· τά κρι­τή­ρι­α με­τα­βάλ­λον­ται, ἡ μέ­θο­δος καί τά μέ­σα τρο­πο­ποι­οῦν­ται καί ἀ­πό αὐτό κά­θε φο­ρᾶ προ­κύ­πτει δι­α­φο­ρε­τι­κή ἀ­νά­γνω­ση το­ῦ ἀν­τι­κεί­με­νου- ἔτ­σι ἐ­σω­τερι­κές δι­ερ­γα­σί­ες ὁ­δη­γο­ῦν τή με­λέ­τη σέ ἐ­ξε­λι­κτι­κές φά­σεις, πού κά­πο­τε ἀ­πο­λή­γουν στή με­τά­βα­ση σέ κά­ποι­ο νέ­ο γέ­νος με­λέ­της. Ἔτ­σι μέ­σα ἀ­πό τό χῶ­ρο τῆς Θε­ο­γο­νι­κῆς ποί­η­σης ξε­προ­βάλ­λει στίς ἀρ­χές το­ῦ 6ου αἰ. π.Χ. ἡ Φυ­σι­κή φι­λο­σο­φί­α καί ἀ­πό τό χῶ­ρο τῆς Φυ­σι­κῆς φι­λο­σο­φί­ας πε­ρί­που ἕ­ναν αἰ­ώ­να ἀρ­γό­τε­ρα ἡ Ἐλεατική ὀν­το­λο­γί­α.

Ἡ Ἐλεατική ὀν­το­λο­γί­α φυ­τρώ­νει στό ἔ­δα­φος τῆς Φυ­σι­κῆς φι­λο­σο­φί­ας, ὁ­πως ἡ Φυ­σι­κή φι­λο­σο­φί­α φυ­τρώ­νει στό ἔ­δα­φος τῆς Θε­ο­γο­νι­κῆς ποί­η­σης. Τό κά­θε νέ­ο πνευ­μα­τι­κό μόρ­φω­μα γεν­νι­έ­ται ἀ­πό τό πα­λαι­ό­τε­ρό του, ὁ­ταν τό ἑ­νι­αῖ­ο γνω­σι­α­κό ἀν­τι­κεί­με­νο ἀρ­χί­ζει νά ἐ­ξε­τά­ζε­ται ἀ­πό δι­α­φο­ρε­τι­κή σκο­πι­ά, ὅ­ταν ὁ ἀ­να­φε­ρό­με­νος σ' αὐτό γε­νι­κός προ­βλη­μα­τι­σμός ἀ­να­το­πο­θετεῖΐ­ται σέ ἄλ­λο πε­δί­ο: ἀ­πό τό πε­δί­ο το­ῦ θρη­σκευ­τι­κο­ῦ τῆς Θε­ο­γο­νι­κῆς ποί­η­σης στό πε­δί­ο το­ῦ φυ­σι­κο­ῦ τῆς Φυ­σι­κῆς φι­λο­σο­φί­ας καί ἀ­πό τό πε­δί­ο τοῦ φυ­σι­κο­ῦ τῆς Φυ­σι­κῆς φι­λο­σο­φί­ας στό πε­δί­ο τοῦ με­τα­φυ­σι­κο­ῦ τῆς Ἐ­λε­α­τι­κῆς ὀν­το­λο­γί­ας. Ἐδῶ θά ση­μει­ώ­σο­με ὁ­τι αὐτή ἡ με­τά­βα­ση ἀ­πό τό ἕ­να πε­δί­ο στό ἄλ­λο συν­τε­λε­ῖ­ται μέ­σα ἀ­πό κά­ποι­α “αὐ­θαι­ρε­σί­α”: ἡ Φυ­σι­κή φι­λο­σο­φί­α πε­ρι­ο­ρί­ζει τό πε­δί­ο τοῦ θρη­σκευ­τι­κο­ῦ καί ἡ Ἐλεατική ὀν­το­λο­γί­α πε­ρι­ο­ρί­ζει τό πε­δί­ο τοῦ φυ­σι­κο­ῦ. Καί τό στέ­νε­μα τῆς πε­ρι­ο­χῆς τοῦ πα­λαι­ότε­ρου εἶ­ναι μι­ά ἑρ­μη­νεί­α πού ἐ­πι­χει­ρεῖ­ται ἀ­πό τό νε­ό­τε­ρο. Ἔτ­σι, κα­τά τή Φυ­σι­κή φι­λο­σο­φί­α βέ­βαι­α ἡ Θε­ο­γο­νι­κή ποί­η­ση δέν πε­ρι­έ­χει φυ­σι­ο­γνω­σί­α καί κα­τά τήν Ἐλεατική ὀν­το­λο­γί­α βέ­βαι­α ἡ Φυ­σι­κή φι­λο­σο­φί­α δέν πε­ρι­έ­χει Ὀν­το­γνω­σί­α. Ἡ Φυ­σι­κή φι­λο­σο­φί­α ἀρ­νεῖϊ­ται μέ πε­ρι­φρό­νη­ση τά πλά­σμα­τα τῶν προ­τέρων καί ἡ Ἐλεατική ὀν­το­λο­γί­α ἀρ­νεῖ­ται μέ πε­ρι­φρό­νη­ση τάς βρο­τῶν δό­ξας, ὁ­πως ἡ ἴδι­α ἀ­πο­κα­λεῖ τά φυ­σι­κά φαι­νό­με­να, πού γι’ αὐτήν δέν εἶ­ναι ἀ­κό­μα οὔ­τε ὄψις ἀδήλων, ὅ­πως θά ἀ­να­γνω­ρι­στοῦν ἀρ­γό­τε­ρα ἀ­πό τόν Ἀναξαγόρα. Ὡ­στό­σο κά­θε νέ­ο κί­νη­μα ὀ­φεί­λει ὄ­χι καί λί­γα στό πα­λαι­ό­τε­ρό του, σάν ἀ­πό­το­κό του ἀ­πό τίς δυ­να­τό­τη­τες πού ἐ­κεῖ­νο δη­μι­ούρ­γη­σε καί ἀ­πό τίς δι­ερ­γα­σί­ες πού ἐ­κεῖϊ­νο πέ­τυ­χε. Γι­ά νά ἀ­πο­σα­φη­νι­στεῖ αὐ­τή ἡ ἱ­στο­ρι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα θά βο­η­θοῦ­σε ὁ­πωσ­δή­πο­τε μι­ά σύν­το­μη ἐ­πι­σκό­πη­ση τῆς δι­α­δρο­μῆς τοῦ προ­βλη­μα­τι­σμοῦ ὡς τούς Ἐ­λε­ά­τες.

Ἡ Φυ­σι­κή φι­λο­σο­φί­α γεν­νή­θη­κε στήν Ἰ­ω­νί­α. Ὡς τή στιγ­μή πού οἱ Ἴ­ωνες ἔ­κα­ναν συ­νεί­δη­σή τους τό πρό­βλη­μα τοῦ κό­σμου, στόν ἑλ­λη­νι­κό, ὁ­πως καί στόν ἐ­ξω­ελ­λη­νι­κό, χῶ­ρο, ἡ κο­σμο­γνω­σί­α ἦ­ταν δι­α­τυ­πω­μέ­νη σέ ὁ­ρι­σμέ­νους μύ­θους, πού, προ­βάλ­λον­τας μι­ά γε­νε­α­λο­γί­α ἀ­πό θε­ϊ­κά ὄν­τα, ἐ­πι­χει­ροῦ­σαν νά ἐ­ξη­γή­σουν βα­σι­κά ὄ­χι τό­σο τήν οὐ­σί­α καί τή δο­μή τοῦ κό­σμου, ὁ­πως τά ἐν­νο­οῦ­με ἐ­μεῖς σή­με­ρα, ὅ­σο τήν κα­τα­γω­γή του καί τήν ἱ­ε­ραρ­χί­α τῶν ποι­κί­λων μορ­φῶν του. Σ’ αὐ­τούς τούς μύ­θους, πρῶ­τα ὄν­τα, πρίν ἀ­πό τήν κο­σμο­γέ­νε­ση, οἱ θε­ο­λό­γοι ἔ­βα­ζαν ὁ­ρι­σμέ­να φυ­σι­κά σώ­μα­τα ἤ φαι­νό­με­να, δυ­νά­μεις ἤ κα­τα­στά­σεις, πού τίς πρό­βαλ­λαν ἀν­θρω­πο­μορ­φι­κά καί τίς πί­στευ­αν γι­ά ἀρ­χαι­ό­τε­ρες καί ἀ­πό τους με­γά­λους θε­ούς τῆς λα­τρεί­ας. Ἀ­πό αὐ­τά τά ὄν­τα καί τήν προ­τε­ραι­ό­τη­τά τους στή γέ­νε­ση τοῦ κό­σμου μπο­ροῦ­με νά μι­λοῦ­με γι­ά μύ­θο τοῦ Ὠ­κε­α­νο­ῦ, μύ­θο τῆς Νύχ­τας, μύ­θο τοῦ Χά­ους, μύ­θο τοῦ Ἀ­έ­ρα, μύ­θο τοῦ Ἔ­ρω­τα κλπ. Τέ­τοι­ους μύ­θους πῆ­ραν οἱ ποι­η­τές καί ἀ­νέ­πτυ­ξαν στίς Θε­ο­γο­νί­ες τους, δη­λα­δή στίς μυ­θι­κές κο­σμο­γο­νί­ες.

Κο­σμο­γο­νί­α τοῦ Ὠ­κε­α­νο­ῦ δι­α­φαί­νε­ται στόν Ὅ­μη­ρο, μέ τόν Ὠ­κε­α­νό στήν προ­βο­λή του σάν γεν­νή­το­ρα θε­ῶν. Κο­σμο­γο­νί­α τῆς Νύχ­τας ἐ­πί­σης στόν Ὅ­μη­ρο καί στούς ­Ὀρ­φι­κούς, πού προ­βάλ­λουν τή Νύχ­τα σάν ἀ­φέν­τρα τῶν θε­ῶν καί τῶν ἀν­θρώ­πων. Κο­σμο­γο­νί­α τοῦ Χά­ους, ἡ μό­νη πού ἔφ­τα­σε ἀ­κέ­ραι­η ὡς τίς μέ­ρες μας, εἶ­ναι ἡ Θε­ο­γο­νί­α τοῦ Ἡσίοδου. Σύμ­φω­να μέ αὐ­τήν πρῶ­τα ἔ­γι­νε τό Χά­ος, ἡ Γῆ καί ὁ Ἔ­ρω­τας.Ὕ­στε­ρα ἡ Γῆ γέν­νη­σε τόν Οὐ­ρα­νό, τά Ὅ­ρη καί τόν Πόν­το. Κο­σμο­γο­νί­α τοῦ Ἀ­έ­ρα ξέ­ρο­με ἀ­πό τόν Ἐ­πι­με­νί­δη καί κο­σμο­γο­νί­α τοῦ Ἔ­ρω­τα ἀ­πό τόν Παρ­με­νί­δη καί τόν Πλά­τω­να, πού ὀ­νο­μά­ζουν τόν Ἔ­ρω­τα πρώ­τι­στον θε­ό.

Κοι­νά γνω­ρί­σμα­τα στούς ποι­κί­λους τύ­πους τοῦ κο­σμο­γο­νι­κο­ῦ μύ­θου εἶ­ναι: ἡ ἰ­δέ­α ὄ­τι ἀρ­χι­κά οὐ­ρα­νός καί γῆ ἀ­πο­τε­λο­ῦ­σαν ἕ­νι­αῖ­ο σῶ­μα, πού χω­ρί­στη­κε ἤ μέ τήν πρω­το­βου­λί­α κά­ποι­ου δη­μι­ουρ­γι­κοῦ θε­ο­ῦ ἤ μέ τήν ἐ­πενέρ­γει­α κά­ποι­ας ἀ­πρό­σω­πης αἰ­τί­ας· ἐ­πί­σης ἡ ἰ­δέ­α τῆς δι­α­δο­χῆς στήν ἐ­ξουσί­α τοῦ κό­σμου, ὥ­σπου νά ἑ­δραιωθεῖϊ ὁ­ρι­στι­κό κα­θε­στώς, μέ κυ­βερ­νή­τη τόν με­γα­λύ­τε­ρο θε­ό τῆς ἐ­πί­ση­μης λα­τρεί­ας. Ἐκτός ἀ­πό τήν τε­κνο­γο­νί­α, σέ με­ρι­κούς μύ­θους οἱ δι­ερ­γα­σί­ες γι­ά τή δι­α­μόρ­φω­ση τῶν με­ρῶν τοῦ κό­σμου ἐκ­φρά­ζον­ται καί μέ ἄλ­λες βι­ο­λο­γι­κές πα­ρα­στά­σεις, ὁ­πως τό αὐ­γό καί τό δέν­τρο, ἀ­κό­μα καί μέ ἔρ­γα τέ­χνης, ὁ­πως ὁ πέ­πλος.

Οἱ μορ­φές τοῦ θε­ο­γο­νι­κο­ῦ μύ­θου, πρίν γί­νουν σύμ­βο­λα, σάρ­κω­ναν ἐμ­πει­ρί­ες τοῦ προ­ε­πι­στη­μο­νι­κο­ῦ ἄν­θρω­που. Γι­ά τήν ἀ­φε­τη­ρί­α τῆς κο­σμο­γο­νί­ας βα­σι­κές πα­ρα­στά­σεις ἦ­ταν ἡ πλημ­μύ­ρα καί ἡ θά­λασ­σα, ἡ νύχ­τα καί τό ξη­μέ­ρω­μα. Τό σκο­τά­δι καί ὁ κα­τα­κλυ­σμός τῶν πάν­των ἀ­πό τά νε­ρά πρό­σφε­ραν ἁ­πτή εἰ­κό­να ἀ­πό τό χά­ος σάν προ­εμ­πει­ρι­κή κα­τά­στα­ση τοῦ κό­σμου, καί ἡ με­τά­βα­ση ἀ­πό τή νύχ­τα στή μέ­ρα, μέ τήν ἀ­νά­δυ­ση τῶν μορ­φῶν μέ­σα στό φῶς, ἰ­δέ­α ἀ­πό τήν ἔ­ναρ­ξη τῆς γέ­νε­σης τοῦ κό­σμου. Ἥ γεν­νη­τι­κή δύ­να­μη τοῦ νε­ρο­ῦ καί τῆς γῆς, σάν δι­α­πί­στω­ση, ἐ­νί­σχυ­σε τίς πα­ρα­στά­σεις αὐ­τές, θε­με­λί­ω­σε τή ζω­ο­μορ­φι­κή καί τήν ἀν­θρω­πο­μορ­φι­κή ἐ­πί­νοι­α κα­τά τήν πα­ρα­γω­γή καί τήν ἱ­ε­ράρ­χη­ση τῶν μορ­φῶν καί τῶν δυ­νά­με­ων τοῦ κό­σμου καί ὁ­δή­γη­σε στήν ἔν­νοι­α τῆς γε­νε­α­λο­γί­ας, πο­λύ πρί­ν οι “θε­ο­γέν­νη­τοι” βα­σι­λι­ά­δες, μέ προ­στα­τευ­ό­με­νους ποι­η­τές, τήν κά­νουν ὄρ­γα­νο πο­λι­τι­κῆς προ­πα­γάν­δας καί ἀρ­χή τῆς ἱ­στο­ρι­ο­γρα­φί­ας.

Ἥ Φυ­σι­κή φι­λο­σο­φί­α, στήν προ­σπά­θει­ά της νά ἑρ­μη­νεύ­σει τή φύ­ση στό σύ­νο­λο καί στά μέ­ρη της, ξε­κι­νᾶ ἀ­πό τίς δο­μές τοῦ θε­ο­γο­νι­κο­ῦ μύ­θου. Οἱ δο­μές αὐ­τές προσ­δι­ο­ρί­ζουν σέ με­γά­λο βαθ­μό τήν ἐ­πι­στη­μο­νι­κή σκέ­ψη καί, ὅ­πως θά δι­α­πι­στώ­σου­με, τά μυ­θι­κά πρό­τυ­πα τοῦ κό­σμου, συ­νει­δη­τά ἀ­πο­μυθω­μέ­να ἀλ­λά καί ἀ­συ­νεί­δη­τα, λει­τουρ­γο­ῦν μέ­σα στίς θε­ω­ρί­ες τῶν ἀρ­χαί­ων φυ­σι­ολόγων, ἰ­δι­αί­τε­ρά της πρώ­της πε­ρι­ό­δου. Συγ­κε­κρι­μέ­να ἡ Φυ­σι­κή φι­λο­σο­φί­α πα­ρα­λα­βαί­νει ἀ­πό τή Θε­ο­γο­νι­κή ποί­η­ση ἕ­τοι­μο τό ἀ­κό­λου­θο θε­μα­τι­κό σχῆ­μα:

 ἀρ­χι­κή κα­τά­στα­ση > σπέρ­μα > χω­ρι­σμός τῶν με­ρῶν τοῦ κό­σμου > δι­α­μόρ­φω­ση τῶν οὐ­ρά­νι­ων σω­μά­των καί τῶν με­τε­ω­ρο­λο­γι­κῶν φαι­νο­μέ­νων > γέ­νε­ση τῆς ζω­ῆς.

Μέ τούς πρώ­τους θε­ω­ρη­τι­κούς της Φυ­σι­κῆς φι­λο­σο­φί­ας οἱ θε­ϊ­κές μορ­φές τοῦ κο­σμο­γο­νι­κο­ῦ μύ­θου με­τα­μορ­φώ­νον­ται σέ ἔν­νοι­ες καί μα­ζί μέ τίς θε­ω­ρί­ες κα­ταρ­τί­ζε­ται καί ἡ γλώσ­σα τῆς Φυ­σι­κῆς, πού δα­νεί­ζε­ται τά πρῶ­τα ἐκ­φρα­στι­κά της μέ­σα ἀ­πό τή θε­ο­λο­γί­α καί τήν πο­λι­τι­κή. Ἔτ­σι ἡ ἀ­φθαρ­σί­α τοῦ θε­ο­ῦ γί­νε­ται ἀ­φθαρ­σί­α τῆς “ὑ­λο­ζω­ι­κῆς” φυ­σι­κῆς οὐ­σί­ας καί ἡ ἔν­νοι­α τοῦ κό­σμου, πού ση­μαί­νει τήν τά­ξη καί τή νο­μο­τέ­λει­α, με­τα­φέ­ρε­ται ἀ­πό τήν πο­λι­τεί­α, γι­ά νά δη­λώ­σει τή φύ­ση σάν ὀρ­γα­νω­μέ­νο σύ­νο­λο.

Ἡ Φυ­σι­κή φι­λο­σο­φί­α, στήν ἀρ­χι­κή φά­ση τῆς ἱ­στο­ρι­κῆς δι­α­δρο­μῆς της ὡς Ἰωνική φυ­σι­κή, γέν­νη­μα καί θρέμ­μα τοῦ μι­κρα­σι­α­τι­κο­ῦ ἑλ­λη­νι­σμοῦ στή ρω­μα­λέ­α κοι­νω­νί­α τοῦ 6ου αἰ. π.Χ., ἐκ­φρά­ζει τήν πρώ­τη προ­σπά­θει­α νά ἑρ­μηνευ­τεῖ ἡ φύ­ση με­τα­μυ­θι­κά. Ἀφετηρία τῆς Ἰωνικῆς φυ­σι­κῆς εἶ­ναι ἡ ἀ­φε­τη­ρί­α τῆς Φι­λο­σο­φί­ας γε­νι­κά, ἔτ­σι πού μπο­ρο­ῦμε νά πο­ῦ­με ὁ­τι ἡ Ἰωνική φυ­σι­κή εἶ­ναι τό πρό­σω­πο τῆς Φι­λο­σο­φί­ας στήν ἀρ­χι­κή φά­ση τῆς ἐ­ξέ­λι­ξής της.

Ὅ­ταν γεν­νι­έ­ται ἡ Φυ­σι­κή φι­λο­σο­φί­α, ἡ ἑλ­λη­νι­κή κοι­νω­νί­α ἀ­να­πτύσ­σε­ται σέ ὁ­λους τους το­μεῖς. Ὕ­στε­ρα ἀ­πό τους σκο­τει­νούς με­τα­μυ­κη­να­ϊ­κούς χρό­νους, ὁ ἑλ­λη­νι­σμός ἔ­χει ἀ­να­συν­τα­χθεῖϊ σέ με­γά­λους ἐ­θνι­κούς καί κρα­τι­κούς σχη­μα­τι­σμούς καί ἐ­ξορ­μᾶ, γι­ά νά δώ­σει τήν κλα­σι­κή μορ­φή τῆς ἀρ­χαί­ας ζω­ῆς του. Οἱ Ἕλ­λη­νες ἔ­χουν ἀ­πλω­θεῖ στή Με­σό­γει­ο, ἔ­χουν ἐ­πι­βλη­θεῖ μέ τή ναυ­τι­λί­α καί τό ἐμ­πό­ρι­ο, ἔ­χουν βελ­τι­ώ­σει τή δι­α­βί­ω­σή τους, τήν κοι­νω­νι­κή καί πο­λι­τι­κή ὀρ­γά­νω­σή τους. Ἀνάμεσα στούς ἐ­λά­χι­στους πλού­σι­ους, τούς κυ­ρί­ους τῆς γής, καί τούς πολ­λούς φτω­χούς, τούς ἄ­κλη­ρους ἐρ­γά­τες τῆς στε­ρι­ᾶς καί τῆς θά­λασ­σας, ἡ ἀ­πό­στα­ση ὁ­λο­έ­να μει­ώ­νε­ται, κα­θώς πα­ρεμ­βάλ­λε­ται καί δι­ογ­κώ­νε­ται μι­ά με­σαί­α τά­ξη ἀ­πό τε­χνί­τες, ἐμ­πό­ρους καί ναυ­τι­κούς, πού ἀ­νε­βαί­νουν οἰ­κο­νο­μι­κά καί ρυθ­μί­ζουν ἡ καί προ­κα­λο­ῦν τίς κοι­νω­νι­κές καί πο­λι­τι­κές δι­ερ­γα­σί­ες. Μέ ἐ­πα­να­στά­σεις καί ἄλ­λες μα­κρο­χρό­νι­ες δι­α­δι­κα­σί­ες σέ πολ­λές πό­λεις κα­ταρ­γεῖ­ται ἡ μο­ναρ­χί­α καί ἡ ἀ­ρι­στο­κρα­τί­α καί ἐ­πι­βάλ­λον­ται εὐ­ρύ­τε­ρη συμ­με­το­χή στήν εὐ­θύ­νη γι­ά τά κοι­νά καί ἄ­σκη­ση τῆς ἐ­ξου­σί­ας μέ βά­ση δί­και­ο γρα­πτό.

Ὁ ἑλ­λη­νι­κός ἰ­δε­ό­κο­σμος, τήν ὥ­ρα πού γεν­νι­έ­ται ἡ Φυ­σι­κή φι­λο­σο­φί­α, κα­θρεφ­τί­ζε­ται στήν ποί­η­ση, κυ­ρί­ως τή Λυ­ρι­κή, πού προ­βάλ­λον­τας τίς πρω­το­βου­λί­ες, τά ἔρ­γα καί τά βι­ώ­μα­τα, τίς προ­σω­πι­κές ἐμ­πει­ρί­ες τοῦ ἄ­το­μου, τοῦ ἐ­ξε­λισ­σό­με­νου σέ πο­λί­τη, βαθ­μι­αί­α ἀ­πο­δε­σμεύ­ε­ται ἀ­πό τήν τυ­ραν­νί­α τοῦ θε­ο­κρα­τι­κο­ϋ μύ­θου καί τοῦ φό­βου γε­νι­κά, ἐγ­και­νι­ά­ζει τά ἐ­ρω­τή­μα­τα γι­ά τή φύ­ση καί τό πνε­ῦμα, τή γνώ­ση καί τήν πρά­ξη, τήν κοι­νω­νί­α καί τό νό­μο, ἀ­να­πτύσ­σει μέ τή σύγ­κρι­ση τόν κρι­τι­κό λό­γο καί γί­νε­ται πρό­δρο­μος τῆς φι­λο­σο­φί­ας καί τῆς ἐ­πι­στή­μης.

Τό ἄ­νοιγ­μα τῶν Ἑλ­λή­νων στόν κό­σμο, ὁ πλου­τι­σμός τους ὄ­χι μό­νο σέ οἰ­κο­νο­μι­κές ἀ­ξί­ες ἀλ­λά καί σέ γε­ω­γρα­φι­κές, με­τε­ω­ρο­λο­γι­κές καί κλι­μα­το­λο­γι­κές ἐμ­πει­ρί­ες, οἱ γνώ­σεις ἀ­πό ἀρ­χαι­ό­τε­ρους λα­ούς τῆς Ἀνατολῆς, οἱ ἐ­πι­δό­σεις στήν ἀ­στρο­νο­μί­α καί τή με­τε­ω­ρο­λο­γί­α γι­ά τίς ἀ­νάγ­κες τίς σχε­τι­κές μέ τίς καλ­λι­έρ­γει­ες καί τά τα­ξί­δι­α, ἡ κα­τά­κτη­ση τοῦ κρι­τι­κοῦ λό­γου, τοῦ ἐκ­κο­λα­πτό­με­νου ἀ­πό τή δυ­να­τό­τη­τα γι­ά συγ­κρί­σεις ἀ­νά­με­σα σέ ποι­κί­λες δο­ξα­σί­ες καί ἡ­θη, ὁ­λα αὐ­τά μέ­σα στά πλαί­σι­α τῆς πο­λι­τι­κῆς ἐ­λευ­θε­ρί­ας, τῆς εὐ­η­με­ρί­ας καί τῆς νε­α­νι­κῆς ὁρ­μης, ὑ­πο­βα­στά­ζουν τή φυ­σι­ο­κρα­τι­κή ἐ­πα­νά­στα­ση τῆς Ἰωνικῆς φυ­σι­κῆς, πού, ἀ­πο­μυ­θώ­νον­τας τή φύ­ση στό σύ­νο­λο καί στά μέ­ρη της, πε­ρι­ο­ρί­ζει καί ἀ­πο­κρού­ει στα­θε­ρά τόν δαι­μο­νο­κρατι­κό καί τόν ἐν­στι­κτώ­δη φό­βο τῶν μα­ζῶν καί γί­νε­ται ὄρ­γα­νο ἐ­λευ­θε­ρί­ας καί ἡ­θι­κης προ­α­γω­γῆς τοῦ ἀ­τό­μου.

Πρώ­τη ἔκ­φρα­ση τῆς Ἰωνικῆς φυ­σι­κῆς εἶ­ναι ἡ θε­ω­ρί­α τοῦ Νε­ρο­ῦ. Ὁ Θα­λής ὁ Μι­λή­σι­ος (πε­ρί­που 625 - 546), μέ ἐ­πι­δό­σεις σέ ἀ­στρο­νο­μι­κά, γε­ω­γρα­φι­κά, μα­θη­μα­τι­κά καί μη­χα­νι­κά προ­βλή­μα­τα, ἀ­φοῦ τα­ξί­δε­ψε καί οἰ­κειώθη­κε γνώ­σεις τῆς Ἀνατολῆς, ἀρ­χήν τῶν πάν­των ὕδωρ ὑπε­στή­σα­το, μαρ­τυ­ρί­α 1. Ἔτσι ἔ­πε­σε τό προ­σω­πεῖ­ο ἀ­πό πλῆ­θος ἑλ­λη­νι­κές καί ξέ­νες ὑ­δα­τογο­νι­κές πα­ρα­στά­σεις, καί στή θέ­ση τοῦ θε­ο­γο­νι­κο­ῦ Ὠ­κε­α­νο­ῦ, τοῦ Πόν­του, τοῦ Νη­ρέ­α, τοῦ Πρω­τέ­α καί τοῦ Τρί­τω­να ἀ­να­γνω­ρί­στη­κε τό νε­ρό, ἀ­πρό­σω­πο σάν φυ­σι­κό σῶ­μα καί σάν τμῆ­μα τοῦ κό­σμου. Ἡ ἰ­δι­ό­τη­τά του νά φέρ­νει μέ­σα τοῦ ζω­ή καί γε­νι­κά νά εὐ­νο­εῖ τήν ἀ­νά­πτυ­ξη τῆς ζω­ῆς, ὅ­πως δι­α­πι­στώ­θη­κε προ­ε­πι­στη­μο­νι­κά καί ἐκ­φρά­στη­κε παγ­κό­σμι­α στούς μύ­θους καί τίς λα­τρεῖ­ες, ἀ­πό τό βε­δι­κό νε­ρό σάν πη­γή γι­ά κά­θε ὕ­παρ­ξη ὡς τό εὐ­αγ­γε­λι­κό ὕδωρ τό ζῶν καί τό “ἀ­θά­να­το νε­ρό” τοῦ πα­ρα­μυ­θι­ο­ῦ, προσ­δι­ό­ρι­σε τήν ὕ­λο­ζω­ι­στι­κή ἔν­νοι­α τοῦ νε­ρο­ῦ σάν ἔμ­βι­ου ἡ ἔμ­ψυ­χου. Πο­λυ­μορ­φί­α πραγ­μα­τω­μέ­νη ἀ­πό ἀρ­χι­κή μο­νο­μορ­φί­α μᾶς εἶ­ναι βέ­βαι­α γνω­στή, προ­ϋπο­τυ­πω­μέ­νη μυ­θι­κά στήν πρω­τε­ϊ­κό­τη­τα τοῦ θα­λάσ­σι­ου δαί­μο­να, ὡ­στό­σο δέν ξέ­ρο­με πῶς ὁ Θα­λής ἐν­νο­ο­ῦσε τήν πα­ρα­γω­γή τῶν μορ­φῶν τοῦ κό­σμου ἀ­πό τό νε­ρό σάν μο­να­δι­κό δο­μή­σι­μο ὑ­λι­κό. Ὑπαινιγμό στήν προ­τε­ραι­ό­τη­τα τοῦ σώ­μα­τος, πού, κα­τά τήν κο­σμο­γέ­νε­ση τοῦ Θα­λῆ, ἀ­να­δύ­ε­ται ἀ­πό τό ἀρ­χι­κό ὑ­γρό, ἀ­φή­νει ἡ μαρ­τυ­ρί­α 14, ὅ­τι κα­τά τόν Θα­λῆ “ἡ γῆ ἀ­κουμπᾶ πά­νω στό νε­ρό καί μέ­νει στήν ἐ­πι­φά­νει­α πλω­τή σάν ξύ­λο ἡ κά­τι τέ­τοι­ο”. Ἡ προ­ϊ­στο­ρί­α τῆς δι­δα­σκα­λί­ας αὐτῆς φαί­νε­ται στήν ἡ­σι­ό­δει­α Γῆ, πού πρώ­τη ἀ­να­δύ­ε­ται ἀ­πό τό Χά­ος, σέ μύ­θους γι­ά νη­σι­ά πλω­τά, ὁ­πως ἡ Αἰ­ο­λί­α, ἡ Δῆ­λος, ἡ Ρό­δος, ἡ Θή­ρα, στό μύ­θο τῆς ἀ­να­δυ­ό­με­νης Ἀφροδίτης, ἀ­κό­μα καί στόν βι­βλι­κό θε­ό, τῷ στε­ρε­ώ­σαν­τι τήν γῆν ἐ­πί τῶν ὑ­δά­των.

Συ­στη­μα­τι­κό­τε­ρος νο­ῦς, συμ­πο­λί­της καί σύγ­χρο­νος τοῦ Θα­λῆ, λί­γο νε­ό­τε­ρος στήν ἡ­λι­κί­α, μα­θη­τής καί φί­λος του, ὁ Ἀ­να­ξί­μαν­δρος (πε­ρί­που 610-546), μέ­α­φε­τη­ρι­α­κά δε­δο­μέ­να τίς θε­ο­γο­νι­κές, σχε­δόν ταυ­τό­ση­μες στήν προε­πι­στη­μο­νι­κή ἀν­τί­λη­ψη, πα­ρα­στά­σεις βα­σι­κά τοῦ Χά­ους καί βο­η­θη­τι­κά τοῦ Οὐ­ρα­νο­ῦ, τῆς Νύχ­τας, τοῦ Ἀέρα καί τοῦ Ὠ­κε­α­νο­ῦ, σχε­τι­κά ἐ­πί­σης τοῦ νε­ρο­ϋ ἀ­πό τή δι­δα­σκα­λί­α τοῦ Θα­λῆ, πέ­τυ­χε νά κα­τα­νο­ή­σει τήν προ­κο­σμι­κή κα­τά­στα­ση τοῦ δο­μή­σι­μου ὑ­λι­κο­ῦ τοῦ κό­σμου καί νά συλ­λά­βει τήν ἔν­νοι­α τῆς ἄ­μορ­φης, τῆς ἀ­δι­α­μόρ­φω­της μά­ζας σάν ἀρ­χῆς τοῦ σύμ­παν­τος. Αὐ­τή τήν ἔν­νοι­α ὁ Ἀναξίμανδρος ἴ­σως τήν ὀ­νό­μα­σε ὁ ἴ­δι­ος μέ τόν ὅρο ἄ­πει­ρον, πού τόν εἰ­ση­γή­θη­κε στή φι­λο­σο­φί­α, οὐ­σι­α­στι­κο­ποι­ών­τας τό οὐ­δέ­τε­ρο τοῦ ἐ­πι­θέ­του ἄ­πει­ρος. Γι­ά τή γέ­νε­ση τοῦ κό­σμου ὁ Ἀναξίμανδρος, μάρτ. 10, δί­δα­σκε ὅ­τι αὐτή ἄρ­χι­σε ἀ­πό τήν ἀ­δι­α­μόρ­φω­τη μά­ζα τοῦ ἄ­πει­ρου, ὁ­ταν ξε­χώ­ρι­σε μέ ἔκ­κρι­ση τό γό­νι­μον, δη­λα­δή τό σπέρ­μα τοῦ θερ­μο­ῦ καί τοῦ ψυ­χρο­ῦ, πού κα­τά τήν ἐ­πο­χή πρίν ἀ­πό τόν Δη­μο­κρι­το τά ἐν­νο­οῦ­σαν γε­νι­κά ὡς οὐ­σί­ες, ὄ­χι ὡς ποι­ό­τη­τες. Ἔτ­σι, μέ πυ­ρή­να τό ψυ­χρό, πού ἀ­πο­τέ­λε­σε τή μά­ζα τῆς Γής, δι­α­μορ­φώ­θη­κε, ὡς τῷ δέν­δρῳ φλοι­όν, σφαί­ρα ἀ­πό τή μά­ζα τοῦ θερ­μο­ῦ, πού ἔ­σκα­σε καί τά κομ­μά­τι­α τῆς πε­ρι­κλεί­στη­καν μέ­σα σέ μι­κρό­τε­ρες σφαῖ­ρες καί ἀ­πο­τέ­λε­σαν τά οὐ­ρά­νι­α σώ­μα­τα.

Συμ­πο­λί­της καί ἴσως μα­θη­τής τοῦ Ἀναξίμανδρου, ὁ Ἀ­να­ξι­μέ­νης (πε­ρί­που 585 - 525) φαί­νε­ται ὁ­τι ξε­κί­νη­σε ἀ­πό τήν ἐ­πι­θυ­μί­α του νά κά­νει ἀ­με­σό­τε­ρα νο­η­τό τό ἄ­πει­ρον τοῦ Ἀναξίμανδρου. Ἔτ­σι, μέ βά­ση τήν ἐμ­πει­ρί­α τῆς γή­ι­νης ἀ­τμό­σφαι­ρας καί τίς κρα­τοῦ­σες ἀ­ε­ρο­γο­νι­κές πα­ρα­στά­σεις τοῦ μύ­θου, ὁ Ἀ­να­ξι­μέ­νης ὑ­πέ­θε­σε ὁ­τι τό σύμ­παν ἀ­παρ­τί­ζε­ται ἀ­πο­κλει­στι­κά ἀ­πό τή μά­ζα τοῦ ἀ­έ­ρα καί δτί ἀ­πό τήν πύ­κνω­ση καί τήν ἀ­ραί­ω­ση του προ­έρ­χον­ται δλές οἱ οὐ­σί­ες, ὅλά τά φυ­σι­κά σώ­μα­τα καί φαι­νό­με­να. Ἡ χα­ο­τι­κή φύ­ση τοῦ ἄ­ε­ρα καί ἡ κι­νη­τι­κό­τη­τά του, πού προ­ϊ­δε­ά­ζει γι­ά τήν ἐ­νέρ­γει­α καί τήν αἰ­τί­α τῆς γέ­νε­σης καί κά­θε με­τα­βο­λῆς, ἴ­σως εἶ­ναι τά γνω­ρί­σμα­τα πού ὑ­πέ­βα­λαν στόν Ἀ­να­ξι­μέ­νη τήν ἰ­δέ­α τῆς ἐ­κλο­γῆς αὔ­τοῦ τοῦ σώ­μα­τος σάν ἀρ­χῆς τοῦ κό­σμου. Ὁπωσδήποτε, σύμ­φω­να μέ πά­γι­α ὑ­λο­ζω­ι­στι­κή ἀν­τί­λη­ψη, ὁ Ἀ­να­ξι­μέ­νης ἐν­νο­ο­ῦσε τόν ἀέε­ρα σάν ὕλη καί ἐ­νέρ­γει­α μα­ζί, σάν ἕ­να σῶ­μα πάν­τα ζων­τα­νό ἡ κα­λύ­τε­ρα, μέ αὐ­θεν­τι­κούς ὑ­λο­ζω­ι­στι­κούς ὅ­ρους, ἀ­θά­να­τον, ὅ­πως πρω­τύ­τε­ρα τό ἄ­πει­ρο ὁ Ἀναξίμανδρος, καί ἀ­εί­ζω­ον, ὁ­πως ἀρ­γό­τε­ρα τό πῦρ ὁ Ἡράκλειτος. Ὁ Ἀ­να­ξι­μέ­νης, σύμ­φω­να μέ τίς μαρ­τυ­ρί­ες 5-7, ἐ­ξη­γο­ῦσε τή δο­μή τοῦ σύμ­παν­τος ἀ­πό τους βαθ­μούς πυ­κνό­τη­τας τοῦ ἀ­έ­ρα. Ἔτ­σι, κα­τά τόν Ἀ­να­ξι­μέ­νη, ὁ ἀ­έ­ρας, ὅ­ταν ἀ­ραι­ώ­νε­ται, γί­νε­ται φω­τι­ά, ὅ­ταν πυ­κνώ­νε­ται, γί­νε­ται ἄ­νε­μος, ὕ­στε­ρα νέ­φος, νε­ρό, χῶ­μα καί ἀ­πό αὐ­τά ὅ­λα τά ἄλ­λα. Κα­τά τή γέ­νε­ση τοῦ κό­σμου, σύμ­φω­να μέ αὐτή τή θε­ω­ρί­α, μέ τή συμ­πύ­κνω­ση τοῦ ἀέ­ρα δι­α­μορ­φώ­θη­κε πρῶ­τα ἡ Γῆ καί ὕ­στε­ρα, ἀ­πό τή μά­ζα της, μέ ἐ­ξα­τμί­σεις, ἀ­ραί­ω­σεις καί ἀ­να­φλέ­ξεις, τά οὐ­ρά­νι­α σώ­μα­τα. Παίρ­νον­τας αὐτή τή θέ­ση, ὁ Ἀ­να­ξι­μέ­νης ἀ­πο­σα­φή­νι­σε τό γε­ω­κεν­τρι­κό κρι­τή­ρι­ο της ὡς τό­τε κο­σμο­λο­γί­ας, χω­ρίς νά πα­ρεκ­κλί­νει οὔ­τε ἀ­πό τή θέ­ση τοῦ Ἀ­να­ξί­μαν­δρου, πού θε­ω­ροῦ­σε τά οὐ­ρά­νι­α σώ­μα­τα ἀ­πο­σπά­σμα­τα τῆς ἀρ­χέ­γο­νης μά­ζας μέ πυ­ρή­να τή Γῆ, ὕ­στε­ρα ἀ­πό ἔ­κρη­ξη, οὔ­τε ἀ­πό τίς κρα­τοῦ­σες θε­ο­γο­νι­κές ἀν­τί- λή­ψεις, πού πα­ρί­στα­ναν σάν ἀ­πο­γό­νους της παμ­μή­τει­ρας Γῆς τόν Οὐ­ρα­νό, τόν Ἥ­λι­ο, τή Σε­λή­νη καί τούς ἄλ­λους θε­ο­ποι­η­μέ­νους ἀ­στε­ρι­σμούς. Ὁ Ἀ­να­ξι­μέ­νης μά­λι­στα, μέ αὐτή τή θέ­ση του, ἐ­πη­ρέ­α­σε ἄ­με­σα καί τόν λί­γο νε­ό­τε­ρό του Ξε­νο­φά­νη, πού δί­δα­σκε ὁ­τι τά οὐ­ρά­νι­α σώ­μα­τα εἶ­ναι κυ­ρι­ο­λε­κτι­κά ἐ­φήμε­ρα προ­ϊ­όν­τα ἀ­πό τίς ἀ­να­θυ­μι­ά­σεις τῆς Γής. Ἡ θε­ω­ρί­α τοῦ Ἀέ­ρα φαί­νε­ται ἁ­πλο­ϊ­κή, ὄ­χι μό­νο μέ τά ση­με­ρι­νά κρι­τή­ρι­α ἀλ­λά καί μέ τά κρι­τή­ρι­α τῆς ἐ­πο­χῆς της. Ὡστόσο ὁ Ἀ­να­ξι­μέ­νης πέ­τυ­χε νά κά­νει ὁ­ρι­σμέ­να βή­μα­τα, πού ἀ­πο­δείχ­τη­καν κα­θο­ρι­στι­κά γι­ά τήν ἐ­ξέ­λι­ξη τῆς Ἰωνικῆς φυ­σι­κῆς: δι­δά­σκον­τας ὁ­τι ὁ ἄ­ε­ρας εἶ­ναι ὄ­χι μό­νο πρίν ἀ­πό τή γέ­νε­ση τοῦ κό­σμου ἀλ­λά καί τώ­ρα καί πάν­τα ἡ μο­να­δι­κή οὐ­σία του, προ­ω­θο­ῦ­σε τό πρό­βλη­μα ἀ­πό τήν Κο­σμο­γο­νί­α στήν Κο­σμο­λο­γί­α, δη­λα­δή ἀ­πό τήν πε­ρι­γρα­φι­κή ἐ­ξή­γη­ση τῆς κα­τα­γω­γῆς τοῦ κό­σμου στή λο­γι­κή θε­ώ­ρη­ση τῆς δο­μῆς του κα­θαυ­τήν. Καί θε­ω­ρών­τας τό θερ­μό καί τό ψυ­χρό, τό ὑ­γρό καί τό ξη­ρό κα­τα­στά­σεις τοῦ ἄ­ε­ρα, ἔφ­τα­νε νά κα­τα­νο­ή­σει τίς ποι­ό­τη­τες, καί μά­λι­στα νά τίς ἐ­ξη­γή­σει ἀ­πό τίς πο­σό­τη­τες. Ἔτ­σι ὁ Ἀ­να­ξι­μέ­νης ὁ­δή­γη­σε τόν Μο­νι­σμό ὡς τήν ἄ­κρα συ­νέ­πει­ά του καί προ­ε­τοί­μα­σε τήν κο­ρυ­φαί­α ἔκ­φρα­σή του στόν Ἡ­ρά­κλει­το.

Ἡ ἐ­πι­βο­λή τοῦ ὑ­λο­ζω­ι­σμο­ῦ της Μι­λή­του στούς συγ­χρό­νους του καί στούς με­τα­γε­νε­στέ­ρους φαί­νε­ται ὄ­χι μό­νο ἀ­πό τή συ­νέ­χει­α τῆς Ἰωνικῆς Φυ­σι­κῆς ἀλ­λά καί ἀ­πό τήν ἐ­πί­δρα­σή του σέ ἄλ­λα ρεύ­μα­τα, ὄχι μό­νο ἐ­πι­στη­μο­νι­κά ἀλ­λά καί μυ­στι­κι­στι­κά. Συγ­κε­κρι­μέ­να, ἀν­τί­θε­τα ἀ­πό τόν Ἡ­σί­ο­δο καί τούς ἄλ­λους θε­ο­γο­νι­κούς ποι­η­τές, πού εἶ­χαν πεῖ γι­ά τούς πρώ­τους θε­ούς ὅ­τι ἐ­γέ­νον­το, ὁ Φε­ρε­κύ­δης (ἀ­κμή πε­ρί­που 550), μέ τήν ὑ­λο­ζω­ι­στι­κή ἀ­φθαρ­σί­α τῆς ὕ­λης, θά μπο­ρέ­σει νά πεῖ ὅτι ἦ­σαν ἀ­εί. Καί, ἀν­τί­θε­τα ἀ­πό τήν ὡς τό­τε θε­ο­λο­γι­κή καί λα­τρευ­τι­κή πα­ρά­δο­ση, ὁ Ξε­νο­φά­νης (πε­ρί­που 570 - 470) θά ὑ­πο­στη­ρί­ξει ὁ­τι ὁ θε­ός εἶ­ναι μο­να­δι­κός, χω­ρίς μορ­φή ἀν­θρώ­που καί ἐ­νερ­γεῖ ὄ­χι μέ ὄρ­γα­να ἄλ­λα μέ τό σύ­νο­λο τῆς οὐ­σίας του· ὁ­που ὁ μο­νο­θε­ϊ­σμός ἐ­ξη­γεῖ­ται ἀ­ποκλει­στι­κά ἀ­πό τόν ὑ­λο­ζω­ι­στι­κό μο­νι­σμό, ὁ ἀν­τι­αν­θρω­πο­μορφι­σμός ἀ­πό τήν ἀ­πο­προ­σω­πο­ποί­η­ση τῶν φυ­σι­κῶν δυ­νά­με­ων καί ἡ ὁ­λο­κρα­τί­α ἀ­πό τήν ὁ­μοι­ο­γέ­νει­α τῆς μά­ζας καί τήν ὁ­λό­τη­τα τοῦ κό­σμου. Προσ­δι­ο­ρι­σμέ­νος ἀ­πό τήν ὑ­λο­ζω­ι­στι­κή τά­ση γι­ά ἀ­πο­μύ­θω­ση ὁ Ξε­νο­φά­νης, πο­λυ­τα­ξι­δε­μέ­νος, ἄ­ρα μέ εὐ­ρύ γνω­σι­α­κό φά­σμα, ἀ­να­πτύσ­σει τήν κρι­τι­κή του στά πλά­σμα­τα τῶν προ­τέ­ρων 1, 22. Ἡ ἀ­πο­μύ­θω­ση τῆς φύ­σης φαί­νε­ται ἀ­πό θέ­σεις ὁ­πως: “Καί τήν Ἴ­ρι­δα πού λέ­νε, σύν­νε­φο εἶ­ναι κι αὐτό”, 28. Στή Φυ­σι­κή τοῦ Ξε­νο­φά­νη ὁ γε­ω­κεν­τρι­σμός τῆς Μι­λή­του φτά­νει ὡς τή γε­ω­κρα­τί­α: “Ἀπ’ τή γῆ ἄρ­χι­ζουν ὁ­λα καί τε­λει­ώ­νου­νε στή γή”, 23. Ἡ γε­ω­γο­νι­κή κο­σμο­λο­γί­α ἐ­νι­σχύ­ε­ται στόν Ξε­νο­φά­νη μέ πα­λαι­ον­το­λο­γι­κές πα­ρα­τη­ρή­σεις, ἐν τῷ βά­θει τοῦ λί­θου, μέ ἀ­πο­λι­θώ­μα­τα ἀ­πό θα­λάσ­σι­ους ὀρ­γα­νι­σμούς. Μέ συ­νέ­πει­α πρός τό γε­ω­γο­νι­κό του κρι­τή­ρι­ο ὁ Ξε­νο­φά­νης ἐ­ξη­γεῖ τά οὐ­ράνια σώ­μα­τα καί τά με­τε­ω­ρο­λο­γι­κά φαι­νό­με­να σάν κυ­ρι­ο­λε­κτι­κά ἐ­φή­με­ρα μορ­φώ­μα­τα ἀ­πό τίς ἀ­να­θυ­μι­ά­σεις τῆς γῆς καί τήν κα­τα­γω­γή τοῦ ἀν­θρώ­που σέ συ­νάρ­τη­ση μέ τόν ἀν­θρω­πο­γο­νι­κό μύ­θο, πού προ­ϋπο­θέ­τει τήν ἀ­να­κά­λυ­ψη τῆς κε­ρα­μι­κῆς.

Πά­νω στήν τρί­τη γε­νι­ά τοῦ ὑ­λο­ζω­ι­σμο­ῦ τῆς Μι­λή­του ἡ ἰ­ω­νι­κή φυ­σι­ο­κρατι­κή “ἐ­πα­να­στα­ση” βρέ­θη­κε ἀν­τι­μέ­τω­πη μέ­τη δω­ρι­κή μυ­στι­κι­στι­κή “ἀν­τε­πανά­στα­ση”. Στοι­χεῖ­α θε­ο­κρα­τι­κά, ἀ­ρι­στο­κρα­τι­κά καί που­ρι­τα­νι­κά, συ­σπει­ρω­μέ­να κυ­ρί­ως γύ­ρω ἀ­πό τόν κα­τω­ι­τα­λι­κό ἑλ­λη­νι­σμό, ἐκ­φρά­στη­καν ὡς ­Ὀρ­φι­κοί καί Πυ­θα­γό­ρει­οι. Αὐτοί ἀ­πο­πει­ρά­θη­καν νά δι­α­γρά­ψουν ἡ, ὁ­πωσ­δή­πο­τε, νά μει­ώ­σουν τή ση­μα­σί­α τῆς κο­σμο­γνω­σί­ας πού πρό­σφε­ρε ἡ Ἰωνική φυ­σι­κή, καί με­θό­δε­ψαν τό ἐγ­χεί­ρη­μά τους, ὑ­πο­τάσ­σον­τας τόν φυ­σι­κό κό­σμο σέ μι­ά ὑ­περ­βα­τι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα καί προ­βάλ­λον­τας πά­νω στήν ἔν­νοι­α τοῦ φυ­σι­κο­ῦ σώ­μα­τος δαι­μο­νο­κρα­τι­κές δο­ξα­σί­ες σχε­τι­κές μέ τήν ψυ­χή. Μέ αὐ­τούς ἡ ἑ­νό­τη­τα τοῦ κό­σμου δι­α­σπά­στη­κε σέ ἀν­τι­θε­τι­κά ζεύ­γη, ἡ ὑ­λο­ζω­ι­στι­κή οὐ­σί­α χω­ρί­στη­κε σέ σῶ­μα καί ψυ­χή καί ἡ σχέ­ση τοῦ εἰ­δι­κο­ῦ μέ τό γε­νι­κό πα­ρου­σι­ά­στη­κε σάν σχέ­ση τοῦ φαι­νο­με­νι­κοῦ μέ τό πραγ­μα­τι­κό. Ἡ Ἰωνική φυ­σι­κή πέ­τυ­χε ἄ­με­σα προ­σβά­σεις στό στρα­τό­πε­δο τοῦ ἀν­τι­πάλου, ἀ­φοῦ οἱ Πυ­θα­γό­ρει­οι ἀν­τι­κει­με­νι­κά ἀ­δυ­να­τοῦ­σαν νά ξε­φύ­γουν ἀ­πό τους ὑ­λο­ζω­ι­στι­κούς προσ­δι­ο­ρι­σμούς. Στή με­λέ­τη τοῦ φυ­σι­κο­ῦ κό­σμου οἱ Πυ­θα­γό­ρει­οι προ­σε­χαν τούς ἀ­ριθ­μούς πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πό τά σώ­μα­τα, δη­λα­δή τίς σχέ­σεις πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πό τίς οὐ­σί­ες. Ἔτ­σι αὐτοί ἔ­δω­σαν στήν Ἰωνική κο­σμο­λο­γί­α τή δι­κή τους ἔκ­φρα­ση, τή μα­θη­μα­τι­κή καί μα­ζί τή μυ­στι­κι­στι­κή. Ὡ­στό­σο, ἀ­κρι­βῶς ἐ­πει­δή ἡ “ἀν­τε­πα­νά­στα­ση” ἔ­μα­θε τή γλώσ­σα τῆς “ἐ­πα­να­στα­σης”, ἡ Ἰωνική φυ­σι­κή δι­έ­τρε­ξε τόν ἔ­σχα­το κίν­δυ­νο. Τό­τε στήν Ἰωνία, στό κο­σμο­πο­λί­τι­κο πε­ρι­βάλ­λον τῆς Ἐ­φέ­σου, ἀ­πό τή γε­νι­ά τῶν οἰ­κι­στῶν της, πα­ρου­σι­ά­στη­κε ἕ­να ἀ­πό τά με­γα­λο­φυ­έ­στε­ρα πνεύ­μα­τα τῆς ἀν­θρώ­πι­νης ἱ­στο­ρί­ας, ὁ Ἡ­ρά­κλει­τος (πε­ρί­που 540 - 480).

Μέ τή θε­ω­ρί­α τῆς Φω­τι­ᾶς, ἐ­νι­σχυ­μέ­νη ἀ­πό τήν πι­ό ἀ­μεί­λι­κτη ἀμ­φι­σβήτη­ση κά­θε μυ­θο­κρα­τι­κής ἀ­ξί­ας, ὁ Ἡ­ρά­κλει­τος ἔ­φε­ρε τόν ὑ­λο­ζω­ι­σμό στήν κρι­τι­κό­τε­ρη ἔκ­φρα­σή του· ἔτ­σι ἔ­σω­σε τήν Ἰωνική φυ­σι­κή καί τήν κα­τέ­στη­σε βι­ώ­σι­μη, ἀ­κό­μα καί ὅταν, ἀρ­γό­τε­ρα, τά με­τα­φυ­σι­κά κι­νή­μα­τα γι­γαν­τώ­θη­καν καί ἁ­πλώ­θη­καν στήν Ἑλ­λά­δα μέ τούς Ἐ­λε­ά­τες, τούς Σω­κρα­τι­κούς καί τούς Πλα­τω­νι­κούς. Προ­ε­κτεί­νον­τας τά δι­δάγ­μα­τα τοῦ ὑ­λο­ζω­ι­σμοῦ τῆς Μι­λή­του, τῆς ἀ­ριθ­μο­λο­γί­ας τῶν ἀρ­χαι­ό­τε­ρων Πυ­θα­γο­ρεί­ων καί τοῦ δι­α­φω­τι­σμοῦ τοῦ Ξε­νο­φά­νη, ὁ Ἡ­ρά­κλει­τος προ­σφέ­ρει δυ­να­μι­κή πα­ρά­στα­ση τοῦ σύμ­παν­τος, πεί­θον­τας μέ τήν ἀ­πο­δει­κτι­κή τοῦ πα­ρα­δείγ­μα­τος, γι­ά τήν ἑ­νι­αί­α καί μο­να­δι­κή πύ­ρι­νη οὐ­σία του, πού φα­νε­ρώ­νε­ται σέ πλῆ­θος μορ­φώ­μα­τα. Ἔτ­σι, “τόν κό­σμο τοῦ­το, τόν ἴ­δι­ο γι­ά ὁ­λους γε­νι­κά, οὔ­τε θε­ός οὔτ’ ἄν­θρω­πος τόν ἔ­κα­νε, μά ἦ­ταν πάν­τα καί εἶ­ναι καί θά ’­ναι πῦρ ἄ­ει­ζω­ο, πού ἄ­να­βει μέ μέ­τρο καί σβή­νει μέ μέ­τρο”, 51. Ἤ φω­τι­ά με­τα­τρέ­πε­ται πρῶ­τα σέ θά­λασ­σα, καί τῆς θά­λασ­σας τό μι­σό σέ γῆ καί τ’ ἄλ­λο μι­σό σέ ρεύ­μα­τα· ὁ­λα αὐ­τά μέ τή σει­ρά ξα­να­γί­νον­ται φω­τι­ά. Κά­θε με­τα­στοι­χεί­ω­ση γί­νε­ται εἰς τόν αὐ­τόν λό­γον, 53, πού ση­μαί­νει ὁ­τι τό στα­θε­ρό πο­σό τῆς μά­ζας καί ἡ αὐ­τορ­ρυθ­μι­ζόμε­νη ἰ­σορ­ρο­πί­α μέ­σα στή φύ­ση, ἴ­σως δι­α­πι­στω­μέ­να πρῶ­τα ἀ­πό τόν Ἀναξίμανδρο καί ἐκ­φρα­σμέ­να στή γλώσ­σα τῆς ἡ­θι­κης, βρί­σκουν στόν Ἡ­ρά­κλει­το τή μα­θη­μα­τι­κή δι­α­τύ­πω­σή τους. Τά πάν­τα με­τα­βάλ­λον­ται ἀ­δι­ά­κο­πα: “Ψυ­χρά θερ­μαί­νον­ται, θερ­μά ψύ­χον­ται, ὑ­γρά ξε­ραί­νον­ται, ξε­ρά νο­τί­ζουν”. “Γι­ά τίς ψυ­χές θά­να­τος εἶ­ναι νε­ρό νά γί­νουν, γι­ά τό νε­ρό θά­να­τος γῆ νά γί­νει, κι ἀ­πό τή γῆ νε­ρό γί­νε­ται κι ἄ­π’ τό νε­ρό ψυ­χή”, 66. “Τά πάν­τα ἀν­ταλ­λάσ­σον­ται μέ τή φω­τι­ά καί ἡ φω­τι­ά μέ τά πάν­τα”, 54. Ἡ φω­τι­ά, ἡ μό­νη ἀ­λη­θι­νή οὐ­σί­α εἶ­ναι ξέ­χω­ρη ἀ­πό τά πάν­τα, τά πο­λύ­μορ­φα φα­νε­ρώ­μα­τά της, 83. Τά ἀν­τίθε­τα δέν εἶ­ναι αὐ­θυ­πό­στα­τες οὐ­σί­ες ἀλ­λά δι­α­φο­ρε­τι­κά φα­νε­ρώ­μα­τα τῆς φω­τι­ᾶς. Τό Ὄν συμ­φω­νεῖ καί δι­α­φω­νεῖ μό­νο μέ τόν ἑ­αυ­τό του. Τό σύμ­παν εἶ­ναι δο­μη­μέ­νο μέ συ­ναρ­μο­γή ἀ­πό ἀν­τίρ­ρο­πες δυ­νά­μεις. Αὐτή εἶ­ναι ἡ πα­λίν­το­νος ἡ πα­λίν­τρο­πος ἁρ­μο­νί­η, 27. Μέ τέ­τοι­α ἔν­νοι­α τοῦ σύμ­παν­τος ἄ­νοι­γε πι­ά ὁ δρό­μος γι­ά νά με­λε­τη­θοῦν ἡ ταυ­τό­τη­τα καί ἡ ἑ­τε­ρό­τη­τα, ὁ χῶ­ρος καί ὁ χρό­νος, ἡ κί­νη­ση καί ἡ σχέ­ση, τό συ­νε­χές καί ἡ δι­αι­ρε­τό­τη­τα τῆς ὕ­λης σάν εἰ­δι­κά προ­βλή­μα­τα τῆς Φυ­σι­κῆς.

Πρώ­τη φω­νή τῆς ἀ­να­νε­ω­μέ­νης Ἰ­ω­νι­κῆς φυ­σι­κῆς στό χῶ­ρο τοῦ κα­τω­ι­ταλι­κο­ϋ ἑλ­λη­νι­σμοῦ, ἀ­μέ­σως με­τά τόν Ἡράκλειτο, εἶ­ναι ὁ Ἀλ­κμαί­ων ὁ Κρο­το­νι­ά­της (ἀ­κμή πε­ρί­που 500), σύγ­χρο­νος καί συν­το­πί­της μέ τούς ἀρ­χαι­ό­τε­ρους Πυ­θα­γο­ρεί­ους, ἄ­σχε­τος ὅμως μέ αὐ­τούς. Μέ βά­ση τήν πυ­θα­γο­ρι­κή θε­ω­ρί­α τῶν ἀν­τι­θέ­των καί τήν ἡ­ρα­κλει­τι­κή της ἀν­τι­θε­τι­κῆς ἁρ­μο­νί­ας, ὁ Ἀλ­κμαί­ων, γνή­σι­ος φυ­σι­ο­λό­γος, καί μέ τήν ἀρ­χαί­α καί μέ τή ση­με­ρι­νή ση­μα­σί­α τοῦ ὅρου, κα­τα­κτᾶ γι­ά λο­γα­ρι­α­σμό τῆς Φυ­σι­κῆς φι­λο­σο­φί­ας τήν ἔν­νοι­α τῆς δι­πο­λι­κό­τη­τας καί κα­τα­λα­βαί­νει ὅ­τι οἱ δυ­ό πό­λοι τοῦ ὄν­τος συμ­πί­πτουν σέ κά­θε ση­μεῖ­ο τῆς πραγ­μα­τι­κό­τη­τας, ἀ­φοῦ ἔ­χει δι­α­βά­σει στόν Ἡ­ρά­κλει­το 34 ὁ­τι εἶ­ναι “κοι­νό ἀρ­χή καί πέ­ρας στόν κύ­κλο”. Τήν αἰ­ω­νι­ό­τη­τα τοῦ σύμ­παν­τος ὁ Ἀλ­κμαί­ων τήν ἀ­πέ­δι­δε στήν ἀ­ει­κι­νη­σί­α του, ἔν­νοι­α πού βέ­βαι­α γεν­νι­έ­ται ἀ­πό τήν ἡ­ρα­κλει­τι­κη ἔν­νοι­α τῆς κο­σμι­κῆς φω­τι­ᾶς μέ τίς ἀ­τε­λεί­ω­τες με­τα­μορ­φώ­σεις της. Αὐτή ἦ­ταν ἡ γε­νι­κή κα­τά­στα­ση τῆς Φι­λο­σο­φί­ας, ὁ­ταν οἱ Ἐ­λε­ά­τες ἔ­κα­ναν τήν ἐμ­φά­νι­σή τους στό προ­σκή­νι­ό της. Τή στιγ­μή πού πα­ρου­σι­ά­ζε­ται ἡ Ἐλεατική θε­ω­ρί­α, ἡ ἑλ­λη­νι­κή φι­λο­σο­φί­α ἔ­χει συμ­πλη­ρώ­σει ἤ­δη ἕ­ναν αἰ­ώ­να ζω­ῆς.

Ἡ Ἐ­λε­α­τι­κή δι­δα­σκα­λί­α βα­σί­ζε­ται γε­νι­κά στίς κα­τα­κτή­σεις τῆς ἑλ­λη­νι­κῆς κο­σμο­γνω­σί­ας, τό­σο στήν ἐ­πι­στη­μο­νι­κή ὁ­σο καί στή μυ­στι­κι­στι­κή ἔκ­φρα­σή της. Πέ­ρα ὅ­μως ἀ­πό αὐτό τό γε­νι­κό κλί­μα, οἱ ἄ­με­σοι καί πραγ­μα­τι­κοί πρό­δρο­μοι τῶν Ἐ­λε­α­τῶν εἶ­ναι οἱ Πυ­θα­γό­ρει­οι, ὁ Ξε­νο­φά­νης καί ὁ Ἡ­ρά­κλει­τος. Αὐτοί συν­τε­λοῦν στή γέ­νε­ση τοῦ ἐ­λε­α­τι­κοῦ προ­βλη­μα­τι­σμοῦ, ἄλ­λος πε­ρισ­σό­τε­ρο θε­τι­κά καί ἄλ­λος πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀρ­νη­τι­κά. Οἱ Πυ­θα­γό­ρει­οι μέ τή μα­θη­μα­τι­κή σκέ­ψη τους ἀ­πό τή μι­ά καί μέ τή δαι­μο­νο­κρα­τί­α τους ἀ­πό τήν ἄλ­λη· ὁ Ξε­νο­φά­νης μέ τόν ὑ­λο­ζω­ι­στι­κό καί ἀ­πρό­σω­πο θε­ό του· ὁ Ἡ­ρά­κλει­τος μέ τό δυ­να­μι­κό σύμ­παν καί τό κο­σμι­κό πῦρ, τό πάν­των κε­χω­ρι­σμένον. Ἀρχηγός τῆς Ἐλεατικῆς φι­λο­σο­φί­ας εἶ­ναι ὁ Παρ­με­νί­δης (πε­ρί­που 515-440), ὄ­χι ὁ Ξε­νο­φά­νης, ὅ­πως πί­στευ­αν πολ­λοί, ἡ­δη ἀ­πό τήν ἀρ­χαιότη­τα. Ὁ Ξε­νο­φά­νης εἶ­ναι βα­σι­κά ὑ­λο­ζω­ι­στής ἀ­κό­μα καί ὡς θε­ο­λό­γος. Πρό­δρο­μος τῶν Ἐ­λε­α­τῶν εἶ­ναι βέ­βαι­α ὁ Ξε­νο­φά­νης, ὁ­πως ση­μει­ώ­σα­με ἡ­δη, ὄ­χι ὅ­μως μέ κά­ποι­ον τρό­πο πού νά τόν δι­α­φο­ρο­ποι­εῖ ἀ­πό τους ἄλ­λους προ­δρό­μους, ἀ­πό τους Πυ­θα­γο­ρεί­ους καί τόν Ἠ­ρά­κλει­το. Ὁ Παρ­με­νί­δης ἦ­ταν γέν­νη­μα καί θρέμ­μα τῆς κα­τω­ι­τα­λι­κῆς Ἐ­λέ­ας, ὁ­που ἔ­δρα­σε καί πο­λι­τι­κά, κυ­ρί­ως ὡς νο­μο­θέ­της. Ἀ­πό τήν πα­τρί­δα τοῦ Παρ­με­νί­δη πῆ­ρε τό ὄνο­μά της ἡ Ἐ­λε­α­τι­κή φι­λο­σο­φί­α.

Ὁ Παρ­με­νί­δης στη­ρί­ζε­ται στήν ἐ­πα­να­στα­τι­κή θε­ο­λο­γί­α τοῦ Ξε­νο­φά­νη καί στή μα­θη­μα­τι­κή σκέ­ψη τῶν Πυ­θα­γο­ρεί­ων ἀλ­λά ἡ θε­ω­ρί­α του ἐκ­δη­λώ­νε­ται κυ­ρί­ως ὡς ἀν­τί­δρα­ση στό γε­μά­το κι­νη­τι­κό­τη­τα σύ­στη­μα τοῦ Ἡ­ρά­κλει­του. Ὁ Ἡράκλειτος εἶ­χε ἀ­να­γνω­ρί­σει τό Ὄν στό ἀ­εί­ζω­ον πῦρ, πού με­τα­μορ­φώ­νε­ται ὁ­λο­έ­να καί παίρ­νει, αὐτό μό­νο του, ὅ­λες τίς μορ­φές πού φα­νε­ρώ­νον­ται μέ­σα στή φύ­ση. Ὁ Παρ­με­νί­δης ἀ­πο­δέ­χε­ται τή μο­να­δι­κό­τη­τα, τήν ἑ­νό­τη­τα καί τήν αἰ­ω­νι­ό­τη­τα τοῦ ἠ­ρα­κλει­τι­κο­ῦ Ὄν­τος, ἀ­δυ­να­τεῖ ὅ­μως νά κα­τα­νο­ή­σει τήν κι­νη­τι­κό­τη­τα καί τή με­τα­βλη­τό­τη­τά του. Ἔτ­σι ὁ Παρ­με­νί­δης ὁ­ρί­ζει τό Ὄν ὡς ἀ­γέ­νη­τον, ἀ­νώ­λε­θρον, οὖλον, μου­νο­γε­νές, ἀ­τρε­μές, ὁ­μοῦϋ πᾶν, ἕν, συ­νε­χές, τε­τε­λε­σμέ­νον, ὁ­μοῖϊ­ον, ἔμ­πλε­ον, ἀ­κί­νη­τον, ἄ­ναρ­χον, ἀ­παυ­τόν, ταυ­τόν, ἔμ­πε­δον, ἴ­σον, ἰ­σο­πα­λές. Μέ μι­ά ἀρ­χέ­γο­νη συλ­λο­γι­στι­κή ὁ Παρ­με­νί­δης ἀ­πο­κλεί­ει τήν ἀρ­χή καί τό τέ­λος, τή γέ­νε­ση καί τό θά­να­το, τήν αὔ­ξη­ση καί τή φθο­ρά, τήν κί­νη­ση καί τή με­τα­βο­λή, τή δι­αι­ρε­τό­τη­τα καί τήν ἀ­συ­νέ­χει­α τοῦ ὄν­τος. Ἀ­πό αὐ­τή τή θέ­ση ὁ Παρ­με­νί­δης ἐ­ξη­γεῖ τόν φυ­σι­κό κό­σμο σάν φαι­νο­με­νι­κό, καί στή συ­νέ­χει­α ἐκ­θέ­τει τή δι­κή του φυ­σι­κή θε­ω­ρί­α, πού βά­ζει σάν κο­σμο­λο­γι­κές ἀρ­χές τό φῶς καί τή νύχ­τα.

Τό Ὄν τοῦ Παρ­με­νί­δη, στή σύλ­λη­ψή του γε­νι­κά σάν ἔν­νοι­α ὑ­περ­βα­τι­κῆς ἀρ­χῆς, ἔ­χει ρί­ζες στή γε­νι­κό­τε­ρη μυ­στι­κι­στι­κή, θε­ο­κρα­τι­κή καί δαι­μο­νοκρα­τι­κή, μο­ναρ­χι­κή καί ἀ­πο­λυ­ταρ­χι­κή, ὅ­πως καί στή μο­νι­στι­κή πα­ρά­δο­ση· ἀ­κό­μα στόν ἀν­τι­μυ­θι­κό καί ἀν­τι­λα­τρει­α­κό θε­ό τοῦ Ξε­νο­φά­νη καί στό σο­φόν τοῦ Ἠ­ρά­κλει­του, πού εἶ­ναι ὑ­πε­ρεμ­πει­ρι­κά, ὄ­χι ὁ­μως ἀ­κό­μα καί ὑ­περ­βα­τι­κά, πάν­των κε­χω­ρι­σμέ­νον. Στά εἰ­δι­κά γνω­ρί­σμα­τά του τό Ὄν τοῦ Παρ­με­νί­δη κα­τά­γε­ται, ὡς πε­ρι­γρα­φό­με­νο μέ ἔν­νοι­ες χώ­ρου, χρό­νου, ὄγ­κου, δο­μῆς, ἀ­πό τήν Ἰωνική φυ­σι­κή· ὡς τέ­λει­ο σφαι­ρι­κό σχῆ­μα, ὁ­μοι­ό­μορ­φο, ὅμοι­ον, ἴ­σον, ἰ­σο­πα­λές, τε­τε­λε­σμέ­νον, συ­νε­χές, ἔμ­πλε­ον, ἀ­πό τους Πυ­θα­γο­ρεί­ους· ὡς ἐν, μου­νο­γε­νές καί ἀ­νώ­λε­θρον, ἀ­πό τους ὑ­λο­ζω­ι­στές, μέ τήν ἀ­νώλε­θρον, ἑ­νι­αί­α ὕ­λο­ζω­ι­στι­κη οὐ­σί­α· ὡς ἄ­ναρ­χον, ἀ­παυ­τόν, ἀ­γέ­νη­τον, ἀ­νώ­λε­θρον, οὖ­λον καί ταὐ­τόν, ἀ­πό τόν ἡ­ρα­κλει­τι­κο κό­σμο καί τό ἀλ­λοι­ού­με­νο πῦρ· ὡς ἐν, οὖλον, ἀ­κί­νη­τον καί ἔμ­πε­δον, ἀ­πό τόν ξε­νο­φα­νι­κό θε­ό, τόν ἕ­να καί μέ­γι­στον, πού ἐ­νερ­γεῖ οὖ­λος καί πού αἰ­εί ἐν ταυ­τῷ μί­μνει κι­νεύ­με­νος οὐ­δέν. Στήν κα­θα­ρή φυ­σι­κή θε­ω­ρί­α τοῦ ὁ Παρ­με­νί­δης, βά­ζον­τας ἀρ­χές τοῦ κό­σμου τό φῶς καί τή νύχ­τα, συν­δέ­ε­ται τό­σο μέ τήν πυ­ρο­κρα­τι­κή κο­σμο­λο­γί­α τοῦ Ἡράκλειτου (φά­ος - φω­τι­ά) ὁ­σο καί μέ τίς φω­το­γο­νι­κές καί σκοτο­γο­νι­κές πα­ρα­στά­σεις τῶν ­Ὀρ­φι­κῶν (φά­ος - Φά­νης, κο­σμο­γο­νι­κός θε­ός, καί νύξ - Νύξ, κο­σμο­γο­νι­κή θε­ά).

Οἱ μα­θη­τές τοῦ Παρ­με­νί­δη, ὁ Ζή­νων ὁ Ἐ­λε­ά­της (πε­ρί­που 490 - 430) καί ὁ Μέ­λισ­σος ὁ Σά­μι­ος (ἀ­κμή πε­ρί­που 440), ὑ­πε­ρα­σπί­στη­καν τή θε­ω­ρί­α τοῦ δα­σκά­λου τους στήν ἐ­πι­μέ­ρους προ­βλη­μα­τι­κή της, ἀ­να­πτύσ­σον­τας κυ­ρί­ως τήν ἀρ­χέ­γο­νη συλ­λο­γι­στι­κή του, πού ἐ­πι­χει­ροῦ­σε νά κα­τα­δεί­ξει λο­γι­κά ἀ­δύ­να­τη τήν ἀρ­χή καί τό τέ­λος, τή γέ­νε­ση καί τό θά­να­το, τήν αὔ­ξη­ση καί τή φθο­ρά, τήν κί­νη­ση καί τή με­τα­βο­λή, τή δι­αι­ρε­τό­τη­τα καί τήν ἀ­συ­νέ­χει­α τοῦ Ὄντος. Ὁ Ζή­νων ἐ­πι­νό­η­σε γι’ αὐ­τό τό σκο­πό τήν ἔμ­με­ση ἀ­πό­δει­ξη, φα­νε­ρώ­νον­τας τά πα­ρά­δο­ξα σάν ἐ­πα­κό­λου­θά της ἐν­δε­χό­με­νης ἀ­πο­δο­χῆς τοῦ ὅ­τι τό Ὄν δέν εἶ­ναι ἕ­να, δέν εἶ­ναι ἀ­κί­νη­το κτλ. Αὐτή ὁ­μως ἡ ἐ­πέ­ξερ­γασί­α τοῦ παρ­με­νι­δι­κο­ῦ προ­βλη­μα­τι­σμοῦ ἐ­πέ­φε­ρε καί κά­ποι­α τρο­πο­ποί­η­ση τῆς ἔν­νοι­ας τοῦ Ὄντος, ὅ­πως αὐτή εἶ­χε δι­α­τυ­πω­θεῖ ἀ­πό τόν ἀρ­χη­γό της Ἐ­λε­α­τι­κῆς φι­λο­σο­φί­ας. Ἔτσι ὁ Ζή­νων μέ τήν ἐ­π’ ἄ­πει­ρον το­μήν πα­ρα­με­ρί­ζει τό οὐ­δέ δι­αι­ρε­τόν καί ὁ Μέ­λισ­σος, προ­σθέ­τον­τας στό Ὄν τά γνω­ρί­σμα­τα τοῦ ἄ­πει­ρου καί τοῦ ἀ­σώ­μα­του, ἐγ­κα­τα­λεί­πει τό τε­τε­λε­σμέ­νον ἑ­νός ἀ­παρ­τι­σμέ­νου καί συμ­με­τρι­κο­ϋ ὄγκου. Μέ τά πρό­σθε­τα γνω­ρί­σμα­τά του τό Ἐλεατικό Ὄν κα­ταν­τᾶ ἀ­κό­μα πι­ό ὑ­περ­βα­τι­κό.

Ἡ Ἐλεατική θε­ω­ρί­α προ­κά­λε­σε πολ­λα­πλές ἀν­τι­δρά­σεις σέ δι­α­φο­ρε­τι­κά πε­δί­α ἔ­ρευ­νας, πού ἀ­πό τό­τε ἀ­κρι­βῶς αὐ­το­νο­μή­θη­καν καί ἐ­ξε­λί­χθη­καν σέ εἰ­δι­κούς κλά­δους τῆς φι­λο­σο­φί­ας καί τῆς ἐ­πι­στή­μης: στό γνω­σι­ο­θε­ω­ρη­τι­κό καί τό λο­γι­κό, στό ὀν­το­λο­γι­κό καί τό με­τα­φυ­σι­κό, στό φυ­σι­κό καί τό μα­θη­μα­τι­κό. Ση­μει­ώ­σα­με ἡ­δη ὅτι μέ τόν Ἡράκλειτο ἄ­νοι­γε ὁ δρό­μος γι­ά νά με­λε­τη­θοῦν ἡ ταυ­τό­τη­τα καί ἡ ἑ­τε­ρό­τη­τα, ὁ χῶ­ρος καί ὁ χρό­νος, ἡ κί­νη­ση καί ἡ σχέ­ση, τό συ­νε­χές καί ἡ δι­αι­ρε­τό­τη­τα τῆς ὕ­λης. Ἡ Ἐλεατική θέ­ση, πέ­ρα ἀ­πό τήν ἀ­πο­δο­χή ἡ τήν ἄρ­νη­ση, πού θά μπο­ροῦ­σε νά προ­κα­λέ­σει μέ τόν ὑ­περ­βα­τι­σμό της, ἔ­φε­ρε στήν ἐ­πι­φά­νει­α ὅ­λα αὐ­τά τά εἰ­δι­κά προ­βλή­μα­τα, ὄ­ξυ­νε τή φύ­ση τους στό ἔ­πα­κρο καί ἔ­κα­νε ἐ­πι­τα­κτι­κή τή­να­ναγ­κη γι­ά ἀν­ταπό­κρι­ση σ’ αὐ­τά, ἄν ἡ ἑλ­λη­νι­κή σκέ­ψη, φυ­σι­ο­κρα­τι­κή ἡ ὑ­περ­βα­τι­κή, δέν ἡ­θε­λε νά ὑ­πο­χω­ρή­σει στό μύ­θο. Ὁ δι­ά­λο­γος πού ἀ­κο­λού­θη­σε, κο­ρύ­φω­σε τή σύγ­κρου­ση τοῦ δω­ρι­κοῦ μέ τό ἰ­ω­νι­κό πνε­ῦμα, καί ἡ γι­γαν­το­μα­χί­α πε­ρί τῆς οὐ­σί­ας δέν ἦ­ταν πα­ρά μι­ά φά­ση τοῦ ἐμ­φύ­λι­ου σπα­ραγ­μοῦ, πού πῆ­ρε τό Ὄνο­μα τοῦ Πε­λο­πον­νη­σι­α­κο­ῦ πο­λέ­μου.

Στό πε­δί­ο τῆς γνω­σι­ο­λο­γί­ας καί τῆς λο­γι­κῆς πρῶ­τος ἀ­πό τήν πλευ­ρά τῆς Σο­φι­στι­κῆς ἐγ­και­νι­ά­ζει τόν ἀν­τί­λο­γο στήν Ἐ­λε­α­τι­κή θε­ω­ρί­α ὁ Γορ­γί­ας (483 - 376). Αὐτός στό ἔρ­γο τοῦ Μέ­λισ­σου Περί φύ­σε­ως ἡ πε­ρί τοῦ ὅντος ἀ­παν­ταᾶ μέ τό ἔρ­γο του Πε­ρί τοῦ μή ὄντος ἤ πε­ρί φύσεωις, πού βέ­βαι­α ἀ­πευ­θύνε­ται ἄ­με­σα στόν Μέ­λισ­σο, ἀλ­λά ἔμ­με­σα ἀν­τι­με­τω­πί­ζει τήν Ἐ­λε­α­τι­κή φι­λο­σο­φί­α στό σύ­νο­λό της. Ὁ Γορ­γί­ας το­πο­θε­τεῖ κα­θε­μι­ά ἀ­πό τίς θέ­σεις τῆς Ἐλεατικῆς φι­λο­σο­φί­ας πά­νω στό τρι­α­δι­κό δυ­νη­τι­κό σχῆ­μα θέ­ση - ἄρ­ση - σύν­θε­ση καί, χρη­σι­μο­ποι­ών­τας τήν ἴδι­α συλ­λο­γι­στι­κή πού οἱ Ἐ­λε­ά­τες εἰση­γή­θη­καν, ἀν­τι­στρέ­φει τά ἐ­πι­χει­ρή­μα­τά τους καί κα­τα­λή­γει στό γε­νι­κό συμ­πέ­ρα­σμα ὅ­τι τό Ὄν οὔ­τε ὑ­πάρ­χει οὔ­τε νο­εῖ­ται οὔ­τε ἀ­να­κοι­νώ­νε­ται, γι­α­τί αὐτό πού ἀ­να­κοι­νώ­νο­με εἶ­ναι λό­γι­α, δέν εἶ­ναι τό ὄν.

Στό πε­δί­ο τῆς Φυ­σι­κῆς, πρίν ἀ­πό τή φυ­σι­ο­κρα­τι­κή ἑρ­μη­νεί­α τῆς Ἐλεατικῆς ὀν­το­λο­γί­ας ἀ­πό τους Ἀτομικούς, ἐκ­δη­λώ­θη­καν τά­σεις συγ­κε­ρα­σμο­ῦ τοῦ δω­ρι­κο­ῦ καί τοῦ ἰ­ω­νι­κο­ῦ πνεύ­μα­τος καί τά­σεις ἐμ­μο­νῆς στήν ὑ­λο­ζω­ιστι­κή ὀρ­θο­δο­ξί­α. Ἡ ἀ­κραί­α θέ­ση τοῦ Παρ­με­νί­δη, ὅτι ὁ φυ­σι­κός κό­σμος εἶ­ναι μό­νο βρο­τῶν δό­ξαι, δη­λα­δή οὔ­τε κάν, ἐ­πι­τέ­λους, ὄψις ἀ­δή­λων, μο­λο­νό­τι αἰ­τι­ο­λο­γη­μέ­νη ἀ­πό τήν ἀ­νε­πάρ­κει­α τῶν αἰ­σθή­σε­ων καί τό ἀ­νε­ξή­γη­το τοῦ με­τα­βο­λι­σμοῦ τῆς ἐμ­πει­ρι­κά καί λο­γι­κά δε­δο­μέ­νης οὐ­σί­ας, δέν εἶ­χε ἀ­πο­δο­χή σέ κα­μι­ά ἀ­πό τίς τά­σεις πού ἐκ­δη­λώ­θη­καν ὡς ἀν­τι­δρά­σεις, θε­τι­κές ἡ ἀρ­νη­τι­κές, στήν Ἐλεατική φι­λο­σο­φί­α, ἀ­κό­μα οὔτε στήν πι­ό ἀ­κραί­α πνευμα­το­κρα­τι­κή, τήν πλα­τω­νι­κή. Αὐτό ἀ­κρι­βῶς ἔ­κα­νε ἐ­πι­τα­κτι­κό­τε­ρη τήν ἀ­νάγ­κη νά ἐ­ξη­γη­θεῖ ἱ­κα­νο­ποι­η­τι­κά ὁ κό­σμος τοῦ γί­γνε­σθαι, ἀ­κρι­βέ­στε­ρα τό ἴδι­ο τό γί­γνε­σθαι, τά φυ­σι­κά μορ­φώ­μα­τα καί ἡ γε­νε­σι­ουρ­γός αἰ­τί­α τους, ἡ σύν­θε­ση καί ἡ δι­ά­λυ­ση, ἡ αὔ­ξη­ση καί ἡ φθο­ρά, ἡ κί­νη­ση καί κά­θε με­τα­βο­λή.

Ἀ­πό τόν δω­ρι­κό κό­σμο ὁ Ἐμ­πε­δο­κλής ὁ Ἀ­κρα­γαν­τί­νος (492 - 432), κο­σμο­λό­γος μέ ἔκ­φρα­ση φυ­σι­κή καί μυ­στι­κή, ἐ­πι­χει­ρεῖ πρῶ­τος ἕ­να συγ­κε­ρα­σμό, προ­ε­κτεί­νον­τας τόν κο­σμο­λο­γι­κό πλου­ρα­λι­σμό τοῦ Παρ­με­νί­δη καί στό ὀν­το­λο­γι­κό πε­δί­ο. Αὐτό τό ἐγ­χεί­ρη­μα, πού κρα­τι­έ­ται γε­ρά ἀ­πό τήν ἑ­δραι­ω­μέ­νη πλου­ρα­λι­στι­κή συ­νεί­δη­ση τῆς δη­μο­κρα­τι­κῆς ἐ­πο­χῆς τοῦ Ἐμ­πε­δο­κλῆ, ἔ­χει κα­τα­λυ­τι­κές συ­νέ­πει­ες καί γι­ά τά δυ­ό ἀν­τί­πα­λα στρα­τό­πε­δα καί ἐ­πι­φέ­ρει ἀ­με­τά­κλη­τα καί γε­νι­κά καί γι­ά τά δυ­ό, καί στό πε­δί­ο τῆς Φυ­σι­κῆς καί στό πε­δί­ο τῆς ­Ὀν­το­λο­γί­ας, τήν ὁ­ρι­στι­κή ἔκ­πτω­ση τοῦ μο­νι­σμοῦ, πού εἶ­χε τό πρό­τυ­πό του στό ἀ­πο­λυ­ταρ­χι­κό πα­ρελ­θόν. Γι­ά τόν Ἐμ­πε­δο­κλῆ τό σύμ­παν συν­τί­θε­ται καί ἀ­πο­συν­τί­θε­ται ἀ­πό τέσ­σε­ρις, αἰ­ώ­νι­ες καί ἀ­με­τά­βλητες, οὐ­σί­ες, πού τίς κα­τευ­θύ­νουν δυ­ό ἀ­κα­τά­λυ­τες δυ­νά­μεις: οἱ οὐ­σί­ες εἶ­ναι τό Νε­ρό, ὁ Ἀέρας, ἡ Γῆ, ἡ Φω­τι­ά· οἱ δυ­νά­μεις εἶ­ναι ἡ Ἀγάπη καί τό Μί­σος, ἡ ἕλ­ξη καί ἡ ἀ­πώ­θη­ση, θά λέ­γα­με σή­με­ρα. Εὐ­δι­ά­κρι­τα ἐ­δῶ τό Νε­ρό τοῦ Θα­λῆ, ὁ Ἀέρας τοῦ Ἀ­να­ξι­μέ­νη, ἡ Γῆ τοῦ Ξε­νο­φά­νη, ἡ Φω­τι­ά τοῦ Ἡ­ρά­κλει­του. Ἡ Ἀγάπη καί τό Μί­σος βγαί­νουν ἀ­πό τό συμ­φε­ρό­με­νον δι­α­φε­ρό­με­νον ἡ τόν πό­λε­μο καί τήν εἰ­ρή­νη τοῦ Ἡ­ρά­κλει­του. Τό σύμ­παν τοῦ Ἐμπεδοκλῆ εἶ­ναι ἀ­κί­νη­το στό σύ­νο­λό του, κα­τά τό ἐ­λε­α­τι­κό πρό­τυ­πο, καί κι­νού­με­νο στά μέ­ρη του, κα­τά τό ἡ­ρα­κλει­τι­κό πρό­τυ­πο. Ἡ θέ­ση τοῦ Ἐμπεδοκλῆ ἀ­κί­νη­τοι κα­τά κύ­κλον, 17, 14, εἶ­χε ἔ­ρει­σμα στό ἀ­ξί­ω­μα τοῦ Ἡ­ρά­κλει­του, 34, ξυ­νόν ἀρ­χή καί πέ­ρας ἐ­πί κύ­κλου, ἀ­ξί­ω­μα πού εἶ­χε γί­νει δε­κτό, χω­ρίς ἐ­πι­φύ­λα­ξη, καί ἀ­πό τόν Ἀλ­κμαί­ω­να, 2 καί ἀ­πό τόν Παρ­με­νί­δη, 5. Θε­σπί­ζον­τας ὁ Ἐμ­πε­δο­κλής οὐ­σί­ες καί δυ­νά­μεις, χώ­ρι­σε τό φυ­σι­κό στοι­χεῖ­ο ἀ­πό τήν κί­νη­ση καί ἔτ­σι πα­ρερ­μή­νευ­σε τήν ὑ­λο­ζω­ι­στι­κή οὐ­σί­α, πού ἦ­ταν ἀ­εί­ζω­ον, ὕ­λη καί ἐ­νέρ­γει­α μα­ζί. Μέ προ­η­γού­με­να τά ἀν­τι­θε­τι­κά ζεύ­γη τῶν Πυ­θα­γο­ρεί­ων ἀ­πό τή μι­ά, τό εἶ­ναι καί φαί­νε­σθ­αι τῶν Ἐ­λε­α­τῶν ἀ­πό τήν ἄλ­λη, ὁ Ἐμπεδοκλής, προσ­δι­ο­ρι­σμέ­νος ἀ­πό τή δαι­μο­νο­κρα­τί­α, εἰ­δι­κά τοῦ ὀρ­φι­κοπυ­θα­γο­ρι­κοῦ κύ­κλου, ἐ­πι­νο­εῖ τήν ἐ­πέμ­βα­ση τῆς ἐ­νέρ­γει­ας πά­νω στήν ὕλη μέ πρό­τυ­πο τό σῶ­μα τό κα­τε­χό­με­νο καί κα­τευ­θυ­νό­με­νο ἀ­πό τό δαί­μο­να. Αὐτό ἄ­νοι­ξε τό δρό­μο σέ κά­θε ἰ­δε­ο­κρα­τι­κή θε­ω­ρί­α ὡς τίς μέ­ρες μας. Ὕ­στε­ρα ἀ­πό τήν πρώ­τη “αὐ­θαι­ρε­σί­α” εἰς βά­ρος τῆ­ς ­Ἰ­ω­νι­κῆς φυ­σι­κῆς, ἀ­πό τόν Παρ­με­νί­δη, ἡ δεύ­τε­ρη ἀ­πό τόν Ἐμ­πε­δο­κλῆ: ὁ Παρ­με­νί­δης, πα­ρερ­μη­νεύ­ον­τας τήν ἡ­ρα­κλει­τι­κη δι­ά­κρι­ση μέ­ρους καί ὅ­λου, δι­έ­σπα­σε τήν ἑ­νι­αί­α ὕ­λο­ζω­ι­στι­κη οὐ­σί­α σέ Ὄν καί φαι­νό­με­να· ὁ Ἐμπεδοκλής, προ­σπα­θών­τας νά γε­φυ­ρώ­σει τό χά­σμα ἀ­νά­με­σα στό Ὄν καί στά φαι­νό­με­να, δι­έ­σπα­σε γι­ά δεύ­τε­ρη φο­ρά τήν ὑ­λο­ζω­ι­στι­κή οὐ­σί­α σέ ὕ­λη καί ἐ­νέρ­γει­α. Ἀλλά τό νε­κρό φυ­σι­κό στοι­χεῖ­ο ἦ­ταν κα­θα­ρή ἐ­πι­νό­η­ση, ἔ­στω καί δι­και­ο­λογ­ημ­έ­νη ἀ­πό τήν ἀ­δυ­να­μί­α νά ἐ­ξη­γη­θεῖ ὁ με­τα­βο­λι­σμός τῆς οὐ­σί­ας· κι αὐτό γι­α­τί κα­νείς, ἀ­πό­λυ­τα κα­νείς, ὄχι μό­νο ὑ­λο­ζω­ι­στής ἀλ­λά καί ποι­η­τής θε­ο­γο­νί­ας, δέν εἶ­χε πο­τέ φαν­τα­στεῖ φυ­σι­κό σῶ­μα στε­ρη­μέ­νο ἀ­πό ἐ­νέρ­γει­α ἡ ἐ­νέρ­γει­α ἔ­ξω ἀ­πό φυ­σι­κό σῶ­μα, ἀ­φοῦ καί οἱ θε­οί ἦ­ταν σω­μα­τι­κοί!

Ἀ­πό τόν ἰ­ω­νι­κό κό­σμο ὁ Ἀ­να­ξα­γό­ρας ὁ Κλα­ζο­μέ­νι­ος (πε­ρί­που 500-428), προ­σπα­θών­τας νά ἐ­πι­τύ­χει τό συγ­κε­ρα­σμό τῆς Φυ­σι­κῆς μέ τήν ­Ὀν­το­λο­γί­α, σκέφ­τη­κε ὄ­χι πο­λύ δι­α­φο­ρε­τι­κά ἀ­πό τόν Ἐμ­πε­δο­κλῆ. Ἔχοντας προ­η­γού­με­να τήν ἔν­νοι­α τοῦ Ξε­νο­φά­νη γι­ά τό θε­ό, πού νό­ου φρε­νί πάν­τα κρα­δαί­νει, 21, τήν γνώ­μην τοῦ Ἡράκλειτου, 85, ὁτέ­η ἐ­κυ­βέρ­νη­σε πάν­τα δι­ά πάν­των καί τήν ἱ­ε­ρήν φρῆ­να τοῦ Ἐμπεδοκλῆ, 134, 4, ὁ Ἀναξαγόρας ὑ­πέ­θε­σε ὡς αἴ­τι­ο γι­ά τήν κί­νη­ση τό Νο­ῦ, οὐ­σί­α ἐν­τε­λῶς ξε­χω­ρι­στή ἀ­πό τά συ­στα­τι­κά της ὕλης, πού εἶ­ναι ὁ­μοῦ πάν­τα. Ἔτ­σι ὅ­μως ὁ Ἀναξαγόρας ἔ­δω­σε συ­νέ­χει­α στή δι­ά­σπα­ση τῆς οὐ­σί­ας σέ ὕλη καί ἐ­νέρ­γει­α

Ἐπιστροφή στόν ὀρ­θό­δο­ξο ὑ­λο­ζω­ι­σμό δι­δά­σκει ὁ Δι­ο­γέ­νης ὁ Ἀ­πολ­λωνι­ά­της, ἀ­να­τρέ­χον­τας στόν Ἀ­να­ξι­μέ­νη καί ἀ­να­νε­ώ­νον­τας τή θε­ω­ρί­α τοῦ Ἀέρα: Καί μοί δο­κεῖ τό τήν νό­η­σιν ἔ­χον εἶ­ναι ὁ ἀ­ήρ κα­λού­με­νος ὑ­πό τῶν ἀν­θρώ­πων, καί ὑ­πό τοῦ­τον πάν­τα καί κυβερ­νᾶ­σθαι καί πάν­των κρα­τεῖν αὐτό γάρ μοί τοῦ­το θε­ός δο­κεῖ εἶ­ναι καί ἐ­πί πᾶν ἀ­φῖ­χθαι καί πάν­τα δι­α­τι­θέναι καί ἐν παν­τί ἐ­νεῖ­ναι, 5. Ἡ θε­ω­ρί­α τοῦ Ἀέρα, ὅ­πως εἶ­ναι δι­α­τυ­πω­μέ­νη ἀ­πό τόν Δι­ο­γέ­νη, ἄν καί ἔ­χει ἐ­νι­σχύ­σει τήν ἀ­να­ξι­με­νι­κή ἔν­νοι­α μέ γνω­ρί­σμα­τα ξε­νο­φα­νι­κά, ἡ­ρα­κλει­τι­κα, ἐ­λε­α­τι­κά καί ἀ­να­ξα­γο­ρι­κά, προ­δί­δει ὁ­πισθο­δρό­μη­ση στίς πι­ό ἁ­πλο­ϊ­κές συλ­λή­ψεις, πού κά­τω ἀ­πό τή νέ­α προ­βλη­μα­τι­κή φαί­νον­ται σχε­δόν μυ­θι­κές καί φα­νε­ρώ­νουν τό μά­ται­ό της ἐμ­μο­νῆς στόν ὑ­λο­ζω­ι­σμό. Ὅ­μως ἡ θέ­ση τοῦ Δι­ο­γέ­νη πε­ρι­έ­χει τοῦ­το τό θε­με­λι­α­κά αὐ­θεν­τι­κό γι­ά τήν ἱ­στο­ρι­κή δι­καί­ω­ση τοῦ ὑ­λο­ζω­ι­σμο­ῦ: ἀρ­νεῖϊ­ται σάν αὐ­θαι­ρε­σί­α τή δι­ά­σπα­ση τῆς ὑ­λο­ζω­ι­στι­κῆς οὐ­σί­ας σέ ὕλη καί ἐ­νέρ­γει­α.

Στό πε­δί­ο τῆς Φυ­σι­κῆς οἱ Ἀτομικοί ἀ­νέ­λα­βαν τόν πραγ­μα­τι­κό ἀν­τί­λο­γο μέ τήν Ἐλεατική ὀν­το­λο­γί­α, ὅ­πως στό πε­δί­ο τῆς γνω­σι­ο­θε­ω­ρί­ας καί τῆς λο­γι­κῆς τόν εἶ­χαν ἀ­να­λά­βει οἱ Σο­φι­στές. Οἱ Ἀτομικοί εἶ­δαν ἔγ­και­ρα ὁ­τι ἀ­πό τή δι­α­μά­χη τῆς Ἐλεατικῆς ὀν­το­λο­γί­ας μέ τήν Ἰωνική φυ­σι­κή εἶ­χαν βγεῖ στήν ἐ­πι­φά­νει­α γνή­σι­α καί κεν­τρι­κά προ­βλή­μα­τα οὐ­σί­ας, πού δέν μπο­ροῦ­σε νά τά ἐ­πι­λύ­σει πι­ά ἡ ρο­μαν­τι­κή ἐμ­μο­νή στόν ὑ­λο­ζω­ι­σμό. Ἔτ­σι οἱ Ἀτομικοί μα­θή­τε­ψαν στούς Ἐ­λε­ά­τες καί ἔ­μα­θαν νά τούς ἀν­τι­με­τω­πί­ζουν μέ ὅ­πλα ἐ­λε­α­τι­κά. Ὁ Λεύ­κιπ­πος (ἀ­κμή πε­ρί­που 430) καί ὁ Δη­μο­κρι­τος (πε­ρί­που 460-370), δά­σκα­λος καί μα­θη­τής, φί­λοι καί συ­νερ­γά­τες, δέχ­τη­καν τό ἐ­λε­α­τι­κό δόγ­μα ὅ­τι τό Ὄν εἶ­ναι ἀ­γέν­νη­το καί ἄ­φθαρ­το, θέ­ση πού, ἐ­πι­τέ­λους, εἶ­χε τήν κα­τα­γω­γή της στό ἡ­ρα­κλει­τι­κο ἦν ἀ­εί καί ἔ­στιν καί ἔ­σται, 51· δέν δέχ­τη­καν ὅ­μως ὅ­τι τό Ὄν εἶ­ναι καί ἀ­κί­νη­το καί ἀ­δι­αί­ρε­το. Οἱ Ἐ­λε­ά­τες εἶ­χαν ἀρ­νη­θεῖ τή δυ­να­τό­τη­τα νά κι­νεῖ­ται καί νά δι­αι­ρεῖ­ται τό Ὄν, ἐ­πει­δή γι­’­αὐ­τούς ἐ­κτός ἀ­πό τό Ὄν δέν ὑ­πῆρ­χε τί­πο­τ’ ἄλ­λο. Οἱ Ἀ­το­μι­κοί πα­ρα­τή­ρη­σαν ὁ­τι μέ αὐτό τόν τρό­πο οἱ Ἐ­λε­ά­τες εἶ­χαν ἀρ­νη­θεῖ καί τήν ὕ­παρ­ξη τοῦ κε­νο­ῦ, πού τό ταύ­τι­ζαν μέ τό μή ὄν. Ἀλλά τό κε­νόν, τό μή ὄν, ἀ­πέ­ναν­τι στό πλῆ­ρες, στό ὄν, μπο­ρε­ῖ νά τό λέ­με μή ὄν, εἶ­ναι ὅμως τό­σο πραγ­μα­τι­κό ὅσο καί τό ὄν. Μέ ἄλ­λα λό­γι­α ἡ ὕ­παρ­ξη τοῦ κε­νοῦ χώ­ρου ἔ­πρε­πε νά θε­ω­ρεῖ­ται τό­σο βέ­βαι­η δσό καί ἡ ὕ­παρ­ξη τοῦ ὄντος. Αὐτό ἦ­ταν τό πρῶ­το βῆ­μα γι­ά φυ­σι­ο­κρα­τι­κή ἑρ­μη­νεί­α τῆς Ἐ­λε­α­τι­κῆς θε­ω­ρί­ας. Στή συ­νέ­χει­α οἱ Ἀτομικοί ἀν­τι­με­τώ­πι­σαν τή θέ­ση τοῦ Ζή­νω­να γι­ά τήν ἐ­π’ ἄ­πει­ρον το­μήν καί ἔφ­τα­σαν στήν ἔν­νοι­α τοῦ Ἀτόμου, δη­λα­δή τοῦ ἄ­τμη­του μο­ρί­ου ὕ­λης. Ὕ­στε­ρα ἀ­πό αὐ­τά οἱ Ἀτομικοί δέν δυ­σκο­λεύ­τη­καν νά ἀ­πο­δώ­σουν στό ἄ­το­μο τά γνω­ρί­σμα­τα πού ὁ Παρ­με­νί­δης εἶ­χε δώ­σει στό ὄν: ἀ­γέν­νη­το, ἀ­κα­τά­λυ­το, ἀ­με­τά­βλη­το, ἁ­πλό καί μέ ὁ­ρι­σμέ­να ὅρι­α. Αὐτό ὁ­μως σή­μαι­νε ὅτι τό ἄ­το­μο εἶ­χε μό­νο ὄγκο, ὄχι ἄλ­λη ἰ­δι­ό­τη­τα. Ἔτ­σι, μέ βά­ση τήν Ἐλεατική ὀν­το­λο­γί­α, οἱ Ἀτομικοί ἔφ­τα­σαν στήν ἔν­νοι­α τῆς ἀ­ποί­ου ὕλης καί ἐ­ξή­γη­σαν τίς ποι­ό­τη­τες ἀ­πό τούς τρό­πους συμ­πλο­κῆς τῶν ἀ­τό­μων κα­τά τή σύν­θε­ση τῶν σω­μά­των. Ἡ θε­τι­κι­στι­κή ἑρ­μη­νεί­α τῆς ἐ­λε­α­τι­κῆς ὀν­το­λο­γί­ας εἶ­χε συμ­πλη­ρω­θεῖ.

Ἡ Ἐλεατική φι­λο­σο­φί­α εἶ­χε ἀν­τα­πο­κρι­θεῖ ἀ­πό ἱ­στο­ρι­κή ἄ­πο­ψη ἔγ­και­ρα στήν ἀ­νάγ­κη νά ἐ­ξη­γη­θε­ῖ τό γί­γνε­σθαι, σέ ἀ­να­φο­ρά πρός τό εἶ­ναι. Μέ τήν προ­σπά­θει­ά της νά κα­τα­νο­ή­σει αὐτή τή σχέ­ση, ἔ­φε­ρε στήν ἐ­πι­φά­νει­α καί ἐγ­και­νί­α­σε ἡ ἴ­δι­α πλῆ­θος γνή­σι­α προ­βλή­μα­τα τῆς Φυ­σι­κῆς. Θέ­λον­τας ὅμως νά δώ­σει κά­ποι­α ἱ­κα­νο­ποι­η­τι­κή ἀ­πάν­τη­ση στό ἐμ­πει­ρι­κά ἀ­πρό­σι­το θέ­μα τοῦ με­τα­βο­λι­σμοῦ τῆς οὐ­σί­ας, χώ­ρι­σε τόν ἑ­νι­αῖ­ο κό­σμο σέ πραγ­μα­τι­κό καί φαι­νο­με­νι­κό. Ἔτ­σι εὐ­θύ­νε­ται ἱ­στο­ρι­κά γι­ά τή δι­ά­σπα­ση τῆς ὑ­λο­ζω­ι­στι­κης οὐ­σί­ας σέ ὕ­λη καί ἐ­νέρ­γει­α καί, στήν προ­έ­κτα­ση, γι­ά τή γέ­νε­ση τῆς πνευ­μα­το­κρα­τί­ας καί τοῦ ὑ­λι­σμο­ῦ. Μέ τή θε­τι­κι­στι­κή ἑρ­μη­νεί­α τῆς Ἐ­λε­α­τι­κῆς δι­δα­σκα­λί­ας ἀ­πό τούς Ἀτομικούς, τό χά­σμα ἀ­νά­με­σα στήν πνευ­μα­το­κρα­τί­α καί τόν ὑ­λι­σμό ἡ ἀ­νά­με­σα στόν ὑ­περ­βα­τι­σμό καί τή φυ­σι­ο­κρα­τί­α ἔ­γι­νε ὁ­ρι­στι­κά ἀ­γε­φύ­ρω­το καί ξε­πέ­ρα­σε τά ὅρι­α τῆς Προ­σω­κρα­τι­κῆς φι­λο­σο­φί­ας. Ὁ “ἐ­θνι­κός δι­χα­σμός” μπῆ­κε σέ νέ­α φά­ση στήν Ἀττική φι­λο­σο­φί­α, ὅταν οἱ Ἐ­λε­ά­τες πο­λι­το­γρα­φή­θη­καν στό κρά­τος τῶν ἰ­δε­ῶν καί ὁ ἀρ­χη­γός τους ἔ­γι­νε γι­ά τόν Πλά­τω­να ὁ πα­τήρ ἠ­μῶν Παρ­με­νί­δης καί ὁ Παρ­με­νί­δης ὁ μέ­γας.



 Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην περιοδική έκδοση
του Κέντρου Φιλοσοφικών Ερευνών
"ΔΕΥΚΑΛΙΩΝ" (τεύχος 33/34)

πηγή: ekivolos.gr