Του Μιχαλόπουλου Αθανάσιου
Ένας από τους κλάδους της φιλοσοφίας που συνιστούν, κατά τη γνώμη μου, τις ρίζες κάθε συγκροτημένου φιλοσοφικού στοχασμού είναι η φιλοσοφία της γλώσσας. Θα έλεγα ότι ίσως η διαρκής "λογική" αποκατάσταση και δομική συσχέτιση των σχέσεων που έχουν η φιλοσοφία και η γλώσσα είναι η ουσία της φιλοσοφικής δραστηριότητας εν γένει. Η καθ΄εαυτού φιλοσοφία δεν αποτελεί μια ανούσια δραστηριότητα του πνεύματος, αλλά η πεμπτουσία της εξέλιξης της ψυχοσωματικής μας οντότητας στην πράξη. Αν νομίζει κανείς ότι μια θεωρία, μια άποψη, ή ένα δόγμα για τη ζωή και τον κόσμο αρκεί για να συντελέσει στην τελείωση του καθολικού ανθρώπου, αυταπατάται. Και ακόμα περισσότερο μπορεί να ζει κανείς, χωρίς να το έχει συνειδητοποιήσει, μέσα στην αναλήθεια και στο περιορισμένο της κυκλοθυμικής του αναζήτησης όταν αυτή η στοχαστική του θέαση δεν έχει βιωματικό αντίκρισμα ούτε κοινωνική ή μεταφυσική προοπτική.
Στην προκείμενη περίπτωση θα γίνει λόγος για ουσιαστικά ζητήματα φιλοσοφίας της γλώσσας που καθιστούν, όχι απλά σημαντική, αλλά ζωτική κάθε δραστηριότητα του ατομικού μας πνεύματος σε όλα τα πεδία του βίου. Όπως συνήθως προσπαθώ να κάνω κάθε φορά που αποπειρώμαι να αποφανθώ για ένα φιλοσοφικό ζήτημα, έτσι και τώρα δε θα αποφύγω ούτε την ορθολογική ανάλυση αλλά ούτε την πρακτική καταφυγή στην οποία πρέπει να δοκιμάζεται ένα ολόκληρο σύστημα σκέψεων ή θεωριών. Οι φιλοσοφικές έννοιες που θα μας απασχολήσουν και άπτονται άμεσα των φιλοσοφικών θεωριών για τη γλώσσα είναι τέσσερις: το νόημα, η αναφορά, η μεταφορά και η ίδια η γλώσσα. Οι τέσσερις αυτές έννοιες αποτελούν το λειτουργικό όχημα ολόκληρης της φιλοσοφίας της γλώσσας και θα ανοίξουν νοερούς διαύλους κατανόησης όχι μόνο για το τι είναι η πραγματική φιλοσοφία, το να στοχάζεται δηλαδή κανείς αληθινά, αλλά και για την όσο το δυνατόν επισταμένη δόμηση φιλοσοφικών θεωρήσεων στον δρόμο της αλήθειας που υπέδειξε η παρμενίδεια θεά στον μεγάλο φιλόσοφο από την Ελέα.
Η πρώτη έννοια που θα αποτελέσει αντικείμενο πραγμάτευσης είναι το "νόημα". Είναι μια δύσκολη πτυχή και η ουσία της νόησης. Το νόημα είναι κατανόηση ή η έννοια που κομίζεται μέσα μας για οτιδήποτε μπορεί να γίνει αντικείμενο κατάληψης από τον νου. Με λίγα λόγια νόημα είναι αυτό για το οποίο ισχυρίζομαι ότι το κατάλαβα. Το νόημα μπορεί να εντυπωθεί μέσα στον νου από διάφορες καταστάσεις είτε ως ιδέα (Locke) ή νοητική παράσταση (Frege) είτε να αποτυπωθεί μέσα από μια πρόταση της γλώσσας (Moore). Η δεύτερη έννοια η "αναφορά" σχετίζεται με τον αισθητό ή εμπειρικό κόσμο. "Αναφορά" είναι το αντικείμενο ως διυποκειμενικό βίωμα στον εμπειρικό κόσμο ή ένα πραγματικό αντικείμενο στον αισθητό κόσμο. Η σχέση νοήματος και αναφοράς ομοιάζει αντίστοιχα με τη σχέση του νοητού και του αισθητού-υλικού κόσμου στον Πλάτωνα. Ας φέρουμε ένα παράδειγμα μιας τέτοιας σχέσης ανάμεσα στο νόημα και την αναφορά. Ας πάρουμε την πρόταση "βλέπω το φεγγάρι". Το "νόημα" εντυπώνεται ως η ιδέα-σημασιακή εικόνα που σχημάτισα για το φεγγάρι και η "αναφορά" είναι το ίδιο το αντικείμενο που υπάρχει έξω από μένα, το φεγγάρι. Άρα, δεν αυταπατώμαι όταν ισχυρίζομαι ότι η εσωτερική ιδέα συνυπάρχει με το εξωτερικό αντικείμενο. Το ένα μαρτυρά το άλλο και αντίστροφα. Η νοητική παράσταση ως ιδέα σχετίζεται απόλυτα με την ύπαρξη του αντικειμένου. Δεν υπεισερχόμαστε σε σκέψεις ακόμα για τη φύση, για το πώς είναι ακριβώς το φεγγάρι, αλλά είμαστε βέβαιοι για την ύπαρξη του φαινομένου ή αντικειμένου του φεγγαριού. Η τρίτη φιλοσοφική έννοια είναι πιο σύνθετη, είναι η "μεταφορά". Η "μεταφορά" αποτελεί την απόδοση ενός νοήματος σε ένα αντικείμενο. Προσοχή όμως εδώ. Η "μεταφορά" είναι η λειτουργική αποκορύφωση τόσο της φιλοσοφίας όσο και της ποίησης. Κατά τη γνώμη μου η "μεταφορά" είναι η κυριότερη νοητική διεργασία που επισυμβαίνει κάθε στιγμή στον χώρο του πνεύματος-νόησης και είναι αυτή που αποκαλύπτει τη θεμελιώδη σχέση μεταξύ των τριών αυτών εννοιών σε σχέση με τη λειτουργία της γλώσσας, της τέταρτης έννοιας. Γιατί; Ακόμα και το "νόημα" που μπορεί να σχηματίσουμε για ένα ζήτημα, για μια θεωρία, για μια έννοια ή για ένα αντικείμενο είναι ως επί το πλείστον συμβολή ή αποτέλεσμα της "μεταφοράς". Ας πάρουμε για παράδειγμα τέσσερις προτάσεις, δύο κυριολεκτικές και δύο μεταφορικές, ώστε να κατανοήσουμε το προκείμενο:
Ας πάρουμε την πρώτη δυάδα προτάσεων:
"Η μαγεία είναι χαρακτηριστικό των πρώτων θρησκειών."
"Η πανσέληνος είναι μαγεία σήμερα."
Η λέξη "μαγεία" σε κάθε μια από τις περιπτώσεις σημαίνει διαφορετικά πράγματα. Εδώ η "μεταφορά" λειτούργησε μεταμορφωτικά στην λέξη "μαγεία". Το νόημα της λέξης "μαγεία" άλλαξε απόλυτα, δε σημαίνει καθόλου μια υπερβατική λειτουργία αλλά μια περιγραφική. Εδώ σημαίνει "πανέμορφη".
Η δεύτερη δυάδα προτάσεων:
"Οι μαγικές επικλήσεις που έκανε ο Πρόκλος."
"Οι μαγικές δράσεις που έκανε μπροστά στον κόσμο ο μάγος Ντέιβιντ Κόπερφιλντ."
Οι λέξη "μαγικές" στη λειτουργία της έχει και στις δύο προτάσεις υπερβατικό περιεχόμενο, αλλά διαφορετική διάσταση. Και πάλι η "μεταφορά" καθόρισε και απέδωσε ένα διαφορετικό νόημα στη λέξη "μαγικές", παρόλο που η λειτουργία είναι στο ίδιο επίπεδο, το υπερβατικό. Η φιλοσοφική δουλειά εδώ είναι να βρεθεί η "αναφορά" και στις δύο περιπτώσεις, πώς δηλαδή πραγματοποιείται στην πράξη το "μαγικές", τι ακριβώς συμβαίνει, προκειμένου να αποκομίσω το νόημα μέσω της έννοιας με την παράλληλη σύλληψη της "δημιουργικής μεταφοράς" που έγινε μεταξύ των δύο λέξεων.
Η "μεταφορά", όπως βλέπουμε ανωτέρω λειτουργεί καθοριστικά για κάθε έννοια ή σκέψη που κάνουμε για οτιδήποτε. Η "κυριολεξία" και η "μεταφορά" στην ποίηση και τη φιλοσοφία είναι σχετικές έννοιες. Και στον φιλοσοφικό αλλά και στον ποιητικό λόγο οι λέξεις επιφορτίζονται και νοηματοδοτούνται ή "βαπτίζονται" (νοηματικά) με ένα ιδιαίτερο πρόσκαιρο νόημα που προκύπτει ουσιαστικά από συγκεκριμένους όρους και περιστάσεις που λειτουργούν σε συγκεκριμένο χρόνο, χώρο, τρόπο και ανάλογα με τη μεθοδολογία της θεωρίας του υποκειμένου (ποιητή ή φιλόσοφου) που δρα. Η λέξη "μαγεία", για παράδειγμα, θα νοηματοδοτηθεί διαφορετικά ανάλογα με την περίσταση ή τη γλωσσική χρήση των προτάσεων (Wittgenstein) που θα υιοθετηθεί κάθε φορά.
Η ποίηση εξολοκλήρου, αν προσέξουμε, είναι καθαρά μεταφορική. Όσο περισσότερο ο ποιητικός λόγος καταγίνεται με το παιχνίδι της "μεταφοράς" νοημάτων στις λέξεις, τόσο περισσότερο εμβαθύνει στη πνευματική διαπλοκή των εννοιών που συσχετίζουν νοητικές λειτουργίες με δημιουργικές εικόνες αποτύπωσης βιωμάτων και συγκινησιακών ενορμήσεων. Τότε ο ποιητικός λόγος επιτυγχάνει να θραύσει τον φαινομενικό κόσμο των αποσπασμένων πραγμάτων και να συνθέσει ενωτικά την αναπαράσταση με την ψυχοσυγκινησιακή λειτουργία της νόησης. Αυτό η ποίηση το επιτυγχάνει ασύνειδα, μέσω των νοητικών συνειρμών που αναδύονται στα βιώματα. Η φιλοσοφία επιτελεί ακριβώς την ίδια λειτουργία στο επίπεδο της λογικής συνειδητότητας. Αποπειράται να φωτίσει με επιστημονικό τρόπο τη λογική διάταξη και διάρθρωση των προσδεμένων νοημάτων που κομίζουν οι λέξεις ως προς τα "αναφορικά" βιώματα ή τα αντικείμενα που τους αντιστοιχούν, προκειμένου να ανακαλύψει το αθέατο δίκτυο συρμών των ασυνείδητων νοητικών ενεργημάτων που δρουν άδηλα πίσω από κάθε συνειδητή δράση του νου. Η καθεαυτού φιλοσοφία της γλώσσας προσπαθεί να απεικονίσει σε νοητικό ολόγραμμα όλο το πεδίο των σχέσεων που συνάπτονται ανάμεσα στα δημιουργούμενα νοήματα και την ποιότητα της "μεταφοράς" τους πάνω στις λέξεις ή τις προτάσεις ως προς την εγκόσμια αναφορά τους.
Στο δια ταύτα
Οποιοδήποτε φιλοσοφικό, ποιητικό ή και ακόμα επιστημονικό έργο και να μελετήσουμε πρέπει να έχουμε υπόψη μας πρώτα από όλα ότι μπροστά μας δεν έχουμε ένα κείμενο που αποκαλύπτει μια αλήθεια που παράγεται αυτόματα από το ίδιο το κείμενο, αλλά ένα προβαλλόμενο κειμενικό σύνολο θεωρήσεων που επέχουν μορφή φαινομενικής θέασης. Κάθε κείμενο μεταφέρει το δικό του "νόημα", τη δική του "αλήθεια", αλλά αυτή η αλήθεια είναι "υποκειμενική" και κωδικοποιημένη θεώρηση για τα πράγματα. Οι έννοιες που κομίζει ένα φιλοσοφικό ή άλλου τύπου κείμενο είναι δημιούργημα ενός συνθετικού "γειωμένου" πλαισίου πρόσληψης νοήματος στη βάση της ιδιαίτερης και υποκειμενικής "μεταφοράς" μιας αλήθειας σύμφωνης με την κρίση του φιλόσοφου, του ποιητή, του επιστήμονα σε σχέση με τον χρόνο, τον τόπο και το συμπυκνωμένο ιδιοσυγκρασιακό συλλογικό φαντασιακό του κοινωνικού συγκείμενου που επέδρασε καταλυτικά στην προαίρεση του συγγραφέα.
Το να αποφανθεί κανείς ότι κατανόησε και συνέλαβε τι ακριβώς ήθελε να αποτυπώσει ένας φιλόσοφος ή ένας ποιητής στο έργο του είναι μια δύσκολη υπόθεση. Μπορούμε να ισχυριστούμε με βεβαιότητα μόνο ότι προσεγγίσαμε στο εν λόγω έργο του τον τρόπο που εμείς ερμηνεύσαμε τις φιλοσοφικές ή άλλες θεωρήσεις του, όχι τις ακριβείς αποκεκρυμμένες προθέσεις ή εννοήσεις των "μεταφορών" του νοήματος που δόμησε για να το αποδώσει σε κάθε λέξη. Θα αναρωτηθεί κάποιος, αν είναι έτσι τα πράγματα, αν είναι δυνατόν να επιτύχουμε να κατανοήσουμε ολοκληρωτικά έναν φιλόσοφο ή ποιητή. Μπορούμε, κατά τη γνώμη μου, να το καταφέρουμε όταν βρούμε τον τρόπο που συνδέονται οι τέσσερις έννοιες με θεμελιακό κορμό την "αναφορά". Η "αναφορά" ως εξωτερικό αντικείμενο, ως εσωτερικό διυποκειμενικό βίωμα (το αντιδιαστέλλω από το απατηλό βίωμα που προέρχεται από τον ψυχολογισμό), ως εμπειρία και ως λογική έννοια είναι το κλειδί ώστε να δομούμε αληθινά νοήματα που κομίζονται από τις προτάσεις ή τις λέξεις. Ένα νόημα ή έννοια (στη φιλοσοφία) είναι αληθινό μόνο όταν μπορείς να το διατάξεις αρμονικά ,με όλες τις έννοιες που αναφέραμε. Ένα νόημα (ή μια φιλοσοφική ή ποιητική έννοια-θεώρηση) είναι αληθινό όταν μπορούμε να διακρίνουμε ευκρινώς τη λέξη ή την πρόταση που το κομίζει, τη δόμηση του περιεχομένου του από τη "μεταφορά" που έγινε, και κυρίως, το αντίστοιχο βίωμα ή αρετή που αναπτύχθηκε μέσα από την εμπειρία ως έμπρακτη αντιστοίχιση της Ιδέας που το γέννησε στα νοερά σπλάχνα του υποκειμένου που το φανέρωσε.