ΤΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΓΝΩΡΙΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΣΚΕΨΗΣ
· Η φιλοκαλία, δηλαδή η αγάπη για το ωραίο.
· Το μέτρον.
· Η ευθύτητα και η παρρησία.
· Ο ανθρωπισμός.
· Η αγάπη της ελευθερίας.
Οι Έλληνες ζώντας σε μια χώρα ευνοημένη από τη φύση με σπάνια ομορφιά
σε τοπίο και κλίμα, αγάπησαν με πάθος την ωραιότητα. Το κάλλος
ανθρώπων, ζώων, κατασκευών και τοπίων το θεωρούσαν μεγάλο προσόν. Όταν
ήθελαν να επαινέσουν κάποιον έλεγαν πως είναι «καλός κ’αγαθός» δηλαδή
όμορφος και καλόκαρδος. Όπως γράφει ο Θουκυδίδης, ο Περικλής στον
Επιτάφιο για τους πρώτους νεκρούς του πολέμου, ανάμεσα στα γνωρίσματα
του δημοκρατικού πολιτεύματος της Αθήνας αναφέρει την αγάπη για το
ωραίο: ΦΙΛΟΚΑΛΟΥΜΕΝ ΓΑΡ ΜΕΤ’ ΕΥΤΕΛΕΙΑΣ καμαρώνει, θέλοντας να
επισημάνει την επιδίωξη του ωραίου ακόμα και στα πιο δευτερεύοντα και
Το μέτρον ήταν εξ ίσου με το κάλλος χαρακτηριστικό της ελληνικής
σκέψης. Σήμαινε την αγάπη της μετριοπάθειας και της αρμονίας που
κρύβει η αποφυγή των υπερβολών. Είναι γνωστά τα αρχαία ρητά ΜΕΤΡΟΝ
ΑΡΙΣΤΟΝ και ΜΗΔΕΝ ΑΓΑΝ, που αποδίδονται στους επτά σοφούς και
δείχνουν την εκτίμηση των Ελλήνων στη μετριοπάθεια και στην αποφυγή
των υπερβολών. Ο Αρχίλοχος ο Πάριος συμβουλεύει ένα φίλο του: «να μη
χαίρεσαι πολύ για τα ευχάριστα ούτε να λυπάσαι πολύ για τα δυσάρεστα.
Γνώριζε ποια ζυγαριά κρατά τη ζωή μας». Λέγεται ότι ο Αλέξανδρος ο
Μακεδόνας όταν πολιορκούσε την παλαιστινιακή πόλη της Γάζας, στους
πρέσβεις των πολιορκουμένων, που τον ρώτησαν ποιά είναι η μεγαλύτερη
αξία για τους Έλληνες, απάντησε «το μέτρον» (που ας σημειωθεί ο ίδιος
δεν το διέθετε σε επάρκεια).
Η ευθύτητα και η παρρησία χαρακτηρίζουν όχι μόνο την αρχαία ελληνική
σκέψη αλλά και τη συμπεριφορά των πολιτών. Ο άνθρωπος βρίσκεται στο κέντρο της αρχαίας ελληνικής σκέψης .»Χρημάτων πάντων μέτρον άνθρωπος», έλεγε ο μεγάλος Πρωταγόρας
ο Αβδηρίτης. Σ’ αντίθεση με την ιουδαϊκή σκέψη, που γι ‘αυτήν ο
άνθρωπος παρουσιάζει ενδιαφέρον μόνον ως δημιούργημα του θεού και
μόνο σε ό,τι αφορά τη λατρεία του δημιουργού του, η αρχαία ελληνική
σκέψη εξανθρωπίζει τους θεούς: «και το γένος των θεών και το γένος
των ανθρώπων από μια μητέρα και τα δυο γεννήθηκαν, τη Γη. Μόνη
διαφορά τους είναι η δύναμη που έχουν», λέει ο κατά τα άλλα
συντηρητικός Πίνδαρος. Δίκαια λοιπόν θαυμάζει ο Σοφοκλής, στην
Αντιγόνη: ΠΟΛΛΑ ΤΑ ΔΕΙΝΑ Κ’ ΟΥΔΕΝΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΔΕΙΝΟΤΕΡΟΝ
(είναι πολλά τα θαυμαστά, μα τίποτα πιο θαυμαστό από τον άνθρωπο δεν είναι)
Η λέξη ελευθερία έχει την ίδια ρίζα με τις λέξεις έλευση, έλθω κλπ
και αρχικά σχετιζόταν με τη συνέλευση του γένους. Μονάχα ο ελεύθερος
άνθρωπος ερχόταν στη συνέλευση, τέτοιο δικαίωμα δεν είχαν ούτε οι
δούλοι ούτε οι υπήκοοι των ανατολικών δυναστειών, όπου εξ άλλου δεν
υπήρχαν συνελεύσεις. Η λέξη αυτούσια, σε μορφή και νόημα, υπάρχει στη
γλώσσα μας στο μεν γραπτό λόγο πάνω από δυόμισι χιλιάδες χρόνια, στον
δε προφορικό ασφαλώς περισσότερα.
Όπως μας λέει ο Ηρόδοτος όταν ο απεσταλμένος του Δαρείου Υδάρνης
ζήτησε από τους Έλληνες να υποταχθούν στον Μεγάλο Βασιλέα,
προσφέροντας του «γην και ύδωρ» αυτοί του απάντησαν: «Υδάρνη η
συμβουλή που μας δίνεις δεν πηγάζει από ίση εμπειρία. Γιατί εσύ
ξέρεις μόνο τη μία κατάσταση και αγνοείς την άλλη. Αν γνώριζες την
ελευθερία, δεν θα μας συμβούλευες να υποταχθούμε αλλά να αγωνιστούμε
γι αυτήν όχι μόνο με όπλα αλλά με πελέκια και ξύλα».
Η ελευθερία δεν ήταν για την αρχαία ελληνική σκέψη κάτι το αόριστο.
Πριν απ’ όλα σημαινε «ισηγορία», το δικαίωμα δηλαδή να λέει ο καθένας
τη γνώμη του κι αυτό μας παραπέμπει και πάλι στη συνέλευση. Στην
Εκκλησία του Δήμου, το θεσμό που υλοποιούσε την άμεση δημοκρατία και
στην οποία παίρναν μέρος όλοι οι πολίτες, ο κήρυκας αφού επέβαλλε την
ησυχία με τα λόγια: ΑΚΟΥΕ, ΣΙΓΑ, ΜΗ ΤΑΡΑΤΤΕ, ρωτούσε ΤΙΣ ΑΓΟΡΕΥΕΙΝ
ΒΟΥΛΕΤΑΙ; (Ποιός θέλει να μιλήσει) κι ο κάθε πολίτης είχε δικαίωμα να
πάρει το λόγο και να πει ό,τι ήθελε. Κανείς δεν είχε δικαίωμα να του
αφαιρέσει το λόγο ή να τον διακόψει.
Ακόμα, ελευθερία σήμαινε για τον αρχαίο Έλληνα κάτι πολύ σημαντικό:
την απαλλαγή από το φόβο. Ο Ελληνας ήθελε να είναι ελεύθερος.
Δεν έστεργε να είναι δούλος ούτε των θεών.
ΖΕΥ ΦΙΛΕ ΘΑΥΜΑΖΩ ΣΕ, έγραφε ο Θέογνις για τον μέγιστο των
θεών. Οι Έλληνες σ’αντίθεση με τους άλλους σύγχρονους μ ‘αυτούς λαούς
δεν βλέπαν τους θεούς τους σαν δούλοι. Αυτό συνάγεται από τον τρόπο
που απηύθυναν στους θεούς προσευχές ή ικεσίες, αλλά και από τα
ονόματα που έδναν στα παιδιά τους. Δεν υπάρχει στην ελληνική της
αρχαϊκής ή κλασσικής εποχής όνομα με την έννοια Θεόδουλος, που
αντίστοιχα του αφθονούν στην αιγυπτιακή, βαβυλωνιακή, φοινικική και
εβραϊκή.
Η ελευθερία για τον Έλληνα ήταν στενά δεμένη με τη γνώση και την
πληροφόρηση.
Ο Ιπποκράτης, ο πατέρας της ιατρικής, συνέβαλε πολύ στην απελευθέρωση
του ανθρώπου δια της γνώσεως, γιατί ξερίζωσε πολλές δεισιδαιμονίες
και θρησκοληψίες, δίνοντας επιστημονικές εξηγήσεις σε αρρώστειες και
παθήσεις, που ως τότε ο κόσμος τις θεωρούσε «ιερές», σαν την
επιληψία, ή «κατάρες» των θεών. Μια τέτοια θεϊκή κατάρα ήταν και η
θρυλούμενη σεξουαλική ανεπάρκεια και ανικανότητα των Σκυθών. Ο
Ιπποκράτης την εξήγησε αποδίδοντας την στη συνεχή ιππασία των
νομαδικών αυτών λαών.
Ο μεγάλος Δημόκριτος ο Αβδηρίτης δίνει τεράστια σημασία στη
Γνώση. «Θα προτιμούσα, λέει κάπου, να βρω την απόδειξη ενός ζητήματος
παρά να ανεβώ στο θρόνο της Περσίας»! κι αλλού παλι τονίζει πως ούτε
λόγω σωματικής αλκής ούτε λογω περιουσίας ευτυχούν οι άνθρωποι αλλά
μόνον όταν έχουν «ορθοφροσύνην και πολυφροσύνην».
Ο ίδιος ταυτίζει την ελευθερία με τη δημοκρατία σ’ένα άλλο απόσπασμα
του, που θα ΄πρεπε να το διδάσκονται τα παιδιά μας στα σχολεία:
Η ΕΝ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΗ ΠΕΝΙΗ ΤΗΣ ΠΑΡΑ ΤΟΙΣ ΔΥΝΑΣΤΗΣΙ ΚΑΛΕΟΜΕΝΗΣ ΕΥΔΑΙΜΟΝΙΗΣ ΤΟΣΟΥΤΟΝ ΕΣΤΙ ΑΙΡΕΤΩΤΕΡΗ ΟΚΟΣΟΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΗ ΔΟΥΛΕΙΗΣ.
ΟΙ ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΠΟΥ ΔΙΕΠΟΥΝ ΤΗ ΦΥΣΗ
Μελετώντας την αρχαία ελληνική κοινωνία και τον πολιτισμό της μας
κάνει εντύπωση πόσο δεμένος με τη φύση ήταν ο αρχαίος Έλληνας. Όλες
οι πνευματικές, θρησκευτικές, καλλιτεχνικές, ακόμα και πολιτικές
εκδηλώσεις ήταν συνάρτηση του αδιάκοπου κύκλου της ζωής στη φύση. Οι
Έλληνες ήταν αληθινά παιδιά της γης τους, αυτόχθονες με την αρχική
σημασία της λέξης.
Ήταν λοιπόν επόμενο να ενδιαφερθούν και να αναζητήσουν να βρουν τα
μυστικά του φυσικού κόσμου μέσα στον οποίο ζούσαν.
Ο Ηρόδοτος παρατηρεί εύστοχα ότι αυτό που ξεχωρίζει τον Έλληνα από το
βάρβαρο είναι ότι προτιμά τη γνώση από την άλογη πίστη. Πραγματικά οι
Ελληνες δεν είπαν ποτέ ΠΙΣΤΕΥΕ ΚΑΙ ΜΗ ΕΡΕΥΝΑ. Αντίθετα προτιμούσαν το
ΝΑΦΕ ΚΑΙ ΜΕΜΝΑΣΟ ΑΠΙΣΤΕΙΝ του Επίχαρμου.
Ουσιαστικά η ελληνική φιλοσοφία, αυτή η μητέρα όλων των σύγχρονων
επιστημών, γεννήθηκε από τον προβληματισμό των Ελλήνων γύρω από τη
φύση και πρωτα πρώτα από τις βασικές αρχές που τη διέπουν..
Από τη διατύπωση αυτή του Αναξαγόρα φθάσαμε στο πασίγνωστο ρητό:
ΜΗΔΕΝ ΕΚ ΤΟΥ ΜΗ ΟΝΤΟΣ ΓΙΝΕΣΘΑΙ ΜΗΔΕ ΕΙΣ ΤΟ ΜΗ ΟΝ ΦΘΕΙΡΕΣΘΑΙ
που αποδίδεται στον Δημόκριτο τον Αβδηρίτη.
Λογική συνέπεια της αρχής της αφθαρσίας της ύλης είναι αφ’ ενός μεν
το αιώνιον και αφ’ ετέρου το άναρχον της. Η ύλη δεν δημιουργήθηκε από
κανέναν και από πουθενά και δεν έχει ούτε αρχή ούτε τέλος, τόσο στο
χρόνο όσο και στο χώρο. Δυόμισι χιλιάδες χρόνια αργότερα ο Αϊνστάϊν
θα μιλήσει για το πεπερασμένο αλλά χωρίς πέρατα σύμπαν και θα
συνδέσει την ύλη με το χώρο και το χρόνο.
Η ΑΔΙΑΚΟΠΗ ΑΛΛΑΓΗ ΚΑΙ ΜΕΤΑΒΟΛΗ
Η ΠΑΛΗ ΤΩΝ ΑΝΤΙΘΕΤΩΝ
Πραγματικά κατά τον Ηράκλειτο:
ΕΙΔΕΝΑΙ ΔΗ ΧΡΗ ΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟΝ ΕΟΝΤΑ ΞΥΝΟΝ,
ΚΑΙ ΔΙΚΗΝ ΕΡΙΝ ΚΑΙ ΓΙΝΟΜΕΝΑ ΠΑΝΤΑ ΚΑΤ’ ΕΡΙΝ ΚΑΙ ΧΡΕΩΝ
(Πρέπει να ξέρουμε πως ο πόλεμος είναι κοινός, πως δικαιοσύνη είναι η
έρις και πως όλα γίνονται με την αντίθεση και την υποχρεωτική
νομοτέλεια – όπως αποδίδει το απόσπασμα ο Θ.Βέικος).
Λέγοντας πόλεμο εννοούσε τον αγώνα και την πάλη και γενικότερα την
κοινή δύναμη που γεννά όλα τα πράγματα. Κατά τον Ηράκλειτο ο κόσμος
βρίσκεται συνεχώς σε κατάσταση σύρραξης, από την οποία νέες
καταστάσεις δημιουργούνται και παλιές εξαφανίζονται κι αυτό ισχύει
τόσο για τη φύση όσο και για την κοινωνία
ΠΟΛΕΜΟΣ ΠΑΝΤΩΝ ΠΑΤΗΡ
Από την πάλη των αντιθέτων προκύπτει νέα αρμονία:
ΕΚ ΤΩΝ ΔΙΑΦΕΡΟΝΤΩΝ ΚΑΛΛΙΣΤΗΝ ΑΡΜΟΝΙΑΝ διότι ΤΟ ΑΝΤΙΞΟΥΝ ΣΥΜΦΕΡΕΙΝ
ο ίδιος δίδασκε πως η θάλασσα μπορεί να ναι ταυτόχρονα και σωτήρια και
ολέθρια, για τα ψάρια το νερό της είναι πόσιμο και ωφέλιμο για τους
ανθρώπους άποτο και βλαβερό, ή πως η κίνηση του κοχλία με τον οποίον
πίεζαν τα υφασματα στο βαφείο είναι ταυτόχρονα ελικοειδής και ευθεία,
για να καταλήξει πως η κρυμμένη μέσα στις διάφορες καταστάσεις και
πολλές φορές μη αντιληπτή αμέσως αρμονία είναι ισχυρότερη από αυτή
που φαίνεται επιφανειακά.
Ανθρωποκεντρική γίνεται και η θρησκεία του.
Οι σκοτεινοί θεοί της Ανατολής φιλτράρονται από τους διαύλους της ελεύθερης σκέψης του και εξανθρωπίζονται. Μπροστά τους ο Ελληνας στεκόταν όρθιος. Δε γονάτιζε να τους προσκυνήσει. «Το προσκύνημα ταπείνωνε και τον θεό που το δεχόταν και τον άνθρωπο που το καταδεχόταν». «Είναι παράξενο, λέει ο R.Livingstone, ότι με τέτοιες αρχές το ελληνικό πνεύμα παρέμένε αδιάφθορο; Γραφές και ιερατεία και πολιτικούς δεν ανεχόταν πάνω από το κεφάλι του. Μόνον ρήτορες, φιλόσοφοι, ιστορικοί, ποιητές και καλλιτέχνες τού έδειχναν τον δρόμο της ελεύθερης σκέψης και της δημιουργίας. Κι εκεί φτάνει κανείς μόνο μέσα από την κατάκτηση της καθημερινής ελευθερίας», μέσα από την κατάκτηση του εαυτού του, μέσα από το «Γνώθι σαυτόν». Το «γνώθι σαυτόν», παρατηρούν, είναι εντολή χίλιες φορές ευρύτερη και ουσιαστικότερη από τις εντολές που έρχονται από την Ανατολή. Αυτές προέρχονται από λαούς που περιμένουν Μεσσίες, για να τους σώσουν. Ο Ελληνας δεν υποτάσσεται στην ιδέα του μεσσιανισμού, γιατί ξέρει να σκέφτεται και γιατί έχει πίστη στον άνθρωπο.
Το Ελληνικό πνεύμα: Το γνώρισμα της Ελευθερίας
Συνολικά ο Εβραίος υποτασσόταν στην παράδοση, ενώ ο Έλληνας είχε εμπιστοσύνη στον εαυτό του και στο λόγο του.
Ας πάρουμε ένα περίφημο παράδειγμα: Η Ελληνική και η Εβραϊκή λογοτεχνία περιέχουν η καθεμία τους την ιστορία ενός δίκαιου ανθρώπου που ο ουρανός του έστειλε μια άδικη δυστυχία. Ο Ιώβ, «… άνθρωπος… αληθινός, άμεμπτος, δίκαιος, θεοσεβής, απεχόμενος παντός πονηρού πράγματος», έχασε τα αγαθά του, την οικογένεια του, και την υγεία του από αιφνίδιο βούλευμα του ουρανού. Ο Προμηθέας, ο μεγάλος Τιτάνας, που είδε το ανθρώπινο γένος να εξολοθρεύεται παραμελημένο, το λυπήθηκε, δε φοβήθηκε τη θεϊκή οργή, έδωσε το πυρ στους ανθρώπους και για τιμωρία του ο Δίας τον κάρφωσε σε ένα απότομο κρημνό, επάνω στον Καύκασο. Οι δύο «πάσχοντες» είναι σε ίδια κατάσταση: ο Προμηθέας υποφέρει, γιατί ακολούθησε τις υπαγορεύσεις της ευσπλαχνίας. Ο Ιώβ υποφέρει παρά την καθαρότητα της ζωής του. Αν ένας από τους δύο άξιζε την μοίρα του, αυτός ήταν ο Προμηθέας. Η καθεμιά ιστορία ακολουθεί την ίδια πορεία. Και οι δύο άνθρωποι θρηνούν για τα βάσανα τους και διακηρύττουν την αθωότητα τους. Φίλοι τους επισκέπτονται και τους συμβουλεύουν υποταγή στη θέληση του ουρανού. Ο Προμηθέας απαντά ότι η προσβολή που έκανε ήταν εσκεμμένη και ότι ποτέ δεν θα υποχωρησει στον Δία. Ο Ιώβ επιμένει ότι κανένα κακό δεν έκαμε. Ως εδώ οι ιστορίας συμπίπτουν. Αλλά παρατηρήστε πόσο διαφορετική είναι η ηθική που ο Έλληνας και ο Εβραίος συγγραφέας συνάγουν αντίστοιχα από τις δυστυχίες αυτών των δύο. Μέσα από την έρημο βγαίνει «λαίλαψ και νέφη» και μια φωνή ακούγεται που μιλά στον Ιώβ πείθοντας τον, όπως παράξενα λέγει η επικεφαλίδα του κεφαλαίου, ότι είναι αμαθής και ηλίθιος. Τι είναι αυτός με όλη τη γνώση του, που θα ήθελε να ελέγχει τα συστήματα του Κυρίου; Που ήσουν, του λέγει «εν τω θεμελιούν με την γην;» Μπορεί ο Ιώβ να κάμει χιόνι η πάγο η βροχή; Μπορεί να οδηγεί και να διατάζει τους αστερισμούς; Τι ξέρει για τον Παντοδύναμο και «τας οδούς» του; Και ο Ιώβ με ήρεμη ευπείθεια δέχεται την απόφαση του Θεού. «Το βλέπω, είμαι μηδαμινός… Ξεστόμισα πράγματα που δεν καταλάβαινα, πράγματα πολύ θαυμαστά για μένα, που δεν τα ήξερα… γι’ αυτό σιχαίνομαι τον εαυτό μου και μετανοώ μέσα στη σκόνη και στη σποδό». Παρατηρήστε ότι ο Θεός δεν δικαιολόγησε την ποινή του Ιώβ, ούτε ο Ιώβ δέχτηκε ότι έπεσε σε σφάλμα. Μόνο ανακάλεσε τα λόγια του και ταπείνωσε τον εαυτό του. Τα δεινοπαθήματα του παραμένουν μυστήρια ανεξήγητα. Αλλά ποιος είναι αυτός που θα έλεγχε «τας οδούς του Κυρίου;»
Αυτή η λύση, μπορούμε με ασφάλεια να μαντέψομε, θα ήταν ακατανόητη για τον Έλληνα. Ο Αισχύλος δεν την αποδέχεται. «ο Θεός πείθει τον Ιώβ πως βρίσκεται σε αμάθεια και βλακεία»: δεν υπάρχει ίχνος για τέτοια κατάληξη στην περίπτωση του Προμηθέα. Όταν ο Δίας προστάζει και απειλεί, ο Προμηθέας ανταπαντά με ιταμή πρόκληση: κάνει ό,τι δεν θα κάμει ποτέ ο Ιώβ, καταριέται το Θεό. Και τον καταριέται χωρίς να τιμωρηθεί ή να πάθει τίποτε περισσότερο. Ανόμοια προς τον Εβραίο ο Αισχύλος κλείνει την ιστορία του, όχι με θετική δικαίωση: ο Χρόνος και η Ειμαρμένη φέρνουν τον Ηρακλή, ο οποίος σκοτώνει το βασανιστικό γύπα: ο Δίας πείθεται να σπάσει τις αλυσίδες του Προμηθέα και για αντάλλαγμα μαθαίνει ένα μυστικό κίνδυνο που απειλεί τον θρόνο του. Αλλά ο Τιτάνας δεν ταπεινώνεται, ούτε ο Θεός εξυψώνεται: μια συμφωνία χαράζεται ανάμεσα στους δυο και καταλήγουν σε όρους (1). Από τον πρώτο ως τον τελευταίο στίχο ποτέ δεν έρχεται στο νου του Αισχύλου ότι μπορεί ο Προμηθέας να έχει στενή αντίληψη για τη δικαιοσύνη και ότι όταν οι λογαριασμοί θα ανακεφαλαιώνονταν θα μπορούσε ο Δίας να βγάλει το συμπέρασμα ότι στο κάτω – κάτω είχε δίκιο. Χωρίς υποψία ότι θα μπορούσε να υποπέσει σε λάθος, ο Αισχύλος προσάγει το Θεό και τον Τιτάνα μπροστά στη δικαστική έδρα του ανθρώπινου λόγου. Κρίνει και τους δυο σε αυτό το δικαστήριο χωρίς ευνοϊκή προκατάληψη για κανέναν από τους δυο και όταν ο Θεός φαίνεται άδικος, τον καταδικάζει αδίστακτα (2).
Πόσο διαφορετικός σε όλα αυτά από της θεότητες του Ελληνισμού είναι ο Ιεχωβά: πόσο διαφορετική θέση κατέχει στη ζωή του λαού του! Είναι ζηλότυπος και αυθαίρετος Θεός: δεσπόζει στους πιστούς του και τους κάνει νάνους. Ο Ιεχωβά υπάρχει πριν την ύπαρξη του λαού του, τον γνωρίζουν μόνο από την αποκάλυψη που έκανε του εαυτού του και βρίσκονται μέσα στη χούφτα του χεριού του. Ο Έλληνας λέει για τον Απόλλωνα και το Δία: υπάρχουν. Ο Ιεχωβά λέει στο λαό του: ΥΠΑΡΧΩ. Οι Εβραίοι συγγραφείς δείχνουν αυτό-υποταγή και αυτό-ταπείνωση σε αυτόν, καθόλου Ελληνική. Τους βασάνιζε η αίσθηση του. Αυτός εμπνέει ό,τι υπάρχει μεγάλο και αξιομνημόνευτο στα γραφόμενα τους. Υπάρχουν σαράντα εννέα βιβλία στην Παλαιά Διαθήκη. Εκτός από ένα, όλα ασχολούνται συνεχώς με τις σχέσεις του Θεού με τον άνθρωπο. Δέκα εννέα – το βιβλίο του Ιώβ, οι Ψαλμοί, τα βιβλία των προφητών, δεν έχουν άλλο θέμα. Δε συμβαίνει το ίδιο με την Ελληνική λογοτεχνία. Δε βρίσκεται από πίσω της, σαν αμετάβλητο βάθος, πάλη ανάμεσα στη θέληση του ανθρώπου και τη θέληση του Θεού. Δεν έχει επανειλημμένες διαμαρτυρίες εναντίον ενός αποστάτη λαού που τα αυτιά του είναι συνεχώς βουλωμένα και χοντρές οι καρδιές του. Και αυτό δεν οφείλεται σε καμία εξαιρετική αγάπη της δικαιοσύνης από τους Έλληνες. Είναι προπάντων, γιατί η θρησκεία δεν ήταν το ίδιο πράγμα για τον Όμηρο η τον Αισχύλο και για τον Μωυσή η τον Ησαΐα. Στο σχέδιο τους για τον κόσμο ο Θεός δεν ήταν το παν. Ήταν ένα μέρος της ζωής τους, σημαντικό μέρος, αλλά όχι περισσότερο. Υπήρχε για να προσφέρει την προστασία του στις απασχολήσεις τους και τα συμφέροντα τους, αλλά όχι για να τους διευθύνει, να δεσπόζει, να τους καταπονεί. Αυτό συμβαίνει ακόμη και στους πιο «θρήσκους» Έλληνες. Όταν ο Πλάτων οικοδομεί την ιδανική πολιτεία του, η πρώτη λέξη στις σελίδες του δεν είναι ο Θεός, η πρώτη σκέψη του συγγραφέα δεν είναι πως θα ευχαριστήσει το Θεό. Πολύ αργότερα μέσα στην πραγματεία του φτάνουμε σε τέτοιες απόψεις. Διαβάστε την πολιτεία του Πλάτωνα ύστερα από ένα από τα βιβλία των προφητών και η διαφορετική διάθεση είναι φανερή.
πηγή: iparea