ΕΤΙΚΕΤΕΣ

Η ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΜΙΑΣ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ

















                Bruno Snell

Προλογικά

Η  επιστήμη, η θρησκεία  και η τέχνη  είναι τρεις  αυτόνομοι τρόποι αντίληψης  του κόσμου και της πραγματικότητας. Είναι  παγκοίνως  αποδεκτό  ότι  ο επιστημονικός  λόγος  είναι αυτόχθων μόνο  στην Ελλάδα, είναι αποκλειστικά ελληνική δημιουργία  και σύλληψη. Επίσης, η διεθνή  επιστημονική  κοινότητα  ομολογεί  ότι  οι επιμέρους επιστήμες  δημιουργούν νέες  λέξεις  και αναπλάθουν  νέους λεκτικούς  όρους που επιτελούν τη λειτουργία  των επιμέρους αντικειμένων  τους  σχηματίζοντάς  τες  με βάση την αρχαία  ελληνική γλώσσα.


Οι προσωκρατικοί  φιλόσοφοι  ήταν αυτοί  που συνέλαβαν  τους πρώτους  επιστημονικούς  όρους εγκαινιάζοντας  τις απαρχές  της επιστήμης. Συγκεκριμένα, η έννοια του "απείρου" του Αναξίμανδρου  αποτέλεσε τον πρώτο συγκροτημένο  φιλοσοφικό  επιστημονικό όρο  στην ιστορία  της επιστήμης. Πώς  επιτεύχθηκε  η μετάβαση  από  το προεπιστημονικό  στο επιστημονικό πεδίο; Με  τρεις  μεθοδολογικές  χρήσεις  όρων και λέξεων  από το πεδίο  της συγκεκριμένης σκέψης στο πεδίο  της αφηρημένης. Στην ουσία  μιλάμε  για παραγωγή  τριών  ειδών αφηρημένης  ουσιαστικοποίησης εννοιών. Το πρώτο  είδος  μετατροπής, η παραγωγή  επιθέτων μετά από ουσιαστικοποίηση (το επίθετο "άπειρο" ουσιαστικοποιήθηκε  αναγραφόμενο  με άρθρο, το άπειρο). Το δεύτερο, λέξεις  της  ελληνικής ή  εκφράσεις  μετέβαλαν τον χαρακτηρισμό ενός  οργάνου σε  χαρακτηρισμό  της λειτουργίας  του. Το τρίτο, μετατροπή  κύριων ονομάτων, θεών ή δαιμόνων, σε  αφηρημένα  ουσιαστικά. 

Έτσι, με βάση την πρώτη μετατροπή, με την ουσιαστικοποίηση  επιθέτων, όλοι οι μετέπειτα φιλόσοφοι  μετέρχονται  τέτοιου είδους αφηρημένα  ουσιαστικά και αποτέλεσαν την κορωνίδα  του επιστημονικού λόγου (π.χ   Πλάτων: "το αγαθόν"). 

Αυτή  η  σύλληψη  της  αφαιρετικής  χρήσης  εννοιών (επιθέτων και ουσιαστικών) πέρα  από το ότι γέννησε  τον επιστημονικό λόγο, συντέλεσε  σε  μια ακόμα  καθοριστική  μεταβολή  του τρόπου  που αναπτύσσεται  η ελληνική γλώσσα και  συνακόλουθα  όλες  οι υπόλοιπες που  αντλούν  στοιχεία  από τις  δομές της ελληνικής. 'Όπου  αναπτύσσεται  ο επιστημονικός λόγος μεταβάλλεται  η δομή  της γλώσσας, επειδή  δημιουργούνται νέες λέξεις και αλλάζουν σημασία  οι αρχαιότερες, ενώ ταυτόχρονα  τροποποιείται  η σύνταξη.



      από το ομώνυμο κεφάλαιο του έργου  του Bruno Snell
                 «ΟΙ ΑΡΧΑΙΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΙ ΕΜΕΙΣ»:
Ἡ ἐ­πι­στή­μη εἶ­ναι ἕ­νας ἰ­δι­αί­τε­ρος τρό­πος ἀν­τί­λη­ψης το­ῦ κό­σμου· ἄλ­λοι τρό­ποι εἶ­ναι, γιά πα­ρά­δειγ­μα, ἡ θρη­σκεί­α ἤ ἡ τέ­χνη. Ὡς ἐκ τού­του, ἡ ἐ­πι­στή­μη εἶ­ναι μιά μο­νο­με­ρής ἑρ­μη­νεί­α τοῦ κό­σμου. Ἀ­πο­κλεί­ει συ­νει­δη­τά τίς ἄλ­λες ἑρ­μη­νεῖ­ες κι αὐ­τό κα­θι­στᾶ τή μο­νο­μέ­ρειά της ἀ­κό­μα πιό τρο­μα­κτι­κή. Κα­τά συ­νέ­πεια καί ἡ ἐ­πι­στη­μο­νι­κή γλώσ­σα εἶ­ναι μιά μο­νο­με­ρής γλώσ­σα πού ἀ­γνο­εῖ ἤ ἐ­κτο­πί­ζει συγ­κε­κρι­μέ­νες γλωσ­σι­κές δο­μές ἐ­νῶ ἄλ­λες τίς εὐ­νο­εῖ.
Ἡ εὐ­ρω­πα­ϊ­κή ἐ­πι­στή­μη ἀ­νά­γε­ται στούς ἀρ­χαί­ους Ἕλ­λη­νες. Καί στήν ἀρ­χαί­α ἑλ­λη­νι­κή γλώσ­σα μπο­ροῦ­με νά δοῦ­με τί συμ­βαί­νει στή γλώσ­σα, ὅ­ταν ἀρ­χί­ζει νά δη­μι­ουρ­γεῖ­ται ὁ «ἐ­πι­στη­μο­νι­κός» λό­γος. Ὁ ἐ­πι­στη­μο­νι­κός λό­γος εἶ­ναι αὐ­τό­χθων μό­νο στήν ἀρ­χαί­α Ἑλ­λά­δα – ὅ­που ἀλ­λοῦ ἐμ­φα­νί­ζε­ται ἀρ­γό­τε­ρα, δα­νεί­ζε­ται ὅ­ρους ἀ­πό τά ἀρ­χαῖ­α ἑλ­λη­νι­κά, τούς με­τα­φρά­ζει καί δι­ευ­ρύ­νει τή ση­μα­σί­α τους.

Ὅ­ταν μι­λᾶ­με γιά ἐ­πι­στη­μο­νι­κή γλώσ­σα, ἐν­νο­οῦ­με κα­τ’ ἀρ­χάς τήν ὁ­ρο­λο­γί­α. Οἱ νέ­ες εἰ­δι­κό­τη­τες πού συ­νε­χῶς ἐμ­φα­νί­ζον­ται χρη­σι­μο­ποι­οῦν νέ­ες λέ­ξεις, οἱ ὁ­ποῖ­ες κα­τά με­γά­λο μέ­ρος σχη­μα­τί­ζον­ται ἀ­πό τά ἀρ­χαῖ­α ἑλ­λη­νι­κά – ἤ ἀ­πό τά λα­τι­νι­κά, πού καί αὐ­τά ὀ­φεί­λουν πολ­λά στά ἀρ­χαῖ­α ἑλ­λη­νι­κά. Αὐ­τές οἱ λέ­ξεις δη­μι­ουρ­γοῦν­ται συ­νει­δη­τά, μί­α – μί­α, ἀ­πό με­μο­νω­μέ­νους ἐ­ρευ­νη­τές καί τό πα­ρά­δο­ξο εἶ­ναι ὅ­τι ἡ πλη­θώ­ρα αὐ­τή τῶν ἐ­πι­στη­μο­νι­κῶν ὅ­ρων δέν ἀ­νή­κει σέ κα­μί­α ζων­τα­νή γλώσ­σα. Πα­ρό­λα αὐ­τά, ὅ­μως, εἰσ­δύ­ουν σέ κά­θε γλώσ­σα, ἐ­φό­σον στή γλώσ­σα αὐ­τή σκε­φτό­μα­στε καί μι­λᾶ­με (ἤ γρά­φου­με) μέ τούς ὅ­ρους τῆς ἐ­πι­στή­μης. Οἱ λέ­ξεις αὐ­τές συγ­κρό­τη­σαν ἕ­να δι­ε­θνές γλωσ­σι­κό ἰ­δί­ω­μα, τό ὁ­ποῖ­ο αὐ­τό κα­θαυ­τό κα­νείς δέν τό κα­τα­λα­βαί­νει, οὔ­τε οἵ εἰ­δι­κοί – ἐ­πει­δή ὡς ἐ­πί τό πλεῖ­στον δέν ξέ­ρουν ἀρ­χαῖ­α ἕλ­λη­νι­κα – οὔ­τε οἱ φι­λό­λο­γοι – ἐ­φό­σον δέν γνω­ρί­ζουν τό ἀν­τι­κεί­με­νο στό ὁ­ποῖ­ο οἱ ὅροι αὐ­τοί ἀ­να­φέ­ρον­ται. Πα­ρό­λα αὐ­τά, στό ἰ­δί­ω­μα αὐ­τό μπο­ρεῖ νά συ­νεν­νο­η­θεῖ κα­νείς ἐ­ξαι­ρε­τι­κά κα­λά ἀ­νε­ξαρ­τή­τως ἐ­θνι­κό­τη­τας.

Δέν θά ἀ­σχο­λη­θῶ μέ τό πώς οἱ Προ­σω­κρα­τι­κοί φι­λό­σο­φοι, καί μά­λι­στα οἱ Σο­φι­στές, προ­ε­τοί­μα­σαν τό ἔ­δα­φος γιά μιά τέ­τοι­α ὁ­ρο­λο­γί­α ἤ μέ τό πώς ὁ Πλά­τω­νας καί ὁ Ἀ­ρι­στο­τέ­λης τήν προ­ώ­θη­σαν δυ­να­μι­κά. Θά πῶ ὅ­μως ὅ­τι ὁ ἐ­πι­στη­μο­νι­κός λό­γος εἶ­ναι μιά πο­λύ πε­ρι­πε­τει­ώ­δης ἱ­στο­ρί­α πού ξε­κί­να ἀ­πό τούς Ἕλ­λη­νες τῆς ἀρ­χα­ϊ­κῆς πε­ρι­ό­δου.

Ὁ ἀρ­χαι­ό­τε­ρος ἑλ­λη­νι­κός φι­λο­σο­φι­κός καί ἐ­πι­στη­μο­νι­κός ὅ­ρος πού γνω­ρί­ζου­με εἶ­ναι τό ἄ­πει­ρον τοῦ Ἀ­να­ξί­μαν­δρου. Βέ­βαι­α ἤ­δη στόν Ὅ­μη­ρο (Ἰ­λιά­δα II, 446) ὁ Πο­σει­δώ­νας ἀ­να­φέ­ρει ὅ­τι οἱ ἄν­θρω­ποι εἶ­ναι δι­α­σκορ­πι­σμέ­νοι ἐ­π’ ἄ­πει­ρον γαῖ­αν καί στήν Ὀ­δύσ­σεια (δ. 510) δι­α­βά­ζου­με ὅ­τι κά­ποι­ος ἐκ­σφεν­δο­νί­στη­κε, κα­τά πόν­τον ἀ­πεί­ρο­να. Κι αὐ­τό φυ­σι­κά ση­μαί­νει ὅ­τι κα­νείς δέν μπο­ρεῖ νά δεῖ ποῦ τε­λει­ώ­νει ἡ στε­ριά ἤ ἡ θά­λασ­σα· ὅ­τι ὅ­σο φτά­νει τό μά­τι, ὑ­πάρ­χει μό­νο στε­ριά ἤ θά­λασ­σα. Ὁ Ἀ­να­ξί­μαν­δρος ὅ­μως εἶ­ναι ὁ πρῶ­τος φι­λό­σο­φός του ὁ­ποί­ου δι­α­θέ­του­με ἀ­πο­σπά­σμα­τα καί ὁ ὁ­ποῖ­ος μι­λᾶ γιά τό ἄ­πει­ρον καί τό θέ­τει ὡς ἀρ­χή καί βά­ση τοῦ ὄν­τος.

Ἐ­δῶ συμ­βαί­νει κά­τι ἐν­τε­λῶς πα­ρά­δο­ξο. Μιά λέ­ξη πού δέν δη­λώ­νει τί­πο­τα θε­τι­κό ἀλ­λά ἁ­πλῶς δι­α­πι­στώ­νει ὅ­τι δέν ὑ­πάρ­χει ἕ­να τέ­λος ἤ κά­ποι­ο ὅ­ριο, χά­νει τήν ἀρ­χι­κή, οὐ­δέ­τε­ρη ση­μα­σί­α της. Ὁ Ἀ­να­ξί­μαν­δρος κα­ταρ­γεῖ ἀ­να­φαν­δόν καί συ­νει­δη­τά τή λέ­ξη ἀ­πό τό λε­ξι­λό­γιο τοῦ ἀν­θρώ­που ὡς ὑ­πο­κεί­με­νου τῆς γνώ­σης. Οὐ­σι­α­στι­κο­ποι­ών­τας τό ἐ­πί­θε­το, δη­μι­ουρ­γεῖ ἕ­να ἀν­τι­κεί­με­νο τό ὁ­ποῖ­ο δέν ἀ­παν­τᾶ στόν ἐμ­πει­ρι­κό κό­σμο. Τό πιό πα­ρά­λο­γο εἶ­ναι ὅ­τι αὐ­τή ἡ τό­σο τε­χνη­τά κα­τα­σκευ­α­σμέ­νη ἔν­νοι­α δέν εἶ­ναι κα­θό­λου ἀ­σα­φής καί ἀ­κα­θό­ρι­στη ἀλ­λά μπο­ρεῖ νά ὁ­ρι­στεῖ μέ ἀ­κρί­βεια καί χω­ρίς ἀν­τι­φά­σεις. Μπο­ρεῖ μά­λι­στα νά ὑ­πο­κα­τα­στα­θεῖ ἀ­πό ἕ­να μα­θη­μα­τι­κό σύμ­βο­λο, τό ὁ­ρι­ζόν­τιο 8 [].

Τί συ­νέ­βη; Ὁ Ἀ­να­ξί­μαν­δρος ἀν­τι­με­τώ­πι­σε τή γλώσ­σα μ’ ἕ­ναν και­νούρ­γιο τρό­πο, στό ἐ­πί­πε­δό της λέ­ξης. Ἡ λέ­ξηἄ­πει­ρον ὅ­μως ξε­περ­νᾶ ὄν­τως τήν κοι­νή ση­μα­σί­α της και, ἄν τό δοῦ­με αὐ­στη­ρά, δεν θά ἔ­πρε­πε ὁ Ὅ­μη­ρος νά κά­νει λό­γο γιά «ἀ­τέ­λει­ω­τη» θά­λασ­σα ἤ ξη­ρά «δί­χως ὅ­ρια». Ὁ ἴ­διος ὁ Ὅ­μη­ρος ξέ­ρει ὅ­τι πί­σω ἀ­πό τή θά­λασ­σα βρί­σκον­ται ἡ Κρή­τη ἤ ἡ Αἴ­γυ­πτος, ἀ­κό­μα κι ἄν δέν μπο­ρεῖ κα­νείς νά τίς δι­α­κρί­νει. Αὐ­τό πού ὄν­τως «δέν ἔ­χει τέ­λος» (ἄ­πει­ρον) ξε­περ­νᾶ αὐ­τό πού ὁ ἄν­θρω­πος νο­μί­ζει πώς δέν ἔ­χει ὅ­ρια.

Ὁ Ἀ­να­ξί­μαν­δρος δη­μι­ούρ­γη­σε – ἔ­τσι πλη­ρο­φο­ρού­μα­στε – ἀ­πό λέ­ξη τῆς κα­θο­μι­λου­μέ­νης ἤ τῆς ποί­η­σης μιάν ἀ­φη­ρη­μέ­νη ἔν­νοι­α. Τά ἀρ­χαί­α ἑλ­λη­νι­κά τοῦ ἔ­δω­σαν ἕ­να μέ­σο, τή δυ­να­τό­τη­τα, δη­λα­δή, να κα­τα­σκευά­ζει ἀ­φη­ρη­μέ­να οὐ­σι­α­στι­κά χρη­σι­μο­ποι­ών­τας πρίν ἀ­πό το ἐ­πί­θε­το τό ὁ­ρι­στι­κό ἄρ­θρο, π.χ. τό ἄ­πει­ρον. Μέ τόν ἴ­διο τρό­πο και οἱ με­τα­γε­νέ­στε­ροι φι­λό­σο­φοι ἔ­φτια­ξαν καί ἄλ­λα τέ­τοι­α ἀ­φη­ρη­μέ­να οὐ­σι­α­στι­κά, τό ἀ­γα­θόν, κ.λπ. Αὐ­τή εἶ­ναι ἡ ἀρ­χή μιᾶς μή ἐ­λεγ­χό­με­νης ἐ­ξέ­λι­ξης. Φι­λό­σο­φοι καί ἐ­ρευ­νη­τές, γιά νά κα­λύ­ψουν τίς ἀ­νάγ­κες τους δη­μι­ουρ­γοῦν και­νούρ­για ἀν­τι­κεί­με­να, ἀν­τι­κεί­με­να τῆς σκέ­ψης τους. Ἡ ὁ­ρο­λο­γί­α πού δη­μι­ούρ­γη­σαν εἶ­ναι ἀ­ναμ­φί­βο­λα ἡ κο­ρω­νί­δα τοῦ ἐ­πι­στη­μο­νι­κοῦ λό­γου.

Ἀλ­λά προ­τοῦ ἐ­πι­στρέ­φω στό τί συμ­βαί­νει ἐ­δῶ καί στό πώς ἡ γλώσ­σα μπο­ρεῖ νά τό ἐκ­φρά­σει, θά ἤ­θε­λα νά δεί­ξου­με ἕ­να ἀ­κό­μα πα­ρά­δειγ­μα ὅ­τι ἡ γλώσ­σα τῆς ἐ­πι­στή­μης με­τα­πλά­θει τόν φυ­σι­κό λό­γο καί δέν τοῦ πα­ρέ­χει ἁ­πλῶς νέ­ους ὅ­ρους. Ἄν μπο­ροῦ­σε κα­νείς σή­με­ρα νά ρω­τή­σει ἕ­ναν ἀρ­χαῖ­ο Ἕλ­λη­να βο­σκό «Πό­σων χρό­νων εἶ­σαι;», ὁ βο­σκός μᾶλ­λον θά τόν κοί­τα­ζε ἔκ­πλη­κτος, θά ἔ­βγα­ζε ἀ­πό τό που­κά­μι­σό του τό δερ­μά­τι­νο πουγ­κί του, θά τό ἄ­νοι­γε καί θά τοῦ ἔ­λε­γε: «Νά τά χρή­μα­τά μου. Τά ἔ­χω με­τρή­σει, για­τί μπο­ρεῖ νά μοῦ τά κλέ­ψουν. Τά χρό­νια μου ὅ­μως δέν τά ἔ­χω με­τρή­σει, για­τί κα­νείς δέν μπο­ρεῖ νά μοῦ τά πά­ρει». Γι’ αὐ­τον τόν βο­σκό ἡ κα­τα­μέ­τρη­ση δέν ἔ­χει νό­η­μα, ἄν δέν σχε­τί­ζε­ται μέ μιά πρα­κτι­κή ἀ­νάγ­κη, νά ἐ­λέγ­ξει ὅ­σα εἶ­χε ἤ­δη μί­α φο­ρά κα­τα­με­τρή­σει. Ἐ­πι­πλέ­ον καί ἐν σχέ­σει πρός τό γε­γο­νός αὐ­τό, ἡ κα­τα­μέ­τρη­ση συν­δέ­ε­ται μέ ἀν­τι­κεί­με­να πού μπο­ροῦν νά με­τρη­θοῦν. Τό τί ση­μαί­νει αὐ­τό γί­νε­ται σα­φές μό­νον ἀ­πό τά νο­μί­σμα­τα πού με­τρή­θη­καν καί ἀ­πό τήν προ­σω­πι­κή πρά­ξη τῆς κα­τα­μέ­τρη­σης. Στή γλούσ­σα μας, πού ἔ­χει ἤ­δη ἐμ­πο­τι­στεῖ σέ με­γά­λο βαθ­μό ἀ­πό ἐ­πι­στι­μο­νι­κούς ὄ­ο­ους, ἡ κα­τα­μέ­τρη­ση εἶ­ναι κά­τι θε­ω­ρη­τι­κό καί ἀ­φη­ρη­μέ­νο. Δέν εἶ­ναι ὅ­μως ἕ­νας τε­χνη­τά κα­τα­σκευ­α­σμέ­νος ἐ­πι­στη­μο­νι­κός ὅ­ρος. Εἶ­ναι λέ­ξη τῆς κα­θη­με­ρι­νῆς γλώσ­σας, ἡ ὁ­ποί­α ἐν τού­τοις δι­α­κρί­νε­ται ἀ­πό τόν «ἁ­πλοι­κό» λό­γο, πού δέν ἔ­χει ἐ­πη­ρε­α­στεῖ. Μο­λο­νό­τι σή­με­ρα ἔ­χει με­τα­βλη­θεῖ οὐ­σι­α­στι­κά ἡ ση­μα­σί­α τῶν λέ­ξε­ων «με­τρῶ» στήν γλώσ­σα τῆς ἐ­πι­στή­μης καί «κα­τα­με­τρη­τέ­ος», πα­ρό­λα αὐ­τά. εἴ­μα­στε σέ θέ­ση νά τίς κα­τα­νο­ή­σου­με καί γιά τόν λό­γο αὐ­τό ἐ­πέ­λε­ξα ἕ­να τέ­τοι­ο πα­ρά­δειγ­μα. Οἱ λέ­ξεις μπο­ρεῖ ν’ ἄλ­λα­ξαν ση­μα­σί­α· δι­α­τή­ρη­σαν ὅ­μως κά­τι. Ἡ πα­λαι­ό­τε­ρη ση­μα­σί­α ἐ­ξα­κο­λου­θεῖ νά δι­α­φαί­νε­ται πα­ρά τή μο­νο­μέ­ρεια πού ἐ­πέ­βα­λε ὁ ἐ­πι­στη­μο­νι­κός λό­γος.

Τέ­τοι­ες με­τα­βο­λές δέν ὑ­πέ­στη μό­νον ἡ ἔν­νοι­α με­μο­νω­μέ­νων λέ­ξε­ων ἀλ­λά καί ἡ ἐκ­φο­ρά τοῦ λό­γου ἐν συ­νό­λω. Ὁ βο­σκός δέν θά ἔ­λε­γε ἁ­πλῶς: «Λέν ἔ­χω με­τρή­σει τά χρό­νια μου, για­τί κα­νείς δέν μπο­ρεῖ νά μοῦ τά πά­ρει». Θά ἔ­δει­χνε πα­ρα­στα­τι­κά καί δι­ε­ξο­δι­κά τήν ἀν­τί­θε­ση ἀ­νά­με­σα σέ ὅ,τι ἔ­χει ἤ­δη κα­τα­με­τρη­θεῖ καί σέ ὅ,τι εἶ­ναι δυ­να­τόν νά κα­τα­με­τρη­θεῖ. Μέ τήν ἀν­τί­θε­ση αὐ­τή ἔ­γι­νε εὔ­λο­γη ἡ εἰ­κό­να. Αὐ­τοῦ τοῦ εἴ­ο­ους ἡ ἐ­πι­χει­ρη­μα­το­λο­γί­α μᾶς εἶ­ναι οἰ­κεί­α ἀ­πό τήν ἀρ­χα­ϊ­κη λυ­ρι­κή ποί­η­ση. Τό λε­γό­με­νο Priamel ἐ­νι­σχύ­ει ἕ­ναν ἰ­σχυ­ρι­σμό πα­ρα­βάλ­λον­τας τόν μέ ἕ­ναν ἀν­τι-ι­σχυ­ρι­σμό. Ἄν θε­λή­σει κα­νείς νά πεῖ π.χ. πώς ὁ ἔ­ρω­τας εἶ­ναι δυ­να­τή φω­τιά, ἀρ­χί­ζει ἔ­τσι: «Κα­μιά φω­τιά, κα­νέ­να κάρ­βου­νο δέν μπο­ρεῖ νά κά­ψει τό­σο…». Ἀλ­λά γι’ αὐ­τό θά μι­λή­σου­με καί στή συ­νέ­χεια. Πρῶ­τα ὅ­μως ἐ­πεί­γει νά ποῦ­με τό ἑ­ξῆς: ὅ­που ἀ­να­πτύσ­σε­ται ὁ ἐ­πι­στη­μο­νι­κός λό­γος, ἡ δο­μή γλώσ­σας με­τα­βάλ­λε­ται, ὄ­χι μό­νον ἐ­πει­δή δη­μι­ουρ­γοῦν­ται και­νούρ­γι­ες λέ­ξεις ἀλ­λά καί ἐ­πει­δή ἀλ­λά­ζει ἡ ση­μα­σί­α ἀρ­χαι­ό­τε­ρων λέ­ξε­ων καί τρο­πο­ποι­εῖ­ται ἡ σύν­τα­ξη. Ὅ­πως κά­θε γλώσ­σα ἔ­χει ἕ­να σύ­στη­μα καί ὅ­λες οἱ προ­τά­σεις γί­νον­ται κα­τα­νο­η­τές στίς ἀ­μοι­βαῖ­ες σχέ­σεις τους μέ­σα σ’ αὐ­τό τό σύ­στη­μα, ἔ­τσι καί ἡ ἐ­πι­στη­μο­νι­κή γλώσ­σα ἔ­χει τή δι­κή της δο­μή. Ὅ­λοι συμ­φω­νοῦ­με ὅ­τι ἡ ἐ­πι­στη­μο­νι­κή γλώσ­σα εἶ­ναι ἕ­να ἀ­πό τά με­γα­λύ­τε­ρα ἐ­πι­τεύγ­μα­τα τῆς ἀν­θρω­πό­τη­τας καί γι’ αὐ­τό ἄλ­λω­στε ἀ­σχο­λού­μα­στε μα­ζί της. Ἀλ­λά τό ὅ­τι ἔ­πρε­πε νά πλη­ρώ­σου­με ἀ­κρι­βά τό κέρ­δος μας αὐ­τό, εἶ­ναι κά­τι πού θά τό μά­θου­με ἀ­πό τόν ἀρ­χαῖ­ο βο­σκό πρίν τόν ἀ­πο­χω­ρι­στοῦ­με. Ποι­ός δέν πα­ρα­τή­ρη­σε ὅ­τι ὁ λό­γος του εἶ­ναι πιό φυ­σι­κός ἀ­πό τόν δι­κό μας, πού εἶ­ναι τό­σο καλ­λι­ερ­γη­μέ­νος;

Στά δύ­ο πα­ρα­δείγ­μα­τα πού χρη­σι­μο­ποι­ή­σα­με, οἱ λέ­ξεις ἄ­πει­ρον καί «με­τρῶ» ἀ­πο­τέ­λε­σαν ὅ­ρους μί­ας ἐ­πι­στη­μο­νι­κῆς γλώσ­σας, ἀ­πό τή στιγ­μή πού ἡ κα­τα­μέ­τρη­ση καί ἡ ἀ­ρίθ­μη­ση ἀ­πέ­κτη­σαν ση­μα­σί­α γιά μας, ἀ­πό τή στιγ­μή, δη­λα­δή, πού ἀ­πο­μο­νώ­σα­με τίς ἔν­νοι­ες τοῦ α­ριθ­μοῦ καί τοῦ μέ­τρου στή γλώσ­σα ἀ­πο­γυ­μνώ­νον­τάς τες ἀ­πό κά­θε συ­ναι­σθη­μα­τι­κή καί πρα­κτι­κή ἀ­να­φο­ρά. Ἐ­μᾶς, πού εἴ­μα­στε ἐ­ξοι­κει­ω­μέ­νοι μέ τίς φυ­σι­κές ἐ­πι­στῆ­μες, δέν μᾶς ἐκ­πλήσ­σει πού μιά ἐπ­στη­μο­νι­κή γλώσ­σα προ­ε­τοι­μά­ζει τό ἔ­δα­φος γιά τήν κα­θα­ρή ἔν­νοι­α τοῦ ἀ­ριθ­μοῦ. Πα­ρά τό γε­γο­νός ὅ­τι οἱ ἀρ­χαῖ­οι Ἕλ­λη­νες πρῶ­τοι ἔ­φτα­σαν στήν κα­θα­ρή ἔν­νοι­α τοῦ ἀ­ριθ­μοῦ, σέ μᾶς φαί­νε­ται μᾶλ­λον ὅ­τι ὁ Ὅ­μη­ρος καί ὁ βο­σκός χρη­σι­μο­ποι­οῦ­σαν τίς λέ­ξεις ἄ­πει­ρον καί «με­τρῶ» μέ ἀ­σα­φῆ ση­μα­σί­α, κα­θώς δέν ἀ­να­γνω­ρί­ζου­με στίς λέ­ξεις αὐ­τές τήν ἔν­νοι­α πού σή­με­ρα πλέ­ον τούς προσ­δί­δου­με.

Τό ἀ­ξι­ο­ση­μεί­ω­το στήν πε­ρί­πτω­ση αὐ­τή εἶ­ναι ὅ­τι ἡ ἔν­νοι­α τοῦ ἀ­ριθ­μοῦ ὡς δυ­να­τό­τη­τα ὑ­πάρ­χει καί στήν πρω­τό­γο­νη γλώσ­σα. Δέν ὑ­πάρ­χει που­θε­νά ἀλ­λοῦ πα­ρά μό­νο στή γλώσ­σα και, ἀ­κό­μα κι ἄν δέν ἔ­χει ἀ­να­κα­λυ­φθεῖ, μπο­ρεῖ νά ἔρ­θει στό φῶς φυ­σι­κά καί ἀ­βί­α­στα.

Τό ἴ­διο συμ­βαί­νει καί μέ ἄλ­λες ἔν­νοι­ες, ὄ­χι μό­νον τοῦ ἀ­ριθ­μοῦ. Φαί­νε­ται πώς ἔ­χου­με νά κά­νου­με μέ μί­α μα­κρά ἑ­νια­ία ἐ­ξέ­λι­ξη.

Καί στό ση­μα­σι­ο­λο­γι­κό πε­δί­ο τοῦ εἰ­δέ­ναι καί τοῦ γνῶ­ναι, οἱ ἀρ­χαῖ­οι Ἕλ­λη­νες ἀ­πέ­σπα­σαν στα­δια­κά ἀ­πό τίς κα­θη­με­ρι­νές λέ­ξεις ὅ,τι τίς κα­θι­στοῦ­σε χρή­σι­μες καί γό­νι­μες στήν ἐ­πι­στη­μο­νι­κή γλο­όσ­σα καί μά­λι­στα μέ τόν ἴ­διο τε­χνη­τό – καί ὅ­μως τό­σο φυ­σι­κό – τρό­πο.

Ἡ ἀρ­χαί­α ἑλ­λη­νι­κή λέ­ξη εἰ­δέ­ναι ση­μαί­νει οὐ­σι­α­στι­κά «ἔ­χω δεῖ». Πε­ρι­γρά­φει ἐ­πο­μέ­νως μό­νον τό ἀ­πο­τέ­λε­σμα μί­ας συγ­κε­κρι­μέ­νης ἐμ­πει­ρι­κῆς ἀν­τί­λη­ψης – τήν ἥτ­τα, δη­λα­δή, πού ὑ­πέ­στη ἡ ὁ­ποί­α πνευ­μα­τι­κή ἀ­να­φο­ρά ὑ­πάρ­χει στό «βλέ­πω» – καί ἀρ­γό­τε­ρα, τήν κα­θα­ρά νο­η­τι­κή κα­τά­στα­ση τῆς γνώ­σης, ἀ­νε­ξάρ­τη­τα ἀ­πό τόν τρό­πο πού ἀ­πο­κτή­θη­κε. Ὅ­πως θά φα­νεῖ, ἡ γνώ­ση πού ἀ­πο­κτή­θη­κε μέ­σω τῆς ὁ­ρά­σε­ως ἦ­ταν πάν­τα ἕ­να εἶ­δος μον­τέ­λου ἐ­πί τῇ βά­σει τοῦ ὁ­ποί­ου οἱ ἀρ­χαῖ­οι Ἕλ­λη­νες ἔ­τει­ναν νά ἑρ­μη­νεύ­ουν καί τή γνώ­ση πού ἀ­πο­κτή­θη­κε μ’ ἄλ­λους τρό­πους. Στόν Ὅ­μη­ρο (κυ­ρί­ως σ’ αὐ­τόν, ἄν καί ἡ ἀρ­χι­κή ση­μα­σί­α δι­α­τη­ρή­θη­κε καί στούς με­τα­γε­νέ­στε­ρους) τό εἰ­δέ­ναι ση­μαί­νει «κα­τέ­χω». «ξέ­ρω», ὅ­πως τό savoir στά γαλ­λι­κά. Ἤ­δη στόν Ὅ­μη­ρο ἡ λέ­ξη εἶ­χε τό­σο εὐ­ρεί­α ση­μα­σί­α, ὥ­στε κα­τόρ­θω­σε στή συ­νέ­χεια νά κα­λύ­ψει τίς ἀ­νάγ­κες τῆς φι­λο­σο­φί­ας καί τῆς ἐ­πι­στή­μης. Καί ἀ­πο­τε­λεῖ ση­μαν­τι­κό ἐ­πί­τευγ­μα ὅ­τι σέ σχε­τι­κά πρώ­ι­μη ἐ­πο­χή προ­έ­κυ­ψε ἀ­πό τό ρῆ­μα ἤ εἰ­δι­κό­τε­ρη ση­μα­σί­α τῆς πνευ­μα­τι­κῆς/νο­η­τι­κῆς λει­τουρ­γί­ας.

Δι­α­φο­ρε­τι­κά εἶ­ναι τά πράγ­μα­τα μέ τή λέ­ξη γνῶ­ναι. Καί αὐ­τή ἀ­νή­κει ἀρ­χι­κά στή σφαί­ρα τῆς νο­η­τι­κῆς ἀν­τί­λη­ψης ἡ ὁ­ποί­α δι­α­μορ­φώ­θη­κε μέ­σω τῆς δρά­σε­ως· αὐ­τό ἰ­σχύ­ει ἤ­δη ἀ­πό τόν Ὅ­μη­ρο. Μιά συ­χνή (καί προ­φα­νῶς ἡ ἀρ­χι­κή) χρή­ση εἶ­ναι: τόν εἶ­δε καί τόν ἀ­να­γνώ­ρι­σε πώς ἦ­ταν ὁ Δι­ο­μή­δης, ἤ ἀ­κό­μα, πώς ἦ­ταν κά­ποι­ος θε­ός. Ἐ­πί­σης, ἡ Ἀ­ρή­τη ἀ­να­γνώ­ρι­σε τό ροῦ­χο πού ἡ ἴ­δια εἶ­χε φτιά­ξει. Πα­ράλ­λη­λα ὅ­μως ὑ­πάρ­χουν χρή­σεις ὅ­πως: ἀ­να­γνώ­ρι­σε ὅ­τι ἡ κα­τά­στα­ση ἦ­ταν εὐ­νο­ϊ­κή, δύ­σκο­λη, κ.λπ., χω­ρίς ὅ­μως νά ὑ­περ­βαί­νουν ὅ,τι πε­ρί­που μπο­ρεῖ νά ση­μαί­νει ἡ λέ­ξη sehen στά γερ­μα­νι­κά, π.χ. εἶ­δε πώς ἡ κα­τά­στα­ση ἦ­ταν σο­βα­ρή, κ.λπ. Στόν Ὅ­μη­ρο ὅ­μως τό γνῶ­ναι δέν ση­μαί­νει ἀ­κό­μα τήν ἑ­κού­σια δρα­στη­ρι­ό­τη­τα τοῦ ἀν­θρώ­που καί δέν ἔ­χει κα­μί­α σχέ­ση μέ τήν πο­ρεί­α πού ὁ Πλά­τω­νας πε­ρι­έ­γρα­ψε στό Συμ­πό­σιο, τά προ­σχε­δι­α­σμέ­να βή­μα­τα ἀ­πό τήν ἀ­βέ­βαι­η ὑ­πό­θε­ση στήν ἀ­λή­θεια. Τό γνῶ­ναι εἶ­ναι ρῆ­μα στόν ἀ­ό­ρι­στο χρό­νο, δη­λα­δή πε­ρι­γρά­φει κά­τι πού συ­νέ­βη σέ συγ­κε­κρι­μέ­νη χρο­νι­κή στιγ­μή, σάν νά πρό­κει­ται μᾶλ­λον γιά ἕ­να γε­γο­νός πού μου συμ­βαί­νει πα­ρά μιά ἀ­το­μι­κή δρα­στη­ρι­ό­τη­τα: ξαφ­νι­κά ἀ­να­γνω­ρί­ζω κά­ποι­ον πού συ­ναν­τῶ ἤ ἀν­τι­λαμ­βά­νο­μαι ὅ­τι αὐ­τό εἶ­ναι ἕ­να τρα­πέ­ζι.

Τό ἴ­διο πρέ­πει νά ὑ­πο­θέ­σου­με καί γιά τό νο­εῖν, πού ἀρ­γό­τε­ρα θά ἀ­πο­κτή­σει τή ση­μα­σί­α «σκέ­πτο­μαι». Στόν Ὅ­μη­ρο ση­μαί­νει «ἀν­τι­λαμ­βά­νο­μαι», «βλέ­πω», «δι­α­βλέ­πω». Καί αὐ­τή ἡ λέ­ξη σχε­τί­ζε­ται μέ τήν ὅ­ρα­ση καί δι­α­φο­ρο­ποι­εῖ, ὅ­πως τό γνῶ­ναι καί τό εἰ­δέ­ναι, τό μή νο­η­τι­κό πού πε­ρι­έ­χε­ται στήν νο­η­τι­κή ἀν­τί­λη­ψη ἀ­πό τήν κα­θα­ρή νο­η­τι­κή ἀν­τί­λη­ψη. Ἐ­πί­σης, δη­λώ­νει τήν πνευ­μα­τι­κή λει­τουρ­γί­α πού εἶ­ναι ἄρ­ρη­κτα συν­δε­δε­μέ­νη μέ τήν ὅ­ρα­ση. Ἀ­να­φέ­ρε­ται σέ ὅ,τι ἀ­πο­τε­λεῖ τόν πυ­ρή­να καί τήν οὐ­σί­α του «βλέ­πω», για­τί ἡ ὅ­ρα­ση χω­ρίς ἀ­να­γνώ­ρι­ση, πα­ρα­τή­ρη­ση καί ὡς ἐκ τού­του γνώ­ση, εἶ­ναι ἄ­χρη­στη καί χω­ρίς νό­η­μα. Ἀλ­λά τό νο­εῖν δέν ἀ­να­φέ­ρε­ται στήν γνώ­ση πού ἀ­πο­κτή­θη­κε μέ τή βο­ή­θεια τῆς ὅ­ρα­σης. ὅ­πως τό εἰ­δέ­ναι οὔ­τε πε­ρι­γρά­φει τή δι­α­δι­κα­σί­α τῆς ταύ­τι­σης αὐ­τοῦ πού ἔ­χου­με δεῖ μέ ἄλ­λα ἤ­δη γνω­στά. Ἀ­να­φέ­ρε­ται σέ αὐ­τό πού μᾶς γί­νε­ται σα­φές με­τά ἀ­πό προ­σε­κτι­κή πα­ρα­τή­ρη­ση. Τά «βλέ­πω» καί «δι­α­βλέ­πω» εἶ­ναι ἀ­πο­δό­σεις πού δεί­χνουν πώς ἡ λέ­ξη ἀ­νή­κει στό λε­ξι­λο­γι­κό πε­δί­ο τοῦ «βλέ­πω· ὑ­περ­βαί­νει ὅ­μως τίς ση­μα­σί­ες αὐ­τές. Στόν Ὅ­μη­ρο ἡ λέ­ξη δέν δη­λώ­νει ἀ­κό­μα τήν πνευ­μα­τι­κή προ­σπά­θεια πού κα­τα­βάλ­λου­με γιά νά λύ­σου­με π.χ. ἕ­να πρό­βλη­μα, τήν ἰ­δι­αί­τε­ρη ἐ­κεί­νη πνευ­μα­τι­κή δρα­στη­ρι­ό­τη­τα, καί γι’ αὐ­τό εἴ­μα­στε ἀ­ναγ­κα­σμέ­νοι νά τό με­τα­φρά­σου­με μέ τό «σκέ­πτο­μαι» – ἄν καί με­ρι­κές φο­ρές πλη­σιά­ζει τή ση­μα­σί­α τοῦ «ἀν­τι­λαμ­βά­νο­μαι», «ἀ­να­λο­γί­ζο­μαι», «λαμ­βά­νω ὑ­πό­ψη»[1].

Τό γε­γο­νός πώς δέν ὑ­πάρ­χει στόν Ὅ­μη­ρο κα­μί­α λέ­ξη γιά τό «σκέ­πτο­μαι» καί τό γε­γο­νός πώς ἡ γνώ­ση δέν γί­νε­ται ἀ­κό­μα ἀν­τι­λη­πτή ὡς δρα­στη­ρι­ό­τη­τα ὀ­φεί­λε­ται στό ὅ­τι ὁ Ὅ­μη­ρος δέν δι­α­θέ­τει ἀ­πο­λύ­τως κα­νέ­ναν ὄ­ρο γιά τή νό­η­ση ὡς πνευ­μα­τι­κή δρα­στη­ρι­ό­τη­τα. Ὡς γνω­στόν, ὁ Ὅ­μη­ρος ἀ­γνο­εῖ καί τήν ἀν­τί­θε­ση σώ­μα­τος καί πνεύ­μα­τος, κορ­μιοῦ καί ψυ­χῆς.

Αὐ­τό πού ἐ­μεῖς ὀ­νο­μά­ζου­με πνεῦ­μα ἤ ψυ­χή, δέν ἐμ­φα­νί­ζε­ται ἀ­κό­μη οὐ­σι­α­στι­κά δι­α­φο­ρο­ποι­η­μέ­νο ἀ­πό τό σῶ­μα, μό­νον πού ἡ σω­μα­τι­κό­τη­τά του πα­ρου­σι­ά­ζε­ται ἀρ­κε­τά πε­ρι­ο­ρι­σμέ­νη. Ἡ ψυ­χή, πού ἀρ­γό­τε­ρα θά ση­μά­νει καί γιά τούς ἀρ­χαί­ους Ἕλ­λη­νες ὅ,τι καί γιά μᾶς σή­με­ρα, εἶ­ναι ἡ πνο­ή πού κρα­τᾶ τόν ἄν­θρω­πο στή ζω­ή (αὐ­τή εἶ­ναι ἡ μο­να­δι­κή της λει­τουρ­γί­α στόν Ὅ­μη­ρο καί δέν σχε­τί­ζε­ται μέ τή σκέ­ψη καί τίς αἰ­σθή­σεις). Με­τά τόν θά­να­το ἡ ψυ­χή κα­τε­βαί­νει σάν σκιά στόν Ἅ­δη. Ὁ νό­ος, τό ὄρ­γα­νο τοῦ νο­εῖν, εἶ­ναι τρό­πον τι­νά ἕ­νας «ἐ­σω­τε­ρι­κός ὀ­φθαλ­μός». Ὁ Ὅ­μη­ρος δέν μᾶς λέ­ει μέ σα­φή­νεια ποῦ τόν το­πο­θε­τεῖ ἤ πῶς τόν φαν­τά­ζε­ται. Τοῦ ἀ­πο­δί­δει ὅ­μως ὀ­πτι­κές λει­τουρ­γί­ες: ὁ σκο­πός του εἶ­ναι νά ἀν­τι­λαμ­βά­νε­ται, νά βλέ­πει, νά δι­α­βλέ­πει.

Ἄν τό νο­εῖν στόν Ὅ­μη­ρο δέν συ­νε­πά­γε­ται τήν πνευ­μα­τι­κή δρα­στη­ρι­ό­τη­τα, τό­τε ἔ­τσι ἴ­σως ἐ­ξη­γεῖ­ται μιά ἀ­κό­μα ὁ­μη­ρι­κή φρά­ση πού, ὅ­σο γνω­ρί­ζω, δέν ἔ­χει μέ­χρι σή­με­ρα ἐρ­μη­νευ­τεῖ. Ἐ­μεῖς σή­με­ρα ἐν­το­πί­ζου­με τή σκέ­ψη στό κε­φά­λι καί οὐ­σι­α­στι­κά τήν αἰ­σθα­νό­μα­στε στό κε­φά­λι με­τά ἀ­πό ἔν­το­νη πνευ­μα­τι­κή δρα­στη­ρι­ό­τη­τα. Στόν Ὅ­μη­ρο ὅ­μως τό νο­εῖν κι ὅ­λα ὁ­σα ἔ­χουν νά κά­νουν μέ τόν νοῦν, συν­δέ­ον­ται μέ τό δι­ά­φραγ­μα, μέ τίς φρέ­νες. Αυ­τό. ὅ­σο ὁ ἴ­διος γνω­ρί­ζω καί ὄ­πως πλη­ρο­φο­ρή­θη­κα καί ἀ­πό ἄλ­λους, δέν μπο­ροῦ­με νά τό ἑρ­μη­νεύ­σου­με ὅ­σο ἀν­τι­λαμ­βα­νό­μα­στε τό νο­εῖνὡς «σκέ­πτο­μαι». Κα­τα­λα­βαί­νου­με ὅ­μως πο­λύ κα­λά για­τί οἱ φρέ­νες συμ­με­τέ­χουν στή δι­α­δι­κα­σί­α αὐ­τή, ἄν τό νο­εῖνση­μαί­νει ὅ,τι καί τό ὁ­μη­ρι­κό γνῶ­ναι: πρό­κει­ται μᾶλ­λον γιά ἕ­να συμ­βάν. Ἄν τό νο­εῖν ἀ­πο­τε­λεῖ ἕ­να εἶ­δος ἀν­τί­λη­ψης πού «συμ­βαί­νει» στόν ἄν­θρω­πο σάν ἕ­να ἤ­πιο σόκ. τό­τε μπο­ροῦ­με νά κα­τα­λά­βου­με κα­λά για­τί τόν χτυ­πᾶ στό δι­ά­φραγ­μα[2].

Πα­ράλ­λη­λα ἄς ση­μει­ώ­σου­με ὅ­τι τά ρή­μα­τα πράτ­τω καί ποι­ῶ στόν Ὅ­μη­ρο συ­νε­πά­γον­ται πο­λύ μι­κρό­τε­ρη δρα­στη­ρι­ό­τη­τα ἀ­π’ ὅ,τι τά ἀν­τί­στοι­χα δι­κά μας. Πράτ­τω ση­μαί­νει οὐ­σι­α­στι­κά «περ­νῶ ἕ­ναν δρό­μο». Ὅ­μως τό ὅ­τι ἡ λέ­ξη ση­μαί­νει λι­γό­τε­ρο τήν προ­σω­πι­κή προ­σπά­θεια καί πε­ρισ­σό­τε­ρο τό ὅ­τι κά­τι «πη­γαί­νει κα­λά», τό ἀ­πο­δει­κνύ­ει καί ἡ φρά­ση εὖ πράτ­τω πού σώ­θη­κε στήν ἀτ­τι­κή δι­ά­λε­κτο. Ἔ­τσι τώ­ρα μπο­ροῦ­με νά συ­σχε­τί­σου­με τό τεύ­χειν (πα­ρά­γω κά­τι) μέ τό τυ­χεῖν (συμ­βαί­νει κά­τι) κα­τά τόν τρό­πο πού τό φεύ­γειν σχε­τί­ζε­ται μέ τό φυ­γεῖν. Καί μο­λο­νό­τι ὁ Boisacq πι­στεύ­ει πώς ἡ ση­μα­σί­α τους δέν συ­νη­γο­ρεῖ στή σύν­δε­σή τους, οἱ με­το­χές ὅ­μως τε­τυγ­μέ­νος καί τε­τυ­χώς – «εὐ­τυ­χής» ἤ «κα­λο­φι­αγ­με­νος» – δεί­χνουν ὅ­τι τό τεύ­χειν δέν ση­μαί­νει τό­σο τήν προ­σω­πι­κή προ­σπά­θεια ὅ­σο τήν ἐ­πι­τυ­χῆ ἐ­ξέ­λι­ξη.

Αὐ­το τό στοι­χεῖ­ο τῆς προ­σω­πι­κῆς πνευ­μα­τι­κῆς δρα­στη­ρι­ό­τη­τας πού ἀ­πο­τε­λεῖ τή βά­ση κά­θε ἐ­πι­στη­μο­νι­κῆς καί φι­λο­σο­φι­κῆς ἀν­τι­με­τώ­πι­σης τοῦ κό­σμου λεί­πει καί ἀ­πό ἄλ­λα ρή­μα­τα πού δέν προ­έρ­χον­ται ἀ­πό τή σφαί­ρα τοῦ «βλέ­πω». Στή σφαί­ρα τοῦ «ἀ­κού­ω» ἀ­νή­κει τό ρῆ­μα συ­νι­έ­ναι πού ἀρ­γό­τε­ρα θά ἀ­πο­κτή­σει τή ση­μα­σί­α «κα­τα­λα­βαί­νω». Ὅ­μως ἡ ση­μα­σί­α τοῦ συ­νι­έ­ναι στόν Ὅ­μη­ρο δέν ξε­περ­νᾶ τά ὅ­ρια τῆς κα­τα­νό­η­σης μιᾶς λέ­ξης ἤ φρά­σης. Τό συ­νι­έ­ναι δέν ση­μαί­νει ἀ­κό­μα καί σέ αὐ­τά τά συμ­φρα­ζό­με­να τήν κα­θα­ρά θε­ω­ρη­τι­κή κα­τα­νό­η­ση ἀλ­λά ἁ­πλῶς «ἀ­κού­ω κά­ποι­ον καί τόν ἀ­κο­λού­θῶ σέ ἀ­πό­στα­ση τέ­τοι­α ὥ­στε νά μπο­ρῶ νά τόν ἀ­κού­ω».

Ἀ­πό ἕ­ναν ἄλ­λο πά­λι χῶ­ρο προ­έρ­χε­ται ἡ λέ­ξη ἐ­πί­στα­σθαι ἀ­πό τήν ὁ­ποί­α πα­ρά­γε­ται ἡ ἐ­πι­στή­μη, ὁ πλα­τω­νι­κός ὅ­ρος γιά τή γνώ­ση. Ἐ­πί­στα­σθαι στόν Ὅ­μη­ρο ση­μαί­νει «ξέ­ρω κά­τι» καί συ­νε­πά­γε­ται τή γνώ­ση πού ἀ­φο­ρᾶ σέ πρα­κτι­κές δρα­στη­ρι­ό­τη­τες. Ἀ­να­φέ­ρε­ται ἐ­πί­σης σέ τε­χνι­κές δε­ξι­ό­τη­τες, σέ ὅ­λες τίς τέ­χνες κα­θώς καί στόν λό­γο καί σέ κα­τα­στά­σεις πού μπο­ρεῖ κα­νείς νά ἀν­τι­με­τω­πί­σει. Στό ἴ­διο πε­δί­ο τῶν πρα­κτι­κῶν δε­ξι­ο­τή­των ἀ­νή­κει καί ἡ λέ­ξη σο­φός πού χα­ρα­κτη­ρί­ζει τόν ἐ­πι­δέ­ξιο σέ κά­ποι­ο χει­ρο­τέ­χνη­μα, πρό πάν­των αὐ­τόν πού κα­τέ­χει μιά τέ­χνη ἡ ὁ­ποί­α ἐν­τάσ­σε­ται στά πλαί­σια τῆς πρώ­ι­μης οἰ­κο­τε­χνί­ας· ση­μαί­νει τόν εἰ­δι­κό πού εἶ­ναι ἀ­πα­ραί­τη­τος γιά τήν κοι­νό­τη­τα, τόν δη­μι­ουρ­γόν.

Τό πώς αὐ­τοί οἱ τρό­ποι κα­τά­κτη­σης τῆς γνώ­σης στόν Ὅ­μη­ρο ἐ­πε­νερ­γοῦν στή ζω­ή τῶν ἀν­θρώ­που, τό δεί­χνει ἡ μορ­φή τοῦ Ὀ­δυσ­σέ­α, τοῦ δι­α­νο­ού­με­νου, ἄν μπο­ροῦ­με νά χρη­σι­μο­ποι­ή­σου­με τόν ὅ­ρο αὐ­τό γιά τόν ὁ­μη­ρι­κό κό­σμο. Ὁ Ὀ­δυσ­σέ­ας εἶ­δε πολ­λά καί ἔ­μα­θε πολ­λά. Εἶ­ναι ἐ­κτός αὐ­τοῦ ὁ πο­λυ­μή­χα­νος, ὁ ἱ­κα­νός νά ἐ­νερ­γή­σει μέ τούς πιό πρω­τό­τυ­πους τρό­πους, ἐν τέ­λει εἶ­ναι ἐ­κεῖ­νος πού μπο­ρεῖ νά ἀ­κού­σει τή φω­νή τῆς θε­ᾶς Ἀ­θη­νᾶς, τῆς προ­στά­τι­δάς του. Δέν ἀ­πέ­κτη­σε τήν γνώ­ση μέ­σω τῆς ὁ­ρά­σε­ως οὔ­τε τό πλῆ­θος τῶν ἐμ­πει­ρι­ῶν του μέ δι­κή του δρα­στη­ρι­ό­τη­τα καί προ­σω­πι­κή ἔ­ρευ­να. Μᾶλ­λον αὐ­τά συ­νέ­ζη­σαν σέ ἐ­κεῖ­νον, ὅς μά­λα πολ­λά/πλάγ­χθη. Δέν ἔ­χου­με νά κά­νου­με μέ τόν Σό­λω­να, γιά τόν ὁ­ποῖ­ο ὁ Ἡ­ρό­δο­τος λέ­ει πώς πρῶ­τος τα­ξί­δε­ψε θε­ω­ρί­ης ἕ­νε­κεν. Στόν Ὀ­δυσ­σέ­α ἡ πο­λυ­γνω­σί­α το­πο­θε­τεῖ­ται στό ἐ­πί­πε­δό του ἐ­πί­στα­σθαι καί δι­α­κρί­νε­ται ἀ­πό τή δρά­ση του κα­τά τρό­πο ἀ­ξι­ο­ση­μεί­ω­το. Τό γε­γο­νός αὐ­τό πε­ρι­ο­ρί­ζει τή δρά­ση του στήν ἐ­ξεύ­ρε­ση μέ­σων προ­κει­μέ­νου νά ἐ­πι­τύ­χει κά­ποι­ο συγ­κε­κρι­μέ­νο σκο­πό, νά σώ­ζει δη­λα­δή τή ζω­ή τῶν συν­τρό­φων του καί τή δι­κή του. Καί στό ἐ­πι­πε­δο τῆς κα­τα­νό­η­σης καί τῆς ἑρ­μη­νεί­ας, ὁ Ὄ­δυσ­σέ­ας κα­τα­νο­εῖ ἁ­πλῶς, ὅ­πως καί κά­θε ὕ­παρ­ξη στόν Ὅ­μη­ρο, τούς λό­γους πού δι­α­τυ­πώ­νον­ται μέ σα­φή­νεια. Σέ πε­ρί­πτω­ση πού γε­γο­νό­τα, πρά­ξεις, ἄν­θρω­ποι δέν δη­λώ­νουν ἄ­με­σα τί ση­μαί­νουν, ποι­ά εἶ­ναι ἡ ἐν­νοι­ά τους, τό­τε μπο­ρεῖ νά τά κα­τα­στή­σει σα­φῆ ἕ­νας θε­ός μι­λών­τας μέ λό­για κα­τα­νο­η­τά, μπο­ρεῖ π.χ. νά τά ἀ­να­κοι­νώ­σει σέ ἕ­ναν προ­φή­τη καί αὐ­τός μέ τή σει­ρά του νά τά πεῖ στούς ἄλ­λους ἤ μπο­ρεῖ νά τά πεῖ ἡ Μού­σα στόν ποι­η­τή. Ὅ­μως οὔ­τε ὁ προ­φή­της εἶ­ναι σέ θέ­ση νά ἐ­ρευ­νή­σει τό σκο­τει­νό μέλ­λον οὔ­τε ὁ ποι­η­τής προ­σπα­θεῖ νά φέ­ρει στό φῶς μιά κρυμ­μέ­νη ἀ­λή­θεια· ὁ μέν προ­φή­της μα­θαί­νει τό πα­ρελ­θόν, τό πα­ρόν καί τό μέλ­λον πού ὁ θε­ός τοῦ ἀ­πο­κα­λύ­πτει, ὁ δέ ποι­η­τής ἀ­να­κοι­νώ­νει μό­νον ὅ,τι ἡ Μού­σα τοῦ γνω­στο­ποι­εῖ. Οἱ θε­οί τά γνω­ρί­ζουν ὅ­λα, τά ἔ­χουν δεῖ ὅ­λα καί εἶ­ναι παν­τα­χοῦ πα­ρόν­τες (ὅ­πως λέ­γε­ται στή Β ρα­ψω­δί­α τῆς Ἰ­λιά­δας [στ. 485-486]). Ἡ πνευ­μα­τι­κή δυ­να­τό­τη­τα βα­σί­ζε­ται καί στίς δύ­ο πε­ρι­πτώ­σεις στή γνώ­ση πού κα­τέ­χει ἡ θε­ό­τη­τα. Στήν πε­ρι­πτω­ση τῶν Μου­σῶν ὁ Ὅ­μη­ρος ἀ­πο­δί­δει τή γνώ­ση τους αὐ­τή στό γε­γο­νός ὅ­τι ὑ­πῆρ­ξαν αὐ­τό­πτεις μάρ­τυ­ρες ὅ­σων με­τα­δί­δουν στόν ποι­η­τή.

Ἡ εἰ­κό­να τοῦ ἄν­θρώ­που πού ἀ­σχο­λεῖ­ται μέ τίς φυ­σι­κές ἐ­πι­στῆ­μες, πού σκέ­πτε­ται καί ἐ­ρευ­νᾶ, γί­νε­ται δυ­να­τή, ὅ­ταν ὁ ἄν­θρω­πος ἀρ­χί­ζει νά συλ­λαμ­βά­νει τό πνεῦ­μα «πιό ἀ­φαι­ρε­τι­κά». Τί ση­μαί­νει ὅ­μως «ἀ­φαι­ρε­τι­κά»; Εἶ­ναι πλέ­ον κοι­νό­το­πη ἡ δι­α­πί­στευ­ση ὅ­τι ἡ ἀ­φαί­ρε­ση εἶ­ναι ἀ­πα­ραί­τη­τη στήν ἐ­πι­στη­μο­νι­κή σκέ­ψη καί τόν λό­γο. Ἤ­δη τό ζή­τη­μα αὐ­τό τό θί­ξα­με, ὅ­ταν μι­λή­σα­με γιά τό ἄ­πει­ρον του Ἀ­να­ξι­μάν­δρου, κα­θώς ἐ­πί­σης γιά τήν ἔν­νοι­α τοῦ «μέ­τρου», τή γνώ­ση καί τή σκέ­ψη. Τό θέ­μα ὁ­λό­κλη­ρου του κε­φα­λαί­ου αὐ­τοῦ θά μπο­ροῦ­σε νά ἐ­ξαν­τλη­θεῖ στήν πρό­τα­ση: οἱ ἀρ­χαῖ­οι Ἕλ­λη­νες δη­μι­ούρ­γη­σαν μιά ἐ­πι­στη­μο­νι­κή γλώσ­σα κα­τα­σκευ­ά­ζον­τας ἀ­φη­ρη­μέ­να οὐ­σι­α­στι­κά – ἄν εἶ­ναι βέ­βαι­α δυ­να­τόν νά προσ­δι­ο­ρί­σου­με τή δι­α­χω­ρι­στι­κή γραμ­μή ἀ­νά­με­σα στά συγ­κε­κρι­μέ­να καί τά ἀ­φη­ρη­μέ­να οὐ­σι­α­στι­κά. Πι­στεύ­ω πώς θά ἦ­ταν κα­λύ­τε­ρο νά μι­λή­σου­με γιά στα­δια­κή με­τά­βα­ση ἀ­πό πιό συγ­κε­κρι­μέ­να σέ πιό ἀ­φαι­ρε­τι­κά στά­δια. Ἄν, ὅ­πως φά­νη­κε ἀ­πό τά δυ­ό-τρί­α πα­ρα­δείγ­μα­τα, μπο­ρεῖ νά ἀ­πο­μο­νω­θεῖ ἀ­βί­α­στα ἡ πνευ­μα­τι­κή λει­τουρ­γί­α ἀ­πό τίς φρά­σεις τῆς γλώσ­σας, τό­τε ἡ γλώσ­σα πρέ­πει νά εἶ­ναι ἕ­νας πο­λύ­πλο­κος ὀρ­γα­νι­σμός, ἱ­κα­νός νά πα­ρα­γά­γει ἀ­πό τόν ἴ­διο της τόν ἑ­αυ­τό κά­τι δι­α­φο­ρε­τι­κό. Ἀλ­λά γιά νά δοῦ­με ἄν ἡ μο­νο­μέ­ρεια στόν ἐ­πι­στη­μο­νι­κό λό­γο, μ’ ἄλ­λα λό­για ἄν μιά ἀ­πό τίς ἀρ­χές του – ἡ ὁ­ποί­α, μο­λο­νό­τι ὑ­πάρ­χει σέ κά­ποι­ο βαθ­μό καί στήν κα­θη­με­ρι­νή γλώσ­σα, ἀ­να­δει­κνύ­ε­ται ὁ­μως κα­τε­ξο­χήν στήν ἀ­νε­πτυγ­μέ­νη σκέ­ψη τῶν Ἑλ­λή­νων – εἶ­ναι πράγ­μα­τι συμ­πα­γής, πρέ­πει νά με­λε­τή­σου­με προ­σε­κτι­κά πώς ἡ τά­ση γιά ἀ­φαί­ρε­ση εἶ­χε ὡς ἀ­πο­τέ­λε­σμα νά κα­τα­στοῦν κά­ποι­ες γλωσ­σι­κές δο­μές τῶν ἀρ­χαί­ων ἑλ­λη­νι­κῶν κα­τάλ­λη­λες γιά νά ἐκ­φρά­σουν τήν ἐ­πι­στη­μο­νι­κή σκέ­ψη.

Νο­μί­ζω πώς ὑ­πάρ­χουν τρεῖς τρό­ποι πα­ρα­γω­γῆς ἀ­φη­ρη­μέ­νων οὐ­σι­α­στι­κῶν. Ὁ πρῶ­τος εἶ­ναι ἡ οὐ­σι­α­στι­κο­ποί­η­ση ὅ­πως τήν εἴ­δα­με στό ἅ­πει­ρον τοῦ Ἀ­να­ξί­μαν­δρου. Ὁ δεύ­τε­ρος συ­νί­στα­ται στή με­τε­ξέ­λι­ξή του χα­ρα­κτη­ρι­σμοῦ ἑ­νός ὀρ­γά­νου σέ χα­ρα­κτη­ρι­σμό τῆς λει­τουρ­γί­ας του. Π.χ. ὅ­ταν λέ­με ὅ­τι κά­ποι­ος ἔ­χει γε­ρό κε­φά­λι, ἐν­νο­οῦ­με ὅ­τι ἔ­χει γε­ρό μυα­λό ἤ δι­α­θέ­τει σω­στή σκέ­ψη. Ὁ τρί­τος τρό­πος εἶ­ναι ἡ με­τα­τρο­πή ταν κυ­ρί­ων ὀ­νο­μά­των, θε­ῶν ἤ δαι­μό­νων, σέ ἀ­φη­ρη­μέ­να οὐ­σι­α­στι­κά. Στά ἀρ­χαῖ­α ἑλ­λη­νι­κά οἱ ἐ­πι­στη­μο­νι­κοί ὅ­ροι δη­μι­ουρ­γή­θη­καν – ὅ­σον ἀ­φο­ρᾶ στά ἀ­φη­ρη­μέ­να οὐ­σι­α­στι­κά – καί μέ τούς τρεῖς αὐ­τούς τρό­πους.

Τόν πρῶ­το τρό­πο ἀ­κο­λού­θη­σε ὁ Ἀ­να­ξί­μαν­δρος μέ τό ἄ­πει­ρον καί εἴ­δα­με ὅ­τι στην πε­ρί­πτω­ση αὐ­τή ἡ ἀ­φαι­ρε­τι­κή σκέ­ψη ἐκ­φρά­στη­κε μέ την οὐ­σι­α­στι­κο­ποί­η­ση τοῦ ἐ­πι­θέ­του. Ἡ ἐ­ξέ­λι­ξη αὐ­τή ση­μαί­νει κα­τ’ οὐ­σί­αν ὅ­τι κά­τι πού εἶ­χε ἀρ­χι­κά μί­α ὑ­λι­κή ὑ­πό­στα­ση με­τα­τρέ­πε­ται σέ ἀν­τι­κεί­με­νο – ἀν­τι­κεί­με­νο, βέ­βαι­α, πού δέν τό ἀν­τι­λαμ­βα­νό­μα­στε ὡς ὑ­λι­κή ὀν­τό­τη­τα, ἀλ­λά πού μπο­ροῦ­με μό­νο νά τό σκε­φτοῦ­με, σέ ἀν­τι­κεί­με­νο τῆς σκέ­ψης μας. Καί ἐ­δῶ φαί­νε­ται κα­θα­ρά ἡ ση­μα­σί­α τῆς λέ­ξης «οὐ­σι­α­στι­κο­ποί­η­ση».

Τί ση­μαί­νει ἡ οὐ­σι­α­στι­κο­ποί­η­ση τοῦ ἐ­πι­θέ­του γιά τήν ἀ­φαι­ρε­τι­κή σκέ­ψη καί τήν πνευ­μα­τι­κή δρα­στη­ρι­ό­τη­τα, θά τό δι­ευ­κρι­νή­σου­με μέ με­ρι­κά ἀ­κό­μα πα­ρα­δείγ­μα­τα ἀ­πό τήν ἐ­πο­χή τοῦ Ἀ­να­ξί­μαν­δρου, τά ὁ­ποῖ­α δέν σχε­τί­ζον­ται τό­σο ἄ­με­σα μέ τήν ἐ­πι­στη­μο­νι­κή γλώσ­σα.

Ὁ Ἡ­ρό­δο­τος δι­η­γεῖ­ται τήν ἱ­στο­ρί­α τοῦ ζα­σι­λιᾶ τῆς Λυ­δί­ας Κροί­σου, ὁ ὁ­ποῖ­ος ρώ­τη­σε τόν Σό­λω­να τόν Ἀ­θη­ναῖ­ο ποι­ός εἶ­ναι ὁ πιό εὐ­τυ­χι­σμέ­νος ἄν­θρω­πος. Ὁ Σό­λω­νας (καί αὐ­τή εἶ­ναι ἐν πά­ςῃ πε­ρι­πτώ­σει ἡ ἐκ­δο­χή πού μπο­ροῦ­με νά θε­ω­ρή­σου­με ὡς τήν πα­λαι­ό­τε­ρη) κα­το­νό­μα­σε ἕ­ναν ἁ­πλό χω­ρι­κό της Ἀτ­τι­κῆς, τόν Τέλ­λο, ἐ­νῶ ὁ Κροῖ­σος, ὁ πλού­σιος καί ἰ­σχυ­ρός βα­σι­λιάς, πε­ρί­με­νε φυ­σι­κά νά ἀ­κού­σει τ’ ὄ­νο­μά του.

Ἡ ἱ­στο­ρί­α θέ­λει νά δεί­ξει τή δι­α­φο­ρά ἀ­νά­με­σα στή φαι­νο­με­νι­κή εὐ­τυ­χί­α καί τήν ἀ­λη­θι­νή. Ὁ Σό­λω­νας λέ­ει πώς κα­νείς δέν μπο­ρεῖ νά ἀ­ξι­ω­θεῖ τόν χα­ρα­κτη­ρι­σμό «εὐ­τυ­χής» πρίν τό τέ­λος τῆς ζω­ῆς του.
Καί ὁ Κροῖ­σος ἀ­να­γνω­ρί­ζει τήν ἀ­λή­θεια τῶν λό­γων τοῦ Σό­λω­να, ὅ­ταν πιά ἔ­χει χά­σει τό πλού­σιο βα­σί­λει­ό του καί βρί­σκε­ται πά­νω στήν πυ­ρά.

Γε­νι­κά θε­ω­ροῦ­με εὐ­τυ­χῆ ἕ­ναν ἰ­σχυ­ρό βα­σι­λιά στό ἀ­πό­γει­ο της δό­ξας του. Ἀλ­λά μπο­ρεῖ νά τε­θεῖ τό ἐ­ρώ­τη­μα ἄν εἶ­ναι «ὄν­τως» εὐ­τυ­χής κα­νείς, ὅ­ταν τοῦ ἀ­πο­δί­δε­ται τό ἐ­πί­θε­το αὐ­τό μ’ ὅ­λη τή ση­μα­σί­α του. Ἕ­νας μέ­σος ἄν­θρω­πος μπο­ρεῖ νά εἶ­ναι «πραγ­μα­τι­κά» εὐ­τυ­χι­σμέ­νος.

Πί­σω ἀ­πό αὐ­τήν τή δι­α­πί­στω­ση προ­βάλ­λει τό ἐ­ρώ­τη­μα ποι­ά εἶ­ναι ἡ ἀ­λη­θι­νή εὐ­δαι­μο­νί­α, αὐ­τό πού κά­νει τόν εὐ­δαί­μο­να εὐ­δαί­μο­να. To ἐ­ρώ­τη­μα «ποι­ός εἶ­ναι ὁ πιό εὐ­τυ­χι­σμέ­νος;» προ­κα­λεῖ τήν ἑ­πό­με­νη ἐ­ρώ­τη­ση: «ποι­ά εἶ­ναι ἡ πραγ­μα­τι­κή εὐ­τυ­χί­α; Τί εἶ­ναι ἡ εὐ­τυ­χί­α;» Τό ἐ­ρώ­τη­μα γιά τό πρό­σω­πο θά ἐ­ξε­λι­χθεῖ τε­λι­κά σέ ἐ­ρώ­τη­μα γιά τό ἀ­φη­ρη­μέ­νο οὐ­σι­α­στι­κό.

Ἄν ὅ­μως ἔ­τσι δη­μι­ουρ­γεῖ­ται ἕ­να ἀ­φη­ρη­μέ­νο οὐ­σι­α­στι­κό. τό «εὐ­τυ­χές», καί πα­ρά­γε­ται ὅ­πως τό ἄ­πει­ρον του Ἀ­να­ξι­μάν­δρου, μέ οὐ­σι­α­στι­κο­ποί­η­ση τοῦ ἐ­πι­θέ­του, τό­τε καί στίς δύ­ο πε­ρι­πτώ­σεις ἡ ση­μα­σί­α τῆς νέ­ας αὐ­τῆς λέ­ξης προ­ϋ­πο­θέ­τει τή βα­σι­κή ση­μα­σί­α τοῦ ἐ­πι­θέ­του. «Ἄ­πει­ρο» μέ τή ση­μα­σί­α τοῦ «ὄν­τως ἀ­πεί­ρου» καί «εὐ­τυ­χές» μέ τή ση­μα­σί­α τοῦ «ἀ­πο­λύ­τως εὐ­τυ­χοῦς» εἶ­ναι ἤ­δη κά­τι πού ὑ­περ­βαί­νει τήν «ἁ­πλο­ϊ­κή», προ­ε­πι­στη­μο­νι­κή γλώσ­σα. Ἔ­τσι ὅ­μως ἔ­χου­με ἕ­να ἀ­κό­μα ἀν­τι­κεί­με­νο, π.χ. τό ἄ­πει­ρο, τό εὐ­τυ­χές, ἡ ὕ­παρ­ξη τοῦ ὁ­ποί­ου μπο­ρεῖ νά τε­θεῖ ὑ­πό ἀμ­φι­σβή­τη­ση.

Στίς δι­η­γή­σεις γιά τούς Ἑ­πτά Σο­φούς – στούς ὁ­ποί­ους συγ­κα­τα­λέ­γον­ται τό­σο ὁ Σό­λω­νας ὅ­σο καί ὁ Θα­λῆς. ὁ δά­σκα­λος τοῦ Ἀ­να­ξί­μαν­δρου – συ­ναν­τοῦ­με συ­χνά τέ­τοι­ες ἐ­ρω­τή­σεις ὑ­πό τόν τύ­πο αἰ­νίγ­μα­τος. Κά­ποι­ες δέν ζη­τοῦν μό­νον τό πρό­σω­πο πού ἔ­χει μιά συγ­κε­κρι­μέ­νη ἰ­δι­ό­τη­τα σέ ἕ­ναν ἰ­δι­αί­τε­ρο βαθ­μό ἀλ­λά καί τό πρᾶγ­μα πού δι­α­θέ­τει κά­ποι­α ἰ­δι­ό­τη­τα: «Ποι­ό εἶ­ναι τό κα­λύ­τε­ρο;», «ποι­ό εἶ­ναι τό πα­λαι­ό­τε­ρο;», «ποι­ό εἶ­ναι τό δι­και­ό­τε­ρο;», κ.λπ. Τέ­τοι­ες ἐ­ρω­τή­σεις ὁ­δη­γοῦν κα­τ’ ἀ­νάγ­κη στόν ὁ­ρι­σμό: «Ποι­ό εἶ­ναι τό κα­λό;», «ποι­ό εἶ­ναι τό δί­και­ο;» Αὐ­τοῦ του εἴ­δους, ἐν πά­ςῃ πε­ρι­πτώ­σει. οἱ πνευ­μα­τώ­δεις ἀλ­λά καί βα­θυ­στό­χα­στες ἱ­στο­ρί­ες μᾶς πα­ρα­δί­δον­ται ἀ­μέ­σως με­τά τήν ἐ­πο­χή τῶν Ἑ­πτά Σο­φῶν. Τό ση­μαν­τι­κό στίς ἱ­στο­ρί­ες αὐ­τές ἔγ­κει­ται στό ὅ­τι κά­τι πα­ρου­σι­ά­ζε­ται νά ἔ­χει μιά ἰ­δι­ό­τη­τα τήν ὁ­ποί­α κα­νείς δέν τοῦ ἀ­να­γνώ­ρι­ζε ὡς τό­τε. Ἐ­πί­σης, στό ὅ­τι στίς ἱ­στο­ρί­ες αὐ­τές δι­α­μορ­φώ­νε­ται μιά σχε­τι­κά σα­φής εἰ­κό­να τῆς ἰ­δι­ό­τη­τας στήν ὁ­ποί­α ἀ­να­φέ­ρον­ται. Κά­τι πα­ρό­μοι­ο π.χ. ἔ­χου­με καί στόν μύ­θο τοῦ Αἰ­σώ­που καί στό λα­ϊ­κό ἀ­νά­γνω­σμα τοῦ ἀ­γώ­να τοῦ Ὁ­μή­ρου καί Ἡ­σι­ό­δου[3], τά ὁ­ποῖ­α ἀ­νά­γον­ται στόν 6ο αἰ­ώ­να π.Χ. Τά ἐ­ρε­θι­στι­κά ἐ­ρω­τή­μα­τα ὑ­πό τόν τύ­πο αἰ­νίγ­μα­τος, πού ἀ­πο­σκο­ποῦν στήν κα­τά­κτη­ση νέ­ων γνώ­σε­ων, δεί­χνουν πώς οἱ γνώ­σεις αὐ­τές δέν πρέ­πει νά πα­ρου­σι­ά­ζον­ται ἄ­με­σα καί νά ἐ­πι­βάλ­λον­ται ἀλ­λά πρέ­πει νά κα­τα­βάλ­λε­ται προ­σπά­θεια προ­κει­μέ­νου νά ἀ­να­ζη­τη­θοῦν καί νά ἀ­νευ­ρε­θοῦν. Ἡ γνώ­ση συ­νε­πά­γε­ται ἑ­πο­μέ­νως πνευ­μα­τι­κή δρα­στη­ρι­ό­τη­τα. Ἀ­πό ἐ­δῶ ξε­κι­νᾶ ἡ ἔ­ρευ­να, ἡ βά­σα­νος γιά τήν ἀ­λή­θεια.

Ἄν πα­ραλ­λη­λί­σου­με τά λε­γό­με­να πού δια­ρκῶς πε­ρι­πλέ­κον­ται: ὁ Κροῖ­σος εἶ­ναι εὐ­τυ­χής… εἶ­ναι εὐ­τυ­χέ­στε­ρος… εἶ­ναι ὁ πιό εὐ­τυ­χής, εὐ­τυ­χί­α εἶ­ναι νά κα­τέ­χει κα­νείς αὐ­τό κι ἐ­κεῖ­νο, ἡ εὐ­τυ­χί­α συ­νί­στα­ται στό νά…. τό­τε φαί­νε­ται κα­θα­ρά πώς τό ἀ­φη­ρη­μέ­νο οὐ­σι­α­στι­κό «εὐ­τυ­χί­α» προ­κύ­πτει ἀ­πό τό γε­γο­νός ὅ­τι τό ἐ­πί­θε­το «εὐ­τυ­χής» μπο­ρεῖ νά ὑ­πάρ­ξει ὡς κα­τη­γο­ρού­με­νο[4] καί ἡ ἔν­νοι­α «εὐ­τυ­χής», ἀ­πό την πλευ­ρά της, μπο­ρεῖ νά ἀ­πο­τε­λέ­σει τό ἀν­τι­κεί­με­νο μί­ας φρά­σης ὅ­πως ἡ ἀ­κό­λου­θη: «Τό νά εἶ­ναι κά­νεις εὐ­τυ­χής ση­μαί­νει…». Μέ τόν ἴ­διο τρό­πο ἡ ἀρ­χαί­α ἑλ­λη­νι­κή γλώσ­σα μπο­ρε­ϊ νά χει­ρι­στεῖ καί τά ρή­μα­τα. Στήν πε­ρί­πτω­ση αὐ­τή τό ὁ­ρι­στι­κό ἄρ­θρο προ­σπα­θεῖ νά «ἐκ­μαι­εύ­σει» ση­μα­σί­ες: ἔ­τσι μπο­ρεῖ κα­νείς νά μι­λᾶ γιά τό βλέ­πειν, τό σκέ­πτε­σθαι, κ.λπ. Καί ἔ­τσι δη­μι­ουρ­γοῦν­ται ἀ­φη­ρη­μέ­να οὐ­σι­α­στι­κά, κα­θώς τό ἀ­πα­ρέμ­φα­το τοῦ ρή­μα­τος, πού δέν εἶ­ναι οὐ­σι­α­στι­κό, με­τα­τρέ­πε­ται μέ τή βο­ή­θεια τοῦ ἄρ­θρου σέ οὐ­σι­α­στι­κό. Καί ἄλ­λοι ρη­μα­τι­κοί τύ­ποι πού δέν ἀ­παν­τοῦν ὡς verbafinitaμπο­ροῦν νά οὐ­σι­α­στι­κο­ποι­η­θοῦν, π.χ. οἱ με­το­χές πού χρη­σι­μο­ποι­οῦν­ται πο­λύ συ­χνά στά ἀρ­χαῖ­α ἑλ­λη­νι­κά. Στήν πε­ρί­πτω­ση αὐ­τή φαί­νε­ται πώς τά ὅ­ρια ἀ­νά­με­σα στά ἀ­φη­ρη­μέ­να καί συγ­κε­κρι­μέ­να οὐ­σι­α­στι­κά εἶ­ναι ρευ­στά. Ὅ­ταν λέ­ω «τό βλέ­πον» ἐν­νο­ῶ τά μά­τια, τό ὄρ­γα­νο, πού ἀ­ναμ­φί­βο­λα εἶ­ναι συγ­κε­κρι­μέ­νο οὐ­σι­α­στι­κό. Μπο­ρῶ ὅ­μως νά μι­λῶ γιά «τό βλέ­πον» καί νά ἐν­νο­ῶ τή λει­τουρ­γί­α τοῦ μα­τιοῦ. Ἔ­τσι «τό βλέ­πον» προ­σεγ­γί­ζει αὐ­τό πού δη­λώ­νει «τό βλέ­πειν». Ἡ γλώσ­σα τῆς φι­λο­σο­φί­ας καί τῆς ἐ­πι­στή­μης στά ἀρ­χαῖ­α ἑλ­λη­νι­κά δη­μι­ούρ­γη­σε ἀ­πό τήν ἐ­πο­χή τῶν Σο­φι­στῶν ἕ­να πλῆ­θος ρη­μα­τι­κῶν οὐ­σι­α­στι­κῶν, τά ὁ­ποῖ­α κα­τά τήν ση­μα­σί­α προ­σεγ­γί­ζουν τά οὐ­σι­α­στι­κο­ποι­η­μέ­να ἀ­πα­ρέμ­φα­τα καί τίς με­το­χές, τυ­πι­κά ὅ­μως ἀ­νή­κουν στά οὐ­σι­α­στι­κά: ἡ γνῶ­σις πού ἰ­σο­δυ­να­μεῖ πά­νω-κά­τω μέ τό γνῶ­ναι, ἡ κί­νη­σις, κ.ο.κ.

Ἡ συ­σχέ­τι­ση ἑ­νός συγ­κε­κρι­μέ­νου ὀρ­γά­νου μέ τήν ἀ­φη­ρη­μέ­νη λει­τουρ­γί­α του εἶ­ναι, ὅ­πως εἴ­πα­με, ὁ δεύ­τε­ρος δρό­μος πρός τήν ἀ­φαι­ρε­τι­κή σκέ­ψη. Ἀ­νέ­φε­ρα ἤ­δη τό πα­ρά­δειγ­μα «ἔ­χει γε­ρό κε­φά­λι», δη­λα­δή ἡ ἐ­σω­τε­ρι­κή λει­τουρ­γί­α τοῦ μυα­λοῦ του εἶ­ναι κα­λή, εἶ­ναι ἔ­ξυ­πνος. Πρό­κει­ται συ­νή­θως γιά με­τα­φο­ρι­κές χρή­σεις τῶν λέ­ξε­ων. Σέ πρω­τό­γο­νες γλώσ­σες τό ὄρ­γα­νο δη­λώ­νει ἀ­ναμ­φί­βο­λα καί τή λει­τουρ­γί­α. Μά καί ἐ­κεῖ ὅ­που πρό­κει­ται γιά κα­θα­ρή με­τα­φο­ρά, αὐ­τός ὁ πα­ραλ­λη­λι­σμός τοῦ ὀρ­γά­νου καί τῆς λει­τουρ­γί­ας παί­ζει με­γά­λο ρό­λο, π.χ. στίς τό­σο συ­χνές με­τα­φο­ρι­κές χρή­σεις τῶν ἐρ­γα­λεί­ων. Ὅ­ταν μι­λῶ γιά τό «σφυ­ρί» τῆς μοί­ρας, ἐν­νο­ῶ τή συν­τρι­βή. Ἀ­κρι­βῶς τό ἴ­διο ἐν­νο­ῶ, ὅ­ταν μι­λῶ γιά τή «γρο­θιά» τῆς μοί­ρας. Ἐ­δῶ μπο­ροῦ­με ἀ­κό­μη νά ἀ­να­φέ­ρου­με καί τίς πα­ρο­μοι­ώ­σεις μέ κά­ποι­ο ζῶ­ο πού πα­λαι­ό­τε­ρα συ­νή­θι­ζαν νά χρη­σι­μο­ποι­οῦν γιά νά δεί­ξουν τά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά ἤ τίς δρα­στη­ρι­ό­τη­τες ἑ­νός ἀν­θρώ­που ἤ τίς λει­τουρ­γί­ες τῶν ὀρ­γά­νων του καί γιά νά δη­λώ­σουν μιά πνευ­μα­τι­κή λει­τουρ­γί­α στή γλώσ­σα.

Αὐ­τός πού βλέ­πει σάν λύγ­κας. ἔ­χει κα­λή ὅ­ρα­ση, βλέ­πει κα­λά. Ὅ­ποι­ος εἶ­ναι ἀ­λε­πού, εἶ­ναι πο­νη­ρός. Ἔ­τσι, μέ­σω τῆς πα­ρο­μοί­ω­σης μέ τά ζῶ­α, σκι­α­γρα­φεῖ­ται αὐ­τό πού ἀρ­γό­τε­ρα ὀ­νο­μά­στη­κε πνευ­μα­τι­κή ἰ­δι­αι­τε­ρό­τη­τα τοῦ ἀν­θρώ­που, χα­ρα­κτή­ρας. Στούς μύ­θους μέ ζῶ­α πε­ρι­γρά­φον­ται τύ­ποι ἀν­θρώ­πι­νης συμ­πε­ρι­φο­ρᾶς.

Ἔ­τσι φτά­νου­με στήν τρί­τη μορ­φή, προ­κει­μέ­νου νά κα­τα­νο­ή­σου­με τή σκο­πι­μό­τη­τα τῆς δη­μι­ουρ­γί­ας τῶν ἀ­φη­ρη­μέ­νων οὐ­σι­α­στι­κῶν. Πρό­κει­ται γιά τό μυ­θι­κό ὄ­νο­μα, τό ὄ­νο­μα δη­λα­δή ἑ­νός θε­οῦ ἤ ἑ­νός δαί­μο­να. Ὁ Ἄ­ρης εἶ­ναι ὁ θε­ός τοῦ πο­λέ­μου ἀλ­λά τό ὄ­νο­μά του ἔ­χει σχε­δόν τή ση­μα­σί­α τοῦ ἀ­φη­ρη­μέ­νου οὐ­σι­α­στι­κοῦ «πό­λε­μος». Ὁ πό­λε­μος εἶ­ναι ἔρ­γο τοῦ Ἄ­ρη. Σέ φρά­σεις ὅ­μως ὅ­πως ἔρ­χε­ται Ἄ­ρης, δέν δι­α­φαί­νε­ται κα­θό­λου κα­τά πό­σον ὁ ὁ­μι­λῶν φαν­τά­ζε­ται ἕ­ναν θε­ό μέ συγ­κε­κρι­μέ­νη μορ­φή. Σέ με­τα­γε­νέ­στε­ρες ἐ­πο­χές προ­σπά­θη­σαν νά ἑρ­μη­νεύ­σουν ἀλ­λη­γο­ρι­κά τους θε­ούς καί θε­ώ­ρη­σαν πώς ἡ Ἀ­φρο­δί­τη εἶ­ναι κα­τ’ οὐ­σί­αν ὁ ἔ­ρω­τας, ἡ Ἀ­θη­νᾶ ἡ σύ­νε­ση καί ὅ­τι ὁ Ὅ­μη­ρος μί­λη­σε μό­νον ποι­η­τι­κῇ ἀ­δεί­ᾳ γιά θε­ούς. Φυ­σι­κά οἱ θε­οί στόν Ὅ­μη­ρο δέν ἀ­πο­τε­λοῦν τέ­τοι­ου εἴ­δους αἰ­σθη­τι­κά βο­η­θη­τι­κά μέ­σα. Πα­ρό­λα αὐ­τά, ἔ­χει κά­ποι­α ἀ­λή­θεια ἡ ἄ­πο­ψη ὅ­τι οἱ θε­οί ἀ­πο­κτοῦν ὀν­τό­τη­τα, ὅ­ταν ταυ­τί­ζον­ται μέ ἀ­φη­ρη­μέ­νες ἔν­νοι­ες. Τά ὀ­νό­μα­τα τῶν θε­ῶν εἶ­ναι συ­χνά καί ρη­μα­τι­κά οὐ­σι­α­στι­κά. Φό­βος ση­μαί­νει ἀρ­χι­κά τόν «τρό­μο»· εἶ­ναι ἐ­πί­σης ἕ­νας δαί­μο­νας πού τρέ­πει σέ φυ­γή. Στήν πε­ρί­πτω­ση αὐ­τή δέν εἴ­μα­στε πάν­το­τε σέ θέ­ση νά δι­α­κρί­νου­με ἄν ἐν­νο­εῖ­ται ὁ θε­ός ἤ τό ἀ­φη­ρη­μέ­νο οὐ­σι­α­στι­κό – κι αὐ­τό μας φέρ­νει, σέ ἀ­μη­χα­νί­α γιά τό ἄν πρέ­πει νά γρά­ψου­με στά κεί­με­νά μας τή λέ­ξη μέ κε­φα­λαῖ­ο ἤ μι­κρό ἀρ­χι­κό. Ἕ­να ὅ­μως δι­α­φο­ρο­ποι­εῖ τόν θε­ό ἀ­πό τήν ἀ­φη­ρη­μέ­νη ἔν­νοι­α, τό ὅ­τι ὁ θε­ός δρᾶ ἄ­με­σα, ἐ­πι­βάλ­λε­ται στόν ἄν­θρω­πο, ἐ­νῶ τό πλή­ρως ἀ­νε­πτυγ­μέ­νο ἀ­φη­ρη­μέ­νο οὐ­σι­α­στι­κό (ὅ­πως φά­νη­κε πα­ρα­πά­νω μέ τήν οὐ­σι­α­στι­κο­ποί­η­ση τοῦ ἐ­πι­θέ­του) εἶ­ναι ὁ στό­χος τῆς ἀν­ρώ­πι­νης σκέ­ψης καί τῆς πνευ­μα­τι­κῆς δρα­στη­ρι­ό­τη­τας.

Τή στιγ­μή αὐ­τή δέν μπο­ρῶ νά δώ­σω κα­μιά συ­στη­μα­τι­κή θε­ώ­ρη­ση τῶν με­τα­φο­ρῶν, τῶν πα­ρο­μοι­ώ­σε­ων, τῶν δι­η­γή­σε­ων μέ ζῶ­α καί τῶν μύ­θων. Ἐ­δῶ ἔ­πρε­πε μό­νο νά φα­νεῖ ὅ­τι οἱ προ­ε­πι­στη­μο­νι­κές μορ­φές σκέ­ψης καί λό­γου ἔ­χουν ἀ­φε­νός πολ­λά κοι­νά μέ τά ἀ­φη­ρη­μέ­να οὐ­σι­α­στι­κά — ἐ­φό­σον ἔ­χουν κοι­νό στό­χο – ἀ­φε­τέ­ρου δι­α­φο­ρο­ποι­οῦν­ται ἀ­πό τά ἀ­φη­ρη­μέ­να οὐ­σι­α­στι­κά, κα­θώς θέ­λουν τόν στό­χο τους νά συν­δέ­ε­ται μέ κά­τι ζων­τα­νό, κά­τι ὀρ­γα­νι­κό, κ.τ.τ. Πε­ρισ­σό­τε­ρο ὅ­μως δέν θά ἀ­σχο­λη­θοῦ­με μ’ αὐ­τό τό θέ­μα, για­τί κα­τα­λή­γου­με στόν ταυ­το­λο­γι­κό καί ἀρ­νη­τι­κό ὁ­ρι­σμό, ὅ­τι τά μή ἀ­φη­ρη­μέ­να οὐ­σι­α­στι­κά δέν εἶ­ναι ἀ­φη­ρη­μέ­να οὐ­σι­α­στι­κά.

Ἴ­σως μπο­ρέ­σου­με νά ἀν­τι­λη­φθοῦ­με καί νά ὁ­ρί­σου­με ἀ­κρι­βέ­στε­ρα τήν ἰ­δι­αι­τε­ρό­τη­τα τῆς ἐ­πι­στι­μο­νι­κῆς γλώσ­σας πού δη­μι­ούρ­γη­σαν οἱ ἀρ­χαῖ­οι Ἕλ­λη­νες, ἄν ἀν­τι­στρέ­ψου­με τά πράγ­μα­τα. Τόν σκο­πό μας αὐ­τό ἴ­σως θά ἐ­ξυ­πη­ρε­τοῦ­σε μιά πα­ρέκ­βα­ση σέ μιά ἐν­τε­λῶς δι­α­φο­ρε­τι­κή ὁ­μά­δα λέ­ξε­ων, στίς προ­θέ­σεις καί τούς συν­δέ­σμους. Οἱ λέ­ξεις αὐ­τές συν­δέ­ουν πα­ρα­στά­σεις το­πι­κά, χρο­νι­κά ἤ αἰ­τι­ο­λο­γι­κά. Ἡ ἱ­στο­ρί­α τῆς γλώσ­σας δεί­χνει ὅ­τι οἱ το­πι­κοί καί σέ πε­ρι­ο­ρι­σμέ­νο βαθ­μό οἱ χρο­νι­κοί προσ­δι­ο­ρι­σμοί εἶ­ναι πα­λαι­ό­τε­ροι ἀ­πό τους αἰ­τι­ο­λο­γι­κούς. Οἱ αἰ­τι­ο­λο­γι­κοί δέν δι­έ­θε­ταν ἐ­ξαρ­χῆς δι­κές τους λέ­ξεις, ἀλ­λά οἱ λέ­ξεις πού τούς δη­λώ­νουν προ­έ­κυ­ψαν ἀ­πό με­τα­βο­λή τῆς ση­μα­σί­ας το­πι­κῶν (ἀλ­λά καί χρο­νι­κῶν) προ­θέ­σε­ων καί συν­δέ­σμων. Στή γλώσ­σα τῆς ἐ­πι­στή­μης καί τῆς φι­λο­σο­φί­ας, φυ­σι­κά, προ­ϋ­πο­τί­θε­ται ἡ ἀρ­χή ὅ­τι οἱ αἰ­τια­κές σχέ­σεις μπο­ροῦν νά ἀ­να­κα­λυ­φθοῦν καί νά δι­α­τυ­πω­θοῦν. Πῶς γί­νε­ται στήν πρά­ξη αὐ­τό; Στά Γερ­μα­νι­κά τό durch ση­μαί­νει ἀρ­χι­κά μί­α το­πι­κή σχέ­ση (durch das Feld), ἐν συ­νε­χεί­ᾳ καί μιά χρο­νι­κή (durch den Tag). Μπο­ρῶ ἐ­πί­σης νά πῶ πώς ὁ Ἀ­λέ­ξαν­δρος γνώ­ρι­σε τόν Ἀ­ρι­στο­τέ­λη μέ­σω τοῦ πα­τέ­ρα του – καί ἐ­δῶ θά ἦ­ταν πα­ρά­λο­γο νά ἐν­νο­ή­σω τό μέ­σῳ (durch) το­πι­κά ἤ χρο­νι­κά. Ἀ­φε­τη­ρί­α γιά μιά τέ­τοι­α χρή­ση ὑ­πῆρ­ξαν προ­τά­σεις ὅ­πως «μέ­σω τοῦ και­νούρ­γιου δρό­μου φτά­νει κα­νείς γρη­γο­ρό­τε­ρα στήν πό­λη». Ἀρ­χι­κά νο­εῖ­ται το­πι­κά ἀλ­λά, ὅ­ταν κα­τα­λά­βου­με ἀ­πό τήν πρό­τα­ση πώς ὁ δρό­μος κα­τα­σκευ­ά­στη­κε γιά νά συν­το­μεύ­σει τήν ἀ­πό­στα­ση πρός τήν πό­λη, τό «μέ­σω» (durch) ἀ­πο­κτᾶ μιά αἰ­τια­κή ση­μα­σί­α. Αὐ­τό εἶ­ναι μιά φο­βε­ρή πα­ρα­νό­η­ση, ἄν πρέ­πει νά ὀ­νο­μά­σου­με πα­ρα­νό­η­ση τό γε­γο­νός ὅ­τι ἡ νέ­α χρή­ση τῆς λέ­ξης δη­λώ­νει τήν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα καί τήν οὐ­σί­α. Ἄν στήν πε­ραι­τέ­ρω ἐ­ξέ­λι­ξη τό «μέ­ςῳ» (durch) ἀ­πο­βά­λει τήν το­πι­κή καί χρο­νι­κή ση­μα­σί­α καί ἀ­πο­κτή­σει σέ συγ­κε­κρι­μέ­να συμ­φρα­ζό­με­να κα­θα­ρά αἰ­τια­κή, τό­τε ἡ ἄ­με­ση σχέ­ση μέ τά πράγ­μα­τα θά ἐ­ξα­φα­νι­στεῖ ἀλ­λά αὐ­τό δέν ση­μαί­νει ὅ­τι τό πραγ­μα­τι­κό, τό ἀν­τι­κει­με­νι­κό θά χα­θεῖ κα­τ’ ἀ­νάγ­κη. Ἀν­τί­θε­τα μπο­ρεῖ νά πα­ρου­σια­στεῖ ἀ­βί­α­στα ὑ­πό ὁ­ρι­σμέ­νες συν­θῆ­κες.

Ἡ φρά­ση «ἐ­πει­δή βρέ­χει, θά μου­σκέ­ψουν ὅ­λα» ση­μαί­νει ἀρ­χι­κά «δι­ό­τι βρέ­χει…»· χα­ρα­κτη­ρί­ζει ἐ­πο­μέ­νως μό­νον τή χρο­νι­κή ὑ­πό­τα­ξη «κα­θώς βρέ­χει…». Οὐ­σι­α­στι­κά ὅ­μως πρό­κει­ται γιά κά­τι πα­ρα­πά­νω». Μό­λις ἀν­τι­λη­φθοῦ­με τό «ἐ­πει­δή» ὡς αἰ­τι­ο­λο­γι­κό, ἀν­τι­λαμ­βα­νό­μα­στε καί τίς ἄλ­λες σχέ­σεις.Ἡ γλώσ­σα τοῦ Ὁ­μή­ρου εἶ­ναι σχε­τι­κά φτω­χή σέ τέ­τοι­ες συν­δε­τι­κές λέ­ξεις μέ αἰ­τι­ο­λο­γι­κή ση­μα­σί­α. Ὅ­που ἐν­νο­οῦν­ται τέ­τοι­ες αἰ­τια­κές σχέ­σεις, ὑ­πο­δη­λώ­νον­ται ὡς ἐ­πί τό πλεῖ­στον ἔμ­με­σα, δη­λα­δή εἴ­τε ἡ σύν­δε­ση δέν δη­λώ­νε­ται κα­θό­λου εἴ­τε χρη­σι­μο­ποι­οῦν­ται λέ­ξεις πού δη­λώ­νουν τό­πο ἤ χρό­νο. Ὁ λό­γος ὅ­μως τῆς φι­λο­σο­φί­ας καί τῆς ἐ­πι­στή­μης κα­θί­στα­ται ἐ­φι­κτός, ὅ­ταν ἡ γλώσ­σα μπο­ρεῖ νά κά­νει αὐ­τήν τή δι­ά­κρι­ση. Αἰ­τι­ο­λο­γι­κούς συν­δέ­σμους καί με­το­χές πλή­ρους ἀ­να­πτυγ­μέ­νες συ­ναν­τοῦ­με ὄν­τως τόν 6ο αἰ­ώ­να, κα­θώς τό­τε δι­α­μορ­φώ­θη­καν ἡ κα­θα­ρή ἔν­νοι­α τοῦ ἀ­ριθ­μοῦ, τό ὁ­ρι­στι­κό ἄρ­θρο, πού χρη­σι­μο­ποι­ή­θη­κε γιά τούς ἀ­φαι­ρε­τι­κούς συλ­λο­γι­σμούς, καί κά­ποι­α ἄλ­λα πράγ­μα­τα.

Προ­φα­νῶς πρό­κει­ται γιά μί­α με­γά­λη ἑ­νια­ία πο­ρεί­α πού ἐ­πι­φέ­ρει αὐ­τήν τή δο­μι­κή με­τα­βο­λή στή γλώσ­σα καί κα­θι­στᾶ δυ­να­τή τήν ἐμ­φά­νι­ση τῆς ἐ­πι­στη­μο­νι­κῆς γλώσ­σας, ἡ ὁ­ποί­α ἀ­πε­λευ­θε­ρώ­νει τόν λό­γο, τήν ἀ­φαι­ρε­τι­κή σκέ­ψη – ἤ ὅ­πως ἀλ­λι­ῶς τό ὀ­νο­μά­σει κα­νείς – ἀ­πό τήν κα­θη­με­ρι­νή γλώσ­σα.

Μπο­ρεῖ ἡ πο­ρεί­α αὐ­τή στή γλώσ­σα νά γί­νει ἀν­τι­λη­πτή μέ ἀ­κό­μα κα­λύ­τε­ρο τρό­πο ἤ του­λά­χι­στον νά πε­ρι­γρα­φεῖ ἀ­κρι­βέ­στε­ρα;

Προ­φα­νῶς πρέ­πει νά ὑ­πάρ­χει κά­τι στήν ἴ­δια τή γλώσ­σα πού νά μπο­ρεῖ νά ἀ­να­πτύσ­σε­ται – φυ­σι­κά εἰς βά­ρος κά­ποι­ου ἄλ­λου – ὥ­στε νά δο­θεῖ ἡ δυ­να­τό­τη­τα νά συγ­κρο­τη­θεῖ ὁ ἐ­πι­στη­μο­νι­κός λό­γος καί σκέ­ψη. Σ’ αὐ­τήν τήν πε­ρί­πτω­ση ἐ­πι­βάλ­λε­ται νά ἀ­να­λύ­σου­με ἐ­ξαν­τλη­τι­κά τή γλώσ­σα.

Πρίν ἀ­πό με­ρι­κά χρό­νια προ­σπά­θη­σα νά πε­ρι­γρά­ψω τή δο­μή τῆς γλώσ­σας μέ γνώ­μο­να αὐ­τά τά ἐ­ρω­τή­μα­τα. Ὅ­πως ὅ­μως δι­α­πί­στω­σα, οὔ­τε οἱ φι­λό­λο­γοι οὔ­τε οἱ φι­λό­σο­φοι ἔ­μει­ναν ἱ­κα­νο­ποι­η­μέ­νοι ἀ­πό τό ἐγ­χεί­ρη­μά μου αὐ­τό. Πι­στεύ­ω πώς μπο­ρεῖ κα­νείς νά ἐν­το­πί­σει στή δο­μή τῆς γλώσ­σας τρί­α στοι­χεῖ­α: τό στοι­χεῖ­ο τῆς ἀ­να­πα­ρά­στα­σης, τῆς ἔκ­φρα­σης καί τῆς προ­θε­τι­κό­τη­τας, τά ὁ­ποῖ­α δι­α­σταυ­ρώ­νον­ται ὅ­που ἤ κυ­ρι­αρ­χί­α ἕ­νος ἐξ αὐ­τῶν σφρα­γί­ζει κά­θε φο­ρά μιά γλωσ­σι­κή μορ­φή. Στό ση­μεῖ­ο αὐ­τό ὑ­πει­σέρ­χον­ται οἱ ψυ­χι­κές λει­τουρ­γί­ες, ὅ­πως τίς εἶ­δαν ὁ Dilthey καί ὁ Buhler. Ἀλ­λά ἀ­πό τήν ἄ­πο­ψη τῆς ψυ­χο­λο­γί­ας, ὅ­πως ἔ­δει­ξε στούς νε­ώ­τε­ρους χρό­νους ὁ Husserl, οἱ λει­τουρ­γί­ες αὐ­τές δέν μπο­ροῦν νά ἀν­τα­γω­νί­ζον­ται τό πε­ρι­ε­χο­μέ­νο τῆς γλώσ­σας, για­τί τό οὐ­σι­α­στι­κό στή γλώσ­σα εἶ­ναι τό πνεῦ­μα, τό πε­ρι­ε­χό­με­νο δη­λα­δή καί ἡ ση­μα­σί­α.

Ὅ­λα ὅ­σα θί­ξα­με μέ­χρι στιγ­μῆς ἴ­σως γί­νουν σα­φέ­στε­ρα ὅ­ταν, ἐ­πί τῇ βά­σει αὐ­τῶν τῶν στοι­χεί­ων, ἑρ­μη­νεύ­σου­με τίς πα­ρα­τη­ρή­σεις πού κά­νει γιά πρώ­τη φο­ρά ἕ­νας ἀρ­χαῖ­ος Ἕλ­λη­νας σχε­τι­κά μέ τό πῶς πρέτ­τει νά δοῦ­με τίς ἰ­δι­ό­τη­τες τῶν πραγ­μά­των, ἄν θέ­λου­με νά κα­τα­νο­ή­σου­με τόν κό­σμο μέ τόν τρό­πο τῶν φυ­σι­κῶν ἐ­πι­στη­μῶν. Ἐ­δῶ φαί­νε­ται σα­φῶς ὁ ρό­λος τῆς γλώσ­σας. Ἀλ­λά πρίν ἀ­πό αὐ­τό ἄς κά­νου­με μιά ἀ­κό­μα σύν­το­μη πα­ρα­τή­ρη­ση γιά τό πῶς ἡ κα­θη­με­ρι­νή γλώσ­σα χει­ρί­ζε­ται τίς ἰ­δι­ό­τη­τες τῶν πραγ­μά­των καί πῶς μπο­ρεῖ κα­νείς νά μι­λή­σει π.χ. γιά μί­α «ἔν­νοι­α» τῶν χρω­μά­των, κα­θώς ἐ­δῶ ἐ­πι­κεν­τρώ­νον­ται οἱ πε­ρισ­σό­τε­ρες ἀν­τιρ­ρή­σεις.

Μέ τίς δη­λώ­σεις τῶν χρω­μά­των κί­τρι­νο, μπλέ, κόκ­κι­νο, κ.ο.κ.. ἔ­χου­με τήν ἀν­τί­θε­ση τῶν ἀ­πο­χρώ­σε­ων πού προσ­λαμ­βά­νουν οἱ αἰ­σθή­σεις μας. Ἄν μπο­ροῦ­με νά σκε­φτοῦ­με μιά ἐ­πι­στή­μη πού ἀ­σχο­λεῖ­ται μέ αὐ­τά τά χρώ­μα­τα τά ὁ­ποῖ­α μᾶς συγ­κι­νοῦν ἰ­δι­αί­τε­ρα, π.χ. τή θε­ω­ρί­α το­ΰ Γκα­ΐ­τε γιά τά χρώ­μα­τα ἤ μί­α ἔ­ρευ­να γιά τό κί­τρι­νο καί τό μπλέ στούς πί­να­κες τοῦ Vermeer van Delft, τό­τε μπο­ρῶ ν’ ἀ­πο­δεί­ξω ὅ­τι τά χρώ­μα­τα ἔ­χουν «ἔν­νοι­α». Ἀλ­λά αὐ­τό δέν ἔ­χει νά κά­νει μέ τίς φυ­σι­κές ἐ­πι­στῆ­μες. Ἡ ἔν­νοι­α ἐ­δῶ ἐ­ξαρ­τᾶ­ται ἀ­πό τό βί­ω­μα, πρό­κει­ται γιά ἐν­τύ­πω­ση, ἔκ­φρα­ση, κ.ο.κ., πράγ­μα­τα δη­λα­δή πού δέν βρί­σκον­ται στόν χῶ­ρο τοῦ ἀν­τι­κει­με­νι­κοῦ. Μπο­ρῶ ὅ­μως νά μι­λή­σω ἐ­πι­στη­μο­νι­κά γιά τήν ἔν­νοι­α τῶν χρω­μά­των, ἄν ἐν­νο­ῶ μ’ αὐ­τό τή σκο­πι­μό­τη­τά τους. Ἄν, γιά πα­ρά­δειγ­μα, πῶ ὅ­τι οἱ ρῶ­γες τῶν στα­φυ­λι­ῶν εἶ­ναι κυ­ρί­ως κόκ­κι­νες γιά νά ἐν­το­πί­ζον­ται ἀ­πό τά που­λιά, ἀν­τι­θέ­τως τά λου­λού­δια εἶ­ναι κυ­ρί­ως μπλέ, κί­τρι­να ἤ ἄ­σπρα γιά νά προ­σελ­κύ­ουν τά ἔν­το­μα. Ἔ­τσι το­πο­θε­τοῦ­με τά χρώ­μα­τα σέ ἐ­κλο­γι­κευ­μέ­νες σχέ­σεις. Ὅ­μως οὔ­τε αὐ­τό ἀ­πο­τε­λεῖ ἀν­τι­κει­με­νι­κή ἐ­πι­στή­μη.

Ἡ ἐ­πι­στή­μη ἐ­πι­δι­ώ­κει νά εἶ­ναι «ἀν­τι­κει­με­νι­κή», θέ­λει δη­λα­δή νά γνω­ρί­σει τόν κό­σμο ὅ­πως αὐ­τός στέ­κε­ται ἀ­νε­ξάρ­τη­τος ἔ­ξω ἀ­πό ἐ­μᾶς. «Ἔλ­λο­γο» δέν εἶ­ναι τί­πο­τα ἄλ­λο πα­ρά τό δυ­νά­με­νο νά με­τρη­θεῖ.

Ὁ πρῶ­τος ἀρ­χαῖ­ος Ἕλ­λη­νας πού ἀν­τι­με­τω­πί­ζει σύμ­φω­να μέ αὐ­τές τίς ἀρ­χές – ἐ­πι­στη­μο­νι­κά» – τίς ἰ­δι­ό­τη­τες τῶν πραγ­μά­των, εἶ­ναι ὁ Δη­μο­κρι­τος. Ἐ­ξη­γεῖ μέ σα­φή­νεια ὅ­τι στήν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα οἱ ἰ­δι­ό­τη­τες δέν ὑ­πάρ­χουν, ὅ­τι πρέ­πει κα­νείς νά τίς ἀ­πο­κλεί­σει γιά νά δεῖ αὐ­τό πού πραγ­μα­τι­κά εἶ­ναι. Κα­τά τόν Δη­μο­κρι­το, πραγ­μα­τι­κά εἶ­ναι μό­νον τά ἄ­το­μα, τά ὁ­ποῖ­α δι­α­φο­ρο­ποι­οῦν­ται με­τα­ξύ τους ἐ­ξαι­τί­ας τοῦ γε­ω­με­τρι­κοῦ τους σχή­μα­τος.

Τί συμ­βαί­νει ἐ­δῶ; Μᾶς ἀ­ρέ­σει τό γλυ­κό μέ­λι – ὁ Δη­μο­κρι­τος κά­νει λό­γο γιά τό γλυ­κύ. Μέ τήν οὐ­σι­α­στι­κο­ποί­η­ση τοῦ ἐ­πι­θέ­του, ἀ­πό μί­α ἰ­δι­ό­τη­τα πού ὑ­πῆρ­χε στό ἀν­τι­κεί­με­νο φτιά­χνει ἕ­να δι­κό του ἀν­τι­κεί­με­νο, ἕ­να ἀ­φη­ρη­μέ­νο οὐ­σι­α­στι­κό. Καί ἀ­πό τά δι­α­φο­ρε­τι­κά γνω­ρί­σμα­τα πού μπο­ρεῖ νά ὑ­πάρ­χουν σέ δι­ά­φο­ρα ἀν­τι­κεί­με­να φτιά­χνει ἕ­να ἀ­κό­μη «γε­νι­κό­τε­ρο» ἀν­τι­κεί­με­νο, τήν ἰ­δι­ό­τη­τα. Ἔ­τσι ὑ­πο­στη­ρί­ζει ὅ­τι αὐ­τό πού θά δη­λω­νό­ταν μέ τήν οὐ­σι­α­στι­κο­ποί­η­ση, δέν ὑ­πάρ­χει στήν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Στήν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ὑ­πάρ­χουν μό­νον τά ἐ­λά­χι­στα τμή­μα­τα ὕ­λης – ἑ­πο­μέ­νως τά πο­λύ μι­κρά ἀν­τι­κεί­με­να – πού δι­α­φο­ρο­ποι­οῦν­ται με­τα­ξύ τους ἀ­πό τό δι­α­φο­ρε­τι­κό τους σχῆ­μα, τό ἕ­να εἶ­ναι στρογ­γυ­λό, τό ἄλ­λο αἰχ­μη­ρό, κ.ο.κ.

Ἑ­πο­μέ­νως δέν χά­νον­ται ὅ­λες οἱ ἰ­δι­ό­τη­τες. Μέ­νουν μᾶλ­λον ἐ­κεῖ­νες πού ἀ­φο­ροῦν στό γε­ω­με­τρι­κό σχῆ­μα. Ἀ­πό τό σχῆ­μα αὐ­τό, πού εἶ­ναι ἀν­τι­κει­με­νι­κό καί πραγ­μα­τι­κό, ἀ­πο­δε­χό­μα­στε ὅ,τι μπο­ρεῖ νά συλ­λη­φθεῖ μα­θη­μα­τι­κά. Αὐ­τό τό μα­θη­μα­τι­κό στοι­χεῖ­ο ὑ­περ­βαί­νει ὅ­μως καί τήν κα­θη­με­ρι­νή γλώσ­σα καί τήν ἀ­λή­θεια πού μπο­ρεῖ νά δι­α­πι­στω­θεῖ ἐμ­πει­ρι­κά, κα­θώς δί­νου­με ὁ­πωσ­δή­πο­τε βά­ρος στίς λέ­ξεις, ὅ­πως εἴ­δα­με καί στήν πε­ρι­πτω­ση τοῦ ἀ­πεί­ρου. Οἱ ἔν­νοι­ες «στρογ­γυ­λό» ἤ «εὐ­θύ» δη­λώ­νουν τό στρογ­γυ­λό ἤ εὐ­θύ κα­τά τέ­τοι­ο τρό­πο ὥ­στε αὐ­τά νά μήν ὑ­πάρ­χουν πλέ­ον στόν κό­σμο.

Ἡ τά­ση γιά ἀν­τι­κει­με­νι­κο­ποί­η­ση ὑ­πο­λαν­θά­νει στήν ἀρ­χαί­α Ἑλ­λη­νι­κή ἐ­πι­στη­μο­νι­κή γλί­οσ­σα, κα­θώς ἡ ἀρ­χαί­α ἑλ­λη­νι­κή ἔν­νοι­α τῆς γνώ­σης κα­θο­ρί­ζε­ται ἀ­πό τήν ὅ­ρα­ση καί ἀ­πό τή γνώ­ση πού ἀ­πο­κτᾶ­ται μέ­σω αὐ­τῆς. Ἡ ὅ­ρα­ση εἶ­ναι κυ­ρί­ως ἡ ἔν­νοι­α μέ­σω τῆς ὁ­ποί­ας μᾶς πα­ρου­σι­ά­ζον­ται τά πράγ­μα­τα ἀν­τι­κει­με­νι­κά, ἔ­ξω ἀ­πό μᾶς. Ἡ ἀ­φαί­ρε­ση, αὐ­τό τό θε­με­λι­ῶ­δες μέ­σο γιά τή δη­μι­ουρ­γί­α κα­τάλ­λη­λων φι­λο­σο­φι­κῶν καί ἐ­πι­στη­μο­νι­κὼν ἐν­νοι­ῶν, ἱ­δρύ­ει καί αὐ­τή ἀν­τι­κεί­με­να. Ὅ,τι μπο­ρεῖ νά συλ­λη­φθεῖ ἀρ­χι­κῶς ὡς ἐ­πί­θε­το ἤ ρῆ­μα δέν με­τα­τρέ­πε­ται, μέ τήν οὐ­σι­α­στι­κο­ποί­η­ση τοῦ ἐ­πι­θέ­του ἤ τοῦ ρή­μα­τος, σέ κα­τ’ οὐ­σί­αν ἀν­τι­κεί­με­νο, ἀλ­λά σέ ἀν­τι­κεί­με­νο τῆς σκέ­ψης. Ἔ­τσι δι­ευ­ρύ­νε­ται ἡ λε­ξι­λο­γι­κή κα­τη­γο­ρί­α πού στήν προ­ε­πι­στη­μο­νι­κή γλώσ­σα χρη­σι­μεύ­ει προ­παν­τός γιά νά πα­ρα­στή­σει τόν κό­σμο στήν πλη­ρό­τη­τά του καί δη­μι­ουρ­γοῦν­ται και­νούρ­για ἀν­τι­κεί­με­να στά ὁ­ποῖ­α μπο­ρεῖ κα­νείς νά προσ­δώ­σει μιά πιό ἀν­τι­κει­με­νι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ἀ­πό αὐ­τήν τα­ῶν ὑ­λι­κῶν ἀν­τι­κεί­με­νων.

Ἡ γλώσ­σα εἶ­ναι τό πε­δί­ο ὅ­που πάν­τα συ­ναν­τῶν­ται οἱ δι­ά­φο­ρες νο­η­τι­κές λει­τουρ­γί­ες καί πάν­τα θά μπο­ροῦν ἐκ νέ­ου νά συ­ναν­τῶν­ται. Ἡ ἐ­πι­στη­μο­νι­κή ὅ­μως γλώσ­σα βα­σί­ζε­ται στό ὅ­τι σέ αὐ­τήν προ­βάλ­λε­ται τό ἀν­τι­κει­με­νι­κό, ἀ­να­πα­ρα­στα­τι­κό στοι­χεῖ­ο τό­σο ἔν­το­να, ὥ­στε συν­θλί­βει σέ ἀρ­κε­τά με­γά­λο βαθ­μό αὐ­τό πού ὀ­νο­μά­ζου­με ἐν πολ­λοῖς «γλώσ­σα».

Ὁ φι­λό­λο­γος μπο­ρεῖ, ὅ­ταν ἐ­ξε­τά­ζει μιά ἐ­πι­στη­μο­νι­κή γλώσ­σα, νά ἀ­πο­ρή­σει σέ τί μᾶς ὠ­φε­λεῖ μιά τέ­τοι­α χρή­ση τῆς γλώσ­σας. Τό γε­γο­νός ὅ­μως ὅ­τι ὠ­φε­λού­μα­στε – καί γι’ αὐ­τό δέν πρέ­πει ν’ ἀμ­φι­βάλ­λου­με κα­θό­λου – μᾶλ­λον ὀ­φεί­λε­ται στό ὅ­τι ἡ γλώσ­σα μᾶς προ­σφέ­ρε­ται γιά τέ­τοι­ες πε­ρι­πέ­τει­ες. Του­λά­χι­στον οἱ ἀρ­χαῖ­οι Ἕλ­λη­νες, πού ἔ­χουν ἐκ­φρα­στεῖ μέ σκε­πτι­κι­σμό γιά τίς δυ­να­τό­τη­τές της, τόλ­μη­σαν νά τήν δο­κι­μά­σουν σ’ αὐ­τούς τούς τρό­πους.

[1] Ὅλους αὐτούς τούς ὅρούς ἐξέτασε ὁ Κ. v. Fritz σέ τρεῖς μελέτες του: «Νοῦς άπό νοεῖν in the Homeric poems», Class. Philol. 38, 1943 , σσ. 79-93· «Νοῦςνοεῖν and their derivatives in Pre-Socratic philosophy I», ὅ.π. 40, 1945, σσ. 223-242·
II, ὅ.π. 41, 1946, σσ. 12-34. Ἐπίσης πρβλ. Gert Plambock, Erfassen, Gegenwartigen, Innesein. Aspekte homerischen Psychologie, διατρ. Kiel 1959 (δακτυλογρ.). 
[2] Δέν μπορῶ φυσικά νά ὑπεισέλθω σέ ζητήματα ἰατρικῆς πού ἀνακύπτουν ἐδῶ. Ἄν εἶναι ὁ ἐγκέφαλος πού κυβερνᾶ, τότε κανείς δέν θά ἰσχυριζόταν πώς οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες στήν ἐποχή τοῦ Ὁμήρου δέν διέθεταν πλήρως ἀνεπτυγμένο ἐγκέφαλο. Τό ζήτημα εἶναι κατά πόσον μπόρεσαν συνειδητά νά τόν θέσουν σέ δραστηριότητα καί νά τόν δοκιμάσουν. Λέξεις γιά τό «ἐρευνῶ» ἔχουμε στά ἀρχαῖα ἑλληνικά του 5ου αἰώνα π.Χ.: δίζημαι στόν Ἡράκλειτο Β 101 (στόν Ὅμηρο «ἀναζητῶ μέ τά μάτια κάποιον, ἐπιθυμῶ, ζητῶ κάποιον, ἐπιδιώκω κάτι. προσπαθῶ νά κερδίσω»)· ἐρευνάω ἀπό τόν Πίνδαρο καί τόν Αἰσχύλο καί στό ἑξῆς (στόν Ὅμηρο «ἀνιχνεύω, ἰχνηλατῶ»)· ζητῶ ἀπό τόν Πλάτωνα καί τόν Ξενοφώντα καί στό ἑξῆς (στόν Ὅμηρο «ἀναζητῶ»)·ἱστορέω ἀπό τόν Αίσχύλο καί στό ἑξῆς· πεύθομαι/πυνθάνομαι στόν Ὅμηρο σημαίνει «μαθαίνω κάτι, ζητῶ πληροφορίες γιά κάτι». 
[3] Γιά τό ἐρώτημα τῆς Σαπφοῦς «Ποιό εἶναι τό ὡραιότερο;» (16L-P), τόν προβληματισμό τοῦ Ἀλκαίου γιά τόν «πραγματικό» φίλο (333L-P) καί τοῦ Σιμωνίδη γιά τόν «ἀληθινά» ἀγαθόν ἄνθρωπο (4D), βλ. Aufbau der Sprache (2η ἔκδ.), 188, καί Poetry and Society, 34, 47 καί 51. 
[4] Γιά τό ὅτι ἡ ἔννοια «λιοντάρι» εἶναι δυνατή, ἐπειδή τό οὐσιαστικό ὡς κατηγορούμενο ἔχει «γενική» σημασία, βλ. Ἡ Ἀνακάλυψη τοῦ Πνεύματος, ὅ.π., σσ. 300-301.

 πηγή: περιοδικό  Ίνδικτος