Η διάκριση μεταξύ νεωτερικής και ελληνικής πρόσληψης της ελευθερίας
Έχουν γραφτεί αναρίθμητα κείμενα και έχουν γίνει μυριάδες πόλεμοι και μάχες για την ιδέα της ελευθερίας. Αν ρωτήσει κανείς τον μέσο Έλληνα τι σημαίνει «ελευθερία», θα προσλάβει πολλές διαφορετικές απαντήσεις για τον ορισμό της οι οποίες θα συγκλίνουν στο νεωτερικού τύπου ορισμό της.
Η ανθρώπινη φύση διακατέχεται από τρία ένστικτα, της αυτοσυντήρησης (επιβίωση), της κυριαρχίας (ατομική αυτοσυνειδησία και εγωτισμός) και της απόλαυσης-ηδονής ( εκπλήρωση όλων των βασικών υλικών αναγκών και απολαύσεων του σώματος) στα οποία βασίζεται η ανθρώπινη υπόσταση στη διάρκεια της εγκόσμιας ζωής της.
Στον νεωτερικό καπιταλισμό (1800- μέχρι σήμερα) στον οποίο εντάσσεται η συντριπτική πλειοψηφία
των εθνών-κρατών της γης τον κύριο λόγο έχει το άτομο (νεωτερικός ατομικισμός). «Ελευθερία», σύμφωνα με την νεωτερική αφήγηση, σημαίνει την ολοκληρωμένη εκπλήρωση όλων των υλικών σωματικών αναγκών του ατόμου ακολουθώντας έναν βίο με βάση τα τρία ένστικτα. Στη νεωτερική δημοκρατία αυτός είναι ο ουσιαστικός σκοπός, ο μεγαλύτερος δυνατός χορτασμός του ατόμου για κατανάλωση και απόλαυση των αγαθών για όλους.
Στην ελληνική παράδοση μέχρι και την επανάσταση, «ελευθερία» σημαίνει κάτι τελείως διαφορετικό. Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Για τους Έλληνες ο άνθρωπος στη φυσική του κατάσταση ξέρει μόνο να εκπληρώνει τις ανάγκες του και η μανιώδης προσκόλλησή του σε αυτόν τον σκοπό (όπως σήμερα) τον καθιστά εξαρτημένη οντότητα. Ο φυσικός αυτός άνθρωπος υπηρετεί μόνο τις ανάγκες του.
Το ιστορικό «παιχνίδι» του ανθρώπου για πνευματική και κοινωνική και πολιτική ανεξαρτησία βρίσκεται ανάμεσα σε δύο επιλογές: «την αναγκαιότητα και την ελευθερία».
ΑΝΑΓΚΑΙΟΤΗΤΑ ( προέρχεται από το ρήμα χρή > χρήσις > χρεία=ανάγκη) είναι η επίμονη απόπειρα του ανθρώπου να ικανοποιεί τις ανάγκες του βάζοντας σε δεύτερη προτεραιότητα τη σχέση του με τον άλλο. Αυτή η μονοδιάσταστη απόπειρά του για «χρήση» των αντικειμένων (φύση, ζώα, πράγματα ακόμα και ανθρώπους), που τον μετατρέπει σε κάτοχο και αλαζονικό ιδιοκτήτη, όμως επικαλύπτει την εσωτερική του δυνατότητα για αυτεπίγνωση και δημιουργία σχέσεων με τον διπλανό του.
ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ (αντιστοιχεί με την έννοια «σχέση») είναι ακριβώς η αντίθετη πορεία, να προσπαθεί κανείς να αποστασιοποιείται από την ανάγκη, την απόλαυση και την απόκτηση αγαθών βάζοντας σε πρώτη προτεραιότητα τη σχέση του με τον άλλο. Σε αυτήν την περίπτωση καταφέρνει να υπερβεί τη χοϊκότητα του και την ενδοκοσμική του στάση συνειδητοποιώντας την δυνατότητά του ότι μπορεί να πετύχει τα αναγκαία αφού πρώτα συνάψει αληθινές σχέσεις με τους συνανθρώπους του.
Ίσως πει κάποιος ότι οι ανάγκες παραμένουν ίδιες είτε έτσι είτε αλλιώς. Όταν σχετιστεί κανείς πρώτα με τον διπλανό του προτού ιεραρχήσει τις ανάγκες του ξεφεύγει από την υλική σφαίρα των επιθυμητικών αναζητήσεων και αλλάζουν οι όροι και η διαβάθμιση των αναγκών.
Απόδειξη για το ότι οι Έλληνες ιστορικά θεωρούσαν ελευθερία όχι μόνο την εγκράτεια από την πολυφαγία και την λαιμαργία αλλά και την προηγηθείσα καλή σχέση τους με τον άλλο και μετά την ικανοποίηση των αναγκών τους είναι η ασκητική φιλοσοφία των πυθαγόρειων, των κυνικών, των στωικών και των χριστιανών. Και όταν λέμε ασκητική ζωή εννοούμε την εγκράτεια των αισθήσεων (ακοή, όραση, όσφρηση, γεύση, αφή) από τον αχαλίνωτο χορτασμό τους ο οποίος συγχύζει το νου και θέτει στο κέντρο της καρδιάς του τον ακόρεστο πόθο για τα γήινα.
Άρα το νεωτερικό άτομο «ελευθερία» θεωρεί προτεραιότητα την απόκτηση υλικών αγαθών και τις απολαύσεις αποκόβοντας τον εαυτό του από τους άλλους, ενώ το ελληνικό άτομο θέτει ως πρώτη προτεραιότητα τη σχέση του με τους άλλους, πιστεύοντας ότι με αυτόν τον τρόπο θα είναι ηθικό παρεπόμενο δεύτερης σημασίας η ικανοποίηση των αναγκών του.
Ελευθερία για την ελληνική φιλοσοφία και παράδοση είναι να απέχει κανείς από την έμμονη ικανοποίηση των αναγκών του. Με αυτόν τον τρόπο του βίου εισάγει κανείς τον εαυτό του σε μια άλλη λογική, σε έναν άλλο κόσμο πέραν του φυσικού κατορθώνοντας να υπερβεί τη φυσικότητα του κόσμου τούτου πετυχαίνοντας την αληθινή ελευθερία από τα δεσμά της ανάγκης και της μοίρας. Για αυτό για τους Έλληνες η ενασχόληση με τον πολιτικό βίο είναι κοινό άθλημα και όχι ιδιωτεία.
Αξίζει να σημειωθεί ότι οι σημερινοί Έλληνες πρώτα πρέπει να καταστούν «ελληνικά άτομα» και μετά «πρόσωπα». Τι είναι άραγε τώρα; Ψευδονεωτερικά άτομα…
Άρα "ελευθερία" για τον ελληνικό τρόπο του βίου είναι πρωτίστως η σχέση.
Η ανθρωπολογική κλίμακα για τον ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΟΙΝΟΤΙΣΜΟ είναι η εξής:
Α) Ο ΚΟΛΕΚΤΙΒΙΚΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ό,τι κάνει το κάνει από φόβο, απαγορεύεται να διαφοροποιηθεί από τους υπόλοιπους και είναι υποχρεωμένος να υποτάσσεται στην ομάδα.
Β) Το ΝΕΩΤΕΡΙΚΟ ΑΤΟΜΟ λειτουργεί με τη μηχανική σκέψη, καλλιεργεί δηλαδή μόνο ένα μέρος των ψυχικών δεξιοτήτων του ( μόνο το λογιστικό) καθιστώντας τον εαυτό του εξάρτημα, συμπλήρωμα του συστήματος και χρονοανταλλακτικό, ενώ πρώτιστος στόχος του είναι η απόκτηση υλικών αγαθών και οι απολαύσεις)
Γ) Το ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΤΟΜΟ αποτελεί το πραγματικό άτομο το οποίο έχει αναπτύξει και τα τρία τμήματα της λειτουργίας του ψυχισμού του (λογιστικό, θυμικό, επιθυμητικό) και έχει συγκροτήσει μια πολιτική κοινωνία σχέσεων (αρχαιοελληνικός κοινοτισμός) επιτυγχάνοντας στο πολιτικό επίπεδο τη «δικαιοσύνη».
Δ) Το ΠΡΟΣΩΠΟ αποτελεί ένα ανώτερο είδος αυτόνομου και συλλογικού συνάμα ατόμου το οποίο πάνω από όλα θέτει την ανιδιοτέλεια και την αγάπη στις σχέσεις του με τους συνανθρώπους του αναζητώντας τη συγκρότηση της κοινωνίας του αληθούς (των σχέσεων) και όχι της χρείας (των υλικών αναγκών).
Ας μη θεωρήσει κανείς ότι όλα αυτά είναι μια μελλοντική ουτοπική εικασία για το πώς θα μπορούσε να συγκροτηθεί ένας άλλος τύπος ανθρώπου. Στον ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΟΙΝΟΤΙΣΜΟ με απλά λόγια συνυπάρχουν η αγορά (κοινωνικές και οικονομικές σχέσεις), η άμεση δημοκρατία (υποχρεωτικά δημοψηφίσματα- θεσμοθετημένες πολιτικές σχέσεις) και η εκκλησία του δήμου (αληθείς σχέσεις).
Στην ελληνική παράδοση οι αληθείς σχέσεις (εκκλησία) λαμβάνουν χώρα έξω από οτιδήποτε έχει σχέση με το κέρδος, την ανάγκη, το ωφέλιμο, την απόλαυση. Είναι η απόλυτη κοινωνία σχέσεων στην οποία δεν παρεμβάλλεται τίποτα που να εμποδίζει την αγνή νοερή συνεύρεση των νοουμένων και βιωμένων στο τρισύνθετο του ανθρώπινου είναι.
Ο όρος «εκκλησία» είναι καθαρά αρχαιοελληνικός και έχει μετακομιστεί και στη χριστιανική παράδοση. Ως «Εκκλησία» για τους Έλληνες εννοείται ο μεταφυσικός πόλος μιας κοινότητας σχέσεων προσώπων στην οποία εκλείπουν οι ιδιοτελείς σχέσεις. Μέσα στην όντως εκκλησία η περιρρέουσα κατάνυξη απελευθερώνει εσώψυχα στους ανθρώπους μια συναρπαστική αμοιβαία έλξη να άρουν τον ενδοκοσμικό εαυτό τους έξω από κάθε «χρήσιν» και να βιώσουν το υπερβατικό. Τι εννοούμε έξω από «χρήσιν»; Να πράττω πράγματα που δεν έχουν κανένα αναγκαίο ή ιδιοτελή σκοπό (παράδειγμα: ας σκεφτούμε ότι, όταν παίζουμε με τα παιδιά μας, δεν το κάνουμε ούτε για να κερδίσουμε κάτι υλικό ή χρήμα αλλά ούτε και κάτι για τον εαυτό μας, το κάνουμε από αγάπη και χαρά). Τι εννοούμε όταν λέμε υπερβατικά; Ο άνθρωπος δεν αποτελεί απλά ένα φυσικό ον, το οποίο είναι μέρος της φύσης. Ο άνθρωπος έχει τη δυνατότητα να ξεπερνά τις φυσικές νομοτέλειες αλλάζοντας τους όρους κάτω από τους οποίους υπάρχει η φύση, επειδή είναι ανώτερος από τη φύση (χωρίς αυτό να σημαίνει ότι έχει δικαίωμα να την αντιμετωπίζει ως αντικείμενο κτήσης και αλλοτρίωσης).
Μη σκεφτείτε ότι όλα αυτά είναι δικές μας κατοπινές επινοήσεις. Οι προσωκρατικοί φιλόσοφοι, οι κλασσικοί φιλόσοφοι και πολλοί σύγχρονοι Έλληνες στοχαστές διακηρύττουν και μαρτυρούν μέσα από τα βαθυστόχαστα κείμενά τους τον ελληνικό τρόπο του βίου……