Αλέξανδρος Β. Κοσμόπουλος
Το "ΠΡΟΣΩΠΟ", ο ποιοτικός ανθρωπολογικός τύπος του υποκειμένου που καθίσταται απαραίτητος για τη συγκρότηση μιας αληθινής δημοκρατικής πολιτείας, είναι ο ενεργός και κοινωνικοποιημένος πολίτης που έχει αναπτύξει μια καθολική πνευματικότητα,
αυτοσυνειδησία και επίγνωση για τον εαυτό του, τον κόσμο και τον σύμπαντα κόσμο των όντων. Το αρχέγονο "πρόσωπο" που συναντήσαμε στην ελληνική πολιτική και πολιτιστική παράδοση μελετήθηκε συστηματικά και επισταμένα από τους ψυχολόγους και παιδαγωγούς της Φαινομενολογικής Ανθρωπιστικής Σχολής και Ψυχολογίας (Rogers, Maslow κ.λπ) επικαιροποιώντας ζητήματα που αφορούν το μέλλον του ανθρωπισμού και του πνευματικού πολιτισμού.
αυτοσυνειδησία και επίγνωση για τον εαυτό του, τον κόσμο και τον σύμπαντα κόσμο των όντων. Το αρχέγονο "πρόσωπο" που συναντήσαμε στην ελληνική πολιτική και πολιτιστική παράδοση μελετήθηκε συστηματικά και επισταμένα από τους ψυχολόγους και παιδαγωγούς της Φαινομενολογικής Ανθρωπιστικής Σχολής και Ψυχολογίας (Rogers, Maslow κ.λπ) επικαιροποιώντας ζητήματα που αφορούν το μέλλον του ανθρωπισμού και του πνευματικού πολιτισμού.
Ο Αλέξανδρος Β. Κοσμόπουλος αποτέλεσε έναν σπουδαίο ιδιαίτερο σταθμό για τη σύλληψη μιας Ανθρωπιστικής Παιδαγωγικής του Προσώπου στον σύγχρονο ελληνικό κόσμο. Το "πρόσωπο" (μη το συγχέουμε με την έννοια της προσωπικότητας) στην ελληνική παράδοση είναι ένας ανώτερος τύπος ανθρώπου που συγκροτείται μέσα από τη σχέση με τον άλλο. Ο τύπος αυτός του ανθρώπου βιώνει την σχέση του με τον άλλο ως απελευθέρωση από τον εγκλεισμό του εγωτισμού προκρίνοντας ως ιδανικά τον συνεργατισμό και την χαρά που απορρέει από την κοινότητα σχέσεων προσώπων.
Ακολουθεί μια ολοκληρωμένη πρόταση παιδείας για τη συγκρότηση του ανθρώπου ως ΠΡΟΣΩΠΟΥ από τον καθηγητή του Παν/μίου Πατρών Αλέξανδρο Β. Κοσμόπουλο (Σχεσιοδυναμική Παιδαγωγική):
1.0.0. Η ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ ΜΑΣ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΤΟ
ΠΡΟΣΩΠΟΚΕΝΤΡΙΚΟ ΜΟΝΤΕΛΟ ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗΣ
Κατ’ αρχήν επιθυμούμε να
δηλώσουμε πως όσο γνωρίζουμε περισσότερο τον δημιουργό της Προσωποκεντρικής
Προσέγγισης –την οποίαν κατ’ οικονομία αποκαλούμε «μοντέλο», και μόνον για τις
ανάγκες του παρόντος συνεδρίου- όσο προσεγγίζουμε το έργο και την προσωπικότητά
του, τόσο και νιώθουμε να υπάρχει ένα είδος συγγένειας πνευματικής και
ψυχολογικής του Έλληνα με τον Rogers.
Φαντάζομαι πως συμμερίζονται την εντύπωσή μου αυτή όσοι από τους
παρισταμένους έχουν γνωρίσει την
προσωπικότητα και το έργο του. Αν δεν μας φαίνεται ως «δικός μας», μας φαίνεται
πολύ γνωστός και οικείος. Ίσως γιατί οι Έλληνες δεν είμαστε τόσο διανοητικοί,
και λογικοκρατούμενοι. Ίσως γιατί δίνουμε προτεραιότητα στη ζωή και στην
ύπαρξη, όπως κι αυτός. Η κουλτούρα, την οποίαν εισπνέουν φυσικά και αβίαστα από
την εποχή του γαλακτισμού τους, εξίσου σχεδόν, γραμματισμένοι και αγράμματοι σε
αυτό τον τόπο, έχει ετοιμάσει το έδαφος ώστε να μην είναι δύσκολο να
κατανοηθούν και γίνουν αποδεκτές οι βασικές θέσεις που συγκροτούν το
Προσωποκεντρικό (“Person Centered”) Μοντέλο εργασίας και ζωής.
Θυμόμαστε πως, κατά τον
Αριστοτέλη, οι Έλληνες χαρακτηρίζονται από μια μεσότητα, που δεν είναι
ανεξάρτητη από τη θέση που έχει η Ελλάδα, ανάμεσα σε Ανατολή και Δύση.
Είτε συμφωνούμε είτε διαφωνούμε με τα
λεγόμενα του μεγάλου προγόνου μας θεωρούμαστε πως δεν υιοθετούμε εντελώς το
δυτικό τρόπο σκέψης και δράσης, πως εκτιμούμε την ανατολική στάση ζωής και
σκέψη, αλλά όχι απολύτως· πως εκτιμούμε το «μέτρο», αλλά ποτέ δεν το τηρούμε. Είμαστε πολίτες που θαυμάζουν την οργάνωση
της εργασίας και της ζωής στη Δύση, αλλά με τίποτα δεν θα θέλαμε να χάσουμε το
ερωτικό και διονυσιακό στοιχείο του χαρακτήρα μας, τα οποία επηρεάζουν πιθανώς
αρνητικά συγκεκριμένες εργασιακές μας αποδόσεις, πλην όμως ανταποκρίνονται- ταυτόχρονα-
στην καθολική πρόταξη των αξιών της ζωής και της ελευθερίας. Έχουμε, τέλος,
μεταφυσικές ανησυχίες, βλέπομε το θάνατο αποκρουστικό και ξένο, αλλά και
ερωτοτροπούμε μαζί του αψηφώντας τη ζωή που λατρεύουμε.
Όλα αυτά- και χίλια δυο άλλα που δεν αναφέρονται
εδώ σήμερα- και τα οποία μαρτυρούν τις
αντιφάσεις ή τη συνθετότητα που παρατηρείται στην ψυχολογία του Έλληνα[1],
μας φέρνουν αρκετά κοντά στον Rogers γιατί κι
αυτός διέκρινε από νωρίς την πολυσυνθετότητα της ψυχολογίας του κάθε
ανθρώπου και δεν δέχτηκε να την
κατατάξει σε κατηγορίες υγείας ή ασθένειας.
Όλη η προσπάθεια του
Αμερικανού ψυχοθεραπευτή και δημιουργού της Προσωποκεντρικής
Προσέγγισης (Person Centered Approach) Carl R. Rogers ακούγεται στα αυτιά μας σαν προμηθεϊκή κραυγή
απελευθέρωσης, του εαυτού του και του συνανθρώπου, από πνευματικές δεσμεύσεις.
Ο Rogers έκανε ένα κίνημα για τη διάσωση της ανθρωπιάς και της
ελευθερίας κατά την άσκηση της Ψυχολογίας και των Επιστημών του Ανθρώπου,
γενικότερα. Ήταν ένας φιλοσοφημένος κλινικός ψυχολόγος, ένας αυστηρός
πανεπιστημιακός ερευνητής, που στο δρόμο αντιλήφθηκε πως η θεωρία του ασκούσε
κι ευεργετική επίδραση σε τομείς πολύ πιο πέρα από την ψυχοθεραπεία, την
παιδαγωγική κλπ. Δίκαια, λοιπόν, το έργο του το υποδέχθηκαν με σεβασμό και
ανακούφιση τόσο οι ειδικοί, όσο και οι μη ειδικοί σε όλο τον πλανήτη.
Όντας, λοιπόν, αυτό που
είμαστε οι Έλληνες, διαβάζουμε τον Ρότζερς, τον σεβόμαστε, αλλά, φυσικό είναι,
νομίζουμε, να τον κατανοούμε μέσα από τα στοιχεία της ψυχολογίας και κουλτούρας
μας.
Ακόμη
χρειάζεται πιθανώς να υπογραμμίσουμε πως αυτό που επιχειρούμε σήμερα δεν είναι
παρά απλή «ανάγνωση» του υπάρχοντος προσωποκεντρικού μοντέλου
Συμβουλευτικής του Carl Rogers και όχι, ασφαλώς, μια νέα δημιουργία Δεν πρόκειται
για σχεσιοδυναμική και ελληνική θεώρησή του, αλλά για ανάγνωσή του. Με τη χρήση
της λέξης «ανάγνωση» έχουμε την αίσθηση πως μεταφέρουμε στον ενημερωμένο
σύνεδρο τον εμπράγματο σεβασμό μας στο
δημιουργό, καθώς και την ικανοποίηση που νιώθουμε για την επάρκεια του
προσωποκεντρικού τρόπου προσέγγισης, που πάλι για λόγους
συντομίας ονομάζουμε μοντέλο.
Είμαστε πάρα πολύ επιφυλακτικοί όχι μόνο στη
δημιουργία, αλλά και απλά στην υιοθέτηση
σχετικών νεωτεριστικών προσθηκών. Παίρνουμε απόσταση από τέτοιες ενέργειες
επειδή, συχνότατα, αν όχι πάντοτε- κατά την άποψή μας, ασφαλώς- οι συγκεκριμένοι νεωτερισμοί αποκλίνουν από την κεντρική θεωρία- μάνα και
την παραμορφώνουν.
Η δική
μας, λοιπόν, προσπάθεια δεν είναι παρά καινούργια
ανάγνωση του υπάρχοντος, και μάλιστα «ελληνική» και δη «σχεσιοδυναμική».
Δηλαδή προσπαθούμε να πούμε πώς
κάποιος, που η ανθρωπιστική παιδεία που δέχθηκε, όπως και η ζωή του στον τόπο
αυτό είναι επηρεασμένες από την ελληνική και χριστιανική κληρονομιά, χωρίς
σχεδόν να το καταλαβαίνει, (θυμίζουμε πως
κατά τον Ισοκράτη «Έλληνες εισί οι της ημετέρας παιδεύσεως μετέχοντες»),
πώς, λοιπόν, αυτός διαβάζει και καταλαβαίνει τον Rogers και, ακόμη γιατί τον θεωρεί τόσο κοντινό μας , σχεδόν
διαχρονικό κάτοικο τούτης της γωνιάς της γης. Και ακόμη, πώς ένας δημιουργός
και δια βίου μελετητής της Σχεσιοδυναμικής προσέγγισης, της προσέγγισης- με
ελάχιστα λόγια- που στηρίζει όλη τη δυναμική της στην ποιότητα των
αναπτυσσόμενων σχέσεων, πώς, λοιπόν, ο σχεσιοδυναμικός αντιλαμβάνεται το
προσωποκεντρικό μοντέλο θεραπείας, τι διαβάζει κάτω από τις γραμμές του. Και
προσθέτουμε κάτι που οπωσδήποτε δεν πρέπει να διαχωριστεί: πώς το εφαρμόζει. Διότι, κατά την εφαρμογή στη
συμβουλευτική-ψυχοθεραπευτική πράξη αυτής, της σχεσιοδυναμικής και ελληνικής
ανάγνωσης, είδαμε πως είναι ωφέλιμη και συνάμα πιστή στο ροτζεριανό πρότυπο,
ενώ ταυτόχρονα του δίνει βάθος. Πιστεύουμε πως αν μπορούσε ο Rogers να εκφράσει την αληθινή άποψή του, δεν θα είχε
αντίρρηση, θα χαιρόταν. Και είδαμε,
επίσης- μέσα από την εμπειρία των συμβουλευτικού-ψυχοθεραπευτικού περιεχομένου
σεμιναρίων ή εργαστηρίων- που το «Εργαστήριο Σχεσιοδυναμικής Παιδαγωγικής του
Πανεπ/μίου Πατρών» κατά καιρούς έχει οργανώσει και εμψυχώσει, πως η ανάγνωση
αυτή ενισχύει την αποτελεσματικότητα, ιδιαίτερα στον τομέα της πρόληψης. Και
τούτο διότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις πως, μια ανάλογη ανάπτυξη του
προσωποκεντρικού μοντέλου σε βάθος αυξάνει την ορθοπαιδαγωγική ισχύ του, καθώς
και τη θεραπευτική αποκαταστάσεως του προσώπου σε πολλούς συμβουλευόμενους,
τουλάχιστον στην Ελλάδα όπου έχει εφαρμοστεί. Μετρήσεις ακριβείς δεν έχουν
γίνει μέχρι σήμερα, εφόσον, όπως είπαμε, δεν πρόκειται για διαφοροποίηση, αλλά
για ανάπτυξη σε βάθος του μοντέλου και, εφόσον, δεν είναι εύκολο να
δημιουργηθούν σήμερα τα κατάλληλα εργαλεία για να μετρούν τα στοιχεία ανάγνωσης
χωριστά από τα στοιχεία του Person
Centered μοντέλου.
Πιστεύουμε πως η εφαρμογή των απόψεων αυτών στο χώρο της εκπαίδευσης
του υποψήφιου, αλλά και του εν ενεργεία εκπαιδευτικού είτε για την αναθεώρηση
και βελτίωση του τρόπου εργασίας του είτε για την ψυχολογική υποστήριξή του,
συνιστά πρόταση και τέχνη ζωής και, ως τέτοια συνιστά ουσιώδη πρόληψη. Αυτή είναι η εμπειρία μιας ζωής και αυτήν
την εμπειρία σας καταθέτουμε υπό τη μορφή πάλι θεωρητικού λόγου. Θα χαρούμε
ασφαλώς αν, μετά το τέλος της εισήγησής
μας, αναγνωρίσετε κι εσείς δύο πράγματα : α) την ωφελιμότητα της ελληνικής και
σχεσιοδυναμικής ανάγνωσης του μοντέλου και β) τον απαλό, ταιριαστό στο
πρότυπο και μη παραποιητικό χαρακτήρα των προτάσεών μας.
Βασικά δουλέψαμε σε όλα μας
τα εργαστήρια σεμινάρια encounter groups, marathon groups με
εκπαιδευτικούς και με φοιτητές στα τριάντα και πλέον χρόνια της πανεπιστημιακής
μας καριέρας, σύμφωνα με το προσωποκεντρικό μοντέλο του Rogers. Όμως, όντας φορέας ενός συγκεκριμένου πολιτιστικού
περιβάλλοντος και της Σχεσιοδυναμικής, φυσικό είναι να λειτουργούμε και μέσα
από αυτά τα δυο στοιχεία της ταυτότητας
μας. Έχουμε, λοιπόν, τη γνώμη πως αυτά τα δυο στοιχεία είναι χρήσιμα και αυτό
θέλουμε να σας πούμε. Δεν αλλοιώνουμε την πρωτότυπη διδασκαλία, είμαστε
προσωποκεντρικοί και μη-κατευθυντικοί. Πιστεύουμε, πράγματι, πως το
Προσωποκεντρικό μοντέλο ενισχύεται και βαθαίνει με την εν λόγω «ανάγνωση», ενώ
διασώζεται η ροτζεριανή, ας πούμε, ορθοδοξία..
Δηλαδή, θεωρούμε κι εμείς τη
συμβουλευτική, ψυχοθεραπευτική και παιδαγωγική εργασία ως βίωση και
εξέλιξη μιας άλλης και νέας ποιότητας σχέσης, κατά την οποίαν ασκούν
σημαντικότατη επίδραση η αυτοσυνέπεια (self-consistency) και
η συμφωνία του θεραπευτή με την εμπειρία που δοκιμάζει ο εαυτός του (congruence), η δημιουργία αποδεκτικού (acceptance) και χωρίς όρους
θετικού κλίματος (unconditional positive regard), η ακριβής εμπαθητική κατανόηση και ενσυναίσθηση του
άλλου (empathy) κλπ. Δίνουμε όμως σαφέστερο περιεχόμενο στους όρους
και στις έννοιες που λειτουργούν, όπως π.χ. στις έννοιες (και στις αντίστοιχες
πρακτικές) της «σχέσης», των «προσώπων» κ.ά. Και πιστεύουμε πως εφαρμοζόμενα
αυτά, ιδιαίτερα στον συμβουλευτικό και εκπαιδευτικό χώρο που γνωρίζουμε
καλύτερα, συνιστούν σημαντικότατη αλλαγή, συνιστούν ΠΡΟΛΗΨΗ, εφόσον αποτελούν
υγιεινό και φιλοσοφημένο τρόπο ζωής, γεγονός ευεργετικό για κάθε κοινωνία στην οποίαν αφορά.
Πριν κλείσουμε το πρώτο μέρος της εισήγησής μας χρειάζεται, νομίζουμε,
να διασαφηνιστεί ποια είναι για μας η ουσία της Προσωποκεντρικής Προσέγγισης
του Carl Rogers.
Πιστεύουμε, λοιπόν, πως είναι πάνω απ’
όλα Ψυχοθεραπεία και Συμβουλευτική της εμπιστοσύνης
τόσο στο πρόσωπο του συμβουλευόμενου, όσο και στις οργανισμικές αναπτυξιακές τάσεις και ανάγκες κάθε ανθρώπου, οι
οποίες και ζητούν ικανοποίηση.
Αυτό γίνεται μέσα από την πίστη πως δεν
γνωρίζει ο σύμβουλος πώς να βοηθήσει τον συμβουλευόμενο. Πρόκειται για
συνειδητή και όχι σωκρατική προσποίησή της άγνοιας[2].
Δεν γνωρίζει ο σύμβουλος, αλλά μόνο ο συμβουλευόμενος γνωρίζει τι ακριβώς
χρειάζεται. Αυτός που ζει το πρόβλημά του
και ο οποίος, όταν αισθάνεται άνετα
και αποδεκτός κατά τη συνάντηση- χάρη στη διευκολυντική μου συμπεριφορά- μπορεί να με
«οδηγήσει» πού και πώς να τον «οδηγήσω».
Επομένως, η μη-κατευθυντικότητα αποτελεί την ουσία του ροτζεριανού
μοντέλου και το πρώτο του
γνώρισμα. Αυτό σημαίνει: Δεν θέλουμε
να αλλάξουμε τον άλλον. Εμπιστευόμαστε αυτό που είναι στην ουσία του,
επιδιώκουμε να τον βοηθήσουμε, ώστε να αποκατασταθεί η υγιής λειτουργία του
μέσα σε αυτό που είναι ως πρόσωπο, και όχι έξω από αυτό ή σε αντίθεση με
αυτό. Θέλουμε με τη συμπεριφορά μας να
του επιτρέψουμε να εκφραστεί κι εμείς να τον ακούσουμε με πίστη και προσοχή, να
βρούμε- μέσα από την επαφή- το μίτο, για να τον βοηθήσουμε να μη χαθεί άλλο
στους δαιδαλώδεις λαβυρίνθους της ψυχής του, αλλά, αντιθέτως, να ξαναβρεί το
δρόμο της υγείας και της ανάπτυξης. Και ποιος είναι ο τρόπος ;
Η δημιουργία διαπροσωπικής, ειλικρινούς,
ζεστής και καθόλου επιτιμητικής ή και αξιολογικής σχέσης με τον άλλον, σχέσης,
όπου τον ακούμε και τον κατανοούμε όπως είναι. Όπου, τουλάχιστον, προσπαθούμε
να είμαστε έτσι.
Με την αναφορά του τρόπου
περάσαμε ήδη στο δεύτερο κύριο γνώρισμα του μοντέλου που είναι η επαναστατική θεώρηση της ψυχοθεραπείας ως
διαπροσωπικής σχέσης. Με αυτή του
την ενέργεια ο Rogers τόνισε, επιπλέον, τη σημασία της σχέσης με τον θεραπευτή- σύμβουλο και, ακόμη -στα τελευταία ιδίως
γραπτά του- αποδέχθηκε την κρισιμότητα της ποιοτικής παρουσίας του θεραπευτή και συμβούλου ως προσώπου.
Νομίζουμε πως ήταν πολύ
τολμηρή κουβέντα αυτή του Rogers: η
θεραπεία δεν είναι παρά μια διαπροσωπική σχέση που από την ποιότητά της και
μόνο εξαρτάται το αποτέλεσμα. Τολμηρή κουβέντα σε ιδιαίτερα δυσμενή εποχή.
Εποχή κατά την οποίαν ο κόσμος των ψυχιάτρων μονοπωλούσε στις ΗΠΑ την αρμοδιότητα χειρισμού των θεμάτων ψυχικής
υγείας, εποχή κατά την οποίαν αρκετοί κλάδοι της Ψυχολογίας ήσαν ανύπαρκτοι
λ.χ. η Κλινική Ψυχολογία, η Συμβουλευτική...και προπάντων εποχή κατά την οποίαν
η ίδια η Ψυχολογία, για να μπορέσει να επιβιώσει ως ακαδημαϊκό αντικείμενο δεν
δεχόταν να υιοθετήσει με τίποτε προσεγγίσεις, οι οποίες δεν ήσαν πειραματικές ή
σκληρά μπιχιεβιοριστικές. Και αυτά συνέβαιναν περισσότερο στις Ηνωμένες
Πολιτείες. Στην Ευρώπη κυριαρχούσαν, τον ίδιο καιρό, στην Ψυχολογία οι λογικές
της Psychologie Operationnelle του Jean Piaget και
η Ψυχανάλυση του S. Freud και των επιγόνων του.
Μέσα σε
αυτό το αρχικά εχθρικό περιβάλλον εργάστηκε ο Carl Rogers, ως
πανεπιστημιακός και ως ψυχοθεραπευτής, από το 1940 μέχρι το τέλος της ζωής του
(στα 1987). Πώς κατάφερε να επιβληθεί,
να αναδειχθεί σε πρόεδρο της Αμερικάνικης Ψυχολογικής Εταιρείας, να λάβει
τιμητικές διακρίσεις και βραβεία, να γνωρίσει το έργο του παγκόσμια απήχηση και
κυκλοφορία σε εκατοντάδες χιλιάδες αντίτυπα ; Ασφαλώς, νομίζουμε, - ( η άποψή
μας φαίνεται στο βιβλίο μας για τον Rogers,
που μαζί με το νεαρό συνεργάτη κ. Μουλαδούδη, δημοσιεύουμε λίαν προσεχώς)- με
το όπλο της πρωτότυπης, ακριβούς (και όχι μόνον, υπό το πρίσμα της εποχής)
έρευνας κι επιστημονικής εργασίας του ίδιου και των μαθητών του[3],
της αδιάκοπης θεραπευτικής επαφής του με τους πελάτες του, αλλά και της σθεναρής εμμονής του στις αρχές
και στις πεποιθήσεις του, τόσο στις ΗΠΑ, όσο και στην Ευρώπη.
2.0.0. Ελληνική
και Σχεσιοδυναμική ανάγνωση.
Όταν κάποιος εκπαιδευμένος
και αναγνωρισμένος συνεργάτης του «Εργαστηρίου
Σχεσιοδυναμικής Παιδαγωγικής του Πανεπιστημίου Πατρών» δουλεύει με μια
ομάδα ή και ένα άτομο, μένει πιστός στη
ροτζεριανή παρακαταθήκη, αλλά ως «σχεσιοδυναμικός». Δηλαδή, ασκεί την
προσωποκεντρική προσέγγιση, αλλά επεκτείνει και δίνει βάθος στις έννοιες
-κλειδιά που χρησιμοποιεί ή που μέσα τους λειτουργεί.
Μέσα από μια μικρή, δειγματοληπτική μάλλον
περιήγηση σε έννοιες- σημαδούρες, που χαρακτηρίζουν τη Σχεσιοδυναμική,
προσπαθούμε να απαντήσουμε στα ερωτήματα που δημιουργεί ο τίτλος του θέματος.
Αυτές, λοιπόν, τις έννοιες – και πάντα σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες ή
σχετικές στον Rogers- θα προσπαθήσουμε να δούμε
κάτω από το φως της πολιτιστικής μας κληρονομιάς.
Ι. Η μη- κατευθυντικότητα [ The non- directiveness]
Πιστεύουμε πως η μη-κατευθυντικότητα[4]
είναι απαράβατος Νόμος και Χρυσός Κανόνας της Προσωποκεντρικής Σχολής και πως οφείλουμε
να τον ακολουθούμε χωρίς παρεκκλίσεις.
Αλλ’ όμως η τήρηση αυτή αναδύεται μέσα από την όλη στάση και συμπεριφορά
μας και όχι μόνο μέσα από τη στενή και
σχολαστική ανάλυση των λεπτομερειών κάθε
στιγμής της συνεδρίας. Υπογραμμίζουμε την ανάγκη να είναι ο σύμβουλος κατ’
ουσίαν μη-κατευθυντικός και όχι «τύποις».
Η τήρηση των
στάσεων του Rogers αποτελεί για τον
συμβουλευτικό όρο sine qua non, αλλά
…μέσα στο φως της διάκρισης
καταστάσεων και της εμπαθητικής
κατανόησης και αγάπης του άλλου. Υπάρχουν π.χ. περιπτώσεις που είναι πιθανό
να αντιληφθεί ο σύμβουλος, ο οποίος ασφαλώς εμμένει στη μη-κατευθυντική αρχή
και στάση, πως μια αυστηρή ουδετερότητα
θα ήταν «εγκληματική» για την εξελικτική φάση που βρίσκεται ο συμβουλευόμενος.
Και πως, αντιθέτως, μια διακριτική κι έμμεση παρώθησή του (εκ μέρους του
συμβούλου) στο να μη διστάζει άλλο πια, αλλά να αδράξει (ο συμβουλευόμενος) με
θάρρος και πίστη τη φλόγα- που μόλις ανακάλυψε μέσα του (χάρη στη συμβουλευτική
ή ψυχοθεραπεία)- της προσωπικής του ύπαρξης και ροής, θα αποδεικνυόταν μέσα στο
χρόνο παρώθηση επαναφοράς και αποκατάστασης του προσώπου και διόλου
αλλοτριωτική παρέμβαση.
Το πρόβλημα που
εδώ τίθεται είναι πώς θα καταφέρει να διακρίνει
κάθε φορά αν μια τέτοια συμπεριφορά τη ζητεί πράγματι το συμφέρον της
προσωπικής ανάπτυξης του συμβουλευόμενου και πως η εκ μέρους του (του
συμβούλου) επιλογή δεν αποτελεί εκλογίκευση δικών του και μόνο τάσεων ή
πεποιθήσεων ; Υπάρχει άλλος τρόπος από μια «εποπτεία» που επιβεβαιώνει την
προωθημένη αυτογνωσία και congruence του
συμβούλου και από την επιστημονική παρατήρηση και αξιολόγηση της δουλειάς του;
ΙΙ. Η Σχέση. [The relationship]
Αυτή η έννοια και
πραγματικότητα έγινε ο θεμέλιος λίθος της Σχεσιοδυναμικής
Θεωρίας και, ως εκ τούτου, φυσικό νομίζουμε είναι να έχει αποκτήσει ειδικό
βάρος και πιο συγκεκριμένο περιεχόμενο, σαφέστερο από αυτό που έχει στον Rogers.
Πρόσωπο και Σχέση
Η «σχέση», έννοια περί την
οποίαν στρέφεται η συμβουλευτική και παιδαγωγική μας εργασία, δεν ταυτίζεται με
αυτό που από τους Γερμανούς ανθρωπολόγους επικράτησε να αποκαλείται «συνάντηση»
και
οπωσδήποτε δεν εμπεριέχεται στην «επικοινωνία», αλλά ισχύει το αντίστροφο.
Δηλώνει κατ’ αρχήν, την από κοινού με τον άλλον κατοχή, καλύτερα το
μοίρασμα ενός «τόπου» γνώσης
βαθιάς και συναισθητικής αλληλοπεριχώρησης και ο οποίος, ασφαλώς, λειτουργεί ως πλαίσιο
αναφοράς. Ο «τόπος» αυτός, σε
συναισθηματικο-νοητικό επίπεδο είναι, για όσους μοιράζονται τη «σχέση», έδρα
κοινών- ή πολύ συγγενών- αναφορών και εκφράζει το «σημασιολογικό πλαίσιο
αναφοράς», που χωρίς την ανάπτυξή του δεν είναι δυνατή και η ανάπτυξη της
σχέσης.
Το περιεχόμενο του τόπου: Σε
συναισθηματικο-διανοητικό επίπεδο είναι
«τόπος» πολλών και αλληλοπλεκόμενων αναφορών, αναγνώσιμος,
αποκωδικοποιήσιμος και ερμηνεύσιμος από τους εν σχέσει, κατά τρόπο όχι ασφαλώς
ταυτόσημο αλλά σχετικό, συγγενή. Αυτός ο «τόπος» παραμένει «παρών» και
«ζωντανός», δυναμικός και παρεμβαίνων στην επικοινωνία των εμπλεκόμενων ατόμων.
Το σχεσιακό πλαίσιο αναφοράς, που στα πρώτα στάδια της διαπροσωπικής
επικοινωνίας είναι φυσικό να διερευνάται διαρκώς και να αποκωδικοποιείται, τώρα
επεκτείνεται από μόνο του, συνεχώς και περισσότερο και συμβάλλει στην ανάπτυξη
και εμβάθυνσή της.
Είμαστε σε σχέση με τον συμβουλευόμενο,
σημαίνει πως μοιραζόμαστε κοινό ψυχοπνευματικό χώρο, τον «τόπο»- όπου δρουν
οι εν σχέσει δυναμικές, ανάμεσα στον
σύμβουλο και συμβουλευόμενο- και δεν έχουμε απλώς δημιουργήσει ένα καλό κλίμα,
προκειμένου να κάνει ο συμβουλευόμενος σε αυτό ό,τι εμείς προσδοκάμε .
Επειδή,
λοιπόν δεν τον γνωρίζουμε ως ιδιαίτερο πρόσωπο, ίσως και δεν αποδεχόμαστε εκείνον που έρχεται να ζητήσει
τη βοήθειά μας, δεν καταφεύγουμε σε προκατασκευασμένα γνωστικά ή (και)
ιδεολογικά σχήματα για να προβούμε σε διάγνωση συγκριτικά, και ερχόμαστε σε
σχέση μαζί του. Πιστεύουμε πως δεν ξέρουμε αυτό που αληθινά συμβαίνει στο
συγκεκριμένο πρόσωπο και το κρυμμένο πρόβλημά του, ( «ετεήι ουδέν ίδμεν, εν
βυθώι γαρ η αλήθεια» θα έλεγε ο Δημόκριτος[5],
και, γ’ αυτό, χρειάζεται να έλθουμε σε σχέση
σπουδής (και ζωής;) μαζί του, προκειμένου να αντιληφθούμε το πώς και το
γιατί των τάσεων και πράξεών του.
Δηλαδή, ενώ, στη Σχεσιοδυναμική η δημιουργία της σχέσης
είναι περισσότερο αυτοσκοπός, χρησιμοποιείται και σ’ αυτήν- όπως και στον Rogers- η σχέση και ως γέφυρα, ως μέσο για κάτι. Πιστεύουμε πως δεν γνωρίζουμε πώς να
βοηθήσουμε τον άλλον όταν δεν είμαστε (εμείς οι σύμβουλοι, στην συγκεκριμένη
περίπτωση) σε σχέση με αυτόν τον
συγκεκριμένο. Από την εποχή ήδη του Pestalozzi
και άλλων φωτισμένων παιδαγωγών ή φιλοσόφων, είχε επισημανθεί η σημασία της
διανθρώπινης και ιδιαίτερα της παιδαγωγικής σχέσης.
Σύμφωνα
με τα προηγούμενα, ο σύμβουλος ή ο παιδαγωγός, έρχεται σε σχέση και σύνδεση με
το κάθε τι, προκειμένου να νιώσει την κατάστασή του και αντιληφθεί το μορφωτικό
ή συμβουλευτικό αίτημα του άλλου. Δεν παρεμβαίνει, αλλά εμπιστεύεται στον ίδιο
τη δημιουργία του δικού του σχεδίου εργασίας και προόδου. Ή, εφόσον ο
συμβουλευόμενος δεν είναι ακόμη ώριμος ή ικανός γι’ αυτό, είτε τον περιμένει
είτε τον προκαλεί (η μεταξύ τους
σχεσιο-δυναμική θα αποφασίσει). Τον διευκολύνει και ασκεί εποπτεία, εφόσον
πράγματι τη χρειάζεται και την επιθυμεί, στην οργάνωση και εφαρμογή του
μαθησιακού ή αναπτυξιακού του σχεδίου.
Πιο συγκεκριμένα, έρχομαι σε
σχέση, κατά τη σχεσιοδυναμική διαδικασία, σημαίνει πως προσεγγίζω τον
ενδιαφερόμενο σε ευκαιρίες που παρέχουν δυνατότητες μιας κάποιας
αυτο-αποκάλυψης και γνωριμίας. Προχωράμε μέχρι εκεί που είναι δυνατό και για
τους δυο μας, προχωράμε οι σύμβουλοι απαλά, μη παρεμβατικά ή εκφοβιστικά και
σιγά-σιγά. Επιδιώκομε, δηλαδή, να νιώσει ο συμβουλευόμενος, χάρη στην
προ-θεραπευτική του εμπειρία, πως ο σύμβουλος διάκειται θετικά απέναντί του
και, επομένως, πως μπορεί να τον εμπιστευθεί ως ειδικό και ως πρόσωπο και να
αντιληφθεί τη σχέση του ζεστή, σε ανθρώπινο επίπεδο, και υποστηρικτική.
Κατά την προσεγγιστική μας
κίνηση προσέχουμε να μην χάσουμε ή αποβάλουμε τα δικά μας (ταυτότητα , ρόλους).
Αλίμονο αν συμβεί. Όμως, αφού αποκτήσουμε τις αναγκαίες γνώσεις σε υψηλό και
απαιτητικό επίπεδο μέσα από τις σπουδές μας, πρέπει ψυχολογικά να
«ταξιδέψουμε», να φύγουμε από τα στοιχεία μας αυτά. Πρέπει να μπορούμε να
απόσχουμε – προς καιρόν- από τους πιθανούς γνωστικούς μας εγκλωβισμούς και να
δώσουμε προτεραιότητα στην εμπειρία, στη δική μας εμπειρία και αίσθηση της
πραγματικότητας. Και τότε, ίσως, να είμαστε έτοιμοι «ξένον τόκον ιδόντες
ξενωθώμεν του κόσμου», ξενωθώμεν εαυτού (χωρίς να τον προδώσουμε) και των
ατομικών μας προκατασκευασμένων αντιλήψεων και στάσεων και «εξέλθωμεν εις
συνάντησιν αυτού», σε «συνάντηση» του άλλου, του συγκεκριμένου, αλλά και σε
«συνάντηση» του καινούργιου, του διαφορετικού, που, από τη φύση του, μπορεί να
αποδειχτεί διαταρακτικό γεγονός για μας. Να προσεγγίσουμε τον συμβουλευόμενο,
να τον αφουκρασθούμε να τον γνωρίσουμε σε διαπροσωπική ευκαιρία (ως
πρόσωπο-θεραπευτής, ως πρόσωπο-θεραπευόμενος), χωρίς να εγκλωβιζόμαστε στους ρόλους μας και στα πρίσματα θεώρησης
που επιβάλλονται από αυτούς, χωρίς να παρασυρόμαστε από το εκ των πραγμάτων
ανώτερο status μας και την συνακόλουθη πολλάκις κριτική συμπεριφορά
και στάση ή την πιθανή αντίληψη του θεραπευόμενου ή συμβουλευόμενου γι’ αυτήν.
Αφού περάσουμε κάποια φάση αμοιβαίου συγκρατημού έρχεται κάποτε η στιγμή όπου
και οι δυο «αφηνόμαστε» (για κάποιο διάστημα) να κολυμπήσουμε στον ποταμό της
σχέσης…
Στηρίζονται πολλά στη
δημιουργία μιας καλής σχέσης. Και η επιτυχημένη ενεργοποίηση των θεραπευτικών
στάσεων του Rogers εγγυάται το αποτέλεσμα.
Μόνον που, επιπλέον, η Σχεσιοδυναμική
επισημαίνει τον κίνδυνο κάθε «καλή» σχέση να μην είναι πάντοτε και υγιής,
ευεργετική, αποδοτική στο είδος της. Φωτίζει δηλαδή τις ροτζεριανές
θεραπευτικές στάσεις με ψυχαναλυτικό, κυρίως, φως ώστε – σε εκπαιδευτικό
περισσότερο πλαίσιο, π.χ. στην εποπτεία- ο κίνδυνος μη-γνησιότητας της σχέσης
να καταδειχθεί. Και αυτό γίνεται διακριτικά, με πολλή λεπτότητα και χωρίς να
φύγουμε καν από τον διευκολυντικό μας ρόλο (θα λέγαμε σχηματικά το ρόλο του
«δεύτερου βιολιού» που επιλέξαμε να ασκούμε).
Μια
τέτοια βαθυψυχολογική κάθαρση και ψυχοπνευματική στήριξη του συμβούλου,
πιστεύουμε, πως χρειάζεται, εφόσον η σχεσιοδυναμική θεώρηση των
πραγμάτων, έχει αρνηθεί την χρήση πολλών «κατά συνθήκη» μέτρων που
χρησιμοποιούνται σε αρκετές ψυχοθεραπευτικές σχολές. Η θεραπευτική σχέση,
χτίζεται κατ’ αρχήν εδώ μέσα από την απροκατάληπτη και με γνησιότητα παρουσίας
κίνηση του εκπαιδευτή (συμβούλου ή θεραπευτή) για ολόπλευρη επαφή και ακριβή
αίσθηση της εκλυόμενης ενέργειας και της προκαλούμενης αντιστοίχως δυναμικής
στην υπάρχουσα σχεσιακή πραγματικότητα. Ας μας επιτραπεί, στο σημείο αυτό, μια
μικρή παρένθεση, προκειμένου να γίνει σαφέστερο το β΄σκέλος της λέξης
«Σχεσιο-δυναμική»: Θυμίζουμε πως κατεξοχήν η Σχεσιοδυναμική, επαφίεται και χρησιμοποιεί την εκλυόμενη στη
σχέση δυναμική ενέργεια. Η «δυναμική των ρευστών» θα λέγαμε πως αρκετά την
εικονίζει. Δεν υπάρχουν στη
συμβουλευτική και παιδαγωγική σχέση απόλυτης ισχύος νόμοι και συγκεκριμένοι, εκ
των προτέρων καθορισμένοι και άκαμπτοι (rigid) κανόνες, αλλά μόνο πηγαία προκύπτοντες ή
προβαλλόμενοι, μέσα από τη δυναμική της διαλεκτικής των προσώπων που έχει
αναπτυχθεί, και επιβαλλόμενοι μετά αμοιβαία συμφωνία και των δύο μετεχόντων στη
σχέση… Αντιθέτως, υπάρχουν π ρ ο θ έ σ ε ι ς και α ρ χ έ ς (επιστημονικής
θεωρίας και συμβουλευτικής δεοντολογίας). Να δυο παραδείγματα: Για τις Προθέσεις και σκοπούς: Θέλω ανυστερόβουλα
να τον βοηθήσω να λευτερωθεί, θεραπευτεί και αναπτυχθεί σε αυτόνομο και ώριμο
άτομο, να αποκατασταθεί «σε πρόσωπο που πλήρως λειτουργεί», με επάρκεια και
ψυχική υγεία. Για τις αρχές: Ουσιαστικός σεβασμός του άλλου,
δημοκρατικότητα, ανάπτυξη του προσώπου
και όχι αδιαφανής χειρισμός του (manipulation).
Επανερχόμενοι, μετά την αναγκαία παρένθεση στα προηγούμενα,
τονίζουμε πως η καλή και παραγωγική συμβουλευτική σχέση, στη συνέχεια,
αναπτύσσεται με την αποδοχή της διαφορετικότητάς του άλλου, με την
ειλικρινή και θετική διάθεση «εμπαθητικής»
κατανόησής του- γεγονός που επιτρέπει σε αυτόν την ανάδειξη και έκφραση
των αναπτυξιακών και δημιουργικών του τάσεων και δυνατοτήτων και φέρνει τη
συμφιλίωση με τον εαυτό και την ειρηνική αυτό-αποδοχή του. Από εδώ και πέρα
εκδιπλώνονται αβίαστα οι υπαρξιακές τάσεις ανάπτυξης και ολοκλήρωσής του, συνήθως μέσα από μια
μορφωτική (υπό γενικότερη έννοια) δίψα που, τώρα πλέον, ανταποκρίνεται στις
καθαρά προσωπικές του ανάγκες.
ΙΙΙ. Σχέση προσώπων
[R. of the Persons]
Η συμβουλευτική διαδικασία έχει ως πρωταγωνιστές της δύο πρόσωπα, τον
σύμβουλο και τον συμβουλευόμενο. Η
εξέλιξη της διαδικασίας και η
αποτελεσματικότητά της, όπως γνωρίζουμε, εξαρτάται τα μέγιστα από το ρόλο
του συμβούλου. Και κινητήριος μοχλός του
ρόλου δεν είναι τόσο οι γνώσεις και οι δεξιότητές του συμβούλου– που, ασφαλώς,
διατηρούν τη μεγάλη σπουδαιότητά τους- όσο η απελευθέρωση, η συνοχή, ή
ωριμότητα η αγαπητική διάθεση του ίδιου του συμβούλου ως αναπτυγμένου και
δρώντος προσώπου .
Η έννοια, λοιπόν, του «προσώπου», όπως μας
δόθηκε η ευκαιρία και άλλη φορά να πούμε,
περιλαμβάνει κατ’ αρχήν όσα στοιχεία τού έχουν αποδοθεί από μεγάλους
ψυχολόγους, κυρίως της Ψυχαναλυτικής σχολής, καθώς και από τα φιλοσοφικο-φαινομενολογικά
κινήματα των μέσων του 20ού αιώνα στη Γαλλία. Ιδιαιτέρως περιλαμβάνει τα
χαρακτηριστικά που του αποδίδονται από την Ανθρωπιστική και Φαινομενολογική
Ψυχολογική Σχολή των ΗΠΑ (Maslow, Rogers).
Σκέφτεται, βεβαίως, κανείς
πως και η έννοια του “fully
functioning person”
του C. Rogers δεν
ταυτίζεται απολύτως με αυτό που στην κληρονομιά μας θεωρείται ως «πρόσωπο»,
αλλά κάπως διαφορετικά, και συγκεκριμένα με
την έννοια του «πλήρως λειτουργούντος ατόμου» !
Θα λέγαμε πως εμπειρίες
αιώνων στην Ελλάδα – δεν ξεχνάμε λ.χ., πως η ατομική ύπαρξη, ως έννοια και
πολιτικό δικαίωμα, βιωνόταν ανέκαθεν σ’ αυτό τον τόπο και, πιθανώς, καθ’
υπερβολήν- βοηθούν τον σημερινό Έλληνα που υπηρετεί τις «Επιστήμες του
Ανθρώπου» (“Les Sciences Humaines”)
να αντιλαμβάνεται το «πρόσωπο» ως έκφραση της κοινωνικοποιημένης
μοναδικότητας, της ιδιαίτερης δημιουργίας και συνάμα της ακατάλυτης εσωτερικής
ελευθερίας.
Στη ΣΧΕΣΙΟΔΥΝΑΜΙΚΗ τα «πρόσωπο» αντιμετωπίζεται ως ιδιαίτερη ψυχολογική οντότητα, συμπληρωματική,
όμως μη ταυτιζόμενη με την «προσωπικότητα», εμπεριέχεται δε σ’ αυτήν. Το «πρόσωπο» που, με τη χρήση του
όρου από τους Πατέρες της Εκκλησίας, ταυτίζεται με την «υπόσταση», φανερώνεται
μερικώς μέσα από τις λειτουργίες και εκδηλώσεις του, αλλά δεν ορίζεται από
αυτές. Βρίσκεται κρυμμένο πίσω και πέρα από τις εκδηλώσεις του, ως αυτόνομη
και πυρηνική ψυχολογική οντότητα που
έχει απύθμενο βάθος, και δεν αναλύεται πιο πέρα. Είναι η κινητήρια δύναμη κάθε
δημιουργικής ανάπτυξης, η σφραγίδα της πρωτοτυπίας του ανθρώπου· είναι η
καθάρια και ρωμαλέα πηγή από την οποίαν είναι δυνατόν να αναβλύσει η μέγιστη
κι’ εσωτερική ελευθερία συμπεριφοράς. H
ανάδειξη του «προσώπου» στο κάθε άτομο δεν συνιστά γενικευμένη δυνατότητα, αλλά
δυνητικότητα και πολύ συνδέεται η εμφάνιση και κατίσχυσή του, στα πρώτα χρόνια
της ζωής, από την υποδεκτική και
αποδεκτική συμπεριφορά των ενήλικων προσώπων αναφοράς.
Το «πρόσωπο» το βλέπουμε ως την ψυχολογική και
πνευματική οντότητα, που η ύπαρξή του εξασφαλίζει και τη σωστή λειτουργία αυτού
που o Rogers
ονομάζει person. Βέβαια, oι
μελέτες μας πάνω στον Rogers, μας έχουν πείσει πως
στην θεραπευτική του πράξη θεωρούσε το «πρόσωπο» ως κάτι πολύ πιο πέρα
από το «άτομο». Κατά τις τελευταίες δεκαετίες της ζωής του φαίνεται να δέχεται
το «πρόσωπο» ως κάτι περισσότερο και από το «πλήρως λειτουργούν άτομο» και να
το συνδέει με την υπερβατική εμπειρία.. Ο Rogers δεν μας άφησε κείμενο που να δείχνει την εκ μέρους
του κατανόηση και αποδοχή αυτής της ελληνικής, θα λέγαμε, έννοιας του προσώπου
(κατά Αριστοτέλη, Πλάτωνα, Πατέρες της Εκκλησίας). Όμως, ο εκ μέρους του
χειρισμός των πελατών του και τα διασωζόμενα ντοκουμέντα δεν μας επιτρέπουν να
θεωρήσουμε πως υπολείπεται. Απλώς, πιστεύουμε, δεν αρέσκεται να αναλύει και
θεωρητικά τις εμπειρίες, παραμένει, θα λέγαμε, ένας «θετικός» επιστήμονας του
θεωρητικού χώρου.
Όταν, λοιπόν, το «πρόσωπο» δυνηθεί να
κυριαρχήσει στη συμπεριφορά της «προσωπικότητας», τότε η τελευταία είναι,
πλέον, σε θέση να περιφρονήσει και αυτό ακόμη το πλαίσιο του στενά ατομικού
συμφέροντος, για χάρη κάποιου νοήματος που ικανοποιεί τις βαθύτερες ανάγκες τού
εντός της «προσώπου», να καταλύσει,
ακόμη αν χρειαστεί, ό,τι εξυπηρετούσε, τον σε τελική ανάλυση, «εγωτικό
κλοιό ασφαλείας», μέσα στον οποίον κινούν την πραγματικότητα της “personality” οι μηχανισμοί αυτοσυντήρησης, όπως, τουλάχιστον
χρησιμοποιούμε την έννοια ίσαμε σήμερα, από την εποχή του Allport.
IV.
Η Αγάπη [Agape, Love]
Όποιος αγαπά με τον τρόπο αυτό δεν εκφράζει, οπωσδήποτε, συναισθήματα
αγάπης, αλλά βρίσκεται σε επαφή και αλληλεγγύη με το όλον, είναι μέσα σε μια
δυναμική και αναγεννημένη κατάσταση σχέσης, ενδιαφέροντος και μοιράσματος με το
κάθε τι, ιδιαιτέρως δε με τους ανθρώπους και ιδιαίτατα με εκείνους που
ανταποκρίνονται στις ανάγκες του υποκειμένου. Όπως έλεγε ο πολύς Buber: «Η αγάπη δεν είναι ένα συναίσθημα…Υπάρχει ανάμεσα
στο Εγώ και το Συ. Όποιος δεν το ξέρει αυτό, και δεν το ξέρει με όλο του το
είναι, δε γνωρίζει την αγάπη, έστω κι αν αποδίδει στην αγάπη τα συναισθήματα
που δοκιμάζει, που συναισθάνεται, που νιώθει και που εκφράζει». Και ακόμη, ο
ίδιος φιλόσοφος του διαλόγου συμπληρώνει τη φράση του με κάτι που μας είναι πιο κοντινό στη Συμβουλευτική: «Μέσα
στην αγάπη ένα Εγώ αναλαμβάνει την
ευθύνη ενός Συ. Σε αυτό βρίσκεται η ισότητα ανάμεσα σ’ εκείνους που αγαπούν…» Και ας μας επιτραπεί
να παραθέσουμε ένα απόσπασμα από το βιβλίο μας Σχεσιοδυναμική Παιδαγωγική του Προσώπου[6], με τη βεβαιότητα πως διευκρινίζεται
σημαντικά αυτός ο δύσκολος όρος. «Όταν ο παιδαγωγός αυτός (ο παιδαγωγός που αγαπά) κοιτάζει τα παιδιά
και τους ανθρώπους, δεν τους κοιτάζει από απέναντι, αλλά όντας σε σχέση μαζί τους,
γι’ αυτό και βλέπει ολικά και μαζί προσωπικά. Βρίσκεται σε άμεση σχέση μαζί
τους· η γνώση του είναι βαφτισμένη στην άμεση και προσωπική εμπειρία, στη
«γεύση», θα λέγαμε· και μόνον κάτι που γίνεται δικό του, που «μεταβολίζεται» σε
συστατικό του, είναι δυνατόν να αναδειχτεί σε σημαντική γνώση για την εξέλιξή
του ως προσώπου. Ζει την αμεσότητα και την καθολικότητα. ‘Όταν μια άμεση σχέση
αποκαθίσταται (απόσπασμα του Buber), κάθε τι
το έμμεσο χάνει την αξία του’. Λάθος και αλήθεια, κακό και καλό, χωρισμός και
ένωση, συνιστούν λιγότερο ριζικές αντιθέσεις και περισσότερο στιγμές του
ουσιαστικού διανθρώπινου δράματος προς την αληθοποίηση, μέσα από τη
συμπληρωματικότητα και τη σχέση…»[7]
Μέσα στην αγάπη όλα αποκτούν καινούργιο νόημα
και η γνώση δεν είναι παρά αποκάλυψη μιας κρυμμένης πτυχής της
σχεσιακής πραγματικότητας που ζω με τον συμβουλευόμενο.
-Η αγάπη, που αναγνωρίζεται περισσότερο ως κατάσταση
νέα, δυναμική, ως προϊόν μιας βαθιάς και πολυμερούς ανανέωσης και αναβάθμισης
του όλου προσώπου, έχει χαρακτήρα ενεργητικό και όχι παθητικό. Είναι
δημιουργία πολυδιάστατη και μπορεί, αν
χρειαστεί, να φανερωθεί ως αυστηρότητα, ως άρνηση, ως συναισθηματική και
πρακτική χειραφέτηση και ανεξαρτησία Κατά τη συμβουλευτική διαδικασία
εκδηλώνεται, εκ πρώτης όψεως, ως συμπάθεια και ενδιαφέρον για τον άλλον. Μπορεί
να μη δημιουργήσει συναισθηματική προσκόλληση, στην περίπτωση που δεν έχει
ακυρωθεί η λειτουργία της «αποστασιακής σχέσης», η οποία, όπως θα πούμε σε
λίγο, χρειάζεται να λειτουργεί παράλληλα για να ρυθμίζει τη δυναμική ισορροπία
στη σχέση. Έτσι, η διαφορετικότητα των ρόλων (συμβούλου και συμβουλευόμενου)
διασώζεται, χωρίς, νομίζουμε να ενισχύονται οι «μεταβιβάσεις», εφόσον
προσέχουμε πολύ ώστε να μη μεταβιβαστούν στη σχέση αυτή δικές μας
συναισθηματικές ανάγκες.
V. Ο
Διάλογος [ The dialogue]
Η αγάπη αποτελεί και την ουσία της «διαλογικής
έκτασης», της διαλογικής κίνησης του όντος προς το Άλλο. Ας αναφερθούμε λοιπόν
στην έννοια του άλλου εργαλείου της Σχεσιοδυναμικής
: του διαλόγου.
Ο διάλογος δεν καλύπτεται, επίσης, από τον όρο
«επικοινωνία». Οι Έλληνες μας έχουν μάθει πως ο διάλογος είναι, επιπλέον, πλοκή
πνευμάτων, πορεία, συνύπαρξη προσωπικοτήτων Και στο σημείο αυτό προσεγγίζουμε
περισσότερο τη σκέψη του Buber, επειδή
τον αισθανόμαστε πιο κοντά στους δικούς μας Πλάτωνα και Προσωκρατικούς.
Ο διάλογος συνιστά μια ψυχολογική και πνευματική
συγχρόνως ενέργεια της προσωπικότητας, (εξόδου από το Εγώ και πορείας προς το
Συ), πολυδιάστατη, ενιαία και συνεχή, προς πρόσωπα, αντικείμενα, ιδέες,
γεγονότα. Οι στόχοι της κίνησης υπηρετούν χωροχρονικά και ποιοτικά είτε την μεταβολή είτε την
σταθερότητα και, επιδιώκοντας την εξισορρόπηση ή συμπλήρωση των αντιθέτων,
κατορθώνουν την πρόοδο. Η διαλογική κίνηση του όντος αποτελεί
οντολογική κατηγορία του ανθρώπου και απεργάζεται την αληθοποίησή του, εφόσον
αποτελεί λειτουργία αποκατάστασης της αρμονίας, μέσα από την τελική συμφωνία
της διαλεκτικής των αντιθέτων, όπως θα έλεγε και ο Ηράκλειτος[8]
Ο διάλογος προϋποθέτει την
εξόδιο και εισόδιο κίνηση της ψυχής σε τρεις φάσεις: είσοδος στον εαυτό
(αναγνώριση της κατάστασης και εσωτερικός
διάλογος), έξοδος από τον εαυτό και τον εγωκεντρισμό, και επιδίωξη εισόδου
στο πνεύμα του άλλου και συντονισμού
μαζί του. Η πρώτη, ομιλεί για τη μπουμπέρια «ενδοκατοίκηση», η δεύτερη
φωτίζεται από τον «ασκητικό αναχωρητισμό» και, η τρίτη, στηρίζεται στον
ετεροκεντρισμό και σε σχετικές δεξιότητες του συμβούλου.
Ο διάλογος έχει
υπαρξιακές τις πηγές του και ψυχοσωματικά τα ερεθίσματά του. Η δε
διαλογική προθετικότητα και ετοιμότητατου κάθε ανθρώπου συνδέεται με τις
ανάγκες του, αλλά και καλλιεργείται, αναπτύσσεται μέσα σε συγκεκριμένες
συνθήκες και περιστάσεις της ζωής, με τη βοήθεια του ψυχολογικού κλίματος ή και
της αγωγής, μέσα στην οποίαν έζησε και ανατράφηκε το υποκείμενο. Ο διάλογος
τροφοδοτείται από την οργανισμική ανάγκη του υποκειμένου για ανάπτυξη,
ερεθίζετα από τις υφιστάμενες θελκτικές ή προκλητικές διαφορές στο περιβάλλον
του, και οδηγείται από την εσωτερική αντίληψη (που διαθέτει το κάθε πρόσωπο),
της ολότητας, της πληρότητας, της ενότητας, με μια λέξη, της αλήθειας. Αυτή η
ψυχολογική αναζήτηση του «θεωρητικού ειδώλου» αποτελεί πιθανώς το αριστοτελικό «κινούν
ακίνητο» του διαλόγου. Όμως, η εσωτερική κίνηση του υποκειμένου προς την
αλήθεια δεν προϋποθέτει την εξοικείωση
με τον εσωτερικό του κόσμο; Η
γνώση της κατάστασης του εαυτού μας γενικά, αλλά και ειδικά την ώρα που ασκούμε
το συμβουλευτικό έργο, η προσωπική μας «ενδοκατοίκηση»
κατά Buber, αποτελεί βασική προϋπόθεση
μιας ευεργετικής για τον άλλον συμβουλευτικής σχέσης.
Δηλαδή, η διαλογική κίνησή
μας προς τον άλλον, για να είναι γνήσια και προσωπική, χρειάζεται να πηγάζει
από την προσωπική μας ετοιμότητα. Και, αντιλαμβανόμαστε, πως η ετοιμότητα για
διάλογο είναι καρπός της ψυχολογικής ωριμότητας, αλλά και της πνευματικότητας
του όντος. Το κεφαλάρι από το οποίον αναβλύζει η ετεροκεντρική τάση του
προσώπου (είπαμε πως χωρίς αυτήν δεν
έχουμε τον διάλογο που εννοούμε κι επιδιώκουμε) είναι αναμφίβολα η, κατ’
ουσίαν, κατακτημένη κοινωνικότητά του. Η κοινωνικότητα, (που εκφράζει το
αποτέλεσμα της κοινωνικοποίησης του όντος), αποτελεί μόνο το γόνιμο χωράφι της
ετεροκεντρικής τάσης, που ασφαλώς προϋποτίθεται. Όμως, η καρποφορία της
στροφής, ακριβέστερα της «κλίσης», η δυναμική τού χωρίς «αποστέρηση» λυγίσματος
προς τον άλλον, απαιτούν μια βαθύτερη ψυχολογική και πνευματική διεργασία. Σε
όλο αυτό το ψυχο-πνευματικό οικοδόμημα στηρίζεται, νομίζουμε, ο διάλογος στο
συμβουλευτικό έργο, τελικά, έργο αγάπης στον άνθρωπο. Και μόνον γι’ αυτό δεν θα
μπορούσε να είναι εύκολη υπόθεση η άσκησή του.
Αυτά τα ελάχιστα ερανίσματα,
είναι νομίζουμε ικανά να δείξουν πόσο συναντήθηκε η σχετική με το διάλογο αρχαιοελληνική πνευματική κληρονομιά με το
λόγο του Buber και με την αποδοχή του διαφορετικού, κατά τη
ροτζεριανή θεωρία, ειδικά δε με την EMPATHY !
VΙ. Η
«Παρουσία» του Συμβουλευτικού.[ The
presence]
Στην προσωποκεντρική
ψυχοθεραπεία, γινόταν από την αρχή παραδεκτό, πως δεν είναι οι τεχνικές που
φέρνουν το θεραπευτικό αποτέλεσμα, αλλά οι στάσεις του θεραπευτή και η
αναπτυσσόμενη δυναμική σχέση θεραπευτή και «πελάτη». Κατά τα τελευταία,
μάλιστα, χρόνια της ζωής του, ο ίδιος ο Rogers, ( 1987) μίλησε και για μια τέταρτη συνθήκη, την παρουσία (presence). Με αυτή του την αποσαφήνιση κάνει δεκτό πως
παρεμβαίνουν στο θεραπευτικό- και, κατ’ επέκταση στο συμβουλευτικό έργο-
στοιχεία και δυνάμεις που συνδέονται με τη γενικότερη ποιοτική κατάσταση της
προσωπικότητας του ψυχοθεραπευτή- συμβούλου.
Με άλλα λόγια έγινε δεκτό πως ιδιότητες του συμβούλου, όπως η ψυχική
ισορροπία, η ωριμότητα, η κοινωνικότητα, η μόρφωση και η γενικότερη καλλιέργεια
και πνευματικότητά του παίζουν πολύ σπουδαίο ρόλο και μπορούν να σταθούν δίπλα
στις τρεις γνωστές θεραπευτικές συνθήκες
και πως , όλες μαζί, συνθέτουν την ποιότητα
της παρουσίας του.
Η ψυχολογική ωριμότητα, η
ισορροπία, καθώς και η όλη καλλιέργεια
και πνευματικότητα του συμβούλου συνθέτουν την παρουσία του. Στοιχείο εύγλωττο και ισχυρό γίνεται τότε η
σιωπή, όταν μάλιστα συνοδεύεται από
την κατακτημένη εσωτερική ησυχία του συμβούλου. «Σοφίη άθαμβος αξίη πάντων», έλεγε πάλι ο Δημόκριτος[9]
-Η «σιωπή» στην συμπεριφορά δεν έχει τόσο να
κάνει με την ποσότητα των λεκτικών μηνυμάτων· είναι «λόγος» μιας άλλης
ποιότητας. Ο συμβουλευτικός ή ο παιδαγωγός που είναι με την έννοια αυτή
«σιωπηλός» κι εσωτερικά «ήσυχος», έχει υψηλή αυτοεκτίμηση, δεν φωνασκεί, δεν
κάνει «θόρυβο» περί και με το άτομό του. Αντιθέτως, ασχολείται με τα ουσιώδη,
είναι ισχυρός και μπορεί να παραβλέπει
κάθε ανταγωνιστική διάθεση, κάθε μέθοδο βασισμένη στην χρήση της επιβολής ή της
βίας ή σε στοιχεία κακής χρήσης της δύναμης. Η σιωπή, όπως εδώ νοείται, συνιστά
την κορυφαία στιγμή κάθε υψηλής κι επιτυχημένης σχέσης !..
VΙΙ Οι «Εμπειρίες θανάτου» και η «Αποστασιακή σχέση». [Death Experiences and Distant Relationship]
Η δυσκολία της ανεύρεσης των ορίων στη
συμβουλευτική σχέση, προπάντων δε στην παιδαγωγική, έθεσε σε επανεξέταση το
θέμα του προσδιορισμού της σχέσης των
δύο εμπλεκομένων προσώπων. Αυτό η Σχεσιοδυναμική το βλέπει ως κενό στην Προσωποκεντρική
Θεωρία. (Το θέμα είναι παρόμοιο με
το πρόβλημα της αξιολόγησης στην εκπαιδευτική εργασία, την οποίον ο Rogers δεν δέχεται σχεδόν καθολοκληρίαν, και
ασπαζόμαστε τους διαφαινόμενους λόγους. Πλην όμως, η αξιολόγηση, αποτελεί
εκπαιδευτική πραγματικότητα και χρειάζεται να πάρουμε θέση απέναντί της). Η
Σχεσιοδυναμική, λοιπόν, θεωρεί πως το πρόβλημα των ορίων στη σχέση αντιμετωπίζει
επιτυχώς η εισαγωγή στον μοντέλο της αποστασιακής
σχέσης, τόσο απαραίτητης στη συμβουλευτική, περισσότερο δε στην παιδαγωγική
εργασία. Είναι πολύ σημαντική και αναγκαία ιδιότητα τόσο στον σύμβουλο, όσο και
στον παιδαγωγό.
Ένα έργο που εμπνέεται και στηρίζεται στην αναπτυσσόμενη σχέση ανάμεσα
στον σύμβουλο και στον συμβουλευόμενο, είναι δύσκολο και κινδυνεύει να
παρεκκλίνει. Ο κυριότερος λόγος πιστεύουμε πως βρίσκεται στο γεγονός πως
απαιτείται ο συγκερασμός δύο αντίθετων καταστάσεων: του «είμαι εν σχέσει» και
ταυτόχρονα του «δεν εμπλέκομαι συναισθηματικά στη σχέση»! Το τελευταίο,
θεραπευτικά είναι όρος sine qua non της αποτελεσματικότητας και ισχύει για κάθε,
νομίζουμε, σχολή.
Κατά
την άσκηση του συμβουλευτικού και παιδαγωγικού μας έργου, είτε με άτομα είτε με
ομάδες, παρατηρήσαμε πως υπάρχει ένας δρόμος για την ισορροπημένη και
παραγωγική έκφραση της θερμής, αποδεκτικής και γνήσιας σχέσης. Αυτός ο δρόμος
περνάει μέσα από το αίσθημα ευθύνης, που χαρακτηρίζει- και το χρειάζεται- το
συμβουλευτικό ρόλο, λέγεται δε «αποστασιακή
σχέση» (distant relation).
Αυτή η κατηγορία σχέσης δεν είναι ψυχρή
ή αποστασιοποιημένη μέσα στα σύννεφα της εξιδανίκευσης και της αφαίρεσης, αλλά
σχέση θετική και ζεστή, πλην όμως, συναισθηματικά αποκολλημένη από τον άλλον. Η
σχέση αυτή δεν είναι εύκολο να
ακολουθηθεί αν ο συμβουλευτικός δεν έχει βιώσει σχεσιακές αποτυχίες, δεν έχει
δοκιμάσει γι’ αυτό πολύ πόνο, «εμπειρίες θανάτου» όπως τις ορίζουμε, χωρίς
βεβαίως οι αποτυχίες να τον έχουνε αποθαρρύνει.
Ξέρουμε όλοι πως πολλοί μεσογειακοί,
ιδιαίτερα, λαοί έχουν τραγουδήσει το θάνατο. Οι Έλληνες, ανέκαθεν, είχαν μια
ιδιαίτερη σχέση με το γεγονός του θανάτου. Πονούσαν, δεν το δέχονταν, αλλά και
συνάμα δεν απέφευγαν την αναγνώριση και αποδοχή του· το υφίσταντο οδυνηρά και
παλικαρίσια, αλλά και το έκαναν τραγούδι, συζητούσαν με τον Χάροντα. Ήξεραν πως
έτσι αντιμετωπιζόταν καλύτερα το ξενικό αυτό γεγονός. Ως φιλοσοφημένοι που ήσαν
ήξεραν το του Δημοκρίτου: «άνθρωποι τον θάνατον φεύγοντες διώκουσιν»[10]
Στα θεμέλια της φιλοσοφίας των αρχαίων έχτισε και ο Χριστιανισμός που προχώρησε και δίδαξε το «δια του θανάτου εις
την ζωήν», τη νίκη κατά του θανάτου.
Ύστερα από αυτά που μας
συντρόφεψαν και διαμόρφωσαν, είναι αναμενόμενο να συναντήσουμε στη Σχεσιοδυναμική την ωριμοποιό «εμπειρία
θανάτου», είναι μπορετό πλέον να προσθέσουμε στο μοντέλο την «αποστασιακή
σχέση», επειδή εξειδικεύει και καλύπτει θεωρητικά την συνύπαρξη της empathy με τη μη-κατευθυντικότητα. Το γεγονός αυτής της
συνύπαρξης μπορεί, μερικές φορές, να μας οδηγήσει στην αναγνώριση του αναγκαίου
μιας «μη-κατευθυντικής οδήγησης» (όπως π.χ. κατά την παραγωγή μαθησιακού έργου
– και όχι μόνον- και ασφαλώς, μέσα σε συγκεκριμένες κάθε φορά συνθήκες).
Οι «εμπειρίες θανάτου», από αρνητικές εμπειρίες, μετατρέπονται σε
θετικές και λειτουργούν ευεργετικά και ωφέλιμα για τον συμβουλευτικό και
ψυχοθεραπευτή. Η ψυχολογικά και
θεραπευτικά ώριμη και ελεύθερη στάση του συμβούλου, η παιδαγωγικότητα της
έκφρασής της (το «φιλάνθρωπο»), η διάρκεια και το βάθος αντοχής της, εξαρτώνται
από την εμπειρική κι επιτυχημένη σύζευξη
των στοιχείων αυτών. Εξαρτώνται πολύ από την προηγούμενη βίωση από τον σύμβουλο εμπειριών πόνου,
εμπειριών αποτυχίας και «θανάτου».
Όμως είναι δύσκολο να
επιτύχει η σωστή κι ευεργετική για τον συμβουλευόμενο- αλλά και για τον
σύμβουλο- εφαρμογή της αποστασιακής σχέσης. Χρειάζεται να ικανοποιεί και τους
δύο, να μην προκαλεί στέρηση και αρνητικά σύνδρομα που, πιθανότατα, θα
εμποδίζουν την ομαλή εξέλιξη της θεραπευτικής- συμβουλευτικής διαδικασίας. Πώς
αυτό θα μπορέσει να γίνει αν δεν χτυπηθεί η προσωπειακή συμπεριφορά μέσα στο
εκπαιδευτικό περιβάλλον και δεν επιτραπούν στον εκπαιδευόμενο
συμβουλευτικό βιωματικές ευκαιρίες αποδοχής ή βίωσης εμπειριών αποτυχίας,
«εμπειριών θανάτου» και τις οποίες, όμως, κατόρθωσε, μέσα από την τραγική τους
βίωση, να υπερβεί ως τραυματικές εμπειρίες ;
Χάρη στην υπέρβασή τους κατόρθωσε σιγά-σιγά να μάθει εμπειρικά την
«αποστασιακή σχέση», η οποία, όπως είπαμε, δεν υπολείπεται από τη γνήσια και
θερμή σχέση σε τίποτε το ωφέλιμο. Αντιθέτως, χάρη σ’ αυτήν ο σύμβουλος
έχει λευτερωθεί από το «πάθος», που υπήρχε στις προηγούμενες
καταστάσεις και τον καθιστούσε σκλάβο τους, ανίκανο να χρησιμοποιήσει τη σχέση
για την ανάπτυξη του συμβουλευόμενου.
3.0.0. ΣΥΜΒΑΛΛΟΥΝ ΤΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ ΣΤΙΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΠΡΟΛΗΨΗΣ ;
Είναι ευκολότερο σε μας,
προκειμένου να απαντήσουμε στο ερώτημα και να κλείσουμε την εισήγησή μας
φανερώνοντας τη σύνδεση του περιεχομένου της με το γενικά θέμα του συνεδρίου,
να χρησιμοποιήσουμε ως παράδειγμα το Σχολείο και την Εκπαιδευτική Πολιτική.
Πιστεύουμε πράγματι πως η σχεσιοδυναμική θεώρηση και λειτουργία του σχολείου συνιστά πρόληψη. Το αντίθετο, το
οποίον και κυριαρχεί, το θεωρούμε εγκληματικό για τα παιδιά και το μέλλον των
κοινωνιών των πολιτών και του Ανθρώπου, πολιτικά δε καθόλου τυχαίο. Δεν μπορούν
ο πολιτικοί μας να μιλούν για την εισαγωγή στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση, ως να
είναι αυτό το μόνο και μείζον θέμα της Εκπαίδευσης ή ως να αποτελεί η
επιδιωκόμενη γενίκευση της εισόδου των μαθητών σε αυτήν και κριτήριο Παιδείας
των νέων ανθρώπων ! Δεν μπορούν οι πολιτικοί μας να θεωρούν ως τεκμήριο
εκσυγχρονισμού του Σχολείου την γενίκευση της χρήσης του Η.Υ., την ώρα που όλοι
παρατηρούμε διάφορα κωμικοτραγικά. Εντελώς παραδειγματικά αναφέρουμε ότι :
-Οι περισσότεροι μαθητές
είναι μπιχιεβιοριστικά προσαρμοσμένοι στο Σχολείο της «εντατικοποίησης» για ευνόητους λόγους και περισσότερο,
εννοείται, οι «καλοί μαθητές». Όσοι μαθητές φοβούνται την αλλοτρίωσή τους
αποστασιοποιούνται συναισθηματικά από το σχολείο, την πραγματικότητά του και
τις αξίες που διακηρύσσει ή εκπροσωπεί. Ευτυχώς, άραγε, γι’ αυτούς και τις κοινωνίες
στις οποίες μεγαλώνουν ;
-«Εάλω» το παιδί και το
σχολείο από την αντιπαιδαγωγική επίθεση του ισχυρού κοινωνικού περιβάλλοντος. Η
βία, η παιδική κι εφηβική εγκληματικότητα αυξάνονται σε όλο τον κόσμο,
ιδιαίτερα στα μεγάλα αστικά κέντρα της Ευρώπης,
μα περισσότερο των ΗΠΑ.
Χρειάζεται να έχει κανείς
μεγάλη διορατικότητα για να συμπεράνει πόσο αντιβαίνει στις ανάγκες του νέου
ανθρώπου και μιας ανθρώπινης κοινωνίας η Πολιτική της Εκπαίδευσης, που
εφαρμόζεται διεθνώς ;
Και για τα καθ’ημάς: Το Σχολείο του Ανθρώπου θα μείνει παθητικό
και αδρανές στην καταστροφή που έρχεται ; Η
Σχεσιοδυναμική κάνει την πρότασή
της.
Η ΠΡΟΤΑΣΗ ΤΗΣ ΣΧΕΣΙΟΔΥΝΑΜΙΚΗΣ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗΣ ΤΟΥ ΠΡΟΣΩΠΟΥ
Το Σχολείο που υπήκει σε
αυτή την αντίληψη- πρόταση ζωής και μόρφωσης
αποτελεί μια ελπιδοφόρα πρόταση, επειδή
στο κέντρο του πολιτικού ενδιαφέροντος βρίσκεται η ολόπλευρη ανάπτυξη
του μαθητή. Σε αυτό, το δυστυχώς φανταστικό Σχολείο, η ευθύνη και οι
πρωτοβουλίες για την μορφωτική ανάπτυξη του μαθητή βρίσκονται σε αυτόν και ο
δάσκαλος παίζει συνειδητά τον «δευτερεύοντα» ρόλο του «παρόντα» ενήλικου και
παιδαγωγού, του «διευκολυντή» της μάθησης και της ανάπτυξης. Τόσο στην
εκπαιδευτική, όσο και στη συμβουλευτική πράξη, ευνοεί την ελεύθερη, αλλά
κυκλική πορεία ανάπτυξης (από την
ελευθερία στην επιλογή περνάει στη γεύση των συνεπειών της), μέσα, βέβαια, σε
κοινωνικό περιβάλλον και κλίμα δημοκρατίας και ισοτιμίας. Όλα αυτά κατεξοχήν
μπορούν να υπηρετηθούν μέσα από τη Σχεσιοδυναμική διότι προωθεί την άμεση
και δυναμική σχέση του καθενός με τα
«μορφωτικά» ερεθίσματα. Πώς ;
Με την
ενεργό συμμετοχή του μαθητή (εμπιστοσύνη) στα του σχολείου. Είναι παράδοξο
αλλά, δυστυχώς, αληθινό πως δεν έχει γίνει στην εκπαιδευτική πράξη δεκτό το ότι
η μάθηση είναι προϊόν επικοινωνίας.
Ότι, δηλαδή, η σχολική τάξη την ώρα της
διδασκαλίας λειτουργεί ως ένα δυναμικό, πολυσυστημικό και συνεχές δίκτυο
επικοινωνίας, με θετικά ή αρνητικά αποτελέσματα, επομένως πως στο δίκτυο αυτό
είναι ορατή η συνεχής ροή μηνυμάτων με τη συνήθη επικοινωνιακή αλληλουχία
(εκπομπή- μεσολάβηση- λήψη- ερμηνεία- συμπεριφορά) και την ανατροφοδοτική της
λειτουργική απαίτηση. Ότι το υποκείμενο, από τη σκοπιά της Σχεσιο-δυναμικής π.χ., είναι ένας ζωντανός και ενεργός
δέκτης, αλλά και, ταυτόχρονα, πομπός μηνυμάτων όχι μόνο προς το δάσκαλο αλλά
και προς τους συμμαθητές, προς το τεχνικό περιβάλλον, προς το φυσικό κ.τ.λ. Ότι
αυτό το ίδιο το υποκείμενο, την ώρα που ακούει το δάσκαλο, βρίσκεται σε
συνειδητή ή μη συνειδητή επαφή με τον εαυτό του και με τα πολυπληθή του
«περιβάλλοντα» (περιβάλλον του ατομικού σύμπαντος-ατομικό, ιστορικό, φυσική και
ψυχική υγεία, κοινωνικοπολιτιστικά χαρακτηριστικά, χαρακτηρολογικό προφίλ,
αξιακό σύμπαν, οικογενειακό, φιλικό και πολλά άλλα), τα οποία αλληλεπιδρούν
μαζί του και επηρεάζουν τη μαθησιακή του δυνατότητα, θετικά ή αρνητικά.
Και, πως επιπλέον, είναι σχέση. Δηλαδή πρόκειται, όπως ήδη
είπαμε, για αλληλοπεριχωρητική ψυχική συνεύρεση των μετεχόντων, για «μοίρασμα»
του ίδιου «χώρου», της «σφαίρας του μεταξύ» από όσους συμμετέχουν. Η σχέση
θεμελιώνεται στο προϋπάρχον βίωμα της διανθρώπινης «κοινωνίας» και ενότητας. Η Σχεσιοδυναμική επιδιώκει πρωτίστως να
φέρει το μαθητή σε δημιουργική σχέση με τον εαυτό του, τα ενδιαφέροντα, τις
ανάγκες, τα προβλήματά του, ώστε στη συνέχεια να αντιληφθεί και συζητήσει ήρεμα
τις μορφωτικές απαιτήσεις της κοινωνίας. Επιδιώκει να μετατραπεί η παρεχόμενη
πληροφορία σε «σημαντική γνώση» (για τον συγκεκριμένο μαθητή), και σε
«ικανότητά» του. Στην περίπτωση αυτή, η μόρφωση επηρεάζει ουσιαστικά την
προσωπικότητα και βαθιά (νοοτροπία, στάσεις).
Από τη διαλεκτική και των δύο (ατομικών
και κοινωνικών αναγκών και δυνατοτήτων) υφαίνονται τα Αναλυτικά Προγράμματα και
οι μέθοδοι εργασίας στο σχολείο.
[1] Αρκετοί συγγραφείς θίγουν αυτές τις ιδιαίτερες όψεις της
ψυχολογίας του Έλληνα. Εντελώς δειγματοληπτικά αναφέρουμε τον Ν. Σβορώνο (Επισκόπηση της Νεοελληνικής Ιστορίας και
στα Προλεγόμενα της Νεοελληνικής έκδοσης), τον Απ. Βακαλόπουλο (Ο χαρακτήρας των Ελλήνων), τον Γ.
Θεοτοκά ( Πνευματική πορεία/Εθνική
συνείδηση ).
[2] Στον Οικονομικό
του Ξενοφώντος, χωρίο 17,15 αναφέρεται:
«Τέλος, η συζήτηση (του Σωκράτη)
με τον Ισχόμαχο δεν είναι μόνο ένα μάθημα γεωργίας, αλλά ένα ζωντανό
παράδειγμα, σ’ αυτόν τον ειδικό χώρο, της αλήθειας ότι μπορεί κανείς να μην
έχει συνειδητοποιήσει τι γνωρίζει και ότι ο καλύτερος τρόπος διδασκαλίας είναι
να εκμαιεύσει με ερωτήσεις τη γνώση, την οποίαν ο μαθητής κατέχει ήδη, αλλ’
αδυνατεί να διατυπώσει ή να χρησιμοποιήσει». (Βλ. GUTHRIE, W.K. Σωκράτης,
μτφρ.Τ. Νικολαϊδης, Ίδρυμα Εθνικής Τράπεζας, Αθήνα 19912,σ. 32).
[3] Παρατηρούμε, λοιπόν, πως ο Ρ δημιούργησε ένα
μη-κατευθυντικό θεραπευτικό πλαίσιο, που
μπόρεσε, ταυτόχρονα, να αποδείξει και τεκμηριώσει την αξία και
αποτελεσματικότητά του με πρωτότυπες έρευνες, ήδη από τις δεκαετίες του ’40 και
του ’50. Αυτός ο συνδυασμός άσκησε αποφασιστική επίδραση στη συνέχεια και
εξέλιξη του έργου. Ενώ δηλαδή, από τη μια μεριά, η μη-κατευθυντικότητα για
μερικούς από τους επικριτές του-που είχαν πολλούς λόγους να φοβηθούν και
αντιδράσουν στην εισαγωγή αυτού του μοντέλου στις Επιστήμες της Συμπεριφοράς-
φάντασε αρχικά ως ευκαιρία αντι-ροτζεριανής πολεμικής, επειδή, κατ’ αυτούς,
παρέπεμπε στο «απροσδιόριστο» και … «μεταφυσικό», άρα στο «αντι- επιστημονικό»,
από την άλλη, η ακριβής, πρωτότυπη και συνεχής αξιολόγηση των αποτελεσμάτων
παρέπεμπε, αντιθέτως, στο «συγκεκριμένο» και «αξιόπιστο επιστημονικά». Αυτή η εξέλιξη συνέβαλε πολύ στην
επιβολή της μη- κατευθυντικότητας.
[4]
Είναι αλήθεια πως στον Rogers των νεανικών του χρόνων άσκησε φοβερή εντύπωση η
υπαρξιακή, πράγματι, «συνάντησή» του με την ανατολική κουλτούρα και σκέψη.
(Π.χ., είναι βέβαιο πως στην
μη-κατευθυντικότητά του υπάρχουν επιδράσεις της σκέψης του Lao-Tse και του μη συμβιβασμένου με το
δυτικό μοντέλο ζωής, του Kierkegaard.και του διαλογικού
Buber). Σκεφτόμαστε
συχνά πως εάν δεν ήταν o Rogers
κάπως «ανατολίτης», (ακριβέστερα, αν δεν είχε αφομοιώσει και εντάξει στο σύστημά του αξίες από τα
«απελευθερωτικά»-ανθρωπιστικά στοιχεία του παγκόσμιου πολιτισμού, μα ιδιαιτέρως
της Ανατολής) ίσως οι Έλληνες ψυχολόγοι να μη νιώθαμε τη συγγένεια μαζί του που
νιώθουμε. Μήπως άραγε το «ανατολικό» στοιχείο που υπάρχει και στους δυο είναι
εκείνο που αναγνωρίζεται ως συγγενές, και από τις δυο πλευρές ;
[5] (Fr.117) [ “We know nothing and the
truth is to be found in the depths of
reality”]
[6] (Relational Dynamics Education of the Person)
[7] Και
τα τρία αποσπάσματα βλ. ΚΟΣΜΟΠΟΥΛΟΣ,Α.,Σχεσιοδυναμική
Παιγαγωγική του Προσώπου, έκδ. Γρηγόρη, Αθήνα 2000,σ.121.
[8] D-K12, 10, 51.
[9] (Fr. 216). [“Wisdom accompanied by spirituall calm is
worth more than everything else”].
[10] (Fr. 203). [ “By trying to avoid
Death, men pursue it”]
πηγή: ΣΧΕΣΙΟΔΥΝΑΜΙΚΗ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ - ( http://www.avkosmopoulos.gr)