Η αρχαία ελληνική τραγωδία είναι αποκαλυπτική της οντολογικής διάστασης της ανθρώπινης ύπαρξης και κατ’ αυτόν τον ορίζοντα αναδεικνύει τον τραγικό χαρακτήρα της γνώσης. Υπάρχει και μη τραγική γνώση; Η αληθής γνώση του ανθρώπου, αυτή που μετασχηματίζει τη συνείδησή του –από ακατέργαστη, άξεστη σε φιλοσοφική συνείδηση, κατά Hegel– μπορεί να είναι μόνο τραγική. Οποιαδήποτε άλλη μορφή γνώσης είναι ένα είδος εκτεχνικευμένης συμφωνίας ανάμεσα στην φαντασιακή οντογένεση ενός αντικειμένου και στην παραστασιακή του απεικόνιση. Η γνώση είναι τραγική, καθώς συνιστά οντολογικό και όχι απλώς γνωσιοθεωρητικό χαρακτηριστικό της ανθρώπινης ύπαρξης: μηδενίζει ή διαυγάζει την ανθρώπινη δημιουργία. Είναι η έσχατη γνώση των ορίων της εν λόγω ύπαρξης και ως τέτοια καθιστά τη συνείδηση ικανή να αντιμετωπίζει εκάστοτε τις συγκρούσεις ασύμπτωτων οντολογικών διαβαθμίσεων.
Τα μεγάλα επιτεύγματα της τραγικής ποίησης των αρχαίων Ελλήνων ήταν ακριβώς συμπαντικά σύνολα τραγικής γνώσης, γιατί πραγματεύονταν τραγικά θέματα της ζωής που στις ψυχές των θεατών δημιουργούσαν φόβο και οίκτο για τους ήρωες, ηχούσαν ως τραγωδία αυτής τούτης της ζωής· αλλά ως μια τραγωδία με αίσιο τέλος. Πρόκειται για μια τραγωδία της ζωής, που πηγάζει από αυτό τούτο το μυστήριο του χρόνου και της ιστορίας: υπό τη μορφή του χρόνου διεκτείνονται οι πολλαπλές συγκρούσεις των αντινομικών στοιχείων, που συνθέτουν την ιστορικότητα του ανθρώπου ως προσώπου.
Στο νεοελληνικό status της παρούσας τραγωδίας της ζωής, την ως άνω ιστορικότητα τέμνει εγκαρσίως και καθέτως η παράνοια και η ειδεχθής ωμότητα της φεουδαρχικο-καθεστωτικής «αριστεράς». Οι πρωταγωνιστές/τα πρόσωπα της καλπάζουσας τραγωδίαςδεν είναι ούτε ήρωες –ενεργά σύμβολα του Αισχύλου και του Σοφοκλή– ούτε αντιήρωες–ενεργά σύμβολα του Ευριπίδη– παρά τα πιο αυτό-περιφρονημένα όντα της σύγχρονης κοινωνίας, χωρίς προσωπικότητα και αξιοσύνη, επομένως γνωσιο-οντο-λογικώς άκυρα. Η εκτεχνικευμένη [=χωρίς νοηματισμό] «Γνώση» τους τα «εφοδιάζει» μόνο με μια νηπιακή, εν πολλοίς, αν όχι σαλεμένη, νοημοσύνη, ώστε να αντισταθμίζουν την αναισθησία, την ανικανότητα και τη βαρβαρότητά τους με την ασυγκράτητη εξουσιομανία· να βλέπουν την τελευταία δηλαδή ως την υπόληψη ενός «ισχυρού» Εαυτού απέναντι στην ανυποληψία του μοχθηρού-παραλυτικού τους Είναι.
Απεναντίας, τα τραγικά πρόσωπα της αρχαίας τραγωδίας αποτελούν ανθρώπινα σύμβολα, ικανά να επιβιώνουν σε όλες τις εποχές. Γιατί; Επειδή ενσαρκώνουν την τραγική γνώση: ομιλούν τη γνήσια γλώσσα αυτού πουφέρει στο νου ο άνθρωπος και υπο-φέρει στη ζωή του: δυσάρεστες, δεινές καταστάσεις του βίου, «στυγίους δὲ βροτῶν λύπας» [=μαύρες λύπες των θνητών (Ευριπίδη: Μήδεια, στ. 195)], χωρίς κάποια άλλη γλώσσα να μπορεί να μεταδώσει παραμυθία [=παρηγοριά]. Έτσι, θάνατοι και ανήκουστες συμφορές χτυπούν τα σπίτια ( «θάνατοι δειναί τε τύχαι σφάλλουσι δόμους » ό.π., στ. 198), τη στιγμή μάλιστα που οι «παραφουσκωμένοι βάτραχοι» της παράφρονης «αριστεράς» έχουν «γεμάτο μπροστά τους το τραπέζι» («εὔδειπνοι δαῖτες», ό.π. στ. 202).
Πίσω από τα τραγικά πρόσωπα, η τραγική γνώση ομο-λογείται από τη γλώσσα της ανθρώπινης μοίρας. Μια μοίρα ουσιωδώς κοινή τότε και τώρα. Η συγκεκριμένη γλώσσα δεν εκφράζει απλώς τραγικά συμβάντα, αλλά στήνει εμπρός μας αυτό τούτο το τραγικό μας Είναι ως το Dasein [=ως την παρούσα ύπαρξη], που δεν μπορεί να ελέγξει τη μοίρα του. Το εν λόγω Dasein δεν απηχεί μια μεμονωμένη ύπαρξη, όσο κι αν κατονομάζεται ως το εκάστοτε ορισμένο ενικό-Είναι –π.χ. Αγαμέμνων, Ορέστης, Μήδεια κ.λπ.– αλλά κατονομάζει διαμεσολάβηση σχέσεων ανάμεσα στα άτομα· ας πούμε, οικογενειακές σχέσεις (π.χ. Αγαμέμνων, Ιφιγένεια ή Ορέστης), σχέσεις εξουσιασμού και αντεξουσιασμού (π.χ. Κρέων, Αντιγόνη) κ.λπ. Ο ρόλος του τραγικού προσώπου είναι καθοριστικός: αυτό ενσαρκώνει, στην ποιητική γλώσσα της τραγωδίας, τη γνώση και τη σκέψη, συνεπώς και τηδράση που οφείλει να διέπει ή πράγματι διέπει το παροντικό-Είναι του ανθρώπου.
Το τραγικό πρόσωπο εγγυάται και κατευθύνει την ποιότητα της ανθρώπινης επικοινωνίας. Στο πνεύμα μιας τέτοιας επικοινωνίας έρχεται στο Είναι ως ο πομπός που μεταδίδει γλωσσικά σήματα: νοηματικά πολλοστημόρια γνώσης, που δίνουν την αφορμή ή το έναυσμα, συνειδητά ή μη, για να απελευθερώνεται μια πολλαπλότητα γλωσσικών μορφών–πέρα από τη γλώσσα των λέξεων– όπως π.χ. γλώσσα οπτική, γλώσσα του βλέμματος κ.λπ. και να αναγγέλλει το πρωτάκουστο, το πρωτοφανέρωτο: ας πούμε, το θλιμμένο πρόσωπο του αγγελιαφόρου, το ανήσυχο μάτι, η σκυθρωπή του όψη, όταν μεταφέρει θλιβερές ειδήσεις, αναγγέλλει κάτι το δεινό πολύ πιο άμεσα και άκρως παραστατικά συγκριτικά με την λεκτική εκφορά.
Κατ’ αυτό τον τρόπο, ο θεατής δεν μένει απλώς χειροκροτητής –όπως συμβαίνει σήμερα με τον παθητικό και ακαλαίσθητο άνθρωπο του κομματικού μηχανισμού ή τουμαζοποιημένου θεατριζόμενου– αλλά συμμετέχει ενεργά και γι’ αυτό προικοδοτείται με την τραγική γνώση. Έτσι είναι σε θέση να εκφράζει –να λέει δηλαδή με τον δικό του τρόπο– φόβο και έλεος για λογαριασμό του πάσχοντος τραγικού προσώπου. Η άλλη αυτή γλώσσα προηγείται της γλώσσας των λέξεων και προετοιμάζει το έδαφος για ό,τι χρειάζεται να γνωστοποιηθεί ή να αναγγελθεί. Η γνωστοποίηση ή η αναγγελία τότε συνιστά μια σχετικά αυτόνομη στοχαστική παρέμβαση του κήρυκα στο όλο δράμα που παίζεται. Στον Αγαμέμνονα του Αισχύλου, για παράδειγμα, ο κήρυκας στοχάζεται κατά πόσο είναι φορέας ευτυχίας ή δυστυχίας και τούτο επιτρέπει να φωταγωγείται όλο το περιβάλλον των γλωσσικών σημάτων που πρόκειται να ακολουθήσουν. Εδώ έχουμε να κάνουμε με τη ζωντανή πολυμορφία της γλώσσας, η οποία (πολυμορφία) συνήθως εκδηλώνεται ως κίνηση από την όψη, τη θέα, το ορατό, προς τον λόγο, προς το ποιητικό λέγειν και ομιλείν, και από κει προς τη σκέψη. Μια τέτοια κίνηση φαίνεται να είναι ιδιαίτερα αισθητή στα έργα του Ευριπίδη.
Γενικώς ειπείν, η αρχαία τραγωδία κινείται σε ένα επίπεδο ριζικών συγκρούσεων ανάμεσα σε διάφορα οντολογικά στρώματα του ανθρώπινου Είναι και κυοφορεί ένα είδος αναίρεσης του συμβατικού πολιτεύεσθαι (με την ευρεία έννοια) στην ιδιωτική και δημόσια ζωή του ανθρώπου. Μοιάζει να συντρίβει τα όρια της ενδοκοσμικής ύπαρξης και να διανοίγει τον θεατή στην αυθεντική επίγνωση των ορίων του ως Dasein. Και τούτο σε αντίθεση με τον σημερινό θεατριζόμενο μαζάνθρωπο, συμπεριλαμβανομένου και του σφόδρα κρετίνου πολιτικού, που ως επί το πλείστον παρακολουθεί την αρχαία τραγωδία με το βλέμμα του θορυβοποιού της μαζικής κουλτούρας και ο οποίος ελλείψει κριτικού λόγου, όταν θέλει να μεταστοχαστεί επί του θεατρικού δρώμενου, παπαγαλίζει λέξεις-φράσεις σαν τις παρακάτω: θαυμάσιο, υπέροχο, εξαίσιο, συγκλονιστικό ….
Οι ήρωες της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας είναι τα κατ’ εξοχήν τραγικά πρόσωπα, γύρω από τα οποία και εντός των οποίων εκτυλίσσεται όλος ο μύθος της τραγωδίας. Αλλά τι σημαίνει γι’ αυτούς ότι είναι πρόσωπα; Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη (των περί τα ζώα ιστοριών 491bˑ περί ζώων μορίων 662a), το πρόσωπο παίρνει, πρώτα-πρώτα, το όνομά του από τη λειτουργία του ως τμήμα του ανθρώπινου σώματος: ο άνθρωπος, σε αντίθεση με τα άλλα ζώα, είναι το μόνο ζώο που στέκεται όρθιο, κοιτάζει μπροστά και μιλάει εντελώς κατά πρόσωπο. Με μια φράση: συνδυάζει το βλέμμα και το ενώπιονˑ και τούτο όχι έξω και από την ετυμολογική του ερμηνεία: προς-ωπο (ὤψ) σημαίνει εκείνο που βλέπει προς τα μπρος. Γενικώς ειπείν, το πρόσωπο είναι αυτό που εκτίθεται σε θέα και συγχρόνως εκθέτει σε θέα. Αυτούς τους ήρωες που συναντάμε στις ελληνικές τραγωδίες είναι λοιπόν τέτοια πρόσωπα, καθώς δεν στέκονται κάπου μακριά από τον κόσμο της κοινωνίας, παραδεδομένοι στα χάδια μιας αύρας ή στην επίπλαστη αυτό-ανύψωση μιας οινοποσίας, αλλά βρίσκονται στο κέντρο της ζωής: συνήθως έρχονται ενώπιόν μας, εμπίπτουν στο βλέμμα μας, ως γνωστοί ήρωες από τον κεντρικό ρόλο που έπαιζαν στα ομηρικά έπη καθώς και στις άλλες ποιητικές συνθέσεις του επικού κύκλου. Μέσα από τη μυθική τους πρόσληψη ή επένδυση παρουσιάζονται οντολογικά να κινούνται ανάμεσα στους θεούς και τους θνητούς. Ετούτο είναι το πρώτο σημαντικό στοιχείο για την κατανόηση και νομιμοποίηση του ηρωικού Είναι του ανθρώπου, του ηρωικού ανθρώπου ως τέτοιου.
Η γλώσσα των ηρώων προηγείται κάθε είδους λόγου και αφήνει ελεύθερο τον χώρο σε μια ζωντανή, κατά πρόσωπο επικοινωνίαˑ στην τραγωδία βασικά μια τέτοια επικοινωνία καθίσταται πρωτίστως εφικτή με την οπτική αντιπαράθεση: το ένα πρόσωπο καλείται να κοιτάξει το άλλο πρόσωπο κατενώπιον. Βλέπουμε ή ακούμε, για παράδειγμα, στον Ιππόλυτο του Ευριπίδη τον Θησέα να ζητεί από τον Ιππόλυτο να κοιτάξει κατά πρόσωπο τον πατέρα του (στ. 946-947). Ο ήρωας, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να είναι ένας καθημερινός θνητός που αρκείται να διαβάζει την εφημερίδα του και να ησυχάζει διασπείροντας πληροφορίες, έστω και τραγικές. Απεναντίας είναι το αλεξικέραυνο που προορίζεται να εξουδετερώνει την απειλητική για μια κοινωνία κεραυνοπληξία. Ακόμη κι όταν η μια ή η άλλη κεραυνοβόλα κατάσταση αποτρέπει την κατά πρόσωπο επικοινωνία –π.χ. ο Ορέστης ζητεί να προχωρεί στα σκοτεινά, για να ξεφύγει από τα μάτια του γέροντα Τυνδάρεω, μετά το φόνο της μάνας του (Ορέστης, στ. 467-469)– το ηρωικό πρόσωπο είναι πάντοτε παρόν, για να ενσαρκώσει την κοινότητα της ζωής.
Το ερώτημα που γεννιέται, για κάθε κοινωνία σε κάθε εποχή, είναι: έχουν ανάγκη οι λαοί από ήρωες; Προκαταβολικά θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει πως οι λαοί που στερούνται τους ήρωές τους, είτε ως μυθικά πρόσωπα είτε ως ανυπότακτα πρόσωπα ανδρείας και υπέρβασης του φόβου του θανάτου, καταρρέουν. Αυτό μαρτυρά η ιστορία. Η αντι-ηρωική εποχή, ας πούμε, της σημερινής Ελλάδας έχει ως μοναδικούς «ήρωες» του δημόσιου βίου όλους εκείνους που δειλά αλλά με περισσό θράσος ξεθεμελιώνουν και τα τελευταία οχυρά μιας ιστορικής πολιτείας. Ίδιοι και όμοιοι με τους αλυσοδεμένους της σπηλιάς του Πλάτωνα, αποδεικνύονται οντολογικά ανίκανοι να «ανοίξουν δρόμο στα σπαθιά κι ελεύθεροι να μείνουν» (Σολωμός). Έτσι τυφλοί που είναι φλυαρούν μεταξύ τους και τούτο το παρουσιάζουν ως μια κατά πρόσωπο αντιπαράθεση «ηρώων» με τους εχθρούς του φωτός.
Οι ήρωες της αρχαίας τραγωδίας χαρακτηρίζονταν κυρίως από τις σημαντικές τους υπηρεσίες στο κοινωνικό σύνολο, γι’ αυτό και όχι σπάνια λατρεύονταν μετά θάνατον ως ημίθεοι. Συνέβαινε πράγματι να παρουσιάζονται από τους τραγικούς ποιητές πάνω στη σκηνή ως πρότυπα ευγένειας, ήθους, ικανότητας και γενναιότητας, με βάση μια ανώτερη ποιητική αισθητική. Αυτό βοηθούσε τους θεατές ή τους αναγνώστες να κινούνται μέσα σε ένα κόσμο δυνατών εκδηλώσεων θαυμασμού και δι’ αυτού του θαυμασμού να άγουν αυθόρμητα την ψυχή τους σε μίμηση ή ταύτιση με τους ήρωές τους. Μια τέτοια μίμηση ή ταύτιση τους ωθούσε, βαθμιαία και ασυνείδητα, να δημιουργούν μια άλλη σχέση με τη ζωή, πιο τολμηρή και πιο τραγική. Ταυτόχρονα, ο ίδιος ο θεατής ή ο αναγνώστης αισθανόταν πως μπορεί να γίνει πιο δεινός με το αρχαίο ελληνικό νόημα της λέξης: φοβερός, επικίνδυνος, ριψοκίνδυνος και εν τέλει ικανός.
Σε κάθε περίπτωση, οι ήρωες της αρχαίας τραγωδίας προχωρούν στα σκοτεινά: υποφέρουν τα πάνδεινα, σταυρώνονται ασταμάτητα όσο βρίσκονται στη ζωή. Ο βίος τους πλήττεται από συμφορές, από ατιμασμούς, από απουσία κάθε σεβασμού απέναντί τους. Η Αντιγόνη, για παράδειγμα, αντιπαρατίθεται με την εχθρότητα της ανελέητης εξουσίας του Κρέοντα και τελικά οδηγείται στο θάνατο. Κάτι παρόμοιο μπορεί να διακρίνει κανείς και στη σημερινή τραγωδία της πολιτικής: ορισμένοι αμόρφωτοι πολιτικάντηδες –με κουλτούρα σκυλάδικου και οπορτουνιστικής συντεχνίας, συναφώς με απουσία κάθε ευαισθησίας– καταδικάζουν στον αργό θάνατο το κύριο σώμα της κοινωνίας, τους ζωντανούς της ήρωες, τη μοναδικότητα της ατομικότητας. Όμως ο ήρωας, της αρχαίας τραγωδίας, παραμένει αλύγιστος: ξεκινά μόνος, αλλά όχι σπάνια έχει και διαδόχους που συνεχίζουν απτόητοι την ηρωική δράση, αγνοώντας τη μοίρα που τους περιμένει. Εδώ έγκειται το μεγαλείο της τραγικότητάς του. Όσο κι αν εξουσιαστικές και άλλες δυνάμεις, ή ακόμη και πάθη-ενστικτώδεις ορμές του ίδιου του ήρωα, τείνουν να τον εκμηδενίζουν, να τον ευτελίζουν, να τον ταπεινώνουν, η βαρύτητα, η δυναμική των πράξεών του είναι αυτή που επισκιάζει την επιδιωκόμενη ή επιζητούμενη ατίμωσή του. Ακόμη και ο πιο ντροπιασμένος ήρωας επανεμφανίζεται κάποια στιγμή ως αληθινός αρωγός της ανθρώπινης κοινότητας.
πηγή: platon.blogspot.gr