Καί οἱ δυό συλλαμβάνουν σάν ξεχωριστά το αἰσθητό καί νοητό στοιχεῖο, οὐσία καί φαινόμενο, ἄπειρο καί πέρας, μορφή καί ὕλη· δέν δέχονται ὅμως καί οἱ δυό πώς μπορεῖ νά ὑπάρξουν τά δύο αὐτά σάν ξεχωριστοί κόσμοι. Τό δέχεται ὁ Πλάτων· ὁ Ἀριστοτέλης τό ἀρνεῖται. Τό γενικό, ἡ μορφή, ἡ ἔννοια δέν ἔχουν ἄλλη πραγματικότητα παρά τά συγκεκριμένα φαινόμενα, πού εἶναι ὕλη τους καί περιεχόμενο τους. Ἡ ἰδέα δέν ἔχει αὐθυπαρξία, καθώς νομίζει ὁ Πλάτων, δεν ἔχει ἄλλη πραγματικότητα, παρά τό σύνολο τῶν συγκεκριμένων ὄντων, τῶν ὁποίων εἶναι ἡ οὐσία, ἡ μορφή. «Ἀδύνατον εἶναι χωρίς τήν οὐσίαν καί οὗ ἡ ουσία». (Μεταφ. 991 b 1). Εἶναι ἀδύνατον νά χωρισθῆ ἡ οὐσία ἀπό ἐκεῖνο τοῦ ὁποίου εἶναι οὐσία, ἡ ἰδέα ἀπό τό ὄν τοῦ ὁποίου εἶναι ἰδέα, τό εἶδος ἀπό τό ὄν, ἡ μορφή ἀπό τήν ὕλη. Ὁ Πλάτων χώρισε αὐτά τά δύο στοιχεῖα καί μάταια διπλασιάζοντας, κατά τόν Ἀριστοτέλη, τόν κόσμο, ἔπλασε τόν κόσμο τῶν ἰδεῶν πλάϊ στόν κόσμο τῶν συγκεκριμένων ὄντων. Ὕστερα προσπάθησε βέβαια να συνδέση αὐτούς τούς δύο κόσμους με τη μ έ θ ε ξ η των όντων στην ἰδέα.
Την κριτική πού ἀσκεῖ ὁ Ἀριστοτέλης στή θεωρία τῶν ἰδεῶν καί στή θεωρία τῆς μέθεξης, πού εἶναι ἀχώριστη ἀπό τήν πρώτη, τή συναντοῦμε σέ ὅλα του τά ἔργα, ἐπίμονη καί λεπτομερειακή. Θά μπορούσαμε νά ποῦμε πώς εἶναι ἡ ἀρνητική ἀφετηρία τῆς μεταφυσικῆς του. Τά κύρια ἐπιχειρήματα κατά τῆς ἰδέας στηρίζονται στό γεγονός ὅτι ο Ἀριστοτέλης ἀντιλαμβάνεται τήν πλατωνικήν ἰδέα ὀντολογικά καί ὄχι γνωσιολογικά. Με αυτήν τή βάση εἶναι φυσικά ἀκατανόητο πῶς ἔχουμε ἰδέες, πού δέν ἔχουν γιά περιεχόμενο, ὅπως θά ἔπρεπε, μιά πραγματική οὐσία, ἀφοῦ τίς θέλουμε γιά οὐσίες, ἤ ἀντίθετα, πῶς οἱ ἰδέες δέν εἶναι μόνον τά κατηγορήματα, ὅπως πάλι θά ἔπρεπε, ἀφοῦ αὐτά εἶναι πάντα γενικότερα ἀπέναντι τῶν ὑποκειμένων τῆς κρίσεως, (Μεταφ. 1003 α 7), πῶς ἀκόμη ἔχουμε ἰδέες γιά κάθε τι, πού μπορεῖ νά γίνει ἀντικείμενο ἐπιστήμης.(Μεταφ. 990 b 11—15).
Εἶναι ἐπίσης ἀκατανόητο πῶς, ἐνῶ ἡ ἰδέα εἶναι οὐσία αὐθύπαρκτη, εἶναι μαζί καί γενική ἔννοια, πού έχει για περιεχόμενο πολλά καθ’ ἔκαστον. Ἀρκεῖ νά σκεφθῆ κανείς τό πρόβλημα τῆς οὐσίας τῶν ὄντων ὀντολογικά γιά νά δει τήν ἀναγκαιότητα τῆς ἀριστοτελικῆς ἀντίρρησης. «Ἅμα γάρ καθόλου τε ὡς οὐσίας ποιοῦσι τάς ἰδέας καί πάλιν χωριστάς καί τῶν καθ’ ἕκαστον». (Μεταφ. 1086α 32). Τό ἴδιο μπορεῖ νά ποῦμε γιά τήν πολλαπλότητα τῶν ἰδεῶν πού διέπουν τό ἴδιο πραγματικό ἀντικείμενο. Ἄν ἡ ἰδέα εἶναι οὐσία, στήν ὀντολογικήν ὑφή τῆς λέξης αὐτῆς, πῶς μπορεῖ νά ὑπάρξει αὐτή ἡ πολλαπλότητα; Μια πολλαπλότητα πού κατά τό ἐπιχείρημα τοῦ τρίτου ἀνθρώπου γίνεται ἄπειρη, γιατί, ἄν ὁ Σωκράτης ἀναφέρεται στήν ἰδέα τοῦ ἀνθρώπου, τότε, καί τῶν δυό τούτων ἐννοιῶν κοινό γενικό στοιχείο εἶναι ἕνας τρίτος άνθρωπος. (Μεταφ. 999 α 2, 1031 b 29).
Εἶναι ἐπίσης ἀκατανόητο πῶς, ἐνῶ ἡ ἰδέα εἶναι οὐσία αὐθύπαρκτη, εἶναι μαζί καί γενική ἔννοια, πού έχει για περιεχόμενο πολλά καθ’ ἔκαστον. Ἀρκεῖ νά σκεφθῆ κανείς τό πρόβλημα τῆς οὐσίας τῶν ὄντων ὀντολογικά γιά νά δει τήν ἀναγκαιότητα τῆς ἀριστοτελικῆς ἀντίρρησης. «Ἅμα γάρ καθόλου τε ὡς οὐσίας ποιοῦσι τάς ἰδέας καί πάλιν χωριστάς καί τῶν καθ’ ἕκαστον». (Μεταφ. 1086α 32). Τό ἴδιο μπορεῖ νά ποῦμε γιά τήν πολλαπλότητα τῶν ἰδεῶν πού διέπουν τό ἴδιο πραγματικό ἀντικείμενο. Ἄν ἡ ἰδέα εἶναι οὐσία, στήν ὀντολογικήν ὑφή τῆς λέξης αὐτῆς, πῶς μπορεῖ νά ὑπάρξει αὐτή ἡ πολλαπλότητα; Μια πολλαπλότητα πού κατά τό ἐπιχείρημα τοῦ τρίτου ἀνθρώπου γίνεται ἄπειρη, γιατί, ἄν ὁ Σωκράτης ἀναφέρεται στήν ἰδέα τοῦ ἀνθρώπου, τότε, καί τῶν δυό τούτων ἐννοιῶν κοινό γενικό στοιχείο εἶναι ἕνας τρίτος άνθρωπος. (Μεταφ. 999 α 2, 1031 b 29).
Τό ἄν αὐτή ἡ ἑρμηνεία τῆς ἰδέας δικαιολογείται ἀπό τά πλατωνικά κείμενα, ἀπό ορισμένα τουλάχιστον, αὐτό δέν μπορεῖ ἐδῶ να συζητηθεί. Στήν ἀριστοτελικήν ἀντίκρουση τῆς ἰδέας πρέπει, γιά νά εἶναι δίκαιος κανείς, νά ἔχη ὑπ’ όψη, ὅτι συχνά δέν ἀντικρούεται ὁ Πλάτων ὁ ἴδιος, ἀλλά ἡ ἐξέλιξη τῆς πλατωνικῆς ἰδέας στήν Ἀκαδημία ὕστερα ἀπό τό θάνατο τοῦ Πλάτωνος. Ἐμεῖς, τήν κρίση τοῦ Ἀριστοτέλη γιά τήν ἰδέα, τήν παίρνουμε ἐδῶ σάν κάτι δεδομένο, σάν ἀφετηρία πού μᾶς βοηθάει νά εἰσαχθοῦμε στή θετική μεταφυσική θεωρία του. Τά ἴδια πρέπει νά ἐπαναλάβωμε καί γιά τή θεωρία τῆς μέθεξης, γιά τήν ὁποία εἶναι ἀκόμη πιό αὐστηρός ὁ Ἀριστοτέλης. «Τό νά λέμε ὅτι τοῦτα (τα εἴδη) εἶναι παραδείγματα καί ὅτι τά ἄλλα μετέχουν τῶν εἰδῶν, αὐτά εἶναι κενολογίες καί ποιητικές μεταφορές». (Τό δέ λέγειν παραδείγματα αὐτά εἶναι καί μετέχειν αὐτῶν τἄλλα, κενολογεῖν ἐστί καί μεταφοράς λέγειν ποιητικάς). (Μεταφ. 991 α 20).
Μια πού ἔτσι καί ἡ θέση τῶν δυό τούτων στοιχείων, πού ἀπαρτίζουν τήν ὁλότητα τοῦ κόσμου καί ἡ σχέση τους εἶναι διαφορετική ἀπό ὅ,τι τή δίδαξε ὁ Πλάτων, ἔργο τοῦ Ἀριστοτέλη εἶναι ἀπό αὐτό τό βασικό σημεῖο τῆς διαφωνίας νά ξεκινήσει γιά νά μᾶς δείξει, πῶς αὐτά τά δυό στοιχεῖα, ἀφοῦ δέν ὑπάρχουν χωριστά, μπορεῖ νά ὑπάρχουν μαζί καί ποιά εἶναι ἡ θέση τους καί ἡ σχέση τους σέ αὐτήν τήν συνύπαρξη. Αὐτό εἶναι τό βασικό πρόβλημα τῆς ἀριστοτελικῆς φιλοσοφίας.
Απόσπασμα από το βιβλίο του Κων/νου Τσάτσου, η "Κοινωνική Φιλοσοφία των Αρχαίων Ελλήνων"
πηγή: Εκηβόλος