[Εἰ δ΄ ἄγ΄ ἐγὼν ἐρέω, κόμισαι δὲ σὺ μῦθον ἀκούσας,
αἵπερ ὁδοὶ μοῦναι διζήσιός εἰσι νοῆσαι•
ἡ μὲν ὅπως ἔστιν τε καὶ ὡς οὐκ ἔστι μὴ εἶναι,
Πειθοῦς ἐστι κέλευθος• ἀληθείῃ γὰρ ὀπηδεῖ•
[5] ἡ δ΄ ὡς οὐκ ἔστιν τε καὶ ὡς χρεών ἐστι μὴ εἶναι,
τὴν δή τοι φράζω παναπευθέα ἔμμεν ἀταρπόν•
οὔτε γὰρ ἂν γνοίης τό γε μὴ ἐὸν - οὐ γὰρ ἀνυστόν -
οὔτε φράσαις.]
αἵπερ ὁδοὶ μοῦναι διζήσιός εἰσι νοῆσαι•
ἡ μὲν ὅπως ἔστιν τε καὶ ὡς οὐκ ἔστι μὴ εἶναι,
Πειθοῦς ἐστι κέλευθος• ἀληθείῃ γὰρ ὀπηδεῖ•
[5] ἡ δ΄ ὡς οὐκ ἔστιν τε καὶ ὡς χρεών ἐστι μὴ εἶναι,
τὴν δή τοι φράζω παναπευθέα ἔμμεν ἀταρπόν•
οὔτε γὰρ ἂν γνοίης τό γε μὴ ἐὸν - οὐ γὰρ ἀνυστόν -
οὔτε φράσαις.]
Απόδοση:
Εμπρός λοιπόν, εγώ θα σου μιλώ, κι εσύ σκέψου, αφού ακούσεις
τον λόγο μου,
ποιοι μόνοι δρόμοι έρευνας μπορούν να είναι προσιτοί στη νόηση•
ο ένας, πως το Είναι υπάρχει και δεν μπορεί να μην υπάρχει,
είναι ο δρόμος της Πειθούς• γιατί ακολουθεί την αλήθεια•
[5] ο άλλος όμως πως δεν υπάρχει και πως είναι ανάγκη να μην
υπάρχει•
αυτό το μονοπάτι, σου λέω, είναι εντελώς απρόσιτο/μη-γνωρίσιμο•
γιατί ούτε να γνωρίσεις θα μπορούσες το μη ον, κάτι δηλαδή το
ανέφικτο• ούτε να το εκφράσεις, να το πεις.
Εμπρός λοιπόν, εγώ θα σου μιλώ, κι εσύ σκέψου, αφού ακούσεις
τον λόγο μου,
ποιοι μόνοι δρόμοι έρευνας μπορούν να είναι προσιτοί στη νόηση•
ο ένας, πως το Είναι υπάρχει και δεν μπορεί να μην υπάρχει,
είναι ο δρόμος της Πειθούς• γιατί ακολουθεί την αλήθεια•
[5] ο άλλος όμως πως δεν υπάρχει και πως είναι ανάγκη να μην
υπάρχει•
αυτό το μονοπάτι, σου λέω, είναι εντελώς απρόσιτο/μη-γνωρίσιμο•
γιατί ούτε να γνωρίσεις θα μπορούσες το μη ον, κάτι δηλαδή το
ανέφικτο• ούτε να το εκφράσεις, να το πεις.
Σχόλιο:
1. Σε τούτο το δεύτερο απόσπασμα, η ανώνυμη θεά μιλάει στον Παρμενίδη για την οδό της αλήθειας. Ο φιλοσοφικός έτσι λόγος του Παρμενίδη στο παρόν απόσπασμα, αλλά και σε όλο το ποίημα, εκφέρεται δια στόματος αυτής της θεάς, που ενδημεί στη χώρα του φωτός.
1. Σε τούτο το δεύτερο απόσπασμα, η ανώνυμη θεά μιλάει στον Παρμενίδη για την οδό της αλήθειας. Ο φιλοσοφικός έτσι λόγος του Παρμενίδη στο παρόν απόσπασμα, αλλά και σε όλο το ποίημα, εκφέρεται δια στόματος αυτής της θεάς, που ενδημεί στη χώρα του φωτός.
2. Ποιος είναι ο ρόλος του Παρμενίδη εδώ; Να ακούει και να σκέπτεται. Τι να σκέπτεται; Τους πιθανούς δρόμους, ήτοι τρόπους, οδούς, μεθ-όδους [=μετά-οδούς], που καθιστούν την ανθρώπινη νόηση ικανή νασυλλαμβάνει την αλήθεια.
3. Το να σκέπτεται ο θνητός τους πιθανούς δρόμους, μεθ-όδους κ.λπ. σημαίνει ότι συλλέγει εκείνη την εμπειρία που τον καθιστά ικανό να μαθαίνει πώς να σκέπτεται. Η γνώση, επομένως, δεν είναι απλώς μια παρεχόμενη πληροφορία, αλλά πρωτίστως η γνώση του να μαθαίνει κανείς να σκέπτεται.
4. Είναι, με άλλα λόγια, αυτή τούτη η ανακάλυψη/αποκάλυψη τηςαληθινής, ήτοι αδιάψευστης πορείας προς το όντως ον. Ετούτο το τελευταίο δεν είναι απλώς το αποτέλεσμα ολόκληρης της πορείας, αλλά και αυτό που προοιωνίζεται τούτη την πορεία, είναι η νοητή γραμμή ή εικόνα του κόσμου και ως το εστί αυτής-εδώ συμπυκνώνει την εσωτερική, θεία αναγκαιότητα ύπαρξής της: γνωρίζεται ως αυτό που εστί, που υπάρχει και το οποίο δεν μπορεί να μην υπάρχει• δηλαδή υπάρχει κατ’ αναγκαιότητα ως δρόμος/ μέθ-οδος γνώσης, ανεξάρτητα από τη γνώμη των θνητών.
5. Γιατί δεν μπορεί να μην υπάρχει; Επειδή διαθέτει τη μαρτυρία του λόγου ως κατάφαση της νοητικής ικανότητας του ανθρώπου όχι μόνο να δέχεται το δώρο της θεάς, δηλαδή αυτό που ετούτη λέγει, αλλά να το υποβάλλει και σε έλεγχο, να το κρίνει, να το σκέπτεται.
6. Το να το σκέπτεται ο άνθρωπος, προϋποθέτει ότι αυτός υπάρχει ως (δυνάμει) σκεπτόμενο ον, το οποίο γίνεται εν έργω τέτοιο ον, όταν ακολουθεί τον δρόμο της θεάς, του φωτός, όταν υπακούει στα κελεύσματά της, δηλαδή συμμερίζεται τον δρόμο της Πειθούς, και δεν χάνεται μέσα στην πολλαπλότητα του φαινόμενου κόσμου παρά την υπερβαίνει.
7. Τότε συμβαίνει να πραγματοποιεί το φιλοσοφικό ταξίδι του Παρμενίδη. Πρόκειται για ένα ταξίδι, για μια υπέρβαση του διχαστικού και διχοτομημένου φαινομενικού, που μέσα στη φιλοσοφική ιστορία του ανθρώπου λαμβάνει διάφορες ονομασίες και εκδηλώνεται με τις πιο διαφορετικές αποχρώσεις, αλλά στο οντολογικό του/της βάθος είναι ένα και το αυτό.
8. Τέτοια φιλοσοφικά ταξίδια/υπερβάσεις είναι όλες οι μεγάλες συλλήψεις των φιλοσόφων είτε με τη μορφή της ανάβασης προς το αγαθό ή της πραγμάτωσης της ου-τοπικής Πολιτείας στον Πλάτωνα, είτε ως φαινομενολογική πορεία του πνεύματος στον Χέγκελ, είτε ως το φιλοσοφικό ερωτάν για το νόημα του Είναι στον Χάιντεγκερ, είτε ως η οδός προς τον υπεράνθρωπο στο Νίτσε, ή προς την αταξική κοινωνία στο Μαρξ κ.λπ.
9. Να γιατί λοιπόν η σκέψη είναι το Είναι και αντίστροφα: το μη-ον το κατονομάζει ο λόγος της σκέψης ως τέτοιο, οπότε ο ίδιος υπάρχει ως άρνηση του μη-όντος, ήτοι ως μη-άρνηση του όντος.
Υ.Γ. Αλήθεια, πώς είναι δυνατόν κάτι να γεννηθεί από το μηδέν, από το τίποτα, έστω και αν γίνεται λόγος για το απειροελάχιστο του δισεκατομμυριοστού ή τρισεκατομμυριοστού του ,μικρότερου σωματιδίου;