Ο σύγχρονος δημοκρατικός κοινοτισμός, λαμβάνοντας υπόψη την πολιτιστική παράδοση αιώνων και ιστορικών στοιχείων που μαρτυρούν τα πολιτικά και κοινωνικά προτάγματά του, προωθεί την όντως κοινωνία, την κοινωνία του αληθούς, την κοινωνία σχέσεων συλλογικών ατόμων που είναι η ελληνική πολιτική κοινότητα.
Όμως, είναι απαραίτητο να καταστεί σαφές ότι είναι εφικτές δύο πολιτικές εκδοχές εφαρμογής της συγκρότησης μια τέτοιας πολιτικής κοινότητας του αληθούς:
α. Η πολιτική κοινότητα που τείνει προς την κοινωνία του σχετικά αληθούς.
Οι δύο πολιτικές κοινότητες διαφέρουν ποιοτικά και αισθητικά. Η πρώτη εκδοχή (κοινότητα σχετικά αληθής) είναι πολύ πιο εύκολη στην εφαρμογή της και αναγνωρίζει πολλά στοιχεία εν δυνάμει τυπικής ατομικότητας. Το "συλλογικό άτομο" είναι η τρίτη ανθρωπολογική ποιοτική βαθμίδα μετά από τον κολεκτιβιστικό άνθρωπο (που λειτουργεί με το φόβο και την ανελευθερία) και το "τυπικό άτομο" (που λειτουργεί με το κέρδος και τις ατομικές απολαύσεις). Στην πρώτη εκδοχή, λοιπόν, έχουμε μια κοινότητα που τείνει προς την κοινωνία του αληθούς, των αληθινών ανθρώπινων σχέσεων και λέμε ότι τείνει προς την αληθή, γιατί ενυπάρχουν άτομα και ανθρώπινα δικαιώματα, το δικαίωμα του ατομικού αυτοπροσδιορισμού και της μερικής ιδιωτείας με την μεσολάβηση χρημάτων στις οικονομικές σχέσεις. Είναι μια πολιτική εκδοχή που εξελίσσεται αργά και σταθερά προς την κοινωνία του αληθούς. Η πολιτική εκκλησία του δήμου (πολιτικές αποφάσεις στην άσκηση της πολιτικής εξουσίας με δημοψηφίσματα των πολιτών σε όλα τα επίπεδα) λειτουργεί, ως επί το πλείστον, χωρίς να υποχρεώνει το σύνολο των πολιτών να συμμετέχουν στη διαμόρφωση των αποφάσεων.
β. Η πολιτική κοινότητα του απόλυτα αληθούς.
Τι εννοούμε, όμως, όταν λέμε ότι μια πολιτική κοινότητα λειτουργεί, σύμφωνα με τις αρχές της κοινωνίας του απόλυτα αληθούς;
Απόλυτα αληθής βίος σε μια κοινότητα σχέσεων "συλλογικών ατόμων", και όχι τυπικών ατόμων πλέον, είναι αυτός στον οποίο πρώτιστη αξία έχει κάθε ανθρώπινη σχέση και υπερβαίνεται κάθε υλική ανάγκη, η οποία έρχεται σε ύστερη μοίρα.
Στην εν λόγω πολιτική κοινότητα του αληθούς, α) ως προς τη σχέση πολίτη και εξουσίας δεν μεσολαβεί στις αποφάσεις κάποιο πολιτικό κόμμα ή κάποιος πολιτικός ούτε β) κάποιο ενδιάμεσο αποτίμησης υλικών αγαθών (είδος χρήματος) που να αλλοτριώνει τις ανθρώπινες σχέσεις με το να υπεισέρχεται στις οικονομικές σχέσεις η φιλοσοφία του κέρδους και της συσσώρευσης υπεραξίας.
Στην κοινότητα του απόλυτα αληθούς ο πολίτης της αστοχωρικής ή αγροτικής υπαίθρου, κύρια του πρωτογενούς τομέα της οικονομίας, ρυθμίζει, όπως επιθυμεί, τα του οίκου του (οικονομία) και εργάζεται προκειμένου να εξασφαλίσει τους υλικούς πόρους που είναι αναγκαίοι για να ζήσει η οικογένειά του στηρίζοντας σε μεγάλο βαθμό τις όποιες δραστηριότητές του στη συνεργασία με τους συνανθρώπους του, τους φίλους του. Η κατασκευή της οικίας του και του οποιουδήποτε ιδιωτικού του εργαστηρίου-κτιρίου του πραγματοποιείται με τη συνεργασία των μελών της πολιτικής κοινότητας σε μια σχέση απόλυτα αλληλέγγυα και πλήρως αμοιβαία ανταποδοτική. Με τον ίδιο τρόπο κατασκευάζονται και όλα τα δημόσια οικήματα και ιδρύματα.
Οι πολίτες που δεν έχουν τη δυνατότητα να παραγάγουν υλικά αγαθά, επειδή δεν ασχολούνται με τον πρωτογενή τομέα της αγροτικής παραγωγής, εξασφαλίζουν εισόδημα και υλικά αγαθά από την πολιτική κοινότητα. Πώς; Οι πολίτες του πρωτογενούς τομέα παραγωγής προσφέρουν, σε σταθερό ποσοστό, κάθε μήνα στην πολιτική κοινότητα το αντίτιμο σε υλικά αγαθά που αναλογούν σε όλους τους δημόσιους λειτουργούς που εμπλέκονται σε πνευματικές, νομικές, ιατρικές, εκπαιδευτικές και, γενικότερα, κοινωνικές λειτουργίες για την πολιτιστική και πνευματική ανάπτυξη της κοινότητας. Στην πολιτική κοινότητα του απόλυτα αληθούς ο άνθρωπος βρίσκεται σε απόλυτη αντιστοιχία και εναρμόνιση με το φυσικό και κοινωνικό περιβάλλον. Είναι ο άνθρωπος που αντιμετωπίζει τη γαία, τη γη, ως το υπερούσιο σπίτι του αντιλαμβανόμενος διαρκώς ότι η ευτυχία και η χαρά δεν πηγάζει τελικά από την αμετροεπή απόκτηση υλικών αγαθών και την εξασφάλιση ακόρεστων υπηρεσιών με βάση τη γαστέρα και όλες τις απολαύσεις που γεννώνται από την αχαλίνωτη λειτουργία της. Η χαρά γεννάται από την σύναψη αληθών ανθρώπινων σχέσεων "φιλίας" ( πολιτική και φιλοσοφική έννοια) μεταξύ των συλλογικών ατόμων, από την αληθή αδιαμεσολάβητη δημιουργία, από την 'προς έρωτα" ενασχόληση με τη γαία, με τις τέχνες και τις επιστήμες.
Θα αντιτείνει κανείς ότι η δεύτερη εκδοχή φαίνεται ανέφικτη, γιατί τίθενται ζητήματα ανταλλακτικών σχέσεων για αγαθά, υπηρεσίες και την αξία της εργασίας. Λογικά αναρωτιέται. Τέτοιες κοινωνίες, όμως δεν είναι ανέφικτες. Παρόμοιες, όμως, κοινωνίες που έτειναν προς την κοινωνία του αληθούς συναντήσαμε στον κυκλαδικό πολιτισμό. Η κατασκευή των οικιών, των δρόμων, των δημόσιων πλατειών έμοιαζαν με συναρπαστικές πολιτικές τελετουργίες που προήγαγαν το πάντρεμα του ουρανού με το τοπίο των βράχων και του γεωφυσικού περιβάλλοντος. Οι λειτουργίες οι κοινοτικές γίνονταν περίπου με αυτόν τον τρόπο. Πρέπει να τονιστεί ότι η συγκρότηση μιας κοινωνίας του απόλυτα αληθούς, της πολιτικής κοινότητας των "συλλογικών ατόμων" απαιτεί απεμπόληση κάθε άκρατης ατομικιστικής φιλοσοφίας. Το νόημα βρίσκεται στον κοινό τρόπο που συλλαμβάνεται με τον κοινό λόγο νοήματος του όντως αγαθού.
Υ.Γ Η πρώτη εκδοχή του κοινοτισμού, της κοινωνίας του σχετικά αληθούς, είναι πολύ πιο εύκολα εφαρμόσιμη στην εποχή μας και είναι θέμα πολιτικής απόφασης των πολλών να αποπειραθούν να το πραγματοποιήσουν. Η δεύτερη εκδοχή είναι το πρότυπο του βίου σε μια κοινωνία αποκλειστικά "πολιτών" και αποτελεί το ιδανικό πρότυπο για τον οικολογικό και πνευματικό ανθρωπισμό.
Και οι δύο εκδοχές οδηγούν στο ίδιο αποτέλεσμα, με τη διαφορά ότι η πρώτη εκδοχή (κοινότητα του σχετικά αληθούς) εξελίσσει με πολύ πιο αργούς ρυθμούς την ανθρώπινη υπόσταση στην ανθρωπολογική βαθμίδα του "συλλογικού ατόμου".