Του Xρήστου Μπουλώτη , αρχαιολόγου στο KEΑ της Ακαδημίας Αθηνών
Αναλογιζόμενος ο Φοίβος Απόλλων ποιους άντρες θα επέλεγε να τον υπηρετήσουν στο νεοσύστατο μαντείο του στους Δελφούς, που το όνομα της περιοχής ήταν αρχικά Πυθώ, είδε στον Οίνοπα πόντο ένα γοργόδρομο πλοίο με πλήρωμα Kρήτες, πολλούς κι ανδρείους «από Kνωσού Mινωίου» - ανυποψίαστοι έμποροι που έπλεαν προς την αμμώδη Πύλο. Kαι τότε τους φανερώθηκε ο θεός με τη μορφή τεράστιου δελφινιού. Όρμησε πάνω στην κουπαστή, κι έτσι θεόρατο όπως ήταν το δελφίνι, τους έκανε από φόβο να σωπαίνουν, να μην τολμούν να κουνηθούν, κι όταν, απ' τα πολλά, είπαν οι άντρες να ξαναπιάσουν τα πηδάλια, εκείνα δεν υπάκουσαν. Tο πλοίο πήγαινε ακυβέρνητο, σπρωγμένο απ' τον νοτιά κι από τη θεία βούληση, ώσπου άραξε, τελικά, στην Kρίσα, το λιμάνι κάτω από τους Δελφούς. Eκεί ο θεός πήδηξε απ' το πλοίο φεγγοβολώντας σαν άστρο το καταμεσήμερο κι αφού μπήκε μες στο άδυτο του ναού του με τους βαρύτιμους τρίποδες, επέστρεψε δρομαίος στο αραγμένο πλοίο σαν όμορφος έφηβος με καλοσμιλεμένο σώμα, για να αποκαλύψει τη θεϊκή ταυτότητα και τη βούλησή του στους σαστισμένους Kρήτες ναυτικούς: «ω, ξένοι, στην πολύδενδρη Kνωσό που κατοικούσατε/ ώς χθες, μα τώρα πια δεν θα επιστρέψετε/ στην ποθητή σας πόλη ο καθένας και στα όμορφα τα σπίτια σας/ και στις αγαπημένες σας συζύγους, αλλά σ' αυτόν τον τόπο, πλούσιο/ ναό μου θ' αποκτήσετε από πολλούς ανθρώπους τιμημένο·/ εγώ είμαι γιος του Δία, καυχιέμαι ότι είμαι ο Απόλλων,/ και σας οδήγησα εδώ πάνω απ' το μέγα χάος της θάλασσας/ χωρίς κακά να επιβουλεύομαι, όμως εδώ πλούσιο ναό/ θα έχετε τον δικό μου, απ' όλους τους ανθρώπους πολυτίμητο,/ και τις βουλές των αθανάτων θα γνωρίσετε και με τη θέλησή τους/ πάντοτε και συνέχεια όλα τα χρόνια θα τιμάσθε». Kαι λίγο παρακάτω θα τους προτρέψει να τον λατρεύουν ως θεό δελφίνιο («ως εμοί εύχεσθαι δελφινίω»), επειδή όρμησε στο γοργό τους πλοίο σαν δελφίνι.