ΕΤΙΚΕΤΕΣ

Η ΑΥΤΟΝΟΜΙΑ ΣΤΟΝ ΧΕΓΚΕΛ ΚΑΙ ΤΟΝ ΚΑΣΤΟΡΙΑΔΗ

Η ζωγραφική είναι ποίηση που σιωπά» | naftemporiki.gr

Του Μιχαλόπουλου Αθανάσιου

Ο Κορνήλιος Καστοριάδης αποτελεί ίσως τον μοναδικό από τους σύγχρονους πολιτικούς φιλοσόφους που πραγματεύτηκε ολοκληρωμένα την έννοια της αυτονομίας, έναν όρο στον οποίο υπεισέρχονται πολλοί παράγοντες προκειμένου να προσδιοριστεί θεωρητικά και πρακτικά-ηθικά στον πολιτικό και κοινωνικό βίο. Η πολιτική αυτονομία για την οποία κάνει λόγο ο Καστοριάδης συνδέεται άμεσα με την εφαρμογή ενός πολιτεύματος με βάση τον αμεσοδημοκρατικό ανθρωποκεντρικό  κοινοτισμό. Τι σημαίνει η πολιτική αυτονομία στον Καστοριάδη; Προφανώς σημαίνει μια επί του συνόλου του ανθρώπινου βίου πολιτική φιλοσοφία, ένα κοινωνικό πρόταγμα που θα απασχολήσει τις σύγχρονες κοινωνίες σίγουρα στο μέλλον. 

Η πολιτική αυτονομία στον Καστοριάδη συνδέεται με την πολιτική αυτοδιάθεση, την αυτοκυβέρνηση και την αυτοπραγμάτωση μιας κοινωνίας. Ας κατανοήσουμε με λίγα λόγια στην πράξη πώς γίνεται κάτι τέτοιο αντιληπτό. Αυτονομία μιας κοινωνίας εννοείται ως η κατοχυρωμένη συνταγματικά δυνατότητα για λήψη όλων των πολιτικών αποφάσεων από τους πολίτες της μέσα από τη θεσπισμένη συμμετοχή τους στα κοινά της πόλεως. Προϋπόθεση για μια τέτοια  πολιτική και κοινωνική αυτονομία αποτελεί πρώτα η ατομική αυτονομία του πολίτη και σε αυτό το σημείο είναι απαραίτητη η αναφορά στην αυτονομία όπως την πραγματεύεται ο Χέγκελ. Το άτομο, κατά τον Χεγκελ, σε μια κοινωνία οδηγείται σταδιακά στον δρόμο προς την αυτονομία εφόσον στο τέλος αποτινάξει από το δημιουργικό φαντασιακό του κάθε αυθεντία έξω από αυτό, είτε θρησκευτική είτε μεταφυσική, που απορρέει από μορφές ολιγαρχικής εξουσίας (αντιπροσωπευτικό σύστημα και ιερατείο) και η οποία καθορίζει τόσο τις σχέσεις του με τους άλλους όσο και τη δυνατότητά του να ρυθμίζει την πολιτική ζωή (ετεροθέσμιση). 

Πρώτιστο μέλημα για να οδηγηθούμε στην πολιτική και κοινωνική αυτονομία είναι η ατομική αυτονομία στο βαθμό που μέσω αυτής έχει εξοριστεί καθετί που εμποδίζει την ελεύθερη ανάπτυξη του ατόμου καθ εαυτού, καθετί που περιορίζει την πολιτική ελευθερία και την δίκαιη ανθρωποκεντρική έλλογη οργάνωση της κοινωνίας. Μόνο όταν ο πολίτης μάθει να σκέπτεται στη σφαίρα του Λόγου, με το δικό του κεφάλι, για το πώς θα διάγει τον πολιτικό του βίο συνυπάρχοντας με τους άλλους, θα μπορέσει να αναπτύξει τις προϋποθέσεις για την πολιτική και κοινωνική αυτονομία.  Όπως στον Χέγκελ ο Λόγος αναδύεται μέσα από την ορθολογική πραγμάτευση του ίδιου του ανθρώπινου πνεύματος φθάνοντας στην αυτοπραγμάτωση, έτσι και στην αυτονομία του Καστοριάδη μια κοινωνία συγκροτείται μέσα από την αυτοθέσμιση, δηλαδή οι ίδιοι οι πολίτες διαμορφώνουν και θεσπίζουν τους νόμους του κράτους που αφορούν τον εαυτό τους με βάση τη διαρκή επικαιροποίηση της δημόσιας πολιτικής βούλησής τους, εξορίζοντας κάθε θρησκευτικό ή μεταφυσικό στοιχείο που καλλιεργεί τόσο τον φόβο για το επέκεινα, την απέχθεια για τη φιλοσοφία και την ελεύθερη σκέψη όσο και τη διατήρηση θεοκρατικών ή μισαλλόδοξων δογμάτων στην παιδεία και την κοινωνία.  Η δυνατότητα των πολιτών να διαμορφώνουν το σύνολο των πολιτικών αποφάσεων απορρέει από τις καθημερινές τους ανάγκες που αναδύονται από τη συμμετοχή των πολιτών στην παραγωγική διαδικασία, από την αγορά του Λόγου των πολιτών στους δήμους και από τις δημόσιες διαβουλεύσεις σε όλα τα επίπεδα της διοικητικής διάρθρωσης της κοινωνίας (γειτονιές, δημοτικές κοινότητες, δήμοι, περιφέρειες, κεντρικό κράτος). 

Όπως στον Χέγκελ όλη η γνώση του ανθρώπου για τον εαυτό του και για τον κόσμο πηγάζουν από τον ίδιο τον ανθρώπινο Λόγο του Πνεύματός του εξορίζοντας δια παντός κάθε θρησκευτική ή μη αυθεντία, έτσι και στον Καστοριάδη όλοι παντελώς οι νόμοι  της πολιτείας που είναι δημιούργημα της καθολικής βούλησης των πολιτών πηγάζουν από τους κατά Λόγον σκεπτόμενους πολίτες. Ισχυρίζονται τόσο ο Καστοριάδης όσο και ο Χέγκελ ότι μια τέτοια κατά Λόγον αυτονομία και συγκρότηση της κοινωνίας από τους πολίτες στη βάση της ελευθερίας απορρίπτει κάθε εξωτερικής θεοκρατικής υφής θρησκευτικό ή μεταφυσικό στοιχείο. θα ισχυριστεί κάποιος ότι πρόκειται για απόλυτο εξοβελισμό της θρησκείας από την κοινωνία; Όχι. Πρόκειται για μια πρόταση απόλυτου διαχωρισμού του κράτους από κάθε θρησκεία και από τους δύο φιλοσόφους. Η θρησκεία με τους ανορθολογικούς τελετουργικούς τύπους της δεν εξορίζεται αλλά μετατοπίζεται στον ιδιωτικό χώρο. Δεν είναι δυνατόν το ανορθολογικό στοιχείο που κομίζει η θρησκεία με τη σημειολογική παράσταση, την οποία μετέρχεται για να τέρψει συναισθηματικά και πρόσκαιρα, να μετατρέπεται σε βάση για να στηριχτεί ο κοινός δημόσιος ορθός Λόγος. Και μας προτάσσει ο Χέγκελ, για όσους έχουν επιφυλάξεις περί της πρότασης, την ανθρωπολογική φιλοσοφική ανάγνωση από την πραγμάτευση που ολοκληρώθηκε με την επιστήμη της λογικής. Ο άνθρωπος, μας λέει, έχει τη δυνατότητα να συλλάβει με βάση τον Λόγο του πνεύματός του την αλήθεια για τον εαυτό του και για τα πράγματα χωρίς τη μεσολάβηση κάποιου θεού ή θρησκευτικού δόγματος με τα δοτά τελετουργικά του στοιχεία, εφόσον ο ανθρώπινος νους μέσα από τον φιλοσοφικό Λόγο μπορεί να αποτελέσει ο ίδιος την πηγή κάθε αλήθειας, ακόμα και σε περίπτωση που υποτεθεί η ύπαρξη κάποιας θεότητας. Για τον Χέγκελ κάθε ον που μπορεί να κομίσει Λόγον, όπως ο άνθρωπος, ενέχει μέσα του a priori τη δυνατότητα να συλλάβει την αλήθεια, γιατί ο Λόγος είναι χαρακτηριστικό θείας ιδιότητας.