ΕΤΙΚΕΤΕΣ

BRUNO SNELL - Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΚΗΣ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗΣ

 

































«…τόσο ὁἩρόδοτος ὅσο και ὁ Θουκυδίδης μᾶς διδάσκουν αὐτό πού οἱ Ἕλληνες ἔμαθαν ἀπό τά ἐρείπια ταῶν άρχαίων ἀκροπόλεων: να εἶναι μετριόφρονες στην περηφάνια τους και περήφανοι για τη μετριοφροσύνη τους.» 
Αποσπάσματα από το 2ο κεφάλαιο στο έργο του συγγραφέα 
«Η ΑΝΑΚΑΛΥΨΗ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ»

            Ὁ ὅ­ρος Ἱ­στο­ρί­η – ἔτ­σι ὀ­νο­μά­ζει ὁ Ἡ­ρό­δο­τος το ἔρ­γο του – ση­μαί­νει ἔ­ρευ­να· ὁ ὅ­ρος αὐ­τός ὅ­μως δεν χα­ρα­κτη­ρί­ζει μό­νον την ἀν­θρώ­πι­νη πνευ­μα­τι­κή προ­σπά­θει­α πού ὁ­δη­γεῖ στην εὕ­ρε­ση τῆς ἀ­λή­θει­ας, ἀλ­λά και την ἔκ­θε­ση αὐ­τῆς τῆς ἀ­λή­θει­ας σ’ ἕ­να σύγ­γραμ­μα, δη­λα­δή τη γρα­πτή ἱ­στο­ρί­α. Ἡ ἱ­στο­ρί­α πε­ρι­ε­λάμ­βα­νε ἀρ­χι­κά και τη γε­ω­γρα­φι­κή ἔ­ρυ­να. Αὐ­τή τη συ­στη­μα­τι­κή δι­ε­ρεύ­νη­ση τοῦ γνω­στοῦ κό­σμου την ἐγ­και­νί­α­σε λί­γο πρίν ἀ­π’ τον Ἡ­ρό­δο­το ὁ Ἑ­κα­ταῖ­ος…

            Με­θο­δο­λο­γι­κά δι­α­φο­ρο­ποι­εῖ ὁ Ἡ­ρό­δο­τος τις πλη­ρο­φο­ρί­ες τοῦ ἔρ­γου του σε   τρεῖς κα­τη­γο­ρί­ες: (α) σ’ αὐ­τό πού ὁ ἴ­δι­ος εἶ­δε, (β) σ’ αύ­τό πού πλη­ρο­φο­ρή­θη­κε ἀ­πό αὐ­τό­πτες μάρ­τυ­ρες, και (γ) σ’ αὐ­τό πού γνω­ρί­ζει μό­νο ἀ­πό φῆ­μες. Αὐ­τή ἡ με­θο­δι­κή ἀ­φε­τη­ρί­α ἔ­κα­νε την ἱ­στο­ρί­α ἐ­πι­στή­μη με τη ση­με­ρι­νή ἔν­νοι­α τῆς λέ­ξης…


            Η δι­ή­γη­ση τοῦ ἔ­πους δεν ἦ­ταν μι­α κε­νό­δο­ξη ποί­η­ση, ἀλ­λά θε­με­λι­ω­νό­ταν σέ γε­γο­νό­τα…

            Ὅ­ταν ὁ ποι­η­τής ἐλ­πί­ζει ὅ­τι θα μά­θει ἀ­πό τίς Μοῦ­σες την ἀ­λή­θει­α, πού οἱ ἴ­δι­ες ἔ­χουν γνω­ρί­σει, σκο­πεύ­ει κρι­τι­κά σ’ αὐ­τό πού μπο­ρεῖ να το θε­ω­ρή­σει γνή­σι­ο, πραγ­μα­τι­κό, και ὄ­χι στην ἀ­ό­ρι­στη φή­μη. Στο πλαί­σι­ο τῆς ποί­η­σης ἀρ­χί­ζει ἤ­δη ἕ­νας ὀρ­θο­λο­γι­σμός πού δι­ευ­κο­λύ­νει τη δη­μι­ουρ­γί­α τῆς φι­λο­σο­φί­ας, τα­ῶν φυ­σι­κῶν ἐ­πι­στη­μῶν, τῆς γε­ω­γρα­φί­ας και τῆς ἱ­στο­ρί­ας στην Ἑλ­λά­δα τοῦ 6ου και 5ου αἰ­ώ­να π.Χ….

            Ἡ προ­σπά­θει­α πάν­τως να δι­α­πι­στω­θεῖ μι­α σχέ­ση ἀ­νά­με­σα στη μυ­θι­κή ἐ­πο­χή και στο πα­ρόν, με­τά τη με­σο­λά­βη­ση τῶν σκο­τει­νῶν αἰ­ώ­νων, ἀ­πο­τε­λεῖ την πρώ­τη δο­κι­μή να ἀ­να­γνω­ρι­στεῖ ἡ ἑ­νό­τη­τα τῆς ἱ­στο­ρί­ας· συγ­χρό­νως ὅ­μως δη­μι­ουρ­γοῦν­ται ἀμ­φι­βο­λί­ες ἄν οἱ δύ­ο ἐ­πο­χές, ἡ ἄ­γνω­στη πρώ­ι­μη ἐ­πο­χή και το γνω­στό πα­ρόν, μπο­ροῦν να συν­δε­θοῦν με­τα­ξύ τους. Ἔτ­σι τί­θε­ται το ἐ­ρώ­τη­μα: τι μπο­ροῦ­με να θε­ω­ρή­σου­με πραγ­μα­τι­κό; Τι εἶ­ναι ἀ­λη­θι­νό;…

            Ὅ­πως οἱ Μοῦ­σες με­τα­δί­δουν στον ποι­η­τή μι­α γνώ­ση φυ­σι­κή σχε­τι­κά με αὐ­τό πού ἔ­χουν «δεῖ» οἱ ἴ­δι­ες, ἔτ­σι και ὁ Μάν­της ἔ­χει μι­α σα­φή ἀν­τί­λη­ψη γι­α ὁ­ρι­σμέ­νες σχέ­σεις δρά­σης και ἀν­τί­δρα­σης πού ἁ­πλώ­νον­ται ἀ­πό το πα­ρελ­θόν ὡς το μέλ­λον. Ἄν και δεν ἐ­πι­τρέ­πε­ται να πα­ρα­βλέ­ψου­με ὅ­τι αὐ­τό πού οἱ Μοῦ­σες «εἶ­δαν» και ἀ­νή­κει στο πα­ρελ­θόν εἶ­ναι δι­α­φο­ρε­τι­κό ἀ­πό τις σχέ­σεις πού εἶ­ναι ση­μαν­τι­κές γι­α το μάν­τη, ὡ­στό­σο και στις δύ­ο πε­ρι­πτώ­σεις συλ­λαμ­βά­νε­ται με νη­φα­λι­ό­τη­τα κά­τι πού ἀ­ξί­ζει να το μά­θει κά­ποι­ος, κά­τι το ὑ­παρ­κτό και πρα­γ­μα­τι­κό. Ἐ­δῶ συ­ναν­τοῦ­με σέ ἐμ­βρυ­ώ­δη μορ­φή ἕ­να στοι­χεῖ­ο ἱ­στο­ρί­ας. Ὅ­ταν ὁ Κάλ­χας πε­ρι­γρά­φει μι­α αἰ­τι­ο­λο­γι­κή σχέ­ση – πράγ­μα πού το πε­τυ­χαί­νει με κά­πως πο­λύ­πλο­κο και ἐ­πί­πο­νο τρό­πο – αὐ­τό ἔ­χει ἐ­πι­πτώ­σεις και στις φυ­σι­κές ἐ­πι­στή­μες πού πά­νε να δη­μι­ουρ­γη­θοῦν.

            Βέ­βαι­α ἡ γνώ­ση τοῦ μάν­τη (ὅ­πως και τοῦ ποι­η­τῆ) δεν ἐμ­φα­νί­ζε­ται ὡς ἀ­πο­τέ­λε­σμα προ­σω­πι­κῆς πνευ­μα­τι­κῆς προ­σπά­θει­ας, ἀλ­λά ὀ­φεί­λε­ται σε θε­ϊ­κή ἔμ­πνευ­ση. Ὡ­στό­σο ἡ δι­α­τύ­πω­ση γί­νε­ται μ’ ἕ­ναν τό­σο προ­σω­πι­κό τρό­πο, μ’ ἕ­ναν τρό­πο πού προ­α­ναγ­γέλ­λει την ἀ­φη­ρη­μέ­νη σκέ­ψη, ὥ­στε ἐ­πι­τρέ­πε­ται να ὑ­πο­θέ­σου­με ὅ­τι αὐ­τός ὁ Κάλ­χας και τά λό­γι­α του γι­α τις «λε­πτο­μέ­ρει­ες τοῦ πα­ρόν­τος» εἶ­ναι δη­μι­ούρ­γη­μα ἐ­κεί­νου πού μπο­ροῦ­με να το ὀ­νο­μά­σου­με Ὅ­μη­ρο , ποι­η­τή τῆς μή­νι­δος. Ὁ­πωσ­δή­πο­τε ἡ στρο­φή πού πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε ἦ­ταν πο­λύ ση­μαν­τι­κή γι­α την ἐ­ξέ­λι­ξη τῆς ἑλ­λη­νι­κῆς σκέ­ψης…

            Ἡ βα­σι­κή σκέ­ψη εἶ­ναι ὅ­τι οἱ θε­οί ἐ­νερ­γοῦν ὅ­πως τους ἀ­ρέ­σει. Ἡ σκέ­ψη αὐ­τή εἶ­ναι εὐ­ε­ξή­γη­τη, γι­α­τί ὁ ἄν­θρω­πος στην ἀ­πο­χή τοῦ Ὁ­μή­ρου δεν αἰ­σθα­νό­ταν ἀ­κό­μη τό­σο ὑ­πεύ­θυ­νος γι­α τις πρά­ξεις του ὅ­σο π.χ. τον 5ο αἰ­ώ­να, και ἑ­πο­μέ­νως κα­νείς δεν ἀ­παι­τοῦ­σε ἀ­πό τους θε­ούς μι­ά αὐ­στη­ρή λο­γι­κή. Ἀ­πό την ἄλ­λη με­ρι­ά ὁ Ὅ­μη­ρος δι­α­κρί­νει κά­ποι­α «αἰ­τι­ώ­δη σχέ­ση» μό­νο στις συ­νέ­πει­ες πού ἔ­χει μι­α ἀν­θρώ­πι­νη πρά­ξη, ἀλ­λά ό­χι και σ’ αὐ­τό πού ἀ­πο­τε­λεῖ την «αἰ­τί­α» με τη ση­μα­σί­α πού ἔ­χει ἡ λέ­ξη στίς θε­τι­κές ἐ­πι­στῆ­μες. Αἴ­τι­ος ση­μαί­νει στον Ὅ­μη­ρο «ἔ­νο­χος» – πα­ρό­λο πού αὐ­τή ἡ ση­μα­σί­α δεν ἔ­χει ἀ­πο­κτή­σει ἀ­κό­μη πλῆ­ρες ἠ­θι­κό βά­ρος…

            Ὁ Σό­λων ἀρ­γό­τε­ρα δι­α­τυ­πώ­νει την ἴ­δι­α σκέ­ψη ὡς γε­νι­κό κα­νό­να (1, 17 κ.ἐ.): ὁ Δί­ας τι­μω­ρεῖ κά­θε ἀ­δι­κί­α και ἄν ἡ τι­μω­ρί­α δεν βρί­σκει τον δρά­στη, τό­τε πε­τυ­χαί­νει τους ἀ­πο­γό­νους του· μό­λο πού οἱ ἴ­δι­οι εἶ­ναι ἀ­θῶ­οι, πρέ­πει να πλη­ρώ­σουν τά παι­δι­ά ἤ τά ἐγ­γό­νι­α…Αὐ­τό πού γνω­ρί­ζει ὁ Κάλ­χας με τη βο­ή­θει­α τοῦ Ἀ­πόλ­λω­να και ὁ Ἡ­σί­ο­δος με τη βο­ή­θει­α τῶν Μου­σῶν, το γνω­ρί­ζει, ἔτ­σι πι­στεύ­ει ὁ Σό­λων ἡ Δί­κη: γνω­ρί­ζει δη­λα­δή ὅ­τι το πα­ρελ­θόν συν­δέ­ε­ται ὑ­πο­χρε­ω­τι­κά με το μέλ­λον, ὅ­τι το ἄ­δι­κο τι­μω­ρεῖ­ται μέ τον και­ρό. Ἡ δι­α­τύ­πω­ση τοῦ Σό­λω­να εἶ­ναι πε­ρισ­σό­τε­ρο ὀρ­θο­λο­γι­κή…

            Δεν αἰ­σθά­νε­ται μάν­της ἀλ­λά δά­σκα­λος. Θά ἐ­πι­θυ­μοῦ­σε οἱ συμ­πο­λί­τες του να ἀ­πο­φεύ­γουν την ἀ­δι­κί­α χά­ρη στη γνώ­ση και ὄ­χι ἀ­πό φό­βο γι­α την ποι­νή. Ὁ Δι­α­φω­τι­σμός πού προ­ε­τοι­μά­ζουν οἱ στί­χοι τοῦ Σό­λω­να και ἡ ἀ­φυ­πνι­σμέ­νη συ­νεί­δη­ση γι­α την προ­σω­πι­κή εὐ­θύ­νη κά­νουν ἐ­πι­τα­κτι­κό­τε­ρο το ἐ­ρώ­τη­μα: γι­α­τί χά­θη­κε ἡ λάμ­ψη τῆς ἡ­ρω­ι­κῆς ἐ­πο­χῆς; Δέν πρέ­πει να ἔ­γι­νε κά­τι φο­βε­ρό, γι­α το ὁ­ποῖ­ο οἱ θε­οί τι­μώ­ρη­σαν τό­σο αὐ­στη­ρά τον ἡ­ρω­ι­κό κό­σμο;…

            Οἱ Ἕλ­λη­νες ἀ­πέ­κτη­σαν ἱ­στο­ρι­κή συ­νεί­δη­ση, ἐ­πει­δή πί­στε­ψαν ὅ­τι με­τά ἀ­πό μι­α λαμ­πρή ἐ­πο­χή ἔ­πρε­πε να ζή­σουν μι­α σκο­τει­νή πε­ρί­ο­δο τι­μω­ρί­ας. Ἔτ­σι μα­θαί­νει ὁ ἄν­θρω­πος ὅ­τι πρέ­πει να ἀ­πο­φεύ­γει την ὕ­βρη. Ἡ φρί­κη μπρο­στά στη φο­βε­ρή δύ­να­μη τοῦ ἐκ­δι­κη­τῆ θε­οῦ δί­δα­ξε τη σω­φρο­σύ­νη και τη σο­φή με­τρι­ο­φρο­σύ­νη πού θα γί­νει ἀρ­γό­τε­ρα ἰ­δι­αί­τε­ρη ἑλ­λη­νι­κή ἀ­ρε­τή…

            Στα δη­μι­ουρ­γή­μα­τά τους οἱ Ἕλ­λη­νες προ­σπα­θοῦ­σαν να προ­φυ­λαχ­τοῦν ἀ­πό την ὑ­περ­βο­λή και την κα­τα­στρο­φή πού βρῆ­κε τον πα­λαι­ό μυ­θι­κό κό­σμο. Ὁ Σό­λων ἐκ­φρά­ζει αὐ­τή τη σκέ­ψη με τη με­γα­λύ­τε­ρη σα­φή­νει­α: ὁ Δί­ας τι­μω­ρεῖ γι­α το ἄ­δι­κο ἀ­κό­μη και τά παι­δι­ά ἤ τά ἐγ­γό­νι­α τοῦ ἐ­νό­χου. Ἡ Δί­κη γνω­ρί­ζει το μέλ­λον και το πα­ρελ­θόν και ζη­τᾶ με το πέ­ρα­σμα του χρό­νου την ἐ­ξι­λέ­ω­ση. Δεν πρό­κει­ται γι­α ἁ­πλά λό­γι­α πού συν­δέ­ον­ται με την ἐ­πι­κή πα­ρά­δο­ση, ἀλ­λά ἔ­χουν συ­νέ­πει­ες στις ἴ­δι­ες τίς πο­λι­τι­κές πρά­ξεις τοῦ Σό­λω­να. Ὁ Σό­λων προ­σπα­θεῖ, θα λέ­γα­με, να με­τα­βι­βά­σει το με­τα­φυ­σι­κό γε­γο­νός σε ἀν­θρώ­πι­να χέ­ρι­α, να τι­μω­ρή­σει τις βι­αι­ο­πρα­γί­ες πού ἔ­γι­ναν, και ἔτ­σι να ἐμ­πο­δί­σει ἀ­δι­κί­ες στο μέλ­λον. Κά­τι πρισ­σό­τε­ρο: θέ­λει να ἐ­φαρ­μό­σει θε­τι­κά το δί­και­ο ὀρ­γα­νώ­νον­τας το κρά­τος, κα­τα­νέ­μον­τας ἰ­σόρ­ρο­πα την ἰ­δι­ο­κτη­σί­α, φρον­τί­ζον­τας γι­α τους ἀ­σθε­νε­στέ­ρους και χτυ­πών­τας τήν κα­τά­χρη­ση τῆς ἐ­ξου­σί­ας. Οἱ νό­μοι του θέ­λουν να ἐ­ξα­σφα­λί­σουν γι­α το μέλ­λον ὅ­λα αὐ­τά. Ἔτ­σι δη­μι­ουρ­γεῖ ἕ­να νέ­ο κρι­τή­ρι­ο γι­α μι­α ἔλ­λο­γη πο­λι­τι­κή πρά­ξη.

            Με το μέ­τρο αύ­τό ἀ­πο­κτᾶ και ¨η ἡ ἱ­στο­ρί­α και­νούρ­γι­ο νό­η­μα. Τέ­τοι­ες σκέ­ψεις ἀ­παν­τοῦν ἀρ­χι­κά κυ­ρί­ως στην ἀτ­τι­κή τρα­γω­δί­α και φι­λο­σο­φί­α, και ἐ­κεῖ γί­νον­ται βα­σι­κές…

            Οἱ Ἕλ­λη­νες μέ­νουν πι­στοί στην ἀν­τί­λη­ψη τοῦ Σό­λω­να ὅ­τι μι­α ὑ­πε­ράν­θρω­πη δύ­να­μη τι­μω­ρεῖ την ἀ­δι­κί­α, πα­ρό­λο πού νι­ώ­θουν την και­νούρ­γι­α ὑ­πο­χρέ­ω­ση να ὑ­πε­ρα­σπί­ζον­ται το δί­και­ο ὡς προ­σω­πι­κή τους ὑ­πό­θε­ση. Και σ’ αὐ­τό το ση­μεῖ­ο δι­α­τή­ρη­σαν τη σύ­νε­ση και την ἔν­νοι­α τοῦ μέ­τρου…

            Ὁ Ἡ­ρό­δο­τος εἶ­ναι γε­νι­κά προ­σε­κτι­κός μέ το θέ­μα τῆς ἄ­με­σης ἐ­πέμ­βα­σης τῶν θε­ῶν στην ἱ­στο­ρί­α. Ὡς ἱ­στο­ρι­κός προ­σπα­θεῖ να ἐ­ξη­γή­σει τά γε­γο­νό­τα ἀ­πο­δί­δον­τάς τα σε ἀν­θρώ­πι­νες αἰ­τί­ες. Αὐ­τό εἶ­ναι ἕ­να ση­μαν­τι­κό βῆ­μα ἀ­πό τη μυ­θι­κή στην ὀρ­θο­λο­γι­κή σκέ­ψη. Ἀλ­λά ὁ Ἡ­ρό­δο­τος δεν ἀ­πο­μα­κρύ­νει ἀ­πό­λυ­τα τους θε­ούς ἀ­πό την ἱ­στο­ρί­α, ὅ­πως κά­νει ὁ ἄ­με­σος δι­ά­δο­χός του, ὁ Θου­κυ­δί­δης…

            Ὁ Ἡ­ρό­δο­τος ἀ­να­γνω­ρί­ζει τη θε­ϊ­κή πρό­θε­ση ἐ­κεῖ ὅ­που ἤ­δη ὁ Ὅ­μη­ρος και ἰ­δι­αί­τε­ρα ὁ Σό­λων ἀ­να­γνω­ρί­ζουν ὅ­τι ἡ θε­ό­τη­τα τι­μω­ρεῖ την ὕ­βρη. Με αὐ­τόν τόν τρό­πο εἰ­σά­γει ἠ­θι­κές τά­σεις στην ἱ­στο­ρί­α του. Ὡ­στό­σο ἡ θε­ό­τη­τα ἐ­πεμ­βαί­νει μό­νο σε ὁ­ρι­σμέ­νες και συγ­κε­κρι­μέ­νες κα­τα­στά­σεις, και – αὐ­τό εἶ­ναι ἀ­κό­μη ση­μαν­τι­κό­τε­ρο – οἱ θε­ϊ­κές προ­θέ­σεις στρέ­φον­ται ἐ­ναν­τί­ον τοῦ κα­κοῦ, ἀλ­λά δεν συμ­βάλ­λουν στην ἐ­πι­τυ­χί­α ἑ­νός κα­λοῦ και εὐ­πρόσ­δε­κτου σκο­ποῦ. Στο ση­μεῖ­ο αὐ­τό ἡ σύλ­λη­ψη τοῦ θεί­ου δι­α­φέ­ρει ἀ­πό την ἰ­ου­δα­ϊ­κή ἱ­στο­ρι­ο­γρα­φί­α, στην ὁ­ποί­α ὁ θε­ός κα­τευ­θύ­νει ἕ­να γε­γο­νός σε κά­ποι­ο σκο­πό…Ἡ ἑλ­λη­νι­κή ἱ­στο­ρι­ο­γρα­φί­α δεν σχε­τί­ζε­ται με τέ­τοι­ες τε­λε­ο­λο­γι­κές ἑρ­μη­νεί­ες…Ἔτ­σι ἡ ἱ­στο­ρι­ο­γρα­φί­α κα­τόρ­θω­σε να ἀ­πο­φύ­γει τους κιν­δύ­νους πού κα­ρα­δο­κοῦ­σαν: την ἰ­δε­ο­λο­γί­α, την οὐ­το­πί­α και την ἔλ­λει­ψη ἀ­νο­χῆς…

            Την πά­λη γι­α την λή­ψη μι­ᾶς ἀ­πό­φα­σης , με τον τρό­πο πού την τό­νι­σε ἡ τρα­γω­δί­α, την πε­ρι­γρά­φει ὁ Ἡ­ρό­δο­τος π.χ. στο 7ο βι­βλί­ο (12 κ.ἑ.), ὅ­ταν ὁ Ξέρ­ξης σκεύ­τε­ται ἄν πρέ­πει νά ἐκ­στρα­τεύ­σει ἐ­ναν­τί­ον τῆς Ἑλ­λά­δας. (Ὡ­στό­σο αὐ­τό πού θα ὀ­νο­μά­ζα­με πο­λι­τι­κό πρό­γραμ­μα τοῦ εἶ­ναι ἀ­κό­μη ἄ­γνω­στο.)…

            Ὁ Ἡ­ρό­δο­τος δεν ἀ­νά­γει την ἱ­στο­ρί­α σε μι­α μο­να­δι­κή ἀρ­χή. Ἐ­δῶ ἀ­κρι­βῶς ἔγ­κει­ται ἡ δύ­να­μή του: Μπο­ρεῖ π.χ. να πα­ρα­θέ­τει στην ἔκ­θε­ση τῶν γε­γο­νό­των την ἀν­θρώ­πι­νη ἀ­προ­νο­η­σί­α, δη­λα­δή τις ἀ­νε­παρ­κεῖς προ­θέ­σεις τοῦ ἄν­θρώ­που, δί­πλα στη θε­ϊ­κή ἐ­πέμ­βα­ση, σε δι­α­φο­ρε­τι­κή κά­θε φο­ρά ἀ­να­λο­γί­α. Ἐ­πει­δή αὐ­τή ἡ πα­ρά­θε­ση γί­νε­ται με δι­α­κρι­τι­κό­τη­τα και εὐ­αι­σθη­σί­α, οἱ δι­η­γή­σεις του ἀ­πο­κτοῦν τη γο­η­τεί­α μι­ᾶς πλού­σι­ας ποι­κι­λί­ας.

            Δυ­ό λό­γι­α ἀ­κό­μη γι­α τον Θου­κυ­δί­δη. Και γι’ αὐ­τόν το βα­σι­κό ἐ­ρώ­τη­μα εἶ­ναι: γι­α­τί πα­ρα­κμά­ζει μι­α δύ­να­μη; Ἡ ἀρ­χή τοῦ ἱ­στο­ρι­κοῦ πα­ρόν­τος δί­νει στην ἱ­στο­ρί­α το νό­η­μά της. Γρά­φει (1, 22, 4): Ὅ­σο οἱ ἄν­θρω­ποι πα­ρα­μέ­νουν οἱ ἴ­δι­οι, θα συμ­βαί­νουν πάν­τα αὐ­τά πού πε­ρι­γρά­φω ἐ­δῶ· γι’ αὐ­τό και το βι­βλί­ο μου εἶ­ναι κτῆ­μα ἐς ἀ­εί. Ὅ­ταν οἱ ἄν­θρω­ποι δι­α­θέ­τουν δύ­να­μη, πα­ρα­γνω­ρί­ζουν τίς δυ­να­τό­τη­τές τους και ἐμ­πι­στεύ­ον­ται τον ἑ­αυ­τό τους ὑ­περ­βο­λι­κά· ἔτ­σι κα­τα­στρέ­φον­ται. Ἑ­πο­μέ­νως, και ὁ Θου­κυ­δί­δης ἀ­να­γνω­ρί­ζει την ἀλ­λα­γή ὡς ἀρ­χή τα­ῆς ἱ­στο­ρί­ας: ἡ ἄ­νο­δος ὁ­δη­γεῖ στην πτώ­ση. Τώ­ρα ὅ­μως δεν πρό­κει­ται γι­α μι­α με­τα­φυ­σι­κή δύ­να­μη πού δρᾶ, ἀλ­λά γι­α ψυ­χο­λο­γι­κή δι­α­δι­κα­σί­α πού νπο­ρεῖ να πε­ρι­γρα­φεῖ με ἀ­κρί­βει­α. Ἡ αἰ­σι­ο­δο­ξί­α τοῦ Θου­κυ­δί­δη πού ἀ­να­γνω­ρί­ζει ἕ­να νό­μο στην ἱ­στο­ρί­α συ­νο­δεύ­ε­ται ἀ­πό μι­α ἀ­παι­σι­ο­δο­ξί­α, γι­α­τί οἱ ἄν­θρω­ποι δεν δι­δά­σκον­ται ἀ­πό τις ἐμ­πει­ρί­ες τους. Ἐ­πι­τρέ­πε­ται να ὑ­πο­στη­ρί­ξου­με ὅ­τι ἡ ἄ­πο­ψη αὐ­τή ἰ­σχύ­ει ὡς σή­με­ρα;

            Τό­σο Ἡ­ρό­δο­τος ὅ­σο και  Θου­κυ­δί­δης μς δι­δά­σκουν αὐ­τό πού οἝλ­λη­νες ἔ­μα­θαν ἀ­πό τά ἐ­ρεί­πι­α τν ἀρ­χαί­ων ἀ­κρο­πό­λε­ων: να εἶ­ναι με­τρι­ό­φρο­νες στην πε­ρη­φά­νι­α τους και πε­ρή­φα­νοι γι­α τη με­τρι­ο­φρο­σύ­νη τους.

πηγή: Εκηβόλος