ΕΤΙΚΕΤΕΣ

ΜΠΕΡΤΡΑΝΤ ΡΑΣΕΛ - ΤΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ

Αποτέλεσμα εικόνας για ρασελ ΜΠΕΡΤΡΑΝΤ

Με τον δικό του ιδιαίτερο τρόπο ο Ράσελ με αφορμή τα προβλήματα που τίθενται στη θεωρία της φιλοσοφικής γνώσης εκκινεί από τα οντολογικά δίπολα φαινομένου και πραγματικότητας, ιδέας και ύλης, εξετάζει διάφορες μορφές γνώσης (γνώση πραγμάτων και αληθειών, γνώση άμεση, μέσω περιγραφής, a priori, εποπτική) και άλλα σχετικά θέματα (επαγωγή, γενικές αρχές, καθολικά, αλήθεια, ψεύδος) για να καταλήξει στην προσωπική του αντίληψη περί φιλοσοφίας.
Αφετηριακά ο Ράσελ αναλύει τα σκέλη της κλασικής διάκρισης ανάμεσα στο φαινομενικό και το πραγματικό. Η αίσθηση, η οποία είναι μορφή άμεσης γνώσης, μας δίνει τον φαινομενικό χαρακτήρα ενός αντικειμένου (π.χ., χρώμα, σχήμα). Όμως εξαιτίας του ασταθούς των δεδομένων των αισθήσεων οδηγούμαστε στην υπόθεση ότι πίσω από αυτά θα πρέπει να υπάρχει κάποιο σταθερό υπόβαθρο που αποτελεί το πραγματικό, τη γενεσιουργό αιτία των δεδομένων των αισθήσεων. Πρακτικά δεν έχουμε άμεση γνώση αυτού του υπόβαθρου, απλώς το συμπεραίνουμε εμμέσως έχοντας ως βάση τα δεδομένα των αισθήσεων.
Το υπόβαθρο αυτό ονομάζεται ύλη, και η ύπαρξή του (ή μη) προβλημάτιζε τους φιλοσόφους παλαιόθεν. Εάν γνωρίζουμε άμεσα μόνο τα δεδομένα των αισθήσεων, τότε ό,τι τα υπερβαίνει –όπως τα φυσικά αντικείμενα, των οποίων η ύπαρξη είναι δεδομένη για την κοινή λογική– καθίσταται αμφίβολο. Μόνο η δική μας ύπαρξη που βεβαιώνεται καθώς σκεπτόμαστε (κατά το καρτεσιανό «σκέπτομαι άρα υπάρχω») αποτελεί ανάχωμα στην καταλυτική επίδραση της καθολικής αμφιβολίας. Το άμεσο εγώ μας και οι εμπειρίες του είναι τα μόνα αδιαμφισβήτητα δεδομένα που έχουμε. Λογικά δεν αποκλείεται η ζωή μας να είναι ένα όνειρο, αλλά στην καθημερινότητά μας δεν παίρνουμε στα σοβαρά ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Ο Ράσελ υπερασπίζεται την πίστη στην ύπαρξη του εξωτερικού κόσμου, την οποία βλέπει ως ένα είδος ενστικτώδους πεποίθησης, χρήσιμης στην απλοποίηση και συστηματοποίηση της καθημερινής εμπειρίας έστω και αν δεν μπορεί να αποδειχθεί λογικά και αδιαμφισβήτητα. Αντίθετα, αυτό από το οποίο θα έπρεπε να παραιτηθούμε, κατά τον Ράσελ, είναι η απαίτηση για άμεση γνώση της εγγενούς φύσης του υλικού κόσμου. Η επιστημονική εξήγηση του φωτός ως κυματικής κίνησης δεν έχει τη γνωστική αμεσότητα των αισθήσεών μας: μπορεί να την καταλάβει κι ένας τυφλός, χωρίς όμως να έχει την άμεση γνώση, την αίσθηση του φωτός που έχει όποιος βλέπει, ούτε αυτή η αίσθηση μπορεί να του περιγραφεί. Έτσι κι εμείς, ενώ κατανοούμε τις επιστημονικές εξηγήσεις του φυσικού κόσμου, δεν τον γνωρίζουμε άμεσα. Παρότι τα δεδομένα των αισθήσεων δεν ταυτίζονται με τα φυσικά αντικείμενα, η χρήσιμη αν και όχι ακλόνητα στηριγμένη υπόθεση ότι μπορεί να υπάρχει σχέση αιτιακή ή σχέση ομοιότητας μεταξύ τους καθιστά δυνατή την επιστήμη – έστω ως έμμεση και επισφαλή μορφή γνώσης.
Από την αδυναμία άμεσης γνώσης του φυσικού κόσμου προκύπτει ο ιδεαλισμός (Μπέρκλεϋ, Λάιμπνιτς) ως άρνηση της ύπαρξης μιας υλικής εξωτερικής πραγματικότητας, ανεξάρτητης από κάποια διάνοια (mind): υπάρχουν μόνο οι διάνοιες και οι ιδέες τους. Ο Ράσσελ στέκεται απέναντι στους ιδεαλιστές εντοπίζοντας τη σύγχυσή τους στην εσφαλμένη και αντιτιθέμενη στην κοινή λογική ταύτιση της ύπαρξης με την αντίληψη και προβαίνοντας σε διεύρυνση της σημασίας του όρου «γνώση». Επιπλέον της γνώσης των πραγμάτων, της άμεσης γνώσης ή αντίληψης που αναγνωρίζουν οι ιδεαλιστές, είναι δυνατή και η γνώση αληθειών χωρίς άμεση γνώση, η κρίση. Χωρίς να έχω συναντήσει ποτέ, χωρίς να γνωρίζω άμεσα τον Αυτοκράτορα της Κίνας, μπορώ να γνωρίζω, να κρίνω αληθώς ότι υπάρχει.
Εν συνεχεία ο Ράσελ διακρίνει τη γνώση των πραγμάτων σε άμεση και σε γνώση μέσω περιγραφής. Μπορούμε να διακρίνουμε 5 είδη άμεσης γνώσης: α) μέσω αίσθησης των δεδομένων των εξωτερικών αισθήσεών μας, β) μέσω ενδοσκόπησης των εσωτερικών μας αισθήσεων (σκέψεις, αισθήματα, επιθυμίες), γ) μέσω μνήμης (αναδρομή στο παρελθόν), δ) άμεσης γνώσης του εαυτού μας, ως υποκειμένου της γνώσης, ε) άμεσης γνώσης των καθολικών ή γενικών ιδεών (σ. 67-8). Από την άλλη, η περιγραφή μπορεί να χρησιμεύσει στη γνώση πραγμάτων απρόσιτων στις αισθήσεις, που δεν γίνονται αντικείμενα άμεσης γνώσης (φυσικά αντικείμενα, διάνοιες άλλων ανθρώπων). Υπάρχουν αόριστες περιγραφές («ένα πράγμα που είναι ως εξής», π.χ. «ένας άνθρωπος») και οριστικές περιγραφές («αυτό που είναι ως εξής», π.χ. «ο άντρας με το σιδηρούν προσωπείο»). Η γνώση μέσω περιγραφής σε τελική ανάλυση ανάγεται σε όσα γνωρίζουμε μέσω άμεσης γνώσης.
Άλλο μέσο διεύρυνσης του περιορισμένου ορίζοντα της προσωπικής μας εμπειρίας είναι η επαγωγή: συσσωρεύοντας εύλογο αριθμό δεδομένων της εμπειρίας του παρελθόντος οδηγούμαστε σε συμπεράσματα για το μέλλον. Συστηματική μορφή επαγωγικής γνώσης είναι η επιστήμη, καθόσον βασίζεται σε πλήθος εμπειρικών δεδομένων. Πιστεύουμε ότι αύριο θα ανατείλει ο ήλιος γιατί αυτό γίνεται καθημερινά, αυτή όμως η επαγωγική πίστη δεν ενέχει λογική βεβαιότητα, αλλά μόνο πιθανολογική. Στην επαγωγική γνώση δεν χωρά απόδειξη, αλλά μόνο επιβεβαίωση με τη συλλογή περισσότερων δεδομένων μέσω των οποίων τείνουμε προς τη βεβαιότητα, χωρίς ποτέ να την αγγίζουμε.
Πέραν της εμπειρικής υπάρχει και η a priori γνώση που είναι λογικά ανεξάρτητη από την εμπειρία, δεν αποδεικνύεται με τη συνδρομή της. Μορφές a priori γνώσης είναι τα μαθηματικά, η λογική και η ηθική αξιολογία. Πριν από τον Καντ, οι a priori προτάσεις ταυτίζονταν με τις αναλυτικές προτάσεις, στις οποίες το κατηγόρημα προκύπτει από απλή ανάλυση του υποκειμένου (κοινοτοπίες, όπως «ο φαλακρός άνδρας είναι φαλακρός»). Ο Καντ αντιλήφθηκε ότι η a priori γνώση δεν είναι μόνο αναλυτική, αλλά μπορεί να είναι και συνθετική (όπου το κατηγόρημα δεν αποκαλύπτεται από απλή ανάλυση του υποκειμένου) και ότι οφείλεται στη φύση μας ως υποκειμένου. Ο Ράσσελ αντιλέγει ότι η a priori γνώση δεν αφορά μόνο στη συγκρότηση της διάνοιάς μας, αλλά και στα πράγματα. Η πίστη στον νόμο της αντίφασης (που είναι μια a priori πεποίθηση) είναι μια σκέψη, αλλά ο ίδιος ο νόμος της αντίφασης αφορά στα πράγματα. Δεν οφείλεται στη διάνοιά μας, αλλά στη φύση των πραγμάτων το γεγονός ότι «1+1=2» και όχι «1+1=3».
Κατά τον Ράσελ, «το σύνολο της a priori γνώσης αναφέρεται αποκλειστικά στις σχέσεις μεταξύ καθολικών» (σ. 133). Τα επιμέρους πράγματα αντιστοιχούν στα κύρια ονόματα και γίνονται αντιληπτά μέσω των αισθήσεών μας, ενώ τα καθολικά (όπως και οι πλατωνικές Ιδέες) αποδίδονται σε πολλά επιμέρους πράγματα (η λευκότητα αποδίδεται σε όλα τα λευκά). Τα καθολικά (universals) μπορεί να είναι ιδιότητες (αποδίδονται από επίθετα και ουσιαστικά) ή σχέσεις (αποδίδονται από ρήματα και προθέσεις). Αντίθετα από τους εμπειριστές, ο Ράσελ βλέπει τα καθολικά ως ανεξάρτητα από κάθε διάνοια, η οποία απλώς τα συλλαμβάνει· δεν είναι ενέργειες της σκέψης, αλλά αντικείμενα των ενεργειών της σκέψης. Τα καθολικά δεν υπάρχουν στον χώρο και τον χρόνο, όπως τα επιμέρους, αλλά είναι άχρονα, αμετάβλητα. Όπως τα επιμέρους, έτσι και τα καθολικά τα γνωρίζουμε είτε άμεσα είτε μέσω περιγραφών. Σε αντίθεση με τις εμπειρικές γενικεύσεις της επιστήμης, των οποίων τα τεκμήρια είναι επιμέρους πράγματα που με τη συσσώρευση τους αυξάνουν τον βαθμό της βεβαιότητάς μας, μια γνήσια a priori πρόταση, όπως της λογικής και των μαθηματικών, αναφέρεται αποκλειστικά σε καθολικά. Η πρόταση «όλοι οι άνθρωποι είναι θνητοί» τείνει προς τη βεβαιότητα επί τη βάσει των επιμέρους ανθρώπων, ενώ η πρόταση «1+1=2», παρότι μαθαίνεται εμπειρικά, δεν χρειάζεται την επιβεβαίωση της εμπειρίας, καθώς συσχετίζει δύο καθολικά.
Αφήνοντας τη γνώση των πραγμάτων, ο Ράσσελ στρέφεται στη συνέχεια προς τη γνώση αληθειών, που διακρίνεται σε άμεση ή εποπτική γνώση (της οποίας οι αλήθειες είναι προφανείς) και σε συμπερασματική γνώση (της οποίας οι αλήθειες συνάγονται παραγωγικά από προφανείς αλήθειες). Οι προφανείς αλήθειες της εποπτικής γνώσης μπορεί να είναι αισθητές, λογικές, μαθηματικές, ηθικές (σ. 140-1) και αποτελούν τα αυταπόδεικτα, μη περαιτέρω αναγώγιμα θεμέλια των πεποιθήσεών μας. Κατά τον Ράσσελ, το προφανές, το βέβαιο, έχει διαβαθμίσεις: ξεκινώντας από τις αισθήσεις, τις λογικές και μαθηματικές αρχές, περνάμε στην άμεση μνήμη (που βαθμιαία φθίνει), στην επαγωγική γνώση και τις σύνθετες λογικές και μαθηματικές αλήθειες στη συνέχεια, ενώ χαμηλότερα βρίσκονται οι ηθικές και αισθητικές κρίσεις.
Η γνώση αληθειών είναι διπολική: μπορούμε να πιστεύουμε σε κάτι αληθές ή ψευδές. Ως προς τη φύση της αλήθειας, ο Ράσσελ απορρίπτει τη θεωρία της συνεκτικότητας (σύμφωνα με την οποία ψευδές είναι ό,τι δεν έχει συνοχή με τις υπόλοιπες πεποιθήσεις μας, ενώ αληθές αυτό που έχει συνοχή), καθότι μπορούν να υπάρξουν συνεκτικά σύνολα ψευδών πεποιθήσεων, ενώ υιοθετεί τη θεωρία της αντιστοιχίας με τα γεγονότα. Η τελευταία καθιστά την αλήθεια ιδιότητα των πεποιθήσεων, ιδιότητα όμως που εξαρτάται από τη σχέση μεταξύ των πεποιθήσεων και των πραγμάτων του εξωτερικού κόσμου και επιτρέπει την ύπαρξη και του ψεύδους. Παράγοντες μιας πεποίθησης είναι ένα υποκείμενο (μια διάνοια που πιστεύει κάτι) και κάποια αντικείμενα από τη συσχέτιση των οποίων προκύπτει μια σύνθεση. Αν υπάρχει αυτή η σύνθεση, τότε η πεποίθηση είναι αληθής, αν δεν υπάρχει, είναι ψευδής. Η ύπαρξη μιας πεποίθησης εξαρτάται από μια διάνοια, η αλήθεια μιας πεποίθησης όμως εξαρτάται από τον εξωτερικό κόσμο. Ως γνώση θα πρέπει να ορίσουμε μια αληθή και βέβαιη πεποίθηση που προέρχεται είτε από την εποπτεία είτε από συμπερασμό ο οποίος βασίζεται σε κάποια εποπτεία. Το σφάλμα, αντίθετα, έγκειται στη βεβαιότητα που νιώθουμε για μια ψευδή πεποίθηση. Ο Ράσσελ υιοθετεί μια πιθανολογική αντίληψη περί γνώσης, θεωρώντας ότι στην πράξη το μεγαλύτερο μέρος των υποτιθέμενων γνώσεών μας εντοπίζεται κάπου μεταξύ γνώσης και σφάλματος· αποτελείται από πιθανές γνώμες, από τις οποίες λείπει η βεβαιότητα. Η συνεκτικότητα μπορεί να είναι κριτήριο για την ισχύ μιας πιθανής γνώμης, μιας επιστημονικής υπόθεσης, μιας φιλοσοφικής θεωρίας και μας βοηθά να διακρίνουμε το όνειρο από την πραγματικότητα.
Στο τέλος του βιβλίου, ο Ράσσελ μας δίνει την προσωπική του άποψη για τις δυνατότητες, τον ρόλο και την αξία της φιλοσοφίας. Αντιτάσσεται στα μεγάλα μεταφυσικά συστήματα που επεδίωκαν τη γνώση του κόσμου μέσω a priori αρχών οδηγώντας σε παραπλανητικά συμπεράσματα ως προς τη φύση του κόσμου. Τον ρόλο αυτόν έχουν πια αναλάβει η επιστήμη και τα μαθηματικά. Ο ρόλος της φιλοσοφίας πλέον είναι η κριτική διερεύνηση των αρχών της επιστήμης και της καθημερινής ζωής μέσω όχι μιας απόλυτης, αλλά μιας καρτεσιανού τύπου συστηματικής αμφιβολίας, με στόχο τη βελτίωση και επέκταση της γνώσης και τον περιορισμό των δογματικών βεβαιοτήτων και των σφαλμάτων. Ο Ράσελ μας καλεί να ξεπεράσουμε τις περιοριστικές προκαταλήψεις της κοινής λογικής, των κοινωνικών συνθηκών της κάθε εποχής και των πρακτικών ανθρώπων που υπολογίζουν μόνο τις υλικές ανάγκες. Ο θεωρητικός βίος που επιλέγει ο φιλόσοφος απελευθερώνει από τη σκλαβιά του προσωπικού κόσμου των επιθυμιών και των ενστίκτων, διευρύνοντας τους ορίζοντές του και προσφέροντάς του ηρεμία.

πηγή: philosophica.gr