Τα δύο Ηλιοστάσια (Θερινό και Χειμερινό) και οι δύο Ισημερίες (Εαρινή και Φθινοπωρινή) είναι οι ιδιαίτερες ημέρες του «ενιαυτού», δηλαδή του ετήσιου κύκλου, που σηματοδοτούν την αφετηρία των ισάριθμων εποχών. Ως αφετηριακά σημεία του κάθε τεταρτημορίου του «ενιαυτού», η κάθε μία τους έχει ιδιαίτερη σημασία, αλλά και θρησκευτική διάσταση σε κάθε φυσική Θρησκεία που δέχεται την κυκλικότητα του χρόνου και την αντανάκλαση των θείων αληθειών στα απλά και απτά πράγματα της εκδηλωμένης Φύσης.
Η ημέρα του Χειμερινού Ηλιοστασίου, η μικρότερη όλου του χρόνου σε ό,τι αφορά το χρονικό διάστημα από την ανατολή του ηλίου μέχρι την δύση του, σηματοδοτεί το τέλος των «σκοτεινών ημερών» (της μείωσης δηλαδή της διάρκειας του φωτός κατά την διάρκεια του φθινοπώρου) και την αρχή του χειμώνα. Μετά από αυτήν, η διάρκεια του φωτός αυξάνεται ολοένα και περισσότερο, μέχρι την Εαρινή Ισημερία, που, όπως και στην αντίστοιχη Φθινοπωρινή, το φως μοιράζεται ισόποσα με το σκοτάδι τις ώρες του 24ώρου.
Η Ελληνική Εθνική Θρησκεία, όπως άλλωστε και η Ρωμαϊκή, δεν εόρταζε κατά την αρχαιότητα τα Ηλιοστάσια (εκ του «ήλιος» και «ίσταμαι») και τις Ισημερίες ως τέτοια, αλλά έθετε επάνω τους διάφορες εορτές που σχετίζονταν άμεσα με την θρησκευτική σημασία τους,. Επάνω στο ή γύρω από το Χειμερινό Ηλιοστάσιο τελούντο διάφορες εορτές αφιερωμένες στους Θεούς Διόνυσο και Ηρακλέα, αμφότεροι πλευρές του «μεγάλου γενήτορος και τροφού των πραγμάτων, του κυβερνήτη του κόσμου» Ηλίου (η σχετική θεολογία αναπτύσσεται στο τέλος του παρόντος κειμένου). Οι τρεις ίσες σε διάρκεια νύκτες μετά το Ηλιοστάσιο, εορτάζονταν ως Γέννηση του «Τριεσπέρου» Ηρακλέους, του «Υιού του Φωτός», που, κατά την μυθολογία, για την σύλληψή του ο Ζευς ακινητοποίησε επί τρεις νύκτες την ροή του χρόνου.
Σήμερα ωστόσο, η Ελληνική Εθνική Θρησκεία, που, στην μακραίωνα διαδρομή της μέχρι σήμερα ποτέ δεν εγκλωβίστηκε σε φωτογραφική επαναφορά παρελθόντων δεδομένων αλλά είναι ζώσα, οργανική και πάντοτε σύμφωνη με την εκάστοτε εποχή της, εορτάζει πέραν της Γεννήσεως του Διονύσου ή του Ηρακλέους από τον 16ο αιώνα κι εντεύθεν κανονικά το Χειμερινό Ηλιοστάσιο ως τέτοιο, από δε τις αρχές του 21ου αιώνος τιμά επίσης τις Αρετές της «Σταθερότητας» και «Κοσμιότητας», άμεσα συνδεδεμένες με την κυρίαρχη Θεά του μηνός Εστία, αλλά και με την δυναμική ανάδυση της ζωής και της ευταξίας (το θηλυκό στοιχείο των ουρανών τίκτει τον «Υιό του Φωτός»).
Στο πνευματικό επίπεδο, το Χειμερινό Ηλιοστάσιο σημαίνει την πρώτη εμφάνιση της συνειδητότητας μέσα στον Ανθρωπο (καθίσταται δηλαδή αυτός έλ-λογος) και την ικανότητα για την «ομοίωση Θεοίς», πράγμα που επιτυγχάνεται μέσω της Αρετής: ο Ήλιος αποτελεί την ορατή εικόνα της θεϊκής Αγαθότητος, είναι ο «οφθαλμός του Διός» και ο «Υιός» του στον κόσμο των ανθρώπων. Στο μορφικό επίπεδο, το Χειμερινό Ηλιοστάσιο σημαίνει την εμψύψωση (μέσα στον χθόνιο κόσμο του Πλούτωνος, της Δήμητρος και της Περσεφόνης) του φαινομενικά νεκρού υφήλιου κόσμου μέχρι την «πρώτη πνοή» του στα «Ανθεστήρια» και την θριαμβευτική του ανάσταση την άνοιξη: ο «Ήλιος των νεκρών» («Δημήτριος») μεταφέρει δυναμικά ζωή στον κόσμο των φαινομενικά νεκρών και προετοιμάζει την μεγάλη επανάνθιση.
Μια συνοπτική θεολογία της σχέσης Ηλίου, Ηρακλέους, Διονύσου και Χειμερινού Ηλιοστασίου είναι η ακόλουθη: έναν μήνα μετά την φθινοπωρινή Ισημερία ο Θεός Απόλλων έχει «φύγει» και ο Θεός Διόνυσος «έρχεται» μετά το Ηλιοστάσιο. Το μεσοδιάστημα είναι του Ηρακλέους. «Τεκόμενος» στις 3 «ακίνητες ημέρες», ο Ηρακλής Ήλιος (ή Ηρακλής - Διόνυσος, υπάρχει και επίκληση τέτοια), ουσιαστικά «φέρνει» τον Διόνυσο (κάτι σαν το βρέφος που κρατάει στην παραπάνω εικόνα). Του χριστιανού προπαγανδιστή Ευσεβίου Καισαρείας του ξεφεύγει η δική μας θεολογική αλήθεια, που, κατ' αυτόν, είναι... «παγανισμός»: «Αποφαίνονταν πως ο Ήλιος είναι ο ίδιος ο Απόλλων, και πάλι ο Ηρακλής και αμέσως ο Διόνυσος και ο Ασκληπιός» («τον Ήλιον αυτόν είναι τον Απόλλω και πάλιν τον Ηρακλέα και αύθις τον Διόνυσον και τον Ασκληπιόν ομοίως αποφαινομένους»).
Η στενότατη σχέση Ηρακλέους και Διονύσου αποτυπώνεται σε όλη την διάρκεια της αρχαιότητας μέχρι και την ύστερη. Aπό την ευρύτατη συλλατρεία τους από τον 6ο τουλάχιστον αιώνα π.α.χ.χ., όπως τονίζει ο Bruhl, σε όλη την Μακεδονία και την Θράκη, καθώς και στη νήσο Θάσο, η σχέση συνεχίζεται έως τις επιγραφές του 3ου μ.α.χ.χ. αιώνα που βρέθηκαν στην εκρωμαϊσμένη Potaissa της αρχαίας Δακίας (σημερινή βόρεια Ρουμανία), στην Civitas Tropaensium της Κάτω Μοισίας (το σημερινό Adamclisi της νοτιοανατολικής Ρουμανίας), στο σημερινό Μπούκοβο (Bukovo) των Σκοπίων, στην Γερμανία, στην Ιταλία και στους Φιλίππους, στις οποίες ο Θεός Ζευς πλαισιώνεται από τους Ηρακλέα και Διόνυσο (Liber Pater), δίδυμους πολιούχους της Τριπολιτανίας ή Leptis Magna στην σημερινή Λιβύη («HERCULII ET LIBERO PATRI DIIS PATRIIS» χαιρετίζονται σε αναθηματική πλάκα).
Ως «πλευρά» του Ηλίου άλλωστε χαιρετίζεται και ο Θεός Διόνυσος στο ενδιαφέρον ορφικό fragmentum «ΑΓΛΑΕ ΖΕΥ, ΔΙΟΝΥΣΕ, ΠΑΤΕΡ ΠΟΝΤΟΥ, ΠΑΤΕΡ ΓΑΙΗΣ, ΗΛΙΕ, ΠΑΓΓΕΝΕΤΟΡ, ΠΑΝΑΙΟΛΕ, ΧΡΥΣΟΦΕΓΓΕΣ».
πηγή: ysee.gr