«Ο ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΣ ΚΑΙ Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ»)
Στον Ηράκλειτο, ο Λόγος είναι αυτό που συνιστά, φωτίζει και εκφράζει την τάξη και τη ροή του κόσμου. Ο λόγος του Ηράκλειτου - ο λόγος του στοχαστή που στοχάζεται τον κόσμο - δεν μπορεί να συλληφθεί αν δεν ανοίξουμε μαζί του διάλογο. Ο λόγος θεμελιώνει το λόγο και το διάλογο, κι είναι η ψυχή της διαλεκτικής. Αυτό που - με πολλή ασάφεια - ονομάζουμε διαλεκτική, - είναι ο ρυθμός του ηρακλειτικού λόγου, και για να μπορέσουμε να κάνουμε διάλογο με τον Ηράκλειτο πρέπει ν’ ακολουθήσουμε αυτό το ρυθμό. Η διαλεκτική προϋποθέτει τo λόγο, πρώτη όμως αυτή θα μελετήσουμε, γιατί αυτή μας δείχνει το δρόμο που ακολουθεί η σκέψη του Εφέσιου: η διαλεκτική είναι μια οδός, μια μέθοδος. Η διαλεκτική όμως δεν είναι μια απλή μεθοδολογική εκκίνηση˙ αυτή διαρθρώνει τις δομές της διαίσθησης που συλλαμβάνει τη δομή του κόσμου. Το δικό μας δίχτυ τη συλλαμβάνει μόνον όταν κάνουμε δικό μας το ρυθμό της˙ αυτή μας δείχνει τη μετατροπή του μύθου σε λόγο. Με τη διαλεκτική, η ποίηση του οράματος και του ρήματος ανταμώνει τη σκέψη του λόγου και της σύλληψης του κόσμου. Ο Αριστοτέλης, έχοντας κατά νου τη λογική που λειτουργεί με σύστημα και μ’ έννοιες, θεωρεί ιδρυτή της διαλεκτικής το Ζήνωνα τον Ελεάτη (). Ο Χέγκελ όμως είναι αυτός που πρώτος κατανόησε ότι ο Ηράκλειτος συνέλαβε «την ίδια τη διαλεκτική σαν αρχή» ().Με το κεφάλαιο που έγραψε για τον Ηράκλειτο στα Μαθήματα πάνω στην Ιστορία της φιλοσοφίας, ο Χέγκελ αρχίζει το διάλογο. Μεταφράζει όμως στη γλώσσα της δικής του διαλεκτικής κι οντολογικής λογικής τη σκέψη του Ηράκλειτου· ο Χέγκελ κατανοεί μεγαλοφυώς τον Ηράκλειτο, αυτή όμως η κατανόηση επιτυγχάνεται στα πλαίσια της δικής του αφηρημένης ιδεαλιστικής σκέψης. Γράφει ότι «ο Ηράκλειτος συλλαμβάνει τώρα το ίδιο το απόλυτο σαν διαδικασία, σαν διαλεκτική... Σ' αυτόν βρίσκουμε για πρώτη φορά στη φιλοσοφική της μορφή την ιδέα της αφηρημένης σκέψης... Αυτός αποτελεί την αποτελείωση της προγενέστερης συνείδησης, μια αποτελείωση της Ιδέας που οδηγεί στην Ολότητα (που είναι και η αφετηρία της φιλοσοφίας), ή η ουσία της ιδέας που εκφράζει το απεριόριστο, το τι είναι το απεριόριστο... Το απόλυτο είναι η ενότητα του είναι και του μη είναι... Το αληθινό είναι το γίγνεσθαι κι όχι το είναι... Η νόηση (Verstand) χωρίζει το είναι από το μη είναι, ο νους (Vernuft) αναγνωρίζει το ένα στο άλλο... κι έτσι το Όλο, το απόλυτο, μπορεί να οριστεί ως γίγνεσθαι... Το απεριόριστο το είναι καθεαυτό και δι' εαυτό, είναι η ενότητα των αντιθέτων... Στον Ηράκλειτο, η στιγμή της αρνητικότητας είναι ενυπάρχουσα... Ο χρόνος είναι το καθαρό γίγνεσθαι... η καθαρή έννοια» (). Η ηρακλειτική διαλεκτική όμως δεν είναι εννοιολογική. Είναι μια διαλεκτική που ενεργοποιεί μια θεμελιακή διαίσθηση των αντιθέτων. Αργότερα θα οικοδομηθεί η διαλεκτική λογική που λειτουργεί με τις αντιθέσεις που υπάρχουν ανάμεσα στις έννοιες και που κλείνει την τυπική λογική της μη αντίφασης μέσα στη συνθετική λογική. Ο διάλογος του Ηράκλειτου με τον Κόσμο εκφράζεται μέσ' από λογισμούς που είναι μεγάλες εξισώσεις.
Οι τρεις Μιλήσιοι, μολονότι συλλαμβάνουν ορισμένες αντιθέσεις που φανερώνονται μέσα στον κόσμο, δεν επεξεργάζονται μια σκέψη διαλεκτική˙ η αντίθεση ανάμεσα στο ζεστό και στο κρύο που υπάρχει στον Αναξίμανδρο, δείχνει ένα συλλογισμό που συλλαμβάνει τις αντιθέσεις που υπάρχουν στη δομή του κόσμου, πρόκειται όμως για ένα στοχασμό που δε φτάνει στο ύψος του ρυθμού μια διαρθρωμένης σκέψης που προσπαθεί ν’ ανταμώσει το ρυθμό του κόσμου. Οι Πυθαγόρειοι, συνδυάζοντας το μυστικισμό με τα μαθηματικά, στοχάζονται την αρμονία και τις αντιθέσεις, αλλά ούτε κι αυτών ο στοχασμός καταφέρνει να φτάσει στο σημείο να οραματιστεί την αρμονία των αντιθέτων. Ο Ηράκλειτος κάνει το αποφασιστικό βήμα.
Τό ἀντίξουν συμφέρον καί ἐκ τῶν διαφερόντων καλλίστην ἁρμονίαν καί πάντα κατ' ἔριν γίνεσθαι. (Το αντίθετο (είναι) σύμφωνο, απ' τις διαφορές (γεννιέται) η πιο ωραία αρμονία και τα πάντα γίνονται με τη διχόνοια (απ. 6). Η θεμελιακή σκέψη αρθρώθηκε. Ο λόγος της διαλεκτικής είναι ένας και ενωτικός· όλα τον μιλούν, σ’ όλα ανακλάται και διαθλάται. Αρμονία και έρις αντιτίθενται και συντίθενται, όπως και τα αντίθετα εναρμονίζονται. Αυτή η πρώτη αλήθεια μπορεί να έχει ποικίλες εκφάνσεις: φυσικές, ιατρικές, μουσικές, πολιτικές. Όλες αυτές οι συγκεκριμενοποιήσεις της πρώτης αλήθειας δεν είναι τέτοιες παρά μόνο μέσα στο ένα και μοναδικό φως που τις φωτίζει.
Συνάψιες ὅλα καί οὐχ ὅλα, συμφερόμενον διαφερόμενον, συνᾷδον διᾷδον, καί ἐκ πάντων ἕν καί ἐξ ἑνός πάντα. — Οὐ ξυνιᾶσιν ὅκως διαφερόμενον ἑωυτῷ ὁμολονγέει· παλίντροπος ἁρμονίη ὅκωσπερ τόξου καί λύρης. [(Συνδέσεις όλα κι όχι όλα), ομόνοια διχόνοια, συμφωνία ασυμφωνία· απ’ όλα (γεννιέται) το ένα κι από το ένα όλα (απ. 10). Δεν καταλαβαίνουν πως το διαφορετικό συνομολογεί με τον εαυτό του˙ αρμονία αντίθετων εντάσεων όπως του τόξου και της λύρας (απ. 51)). Το βίαιο τέντωμα του πολεμικού τόξου και το μελωδικό τέντωμα της μουσικής λύρας απεικονίζουν και φανερώνουν τη θεμελιακή αλήθεια της ενότητας των αντιθέτων, όπως στην ιατρική το φάρμακο που δίνουμε σαν αντίδοτο κάνει καλό στον οργανισμό. Ο ρυθμός είναι ένας δεσμός, ένα δέσιμο που κρατάει ενωμένα τα αντίθετα πράγματα (). Ο ρυθμός της σκέψης πρέπει να δένει τις σκέψεις τη μια με την άλλη και να τις συνδέει με τα πράγματα, αφού πράγματα και σκέψεις δεν είναι καθόλου χωρισμένα.
Αν η τυπική λογική διακρίνει δυο τύπους αντίθεσης των εννοιών - αντίθετες έννοιες (άσπρο-μαύρο) κι αντιφατικές (άσπρο — μη άσπρο) - ο Ηράκλειτος δε στοχάζεται μέσα στα πλαίσια της τυπικής κι εννοιοκρατικής λογικής που το ρεύμα της, ξεκινώντας απ’ τις αναζητήσεις του Ζήνωνα, καταλήγει στη δημιουργία αξιωμάτων απ' τον Αριστοτέλη. «Η αρμονία των αντιθέτων: μάλλον αυτό ήταν που γύρευε ο Ηράκλειτος κι όχι η ταυτότητα των αντιφατικών, που αυτά καθεαυτά του ήταν άλλωστε άγνωστα», τονίζει ο Leon Robin (). Γι’ αυτό το λόγο πρέπει να μιλάμε για την ενότητα των αντιθέτων κι όχι για την ταυτότητα ή τη σύνθεσή τους. Η θεώρηση που κάνει ο Ηράκλειτος είναι σαν του γλύπτη και βγάζει στην επιφάνεια ανάγλυφους όγκους· οι διάφορες πλευρές της ενώνονται και η ταυτότητά τους δεν είναι λογικά η ουσιαστικά εξακριβωμένη. Η διαλεκτική του Ηράκλειτου δεν είναι ούτε η διαλεκτική της ταυτότητας ούτε εκείνη της σύγχυσης είναι μια διαλεκτική που διαπλάθει έναν περιέχοντα λογισμό. Διαμορφώνει μια σκέψη που δημιουργεί έννοιες, και δε μεταχειρίζεται έννοιες ήδη επεξεργασμένες· ο τρόπος που κινείται (ανάμεσα στο «εικονικό» και στο «ανεικονικό» γεννάει και νοητική σύλληψη που αργότερα θα μπει στο δρόμο της νοηματοποίησης. Ο Ηράκλειτος δε διακρίνει ακόμα ούτε και τις λογικές αντιθέσεις από τις πραγματικές διπολικές αντιθέσεις: η δική του πορεία κατευθύνεται ακατάπαυστα από τα συγκεκριμένα φαινόμενα που συλλαμβάνει η σκέψη προς την αφαιρετική σκέψη που φανερώνεται με κάθε τι που υπάρχει — κι αντίστροφα. Αυτές οι αντιθέσεις του κάνουν ολόκληρη την πραγματικότητα, κι όχι μόνο τη λογική μορφή, να μπει στο παιχνίδι. Δεν υπάρχει αυτόνομο βασίλειο της Λογικής, και η Πραγματικότητα δεν είναι ένας απ' τους χώρους της ολότητας.
Τα τρία αποσπάσματα που ακολουθούν μας δείχνουν καθαρά πως η σκέψη του Ηράκλειτου δεν είναι προσκολλημένη ούτε στην υλική ουσία των πραγμάτων ούτε στις ιδεατές μετουσιώσεις τους, αλλά στην αλήθεια που θεμελιώνει τη σύλληψη αυτού που είναι.
Ξυνόν γάρ ἀρχή καί πέρας ἐπί κύκλον περιφερείας. - Ὁδός ἄνω κάτω μία καί ὡυτή. — Γναφείῳ ὁδός εὐθεῖα καί σκολιή μία ἐστί καί ἡ αὐτή. (Στην περιφέρεια του κύκλου αρχή και πέρας συμπίπτουν (απ. 103). Ο δρόμος που ανεβαίνει κι ο δρόμος που κατεβαίνει είναι ο ίδιος δρόμος (απ. 60). Ευθύς και λοξός δρόμος στο γναφαριό είναι ένας κι ο ίδιος (απ. 59).)
Εδώ δεν έχουμε να χάνουμε με μια αιτιολογική ή με μια χρονολογική ή τοπολογική περιγραφή μεμονωμένων φαινομένων που έχουν επιλεγεί σαν παραδείγματα. Ο Ηράκλειτος μας χαράζει το δρόμο της δικής του μεθόδου που συνενώνει άνοδο και κάθοδο χι εκφράζει το ρυθμό του εν γίγνεσθαι είναι της ολότητας. Ο δρόμος που ακολουθεί έχει το δικό του προσανατολισμό και μας ζητάει να τον διατρέξουμε μ' ανοιχτά μάτια. Αυτό που βλέπουν τα μάτια μας, μας χάνει ήδη να σκεφτούμε πως η αρχή και το τέλος ενός κύκλου συμπίπτουν. Η διαλεκτική σκέψη, που είναι από την ουσία της κυκλική, συλλαμβάνει τον κύκλο διαλεκτικά. Είναι φανερός ο οπτικός κι οραματικός χαρακτήρας της ηρακλειτικής διαίσθησης: «τα πράγματα» που βλέπουμε και σκεφτόμαστε έχουν τη δική τους λάμψη που τα οδηγεί ως το σημείο της έκλαμψής τους. Η απορία μπρος στα πράγματα του κόσμου αφυπνίζει το θεωρητικό πνεύμα που μέσ’ απ’ την ποικιλία τους συλλαμβάνει την ενότητά τους. ενότητα που τα περιέχει και τα συνέχει.
Τα αντίθετα, η αντίθεσή τους και η ένωσή τους. εκδηλώνονται με μια συνεχή κίνηση, κι αυτό που τα κινεί είναι το γίγνεσθαι.
Ποταμοῖς τοῖς αὐτοῖς ἐμβαίνομέν τε καί οὐχ ἐμβαίνομεν, εἶμέν τε καί οὐχ εἶμεν. – Ποταμοῖσι τοῖσιν αὐτοῖσιν ἐμβαίνουσιν ἕτερα και ἕτερα ὕδατα ἐπιρρεῖ-καί ψυχαί δέ ἀπό ταν ὑγρῶν ἀναθυμιῶνται. – Ποταμῷ γάρ οὐχ ἔστιν ἐμβῆναι δίς τῷ αὐτῷ... (θνητή οὐσία) σκίδνησι καί πάλιν συνάγει... και πρόσεισι καί ἄπεισι. (Στα ίδια ποτάμια μπαίνουμε χαι 6εν μπαίνουμε, είμαστε και δεν είμαστε (απ. 49α). Στα ίδια ποτάμια μπαίνουν συνεχώς άλλα χι άλλα νερά· χι απ' τα υγρά βγαίνουν οι ψυχές σαν αναθυμιάσεις (απ. 12). Δεν μπορούμε να μπούμε δυο φορές στο ίδιο ποτάμι... (Κάθε τι θνητό) σκορπίζεται και πάλι μαζεύεται, πλησιάζει χι απομακρύνεται (απ. 91).
Όλ’ αυτά τα θέματα εκτοξεύουν τις αχτίνες τους ξεκινώντας από το ίδιο κέντρο της ηρακλειτικής διαλεκτικής. Τα «υπαρξιακά» προβλήματα: είμαστε και δεν είμαστε, τα «ανθρωπολογικά»: οι ψυχές και η υγρασία, τα «γνωσιολογικά»: η κίνηση και η γνώση της κίνησης, θα ερευνηθούν παρακάτω. Εδώ, το προβάδισμα έχει η αλλαγή, η κίνηση, το γίγνεσθαι' η διαισθητική εικόνα αυτής της ροής είναι το ποτάμι. Ωστόσο, η αλλαγή, η κίνηση, το γίγνεσθαι και η ροή - όλα όσα ονόμασαν μομπιλισμό του Ηράκλειτου - διαφυλάσσουν τη διάρκεια του (εν γίγνεσθαι) είναι. Το γίγνεσθαι του είναι δε συνίσταται σ' ένα απλό απροσδιόριστο κύλισμα - που κατευθύνεται προς το απεριόριστο.
Ο Burnet παρατηρεί πως «αυτή η θεωρία συνοψίζεται συνήθως με τη φράση «πάντα ρει», και πρόκειται για μια αρκετά ακριβολόγα σύνοψη, αν και τύχη παράδοξη δεν μας επιτρέπει ν’ αποδείξουμε ότι αυτή η φράση είναι του Ηράκλειτου» (). Πράγματι, η φράση «πάντα ρει» δεν υπάρχει στα πρωτότυπα και σωσμένα αποσπάσματα. Αυτό που αντίθετα έχουμε είναι οι διατυπώσεις του κειμένου που παραθέσαμε πιο πάνω. Ο Πλάτων στον Κρατύλο (402α) γράφει: «Ο Ηράκλειτος λέει κάπου ότι όλα περνούν και τίποτα δε μένει, και παρομοιάζοντας τα πράγματα με το ρεύμα τον ποταμού, προσθέτει ότι δε θα μπορούσαμε να μπούμε δυο φορές στο ίδιο ποτάμι». Αφού νόμισαν στην αρχή ότι συνέλαβαν όλη την ουσία της ηρακλειτικής "φιλοσοφίας» θεωρώντας την απλώς και μόνο σαv μια δοξασία του συμπαντικού μομπιλισμού, μετά θέλησαν να μελετήσουν τον Ηράκλειτο σαν να μην ήταν δική του η μεγάλη εικόνα της κίνησης (), Η εικόνα όμως του ποταμού δεν είναι μόνο ένα σύμβολο που χαλκεύτηκε επειδή το χρειαζόταν ο πλατωνισμός στον αγώνα που έδινε εναντίον του σοφιστικού ηρακλειτισμού, και γι' αυτό αμφισβητείται η αξία του. Η εικόνα αυτή είναι μια κεντρική διαίσθηση της αρχέγονης σκέψης του Εφέσιου. Η αλλαγή κυριαρχεί στη φύση και στον κόσμο και προσφέρεται σαν το πιο συγκεκριμένο όραμα, επιβάλλεται στην αντίληψη. Κάτι παραπάνω: αισθανόμαστε πάνω στο δέρμα μας τα καινούρια ρεύματα του ποταμού και το ίδιο μας το σώμα είναι γεμάτο απ' τα σημάδια τους. Η κίνηση είναι κίνηση του κόσμου με τον οποίο συνταιριάζεται η κινούμενη σκέψη. Η σκέψη δε διεκδικεί λογικά την κίνηση, γιατί δεν υπάρχει κίνηση ανεξάρτητη απ’ τον Κόσμο και τη Σκέψη. Δεν υπάρχει παρά ένας ρυθμός, ο μοναδικός ρυθμός που εναρμονίζει τις κινήσεις των ποικιλόμορφων εκδηλώσεων, και με το ρυθμό αυτό σκέψη και κόσμος είναι δεμένα· ο ρυθμός αυτός είναι ο ρυθμός της διαλεκτικής που συλλαμβάνει το εν γίγνεσθαι είναι της ενότητας των αντιθέτων. Η διαλεκτική σκέψη, σαν ανοιχτή σκέψη που είναι, σκέφτεται τη διαλεκτική της ολότητας. Το ποτάμι είναι μια έκφραση αυτού που είναι: το βλέπουμε αλλά δεν το κυριαρχούμε. «Μπαίνουμε και δεν μπαίνουμε στα ίδια ποτάμια...». Εδώ δεν υπάρχει υπεροχή του εικονικού και του αισθητού (το ποτάμι) ούτε του αφηρημένου και του ανεικονικού (η αρχή).Και τα δύο συγχέονται, δεν είναι με κανέναν τρόπο χωρισμένα, και συνιστούν συντροφικά τη στάση του στοχαστή που στοχάζεται το ποτάμι και ζει τη μεταμόρφωση. Ας μην ξεχνάμε ότι ο σημερινός στοχαστής βρίσκεται σε μια ιστορική κατάσταση που έχει έρθει έπειτα από πολλές κοπερνίκιες επαναστάσεις: επανάσταση χριστιανική, καρτεσιανή. καντιανή, χεγκελιανή, μαρξιστική. Η καντιανή τοποθέτηση του προβλήματος — υποκείμενο της γνώσης κι αντικείμενο της γνώσης - δεν έχει επιπτώσεις στην αρχαϊκή σκέψη τον Ηράκλειτου To δικό της γίγνεσθαι δεν είναι ούτε το βιβλικό - χριστιανικό γίγνεσθαι, ούτε το χεγκελιανό, ούτε, πολύ λιγότερο, η ορθολογιστική εξέλιξη και μεταβολή. Ο Ηράκλειτος δεν καταλύει την Ολότητα. Η ουσία ίου είναι συνεπάγεται την εξαφάνιση, χι αυτή η εξαφάνιση, αντί να καταλύεται και να διασπείρεται, είναι το Είναι. Στον Ηράκλειτο, το γίγνεσθαι εντάσσεται χι εκφράζεται με μια σκέψη (που ονομάζεται) διαλεκτική, που πάλλεται ακόμη από βαθείς και μακρινούς μυθολογικούς απόηχους.
Η μεταγενέστερη δοξογραφία του Αέτιου, που της χρωστάμε τόσες πληροφορίες για το έργο του Ηράκλειτου, απλουστεύοντας αναφέρει στο Γνώμες των Φιλοσόφων (1.23, 7-D. Α6): «Ο Ηράκλειτος στερούσε απ’ όλα τα πράγματα την ανάπαυση καθώς και την ακινησία, που είναι μια κατάσταση που ανήκει στους πεθαμένους, και σ' όλα πρόσδινε μια κίνηση που είναι αιώνια για τους αιώνιους και πρόσκαιρη για τους πρόσκαιρους». Ακραία απλοποίηση, απόρροια της πρώτης — Ακαδημαϊκής - διδασκαλία; της ιστορίας και της συστηματικής μεθόδου των δοξασιών, και εξαιρετικά επιρρεπής στο να δημιουργεί σχηματικές συγγένειες κι αντιθέσεις. Δε μεταφέρει πια τίποτα απ’ το ρυθμό, το μόνο αληθοφανή, της αρχικής σκέψης.
Τα αντίθετα, μέσα στο ακατάπαυστο γίγνεσθαι όπου βρίσκονται, είναι σε σύγκρουση. Τα αντίθετα είναι αποτέλεσμα μιας σύγκρουσης, αυτά προκαλούν τη σύγκρουση.
Πόλεμος πάντων μέν πατήρ ἐστι, πάντων δέ βασιλεύς, καί τούς μέν θεούς ἔδειξε τούς δέ ἀνθρώπους, τούς μέν δούλους ἐποίησε τούς δέ ἐλεύθερους. – Εἰδέναι δέ χρή τόν πόλεμον ἐόντα ξυνόν, καί δίκη ἔριν, καί γινόμενα πάντα κατ’ ἔριν καί χρεών. (Ο πόλεμος είναι πατέρας όλων, όλων βασιλιάς' άλλους ανέδειξε θεούς χι άλλους ανθρώπους, άλλους έχανε δούλους χι άλλους ελεύθερους (απ. S3) Πρέπει να ξέρουμε ότι ο πόλεμος είναι κοινός και η διχόνοια δικαιοσύνη, χι ότι τα πάντα γίνονται με τη διχόνοια κι από ανάγκη () (an. 80). Ο πόλεμος κι η διχόνοια επιβάλλονται στο συμπαντικό και στο κοινό επίπεδο. Αυτά θεμελιώνουν και ξεπερνούν κάθε «φυσική», «κοινωνική» κι «ανθρώπινη» εκδήλωση του ανταγωνισμού. Η διχόνοια κάνει αντίθετα τα αντίθετα κι είναι δίκαιη. Αυτή η αναγκαιότητα δεν είναι εκείνη της ακινησίας, αλλά του γίγνεσθαι. Η αναγκαιότητα δεν είναι σε καμιά περίπτωση μονότονη, είναι ασύμφωνη, και η ασυμφωνία είναι αναγκαία και μάλιστα αρμονική. Το νερό του ποταμού, η φωτιά της φλόγας, ο πόλεμος της πόλης, είναι συγκεκριμενοποιήσεις, δηλαδή αφετηρίες κι απολήξεις της διαλεκτικής σκέψης. Η ηρακλειτική θεώρηση, συλλαμβάνοντας την αδέκαστη και διαρκή ροή και τη διάρκεια που ενυπάρχει στην ανεπίστρεπτη ροή, τη διχόνοια και τη σύγκρουση, δεν είναι ούτε αισιόδοξη ούτε απαισιόδοξη αλλά τραγική. Μέσ’ απ' όλες τις αλλαγές, ο κόσμος παραμένει Κόσμος, η δικαιοσύνη είναι Δικαιοσύνη, δηλαδή δεσμός αναγκαίος με την ύπαρξη και τη σκέψη του καθενός που υπάρχει. Ο ρυθμός ενώνει κι αντιθέτει τα αντίθετα ως ρυθμός. Αυτή η διαλεκτική δεν είναι γέννημα μιας υποκειμενικής ευαισθησίας που έχει πληγωθεί από την κίνηση του κόσμου1 δεν είναι καθόλου μια ψυχική διάθεση που αναγορεύεται σ’ ορθολογιστική θεωρία. Η διαλεκτική είναι ένα ράμμα κι ένα δράμα, ένας ρυθμός με τον οποίο είναι δεμένος ο άνθρωπος από το ίδιο του το είναι, που αποτελεί απόσπασμα του συνόλου είναι.
Ο Ηράκλειτος έχει τη σοφία να συμμαχεί με τη διχόνοια. Ο νεοπυθαγόρειος Νουμίνιος απ’ την Απάμεια της Συρίας (απ. 16, THEDINGA, στον Χαλκίδιο, C. 297 · D.A. 22) σχολιάζει θετικά, αν και σε μια γλώσσα πολύ αλλοιωμένη, κι«εγκωμιάζει τον Ηράκλειτο που προσάπτει στον Όμηρο ότι προτίμησε το θάνατο και την εκμηδένιση απ’ τις δυστυχίες της ζωής· δε συναισθανόταν ότι αυτό σήμαινε παραδοχή της καταστροφής του κόσμου αφού η ύλη, που είναι η πηγή των συμφορών, θα καταστρεφόταν». Οι ευχές του Ομήρου (Ιλιάδα, Σ 107): «μακάρι χανόταν να η διχόνοια απ' τους θεούς κι απ' τους ανθρώπους», καταδικάζονται επειδή είναι παιδαριώδεις χι εξωπραγματικές. Ο Όμηρος αγαπούσε τον ηρωικό αγώνα στα πλαίσια ενός σύμπαντος που το ευχόταν ειρηνικό, ενώ ο Ηράκλειτος διαπιστώνει την υπέρτατη κυριαρχία της διχόνοιας και δεν μπορεί να διανοηθεί την κατάπαυσή της επειδή δεν μπορεί να διανοηθεί τον συμπαντικό θάνατο να προκαλείται από στασιμότητα. Φυσικά, η φράση του Νουμίνιου: «η ύλη είναι η πηγή των συμφορών», δεν είναι ηρακλειτική αλλά γνωστική. Για τον Ηράκλειτο, το Σύμπαν είναι το τόπος του πολέμου, που ξετυλίγεται σ' όλα τα πεδία και είναι πηγή του καλού και του κακού που είναι άρρηκτα δεμένα.
Ο ρυθμός της συμπαντικής κίνησης που ενώνει κι αντιθέτει τα αντίθετα, μέσα στην αρμονία του γίγνεσθαι, αυτός ο ρυθμός που συλλαμβάνει η διαλεκτική σκέψη, είναι ο Χρόνος.
Αἰών παῖς ἐστί παίζων, πεσσεύων παιδός ἡ βασιλίη. (Ο χρόνος είναι ένα παιδί που παίζει, ρίχνοντας ζάρια· ενός παιδιού η βασιλεία (απ. 52).) Η ολότητα του είναι βρίσκεται σε κίνηση χι αυτή η κίνηση είναι ο χρόνος. Ο χρόνος αποτελεί το γίγνεσθαι της ολότητας, χι όταν η σκέψη τον συλλαμβάνει, μοιάζει με το παιχνίδι που παίζει ένα παιδί. Ο Χρόνος όμως είναι το παιχνίδι ενός παιδιού που συνεχώς χτίζει και ξεχτίζει, κι αυτό το παιχνίδι παίζεται χωρίς κινδύνους, κινδύνους που ο στοχαστής δεν μπορεί και δεν πρέπει ν’ αποκλείσει αλλά να τους δεχτεί. Έτσι, οι στιγμές του χρόνου έχουν δύο «αντιτιθέμενα» πρόσωπα: είναι βασιλικές (επιτακτικές) και παιδικές (οιστρηλατημένες). Αν ο χρόνος είναι ένα παιδί που παίζει, τότε η διαλεκτική του σοφού είναι η διαλεκτική ενός παιδιού που έχει καταλάβει το Παιχνίδι. Ο ενήλικος τοποθετείται μέσα στο χρόνο και με την ατάραχη σοφία του αντιμετωπίζει τις στιγμές του χρόνου με ειρωνεία και θλίψη. Αν η βασιλική δύναμη του χρόνου είναι η δύναμη ενός παιδιού, τότε η δύναμη που εμείς έχουμε πάνω στο χρόνο είναι επίσης δύναμη ενός παιδιού. Ο χρόνος είναι ειρωνικός επειδή ξεπερνάει τ' ανθρώπινα πλάσματα και τα σχέδιά τους. Και θλίβονται οι άνθρωποι γιατί δεν είναι παρά μονάχα μια στιγμή του χρόνου. Ο χρόνος είναι το θεμέλιο της διαλεκτικής που συλλαμβάνεται απ' τη σκέψη που αφυπνίζεται. Μόλις γεννιέται η απορία, στρέφουμε το βλέμμα μας προς τις στιγμές του χρόνου, κι ενώ τις ζούμε, ανοίγουμε μ' αυτές διάλογο. Η απορία πρέπει να οδηγεί στο πάθος της αταραξίας για να μπορέσει να γεννηθεί η σκέψη. Στον Ηράκλειτο παρακολουθούμε τη γέννηση της σκέψης, βρισκόμαστε στο αρχέγονο σημείο και διαλεγόμαστε με μια ιδιοφυή παιδική ηλικία - με τη γέννηση ενός παιδιού.
Τα δύο «αντίθετα» αιωνιότητα και χρονικότητα, τα χωρίζει διχόνοια και προκαλούν μεταβολές, συνάμα όμως εναρμονίζονται. Ο χρόνος είναι αιώνιος και η αιωνιότητα φανερώνεται με το χρόνο. Δεν μπορούμε ν' ανατρέξουμε πέρα απ' το Χρόνο: αυτή είναι η θεμελιακή ανακάλυψη της διαλεκτικής. Η ομόνοια κι η διχόνοια, ο πόλεμος κι η ειρήνη, η δικαιοσύνη και η έρις, η ροή του ποταμού κι η μελωδία της λύρας, συμβαίνουν μέσα στο Χρόνο. Ο χρόνος είναι ενσωματωμένος σε κάθε διαλεκτική. Ο Jean Wahl (Ανθρώπινη ύπαρξη και υπέρβαση), θέτοντας το πρόβλημα: «ο χρόνος απορρέει απ’ τη διαλεκτική ή η διαλεκτική απ’ το χρόνο;», απαντάει: «στην πραγματικότητα, η διαλεκτική προϋποθέτει το χρόνο κι ο χρόνος γίνεται αισθητός από ένα είδος διαλεκτικής» (). Ο Ηράκλειτος συμπεριλαμβάνει στη διαλεκτική του σκέψη το χώρο και το χρόνο, δίνοντας την υπεροχή στο δεύτερο. Η χρονική αλλαγή μας φέρνει κοντά στην αλλαγή που γίνεται από τη φωτιά, που είναι η κορυφαία δύναμη του κοσμικού γίγνεσθαι. Ο Αέτιος (II 4,3, - D.A.10) θεωρεί τον εαυτό του εξουσιοδοτημένο να μας διδάξει ότι για τον Ηράκλειτο «ο κόσμος γεννιέται όχι όπως ορίζει ο χρόνος αλλά όπως ορίζει η σκέψη». Για τον Ηράκλειτο όμως ο κόσμος δεν είναι κάτι που γεννιέται, χρόνος και σκέψη δεν είναι χωρισμένα. Η σκέψη είναι μια σκέψη πάνω στο χρόνο, γιατί ο χρόνος είναι παρών από την πρώτη κιόλας στιγμή κι από τότε είναι και χρόνος βιωμένος και χρόνος που η σκέψη μας τον σκέφτεται. Η σκέψη είναι αυτό πέρα από το οποίο δεν μπορούμε να πάμε και το φανέρωμά της γίνεται μέσα στο χρόνο.
Η ηρακλειτική διαλεκτική δεν μπορεί να συλληφθεί χωρίς τη θεωρία του λόγου που την κάνει λαμπερή. Η διαλεκτική σκέψη αναπτύσσεται μέσα στον ορίζοντα του λόγου που ζωογονεί την ανοιχτή σκέψη της ολότητας, σκέψη που γονιμοποιεί τη γνώση. Παρουσιάσαμε τη διαλεκτική του Ηράκλειτου πριν απ' την άποψή του για το λόγο, επειδή αυτή η διαλεκτική είναι ένας δρόμος που πρέπει κανείς να τον διατρέξει για να μπορέσει να καταλάβει το λόγο Σ' αυτόν το δρόμο ανταμώνονται η σύγκρουση και η αρμονία των αντιθέτων, το ποτάμι χι ο πόλεμος. Η πορεία μας πάνω ο' αυτή την οδό, η μεθοδική εκκίνηση, μας κάνει να δούμε ότι το Ένα και το Όλο είναι αλληλένδετα κι ότι η Ενότητα και Πολλαπλότητα έχουν μια σχέση διαλογική. Η διαλεκτική δεν αναγορεύει τον εαυτό της απόλυτο κύριο. Τοποθετείται στο κέντρο της Ολότητας και ξέρει πως είναι διαρκώς αποσπασματική και πως περιέχεται μέσα σ' εκείνο που τη θεμελιώνει και την ξεπερνάει. Ενυπάρχει χαραγμένη σ' όλους τους χώρους. Η σκέψη του Ηράκλειτου δεν είναι ούτε σκέψη ενός φιλοσόφου της φύσης ή ενός φυσικού, ούτε ενός θεολόγου ούτε ενός λογοκράτη˙ η σκέψη αυτή, εκφράζοντας το ρυθμό του συμπαντικού είναι, μας οδηγεί προς την ενότητα, μια ενότητα που δεν είναι ποτέ ολοκληρωτική. Η αμέριστη δύναμή της που τα καλύπτει όλα, δεν είναι ένα δοσμένο αποτέλεσμα αλλά οφείλεται στον πρωταγωνιστικό ρόλο που παίζει στο δράμα του γίγνεσθαι. Η σκέψη αυτή τολμάει να κοιτάξει τους τραγικούς σπαραγμούς που κάνουν κάθε παρουσία αποσπασματική, κι επειδή δε γυρεύει την ησυχία αλλά την αταραξία, αποδέχεται τις αντιφάσεις και δεν ξεχωρίζει το συμπαντικό απ’ το συγκεκριμένο.
Ο διάλογος που ο πρώτος μεγάλος στοχαστής αρχίζει με τον κόσμο — κάνοντας έτσι φανερή την παρουσία του μέσα στον κόσμο — δεν είναι ούτε ρητορικός ούτε αυθαίρετος. Ο διάλογος που έχει με τον κόσμο δεν επιδιώκει να καταλήξει οε μια συνολική ερμηνεία ούτε σε μια αποσπασματική δογματική θέση: παραμένει ανοιχτός και μετατρέπεται με τη σειρά τον σε μια έκκληση. Η ηρακλειτική διαλεκτική αγκαλιάζει τη φύση και το πνεύμα, τον άνθρωπο και τον κόσμο, τη σκέψη και την ολότητα, ανοίγει το χρόνο στη σκέψη. Το προφητικό τον βάθος δεν εξημερώνεται με τίποτα, και μας διδάσκει να ξεπεράσουμε την ιεροεξεταστική ερώτηση ή το ένα... ή το άλλο... υπερπηδώντας, πριν τεθεί ιστορικά και συστηματικά, τη λογική αρχή τον αποκλεισμού παντός τρίτον. Έχουμε να χάνουμε πολύ περισσότερο με το ξεπέρασμα της παραδεγμένης αντίφασης παρά με τη διάλυσή της. Ο Φίλων ο Αλεξανδρεύς μας δίνει δίκιο που θεωρούμε τη διαλεκτική σαν τη θεμελιακή ανακάλυψη του Ηράκλειτου: «Πάνθ’ ὅσα ἐν κόσμῳ σχεδόν ἐναντία εἶναι πέφυκεν· οὐ τοῦτο ἐστίν, ὅ φασιν Ἕλληνες τόν μέγαν και ἀοίδιμον παρ' αὐτοῖς Ἡράκλειτον κεφάλαιον τῆς αὑτοῦ προστησάμενον φιλοσοφίας αὐχεῖν ὡς ἐφ' εὑρέσει καινῆ;» (—UIS RERUM DIVINARUM HERES SIT, 43, 214) ().
πηγή: ekivolos.gr