
Κατήντησα σχεδόν ἀνέστιος καί πένης.
Αὐτή ἡ μοιραία πόλις, ἡ Αντιόχεια
όλα τά χρήματα μου τά ‘φαγε:
αυτή ἡ μοιραία μέ τόν δαπανηρό της βίο.
Ἀλλά εἶμαι νέος καί μέ ὑγείαν ἀρίστην.
Κάτοχος τῆς ἑλληνικής θαυμάσιος
(ξέρω και παραξέρω Ἀριστοτέλη, Πλάτωνα∙
τί ρήτορας, τί ποιητάς, τί ὅ,τι κι ἄν πεῖς).
Ἀπό στρατιωτικά ἔχω μιάν ἰδέα,
κ’ ἔχω φιλίες μέ ἀρχηγούς τῶν μισθοφόρων.
Εἶμαι μπασμένος καμπόσο καί στά διοικητικά.
Στην Ἀλεξάνδρεια ἔμεινα ἕξι μήνες, πέρσι∙
κάπως γνωρίζω (κ’ εἶναι τοῦτο χρήσιμον) τά ἐκεῖ:
τοῦ Κακεργέτη βλέψεις καί παληανθρωπιές, καί τά λοιπά.