Η φιλοσοφία είναι η μέθοδος που έχει εφεύρει ο άνθρωπος στην προσπάθειά του να κατανοήσει την πραγματικότητα. Θα μπορούσαμε επίσης να πούμε ότι είναι η θεώρηση των πραγμάτων που υπερβαίνει το πρόσκαιρο, το ευκαιριακό και το ατομικό.
Τα φιλοσοφικά ερωτήματα που σχετίζονται με την ουσία, το νόημα της ύπαρξης, τον θάνατο, τον δυϊσμό ύλης και πνεύματος, είναι ερωτήματα που τουλάχιστον σε κάποια φάση της ζωής έχουν απασχολήσει τον καθένα, χωρίς να χρειάζεται να έχει ασχοληθεί με συστηματικό τρόπο με το αντικείμενο της φιλοσοφίας, ούτε να είναι γνώστης των διαφόρων φιλοσοφικών απόψεων.
Άλλωστε, ο Αριστοτέλης σαφέστατα υποστήριζε ότι η ενασχόληση με τη φιλοσοφία προϋποθέτει αποχή από βιοποριστικές εργασίες, πράγμα που φυσικά μειώνει δραστικά τον αριθμό των υποψηφίων φιλοσόφων. Η έλξη που ασκεί στον άνθρωπο, έστω και πρόσκαιρα ή περιστασιακά, δεν είναι τυχαία και προέρχεται ακριβώς απ’ την έμφυτη ανάγκη του να κατανοήσει τη θέση του εαυτού του στον κόσμο που τον περιβάλλει.
Πολλές φορές αρκεί ένα ερέθισμα, κάτι συνήθως οδυνηρό, που αλλάζει δραστικά τις προτεραιότητες του ατόμου, για να επανέλθουν όλες αυτές οι δύσκολες και, στις περισσότερες περιπτώσεις, ατελέσφορες σκέψεις.
Η λογοτεχνία, απ’ την άλλη, μπορεί ν’ ασχοληθεί με τέτοιου είδους ερωτήματα προσφέροντας όχι μόνο αισθητική απόλαυση, αλλά μετουσιώνοντας το στοιχείο του παράδοξου και απροσπέλαστου σε γόνιμη αναζήτηση.
Η λογοτεχνίζουσα φιλοσοφία έχει μεγάλη ιστορία και πολλά δείγματα γραφής να παρουσιάσει, από την εποχή του Πλάτωνα, ο οποίος, ενώ ήθελε να εξορίσει τους ποιητές από την ιδανική του πολιτεία, παρουσίασε τις φιλοσοφικές του απόψεις σε έξοχα λογοτεχνικά κείμενα. Ο Βολταίρος με τις Φιλοσοφικές επιστολές, ο Ρουσσώ με τη Νέα Ελοϊζα, ο Νίτσε με τον Ζαρατούστρα και αργότερα ο Σαρτρ με το Κεκλεισμένων των θυρών, είναι μερικές από τις πολλές περιπτώσεις που η φιλοσοφία δεν πήρε απλά την μορφή λογοτεχνικού κειμένου, αλλά μέσω αυτής της μορφής και του ιδιαίτερου ύφους των έργων, απέκτησε και μια άλλη δυναμική.
Η άποψη που θέλει την λογοτεχνίζουσα φιλοσοφία σαν κακή φιλοσοφία, αποδίδοντάς της απλοϊκότητα ή σύμφωνα με τον Καλβίνο, παρουσιάζεται σαν βιωμένη εμπειρία, αποκτώντας μικρότερο ενδιαφέρον απ’ ότι «όταν προβάλλει μέσα από τις αφαιρέσεις της μεταφυσικής και της καθαρής λογικής», μπορεί να τεθεί στην κρίση του αναγνώστη, που λειτουργώντας σε κάποιες περιπτώσεις συνθετικά και σε άλλες (ή συγχρόνως), αφαιρετικά και διαισθητικά, αναγνωρίζει σε τέτοιου είδους κείμενα, καταστάσεις και προβληματισμούς που αφορούν και τον ίδιο, αφού αφορούν την ουσία της ανθρώπινης ύπαρξης.
Ένα κείμενο ακαδημαϊκού ύφους που πραγματεύεται έννοιες αφηρημένες με τρόπο απρόσιτο για τον αναγνώστη είναι από τη φύση του καταδικασμένο να απευθύνεται σε ένα μικρό κοινό. Με δεδομένο ότι ο πομπός απαιτεί και δέκτες και ο συγγραφέας σπάνια γράφει μόνο για τον εαυτό του (ακόμη κι αν υποστηρίζει κάτι τέτοιο), δεν είναι παράξενο που μεγάλες φυσιογνωμίες του χώρου της φιλοσοφίας όπως ο Καρτέσιος, ο Χέγκελ, ο Σπινόζα, δείχνουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την μορφή των κειμένων τους.
Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν συγγραφείς που χωρίς να θεωρούνται φιλόσοφοι, εισάγουν στα έργα τους φιλοσοφικούς στοχασμούς, με τα όρια από την παραπάνω κατηγορία να είναι ρευστά και πολλές φορές δυσδιάκριτα.
Καλό είναι σ’ αυτό το σημείο να τονίσουμε την διαφορά ανάμεσα σε fiction και nonfiction story (ιστορία με ή χωρίς πλοκή). Στην περίπτωση της φιλοσοφίζουσας λογοτεχνίας, είναι σαφές ότι αναφερόμαστε στην πρώτη. Σε λογοτεχνικά έργα, δηλαδή, που το ύφος, η γλώσσα, αλλά και η μυθοπλασία, εξυπηρετούν σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό την ανάδειξη των φιλοσοφικών προβληματισμών του συγγραφέα μέσα από μια υπόθεση, προϊόν καθαρής φαντασίας, που εισάγει τους ήρωες σε υποθετικές καταστάσεις. Κάποια παραδείγματα του πως η φιλοσοφία τροφοδοτεί την λογοτεχνία, αλλά και το αντίστροφο, μας έδωσαν μεταξύ άλλων ο Δάντης, ο Γκαίτε, ο Ντοστογιέφσκι, ο Κάφκα, ο Καμύ, η Σιμόν ντε Μπωβουάρ και ασφαλώς δεν μπορεί να θεωρηθεί ως μη σχετικό το γεγονός ότι τα έργα τους θεωρούνται έργα υψηλής λογοτεχνικής αξίας.
Η λογοτεχνική αξία, μεταξύ άλλων, προκύπτει σαν συνάρτηση της επεξεργασμένης γλωσσικής μορφής και του μύθου που ο συγγραφέας αφηγείται, με την προϋπόθεση ότι το έργο ξεφεύγει απ’ το πρόσκαιρο και το ατομικό που περιγράφει και παραπέμπει τον αναγνώστη μέσω της μυθοπλασίας στο διαχρονικό και πανανθρώπινο, ώστε η λογοτεχνία να λειτουργήσει σαν εργαλείο διερεύνησης των φιλοσοφικών αναζητήσεων.
Η φύση, η λειτουργία και τα χαρακτηριστικά της λογοτεχνίας υπόκεινται σε μια συνεχή μεταβολή και επαναξιολόγηση, ωστόσο στόχος ενός λογοτεχνικού κειμένου είναι η πρόκληση συγκίνησης ή αλλιώς αισθητικής απόλαυσης στους αναγνώστες. Αυτό επιτυγχάνεται επινοώντας και υπονοώντας μια νέα πραγματικότητα που μπορεί να έχει ή να μην έχει κοινά στοιχεία με την πραγματικότητα που ο αναγνώστης αναγνωρίζει σαν δική το πραγματικότητα, ή όπως ο ίδιος ο Σαρτρ αναφέρει «το λογοτεχνικό έργο αποτελεί μια επανάκτηση της ολότητας του Είναι».
Ο Κούντερα αναφέρει ότι η λογοτεχνία σκύβει πάνω στο αίνιγμα του Εγώ, εξετάζοντας την ύπαρξη, άποψη που δεν διαφέρει από την απόπειρα ορισμού της φιλοσοφίας. Ο ίδιος υποστηρίζει ότι ένα μυθιστόρημα πρέπει να λέει στον αναγνώστη: «τα πράγματα είναι πιο περίπλοκα από όσο νομίζεις».
Και σ’ αυτήν την περίπτωση θα υπάρξουν φωνές που θα θεωρήσουν την φιλοσοφίζουσα λογοτεχνία, κακή λογοτεχνία, στο βαθμό που μπορεί να γίνει υπερβολικά κουραστική, εισάγοντας αφηρημένες έννοιες, μη ολοκληρωμένους χαρακτήρες και ελάχιστη πλοκή. Ως ένα βαθμό και εξαιρώντας τα έργα που αναφέρθηκαν σαν έργα υψηλής λογοτεχνικής και φιλοσοφικής αξίας, αλλά και πολλά ακόμη που δεν έχουν αναφερθεί, αυτός ο κίνδυνος είναι υπαρκτός. Ο συγγραφέας που θα καταπιαστεί με τέτοιου είδους εγχείρημα, ίσως δεν είναι απαραίτητο να διαθέτει γνώσεις φιλοσοφίας (κάποιοι μάλιστα το θεωρούν αυτό ανασταλτικό παράγοντα), θα πρέπει όμως να διαθέτει εκτός από τις λογοτεχνικές ικανότητες φαντασία και ευαισθησία στον τρόπο που θα προσεγγίζει τα ερωτήματα της ύπαρξης, ώστε αφενός να εξυπηρετεί την μυθοπλασία και αφετέρου ο μύθος που αναπτύσσει να μπορεί να αφομοιωθεί σε πολλά και διαφορετικά επίπεδα από τον αναγνώστη.
Ο συγγραφέας δημιουργεί έναν κόσμο, αλλά δεν δρα αποστασιοποιημένα, ακόμη κι αν το προσπαθεί. Οι απόψεις του, η κοσμοθεωρία του, ηθελημένα ή αθέλητα, θα παρεισφρήσουν σ’ αυτόν τον κόσμο και αυτό δεν είναι καθόλου αρνητικό για ένα λογοτεχνικό κείμενο.
Αντίθετα, μάλιστα, είναι το στοιχείο που θα το κάνει ζωντανό και θα προσκαλέσει τον αναγνώστη να κρυφοκοιτάξει από την κλειδαρότρυπα και τελικά να μοιραστεί τη συγκίνηση που ο συγγραφέας επιζητά να μεταδώσει.
Υπάρχει όμως μια βασική προϋπόθεση: Οι όποιες σκέψεις και συναισθήματα πρέπει να βγαίνουν υποδόρια, η λογοτεχνία δεν πρέπει να έχει ηθικά διδάγματα. Ο διδακτισμός και η προσπάθεια χειραγώγησης θα δώσουν κακή λογοτεχνία και κακή φιλοσοφία.
«Μήπως όλα έχουν ειπωθεί;» μπορεί να ρωτήσει κάποιος και εδώ ακριβώς είναι η μεγάλη πρόκληση. Ο διάλογος της φιλοσοφίας με την λογοτεχνία δεν τελειώνει όσο ο άνθρωπος συνεχίζει να σκέφτεται. Η φιλοσοφία θέτει ερωτήματα και επιχειρεί μέσω της λογικής και του ορθού λόγου να απαντήσει, η λογοτεχνία κάνει υποθέσεις, απευθύνεται στο συναίσθημα αλλά δεν αισθάνεται και δεν είναι υποχρεωμένη να δώσει τεκμηριωμένες απαντήσεις. Στη λογοτεχνία θέτουμε ερωτήματα: «Τι θα συμβεί εάν…;» και οι υποθετικές απαντήσεις σε τέτοιου είδους ερωτήσεις είναι απεριόριστες, όσο απεριόριστη είναι και η ανθρώπινη φαντασία.
πηγή: thematofylakes.gr