Της Στεργιανής Ζανέκα, Δρ. Φιλολογίας Α.Π.Θ
Στον «Παρμενίδη» του Πλάτωνος, η αρχή της ταυτότητας δηλώνει την τάση της μονάδας να παραμένει ενιαία και άρτια στην ακεραιότητά της, ενώ η αρχή της ετερότητας δηλώνει την τάση της να μερίζεται σε υποδιαιρέσεις[1]. Κατά τον Παρμενίδη, στο Ένα ή στο είναι αρμόζει η αιωνιότητα, το αγέννητο και ανώλεθρο, ιδιαίτερα όμως η τέλεια ενότητα, η αδιαφοροποίητη ταυτότητα με τον εαυτό του, δηλαδή η καθολική ομοιογένεια και η απόλυτη αμεταβλητότητα. Από την άποψη αυτή ο ελεατισμός είναι ακοσμικός[2]: η ποικιλία των πραγμάτων έχει αφανιστεί μέσα στο παν-ένα∙ εκείνο μόνο «είναι», ενώ η ετερότητα των πραγμάτων είναι πλάνη και απάτη της αισθητηριακής αντίληψης. Η πολλαπλότητα των πραγμάτων, που η εμπειρία μας τα παρουσιάζει να συνυπάρχουν και να διαδέχονται το ένα το άλλο, στάθηκε για τους Μιλήσιους φιλοσόφους η αφορμή να αναρωτηθούν ποια ήταν η κοινή σταθερή βάση (το είναι) – που όλα τ’ άλλα είναι δικές της μεταβολές (το γίγνεσθαι). Οι διάφορες έννοιες του είναι είχαν σε τελική ανάλυση μοναδικό σκοπό να κάνουν κατανοητό το γίγνεσθαι. Η ανάπτυξη της Προσωκρατικής σκέψης χαρακτηρίζεται από τη διαρκή αναφορά στο γίγνεσθαι και καθορίστηκε από την ανάγκη να νοηθεί το είναι με τρόπο που όχι μόνο συμβιβάζεται το γίγνεσθαι μαζί του αλλά και να εξηγείται με αυτό.