ΕΤΙΚΕΤΕΣ

ΚΑΣΤΟΡΙΑΔΗΣ - ΤΟ ΜΑΓΜΑ ΣΗΜΑΣΙΩΝ ΩΣ ΠΗΓΗ ΘΕΣΜΙΣΗΣ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΚΑΙ Η ΤΕΧΝΗ ΤΟΥ ΜΥΘΟΥ




Του Μιχαλόπουλου Αθανάσιου

Οι περισσότεροι γνωρίζουν τον Κορνήλιο Καστοριάδη για την πολιτική του φιλοσοφία, ενώ μπορούμε να ισχυριστούμε ότι η οντολογία του, στη βάση της οποίας στηρίχτηκε και το πρόταγμά του για την αυτονομία, είναι η πιο ενδιαφέρουσα από όσες εμφανίστηκαν τον 20ο αιώνα, παρ΄ότι λίγοι έχουν ασχοληθεί με αυτήν. Όπως θα διαφανεί στη συνέχεια, η οντολογία του Καστοριάδη αποτελεί μια σημαντική τομή για να δούμε πάλι από τη αρχή το "Είναι" της παραδοσιακής οντολογίας από τους προσωκρατικούς μέχρι και τον Φίχτε και τον Χάιντεγκερ. 

Η καστοριαδική οντολογία αποβλέπει καθαρά στη συγκρότηση του κοινωνικού όντος μέσα στο οποίο συλλαμβάνει την πρακτική ζωή και το σύνολο των διαδικασιών που συγκροτούν την κοινότητα. Για τον Καστοριάδη, η κοινωνική διαδικασία είναι η γέννηση ριζικά διαφορετικών μορφών, μια δημιουργική αυτοοργάνωση, ή αλλιώς, η συνεχής διάπλαση νέων τύπων πράξης που λαμβάνουν χώρα μέσα στον βίο. Ουσιαστικά η κοινωνική διαδικασία αποτελεί αυτοθέσμιση και οντολογική γένεση συνεχώς νέων "κόσμων" ή νέων μορφών πράξης. Ο φιλόσοφος επιχειρεί μια σύζευξη του πρώιμου Φίχτε και του όψιμου Χάιντεγκερ.


Είναι αναγκαίο να θυμηθούμε, στην περίπτωσή μας, τη φιχτιανή θέση του υποκειμένου που θέτει τον εαυτό του ως ΕΓΩ στην επιστημολογία του Φίχτε. Στον Φίχτε, κάθε φορά που το ΕΓΩ, δηλαδή το πνεύμα μας, η σκέψη μας, θέτει ένα περιεχόμενο και σκέφτεται ή λογίζεται σχετικά με αυτό, αναδύονται ταυτόχρονα δύο στοιχεία: α. το ΜΗ ΕΓΩ (ο κόσμος έξω από την ενέργεια της σκέψης, ως το περιεχόμενο που εισήλθε στο ενέργημα της σκέψης), αλλά και β. το ΝΕΟ ΕΓΩ (ως η ενέργεια της σκέψης μας) ανανεωμένο, δηλαδή καθώς επιστρέφει από το ΜΗ ΕΓΩ μαζί με την εξωτερική γνώση που συμπεριέλαβε, κομίζει πλέον νέα δομή στο ενέργημα του. Ο Καστοριάδης στηριζόμενος στη βασική αυτή θέση του Φίχτε, στη θέση του ΕΓΩ, ως υποκειμένου που θέτει τον εαυτό του, εμφάνισε την Κοινωνία η οποία θεσμίζει τον εαυτό της, και αυτό που θεσμίζεται στην περίπτωσή της αποτελεί μια δημιουργική κατανόηση του κόσμου, μια ρηξικέλευθη νοηματοδότηση των πραγμάτων με τη φανέρωση ενός πλαισίου πολλαπλών σημασιών για τα πράγματα και τους θεσμούς της. Αυτό το νόημα που αποκαλύπτει το πώς υπάρχει ο κόσμος αποκαλείται από τον Καστοριάδη κεντρικό φαντασιακό, δηλαδή ένα μάγμα σημασιών που ξεπετάγεται από το ηφαίστειο του ιστορικού χρόνου και διαχέεται μέσα στους κοινωνικούς θεσμούς:

"Η ιστορία είναι αδύνατη και αδιανόητη έξω από την παραγωγική ή δημιουργική φαντασία, έξω από αυτό που ονομάσαμε ριζικό φαντασιακό, όπως αυτό εκδηλώνεται ταυτόχρονα και αδιάρρηκτα στο ιστορικό πράττειν και στη συγκρότηση ενός σύμπαντος σημασιών."                                        [σελίδα 217, Η φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας]

Η φαντασία για τον Καστοριάδη, όπως και στον Φίχτε, αποτελεί τη θεμελιώδη βάση για όλες τις συνθέσεις της υποκειμενικότητας, ή για να το εκφέρω πιο απλά, η δημιουργική φαντασία είναι το θεμέλιο της συνείδησης, κάθε δυνατότητας να σκεφτόμαστε. Το φαντασιακό, λοιπόν, ορίζει το ύφος της ζωής, το "πνεύμα' μιας κοινωνίας και μιας εποχής. Σίγουρα ο Καστοριάδης πετυχαίνει άριστα να αναδείξει την πηγή του τρόπου που αναπτύσσεται και εξελίσσεται η κοινωνία και οι θεσμοί που την χαρακτηρίζουν, που δεν είναι άλλη από αυτό το μάγμα σημασιών που αναδύεται από τη θέσμιση που επιτελεί η ίδια η κοινωνία. Πώς μπορούμε εμείς, ως σκεφτόμενα άτομα, να συλλάβουμε κατανοητικά αυτό το μάγμα σημασιών το οποίο είναι το κρυμμένο θεμελιακό νόημα πάνω στο οποίο βασίζεται η δόμηση των κοινωνικών θεσμών ή ηθών μιας κοινωνίας; Κατά τη γνώμη μου, αυτό που δύναται να αποκαλύψει το νόημα αυτό που κομίζουν τα μάγματα σημασιών είναι η γλώσσα μιας κοινωνίας, αυτή μόνο κομίζει μια αποκαλυπτική λειτουργία του νοήματος, όχι στηριζόμενοι τόσο στην μορφολογική δομή της, όσο στη σημασιολογική διάστασή της, ένα καίριο ζήτημα για το οποίο θα γίνει πάλι λόγος παρακάτω.

Θα αποπειραθούν, μας λέει ο Καστοριάδης, πολλοί να συλλάβουν το νόημα, το μάγμα σημασιών με βάση το οποίο θεσμίζει τον εαυτό της μια κοινωνία μέσω της διάνοιας, της λογικής ικανότητας, αλλά κάτι τέτοιο είναι ανέφικτο, γιατί η "κατανόηση" θέσμισης ενός θεσμού ή μιας κοινωνικής πράξης υπερβαίνει τις δυνατότητες της λογικής σκέψης, εφόσον η "διάνοια" κυριαρχείται από την  υπερχειλίζουσα πληθώρα σημασιών του φαντασιακού. Αυτό μαρτυρά δύο διαπιστώσεις. Πρώτα, ότι το αίτημα της ατομικής και συλλογικής αυτονομίας μένει μετέωρο, εφόσον θεωρούνται αδύνατες οι προϋποθέσεις για τη συγκρότηση της χειραφέτησης της κοινωνίας στην προοπτική ενότητας της κοινότητας με βάση την κυριαρχία του δημοκρατικού δήμου. Δεύτερον, αυτό το φαντασιακό, ως μάγμα σημασιών, φαίνεται ότι κατευθύνεται από το ασυνείδητο και τις εσωτερικές ορμές του ατόμου πριν ακόμα και από τη γλώσσα που είναι το κυρίαρχο κοσμοπλαστικό μέσον του κοινωνικού φαντασιακού. Αυτό μαρτυρά ότι κάθε προσπάθεια συγκρότησης μιας αυτόνομης έλλογης κοινωνίας (δομημένης με βάση τον κοινοτισμό) που να αυτοθεσμίζεται διαρκώς με βάση τον ορθό λόγο όπως τον συλλαμβάνουμε στην πρακτική ζωή σήμερα φαίνεται αδύνατη. Πώς το διαπιστώνουμε αυτό; Κάθε άνθρωπος που έρχεται στη ζωή, στην παιδική του ηλικία κομίζει έσω του έναν φανταστικό ιδιωτικό κόσμο που απορρέει από την εσωτερική φύση του ως καθορίζουσα το ατομικό φαντασιακό του. Αυτός ο ιδιωτικός ιδιαίτερος κόσμος του παιδιού κατά τη διάρκεια της ανάπτυξής του συγκρούεται με τον κοινωνικό θεσμισμένο κόσμο και στη συνέχεια, μετά τη λύση της οιδιπόδειας σύγκρουσης,  εντάσσεται και υποτάσσεται σε αυτόν. Ας θυμηθούμε εδώ τον Ρουσσό στο έργο του "Αιμίλιος", στο οποίο ισχυριζόταν ότι μέσα στις θεσμισμένες ετερόνομες κοινωνίες του καιρού του αποδυναμωνόταν μέσα στο παιδί το ατομικό ψυχικό ρεύμα του, το οποίο αναβλύζει από τις πηγές της ιδιαίτερης υποκειμενικής φύσης του, και αλλοτριώνεται ως άνθρωπος, εφόσον το ψυχικό αυτό ατομικό ρεύμα συναγωνιζόταν στην αρχή το συλλογικό ρεύμα του φαντασιακού της κοινωνίας (ήθη, έθιμα, θρησκεία, κοινωνικοί θεσμοί, προκαταλήψεις, δίκαιο) και στο τέλος υποτασσόταν. Τι εννοούμε όταν μιλάμε για κοινωνία αυτόνομη ή για κοινωνία ετερόνομη; Μια κοινωνία είναι αυτόνομη στο βαθμό που όλοι οι πολίτες συμμετέχουν απόλυτα στα κοινά και οι ίδιοι λαμβάνουν τις αποφάσεις τους για όλα τα ζητήματα μέσα από κοινωνικούς θεσμούς που οι ίδιοι έχουν συγκροτήσει και οι οποίοι θεσμοί αναπαράγουν την καθολική βούληση του συνόλου των πολιτών πάλι στους ίδιους και συμβάλλουν στην καλλιέργεια του πνεύματος των πολιτών στη βάση της ελευθερίας και της συλλογικότητας. Ετερόνομη είναι μια κοινωνία στην οποία οι πολίτες λειτουργούν ως "ιδιώτες", αποκομμένοι από τα κοινά και την δημόσια σφαίρα του λόγου διάγοντας βίο ανελευθερίας. 

Ο Καστοριάδης ανέδειξε με το έργο του έναν σπουδαίο τρόπο κατανόησης τόσο του τρόπου συγκρότησης του κοινωνικού θεσμού όσο και το ψυχικό και αναπτυξιακό υπόβαθρο της ανθρώπινης φύσης σε σχέση με την κοινωνική προοπτική του. Ήταν απόλυτα λογική η ενασχόλησή του με την πολιτισμική ιδιαιτερότητα του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού, εφόσον αποπειράθηκε να μελετήσει, να κατανοήσει και να συλλάβει με ποιον τρόπο κατόρθωσε ο ελληνικός πολιτισμός των ύστερων αρχαϊκών και κλασικών χρόνων να δομήσει κοινωνίες  αυτόνομες, αυτοθεσμισμένες και ψυχικά υγιείς. 

Πώς θα μπορούσαμε να δομήσουμε μια κοινωνία όπως την οραματιζόταν ο Καστοριάδης, μια κοινωνία στην οποία θα αντικατοπτριζόταν ένας νέος ανθρωπολογικός τύπος της νέας εποχής του 21ου αιώνα;  Μόνο εάν καταφέρναμε να συλλάβουμε την ουσία του ατομικού μάγματος σημασιών, κάτι στο οποίο υπεισέρχονται βαθύτεροι παράγοντες που μπορεί να μην έχουμε υποψιαστεί καν και να είναι πραγματικά δίπλα μας. Η μυθολογία, και μάλιστα η ελληνική, είναι η μεγάλη μας οδηγός, πρώτα του καθενός μας ατομικά. Η μυθολογία κομίζει κωδικές σημασιοδοτήσεις για κάθε πτυχή του ανθρώπινου βίου και κάθε κοσμογονική πλήρωση του όντος, μέσα στη δομή των μύθων και τις υποδηλώσεις των συνεκφορών και των όρων συγκροτείται μια παγκόσμια πανανθρώπινη αθέατη γλώσσα των κωδικοποιημένων μορφών του συμπαντικού πνεύματος. Η εντρύφηση στη μυθολογία μόνο μύηση μπορεί να νοείται. Και όταν λέμε να εντρυφούμε στη μυθολογία εννοούμε τη σύλληψή της σε κάθε μορφή τέχνης που την κομίζει, από το αρχαίο δράμα μέχρι την νεότερη τέχνη, ή την ποίηση που μετέρχεται τον μύθο για να εκφράσει ψυχικές ασυνείδητες διαθέσεις. Οι Σεφέρης και Ελύτης γνώριζαν άψογα, αλλά λίγοι τους καταλάβαιναν, για αυτό και δεν συνάρμοσαν την υψηλή τέχνη με το συλλογικό μας φαντασιακό, γιατί κάτι τέτοιο πολιτικά και μόνο είναι αδύνατο.

Η μυθολογία εν γένει αποτελεί, λοιπόν,  μια κοινωνική υπερκατασκευή των αρχαίων φιλοσόφων και ποιητών μας απόλυτα σύμφωνη με το συλλογικό φαντασιακό της κοινωνίας τους, μια μυθολογία στην οποία έχει κωδικοποιηθεί σε μορφή δομικών παραστάσεων όχι μόνο η αληθινή γνώση για την οντολογία και τη θεογονία των κόσμων με ορθολογικό τρόπο αλλά και η απαραίτητη πνευματική τροφή για το ατομικό μας ψυχικό και ζωογονικό φαντασιακό προκειμένου να εκδηλώνεται και να κομίζεται το ίδιο ως δυναμική πληροφοριακή δόνηση σε κάθε σκέψη, σε κάθε ψυχοφυσικό νευρώνα και επιτηδευμένη κινητική μας έκφραση. Οι συλλογικοί μύθοι στοιχειώνουν τα πάντα σε μια αυτοθεσμισμένη κοινωνία, όπως η αρχαία ελληνική, βρίσκονται παντού μέσα στην πόλη: στους ναούς, στους δημόσιους δρόμους, στις πλατείες, στις παλαίστρες, στις ακαδημίες, στα εσωτερικά των σπιτιών, στα αγγεία, στην τέχνη, στον λόγο. Λόγος και ατομικό μάγμα σημασιών ήταν ανάγκη να συζευγνύονται, να συνθέτουν την αποβλεπτική παρακαταθήκη.  Έτσι πρέπει να κάνουμε και τώρα.

Αναρωτηθήκαμε ποτέ άραγε γιατί δεν δημιουργούμε (δήμος=λαός) συλλογικούς μύθους ως κοινωνία; Μα δεν υπάρχει καν κοινωνία. Μόνο σύνολα από ατομικότητες. Δεν δημιουργούμε καν ούτε συλλογικά ποιήματα. Μόνο κάποιοι μεμονωμένα ποιητές έραψαν μερικούς στίχους, αλλά και αυτοί ως ιδιώτες, όπως είπαμε. Από τη στιγμή που εμείς, οι σύγχρονοι άνθρωποι, θα αρχίσουμε να πλάθουμε τους σύγχρονους συλλογικούς μας μύθους προκειμένου εκεί, μέσα σε αυτούς, να εγγράψουμε τις ύψιστες δημιουργικές μας ενατενίσεις για την ψηλάφηση του ανέγγιχτου, του ασυνείδητου, του ασύλληπτου, του  άρρητου και του απύθμενα ωραίου, τότε όλα θα είναι εφικτά.

Βιβλιογραφία
Η φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας, Κορνήλιος Καστοριάδης
Ο φιλοσοφικός λόγος της νεωτερικότητας, Γιούργκεν Χαμπέρμας