ΕΤΙΚΕΤΕΣ

ΜΥΘΟΣ ΚΑΙ ΦΑΝΤΑΣΙΑΚΟ ΣΤΗ ΘΕΣΜΙΣΜΕΝΗ ΨΥΧΑΝΑΛΥΣΗ




1ο. Η σημαντικότητα της αρχαιοελληνικής σκέψης ως οικουμενική σκέψη για την ερμηνεία αυτής καθαυτής της ζωής και της ανθρώπινης παρουσίας και δραστηριότητας, όπως και η διαρκής επικαιρότητα της σε όλους τους τομείς της σύγχρονης ζωής μας, είναι δεδομένη. Δεδομένη, είναι επίσης, η άρρηκτη σχέση ψυχανάλυσης και αρχαιοελληνικής σκέψης. Βασικά νοήματα της ψυχανάλυσης ως ψυχολογικής, ανθρωπολογικής και κοινωνικής επιστήμης είτε έχουν μεταφερθεί μέσα της αυτούσια, από τη μεγάλη δεξαμενή νοημάτων της αρχαιοελληνικής σκέψης είτε έχουν εξαχθεί με βάση εκείνη. 
Το κεντρικό και μείζον νόημα της αρχαιοελληνικής σκέψης και εκείνο που την κάνει να ξεχωρίζει από όλους τους άλλους πολιτισμούς και ταυτόχρονα, να αποκτά μια οικουμενικότητα, στην πορεία της εξέλιξης της, είναι η εμφάνιση της νόησης, της λογικής. 
Ο Χ. Θεοδωρίδης στο έργο του, "Εισαγωγή στη φιλοσοφία" (1954), ερμηνεύοντας τη γέννηση της φιλοσοφίας, υποστηρίζει ότι προέκυψε από την ανάγκη του ανθρώπου να εξηγεί με έναν ορθολογικό τρόπο, με τη νόηση, τη ζωή και τη φύση, τα κοινωνικά και τα φυσικά φαινόμενα. Υποστηρίζει ότι οι άνθρωποι είχαν πάντα την τάση να εξηγούν τον κόσμο και καταρχήν τα φυσικά φαινόμενα., πρώτα το επιχείρησαν με ένα υπερφυσικό τρόπο, μέσω του μύθου και της μυθοπλασίας (βλ. μυθολογία) και δεύτερο, μέσω της νόησης και της λογικής, δηλαδή της φιλοσοφίας. 
Στον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, αυτή η ανάγκη του ανθρώπου να ερμηνεύει τα ακατανόητα πολλές φορές φυσικά ή κοινωνικά φαινόμενα, οφείλεται στη γενικότερα έμφυτη τάση του να επιδιώκει να τα προσεγγίζει και να τα κατακτά, ώστε να μπορεί στη συνέχεια να θέτει τα πλαίσια της ζωής του, σε αντιπαράθεση με το θάνατο, να  δημιουργεί, να θεσμίζει, να φτιάχνει πολιτισμό. 
Ωστόσο το πλήθος των φιλοσοφικών υποθέσεων που αναπτύχθηκαν από την εποχή των Προσωκρατικών φιλοσόφων έως και τον Επίκουρο, αλλά και η αντίστοιχη ανάπτυξη της αρχαιοελληνικής λογοτεχνίας με τη συγγραφή των τραγωδιών, αναδεικνύουν συνεχώς τη διαπλοκή του μύθου με τη νόηση, τη διατύπωση νέων μυθοπλασιών και κυρίως την έκφραση των μύθων μέσω ορθολογικών σχημάτων. 
Αυτή την τομή που επιχειρήθηκε στη σκέψη των αρχαίων Ελλήνων με την εμφάνιση της φιλοσοφίας, πρώτα με τους Προσωκρατικούς φιλοσόφους, διαχωρίζοντας τον μύθο από τη νόηση, την ενστερνίστηκε απόλυτα η ψυχανάλυση. 
Ο Freud προσπαθώντας να κατανοήσει και να ερμηνεύσει την ανθρώπινη φύση στο σύνολό της και στηριζόμενος στην αρχαιοελληνική σκέψη, κατασκεύασε μια διαλεκτική ψυχολογική και ανθρωπολογική θεωρία του ασυνείδητου, την ψυχανάλυση, στην οποία χρησιμοποίησε ως βάση την  ανθρώπινη ενορμητική διαδικασία, δηλαδή, το δίπολο, την μείζονα αντίθεση, ζωή και θάνατος, στην οποία, όμως συμπεριέλαβε την και την παραπάνω διαπίστωση. Ο μύθος ως η κατασκευή του υποκειμένου που βρίσκεται σε ψυχανάλυση και η ακολουθούμενη ανάλυση και ερμηνεία του, αποτελούν έναν από τους πυλώνες της διαδικασίας της ψυχαναλυτικής τεχνικής. 
Αντίστοιχα ο Καστοριάδης, μέσω της διατύπωσης των εννοιών φαντασία και φαντασιακό και κυρίως με την καθιέρωση των συγκεκριμένων νοημάτων, που τους προσέδωσε, εξηγεί την κοινωνική, την ανθρωπολογική και την ψυχική διαδικασία έκφρασης του ανθρώπου και με βάση τη διαρκή του ανάγκη για θέσμιση. Θεωρεί ότι η ανάγκη του ανθρώπου να θεσμίζει είτε δημιουργώντας μύθους και δοξασίες, τοτέμ και ταμπού, είτε νόμους και θεσμούς μέσα σε ένα θεσμικό πλαίσιο αναφοράς, αποτελεί πρωταρχική ψυχική, ανθρωπολογική και κοινωνική λειτουργία, η οποία εκφέρεται από τη δυνατότητα του "επιθυμείν" και του "κατέχειν". Πρόκειται για το ριζικό και το κοινωνικό φαντασιακό, αντίστοιχα. 
Τα ανθρωπολογικά φαντασιακά, λοιπόν, οι πολιτισμοί, αφορούν σε φαντασιακές  διαφορές και έτσι επιδέχονται την ερμηνεία και φυσικά την κριτική. Σε ότι αφορά ειδικότερα στην τροποποίηση ή στην αλλαγή ενός θεσμικού πλαισίου, παρατηρούμε ότι δεν αρκεί μόνο η κριτική, αλλά συχνά, είναι απαραίτητη η εμπλοκή στην πράξη, η οποία έχει ως συνέπεια τη σύγκρουση. Επίσης, είναι απαραίτητο να υπογραμμισθεί, ότι ακόμη και μέσα από την κατασκευή νέων θεσμών μπορεί να διαιωνίζονται και να επαναλαμβάνονται, μηχανιστικά τα παλαιά φαντασιακά που επαναλαμβάνουν πάγιες φαντασιακές επιθυμίες και οι οποίες με αυτόν τον τρόπο, τείνουν να καθίστανται απόλυτες αλήθειες. Έτσι, καταλήγουμε, πάλι, μέσω του ορθολογισμού στη μυθοπλασία. 
Ωστόσο, η φροϋδική ψυχανάλυση αποδίδει ιδιαίτερα μεγάλη σημασία στην έννοια της διαλεκτικής πάλης των αντιθέτων. Την θεωρεί ως τη βάση του ανθρώπινου ψυχισμού, ως προς την έκφραση και τη δομή, σε συνειδητό και κυρίως σε ασυνείδητο επίπεδο. Θεωρεί ότι αυτή η διαδικασία έχει ως επακόλουθο να προσδίδει στον ανθρώπινο ψυχισμό μια δυναμική διάσταση σε όλα τα επίπεδα λειτουργίας του. 
Γενικότερα όπως ισχύει για την αρχαιοελληνική σκέψη και για την ψυχανάλυση, η ανθρώπινη φύση εμπεριέχει εκ προοιμίου την αλλαγή της αλλαγής, την αντίθεση της αντίθεσης, το αναπάντεχο και το εφήμερο. Είναι μια πορεία συνεχούς και διαρκούς αντιπαράθεσης και πάλης αντιθετικών ενορμητικών δυναμικών και δομών στο εσωτερικό του υποκειμένου, πολλές από τις οποίες το ίδιο το άτομο ουδέποτε τις κατανοεί και ουδέποτε ασχολείται μαζί τους. Ακριβώς για αυτό ο ψυχαναλυτής γνωρίζει ότι το μόνο που μπορεί είναι να υποθέτει και να ερμηνεύει.

2ο. Στην παρούσα ομιλία μου με γνώμονα την ανάλυση και ερμηνεία των τραγωδιών Προμηθέας δεσμώτης του Αισχύλου[2] και Αντιγόνη του Σοφοκλή[3] και εμπνεόμενος από τη σημαντική συγκριτική μελέτη μεταξύ των δύο που επιχείρησε ο Κ. Καστοριάδης[4], θα θίξω το τόσο ευαίσθητο, αλλά και ακανθώδες θέμα της δομής και λειτουργίας του ψυχαναλυτικού θεσμού. Δηλαδή, κάποιες από τις πλευρές , οι οποίες αφορούν στη δομή και λειτουργία των ψυχαναλυτικών εταιρειών και πως αυτές επηρεάζουν την ψυχική και την τρέχουσα πραγματικότητα των ψυχαναλυτών και των εκπαιδευόμενων, στην προσπάθεια τους για αφομοίωση της θεωρίας, στην καθημερινή άσκηση της ψυχανάλυσης, αλλά και στην κοινωνική τους ζωή. 
Δύο είναι τα κεντρικά νοήματα, ανάμεσα σε άλλα πολλά, τα οποία θα ήθελα να αναδείξω: το ζήτημα της διαρκούς διαπάλης των αντιθέτων και το ζήτημα της αυτοθέσμισης. 
Οι δυο αυτές σημαντικές τραγωδίες, από τις σημαντικότερες σύμφωνα με τον Κ. Καστοριάδη, διαφέρουν χρονολογικά περίπου είκοσι χρόνια (Προμηθέας 460, Αντιγόνη 442, π.Χ.). Ουσιαστικά, όμως αντανακλούν την ίδια πολιτισμική, κοινωνική και πολιτική περίοδο. Ήδη από τα 508 έχει αρχίσει να εγκαθίσταται στην Αθήνα, η δημοκρατία του Κλεισθένη και σιγά-σιγά αποκτούν συγκεκριμένο νόημα οι έννοιες πόλις και πολίτης. Οι αλλαγές σε όλα τα επίπεδα (ατομικό, πολιτισμικό, κοινωνικό, φιλοσοφικό, πολιτικό) που συντελούνται εκείνη την εποχή στην Αθήνα, είναι κοσμοϊστορικές και κλείνουν σαφώς προς την κυριαρχία της ορθολογικής σκέψης και της νόησης. Ωστόσο και παρόλα αυτά, αυτές οι δυο τραγωδίες φέρνουν στο επίκεντρο την αέναη σύγκρουση των διαφορετικών επιθυμιών και συμφερόντων, τόσο σε κοινωνικό επίπεδο όσο και στο εσωτερικό του υποκειμένου αλλά και ταυτόχρονα αναδεικνύουν την επιπλέον σύγκρουση κάθε ατομικής επιθυμίας με τη δυναμική της εξωτερικής πραγματικότητας, η οποία, από τη θέση της εξουσίας την εμποδίζει να εκφραστεί. 
Αυτή η ψυχική διαδικασία θέτει το ζήτημα της δημιουργίας της ψευδαισθητικής ενδοψυχικής πραγματικότητας, η οποία κατασκευάζει την εξωτερική, ανεξάρτητα και σε αντιδιαστολή με το πολιτισμικό και το κοινωνικό γίγνεσθαι. 
Και οι δύο τραγωδίες διαπραγματεύονται ουσιαστικά το ίδιο βασικό ερώτημα, εκείνο της ψυχολογικής, της πολιτισμικής και κοινωνικής προέλευσης του ανθρώπου, αλλά απαντούν από την ακριβώς αντίθετη σκοπιά. 
Ο μεν Αισχύλος απαντάει κατά αρχή με ένα μύθο, δανεισμένο από τη Θεογονία του Ησίοδου, εκείνον του Τιτάνα Προμηθέα και πως αυτός ένας  θεός βοήθησε τους ανθρώπους, προσφέροντας τους ουσιαστικά τη γνώση για τη ζωή και την αναγνώριση της θνητότητας τους, πηγαίνοντας όμως κόντρα στον υπέρτατο θεό Δία. Με αυτό τον τρόπο ο Αισχύλος προσδιορίζει εξ αρχής και το πλαίσιο μέσα στο οποίο πρόκειται να κινηθεί: ερμηνεύει, δηλαδή, το είναι του ανθρώπου κατασκευάζοντας μια μυθική ιστορία. Όλα έχουν μια νομοτελειακή εξήγηση, εκείνη της θεϊκής αιτιότητας. Όλα εξηγούνται και προσδιορίζονται, πάντα σύμφωνα με μια υπέρτατη αρχή. Οι ανθρώπινες υποθέσεις, ουσιαστικά, είναι υποθέσεις των θεών. 
Αντίθετα ο Σοφοκλής δεν προσπαθεί να δημιουργήσει ένα μυθολογικό ή ένα ιστορικό πλαίσιο που θα εξηγεί φαινομενολογικώς ορθολογικά τη σύγκρουση ανάμεσα στον βασιλιά Κρέοντα και στην Αντιγόνη. Προσπαθεί να αναδείξει και αναδεικνύει, την ουσία, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Καστοριάδης και ουσία  είναι κατά τον Σοφοκλή να αναδείξει τα ψυχολογικά αλλά και τα ανθρωπολογικά ζητήματα, που αναφύονται μέσα από αυτή τη σύγκρουση αντίθετων συμφερόντων, προτάσσοντας την αμφίσημη έννοια "δεινόν": τη δυναμική, την ικανότητα του ανθρώπου, η οποία όσο μπορεί να του φέρει την ευτυχία, άλλο τόσο μπορεί να του φέρει και την καταστροφή: πολλά τα δεινά κουδέν ανθρώπου δεινότερον πέλει. Το οποίο θα  μεταφράζαμε ως: πολλές είναι οι δυνάμεις, καμιά όμως δεν είναι όπως η ανθρώπινη. 
Ο Σοφοκλής, σύμφωνος με την κυρίαρχη άποψη της εποχής της ανάπτυξης των δημοκρατικών διαδικασιών και του ορθού λόγου, αλλά και σύμφωνα με τη γενικότερα ανθρωποκεντρική άποψη της αρχαιοελληνικής σκέψης, βάζει πάνω από όλα τον άνθρωπο και το δικαίωμα στην αυτοθέσμιση και στις δημοκρατικές διαδικασίες. 
Ο Αισχύλος ερμηνεύει την επιθυμία για γνώση και ζωή με τον φόβο που μπορεί να προκαλεί στη διεκδίκηση της η εσωτερική και η εξωτερική πραγματικότητα του ανθρώπου, ανασύροντας ένα μύθο και αναδεικνύοντας τη δυσκολία του ανθρώπινου εγχειρήματος συνολικά. Ο άνθρωπος υπόκειται σε εσωτερικές, αλλά και σε εξωτερικές απαγορεύσεις που τον εμποδίζουν να μετουσιώνει και τείνει τελικά να "υπακούει" στους νόμους των θεών, εξαρτάται από την όποια εξουσία, εσωτερική ή εξωτερική. 
Ο Σοφοκλής προτάσσει την δυνατότητα της αυτονομίας του συνειδητοποιημένου ανθρώπου, του ανθρώπου που μπορεί να φρονεί, να σκέφτεται, ακόμη και όταν εναντιώνεται στους νόμους της πολιτείας και γίνεται άπολις, ακριβώς γιατί αυτός είναι ο δημιουργός των νόμων και των θεσμών, έχοντας επίσης επίγνωση της θνητότητας του, αλλά και αναλαμβάνοντας το κόστος των πράξεων του.

3ο. Αυτή η τελευταία πρόταση, είναι, αποτελεί το βασικό ψυχαναλυτικό πρόταγμα της ψυχαναλυτικής διαδικασίας: εκείνος που θεωρεί ότι έχει επαρκώς ψυχαναλυθεί, είναι και εκείνος που αναλαμβάνει το κόστος και τις συνέπειες των πράξεων του, όπως φαινομενικά ισχύει για κάθε ενήλικο άτομο. 
Στον τομέα της μετάδοσης και της εκπαίδευσης στην ψυχανάλυση ως ψυχοθεραπευτικής πρακτικής για να αποκτήσει κάποιος το δικαίωμα να ασκεί την ψυχανάλυση χρειάζεται απαραίτητα να έχει ο ίδιος ψυχαναλυθεί, χρειάζεται δηλαδή να έχει πρωτίστως αναλάβει την ευθύνη για το επάγγελμα του. Στην προκειμένη περίπτωση η Αντιγόνη του Σοφοκλή αποτελεί βασικό ψυχαναλυτικό δεδομένο. 
Η ψυχανάλυση, ακολουθώντας τη Σοφόκλεια άποψη, αλλά μέρος της Αισχύλειας  άποψης, είναι ιστορικά η πρώτη ψυχοθεραπευτική τεχνική, η οποία στη θεωρία της και στη μεθοδολογία της τοποθέτησε στην ίδια "γραμμή" τον ειδικό με τον άρρωστο και γενικότερα τον "υγιή" με τον ασθενή και την ασθένεια. 
Συνολικά, ανέδειξε το εφήμερο και το σχετικό και αμφισβήτησε το θεολογικό και το στατικό. Θεώρησε ότι η γνώση του εαυτού, είναι ελλειμματική και αέναη και έτσι, το συνολικό ζήτημα της μετάδοσης της ψυχανάλυσης μέσω της εκπαίδευσης  ψυχαναλυτών αποδείχτηκε και παραμένει έως και σήμερα  ένα "άλυτο" ζήτημα. 
Αυτή η διαπίστωση του ανέφικτου προέρχεται από τη συνολικότερη αρχαιοελληνική σκέψη του διφορούμενου και του αμφιθυμικού. Ο ανθρώπινος ψυχισμός, είναι εκ προοιμίου διφορούμενος, είναι "δεινός". Ως εκ τούτου οι ανθρώπινες σχέσεις και δραστηριότητες, είναι εκ προοιμίου διφορούμενες και ελλειμματικές, ακριβώς εξ αιτίας του άγνωστου που εμπεριέχει το ενορμητικό δυναμικό στον ψυχισμό του υποκειμένου. 
Σύμφωνα, με τον Freud στα 1937[5]: "Οι ψυχαναλυτές είναι άτομα, που έμαθαν να ασκούν μια ορισμένη τέχνη και δεν μπορούν παράλληλα παρά να είναι άνθρωποι σαν όλους τους άλλους"…Και επίσης: "Κάθε ψυχαναλυτής θα έπρεπε να ξαναγίνεται περιοδικά και ο ίδιος αντικείμενο ανάλυσης χωρίς να ντρέπεται γι’ αυτό". 
Στο ίδιο μάλιστα κείμενο ο Freud, αναφερόμενος στους ψυχαναλυτές στις μεταξύ τους σχέσεις, όπως και στη σχέσεις τους με τους αρρώστους τους δεν θα διστάσει να μιλήσει για υποκρισία, για έχθρα και μεροληψία και προχωρώντας πολύ περισσότερο μπροστά από τη σημερινή ευρέως διαδεδομένη και ευκόλως καταναλώσιμη έννοια της αντιμεταβίβασης θα επισημάνει: "Φαίνεται, λοιπόν, ότι πολλοί ψυχαναλυτές έχουν μάθει να χρησιμοποιούν αμυντικούς μηχανισμούς, οι οποίοι τους επιτρέπουν να απομακρύνουν από το άτομο τους συμπεράσματα και απαιτήσεις της ψυχανάλυσης, που απευθύνονται σε αυτούς, προφανώς στρέφοντας τα εναντίον άλλων, έτσι που αυτοί να μένουν όπως είναι και να μπορούν να ξεφεύγουν από την κριτική και τη διορθωτική επίδραση της ψυχανάλυσης. Αυτή η διαδικασία δίνει δίκαιο στον ποιητή, που μας προειδοποιεί, πως αν δοθεί εξουσία σε έναν άνθρωπο του είναι πολύ δύσκολο να μην την καταχραστεί". 
Ουσιαστικά όταν η θεωρία και η τεχνική μέθοδος παύουν να αποτελούν σημεία ανοιχτής επιστημονικής αντιπαράθεσης και μετατρέπονται σε θέσφατα, σε τελετουργικά, σε κανονιστικά σχήματα και σε καταστατικές αρχές, τότε καταλήγουν σε αποστεωμένα νοήματα, σε μηχανιστική σκέψη και κυρίως σε έναν ορθολογικό μύθο, ο οποίος εξυπηρετεί συντεχνιακά ή προσωπικά συμφέροντα. 
Έτσι, για κάθε ψυχαναλυτή η αποδοχή της αρχής της ματαίωσης, της αρχής της άρσης της ψευδαισθητικής πραγματικότητας  και της αρχής του αναπάντεχου χρειάζεται να αποτελούν αναπόσπαστα μέρη της επαγγελματικής και της προσωπικής του θέσης. 
Ως εκ τούτου κάθε ψυχαναλυτής πρέπει να μπορεί να αναγνωρίζει εκ προοιμίου την ύπαρξη της όποιας ηθικής του να την αποδέχεται και ταυτόχρονα να αναγνωρίζει και την ετερότητα του με την έννοια της ελλειμματικότητας. Ότι δηλαδή, δεν είναι αυθεντία, αλλά, ότι συχνά τείνει να γίνεται. Αυτό είναι και το βαθύτερο νόημα του ήθους στην ψυχανάλυση. Αυτή είναι και η βασική διαδικασία μέσα από την οποία κάθε αναλυτής μπορεί να τείνει προς την αυτονομία και την αυτοθέσμιση, έτσι ώστε να μπορεί να ασχολείται με τους αναλυόμενους του χωρίς να νοιώθει ενοχές για το πώς λειτουργεί. 
Αυτό μπορεί να είναι και το νόημα της αρχής της ουδετερότητας, από όπου ξεπηδούν οι έννοιες της μεταβίβασης και της αντιμεταβίβασης, που χρειάζεται να διέπει συνολικά την ψυχαναλυτική αντίληψη σε όλους τους τομείς, στον ψυχοθεραπευτικό, στον πολιτισμικό και στον κοινωνικό. Πρόκειται για τη διαδικασία, η οποία από τη μια μεριά δεσμεύει τον αναλυτή σε μια άποψη, αλλά ταυτόχρονα και στην αυτοανάλυση του και από την άλλη τον αποδεσμεύει από το συγκεκριμένο υποκείμενο-αντικείμενο το οποίο προτίθεται να αναλύσει, αλλά και από τον θεσμό στον οποίο ανήκει. 
Έτσι μπορούμε να πούμε, ότι στόχος της ψυχανάλυσης δεν είναι μόνο η αναζήτηση της "μοναδικής αλήθειας" του υποκειμένου, μέσω της άρσης της λήθης του, (η ανακατασκευή του μύθου) αλλά  η άρση της όποιας ψευδαισθητικής πραγματικότητας αναλυτή και αναλυόμενου, η οποία προσδιορίζεται από την ψυχική πραγματικότητα από την ηθική και το ήθος του αναλυτή και του αναλυόμενου και η οποία για να αναδειχθεί προϋποθέτει την αποδοχή της από τον ίδιο τον ψυχαναλυτή και την αναίρεση της. 
Ο αναλυτής, είναι εκείνος που αναλαμβάνει το κόστος των ερμηνειών του. Ουσιαστικά για αυτό και μόνο παίρνει θέση. Διαφορετικά αγνοεί τον δικό του πόνο, τα "δεινά" του και ως εκ τούτου αγνοεί, τόσο τη δική ψυχική πραγματικότητα, όσο και την αντίστοιχη του αναλυόμενου και κατά συνέπεια βρίσκεται "εκτός θεραπευτικού πλαισίου".

4ο. Παρόλα αυτά για την ψυχανάλυση ως θεσμική έκφραση και οργάνωση αυτές οι τόσο σημαντικής σπουδαιότητας διαδικασίες φαίνεται να μην έχουν ακόμη καταστεί "ορατές". 
Ανατρέχοντας στη μελέτη της ιστορίας των ψυχαναλυτικών θεσμών στη λειτουργία τους και στην οργάνωση τους, όπως την κατέγραψαν ο Μ. Πλον και η Ε. Ρουντινέσκο[6] διαπιστώνουμε, ότι η σημαντικότητα των παραπάνω απόψεων "χάνεται" ανάμεσα σε προσωπικές και σε ενδοθεσμικές διαμάχες. 
Διαπιστώνουμε, έτσι, μεταξύ άλλων, ότι συχνά, το περιεχόμενο της εκπαίδευσης αφορά σε μια μονομέρεια απόψεων, η οποία προβάλλει μια συγκεκριμένη ψυχοθεραπευτική διάσταση του "ψυχαναλυτικώς ορθού" και η οποία επιβάλλεται στους εκπαιδευόμενους μέσω της κάθε φορά συγκυριακά εκλεγμένης εκπαιδευτικής ηγεσίας του θεσμού. 
Έτσι, αφού ο επαγγελματίας ψυχαναλυτής γαλουχείται μέσα σε ένα ιδιόμορφα, εξωθεσμικά δομημένο, σε σχέση με το θεσμισμένο ακαδημαϊκό, πλαίσιο, ταυτόχρονα, εκπαιδεύεται μέσα σε ένα "κλειστό σύστημα σκέψης", που θυμίζει περισσότερο οργάνωση αρχηγικού συντηρητικού κόμματος, παρά επιστημονική εταιρία. 
Το ψυχαναλυτικό θεσμικό πλαίσιο,  συνολικά, δομείται και λειτουργεί με βάση την επετηρίδα μέσα σε μια συγκεκριμένη ψευδαισθητική πραγματικότητα την οποία προωθεί ως την επιστημονικά "απολύτως ορθή" αποκλείοντας συνειδητά ή ασυνείδητα τις όποιες διαφορετικότητες. 
Η απλή ανάγνωση της ιστορικής πορείας και λειτουργίας των ψυχαναλυτικών θεσμών αναδεικνύει, ότι η παραπάνω διαπίστωση διαιωνίζεται και εξαπλώνεται. Στην προκειμένη περίπτωση η θεσμισμένη ψυχανάλυση ταυτίζεται με την κυρίαρχη πολιτισμική τάση, η οποία, όπως αναφέρει, ο Μ. Μπετελχάϊμ:"θέλει να ισχυρίζεται ότι η σκοτεινή πλευρά του ανθρώπου δεν υπάρχει", ωστόσο, συνεχίζει ο συγγραφέας, "η ψυχανάλυση δημιουργήθηκε για να κάνει τον άνθρωπο ικανό να αποδεχτεί την προβληματική φύση της ζωής, χωρίς να ηττηθεί από αυτή"[7]. 
Η αντίληψη του μύθου του "ψυχαναλυτικώς ορθού" κυοφορήθηκε και αναπτύχθηκε από τους ίδιους τους πρωτοπόρους της ψυχαναλυτικής σκέψης για ιστορικούς, αλλά και για συντεχνιακούς λόγους. Έτσι, με τα χρόνια διαπιστώνουμε, ότι καθιερώθηκε ως αυταπάτη και ως φαντασιακό μια "ελίτ της γνώσης", η οποία εκπροσωπείται από την εκάστοτε ομάδα εξουσίας[8], η οποία καλλιεργεί συστηματικά μια κανονιστικότητα της ψυχανάλυσης ως θεωρίας και ως ψυχοθεραπευτικής πρακτικής. 
Έτσι, με το πέρασμα του χρόνου και την εξάπλωση της ψυχανάλυσης διεθνώς, δημιουργήθηκε μια γενικότερη γραφειοκρατική αντίληψη και δομή, η οποία έχει ως αποκλειστικό σκοπό αντί τη μετάδοση της γνώσης τη μετάδοση της θεσμισμένης αυταπάτης. Με δυό λόγια η θεσμισμένη ψυχανάλυση "έπεσε θύμα" της λεγόμενης "φαλλικής προϋπόθεσης" που η ίδια εντόπισε ως πολιτισμικό δεδομένο. 
Έτσι, οι ψυχαναλυτικοί θεσμοί, έρχονται ως άλλοι Προμηθείς να μεταδώσουν τη γνώση τους στου "ανίδεους" εκπαιδευόμενους και στους  "μη έχοντες γνώμη" ψυχαναλυτές, "αγνοώντας", ότι δεν βρισκόμαστε πλέον στην προ-ανθρώπινη κοινωνία. 
Όλες αυτές οι πρακτικές αναδεικνύουν ένα σημαντικό δημοκρατικό έλλειμμα τόσο ως προς τη λειτουργία των οργανωτικών διαδικασιών των εταιριών όσο και ως προς αυτή καθαυτή την ουσία της επεξεργασίας της ψυχαναλυτικής  σκέψης και της μετάδοσης της ως ψυχοθεραπευτικής πρακτικής. Έτσι, μέσα στους κόλπους των ψυχαναλυτικών εταιριών, το αλλοιωμένο νόημα της έννοιας της ουδετερότητας συμβάλει αποφασιστικά στη δημιουργία μιάς κατ’ επίφαση επιστημολογικής κατάστασης, η οποία αναδεικνύει για άλλη μια φορά το πρωταρχικό ζήτημα του ήθους, που είναι σύμφυτο με τη δημοκρατική λειτουργία κάθε οργανισμού. 
Αλλά και η δημοκρατία, είναι σύμφυτη με την ψυχανάλυση, όπως υπογραμμίζει έντονα ο Κ. Καστοριάδης[9]: "Οι ύστατοι σκοποί της ψυχανάλυσης, είναι ίδιοι με τους σκοπούς μιας πραγματικά δημοκρατικής πολιτικής και μιάς αυτοθεσμιζόμενης κοινωνίας". 
Ο Όσκαρ Ουάιλντ αναφέρει κάπου σκωπτικά: "Δύο είναι οι μεγάλες τραγωδίες στη ζωή μας, η μια όταν επιθυμούμε ένα αντικείμενο και δεν κατορθώνουμε να το αποκτήσουμε και η άλλη όταν το αποκτήσουμε"! 
Αυτή η βαθιά ψυχαναλυτική επισήμανση, από ένα μεγάλο διανοητή αφορά κάλλιστα και στην ιστορία της θεσμισμένης ψυχανάλυσης. 
Μήπως πρόκειται για την ανάδειξη του στατικού σε βάρος της διαδικασίας και του δυναμικού του ανθρώπινου ψυχισμού; Ή μήπως, τελικά, πρόκειται για τη κατασκευή μιας αυταπάτης, ενός φαντασιακού, όπου για μια ακόμη φορά βρίσκονται αντιμέτωποι η Αντιγόνη με τον Κρέοντα; 
Η ίδια η ζωή θα το δείξει, ωστόσο η τραγωδία  της Αντιγόνης υπάρχει ήδη και μας το διδάσκει, αναδεικνύοντας τη δυνατότητα του υποκειμένου να μπορεί να παρεμβαίνει στη ζωή του και να προσπαθεί να αλλάζει ή να τροποποιεί καταρχήν τον εαυτό του μέσα από μια προσωπική ανάλυση όπως επίσης, στο κοινωνικό και συλλογικό επίπεδο τροποποιώντας τους νόμους και τους θεσμούς, εμπιστευόμενο το ένστικτό του και προπάντων υπερασπιζόμενο των απόψεων του αναλαμβάνοντας την ευθύνη.

          ________________________

[1] Αναφέρομαι στην έννοια φαντασιακό, όπως την καθιέρωσε ο Κ. Καστοριάδης (στο: "Φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας". Εκδόσεις "Ράππας" 1978, Αθήνα), όπου το φαντασιακό δεν έχει σχέση με το κατοπτρικό, όπως το ορίζει αντίθετα ο Λακάν, ούτε στο διαλεκτικά αιτιατό ψευδαισθητικό όπως το ορίζει ο Γουίνικοτ. Αφορά στο παραστασιακό, στην έννοια της φροϋδικής αναπαράστασης, η οποία μαζί με το συναίσθημα αποτελούν έναν από τους δυο ενορμητικούς εκπροσώπους.  Το φαντασιακό του Καστοριάδη, είναι δημιουργία ακατάπαυστη και ότι αποκαλούμε ορθολογικότητα και πραγματικότητα αποτελούν έργο του. Σύμφωνα με αυτή την άποψη το ορθολογικό εμπεριέχει το ψευδαισθητικό, τον μύθο, το αναπάντεχο και το μη αιτιατό, το ανορθολογικό.
[2] Αισχύλος: "Προμηθέας δεσμώτης". Εκδόσεις-Μετάφραση "Κάκτος" 1991 Αθήνα.
[3] Σοφοκλής: "Αντιγόνη". Εκδόσεις-Μετάφραση "Κάκτος" 1994 Αθήνα.
[4] Κ. Καστοριάδης: "Αισχύλεια ανθρωπογονία και Σοφόκλεια αυτοδημιουργία του ανθρώπου"(1992), στο: "Ανθρωπολογία, πολιτική, φιλοσοφία". Εκδόσεις Ύψιλον 2001 Αθήνα.
[5] Σ. Freud
[6] E.Roudinesco, M.Plon: "Dictionnaire de la psychanalyse" ed. Fayard 1977, Paris.
[7] Μ. Μπέτελχαϊμ: "Η γοητεία των παραμυθιών". Εκδόσεις "Γλάρος" 1995 Αθήνα.
[8] Ο.Π. E. Roudinesco, M. Plon.
[9] Κ. Καστοριάδης: "Η συμβολή της ψυχανάλυσης στην κατανόηση της γέννησης της κοινωνίας"1993, στο: "Ανθρωπολογία, πολιτική και φιλοσοφία". Εκδόσεις "Ύψιλον" 2001 Αθήνα.

πηγή: ekivolos