«…τόσο ὁἩρόδοτος ὅσο και ὁ Θουκυδίδης μᾶς διδάσκουν αὐτό πού οἱ Ἕλληνες ἔμαθαν ἀπό τά ἐρείπια ταῶν άρχαίων ἀκροπόλεων: να εἶναι μετριόφρονες στην περηφάνια τους και περήφανοι για τη μετριοφροσύνη τους.»
Αποσπάσματα από το 2ο κεφάλαιο στο έργο του συγγραφέα«Η ΑΝΑΚΑΛΥΨΗ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ»
Ὁ ὅρος Ἱστορίη – ἔτσι ὀνομάζει ὁ Ἡρόδοτος το ἔργο του – σημαίνει ἔρευνα· ὁ ὅρος αὐτός ὅμως δεν χαρακτηρίζει μόνον την ἀνθρώπινη πνευματική προσπάθεια πού ὁδηγεῖ στην εὕρεση τῆς ἀλήθειας, ἀλλά και την ἔκθεση αὐτῆς τῆς ἀλήθειας σ’ ἕνα σύγγραμμα, δηλαδή τη γραπτή ἱστορία. Ἡ ἱστορία περιελάμβανε ἀρχικά και τη γεωγραφική ἔρυνα. Αὐτή τη συστηματική διερεύνηση τοῦ γνωστοῦ κόσμου την ἐγκαινίασε λίγο πρίν ἀπ’ τον Ἡρόδοτο ὁ Ἑκαταῖος…
Μεθοδολογικά διαφοροποιεῖ ὁ Ἡρόδοτος τις πληροφορίες τοῦ ἔργου του σε τρεῖς κατηγορίες: (α) σ’ αὐτό πού ὁ ἴδιος εἶδε, (β) σ’ αύτό πού πληροφορήθηκε ἀπό αὐτόπτες μάρτυρες, και (γ) σ’ αὐτό πού γνωρίζει μόνο ἀπό φῆμες. Αὐτή ἡ μεθοδική ἀφετηρία ἔκανε την ἱστορία ἐπιστήμη με τη σημερινή ἔννοια τῆς λέξης…
Η διήγηση τοῦ ἔπους δεν ἦταν μια κενόδοξη ποίηση, ἀλλά θεμελιωνόταν σέ γεγονότα…
Ὅταν ὁ ποιητής ἐλπίζει ὅτι θα μάθει ἀπό τίς Μοῦσες την ἀλήθεια, πού οἱ ἴδιες ἔχουν γνωρίσει, σκοπεύει κριτικά σ’ αὐτό πού μπορεῖ να το θεωρήσει γνήσιο, πραγματικό, και ὄχι στην ἀόριστη φήμη. Στο πλαίσιο τῆς ποίησης ἀρχίζει ἤδη ἕνας ὀρθολογισμός πού διευκολύνει τη δημιουργία τῆς φιλοσοφίας, ταῶν φυσικῶν ἐπιστημῶν, τῆς γεωγραφίας και τῆς ἱστορίας στην Ἑλλάδα τοῦ 6ου και 5ου αἰώνα π.Χ….
Ἡ προσπάθεια πάντως να διαπιστωθεῖ μια σχέση ἀνάμεσα στη μυθική ἐποχή και στο παρόν, μετά τη μεσολάβηση τῶν σκοτεινῶν αἰώνων, ἀποτελεῖ την πρώτη δοκιμή να ἀναγνωριστεῖ ἡ ἑνότητα τῆς ἱστορίας· συγχρόνως ὅμως δημιουργοῦνται ἀμφιβολίες ἄν οἱ δύο ἐποχές, ἡ ἄγνωστη πρώιμη ἐποχή και το γνωστό παρόν, μποροῦν να συνδεθοῦν μεταξύ τους. Ἔτσι τίθεται το ἐρώτημα: τι μποροῦμε να θεωρήσουμε πραγματικό; Τι εἶναι ἀληθινό;…
Ὅπως οἱ Μοῦσες μεταδίδουν στον ποιητή μια γνώση φυσική σχετικά με αὐτό πού ἔχουν «δεῖ» οἱ ἴδιες, ἔτσι και ὁ Μάντης ἔχει μια σαφή ἀντίληψη για ὁρισμένες σχέσεις δράσης και ἀντίδρασης πού ἁπλώνονται ἀπό το παρελθόν ὡς το μέλλον. Ἄν και δεν ἐπιτρέπεται να παραβλέψουμε ὅτι αὐτό πού οἱ Μοῦσες «εἶδαν» και ἀνήκει στο παρελθόν εἶναι διαφορετικό ἀπό τις σχέσεις πού εἶναι σημαντικές για το μάντη, ὡστόσο και στις δύο περιπτώσεις συλλαμβάνεται με νηφαλιότητα κάτι πού ἀξίζει να το μάθει κάποιος, κάτι το ὑπαρκτό και πραγματικό. Ἐδῶ συναντοῦμε σέ ἐμβρυώδη μορφή ἕνα στοιχεῖο ἱστορίας. Ὅταν ὁ Κάλχας περιγράφει μια αἰτιολογική σχέση – πράγμα πού το πετυχαίνει με κάπως πολύπλοκο και ἐπίπονο τρόπο – αὐτό ἔχει ἐπιπτώσεις και στις φυσικές ἐπιστήμες πού πάνε να δημιουργηθοῦν.
Βέβαια ἡ γνώση τοῦ μάντη (ὅπως και τοῦ ποιητῆ) δεν ἐμφανίζεται ὡς ἀποτέλεσμα προσωπικῆς πνευματικῆς προσπάθειας, ἀλλά ὀφείλεται σε θεϊκή ἔμπνευση. Ὡστόσο ἡ διατύπωση γίνεται μ’ ἕναν τόσο προσωπικό τρόπο, μ’ ἕναν τρόπο πού προαναγγέλλει την ἀφηρημένη σκέψη, ὥστε ἐπιτρέπεται να ὑποθέσουμε ὅτι αὐτός ὁ Κάλχας και τά λόγια του για τις «λεπτομέρειες τοῦ παρόντος» εἶναι δημιούργημα ἐκείνου πού μποροῦμε να το ὀνομάσουμε Ὅμηρο , ποιητή τῆς μήνιδος. Ὁπωσδήποτε ἡ στροφή πού πραγματοποιήθηκε ἦταν πολύ σημαντική για την ἐξέλιξη τῆς ἑλληνικῆς σκέψης…
Ἡ βασική σκέψη εἶναι ὅτι οἱ θεοί ἐνεργοῦν ὅπως τους ἀρέσει. Ἡ σκέψη αὐτή εἶναι εὐεξήγητη, γιατί ὁ ἄνθρωπος στην ἀποχή τοῦ Ὁμήρου δεν αἰσθανόταν ἀκόμη τόσο ὑπεύθυνος για τις πράξεις του ὅσο π.χ. τον 5ο αἰώνα, και ἑπομένως κανείς δεν ἀπαιτοῦσε ἀπό τους θεούς μιά αὐστηρή λογική. Ἀπό την ἄλλη μεριά ὁ Ὅμηρος διακρίνει κάποια «αἰτιώδη σχέση» μόνο στις συνέπειες πού ἔχει μια ἀνθρώπινη πράξη, ἀλλά όχι και σ’ αὐτό πού ἀποτελεῖ την «αἰτία» με τη σημασία πού ἔχει ἡ λέξη στίς θετικές ἐπιστῆμες. Αἴτιος σημαίνει στον Ὅμηρο «ἔνοχος» – παρόλο πού αὐτή ἡ σημασία δεν ἔχει ἀποκτήσει ἀκόμη πλῆρες ἠθικό βάρος…
Ὁ Σόλων ἀργότερα διατυπώνει την ἴδια σκέψη ὡς γενικό κανόνα (1, 17 κ.ἐ.): ὁ Δίας τιμωρεῖ κάθε ἀδικία και ἄν ἡ τιμωρία δεν βρίσκει τον δράστη, τότε πετυχαίνει τους ἀπογόνους του· μόλο πού οἱ ἴδιοι εἶναι ἀθῶοι, πρέπει να πληρώσουν τά παιδιά ἤ τά ἐγγόνια…Αὐτό πού γνωρίζει ὁ Κάλχας με τη βοήθεια τοῦ Ἀπόλλωνα και ὁ Ἡσίοδος με τη βοήθεια τῶν Μουσῶν, το γνωρίζει, ἔτσι πιστεύει ὁ Σόλων ἡ Δίκη: γνωρίζει δηλαδή ὅτι το παρελθόν συνδέεται ὑποχρεωτικά με το μέλλον, ὅτι το ἄδικο τιμωρεῖται μέ τον καιρό. Ἡ διατύπωση τοῦ Σόλωνα εἶναι περισσότερο ὀρθολογική…
Δεν αἰσθάνεται μάντης ἀλλά δάσκαλος. Θά ἐπιθυμοῦσε οἱ συμπολίτες του να ἀποφεύγουν την ἀδικία χάρη στη γνώση και ὄχι ἀπό φόβο για την ποινή. Ὁ Διαφωτισμός πού προετοιμάζουν οἱ στίχοι τοῦ Σόλωνα και ἡ ἀφυπνισμένη συνείδηση για την προσωπική εὐθύνη κάνουν ἐπιτακτικότερο το ἐρώτημα: γιατί χάθηκε ἡ λάμψη τῆς ἡρωικῆς ἐποχῆς; Δέν πρέπει να ἔγινε κάτι φοβερό, για το ὁποῖο οἱ θεοί τιμώρησαν τόσο αὐστηρά τον ἡρωικό κόσμο;…
Οἱ Ἕλληνες ἀπέκτησαν ἱστορική συνείδηση, ἐπειδή πίστεψαν ὅτι μετά ἀπό μια λαμπρή ἐποχή ἔπρεπε να ζήσουν μια σκοτεινή περίοδο τιμωρίας. Ἔτσι μαθαίνει ὁ ἄνθρωπος ὅτι πρέπει να ἀποφεύγει την ὕβρη. Ἡ φρίκη μπροστά στη φοβερή δύναμη τοῦ ἐκδικητῆ θεοῦ δίδαξε τη σωφροσύνη και τη σοφή μετριοφροσύνη πού θα γίνει ἀργότερα ἰδιαίτερη ἑλληνική ἀρετή…
Στα δημιουργήματά τους οἱ Ἕλληνες προσπαθοῦσαν να προφυλαχτοῦν ἀπό την ὑπερβολή και την καταστροφή πού βρῆκε τον παλαιό μυθικό κόσμο. Ὁ Σόλων ἐκφράζει αὐτή τη σκέψη με τη μεγαλύτερη σαφήνεια: ὁ Δίας τιμωρεῖ για το ἄδικο ἀκόμη και τά παιδιά ἤ τά ἐγγόνια τοῦ ἐνόχου. Ἡ Δίκη γνωρίζει το μέλλον και το παρελθόν και ζητᾶ με το πέρασμα του χρόνου την ἐξιλέωση. Δεν πρόκειται για ἁπλά λόγια πού συνδέονται με την ἐπική παράδοση, ἀλλά ἔχουν συνέπειες στις ἴδιες τίς πολιτικές πράξεις τοῦ Σόλωνα. Ὁ Σόλων προσπαθεῖ, θα λέγαμε, να μεταβιβάσει το μεταφυσικό γεγονός σε ἀνθρώπινα χέρια, να τιμωρήσει τις βιαιοπραγίες πού ἔγιναν, και ἔτσι να ἐμποδίσει ἀδικίες στο μέλλον. Κάτι πρισσότερο: θέλει να ἐφαρμόσει θετικά το δίκαιο ὀργανώνοντας το κράτος, κατανέμοντας ἰσόρροπα την ἰδιοκτησία, φροντίζοντας για τους ἀσθενεστέρους και χτυπώντας τήν κατάχρηση τῆς ἐξουσίας. Οἱ νόμοι του θέλουν να ἐξασφαλίσουν για το μέλλον ὅλα αὐτά. Ἔτσι δημιουργεῖ ἕνα νέο κριτήριο για μια ἔλλογη πολιτική πράξη.
Με το μέτρο αύτό ἀποκτᾶ και ¨η ἡ ἱστορία καινούργιο νόημα. Τέτοιες σκέψεις ἀπαντοῦν ἀρχικά κυρίως στην ἀττική τραγωδία και φιλοσοφία, και ἐκεῖ γίνονται βασικές…
Οἱ Ἕλληνες μένουν πιστοί στην ἀντίληψη τοῦ Σόλωνα ὅτι μια ὑπεράνθρωπη δύναμη τιμωρεῖ την ἀδικία, παρόλο πού νιώθουν την καινούργια ὑποχρέωση να ὑπερασπίζονται το δίκαιο ὡς προσωπική τους ὑπόθεση. Και σ’ αὐτό το σημεῖο διατήρησαν τη σύνεση και την ἔννοια τοῦ μέτρου…
Ὁ Ἡρόδοτος εἶναι γενικά προσεκτικός μέ το θέμα τῆς ἄμεσης ἐπέμβασης τῶν θεῶν στην ἱστορία. Ὡς ἱστορικός προσπαθεῖ να ἐξηγήσει τά γεγονότα ἀποδίδοντάς τα σε ἀνθρώπινες αἰτίες. Αὐτό εἶναι ἕνα σημαντικό βῆμα ἀπό τη μυθική στην ὀρθολογική σκέψη. Ἀλλά ὁ Ἡρόδοτος δεν ἀπομακρύνει ἀπόλυτα τους θεούς ἀπό την ἱστορία, ὅπως κάνει ὁ ἄμεσος διάδοχός του, ὁ Θουκυδίδης…
Ὁ Ἡρόδοτος ἀναγνωρίζει τη θεϊκή πρόθεση ἐκεῖ ὅπου ἤδη ὁ Ὅμηρος και ἰδιαίτερα ὁ Σόλων ἀναγνωρίζουν ὅτι ἡ θεότητα τιμωρεῖ την ὕβρη. Με αὐτόν τόν τρόπο εἰσάγει ἠθικές τάσεις στην ἱστορία του. Ὡστόσο ἡ θεότητα ἐπεμβαίνει μόνο σε ὁρισμένες και συγκεκριμένες καταστάσεις, και – αὐτό εἶναι ἀκόμη σημαντικότερο – οἱ θεϊκές προθέσεις στρέφονται ἐναντίον τοῦ κακοῦ, ἀλλά δεν συμβάλλουν στην ἐπιτυχία ἑνός καλοῦ και εὐπρόσδεκτου σκοποῦ. Στο σημεῖο αὐτό ἡ σύλληψη τοῦ θείου διαφέρει ἀπό την ἰουδαϊκή ἱστοριογραφία, στην ὁποία ὁ θεός κατευθύνει ἕνα γεγονός σε κάποιο σκοπό…Ἡ ἑλληνική ἱστοριογραφία δεν σχετίζεται με τέτοιες τελεολογικές ἑρμηνείες…Ἔτσι ἡ ἱστοριογραφία κατόρθωσε να ἀποφύγει τους κινδύνους πού καραδοκοῦσαν: την ἰδεολογία, την οὐτοπία και την ἔλλειψη ἀνοχῆς…
Την πάλη για την λήψη μιᾶς ἀπόφασης , με τον τρόπο πού την τόνισε ἡ τραγωδία, την περιγράφει ὁ Ἡρόδοτος π.χ. στο 7ο βιβλίο (12 κ.ἑ.), ὅταν ὁ Ξέρξης σκεύτεται ἄν πρέπει νά ἐκστρατεύσει ἐναντίον τῆς Ἑλλάδας. (Ὡστόσο αὐτό πού θα ὀνομάζαμε πολιτικό πρόγραμμα τοῦ εἶναι ἀκόμη ἄγνωστο.)…
Ὁ Ἡρόδοτος δεν ἀνάγει την ἱστορία σε μια μοναδική ἀρχή. Ἐδῶ ἀκριβῶς ἔγκειται ἡ δύναμή του: Μπορεῖ π.χ. να παραθέτει στην ἔκθεση τῶν γεγονότων την ἀνθρώπινη ἀπρονοησία, δηλαδή τις ἀνεπαρκεῖς προθέσεις τοῦ ἄνθρώπου, δίπλα στη θεϊκή ἐπέμβαση, σε διαφορετική κάθε φορά ἀναλογία. Ἐπειδή αὐτή ἡ παράθεση γίνεται με διακριτικότητα και εὐαισθησία, οἱ διηγήσεις του ἀποκτοῦν τη γοητεία μιᾶς πλούσιας ποικιλίας.
Δυό λόγια ἀκόμη για τον Θουκυδίδη. Και γι’ αὐτόν το βασικό ἐρώτημα εἶναι: γιατί παρακμάζει μια δύναμη; Ἡ ἀρχή τοῦ ἱστορικοῦ παρόντος δίνει στην ἱστορία το νόημά της. Γράφει (1, 22, 4): Ὅσο οἱ ἄνθρωποι παραμένουν οἱ ἴδιοι, θα συμβαίνουν πάντα αὐτά πού περιγράφω ἐδῶ· γι’ αὐτό και το βιβλίο μου εἶναι κτῆμα ἐς ἀεί. Ὅταν οἱ ἄνθρωποι διαθέτουν δύναμη, παραγνωρίζουν τίς δυνατότητές τους και ἐμπιστεύονται τον ἑαυτό τους ὑπερβολικά· ἔτσι καταστρέφονται. Ἑπομένως, και ὁ Θουκυδίδης ἀναγνωρίζει την ἀλλαγή ὡς ἀρχή ταῆς ἱστορίας: ἡ ἄνοδος ὁδηγεῖ στην πτώση. Τώρα ὅμως δεν πρόκειται για μια μεταφυσική δύναμη πού δρᾶ, ἀλλά για ψυχολογική διαδικασία πού νπορεῖ να περιγραφεῖ με ἀκρίβεια. Ἡ αἰσιοδοξία τοῦ Θουκυδίδη πού ἀναγνωρίζει ἕνα νόμο στην ἱστορία συνοδεύεται ἀπό μια ἀπαισιοδοξία, γιατί οἱ ἄνθρωποι δεν διδάσκονται ἀπό τις ἐμπειρίες τους. Ἐπιτρέπεται να ὑποστηρίξουμε ὅτι ἡ ἄποψη αὐτή ἰσχύει ὡς σήμερα;
Τόσο ὁἩρόδοτος ὅσο και ὁ Θουκυδίδης μᾶς διδάσκουν αὐτό πού οἱἝλληνες ἔμαθαν ἀπό τά ἐρείπια τῶν ἀρχαίων ἀκροπόλεων: να εἶναι μετριόφρονες στην περηφάνια τους και περήφανοι για τη μετριοφροσύνη τους.
πηγή: Εκηβόλος