Όπως εξηγεί ο Πρόκλος, στο «Σχόλια στον Κρατύλο του Πλάτωνος εκλογαί χρήσιμοι, 129. 1 – 16«, η ύπαρξη των ανώτερών μας γενών είναι τριπλή: νοητική, λογική και φανταστική, και στην νοητική αναλογεί το Χρυσό Γένος. Πράγματι, οι Έλληνες θεολόγοι λένε ότι ο χρυσός έχει αποδοθεί στον πρωταρχικό από τους Κόσμους, τον «εμπύριο και νοητικό». Το Αργυρό Γένος αναλογεί στη λογική ύπαρξη, αφού ο άργυρος αναλογεί στον ενδιάμεσο και αιθέριο Κόσμο. Το δε Χάλκινο Γένος, τέλος, αναλογεί στην άλογη και φανταστική ύπαρξη, διότι και η φανταστική εντύπωση είναι νους που μορφοποιεί, όχι όμως καθαρός, όπως ακριβώς και ο χαλκός που δίνει την εντύπωση πως έχει το χρώμα του χρυσού, περιέχει όμως άφθονο το γήινο στοιχείο, παρόμοιο και συγγενικό προς τα στερεά και αισθητά. Εξ ου και αναλογεί προς τον «πολύχαλκο ουρανό» και τον «χάλκινο»», πού είναι ο αισθητός Κόσμος, το σώμα του για την ακρίβεια, του οποίου και ο άμεσος δημιουργός παραδίδεται ότι τον χαλκεύει, είναι δηλ. ο Ήφαιστος. Τούτα λοιπόν είναι τα τρία γένη των «κατά θέση δαιμόνων», στα οποία αναλογούν το χρυσό, το αργυρό και το χάλκινο γένος . Το τέταρτο τώρα γένος, το ηρωικό, σε σχέση με αυτά που υπάρχουν στα τρία προαναφερθέντα γένη, από άλλα είναι υποδεέστερο και από άλλα ανώτερο. Στ’ αλήθεια, το ηρωικό γένος εφάπτεται της πράξεως, και αν ακόμα έχει εκπέσει από την πρόνοια των κατωτέρων και την ανέπαφη ζωή, έχει χαρακτήρα μεγαλουργό και δείχνει τη μεγαλοπρέπεια της αρετής της. Το πέμπτο, το ανθρώπινο γένος με τα πολλά πάθη, που παριστάνεται με το «πολυκάματο» και μαύρο σίδερο λόγω της υλικής και της σκοτεινιάς της ζωής, εκδηλώνει τις πράξεις του ελλειμματικές, διεφθαρμένες και άλογες.
Άλλωστε όπως λέγει ο Πορφύριος, στο «Αφορμές προς νοητά, 29», η ψυχή ανάλογα με το πως διατίθεται, βρίσκει ένα σώμα κατάλληλο, προσδιορισμένο κατά την τάξη και τους τόπους. Εξ ου και όταν είναι διατεθειμένη με τρόπο καθαρό, έχει ένα σύμφυτο σώμα το οποίο πλησιάζει το άυλο, που είναι το αιθέριο σώμα, όταν όμως προχωρήσει από τον Λόγο (λογική) προς τις ενέργειες της φαντασίας, τότε το σύμφυτο σώμα είναι ηλιοειδές (υλικό και σωματικό). Όταν εκθηλύνεται περισσότερο και εξεγείρεται έντονα από την σωματική μορφή, τότε αποκτά το σεληνοειδές σώμα (υλικό και αισθητό), ενώ όταν πέσει στα σώματα συσταθεί απο υγρές αναθυμιάσεις (=η σκουρία του «σιδερένιου γένους»), στην περίπτωση αυτή ακολουθεί η πλήρης άγνοια του Όντος, το σκοτάδι και η νηπιότητα.
Πιο αναλυτικά ο Πρόκλος, στο «Εις τας Πλάτωνος Πολιτείας Υπόμνημα, βιβλίο Β’ [συνέχεια], 74.26 – 77.19», μας λέγει ότι ο θεολόγος Ορφέας διδάσκει ότι υπάρχουν τρία γένη ανθρώπων. Πρωταρχικότερο όλων το Χρυσό, το οποίο, λέει, το δημιούργησε ο Φάνης. Δεύτερο το Αργυρό, του οποίου ηγήθηκε ο μέγιστος Κρόνος. Τρίτο το Τιτανικό, για το οποίο λέει ότι το δημιούργησε ο Ζεύς από τα μέλη των Τιτάνων. Ο Ορφέας εν ολίγοις λέει ότι μέσα στους τρείς τούτους όρους περιέχεται κάθε είδος της ανθρώπινης ζωής. Ή δηλαδή είναι νοητικό και θεϊκό, εγκαθιδρυμένο ακριβώς στο κορυφαίο των όντων, ή στρέφεται προς τον εαυτό του και νοεί τον εαυτό του και αρέσκεται στην τέτοιου είδους ζωή, ή στρέφει το βλέμμα του προς τα χειρότερα και θέλει να ζει μαζί με εκείνα, τα οποία δεν διαθέτουν λογική, με τα άλογα όντα.
Καθώς λοιπόν η ανθρώπινη ζωή έχει τρία είδη, το πρωταρχικότερο όλων προέρχεται από τον Φάνη, ο οποίος συναρτά προς τα νοητά κάθε νοητικό υποκείμενο, άλλωστε αυτό που βρίσκεται πριν από τα νοητά είναι θεός, και τα πρώτα νοητά είναι θεοί και ενάδες, και επειδή το νοητό έχει ουσία, και οι πρώτοι νόες είναι ουσίες, και επειδή ο νους παντού από τη φύση του είναι νοητικός, οι πρώτες ψυχές είναι νοητικές. Το δεύτερο είδος προέρχεται από τον Κρόνο τον πρώτο, τον παλαιό, όπως λέει ο μύθος, τον «αγκυλομήτη», δηλ. «αυτόν με τις στρεψίβουλες σκέψεις», αυτός ο οποίος κάνει τα πάντα να στρέφονται προς τον εαυτό τους, ενώ το τρίτο από τον Δία, ο οποίος διδάσκει την πρόνοια για τα δεύτερα και την οργάνωση των κατώτερων Κόσμων: αυτό πράγματι άλλωστε είναι το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του δημιουργού.
Ο Ησίοδος από πλευράς του δεν δημιουργεί τρία μόνο γένη, αλλά πρώτο το χρυσό, έπειτα το αργυρό, στη συνέχεια το χάλκινο, μετά κάποιο ηρωικό γένος κι ύστερα το σιδερένιο, προχωρώντας τον χωρισμό σε πιο πολλά είδη ζωής. Το χρυσό λοιπόν δηλώνει και για τον Ησίοδο κάποια μορφή νοητικής ζωής, άυλης και αγνής, σύμβολο της οποίας είναι το χρυσάφι που δεν σκουριάζει. Για τον λόγο αυτό μετακινεί το γένος αυτό στη σειρά των «κατά θέση δαιμόνων» (όχι των κατ’ ουσία Δαιμόνων!), η οποία προνοεί, φρουρεί και απομακρύνει τα κακά από το γένος των ανθρώπων, μετά τον κύκλο της γένεσης. Ευρισκόμενο μάλιστα αυτό το γένος στην περιοχή της γένεσης ανατρέφεται, λέει, και τελειοποιείται από τους πατέρες για εκατό χρόνια. Γράφει ένα μύθο που συνδέεται με τις Μούσες και δείχνει ότι σύμφωνα με τον κατ’ ενέργεια νου από τους πατέρες, και χωρισμένο από την ανθρώπινη πολυπραγμοσύνη ζει μια ζωή αποκαταστατική. Και όπως και στον Πλάτωνα έτσι και στον Ησίοδο δηλώνει τον κύκλο της ταυτότητας [=κύκλος του Ταύτου – ουράνιος ισημερινός] και της ομοιότητας και του νοητικού είδους ζωής. Το επόμενο από αυτό το γένος, το αργυρό, προχωρεί από την σύμφωνα με τον νου ενέργεια στην μεικτή από νου και Λόγο ενέργεια. Αναγνωριστικό του σύμβολο είναι ο άργυρος, που διαθέτει, αφενός, ως ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του τη λαμπρότητα της σύμφωνης με τον Λόγο ζωής και τη φωτεινότητα όπως και το ότι μερικές φορές προσβάλλεται από τη σκουριά και τη σήψη, αλλά που, αφετέρου, έχει και κάτι πέρα από τα παραπάνω, το ότι όταν το βάλεις μαζί με το χρυσάφι παίρνει τη λάμψη του χωρίς να εκδηλώνει καμίαν αντίθεση προς αυτό. Έτσι είναι άλλωστε και ο Λόγος της ψυχής, μολονότι μερικές φορές πληρούται από την ύλη και από την υλική ακαθαρσία. Αλλά επίσης καταυγάζεται και φωτίζεται από τον νου, και, αφού φωτιστεί, εκδηλώνει μια μόνο και κοινή με αυτόν ενέργεια, «θεώμενος τα όντα» «με την νόηση συνοδευόμενη από τον Λόγο», όπως λέγει ο Πλάτωνας στον «Τίμαιο, 28.a» και στον «Φαίδρο, 247.e» αντίστοιχα.
Το χάλκινο γένος, εξάλλου, το τρίτο, σταθεροποιεί το οικείο του είδους ζωής ακριβώς στη σύμφωνη με τον Λόγο ενέργεια και μόνο, την οποία δηλώνει συμβολικά ο χαλκός, κατά τον ποιητή, ο οποίος λέγει ότι εκείνοι που τοποθετήθηκαν στο γένος τούτο από τον Δία πραγματοποιούν όλες τις τεχνικές τους δραστηριότητες και όλες τις πολεμικές τους ενέργειες χρησιμοποιώντας τον χαλκό. Ένας λόγος λοιπόν άυλος, που υπάρχει ως καθαρό φώς και είναι απαλλαγμένος από τη σκοτεινή ύλη, που έχει μάλιστα και ο ίδιος κάποια ομοιότητα με τον Νου λόγω της επιστροφής προς τον εαυτό του, όπως έχει κάνει και ο χαλκός με το χρυσάφι, προσδιορίζοντας τη ζωή τούτων. Και επειδή ο χαλκός είναι αυτός που κατεξοχήν παράγει ήχο και μιμείται τον ζωτικό συριγμό της ψυχής, είναι αυτός που ταιριάζει στο ενδιάμεσο είδος της ζωής, το σύμφωνο με τον Λόγο. Το γένος των ημιθέων, που είναι το τέταρτο στην σειρά, στρέφει τον Λόγο συνολικά προς την κατ’ ενέργεια [πρακτική] ζωή, ενώ λαμβάνει επίσης λόγω του πάθους, και κάποια άλογη κίνηση και ορμή κατά τις πράξεις, επιδιδόμενο έτσι σε αυτές με περισσότερη προθυμία. Για αυτό επομένως και ο ποιητής δεν παραχώρησε στο γένος τούτο κάποιο ιδιαίτερο μέταλλο με τη σκέψη ότι έχει τους χαρακτήρες του πριν και του μετά από αυτό γένους, όντας πραγματικά γένος ημιθέων, διότι με τον Λόγο, στον οποίο έλαχε θεϊκή ουσία, συνέμειξε την θνητή ζωή του πάθους. Τη μεγαλοπρέπεια και την επιτυχία που έχει το γένος τούτο στα έργα του την προσφέρει ο Λόγος, ενώ την ενεργητική ή παθητική δράση μέσω της ταύτισης ή της αντίθεσης των αισθημάτων του την προσδίδει το πάθος στη συνύφανση του με τον Λόγο. Το σιδερένιο γένος, το πέμπτο στην σειρά, είναι πραγματικά τελευταίο και χθόνιο, γεμάτο πάθη καθώς είναι παραπλήσιο με το σίδερο: ανθεκτικό, σκληρό και γεώδες, μαύρο και σκοτεινό. Τέτοια είναι άλλωστε και η φύση των παθών, ανεπίδεκτη νουθεσίας και αλύγιστη από τον Λόγο, και επίσης βαριά και αμέτοχη τρόπο τινά στον Λόγο, ο οποίος είναι φώς. Πραγματικά, εικόνα όλων τούτων είναι το σίδερο, με το οποίο ο ποιητής απεικόνισε το 5ο γένος. Δικαιολογημένα λοιπόν αυτό είναι το τελευταίο και λιγότερο τιμώμενο, μέσα στα πάθη καθώς κυλιέται, με τον κίνδυνο να εκπέσει στην εντελώς θηριώδη και δίχως λογικό ζωή, έχοντας πάνω του αμυδρό και θαμπό το φως του Λόγου, όμοια και το σίδερο έχει μιαν αμυδρή ομοιότητα στην απόχρωση του με τον άργυρο, ενώ στο μεγαλύτερο μέρος του είναι μαύρο. Και το παθητικό στοιχείο άλλωστε έχει μια δύναμη φαντασίας η οποία τείνει να μιμηθεί τον Νου και τον Λόγο, αλλά δεν μπορεί επειδή εκδηλώνει την ενέργεια της μαζί με την ύλη.
Κυρίως Θέμα
[…] Πρώτο έπλασαν το χρυσό γένος των μερόπων ανθρώπων οι αθάνατοι που κατοικούνε στου Ολύμπου δώματα. Αυτοί (οι άνθρωποι) υπήρχαν τον καιρό του Κρόνου, όταν βασίλευε στον ουρανό. Ζούσαν σαν θεοί, μη έχοντας καμία έγνοια στο μυαλό τους και μακριά και έξω από κόπους και βάσανα. Ούτε υπήρχαν τα γερατειά που εμείς τα τρέμουμε, και έχοντας πάντα νεανικά τα χέρια και τα πόδια τέρπονταν με συμπόσια, μακριά από κάθε κακό. Και πέθαιναν σαν να τους έπαιρνε ο ύπνος. Και είχαν όλα τα καλά. Η ζωοδότρα γη ανάδινε μονάχη της πολύ και άφθονο καρπό. Και εκείνοι ευχαριστημένοι, ζούσαν ξεκούραστοι από τα κτήματα τους ανάμεσα σε πολλά καλά, [πλούσιοι σε πρόβατα και φίλοι των μάκαρων θεών]. Λοιπόν, από τον καιρό που σκέπασε πια η γαία αυτό το γένος, τούτοι έγινα με την θέληση του μεγάλου Διός Δαίμονες, εσθλοί, επιχθόνιοι, φύλακες των θνητών ανθρώπων [και τούτοι παρακολουθούν τις δίκες και τα εγκλήματα, αεροντυμένοι περιέρχονται επί Αίαν], και χαρίζουνε πλούτη. Αυτό το βασιλικό προνόμιο πήρανε.
Ύστερα πάλι δεύτερο γένος, πολύ κατώτερο, ασημένιο έπλασαν αυτοί που κατοικούν στου Ολύμπου τα δώματα, που δεν ήταν όμοιο με το χρυσό ούτε στου κορμιού ούτε στου νου τη δύναμη. Παρά εκατό έτη μεγάλωνε το παιδί, παίζοντας στον οίκο του δίπλα στην στοργική μητέρα του, όλως διόλου νήπιο. Μα όταν ερχόταν ο καιρός να γίνουν παλληκάρια και έπαιρναν τα σημάδια της ήβης, πολύ λίγο καιρό ζούσαν, αφού τραβούσαν βάσανα από την αμυαλιά τους. Γιατί δεν μπορούσαν να κρατούν μακριά ο ένας από τον άλλον την ανόσια αλαζονεία, και δεν ήθελαν να λατρεύουν τους αθανάτους, ούτε να θυσιάζουν επάνω στους ιερούς βωμούς των μακάρων, σύμφωνα με τα έθιμα που έχουν οι άνθρωποι ο καθένας στον τόπο του. Ύστερα από αυτά ο Κρονίδης Ζεύς θύμωσε και τους έκρυψε, αφού πρόσφεραν τιμές στους μακαρισμένους θεούς που κατοικούν στον Όλυμπο. Όταν και τούτο το γένος κατά γαίαν καλύφτηκε, αυτοί καλούνται υποχθόνιοι μάκαρες θνητοί, και έρχονται σε κατώτερη τάξη, μα τους ακολουθεί και τούτος κάποια τιμή.
Και ο Ζευς ο πατήρ ένα άλλο τρίτο γένος έπλασε μερόπων ανθρώπων, χάλκινο, που δεν έμοιαζε καθόλου με το ασημένιο, εκ μελίας, σκληρό και δυνατό. Τούτοι καταγίνονται στα πολυστέχνατα έργα του Άρεως και σε πράξεις βίας. Ούτε έτρωγαν καθόλου σιτάρι, παρά είχαν αδάμαντος, είχαν κρατερόφρονα θυμό, και έπνεαν τρόμο. Μεγάλη ήταν η δύναμη τους, και τα ανίκητα χέρια τους ξεφύτρωναν από τους ώμους επάνω στα στιβαρά κορμιά τους. Τα όπλα τους ήσαν χάλκινα και χάλκινοι οι οίκοι τους, και με τον χαλκό εργαζόταν, γιατί δεν υπήρχε μαύρος σίδηρος. Και τούτοι αφανισμένοι ο ένας από το χέρι του άλλου μπήκαν στο μουχλιασμένο δώμα του κρυερού Άδη, χωρίς να αφήσουν όνομα. Αν και ήσαν τρομεροί, τους πήρε ο θάνατος κι έχασαν το λαμπρό φώς του ήλιου.
Αφού λοιπόν και τούτο το γένος κατά γαία κάλυψε, πάλι και τέταρτο έπλασε ο Κρονίδης Ζευς επί της πολυτρόφου χθόνας, πιο δίκαιο και αντρειωμένο, το θείο γένος των Ηρώων που ονομάζονται ημίθεοι, η πρωτύτερη από τη δική μας γενιά επάνω στην απέραντη γαία. Και τούτους όμως πόλεμος κακός και τρομερή σύγκρουση, άλλους στην εφτάπυλη Θήβα, της Καδμείας γαίας, αφάνισε, που μάχονταν για τα κοπάδια του Οιδίποδα, και άλλους και μέσα στα καράβια απάνω από την άπατη θάλασσα, αφού τους έφερε στην Τροία για την Ελένη την ομορφομαλλούσα. Άλλους εκεί, αλήθεια, ο θάνατος τους σκέπασε και πέθαναν, και άλλους ο Κρονίδης Ζευς, αφού ξέχωρα από τους ανθρώπους τους ώρισε να ζουν και να κατοικούν, τους τοποθέτησε στα πέρατα της γαίας, μακριά από τους αθανάτους, και ο Κρόνος είναι βασιλιάς τους, γιατί τον έλυσε από τα δεσμά ο πατέρας των ανθρώπων και των θεών. Και τούτοι μεν κατοικούν έχοντες ξέγνοιαστη καρδιά στα Νησιά των Μακάρων κοντά στον βαθυδίνη Ωκεανό, όλβιοι ήρωες που η πολύκαρπη αρούρα [γη] τους χαρίζει γλυκό καρπό που ωριμάζει τρείς φορές το χρόνο. Και στους άλλους που βρίσκονται στον κάτω Κόσμο χάρισε τιμή και κύδος. Ούτε άλλο γένος έκαμε τόσο ονομαστό ο ευρύοπας Ζευς ανάμεσα στους ανθρώπους που γεννήθηκαν επί της πολυτρόφας χθόνας.
Αχ! Να μην έσωνα κι εγώ, ύστερα από αυτούς, να βρίσκομαι με τους ανθρώπους του πέμπτου γένους, παρά ή να πέθαινα πρωτύτερα ή να ζούσα κατόπιν. Γιατί τώρα πια υπάρχει το πέμπτο γένος, το σιδερένιο. Ποτέ δεν θα πάψουν την ημέρα να τραβάνε κόπους και βάσανα και τη νύχτα να μαραζώνουν για κάτι τι, γιατί βαριές έγνοιες θα τους δίνουν οι θεοί. Μα όπως και να είναι, με τα κακά αυτά θα αναμιχθούν και καλά. Ο Ζευς θα αφανίσει και τούτο το γένος των ανθρώπων τότε που θα μοιάζει των παιδιών του ούτε και τα παιδιά (του πατέρα), ούτε ο αδελφός στον αδελφό, καθώς πρωτύτερα. Και τους γονείς, μόλις γεράσουν, θα τους καταφρονούν. Θα τους βρίζουν τότε λέγοντάς τους βαριά λόγια, οι κακοί, χωρίς να λογαριάζουν την τιμωρία των θεών. Ούτε και θα αποδίδουν αυτοί στους γερασμένους γονείς τους τα όσα ξόδεψαν για να τους μεγαλώσουν. [θα βάζουν το δίκιο στην δύναμή τους. Κι ο ένας του άλλου θα λεηλατεί την πόλη]. Ούτε καμία τιμή θα έχει όποιος κρατεί τον όρκο του, ούτε ο δίκαιος ούτε ο καλός, και μάλλον θα τιμούν τον άνθρωπο που κάνει εγκλήματα και αυθαιρεσίες. Το δίκαιο θα είναι στο δύναμη και σεβασμός δεν θα υπάρχει. Και θα ζημιώνει ο αχρείος τον ευγενικό άνθρωπο λέγοντας του λόγια απατηλά που θα παίρνει όρκο για αυτά. Και ο φθόνος ο πικρόγλωσσος ο χαιρέκακος, θα παρακολουθεί όλους τους άθλιους ανθρώπους με μάτια γεμάτα μίσος. Και τότε πια από την πλατύδρομη χθόνα η Αιδώς και η Νέμεσις, αφού σκεπάσουν το ωραίο τους πρόσωπο με τα λευκά πέπλα τους, θα ανέβουν στον Όλυμπο, κοντά στους αθανάτους, παρατώντας τους ανθρώπους. Και θα μείνουν στους θνητούς οι βαριές θλίψεις. Και το κακό δεν θα έχει γιατρειά. …..[1]
Αλλά ας δούμε τι σημαίνουν όλα αυτά, πάντα με γνώμονα την Ελληνική γραμματεία και συγκεκριμένα το Πρόκλειο «Υπόμνημα εις τα Ησιόδου Έργα και Ημέρες»:
Η φράση, λοιπόν, «πρώτα το χρυσό γένος –Χρύσεον μὲν πρώτιστα» [σ. 109 – 110], που είναι σχετική με τις ανθρώπινες πολιτείες, περιέχει μια ένδειξη των μεταβολών που συμβαίνουν στις ανθρώπινες ζωές από την αρετή στην κακία και από την κακία στην αρετή, και ότι σε όλους δεν υπάρχει μια ζωή αλλά η ζωή έχει ποικιλία. Και το ότι λέει πώς άλλοτε υπάρχει καλύτερο γένος και άλλοτε χειρότερο, ενώ υπάρχουν πάντα τα καλύτερα και τα χειρότερα (γιατί δεν είναι δυνατόν να χαθούν ούτε τα κακά ούτε και φυσικά τα καλά), δεν πρέπει να μας κάνει να απορούμε καθόλου. Γιατί βλέπει αυτές τις μεταβολές σαν να κοιτάζει σε έναν τόπο. Και σύμφωνα με την ποιητική άδεια, δεν αποκλείεται καθόλου να υπάρχει αλλού το σιδερένιο γένος και αλλού το χρυσό γένος. Το ότι, όμως, χρησιμοποιεί αμετάβλητα πράγματα, όπως τον χρυσό, τον άργυρο και τον σίδηρο, για να υποδείξει τις ζωές, ούτε και αυτό είναι περίεργο. Γιατί η μεταφορά και η αναπαράσταση μέσω εικόνων είναι κάτι απολύτως φυσιολογικό για την ποίηση.
Το «αυτοί ήταν τον καιρό του Κρόνου – οἳ μὲν ἐπὶ Κρόνου ἦσαν» [σ. 111] το λέει γιατί οι άνθρωποι που άνηκαν στον χρυσό γένος είχαν ζωή καθαρή, άυλη και απαθή. Και αυτή δηλώνει ο χρυσός, όπως ακριβώς κατέστησε φανερό ο Πλάτων στον «Κρατύλο, 397.e.2 – 398.c.4»
…………….ΣΩ. : Αλήθεια, Ερμογένη. Τι να σημαίνει άραγε το όνομα «δαίμονες»; Πρόσεξε αν σου φανώ ότι λέω κάτι σπουδαίο.
ΕΡΜ. : Λέγε.
ΣΩ. : Γνωρίζεις ποιοι, κατά τον Ησίοδο, είναι οι δαίμονες;
ΕΡΜ. : Δεν γνωρίζω.
ΣΩ. : Δεν γνωρίζεις ούτε για το χρυσό γένος των ανθρώπων, που λέει ότι υπήρξε πρώτο;
ΕΡΜ. : Αυτό το ξέρω.
ΣΩ. : Λέει λοιπόν για αυτό «Μόλις το γένος τούτο χωρίστηκε σε μέρη οι δαίμονες αγνοί και υποχθόνιοι ονομάζονται, εσθλοί, αλεξίκακοι, φύλακες των ανθρώπων».
ΕΡΜ. : Δηλαδή, τι εννοείς;;
ΣΩ. : Νομίζω πως, λέγοντας χρυσό γένος, δεν εννοεί φτιαγμένο από χρυσάφι, αλλά αγαθό και καλό. Απόδειξη θεωρώ το γεγονός ότι για μας λέει πως είμαστε το σιδερένιο γένος.
ΕΡΜ. : Έχεις δίκιο.
ΣΩ. : Πιστεύεις λοιππον ότι, και αν κάποιος από τους συγχρόνους μας είναι αγαθός, θα μπορούσε να πει πως ανήκει στο χρυσό γένος;
ΕΡΜ. : Βέβαια.
ΣΩ. : Οι αγαθοί όμως είναι φρόνιμοι ή τίποτα άλλο;
ΕΡΜ. : Φρόνιμοι.
ΣΩ. : Κατά την γνώμη μου, αυτό περισσότερο από οτιδήποτε άλλο χαρακτηρίζει τους δαίμονες. Επειδή ήταν φρόνιμοι και «δαήμονες» (σοφοί) τους ονόμασαν «δαίμονες». Και στην αρχαία γλώσσα μας το όνομα αυτό αντιστοιχεί στο ίδιο. Σωστά λοιπόν και αυτός και άλλοι ποιητές λένε ότι, να πεθάνει κάποιος αγαθός, μεγάλη τύχη και τιμές αποκτάει και γίνεται δαίμονας, σύμφωνα με την ονομασία της φρόνησης. Έτσι και εγώ λοιπόν αντιλαμβάνομαι τον «δαήμονα», δηλαδή κάθε άνθρωπο, θεϊκό όσο ζει και αφού πεθάνει, και νομίζω ότι σωστά ονομάζεται «δαίμων». ……………..[2]
Πως όμως αυτοί ζούσαν τον Καιρό του Κρόνου, θα το καταλάβουμε αν σκεφτούμε ότι ο Κρόνος είναι χορηγός της νοητικής ζωής, καθώς είναι “κόρος” του νοός ή μάλλον “κορός” νους και καθαρός. Γιατί το “κορός” σημαίνει καθαρός. Όλοι, λοιπόν, όσοι ζουν νοητικά έχουν Κρόνια πολιτεία, και για αυτό λέγεται ότι ο βασιλιάς τους είναι ο Κρόνος, όπως ακριβώς ο Ζευς είναι βασιλιάς όσων ζουν πολιτικά με βάση την άριστη πολιτεία η οποία θεωρεί τα πάντα κοινά – κατά πως λέγει ο Πλάτωνας στους «Νόμους, 739.b». Δεν μεταβάλλεται δηλ. η βασιλεία των θεών, αλλά οι ψυχές μεταβάλλουν την ζωή τους και κάνουν άλλο θεό βασιλιά τους. Ο μύθος, όμως, μεταφέρει τη μεταβολή από εμάς στους βασιλιάδες.
Το «και σαν θεοί ζούσαν – ὥστε θεοὶ δ᾽ἔζωον» [σ. 112] δικαιολογημένα το λέει ο Ησίοδος, μιας και όσοι ήταν καθαροί από κάθε πάθος έμοιαζαν με τον άφθαρτο και καθαρό χρυσό: λέγεται ότι είναι ομοιότατοι με τους θεούς. γιατί κατά πρώτον οι θεοί είναι απαθείς, ενώ οι ψυχές πετυχαίνουν αυτή την ευδαιμονία μιμούμενες τους θεούς.
Το ότι «ούτε καθόλου έρχονταν τα φοβερά γεράματα για αυτούς – οὐδέ τι δειλὸν γῆρας ἐπῆν» [σ. 113-115] είναι Κρόνιο χαρακτηριστικό. Γιατί και ο Ορφέας έλεγε ότι ο Κρόνος έχει πάντα μαύρες τις τρίχες της γενειάδας του. Και ο Πλάτωνας στον «Πολιτικό, 270.d – e» λέει ότι όσοι ζουν στην περίοδο του Κρόνου αποβάλουν το γήρας και γίνονται πάντα νεότεροι. Υποδεικνύει, μάλιστα, ότι όλοι όσοι ζουν σύμφωνα με τον νου και για τον λόγο αυτό έχουν Κρόνια ζωή, οδεύουν πάντα προς μεγαλύτερη ακμαιότητα, αφήνοντας τη φθορά που συνυπάρχει με την γένεσιν. Γιατί το γήρας υπάρχει μέσα στην γένεση, ενώ έξω από τη γένεση βρίσκεται η διαρκής νεότητα και ακμή, καθώς δεν έχει θέσει το αφύσικο.
Το «και πέθαιναν σαν να τους έπαιρνε ο ύπνος – θνῇσκον δ᾽ὥσθ᾽ὕπνῳ δεδμημένοι» [σ. 116-117] που αναφέρει είναι επακόλουθο όλων όσων ζουν χωρίς αρρώστιες, το να πραγματοποιείται δηλαδή ο χωρισμός από τα σώματα χωρίς βιαιότητα και πόνο, και το να είναι η απελευθέρωση από το σώμα σαν το βγάλσιμο του χιτώνα. Για αυτό και είπε ότι έμοιαζε με ύπνο, επειδή συνέβαινε με ευκολία και φυσικότητα, χωρίς βιαιότητα.
Όταν μας λέγει πως «από τον καιρό που σκέπασε πια η γαία αυτό το γένος, τούτοι έγιναν με την θέληση του μεγάλου Διός Δαίμονες, εσθλοί, επιχθόνιοι, φύλακες των θνητών ανθρώπων – αὐτὰρ ἐπεὶ δὴ τοῦτο γένος κατὰ γαῖα κάλυψε, τοὶ μὲν δαίμονες ἁγνοὶἐπιχθόνιοι τελέθουσιν ἐσθλοί, ἀλεξίκακοι, φύλακες θνητῶν ἀνθρώπων», δεν κάνει τίποτε άλλο από το αναφέρεται στην ζωή όσων ανήκουν στο χρυσό γένος. Λέει ποιος είναι ο κλήρος και η θέση τους μετά θάνατον. Γιατί υπάρχουν τρία πράγματα: η ζωή, ο θάνατος και ο κλήρος. Έχει όμως πει ότι η ζωή τους ήταν απαθής και ο θάνατος αβίαστος. Τώρα λοιπόν λέγει το τρίτο, ότι ο κλήρος τους ήταν δαιμονικός. Γιατί όσοι έχουν ζήσει έτσι, με θέλημα των θεών τοποθετούνται στην τάξη των κατά θέση δαιμόνων [οχι κατ΄ουσίαν δαίμονες!], καθώς είναι αγαθοί φύλακες των ανθρώπων που ζουν ακόμη τη θνητή ζωή και χορηγοί αγαθών στους ανθρώπους, επειδή φυλάσσουν τη ζωή των ανθρώπων χωρίς βάσανα και κάνουν εύκολη τη ζωή που οι άνθρωποι ζουν με σώματα.
Έπειτα αναφέρεται στο αργυρό γένος, με την φράση «Ύστερα πάλι δεύτερο γένος, πολύ κατώτερο, ασημένιο έπλασαν αυτοί που κατοικούν στου Ολύμπου τα δώματα – Δεύτερον αὖτε γένος πολὺ χειρότερον μετόπισθεν» [σ. 127 – 129]. Από την Ορφική παράδοση γνωρίζουμε ότι ο Κρόνος βασιλεύει στο αργυρό γένος, λέγοντας αργυρούς όσους ζουν με βάση τον καθαρό Λόγο [λογική], όπως ακριβώς λέει χρυσούς όσους ζουν με βάση μόνο τον νου [κατά νου μόνον]. Ο Ησίοδος, όμως θέλοντας να δηλώσει τη μεταβολή της ανθρώπινης ζωής παρουσιάζει το αργυρό γένος ράθυμο. Ωστόσο λέγει ότι το αργυρό γένος είναι μεν χειρότερο από το χρυσό, δεν διολίσθησε όμως στην έσχατη κακία, αλλά στην αργία [απραξία] και στην φυσική ζωή [που είναι σύμφωνη με την φύση] αντί για την νοητική ζωή.
Πιο κάτω, και όταν λέγει ότι «δεν μπορούσαν να κρατούν μακριά ο ένας από τον άλλον την ανόσια αλαζονεία, και δεν ήθελαν να λατρεύουν τους αθανάτους, ούτε να θυσιάζουν επάνω στους ιερούς βωμούς των μακάρων, σύμφωνα με τα έθιμα που έχουν οι άνθρωποι ο καθένας στον τόπο του –ὕβριν γὰρ ἀτάσθαλον οὐκ ἐδύναντο ἀλλήλων ἀπέχειν, οὐδ᾽ἀθανάτους θεραπεύειν ἤθελον οὐδ᾽ἔρδειν μακάρων ἱεροῖς ἐπὶ βωμοῖς, ᾗ θέμις ἀνθρώποις κατὰἤθεα» [σ. 134 – 140] δεν κάνει τίποτα άλλο από τα να μας υποδεικνύει τα επακόλουθα της ράθυμης ζωής των ανθρώπων, δηλαδή λόγω της μαλθακότητάς τους να φέρονται υπεροπτικά και να μην απέχουν από τις αλαζονικές πράξεις ο ένας από τον άλλον ούτε να τηρούν τις υποχρεώσεις τους προς τους θεούς, αλλά να ζουν πίνοντας και τρώγοντας σαν τα φυτά. Έτσι επί παραδείγματι έζησαν οι Συβαρίτες και οι Κολοφώνιοι και χάθηκαν, ενώ αυτό το πάθημα άγγιξε επίσης τους Πέρσες και τους Μήδους.
Όταν δε αναφερόμενος στο τέλος τους μας λέγει ότι «Όταν και τούτο το γένος κατά γαίαν καλύφτηκε, αυτοί καλούνται υποχθόνιοι μάκαρες θνητοί, και έρχονται σε κατώτερη τάξη, μα τους ακολουθεί και τούτος κάποια τιμή – αὐτὰρ ἐπεὶ καὶ τοῦτο γένος κατὰ γαῖα κάλυψε, τοὶ μὲν ὑποχθόνιοι μάκαρες θνητοὶ καλέοντα, δεύτεροι, ἀλλ᾽ἔμπης τιμὴ καὶ τοῖσιν ὀπηδεῖ» δεν κάνει κάτι άλλο από το αναφέρεται στον κλήρο που έλαβαν. Μιας και οι προηγούμενοί τους έγιναν επιχθόνιοι, καθώς είναι χορηγοί αγαθών και φύλακες θνητών. Τούτοι όμως λέγονται μακάριοι «θνητοί» και «υποχθόνιοι», επειδή τοποθετήθηκαν στους τόπους υπό την γη, καθώς ζούσαν ζωή φυσική [σύμφωνη με την φύση] αντί για ζωή νοητική, μοιάζοντας με τα φυτά που έχουν τα κεφάλια τους ριζωμένα στη γη. Γιατί οι ρίζες είναι τα κεφάλια των φυτών. Δικαιολογημένα λοιπόν είναι «υποχθόνιοι» και «θνητοί» φύλακες, επειδή ζουν με βάση το θνητό τους μέρος. Γιατί τέτοια είναι η φυσική ζωή [η σύμφωνη με τη φύση]. Το ποιών είναι φύλακες βέβαια είναι εύκολα αντιληπτό: των ψυχών που ζουν σε εκείνους τους τόπους, οι οποίες δεν έζησαν μόνο φυσικά [σύμφωνα με τη φύση] αλλά διολίσθησαν σε κάθε κακία. Για αυτό και αναφερόμενος σε τούτους προσέθεσε ότι και αυτούς «τους ακολουθεί τιμή», εφόσον δεν πραγματοποίησαν μεγάλα κακά σαν και αυτά των επομένων τους.
Έπειτα [σ. 143 – 151] ακολουθεί η αναφορά στο τρίτο γένος, το χάλκινο. Αυτό το γένος δικαιολογημένα είναι τρίτο, καθώς δεν είναι ούτε νοητικό ούτε πανούργο, αλλά πραγματικά φοβερό και φονικό, έχοντας εκτραπεί σε τυραννική άσκηση της δύναμή του, επειδή νοιαζόταν μόνο για τα σώματα. Για αυτό και ο Ησίοδος λέει: «άπληστοι. Μεγάλη δύναμη και χέρια ανίκητα φύτρωναν από τους ώμους τους – ἄπλαστοι· μεγάλη δὲ βίη καὶ χεῖρες ἄαπτοι ἐξ ὤμων ἐπέφυκον». Γιατί δηλώνει ότι όσοι άνηκαν σε αυτό το γένος ασκούσαν τη σωματική δύναμη αμελώντας τα άλλα. Ασχολούνταν με την κατασκευή των όπλων και χρησιμοποιούσαν για αυτόν τον σκοπό τον χαλκό, όπως το σίδερο για την γεωργία, σκληραίνοντας τον χαλκό, που από την φύση του είναι μαλακός, με κάποια βαφή, δηλαδή με σκλήρυνση με την θέρμανση και απότομη βύθιση σε νερό ή λάδι. Όταν, όμως, τέλειωσε η χρήση αυτής της βαφής, προχώρησαν στη χρήση του σιδήρου κατά τους πολέμους. Χρησιμοποιώντας βέβαια ο Ησίοδος το δωρικό τύπο «μελιᾶν» αντί του «μελιῶν» εννοούσε ότι αυτό το χάλκινο γένος ξεφύτρωσε από τα δέντρα μελίες και όχι τις Νύμφες Μελίες. Άλλωστε είναι παράλογο να προέρχονταν από θεϊκό γένος και να είχαν γεννηθεί θηριώδεις. Αντιθέτως, επειδή έχουν γεννηθεί από σκληρά δέντρα που σαπίζουν δύσκολα, έγιναν ισχυροί στα σώματα και ανελέητοι και βίαιοι στον χαρακτήρα. Γιατί αυτό υπαινίσσεται η γέννησή τους από μελίες.
Έπειτα [σ. 152 – 156] λέγει ότι αυτοί κατάρρευσαν από μόνοι τους, επειδή ήταν ακοινώνητοι και θηριώδεις και σχεδόν αλληλοσκοτώνονταν. Και δικαιολογημένα βυθίστηκαν στον υποχθόνιο τόπο, όπου έχει συνενωθεί το άτακτο μέρος του Κόσμου και το θηριώδες γένος των δαιμόνων. Αυτοί, λοιπόν, δικαιολογημένα είναι οι τρίτοι από το Χρυσό γένος. Γιατί εκείνοι ήταν απαθείς, οι επόμενοι τους ούτε απαθείς ούτε εμπαθείς, παρόλο που στο τέλος φέρονταν υπεροπτικά λόγω της εύκολης απόκτησης των αναγκαίων. Τούτοι οι τρίτοι, όμως δεν ήταν μόνο αλαζόνες αλλά και φονικοί και εμπαθείς, και έφτασαν στην έσχατη κακία, ώστε η ανθρώπινη ζωή να έχει συμπεριληφθεί μέσα σε αυτήν την τριάδα, στον χρυσό, στον άργυρο και στον χαλκό. Γιατί και η σειρά αυτών των υλικών είναι τέτοια.
Έπειτα [σ. 157 – 158] λέγει ότι το τρίτο γένος εξαφανίστηκε από κατακλυσμό. Μετά τον κατακλυσμό ήρθε στον βίο ένα ιερό γένος, αυτό των ημιθέων, το οποίο διήρκεσε οκτώ γενιές μέχρι τα Τρωικά. Γιατί ο Εύμηλος, ο οποίος εξεστράτευσε εναντίον της Τροίας, ήταν γιός του Άδμητου, και αυτός του Φέρη, και αυτός του Κρηθέα, και αυτός του Αίολου, και αυτός του Έλληνα, και αυτός του Δευκαλίωνα. Ο Γλαύκος επίσης ήταν γιός του Ιππόλοχου, του γιού του Βελλεφοφάντη, του γιού του Γλαύκου, του γιού του Σίσυφου, του γιού του Αίολου, του γιού του Έλληνα, του γιού του Δευκαλίωνα. Ο Γλαύκος λοιπόν ήταν όγδοος. Το γένος λοιπόν διήρκεσε τόσο και διέπρεψε στην αρετή.
Αυτούς [σ. 159 – 160] τους αποκάλεσαν ήρωες επειδή γεννήθηκαν από έρωτα, είτε όταν θεοί ερωτεύτηκαν γυναίκες είτε όταν θεές ερωτεύτηκαν άνδρες. Τους αποκάλεσαν ημίθεους επειδή κατά τη γέννησή τους είχαν ένα μέρος τους θεϊκό και ένα άλλο ανθρώπινο. Όπως ακριβώς, λοιπόν, είναι θεϊκό το γένος που προέρχεται από δύο θεούς και ανθρώπινο το γένος που προέρχεται από δύο ανθρώπους, έτσι και το μικτό γένος που προέρχεται από θεούς και ανθρώπους λέγεται γένος των ημιθέων. Όσον αφορά, όμως, την ίδια την διαφορά τους στη γέννηση πρέπει να την αναγάγουμε στο είδος της ζωής τους. Γιατί όσους διέπρεψαν περισσότερο στην ανυψωτική ζωή, τους παρουσίασαν να κατάγονται από πατέρα θεό και από μητέρα άνθρωπο. Όσους διάπρεψαν στην πρακτική αρετή, αυτούς αντιστρόφως τους παρουσίασαν από μητέρα θεά και από άνθρωπο πατέρα. Γιατί και οι δύο είναι θεϊκές, και η ανυψωτική και η πρακτική αρετή. Αλλά η μια είναι ανδροπρεπής, καθώς ανήκει σε ισχυρότερη ζωή, ενώ η άλλη είναι θηλυπρεπής, επειδή είναι υποβαθμισμένη ως προς τη δύναμη. Επίσης η μια είναι απαθέστερη, ενώ η άλλη είναι ομοιοπαθέστερη προς τα θνητά.
Έπειτα, στους σ. 167-173» όπου λέει ότι «Άλλους εκεί, αλήθεια, ο θάνατος τους σκέπασε και πέθαναν, και άλλους ο Κρονίδης Ζευς, αφού ξέχωρα από τους ανθρώπους τους όρισε να ζουν και να κατοικούν, τους τοποθέτησε στα πέρατα της γαίας, μακριά από τους αθανάτους, και ο Κρόνος είναι βασιλιάς τους, γιατί τον έλυσε από τα δεσμά ο πατέρας των ανθρώπων και των θεών. Και τούτοι μεν κατοικούν έχοντες ξέγνοιαστη καρδιά στα Νησιά των Μακάρων κοντά στον βαθυδίνη Ωκεανό, όλβιοι ήρωες που η πολύκαρπη αρούρα [γη] τους χαρίζει γλυκό καρπό που ωριμάζει τρείς φορές το χρόνο. Και στους άλλους που βρίσκονται στον κάτω Κόσμο χάρισε τιμή και κύδος. Ούτε άλλο γένος έκαμε τόσο ονομαστό ο ευρύοπας Ζευς ανάμεσα στους ανθρώπους που γεννήθηκαν επί της πολυτρόφας χθόνας – [ἔνθ᾽ἦ τοι τοὺς μὲν θανάτου τέλος ἀμφεκάλυψε] τοῖς δὲ δίχ᾽ἀνθρώπων βίοτον καὶἤθε᾽ὀπάσσας Ζεὺς Κρονίδης κατένασσε πατὴρ ἐς πείρατα γαίης. καὶ τοὶ μὲν ναίουσιν ἀκηδέα θυμὸν ἔχοντες ἐν μακάρων νήσοισι παρ᾽Ὠκεανὸν βαθυδίνην, ὄλβιοι ἥρωες, τοῖσιν μελιηδέα καρπὸν τρὶς ἔτεος θάλλοντα φέρει ζείδωρος ἄρουρα], κάνει λόγο ο Ησίοδος για τον κλήρο των ηρώων, ότι ο Ζευς τους απένειμε στα πέρατα της γης, χωριστά από τους ανθρώπους, βιος και δικούς τους τόπους, τους οποίους ο Ησίοδος αποκάλεσε «ἤθη» (ενδιαιτήματα).
Ο υπαινιγμός, λοιπόν, δηλώνει ότι εκείνοι έχουν κλήρο πιο θεϊκό από την «ἐν τῇ γενέσει ζωῆ» και ότι για αυτό λέγεται πως κατοικούν στις νήσους των μακάρων, τις οποίες έχουν λάβει οι μακάριες ψυχές οι οποίες έχουν εγκατασταθεί σε νησιά, επειδή οι ψυχές αυτές υπερέχουν της «γενέσεως» [του κόσμου της γένεσης] όπως τα νησιά υπερέχουν από την θάλασσα – που με αυτήν συμβολίζεται το «γίγνεσθαι». Λέγεται, μάλιστα, ότι κατοικούν «παρ ᾽Ὠκεανὸν βαθυδίνην» ο οποίος χωρίζει τον νοητό τόπο από τη βασιλεία του Άδη και στον οποί λέγεται ότι κατ’ αρχάς φάνουν όσοι πάνε στον Άδη. Λέει επίσης ότι η γη παράγει για αυτούς καρπό τρεις φορές τον χρόνο, επειδή απολαμβάνουν τα τέλεια και πιο θρεπτικά αγαθά από τις ζωογόνες δυνάμεις πάνω στην γη. Για αυτό και δεν είπε απλώς ότι η γη φέρνει καρπούς τρεις φορές, αλλά η «ζείδωρος ἄρουρα».
Στους στίχους 176 – 179 το σίδερο λόγω της σκληρότητάς του και της μαυρίλας του προσφέρει στον ποιητή μια κατάλληλη εικόνα της εμπαθούς ζωής των ψυχών, μέσω της οποίας οι ψυχές έχουν το γνωστικό τους μέρος σκοτεινιασμένο και τη ζωτική τους δύναμη αντιστεκόμενη στον ορθό Λόγο (λογική). Το ότι είπε «αλλά όμως και σε αυτούς θα είναι ανακατωμένα τα καλά με τα κακά», υποδεικνύει ότι η μοχθηρία δεν έχει κυριαρχήσει πλήρως στους ανθρώπους. γιατί κατά αυτόν υπάρχει ακόμα μια μέτρια συστολή των αδικημάτων και των αδίκων. Αυτό το λέει για να προτρέψει τον Πέρση να μην αποθρασυνθεί εντελώς και να μην γίνει απέναντί του απολύτως κακός.
Στους στίχους 182- 194 κατηγορεί την κρίση όσων θα ζήσουν μετά από αυτόν, ότι θα προτιμούν την αδικία από την δικαιοσύνη, την επιορκία από την τήρηση των όρκων, την αδιαντροπιά από την ντροπή, την πονηριά από την απλότητα. Όλα αυτά βέβαια, έχει και η ζωή της εποχής μας. Εδώ λέει επίσης ότι θα συμπεριφέρονται άδικα ο ένας προς τον άλλο και θα μιλούν με αναίδεια. Και αυτό ήταν εκείνο που δήλωσε πρώτο και τους αποκάλεσε χειροδίκες, επειδή ορίζουν το δίκαιο με τη δύναμη των χεριών και χρησιμοποιούν τη βία. και το χειροδίκες δεν αντιτίθεται στο ότι «δεν έχουν δικαιοσύνη στα χέρια τους». Γιατί για τον λόγο αυτό θα είναι χειροδίκες, επειδή η δικαιοσύνη θα παραβιάζεται στα χέρια τους. και χειροδίκες είναι εκείνοι που ορίζουν το δίκαιο μόνο με τη βία των χεριών τους, ώστε τα χέρια τους να μην ενεργούν υπό την καθοδήγηση της δικαιοσύνης, αλλά από μόνα τους να καθορίζουν το δίκαιο.
Στους στίχους 197 – 201 αναφέρει πως θα «απομείνουν τα πικρά βάσανα», δηλαδή το έσχατο κακό. Γιατί, όταν κυριαρχήσει πλήρως η αναίδεια και ο φθόνος στους ανθρώπους, το γένος μας θα το εγκαταλείψει η Αιδώς και η Ανάγκη. Γιατί η αναίδεια και ο φθόνος αποτελούν απομάκρυνση από αυτές. Αλλά ο φθόνος, ο οποίος είναι εικόνα της αγανάκτησης, δίνει και αυτός την εντύπωση ότι αγανακτεί με όσους ευτυχούν χωρίς να το αξίζουν. Η αναίδεια, όμως, δεν είναι εικόνα της Αιδούς αλλά το εντελώς αντίθετό της, το οποίο προσποιείται τη ελευθεροστομία. Και αν τα πέπλα της Αιδούς και της Νεμέσεως είναι λευκά, σημαίνει ότι η υπόστασή τους είναι φωτεινή, ότι οι δυνάμεις τους είναι νοητικές και ότι βρίσκονται μακριά από την άθεη και σκοτεινή ουσία των παθών. Για αυτό και εξυμνούν την Αιδώ ως θείο φόβο και την Νέμεση ως αγγελιοφόρο της δικαιοσύνης. Ορθώς, λοιπόν, και ο Πλάτων, όταν ρωτήθηκε σε τι άραγε έχουν προοδεύσει οι άνθρωποι της εποχής του, αποκρίθηκε ότι δεν ντρέπονται που είναι κακοί. Το ότι η Νέμεσις είναι θείο πράγμα το δηλώνει και το γεγονός ότι αυτή υπάρχει και στους Θεούς, γιατί η ποίηση λέει ότι «αγανάκτησε η σεβαστή Ήρα», ενώ «ο φθόνος βρίσκεται έξω από ολόκληρη τη χορεία των Θεών».
Δηλαδή, λέει ο Πρόκλος, ο μύθος της Πανδώρας ανήγαγε την αιτία των κακών που υπάρχουν μεταξύ των ανθρώπων στο θηλυκό μέρος της ψυχής μας και στην άλογη ζωή που μας προσδόθηκε από τα ουράνια. ο δεύτερος μύθος για τα γένη απέδωσε τα κακά στις κάθε λογής μεταβολές των ανθρώπινων ζωών, μεταβολές οι οποίες συμβαίνουν λόγω της αλογίας, καθώς εμείς ζούμε άλλοτε σύμφωνα με τη λογική και άλλοτε σύμφωνα με το άλογο μέρος μας.
Εν ολίγοις:
Τα Ησιόδεια γένη είναι οντικά επίπεδα υπάρξεως!
νοητική: χρυσό γένος με τον χρυσό να έχει αποδοθεί στον πρωταρχικό από τους Κόσμους, τον «εμπύριο και νοητικό» με ψυχές με πύρινα σώματα.
λογική: αργυρό γένος με τον άργυρο να αναλογεί στον ενδιάμεσο και αιθέριο Κόσμο και σε ψυχές με αιθερικά σώματα.
άλογη & φανταστική: χάλκινο γένος, με τον χαλκό να αντιστοιχεί στον υλικό και αισθητό Κόσμο και σε ψυχές με ηλιοειδές η σεληνοειδές σώμα.
νοητική: χρυσό γένος με τον χρυσό να έχει αποδοθεί στον πρωταρχικό από τους Κόσμους, τον «εμπύριο και νοητικό» με ψυχές με πύρινα σώματα.
λογική: αργυρό γένος με τον άργυρο να αναλογεί στον ενδιάμεσο και αιθέριο Κόσμο και σε ψυχές με αιθερικά σώματα.
άλογη & φανταστική: χάλκινο γένος, με τον χαλκό να αντιστοιχεί στον υλικό και αισθητό Κόσμο και σε ψυχές με ηλιοειδές η σεληνοειδές σώμα.
Τα Ησιόδεια γένη είναι οι οντικές πτώσεις ή άνοδοι που μπορούν να υποστούν οι ψυχές, αφορούν δηλαδή ψυχές και όχι τα κρείτονα από εμάς (τις ψυχές) γένη: επί παραδείγματι το Ησιόδειο γένος των Ηρώων είναι ένα συγκεκριμένο οντικό επίπεδο που όταν η ψυχές ζούν με ένα συγκεκριμένο τρόπο λόγω της εξομοιώσεως τους με τους κατ΄ ουσίαν Ήρωες ονομάζονται και αυτές Ήρωες. Δηλαδή, οι Ήρωες του Ησιόδου, στους οποίους επί παραδείγματι ανήκει ο ομηρικός Οδυσσέας, δεν είναι οι Ήρωες της ανώτερης από τις ψυχές σειράς βαθμίδων: Θεοί, Αρχάγγελοι, Άγγελοι, Δαίμονες, Ήρωες, υποσελήνιοι άρχοντες ή Κοσμοκράτορες και υλικοί άρχοντες: αλλά ανθρώπινες/μερικές ψυχές!
Άλλωστε στον σ. 259 – 268 της Α’ ραψωδία της Ιλιάδος, βλέπουμε τον Νέστορα να λέγει στον Αγαμέμνονα:
«Γιατί ήδη κάποτε εγώ και με πιο άρειους από εσάς άνδρες είχα σμίξει, και ουδέποτε αυτοί με αψήφησαν. Γιατί ακόμη τέτοιους δεν είδα άνδρες ούτε θα ιδώ, σαν τον Πειρίθοο και τον Δρύαντα, ποιμένα λαών, και τον Καινέα και τον Εξάδιο και τον αντίθεο Πολύφημο, και τον Θησέα Αιγεϊάδη, όμοιο με τους αθάνατους. Κράτιστοι εκείνοι των επιχθόνιων ανδρών που ετράφησαν. Κράτιστοι ήσαν και μεταξύ των κρατίστων εμάχοντο, με τα ορεσίβια θηρία, και τα εξόντωσαν».
«Γιατί ήδη κάποτε εγώ και με πιο άρειους από εσάς άνδρες είχα σμίξει, και ουδέποτε αυτοί με αψήφησαν. Γιατί ακόμη τέτοιους δεν είδα άνδρες ούτε θα ιδώ, σαν τον Πειρίθοο και τον Δρύαντα, ποιμένα λαών, και τον Καινέα και τον Εξάδιο και τον αντίθεο Πολύφημο, και τον Θησέα Αιγεϊάδη, όμοιο με τους αθάνατους. Κράτιστοι εκείνοι των επιχθόνιων ανδρών που ετράφησαν. Κράτιστοι ήσαν και μεταξύ των κρατίστων εμάχοντο, με τα ορεσίβια θηρία, και τα εξόντωσαν».
Ο Νέστωρ, λοιπόν, λέγει ότι κάποτε είχε πολεμήσει αντάμα με άνδρες προηγούμενων γενεών, που, όμως, ήταν, όχι απλά πιο άρειοι από τους ομηρικούς ήρωες, αλλά και θεοειδείς. Όχι, όμως αντάμα με κατά ουσία Δαίμονες – αυτοί που ενσαρκώνονται είναι οι κατά θέση Δαίμονες, οι χρηστοί άνθρωποι, οι ψυχές που τελειοποιήθηκαν δια την ανόδου τους στα νοητά. Επιπλέον, αναφέρεται όχι απλά σε κάποιους ανθρώπους, αλλά σε ανθρώπους που ήταν οι πρόγονοί του! Και όλα αυτά, βέβαια, έχοντας κατά νου ότι οι στο Ίλιον εκστρατεύοντες ανήκουν, κατά τον Ησίοδο (“Έργα και Ημέραι, σ. 156 – 166“), στο «ἄρειον ἀνδρῶν ἡρώων θεῖον γένος, οἳ καλέονται ἡμίθεοι»!
Όμως άνδρες ≠ Δαίμονες (δηλαδή των κατ’ ουσίαν οντικών βαθμίδων Άγγελοι, Δαίμονες, Ήρωες)
Σε όσα έχουμε αναφέρει, πρέπει να προσθέσουμε, ότι, όπως λέγει ο Πρόκλος, στο «Στοιχείωση Θεολογική, θεώρημα Νο.184», «Κάθε ψυχή είναι είτε θεϊκή είτε μετακινείται ανάμεσα στον νου και στην άνοια, είτε βρίσκεται ανάμεσα σε αυτές και νοεί πάντοτε, αλλά είναι υποδεέστερη από τις θεϊκές».
Δηλαδή, επειδή ο θείος νους (=Κρόνος) μετέχεται υπό θεϊκών ψυχών, και επειδή στον καθολικό νοητικό νου (=Ζευς-Ζην) δεν μετέχουν ούτε θεϊκές ψυχές μήτε οι ψυχές που είναι δεκτικές στην μεταβολή από τη νόηση προς την άνοια (π.χ. επιμέρους/ανθρώπινες ψυχές), και επειδή υπάρχουν ψυχές που παθαίνουν αυτό το πράγμα και άλλοτε νοούν και άλλοτε όχι, είναι φανερό ότι υπάρχουν τρία γένη των ψυχών. Πρώτες είναι οι θείες, δεύτερες αυτές που δεν μετέχουν στα θεία αλλά αεί μετέχουν στον νου, και τρίτες αυτές που μετακινούνται άλλοτε προς τον νου και άλλοτε προς την άνοια.
Μάλιστα ο Πρόκλος, στο «Στοιχείωση Θεολογική, θεώρημα Νο.185», μας λέγει ότι «όλες οι θεϊκές ψυχές είναι θεοί ψυχικώς, όλες οι ψυχές που μετέχουν στο νοητικό νου είναι αεί οπαδοί των θεών, και όλες οι ψυχές που επιδέχονται μεταβολή είναι μερικές φορές ακόλουθοι των θεών».
Δηλαδή, επειδή άλλες ψυχές έχουν το θεϊκό φως να τις φωτίζει άνωθεν, και άλλες νοούν πάντοτε, ενώ άλλες μετέχουν σε αυτήν την τελειότητα μερικές φορές, τότε οι πρώτες έχουν μέσα στο πλήθος των ψυχών θέση ανάλογη με τους θεούς. Οι δεύτερες ακολουθούν πάντοτε τους θεούς, επειδή ενεργούν πάντοτε σύμφωνα με τον νου, και είναι εξαρτημένες από τις θεϊκές ψυχές, έχοντας προς αυτές την ίδια σχέση που έχει το νοητικό προς το θείο. Οι τρίτες μερικές φορές νοούν και μερικές φορές ακολουθούν τους θεούς, επειδή δεν μετέχουν στον νου πάντοτε με τον ίδιο τρόπο, ούτε μπορούν πάντοτε να συνοδεύονται με τις θεϊκές ψυχές (γιατί δεν υπάρχει κανένας τρόπος για αυτό που μερικές φορές μετέχει στο νου να συνδέεται πάντοτε με τους θεούς).
Εξ ου και οι πλατωνικοί φιλόσοφοι απέδιδαν την ονομασία θείος στον Πυθαγόρα, στον Πλάτωνα και στους παλαιότερους πλατωνικούς, όπως ο Ιάμβλιχος ή ο Πλωτίνος, επειδή έφτασαν στα κορυφαία επίπεδα της γνώσης. Στον δε Αριστοτέλη, επειδή έφτασε μόνο μέχρι το επίπεδο του μεθεκτού νοός (Διόνυσος), απέδιδαν την προσωνυμία δαιμόνιος.
Εξ ου και οι πλατωνικοί φιλόσοφοι απέδιδαν την ονομασία θείος στον Πυθαγόρα, στον Πλάτωνα και στους παλαιότερους πλατωνικούς, όπως ο Ιάμβλιχος ή ο Πλωτίνος, επειδή έφτασαν στα κορυφαία επίπεδα της γνώσης. Στον δε Αριστοτέλη, επειδή έφτασε μόνο μέχρι το επίπεδο του μεθεκτού νοός (Διόνυσος), απέδιδαν την προσωνυμία δαιμόνιος.
Δηλαδή:
- άλλες ψυχές ορούν προς τους «ὁλικοὺς νόας», ενώ άλλες προς τους «επιμέρους νόες».
- άλλες ψυχές χρησιμοποιούν άχραντες νοήσεις, ενώ άλλες αποστρέφονται μερικές φορές τα όντως Όντα.
- άλλες ψυχές είναι «ἀεὶ δημιουργικαὶ καὶ κοσμητικαὶ τῶν ὅλων», ενώ άλλες συμπεριπολούν με τους Θεούς.
- άλλες ψυχές «ἀεὶ κινοῦσαι καὶ ποδηγετοῦσαι τὴν εἱμαρμένην», ενώ άλλες «ὑπὸ εἱμαρμένην ποτὲ γιγνόμεναι καὶ τοὺς εἱμαρμένους νόμους».
- άλλες ψυχές οδηγούν προς το νοητό, ενώ άλλες λαμβάνουν μερικές φορές τη τάξη των ακολούθων.
- άλλες ψυχές είναι μόνο θείες ψυχές, ενώ άλλες μετακινούνται κάθε φορά σε διαφορετική βαθμίδα, «δαιμονίαν, ἡρωϊκὴν, ἀνθρωπίνην».
- άλλες ψυχές χρησιμοποιούν ίππους (=δυνάμεις) που είναι αγαθοί και από αγαθά, ενώ άλλες χρησιμοποιούν ίππους αναμεμειγμένους.
- άλλες ψυχές έχουν μόνο αυτή τη ζωή η οποία έχουν λάβει από τη μια δημιουργία, ενώ άλλες έχουν και το θνητό είδος που συνυφαίνεται από τους νέους θεούς.
- άλλες ψυχές ενεργούν πάντα με όλες τις δυνάμεις τους, ενώ άλλες προβάλλουν κάθε φορά διαφορετικές ζωές.
Αυτό που περιγράφει λοιπόν ο Ησίοδος είναι η οντική πτώση που έχουν υποστεί τα όντα/ψυχές, την πτώση εκ των νοητών όπου κατείχαν το «οἰκεῖον ἀγαθὸν» τους. Περιγράφει την οντική και γνωσιακή πτώση των ψυχών, νόηση–>διάνοια–>φαντασία–>αισθήσεις! Πτώση κατά την οποία απώλεσαν την ύψιστη γνώση, αυτή του ανώτερου μαθήματος, της ιδέας του αγαθού.
Εξ ου και ο Πλάτων («Πολιτεία, 473.c.11 – e.2.») λέγει πως:
«Αν δεν βασιλεύσουν οι φιλόσοφοι στις πόλεις, ή δεν φιλοσοφήσουν γνησίως και ικανώς (αρκετά) αυτοί που σήμερα λέγονται βασιλείς και δυνάστες, και δεν συγκεντρωθούν στο ίδιο πρόσωπο η πολιτική δύναμη και η φιλοσοφία και δεν αναγκασθούν να αποκλειστούν όσοι σήμερα ακολουθούν χωριστά τον ένα από τον άλλο δρόμο, δεν θα παύσουν τα κακά των πόλεων και νομίζω όλης της ανθρωπότητας».
Δηλαδή:
«δεν μπορεί ποτέ ούτε πόλις τέλεια ούτε πολιτεία ( =πολίτευμα) τέλεια ούτε και ένας άνθρωπος τέλειος ακόμα, εκτός και αν κάποιο τυχαίο γεγονός αναγκάσει αυτούς μεν τους λίγους φιλοσόφους, που τώρα ονομάζονται άχρηστοι μα όχι και πονηροί, να αναλάβουν θέλοντας και μη την διοίκηση της πόλεως, την πόλη δε να υποταχθεί σε αυτούς αναγκαστικά, ή από κάποια θεία επίπνοια αν καταλάβει την ψυχή αυτών που διοικούν ή βασιλεύουν σήμερα ή των παιδιών τους, ένας αληθινός έρωτας προς την αληθινή φιλοσοφία.»
(Βλ., Πλάτων «Πολιτεία, 499.b.2 – 499.c.2»).
(Βλ., Πλάτων «Πολιτεία, 499.b.2 – 499.c.2»).
Και : «δεν θα σταματήσουν τα κακά ούτε της πόλεως ούτε των πολιτών προτού το γένος των φιλοσόφων αναλάβει τη διοίκηση της πόλεως.»
(Βλ., Πλάτων «Πολιτεία, 501.e.2 – 501.e.5»).
(Βλ., Πλάτων «Πολιτεία, 501.e.2 – 501.e.5»).
Επίσης : «τα ανθρώπινα γένη δεν θ’ απαλλαγούν από τα βάσανά τους, προτού έλθουν στην πολιτική εξουσία οι ορθώς και αληθώς φιλόσοφοι ή προτού γίνουν όντως φιλόσοφοι με τη βοήθεια κάποιας θείας μοίρας οι υπάρχοντες κυβερνήτες των κρατών.»
(Βλ. Πλάτων «Επιστολές, “Ζ’ Επιστολή, 326.a.7 – 326.b.4»).
(Βλ. Πλάτων «Επιστολές, “Ζ’ Επιστολή, 326.a.7 – 326.b.4»).
Άλλωστε, όταν τα όντα δεν ακολουθούν την οδό της Φιλοσοφίας, ώστε να καταφέρουν να ανακτήσουν την απαιτούμενη εν τη γενέσει αλήθεια (=εν τη γενέσει κάλλος = Ελένη) που θα τους προκαλέσει την ανάμνηση των νοητών (=νοητό κάλος = Ελενόη) δεν μπορούν να ανέβουν στα νοητά, ως εκ τούτου δεν βλέπουν όσο το δυνατόν περισσότερες Ιδέες και δεν μπορούν να πραγματώσουν τίποτα αληθινό. Έτσι ζουν μέσα στις πλάνες του αισθητού Κόσμου. Δηλ. όντας δίχως καμία γνώση και αλήθεια τελούν υπό άγνοια.
Αυτό σε οντικό επίπεδο είναι το «κακό» – η άγνοια για τις ψυχές είναι το κακό τους, μιας και χωρίς την γνώση πράττουν παρά φύση και ζουν με πάθη και όχι απαθείς όντας νοητικά όντα. Παράγουν δηλ. τα όντα κακό και επέρχεται ύβρις και μήνις εκ των Θεών (μήνις είναι να απομακρυνόμαστε εκ της πρόνοιας των με το να μην μοιάζουμε με αυτούς). Κάτι που προκαλεί την πτώση των όντων.
Αυτό έχει γίνει 6 φορές (5 Ησιόδεια γένη, συν τον διαμελισμό μας εκ της αρχαίας μας φύσης, αυτής του ανδρόγυνου).
Τούτο, βέβαια, δεν σημαίνει ότι δεν υπήρξαν ή δεν υπάρχουν όντα/ψυχές που ανήκουν σε ανώτερο του σιδερένιου γένους στο οποίο ανήκει η υπερπλειοψηφία του εν τη γενέσει ανθρώπινου γένους. Επί παραδείγματι οι φιλόσοφοι Πυθαγόρας, Παρμενίδης, Σωκράτης, Πλάτων, Πλούταρχος ο Αθηναίος, Συριανός, Αμμώνιος Σακάς, Πλωτίνος, Ιάμβλιχος, Πρόκλος, Απολλώνιος ο Τυανέας, Εμπεδοκλής κτλ κτλ.
Όταν όμως αναφερόμαστε πχ στον Πυθαγόρα δεν αναφερόμαστε στον βιολογικό άνθρωπο, αλλά σε κάποια ψυχή που η 5η και τελευταία της – γνωστή – ενσάρκωση ήταν ο βίος της ως Πυθαγόρας.
Άλλωστε ως γνωστόν ο Πολυδάμας ήτο υιός του Πάνθου και της Φρόντιδος – βλ. Ιλιάδα, ραψωδία Ρ’. σ. 40.
Ο δε Πάνθοος ήταν υιός του Ορθρυάδου και Ιερεύς του εν Δελφοίς Απόλλωνος. Όταν η Τρωάδα αλώθηκε από τον Ηρακλή, ο βασιλιά της Τροίας Πρίαμος έπεμψε τον υιό του Αντήνορα στους Δελφούς για να ρωτήσει αν είναι καλό να ανακτήσει την πόλη στον ίδιο τόπο. Ο Αντήνορας έλαβε χρησμό αλλά δια απάτης πήρε και τον Ιερέα Πάνθοο και τον έφερε στην Τρωάδα. Ο Πρίαμος τον κατέστησε Ιερέα του Απόλλωνος στην Τρωάδα και τον είχε και σύμβουλο και μάντη κατά τον Τρωικό Πόλεμο. Ο Πάνθοος γέννησε τρεις υιούς : τον Πολυδάμαντα, τον Εύφορβο και τον Υπερήνορα. Αυτός ο Εύφορβος, ύστερα, έγινε Πυθαγόρας σε μια εκ της επόμενες καθόδους του εν τη γενέσει.
Ο δε Πάνθοος ήταν υιός του Ορθρυάδου και Ιερεύς του εν Δελφοίς Απόλλωνος. Όταν η Τρωάδα αλώθηκε από τον Ηρακλή, ο βασιλιά της Τροίας Πρίαμος έπεμψε τον υιό του Αντήνορα στους Δελφούς για να ρωτήσει αν είναι καλό να ανακτήσει την πόλη στον ίδιο τόπο. Ο Αντήνορας έλαβε χρησμό αλλά δια απάτης πήρε και τον Ιερέα Πάνθοο και τον έφερε στην Τρωάδα. Ο Πρίαμος τον κατέστησε Ιερέα του Απόλλωνος στην Τρωάδα και τον είχε και σύμβουλο και μάντη κατά τον Τρωικό Πόλεμο. Ο Πάνθοος γέννησε τρεις υιούς : τον Πολυδάμαντα, τον Εύφορβο και τον Υπερήνορα. Αυτός ο Εύφορβος, ύστερα, έγινε Πυθαγόρας σε μια εκ της επόμενες καθόδους του εν τη γενέσει.
Πρώτα – πρώτα, όμως, ήταν ο Αιθαλίδης, ο κήρυκας στην Αργοναυτική εκστρατεία – γεννημένος, σύμφωνα με τα «Αργοναυτικά» του Ορφέως και του Απολλώνιου του Ρόδιου – στην Θεσσαλική βραχώδη Αλόπη [ἐπ᾽ Ἀμφρυσσοῖο ῥοῇσιν] από τον Ερμή και την περιώνυμη Ευπολέμεια από την Φθία, την κόρη του Μυρμιδόνος : επίσης ο Διογένης ο Λαέρτιος στο έργο του «Βίοι φιλοσόφων, βιβλίο Η’» και ο Ιππόλυτος στο έργο του «Κατά πασών αιρέσεων έλεγχος, I 3.3» λέγει ότι ο πατήρ αυτού, o Ερμής, του υποσχέθηκε ότι θα του δώσει ότι ήθελε εκτός από την αθανασία και αυτός «αἰτήσασθαι οὖν ζῶντα καὶ τελευτῶντα μνήμην ἔχειν τῶν συμβαινόντων», ενώ ο Φερεκύδης λέει ότι ο Αιθαλίδης “είχε λάβει παρά του Ερμού το δώρο να είναι η ψυχή του πότε στον Άδη και πότε υπέρ της γης ”.
Εκ των Ησιόδειων έργων «Θεογονία» [σ. 116 – 514] & «Έργα και Ήμερες» [σ. 44 – 105] γνωρίζουμε ότι : ο Τιτάνας Ιαπετός είναι υιός του Ουρανού και ης Γαίας. Αυτός έσμιξε με την Ωκεανίδα Κλυμένη, ή με την Τιτανίδα Θέμιδα, και γεννήθηκαν οι Τιτάνες Προμηθέας, Επιμηθέας, Άτλαντας κλπ. Ο Τιτάνας Επιμηθέας έσμιξε με την Πανδώρα, την πλασμένη εκ γαίας και ύδατος από τον Ήφαιστο, και γεννήθηκε η Πύρρα. Ο Τιτάνας Άτλαντας – στο όρος Κυλλήνη της Αρκαδίας – έσμιξε με την κόρη του Ωκεανού και της Τηθύος, με την Ωκεανίδα Πλειόνη – Πληιόνη ή Αίθρα, και γεννήθηκαν οι 7 Πλειάδες : η Μαία [μητέρα του Ερμή], η Ταϋγέτη [που έσμιξε με τον Δία και γεννήθηκε ο Λακεδαίμων], η Ηλέκτρα, η Στερόπη – Αστερόπη, η Κελαινώ, η Αλκυόνη και η Μερόπη. Ο Τιτάνας Προμηθέας έσμιξε με την Πλειάδα Κελαινώ [=μέλαινα] και γεννήθηκε ο Δευκαλίων. Ο Ζευς ή ο Δευκαλίων έσμιξε με την Πύρρα και γεννήθηκε ο Έλλην – «γίνονται δὲ ἐκ Πύρρας Δευκαλίωνι παῖδες Ἕλλην μὲν πρῶτος, ὃν ἐκ Διὸς γεγεννῆσθαι <ἔνιοι> λέγουσι» κατά τον Απολλόδωρο τον Αθηναίο [Μυθολογική Βιβλιοθήκη, 1.41.1].
Ο Έλλην έσμιξε με την Νύμφη Ορσηίδα και γεννήθηκε ο Αίολος. Ο Δηϊμαχος είχε μια κόρη, την Εναρέτη. Η Εναρέτη έσμιξε με το Αίολο και γεννήθηκε η Πεισιδίκη. Η Πεισιδίκη έσμιξε με τον Μυρμιδόνα – τον υιό του Διός και της Ευρυμέδουσας του Κλείτορος – και γεννήθηκε η Ευπολέμεια. Η Ευπολέμεια έσμιξε με τον θεό Ερμή και γεννήθηκε ο Αιθαλίδης ο Αργοναύτης!!
Έπειτα έγινε ο Τρώας Εύφορβος, και πολέμησε στον Τρωικό πόλεμο – ήταν αυτός που με το δόρυ κατάφερε το μεγάλο χτύπημα στη ράχη του Πατρόκλου, τον σκότωσε ο Μενέλαος και σύλησε την περίφημη ασπίδα του που αργότερα την αφιέρωσε στο Ηραίον του Άργους, ή κατά άλλη εκδοχή την πρόσφερε ως ανάθημα στο ιερό του Διδυμαίου Απόλλωνος των Βραγχιδών, κοντά στη Μίλητο. Μετά έγινε ο Ερμότιμος, ο φιλόσοφος από τις Κλαζομενές της Ιωνίας – ο δάσκαλος του Αναξαγόρα. Έπειτα έγινε ο Πύρρος, ο Δήλιος αλιεύς. Στο τέλος έγινε ο Πυθαγόρας. Αφού όμως πέθανε ο Πυθαγόρας, δεν φάνηκε ξανά.
Οι Διαδοχικές ενσαρκώσεις του Αιθαλίδη, του υιού του Ερμή και της Ευπολέμειας από την Φθία είναι:
1. Τρώας Εύφορβος (του Πάνθου και της δίιας Φρόντιδος) : αδελφός του μεγάθυμου Τρώα «Πουλυδάμα Πανθοΐδη».
2. Ερμότιμος, ο φιλόσοφος από τις Κλαζομενές της Ιωνίας και ο δάσκαλος του Αναξαγόρα. Αναφέρεται ως μυθικό πρόσωπο που είχε την ικανότητα να εγκαταλείπει το σώμα του και έτσι να συλλέγει πληροφορίες για γεγονότα που συνέβαιναν σε μακρινές αποστάσεις!
3. Πύρρος, ο Δήλιος αλιεύς
4. Πυθαγόρας : που «ἐφάνη δέ ποτε καὶ ἐν Κρότωνι καὶ ἐν Μεταποντίῳ τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ καὶ ὥρᾳ»!!
1. Τρώας Εύφορβος (του Πάνθου και της δίιας Φρόντιδος) : αδελφός του μεγάθυμου Τρώα «Πουλυδάμα Πανθοΐδη».
2. Ερμότιμος, ο φιλόσοφος από τις Κλαζομενές της Ιωνίας και ο δάσκαλος του Αναξαγόρα. Αναφέρεται ως μυθικό πρόσωπο που είχε την ικανότητα να εγκαταλείπει το σώμα του και έτσι να συλλέγει πληροφορίες για γεγονότα που συνέβαιναν σε μακρινές αποστάσεις!
3. Πύρρος, ο Δήλιος αλιεύς
4. Πυθαγόρας : που «ἐφάνη δέ ποτε καὶ ἐν Κρότωνι καὶ ἐν Μεταποντίῳ τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ καὶ ὥρᾳ»!!
———————————————
Πηγές
Ησίοδος
- Έργα και Ημέρες
Πρόκλος
- Σχόλια εις τον Κρατύλο του Πλάτωνος εκλογαί χρήσιμοι, 129. 1 – 16.
- Υπόμνημα εις τα Ησιόδου Έργα και Ημέρες, 109 – 201.
- Εις τας Πλάτωνος Πολιτείας Υπόμνημα, βιβλίο Β’ [συνέχεια], 1.74.26 – 1.77.19
[1] ………Χρύσεον μὲν πρώτιστα γένος μερόπων ἀνθρώπων ἀθάνατοι ποίησαν Ὀλύμπια δώματ᾽ἔχοντες. οἳ μὲν ἐπὶ Κρόνου ἦσαν, ὅτ᾽ οὐρανῷἐμβασίλευεν· ὥστε θεοὶ δ᾽ἔζωον ἀκηδέα θυμὸν ἔχοντες νόσφιν ἄτερ τε πόνων καὶὀιζύος, οὐδέ τι δειλὸν γῆρας ἐπῆν, αἰεὶ δὲ πόδας καὶ χεῖρας ὁμοῖοι τέρποντ᾽ἐν θαλίῃσι, κακῶν ἔκτοσθεν ἁπάντων· θνῇσκον δ᾽ὥσθ᾽ὕπνῳ δεδμημένοι· ἐσθλὰ δὲ πάντα τοῖσιν ἔην· καρπὸν δ᾽ἔφερε ζείδωρος ἄρουρα αὐτομάτη πολλόν τε καὶἄφθονον· οἳ δ᾽ἐθελημοὶἥσυχοι ἔργ᾽ἐνέμοντο σὺν ἐσθλοῖσιν πολέεσσιν. αὐτὰρ ἐπεὶ δὴ τοῦτο γένος κατὰ γαῖα κάλυψε, τοὶ μὲν δαίμονες ἁγνοὶἐπιχθόνιοι τελέθουσιν ἐσθλοί, ἀλεξίκακοι, φύλακες θνητῶν ἀνθρώπων, [οἵῥα φυλάσσουσίν τε δίκας καὶ σχέτλια ἔργα ἠέρα ἑσσάμενοι πάντη φοιτῶντες ἐπ᾽ αἶαν,] πλουτοδόται· καὶ τοῦτο γέρας βασιλήιον ἔσχον.
Δεύτερον αὖτε γένος πολὺ χειρότερον μετόπισθεν ἀργύρεον ποίησαν Ὀλύμπια δώματ᾽ἔχοντες, χρυσέῳ οὔτε φυὴν ἐναλίγκιον οὔτε νόημα· ἀλλ᾽ἑκατὸν μὲν παῖς ἔτεα παρὰ μητέρι κεδνῇἐτρέφετ᾽ἀτάλλων, μέγα νήπιος, ᾧἐνὶ οἴκῳ· ἀλλ᾽ὅτ᾽ἄρ᾽ἡβήσαι τε καὶἥβης μέτρον ἵκοιτο, παυρίδιον ζώεσκον ἐπὶ χρόνον, ἄλγε᾽ἔχοντες ἀφραδίῃς· ὕβριν γὰρ ἀτάσθαλον οὐκ ἐδύναντο ἀλλήλων ἀπέχειν, οὐδ᾽ἀθανάτους θεραπεύειν ἤθελον οὐδ᾽ἔρδειν μακάρων ἱεροῖς ἐπὶ βωμοῖς, ᾗ θέμις ἀνθρώποις κατὰἤθεα. τοὺς μὲν ἔπειτα Ζεὺς Κρονίδης ἔκρυψε χολούμενος, οὕνεκα τιμὰς οὐκ ἔδιδον μακάρεσσι θεοῖς οἳὌλυμπον ἔχουσιν. αὐτὰρ ἐπεὶ καὶ τοῦτο γένος κατὰ γαῖα κάλυψε, τοὶ μὲν ὑποχθόνιοι μάκαρες θνητοὶ καλέονται, δεύτεροι, ἀλλ᾽ἔμπης τιμὴ καὶ τοῖσιν ὀπηδεῖ.
Ζεὺς δὲ πατὴρ τρίτον ἄλλο γένος μερόπων ἀνθρώπων χάλκειον ποίησ᾽, οὐκ ἀργυρέῳ οὐδὲν ὁμοῖον, ἐκ μελιᾶν, δεινόν τε καὶὄβριμον· οἷσιν Ἄρηος ἔργ᾽ἔμελε στονόεντα καὶὕβριες, οὐδέ τι σῖτον ἤσθιον, ἀλλ᾽ἀδάμαντος ἔχον κρατερόφρονα θυμόν. [ἄπλαστοι· μεγάλη δὲ βίη καὶ χεῖρες ἄαπτοι ἐξ ὤμων ἐπέφυκον ἐπὶ στιβαροῖσι μέλεσσι.] τῶν δ᾽ἦν χάλκεα μὲν τεύχεα, χάλκεοι δέ τε οἶκοι, χαλκῷ δ᾽ εἰργάζοντο· μέλας δ᾽ οὐκ ἔσκε σίδηρος. καὶ τοὶ μὲν χείρεσσιν ὑπὸ σφετέρῃσι δαμέντες βῆσαν ἐς εὐρώεντα δόμον κρυεροῦἈίδαο, νώνυμνοι· θάνατος δὲ καὶἐκπάγλους περ ἐόντας εἷλε μέλας, λαμπρὸν δ᾽ἔλιπον φάος ἠελίοιο.
Αὐτὰρ ἐπεὶ καὶ τοῦτο γένος κατὰ γαῖα κάλυψεν, αὖτις ἔτ᾽ἄλλο τέταρτον ἐπὶ χθονὶ πουλυβοτείρῃ Ζεὺς Κρονίδης ποίησε, δικαιότερον καὶἄρειον, ἀνδρῶν ἡρώων θεῖον γένος, οἳ καλέονται ἡμίθεοι, προτέρη γενεὴ κατ᾽ἀπείρονα γαῖαν. καὶ τοὺς μὲν πόλεμός τε κακὸς καὶ φύλοπις αἰνὴ τοὺς μὲν ὑφ᾽ἑπταπύλῳ Θήβῃ, Καδμηίδι γαίῃ, ὤλεσε μαρναμένους μήλων ἕνεκ᾽ Οἰδιπόδαο, τοὺς δὲ καὶἐν νήεσσιν ὑπὲρ μέγα λαῖτμα θαλάσσης ἐς Τροίην ἀγαγὼν Ἑλένης ἕνεκ᾽ἠυκόμοιο. [ἔνθ᾽ἦ τοι τοὺς μὲν θανάτου τέλος ἀμφεκάλυψε] τοῖς δὲ δίχ᾽ἀνθρώπων βίοτον καὶἤθε᾽ὀπάσσας Ζεὺς Κρονίδης κατένασσε πατὴρ ἐς πείρατα γαίης. καὶ τοὶ μὲν ναίουσιν ἀκηδέα θυμὸν ἔχοντες ἐν μακάρων νήσοισι παρ᾽Ὠκεανὸν βαθυδίνην, ὄλβιοι ἥρωες, τοῖσιν μελιηδέα καρπὸν τρὶς ἔτεος θάλλοντα φέρει ζείδωρος ἄρουρα.
Μηκέτ᾽ἔπειτ᾽ὤφελλον ἐγὼ πέμπτοισι μετεῖναι ἀνδράσιν, ἀλλ᾽ἢ πρόσθε θανεῖν ἢἔπειτα γενέσθαι. νῦν γὰρ δὴ γένος ἐστὶ σιδήρεον· οὐδέ ποτ᾽ἦμαρ παύσονται καμάτου καὶὀιζύος οὐδέ τι νύκτωρ φθειρόμενοι· χαλεπὰς δὲ θεοὶ δώσουσι μερίμνας. ἀλλ᾽ἔμπης καὶ τοῖσι μεμείξεται ἐσθλὰ κακοῖσιν. Ζεὺς δ᾽ὀλέσει καὶ τοῦτο γένος μερόπων ἀνθρώπων, εὖτ᾽ἂν γεινόμενοι πολιοκρόταφοι τελέθωσιν. οὐδὲ πατὴρ παίδεσσιν ὁμοίιος οὐδέ τι παῖδες οὐδὲ ξεῖνος ξεινοδόκῳ καὶἑταῖρος ἑταίρῳ, οὐδὲ κασίγνητος φίλος ἔσσεται, ὡς τὸ πάρος περ. αἶψα δὲ γηράσκοντας ἀτιμήσουσι τοκῆας· μέμψονται δ᾽ἄρα τοὺς χαλεποῖς βάζοντες ἔπεσσι, σχέτλιοι, οὐδὲ θεῶν ὄπιν εἰδότες· οὐδέ κεν οἵ γε γηράντεσσι τοκεῦσιν ἀπὸ θρεπτήρια δοῖεν· [χειροδίκαι· ἕτερος δ᾽ἑτέρου πόλιν ἐξαλαπάξει·] οὐδέ τις εὐόρκου χάρις ἔσσεται οὐδὲ δικαίου οὐδ᾽ἀγαθοῦ, μᾶλλον δὲ κακῶν ῥεκτῆρα καὶὕβριν ἀνέρα τιμήσουσι· δίκη δ᾽ἐν χερσί· καὶ αἰδὼς οὐκ ἔσται, βλάψει δ᾽ὁ κακὸς τὸν ἀρείονα φῶτα μύθοισι σκολιοῖς ἐνέπων, ἐπὶ δ᾽ὅρκον ὀμεῖται. ζῆλος δ᾽ἀνθρώποισιν ὀιζυροῖσιν ἅπασι δυσκέλαδος κακόχαρτος ὁμαρτήσει στυγερώπης. καὶ τότε δὴ πρὸς Ὄλυμπον ἀπὸ χθονὸς εὐρυοδείης λευκοῖσιν φάρεσσι καλυψαμένω χρόα καλὸν ἀθανάτων μετὰ φῦλον ἴτον προλιπόντ᾽ἀνθρώπους Αἰδὼς καὶ Νέμεσις· τὰ δὲ λείψεται ἄλγεα λυγρὰ θνητοῖς ἀνθρώποισι· κακοῦ δ᾽ οὐκ ἔσσεται ἀλκή. ……………….
Δεύτερον αὖτε γένος πολὺ χειρότερον μετόπισθεν ἀργύρεον ποίησαν Ὀλύμπια δώματ᾽ἔχοντες, χρυσέῳ οὔτε φυὴν ἐναλίγκιον οὔτε νόημα· ἀλλ᾽ἑκατὸν μὲν παῖς ἔτεα παρὰ μητέρι κεδνῇἐτρέφετ᾽ἀτάλλων, μέγα νήπιος, ᾧἐνὶ οἴκῳ· ἀλλ᾽ὅτ᾽ἄρ᾽ἡβήσαι τε καὶἥβης μέτρον ἵκοιτο, παυρίδιον ζώεσκον ἐπὶ χρόνον, ἄλγε᾽ἔχοντες ἀφραδίῃς· ὕβριν γὰρ ἀτάσθαλον οὐκ ἐδύναντο ἀλλήλων ἀπέχειν, οὐδ᾽ἀθανάτους θεραπεύειν ἤθελον οὐδ᾽ἔρδειν μακάρων ἱεροῖς ἐπὶ βωμοῖς, ᾗ θέμις ἀνθρώποις κατὰἤθεα. τοὺς μὲν ἔπειτα Ζεὺς Κρονίδης ἔκρυψε χολούμενος, οὕνεκα τιμὰς οὐκ ἔδιδον μακάρεσσι θεοῖς οἳὌλυμπον ἔχουσιν. αὐτὰρ ἐπεὶ καὶ τοῦτο γένος κατὰ γαῖα κάλυψε, τοὶ μὲν ὑποχθόνιοι μάκαρες θνητοὶ καλέονται, δεύτεροι, ἀλλ᾽ἔμπης τιμὴ καὶ τοῖσιν ὀπηδεῖ.
Ζεὺς δὲ πατὴρ τρίτον ἄλλο γένος μερόπων ἀνθρώπων χάλκειον ποίησ᾽, οὐκ ἀργυρέῳ οὐδὲν ὁμοῖον, ἐκ μελιᾶν, δεινόν τε καὶὄβριμον· οἷσιν Ἄρηος ἔργ᾽ἔμελε στονόεντα καὶὕβριες, οὐδέ τι σῖτον ἤσθιον, ἀλλ᾽ἀδάμαντος ἔχον κρατερόφρονα θυμόν. [ἄπλαστοι· μεγάλη δὲ βίη καὶ χεῖρες ἄαπτοι ἐξ ὤμων ἐπέφυκον ἐπὶ στιβαροῖσι μέλεσσι.] τῶν δ᾽ἦν χάλκεα μὲν τεύχεα, χάλκεοι δέ τε οἶκοι, χαλκῷ δ᾽ εἰργάζοντο· μέλας δ᾽ οὐκ ἔσκε σίδηρος. καὶ τοὶ μὲν χείρεσσιν ὑπὸ σφετέρῃσι δαμέντες βῆσαν ἐς εὐρώεντα δόμον κρυεροῦἈίδαο, νώνυμνοι· θάνατος δὲ καὶἐκπάγλους περ ἐόντας εἷλε μέλας, λαμπρὸν δ᾽ἔλιπον φάος ἠελίοιο.
Αὐτὰρ ἐπεὶ καὶ τοῦτο γένος κατὰ γαῖα κάλυψεν, αὖτις ἔτ᾽ἄλλο τέταρτον ἐπὶ χθονὶ πουλυβοτείρῃ Ζεὺς Κρονίδης ποίησε, δικαιότερον καὶἄρειον, ἀνδρῶν ἡρώων θεῖον γένος, οἳ καλέονται ἡμίθεοι, προτέρη γενεὴ κατ᾽ἀπείρονα γαῖαν. καὶ τοὺς μὲν πόλεμός τε κακὸς καὶ φύλοπις αἰνὴ τοὺς μὲν ὑφ᾽ἑπταπύλῳ Θήβῃ, Καδμηίδι γαίῃ, ὤλεσε μαρναμένους μήλων ἕνεκ᾽ Οἰδιπόδαο, τοὺς δὲ καὶἐν νήεσσιν ὑπὲρ μέγα λαῖτμα θαλάσσης ἐς Τροίην ἀγαγὼν Ἑλένης ἕνεκ᾽ἠυκόμοιο. [ἔνθ᾽ἦ τοι τοὺς μὲν θανάτου τέλος ἀμφεκάλυψε] τοῖς δὲ δίχ᾽ἀνθρώπων βίοτον καὶἤθε᾽ὀπάσσας Ζεὺς Κρονίδης κατένασσε πατὴρ ἐς πείρατα γαίης. καὶ τοὶ μὲν ναίουσιν ἀκηδέα θυμὸν ἔχοντες ἐν μακάρων νήσοισι παρ᾽Ὠκεανὸν βαθυδίνην, ὄλβιοι ἥρωες, τοῖσιν μελιηδέα καρπὸν τρὶς ἔτεος θάλλοντα φέρει ζείδωρος ἄρουρα.
Μηκέτ᾽ἔπειτ᾽ὤφελλον ἐγὼ πέμπτοισι μετεῖναι ἀνδράσιν, ἀλλ᾽ἢ πρόσθε θανεῖν ἢἔπειτα γενέσθαι. νῦν γὰρ δὴ γένος ἐστὶ σιδήρεον· οὐδέ ποτ᾽ἦμαρ παύσονται καμάτου καὶὀιζύος οὐδέ τι νύκτωρ φθειρόμενοι· χαλεπὰς δὲ θεοὶ δώσουσι μερίμνας. ἀλλ᾽ἔμπης καὶ τοῖσι μεμείξεται ἐσθλὰ κακοῖσιν. Ζεὺς δ᾽ὀλέσει καὶ τοῦτο γένος μερόπων ἀνθρώπων, εὖτ᾽ἂν γεινόμενοι πολιοκρόταφοι τελέθωσιν. οὐδὲ πατὴρ παίδεσσιν ὁμοίιος οὐδέ τι παῖδες οὐδὲ ξεῖνος ξεινοδόκῳ καὶἑταῖρος ἑταίρῳ, οὐδὲ κασίγνητος φίλος ἔσσεται, ὡς τὸ πάρος περ. αἶψα δὲ γηράσκοντας ἀτιμήσουσι τοκῆας· μέμψονται δ᾽ἄρα τοὺς χαλεποῖς βάζοντες ἔπεσσι, σχέτλιοι, οὐδὲ θεῶν ὄπιν εἰδότες· οὐδέ κεν οἵ γε γηράντεσσι τοκεῦσιν ἀπὸ θρεπτήρια δοῖεν· [χειροδίκαι· ἕτερος δ᾽ἑτέρου πόλιν ἐξαλαπάξει·] οὐδέ τις εὐόρκου χάρις ἔσσεται οὐδὲ δικαίου οὐδ᾽ἀγαθοῦ, μᾶλλον δὲ κακῶν ῥεκτῆρα καὶὕβριν ἀνέρα τιμήσουσι· δίκη δ᾽ἐν χερσί· καὶ αἰδὼς οὐκ ἔσται, βλάψει δ᾽ὁ κακὸς τὸν ἀρείονα φῶτα μύθοισι σκολιοῖς ἐνέπων, ἐπὶ δ᾽ὅρκον ὀμεῖται. ζῆλος δ᾽ἀνθρώποισιν ὀιζυροῖσιν ἅπασι δυσκέλαδος κακόχαρτος ὁμαρτήσει στυγερώπης. καὶ τότε δὴ πρὸς Ὄλυμπον ἀπὸ χθονὸς εὐρυοδείης λευκοῖσιν φάρεσσι καλυψαμένω χρόα καλὸν ἀθανάτων μετὰ φῦλον ἴτον προλιπόντ᾽ἀνθρώπους Αἰδὼς καὶ Νέμεσις· τὰ δὲ λείψεται ἄλγεα λυγρὰ θνητοῖς ἀνθρώποισι· κακοῦ δ᾽ οὐκ ἔσσεται ἀλκή. ……………….
[2] ……………..{ΣΩ.} Καὶὡς ἀληθῶς, ὦἙρμόγενες, τίἄν ποτε νοοῖ τὸὄνομα οἱ “δαίμονες”; σκέψαι ἄν τί σοι δόξω εἰπεῖν.
{ΕΡΜ.} Λέγε μόνον.
{ΣΩ.} Οἶσθα οὖν τίνας φησὶν Ἡσίοδος εἶναι τοὺς δαίμονας;
{ΕΡΜ.} Οὐκ ἐννοῶ.
{ΣΩ.} Οὐδὲὅτι χρυσοῦν γένος τὸ πρῶτόν φησιν γενέσθαι τῶν ἀνθρώπων;
{ΕΡΜ.} Οἶδα τοῦτό γε.
{ΣΩ.} Λέγει τοίνυν περὶ αὐτοῦ- Αὐτὰρ ἐπειδὴ τοῦτο γένος κατὰ μοῖρ᾽ἐκάλυψεν, οἱ μὲν δαίμονες ἁγνοὶὑποχθόνιοι καλέονται, ἐσθλοί, ἀλεξίκακοι, φύλακες θνητῶν ἀνθρώπων.
{ΕΡΜ.} Τί οὖν δή;
{ΣΩ.} Ὅτι οἶμαι ἐγὼ λέγειν αὐτὸν τὸ χρυσοῦν γένος οὐκ ἐκ χρυσοῦ πεφυκὸς ἀλλ᾽ἀγαθόν τε καὶ καλόν. τεκμήριον δέ μοίἐστιν ὅτι καὶἡμᾶς φησιν σιδηροῦν εἶναι γένος.
{ΕΡΜ.} Ἀληθῆ λέγεις.
{ΣΩ.} Οὐκοῦν καὶ τῶν νῦν οἴει ἂν φάναι αὐτὸν εἴ τις ἀγαθός ἐστιν ἐκείνου τοῦ χρυσοῦ γένους εἶναι;
{ΕΡΜ.} Εἰκός γε.
{ΣΩ.} Οἱ δ᾽ἀγαθοὶἄλλο τι ἢ φρόνιμοι;
{ΕΡΜ.} Φρόνιμοι.
{ΣΩ.} Τοῦτο τοίνυν παντὸς μᾶλλον λέγει, ὡς ἐμοὶ δοκεῖ, τοὺς δαίμονας· ὅτι φρόνιμοι καὶ <δαήμονεσ> ἦσαν, “δαίμονας” αὐτοὺς ὠνόμασεν· καὶἔν γε τῇἀρχαίᾳ τῇἡμετέρᾳ φωνῇ αὐτὸ συμβαίνει τὸὄνομα. λέγει οὖν καλῶς καὶ οὗτος καὶἄλλοι ποιηταὶ πολλοὶὅσοι λέγουσιν ὡς, ἐπειδάν τις ἀγαθὸς ὢν τελευτήσῃ, μεγάλην μοῖραν καὶ τιμὴν ἔχει καὶ γίγνεται δαίμων κατὰ τὴν τῆς φρονήσεως ἐπωνυμίαν. ταύτῃ οὖν τίθεμαι καὶἐγὼ [τὸν δαήμονα] πάντ᾽ἄνδρα ὃς ἂν ἀγαθὸς ᾖ, δαιμόνιον εἶναι καὶ ζῶντα καὶ τελευτήσαντα, καὶὀρθῶς “δαίμονα” καλεῖσθαι. ………..
πηγή: eleysis69
{ΕΡΜ.} Λέγε μόνον.
{ΣΩ.} Οἶσθα οὖν τίνας φησὶν Ἡσίοδος εἶναι τοὺς δαίμονας;
{ΕΡΜ.} Οὐκ ἐννοῶ.
{ΣΩ.} Οὐδὲὅτι χρυσοῦν γένος τὸ πρῶτόν φησιν γενέσθαι τῶν ἀνθρώπων;
{ΕΡΜ.} Οἶδα τοῦτό γε.
{ΣΩ.} Λέγει τοίνυν περὶ αὐτοῦ- Αὐτὰρ ἐπειδὴ τοῦτο γένος κατὰ μοῖρ᾽ἐκάλυψεν, οἱ μὲν δαίμονες ἁγνοὶὑποχθόνιοι καλέονται, ἐσθλοί, ἀλεξίκακοι, φύλακες θνητῶν ἀνθρώπων.
{ΕΡΜ.} Τί οὖν δή;
{ΣΩ.} Ὅτι οἶμαι ἐγὼ λέγειν αὐτὸν τὸ χρυσοῦν γένος οὐκ ἐκ χρυσοῦ πεφυκὸς ἀλλ᾽ἀγαθόν τε καὶ καλόν. τεκμήριον δέ μοίἐστιν ὅτι καὶἡμᾶς φησιν σιδηροῦν εἶναι γένος.
{ΕΡΜ.} Ἀληθῆ λέγεις.
{ΣΩ.} Οὐκοῦν καὶ τῶν νῦν οἴει ἂν φάναι αὐτὸν εἴ τις ἀγαθός ἐστιν ἐκείνου τοῦ χρυσοῦ γένους εἶναι;
{ΕΡΜ.} Εἰκός γε.
{ΣΩ.} Οἱ δ᾽ἀγαθοὶἄλλο τι ἢ φρόνιμοι;
{ΕΡΜ.} Φρόνιμοι.
{ΣΩ.} Τοῦτο τοίνυν παντὸς μᾶλλον λέγει, ὡς ἐμοὶ δοκεῖ, τοὺς δαίμονας· ὅτι φρόνιμοι καὶ <δαήμονεσ> ἦσαν, “δαίμονας” αὐτοὺς ὠνόμασεν· καὶἔν γε τῇἀρχαίᾳ τῇἡμετέρᾳ φωνῇ αὐτὸ συμβαίνει τὸὄνομα. λέγει οὖν καλῶς καὶ οὗτος καὶἄλλοι ποιηταὶ πολλοὶὅσοι λέγουσιν ὡς, ἐπειδάν τις ἀγαθὸς ὢν τελευτήσῃ, μεγάλην μοῖραν καὶ τιμὴν ἔχει καὶ γίγνεται δαίμων κατὰ τὴν τῆς φρονήσεως ἐπωνυμίαν. ταύτῃ οὖν τίθεμαι καὶἐγὼ [τὸν δαήμονα] πάντ᾽ἄνδρα ὃς ἂν ἀγαθὸς ᾖ, δαιμόνιον εἶναι καὶ ζῶντα καὶ τελευτήσαντα, καὶὀρθῶς “δαίμονα” καλεῖσθαι. ………..
πηγή: eleysis69