ΕΤΙΚΕΤΕΣ

ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΤΟΥ ΣΥΛΛΟΓΙΚΟΥ ΑΤΟΜΟΥ ΚΑΙ ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΚΟΙΝΟΤΙΣΜΟΣ


 Η  σύγχρονη  ελληνική φιλοσοφία,  ως προς  την οντολογία  της, αναπτύσσει  συνδυαστικά στις βάσεις της όλους εκείνους  τους εννοιολογικούς  διαχρονικούς  όρους, από την αρχαία  μέχρι  και την  νεότερη  ελληνική  φιλοσοφία, που  αποτέλεσαν  ιδιαίτερα  δομικά  συστατικά  για  την επιστημονική  της  ουσιαστική  θεμελίωση, για  αυτό  και  η  οντολογία  της  συμπεριλαμβάνει  προτάσεις  για  όλα  τα κομβικά  φιλοσοφικά  ζητήματα  που απασχόλησαν  τους  φιλοσόφους  από  την  αρχαϊκή  εποχή  μέχρι  και σήμερα. Στη σύγχρονη  δομή  της  αναγκαστικά  εμπλέκει  και  θεολογικές  (όχι  θρησκευτικές) αναφορές  ή  ορολογίες, εφόσον  από  τις  απαρχές  της  (ως πρώτη θεολογία-Αριστοτέλης) μέχρι  και τις μέρες μας  θέτονταν  ζητήματα  ουσίας του όντως όντος (Θεότητα και ανθρωπότητα), προκειμένου  να αποπειραθεί  ο  σχηματισμός  μιας  συνολικής  αποκρυσταλλωμένης εικόνας  για  την  ουσιαστική σχέση  μεταξύ   νοείν και  είναι.  



Επομένως  η ελληνική  σκέψη, η  ελληνική φιλοσοφία  (που  διένυσε ένα  πρωτοφανές, λαμπρό και   συναρπαστικό  ταξίδι  μέσα  στο  χρόνο,  επηρεάζοντας  θεμελιακά  την παγκόσμια  φιλοσοφική σκέψη  είτε  αφομοιώνοντας  στοιχεία  από ποικίλα  ρεύματα ιδεών),  αποτέλεσε  την  έκλαμψη φανέρωσης  του  ίδιου  του  ανθρώπινου  συστηματικού  λόγου  αντανακλώντας  μεθοδικά  το  θαυμασμό  και  τον προβληματισμό  που γεννούσε  κάθε φορά  το  πολιτικό, κοινωνικό, οικονομικό και  πνευματικό  επίπεδο  των λαών  και των πολιτισμών που  μετήλθαν την ελληνική  γλώσσα  και  κουλτούρα  στο μεσογειακό  και  στο νότιο ανατολικοευρωπαϊκό  χώρο. Η  σύγχρονη  ελληνική  φιλοσοφία  έτσι έχει τη δυνατότητα  να  θέσει  τις βάσεις για τη συγκρότηση  μιας  κοινωνικής  οντολογίας  που θα  ανοίξει  νέους ορίζοντες για  τη σύγχρονη κοινωνία  και το σύγχρονο άνθρωπο,  προκειμένου  να  επιτευχθεί  η  πραγμάτωση  σύζευξης  του ατομικού  με το συλλογικό  είναι, να αληθεύει  ο βίος ως κοινός  βίος.

Η κοινωνιοκεντρική  οντολογία

Η σύγχρονη  ελληνική  φιλοσοφία εισηγείται την κοινωνιοκρατία  τονίζοντας την ετερότητα, την ιδιαιτερότητα και την διαφορετικότητα του προσώπου. Ο όρος «συλλογικό άτομο» σημαίνει το συγκεκριμένο ον, την ύπαρξη σε αντιδιαστολή προς την έννοια «ουσία». Για παράδειγμα, η ανθρωπότητα είναι μια ουσία, αλλά ο άνθρωπος είναι πρόσωπο ή η θεότητα είναι μια ουσία, αλλά οι θεοί αποτελούν μια κοινότητα ουσιών, του Ενός. Η ουσία δηλώνει το γενικό, καθολικό, αόριστο, απρόσωπο και άχρονο, ενώ αντιθέτως το συλλογικό άτομο είναι το ορισμένο και συγκεκριμένο ον, το ενυπόστατο, ειδικό και μερικό, η ύπαρξη. Το συλλογικό άτομο διακρίνεται από μια τριπλή ιδιότητα που είναι η μοναδικότητα, η ετερότητα και η αναφορικότητα. Η πρώτη ιδιότητά του, δηλαδή η μοναδικότητα, είναι ποσοτική, ενώ οι δυο άλλες, η ετερότητα και η αναφορικότητα, είναι ποιοτικές ιδιότητες του συλλογικού ατόμου.

1. Η μοναδικότητα ως ποσοτική ιδιότητα του σημαίνει την μονάδα. Το συλλογικό άτομο είναι κατ' αρχήν μια μονάδα είτε πρόκειται για το θείο είτε για το ανθρώπινο. Το συλλογικό άτομο είναι μοναδικό και ανεπανάληπτο ον. Κανένας άνθρωπος στον κόσμο δεν μοιάζει με κανέναν άλλον συνάνθρωπό του, όντας μοναδικός και ανεπανάληπτος. Ακόμα και τα αδέλφια διαφέρουν, τόσο τα δίδυμα όσο και τα σιαμαία ακόμα. Οι απόγονοι, επίσης, διαφέρουν από τους προγόνους, τα παιδιά δεν μοιάζουν στους γονείς, παρότι κατάγονται από αυτούς, ωστόσο διαφοροποιούνται από αυτούς ακόμα και στις λεπτομέρειες των φυσιογνωμικών χαρακτηριστικών τους.  Όσες ομοιότητες ανακαλύψουμε, άλλες τόσες ανομοιότητες θα επισημάνουμε κάθε φορά που συγκρίνουμε προσεκτικά τους εξ αίματος συγγενείς δυο διαφορετικών γενεών. Κάτι ανάλογο ισχύει στην θεότητα με το αγέννητον, το γεννητόν και το εκπορευτόν των τριαδικών μορφών σε όλα τα επίπεδα της ορφικοπυθαγόρειας - πλατωνικής θεολογίας. 

2. Η ετερότητα είναι η άλλη κατά πολύ σημαντικότερη ποιοτική ιδιότητα του συλλογικού ατόμου, που συνιστά την ταυτότητά του. Το συλλογικό άτομο δεν είναι μοναδικό αλλά και ανεπανάληπτο μέσα στο χρόνο. Η διαφορά είναι που το συνιστά. Ετερότητα σημαίνει ιδιαιτερότητα και διαφορετικότητα. Το ίδιον, το ιδιάζον, το ιδιαίτερο, το διαφορετικό και το αλλιώτικο προσδίδουν σε αυτό ποιότητα και ταυτότητα. Η ετερότητα είναι η ταυτότητά του. Συλλογικό άτομο δεν γίνεται ό,τι είναι αλλά αντιθέτως  είναι ό,τι γίνεται, αυτό που γίνεται. Τελικά το συλλογικό άτομο δεν είναι, αλλά γίνεται. Σε αυτό προσιδιάζει το «γίγνεσθαι» αντί του «είναι», δεν πρόκειται για την ουσία, αλλά για το υπερούσιο, δηλαδή το υπεράνω της ουσίας, το πέραν και επέκεινα αυτής. Εδώ εδράζεται η νεώτερη διαφοροποίηση μεταξύ συλλογικού ατόμου και ατόμου. Κοινός παρονομαστής τους είναι η αντίθεση τους προς την έννοια της ουσίας. Τόσο το συλλογικό άτομο όσο και το άτομο χαρακτηρίζονται από μοναδικότητα και ετερότητα.

3. Η αναφορικότητα είναι που προσιδιάζει στο συλλογικό άτομο και απουσιάζει από το άτομο. Το πρώτο είναι αναφορικό, δηλαδή αναφέρεται στο άλλο του, σχετίζεται με αυτό, κοινωνεί και επικοινωνεί, μετέχει και συμμετέχει (ενυπάρχει  σε  κοινότητα). Αντιθέτως το άτομο είναι μοναδικό και ανεπανάληπτο χωρίς επικοινωνία, συμμετοχή, αναφορά και σχέση, όπως είναι το συλλογικό άτομο. Στο άτομο ταιριάζει η σχάση και στο συλλογικό άτομο αρμόζει η σχέση. Η καισαρική τομή μεταξύ πρώτου και δεύτερου είναι η αναφορικότητα. Ον με σχέση είναι συλλογικό άτομο. Ον χωρίς σχέση είναι άτομο. Η ατομικότητα αναιρεί την αναφορικότητα και η σχεσιακότητα καθορίζει το συλλογικό άτομο. Ο άνθρωπος γεννιέται άτομο και γίνεται συλλογικό άτομο. Η ύπαρξη γεννάται ως άτομο και αναγεννάται ως συλλογικό άτομο.  Το άτομο έχει υπόσταση χωρίς έκσταση, δηλαδή υπάρχει και υφίσταται χωρίς να εξέρχεται από τα όρια του εγώ του και χωρίς να θραύει τα δεσμά του εαυτού του. Αντιθέτως το συλλογικό άτομο είναι υπόσταση με έκσταση, υπάρχει μόνο επειδή, εάν, εφόσον και ενόσω συνυπάρχει με το άλλο του, το αλλιώτικο, το διαφορετικό, το «έτερον», το άλλως άλλο, το αλλιώτικα άλλο, το εντελώς άλλο. Στο άτομο η ουσία υποστασιάζεται χωρίς να εκστασιάζεται, ενώ στο συλλογικό άτομο η ουσία υποστασιάζεται και εκστασιάζεται ταυτοχρόνως, δηλαδή υφίσταται για να εξίσταται. Παρότι η μοναδικότητα και η ετερότητα χρειάζονται για την εννοιολόγηση του ατόμου και του συλλογικού ατόμου εξίσου, ωστόσο μόνο η αναφορικότητα είναι που διακρίνει κατ' εξοχήν το συλλογικό άτομο τόσο έναντι της ουσίας όσο κι έναντι του ατόμου.