Είναι αλήθεια πως η έννοια της διαλεκτικής έχει υποστεί, μέσα στην ιστορία της φιλοσοφίας, μια απείρως πολλαπλή χρήση που όχι σπάνια περικλείει και κατάχρηση. Δεσπόζουσα ωστόσο παραμένει η εκτίμηση ότι η διαλεκτική εκφράζει τη δυνατότητα του ανθρώπου να λέγει τις έννοιες και να δια-λέγεται με αυτές. Επειδή όμως συμβαίνει οι έννοιες να αποτυπώνουν ή να απηχούν, στον ένα ή στον άλλο βαθμό, αντικειμενικές πραγματικότητες, το διαλέγεσθαι με έννοιες αναδύεται στην αισθητή προφάνεια του σκεπτόμενου ανθρώπου ως ένας διάλογος ανάμεσα στην εξωτερικότητα και την εσωτερικότητα, στην εαυτότητα και την ετερότητα, στο φαίνεσθαι και το Είναι· εν τέλει ανάμεσα στην ίδια τη φιλοσοφία ως αντικειμενική μέθοδο σκέψης και στην αυτo-επαλήθευσή της ως τέτοιας μεθόδου.
Από αυτή την άποψη, φιλοσοφία και πραγματικότητα εκφράζουν μια ενιαία κίνηση, που περιέχει αντιφάσεις και αποκλίσεις, διαφοροποιήσεις και ταυτότητες, διαμορφώσεις και παραμορφώσεις· στην αναλογία όμως που αυτή η κίνηση αναζητά την αλήθεια μέσα στην ολότητα, «αναδύεται στην ύπαρξη ως η έννοια που έχει αυτογνωσία, που έχει για αντικείμενο τον εαυτό της»[1], ήτοι αυτό-εξελίσσεται σε «απόλυτη δύναμη του Λόγου»[2] και πασχίζει να πείθει τους ανθρώπους να ακολουθούν το ενέργημά της και να βρίσκουν σ’ αυτό «τη δύναμη της επικοινωνίας»[3]. Έχει δε ιδιαίτερη σημασία η αναζήτηση επικοινωνιακής βάσης στην εργασία της έννοιας, διότι η εργασία τούτη θέτει προς έρευνα όχι μόνο το θετικό, το προφανές, το άμεσο ή το συγκεκριμένο, αλλά και το αρνητικό, το αδιόρατο, το απροσδιόριστο, το αφηρημένο. Αυτή η εργασία, κατά συνέπεια, πραγματοποιεί τη μοναδική δυνατότητα διαμεσολάβησης του θετικού από το αρνητικό ως το άλλο του εαυτού του, του απροσδιόριστου από το προσδιορισμένο του άλλο, του εσωτερικού από το εξωτερικό του εαυτού του κ.λπ.
Πρόκειται στ’ αλήθεια για μια Λογική διαμεσολάβηση που εκτυλίσσεται ως αλληλοπροσδιορισμός μορφής και περιεχομένου και ως αυτοκατανόηση του εαυτού μέσα από την ετερότητά του· έχοντας μια τέτοια βάση ως αφετηρία ο Χέγκελ επιχειρεί να αναδείξει το διαλεκτικό στοιχείο περνώντας σα θύελλα μέσα από τον Καντ[4]. Σε ένα επίπεδο γενικής κατίσχυσης της διαλεκτικής, η εγελιανή σκέψη ανα-γνωρίζει τη διαφορά ως αναφορά, ακόμη και αν η τελευταία μέσα στο περιβάλλον της αμεσότητας της διαφοράς δεν είναι ακόμα ευκρινής: ό,τι υπόκειται σε διαφοροποίηση, υφίσταται την εμπειρία της αυτο-αναφοράς, και ό,τι υπόκειται σε αυτο-αναφορά, υφίσταται την εμπειρία της διαφοροποίησης. Γιατί συμβαίνει αυτό; Επειδή το όλο δεν έρχεται σε ύπαρξη -και συνακόλουθα δεν μπορεί να συλλαμβάνεται- ως κάτι το άμεσα δεδομένο, ως ένα έτοιμο ολοκλήρωμα αλήθειας, αλλά ως μια δυναμικά αυτό-αναπτυσσόμενη κατάσταση, της οποίας το ξεκίνημα και το τέλος, παρά τη χρονική διαδοχή τους, είναι Λογικοί όροι εν κινήσει· γίνονται δε προσιτοί στη γνώση μέσα από τον παλμό του εκάστοτε προσδιορισμού τους. Βρισκόμαστε λοιπόν εντός και εκτός μιας φιλοσοφικής πράξης που τελεί σε ένταση Λόγου και σε ρυθμό δια-Λόγου· γι’ αυτό και δεν εξαντλεί τα νοήματά της σε προτασιακές μορφές της τυπικής Λογικής.
Είμαστε εντός μιας τέτοιας φιλοσοφικής πράξης ως σκεπτόμενο υποκείμενο, το οποίο ενσαρκώνει δυνάμει τη ρεαλιστική πραγμάτωση του Λόγου· είμαστε συγχρόνως εκτός ως το υποκείμενο που ορέγεται τη γνώση και προσπαθεί να εισδύσει στον νοηματικό κόσμο του Λόγου μέσα από ό,τι πιστεύει ότι γνωρίζει ή ότι είναι, προκειμένου να φτάσει σε ό,τι ακόμα δεν γνωρίζει τι είναι. Σε ένα ευρύτερο πλαίσιο, αυτό υποδηλώνει ότι η διαλεκτική άποψη της εγελιανής φιλοσοφίας είναι ευθέως αντίθετη με την εργαλειακή χρήση του Λόγου, γιατί η τελευταία αποδυναμώνει τη θεμελιώδη συνοχή της γνωσιακής σχέσης εν ονόματι μιας σχηματικής σύλληψης των αντικειμένων. Ενόσω η σκέψη εργάζεται με ακίνητες μορφές, δεν συνυπολογίζει την υπόρρητη αλληλονοηματοδότηση των μορφών εν γένει και συμφύρει την «αυτοπροσδιοριζόμενη διαφορά»[5] τους σε μια θεώρηση χωρισμού του συγκεκριμένου και διαχωρισμού των προσδιορισμών του[6]. Στην πράξη μια τέτοια εργαλειακή αποστράγγιση του Λόγου ανάγει σε «ύψιστο επίτευγμα» διαλεκτικής κατανόησης το γνωστό αποστεωμένο σχήμα: «θέση-αντίθεση-σύνθεση», που ορισμένοι όψιμοι αλλά και πρώιμοι αμπελοφιλόσοφοι, «εξειδικευμένοι» ουσιωδώς στις α-νοησίες της μαζικής κουλτούρας, αποδίδουν με πολύ ελαφρότητα στον Χέγκελ.
Η διαλεκτική για τον φιλόσοφο δεν αποτελεί απλώς εσωτερική υπόθεση της δικής του φιλοσοφίας αλλά και αποτελεσματικό τρόπο προσέγγισης του φιλοσοφικού στοχασμού συνολικά από τον Ηράκλειτο ως τον Καντ: η κριτική ανάγνωση της καντιανής φιλοσοφίας δεν τον εμποδίζει να απελευθερώνει όλη την εκρηκτική δύναμη που περικλείει το Εγώ σκέπτομαι (=ich denke) του Καντ και να την εντάσσει σε μια εξελικτική διαδικασία του ίδιου του φιλοσοφικώς σκέπτεσθαι· μια διαδικασία που επιχειρεί να αναδείξει ενδογενείς σχέσεις των φαινομένων ή των πραγμάτων και να αποκαταστήσει την ουσία τους ως εσωτερική αντιστοιχία ανάμεσα στη ρεαλιστική τους έκφραση και στην ιδεατή τους σύλληψη. Σε ένα τέτοιο περίπου περιβάλλον σκέψης η καντιανή άποψη της φιλοσοφίας αποτιμάται από τον Χέγκελ κυριολεκτικά ως μια «επανάσταση στον τρόπο σκέψης», η οποία οφείλει να ολοκληρώνεται. Η ολοκλήρωσή της συνάπτεται με την αναγκαιότητα να εγκαθίσταται μέσα στη ζωή ένας κόσμος του γνωρίζειν που μεθοδικά κατανοεί τα πράγματα μέσω κρίσεων, συλλογισμών και δια-Λογικών συνθέσεων. Η ριζοσπαστικοποίηση του τρόπου σκέψης συνίσταται στο να αναζητήσει το μεθοδικό ξεκίνημα της φιλοσοφίας όχι σε αυτό που άμεσα φαίνεται να είναι το πραγματικό, αλλά στην αναφορική σχέση του υποκειμένου προς αυτό το φαινομενικό Είναι: η πραγματικότητα δεν στέκεται άτεγκτα εδώ για να κατευθύνει τη δική μας μέθοδο γνώσης, αλλά αποτελεί μια τροπικότητα αυτής της μεθόδου· δηλαδή υποσημαίνει τρόπους να θέτουμε ή να παραθέτουμε τα πράγματα.
Ξεκινώντας από μια τέτοια αφετηρία, ο Καντ καλλιεργεί το πνεύμα της κρτικής του Λόγου και αποφαίνεται πως ο κόσμος δεν αποτελείται, ιδωμένος ευρύτερα, από αντικείμενα αλλά από υποκείμενα, έτσι ώστε η αντικειμενικότητα (Objektivität) να προσδιορίζεται ως εκείνο που μπορεί και πρέπει να κατανοείται από το υποκείμενο. Εκ πρώτης όψεως μια τέτοια θέση παραπέμπει στην ανυπόθετη ανατίμηση της υποκειμενικότητας μέσα από την προβολή της κριτικής του Λόγου και την αντίστοιχη γνωσιμότητα του κόσμου: ό,τι δείχνει να καθιδρύεται ως μια επιστημονικά τεκμηριωμένη αντικειμενικότητα δεν είναι παρά ο δυνατός κόσμος της μέγιστης αξιωματικά ταυτότητας του υποκειμένου που ανταποκρίνεται στο συστατικό και συστηματικό ενεργείν αυτής τούτης της σκέψης μας. Η τελευταία δεν τελεί σε ανεπίκαιρη αντί-θεση (Entgegensetzung) με τον κόσμο αλλά συνιστά την αποφασιστική του «επένδυση»: όσο πιο επιστημονικά θεμελιώνεται αυτός τόσο υπόκειται στην ισχύ της «επένδυσης» που εκφράζει.
Γι’ αυτό, το να παραβλέπουμε ότι τα αντικείμενα του κόσμου και μάλιστα του κόσμου των επιστημών δεν είναι φυσικά δεδομένα αλλά προϊόντα της δικής μας σκεπτικής δραστηριότητας, σημαίνει για τον Καντ ότι έχουμε εγκλείσει το πνεύμα μας σε ένα δογματικό σχήμα Λόγου και σκέψης, το οποίο δεν μας επιτρέπει να αναπροσδιορίζουμε τα πράγματα ως πνευματικά επιτεύγματα, ως νοούμενα∙ έτσι αναγκαζόμαστε να τους δίνουμε μια αρχέγονη νοηματικά προτεραιότητα που από τη φύση τους δεν την έχουν. Από εδώ αφορμάται ο φιλόσοφος για να απορρίψει χωρίς δεύτερη συζήτηση την αντίληψη που θέλει τον άνθρωπο να απεικονίζει στην tabula rasa της ψυχής του έναν εξωτερικά επιβαλλόμενο ή εκπορευόμενο κόσμο. Η ανθρώπινη σκέψη, απεναντίας, χαρακτηρίζεται από το γεγονός ότι ενεργεί πάντοτε θεμελιακά και εγγυάται μια ενότητα, χάρη στην οποία «οι όροι της δυνατότητας της εμπειρίας εν γένει είναι συγχρόνως όροι της δυνατότητας των αντικειμένων της εμπειρίας»[7].
Πράγματι, ο Καντ συλλαμβάνει την ενότητα ως την καθολική ενέργεια του νοείν που συνοδεύει όλες τις παραστάσεις της συνείδησης και της αυτοσυνείδησης. Αυτή η καθολική ενέργεια εγκατοικεί εντός της Λογικής ανάπτυξης των σχέσεων του υποκειμένου προς το αντικείμενο ή τον κόσμο και είναι πάντοτε δομική σύνθεση, η οποία τίθεται ως προϋπόθεση Λογικής διαφορετικότητας. Εάν, λάβουμε υπόψη πως η ενέργεια αυτή που δομεί τη σύνθεση είναι η κατηγορία και πως ο αριθμός και το γένος των κατηγοριών συγκροτήθηκε από τον φιλόσοφο με μια αυστηρή μέθοδο, τότε μπορούμε να κατανοούμε καλύτερα γιατί η νεότερη διαλεκτική φιλοσοφία έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τον πίνακα αυτών των κατηγοριών: κανείς σχεδόν δεν αμφισβητεί ότι η καντιανή σύλληψη των κατηγοριών, αν και δεν εκπληρώνει τους όρους μιας διαλεκτικής συγκρότησης της σκέψης, αποτέλεσε βασικό σημείο εκκίνησης για τον νεωτερικό φιλοσοφικό στοχασμό. Συμβαίνει στ’ αλήθεια οι κατηγορίες να παραμένουν στατικές, σταθερές και αναλλοίωτες μορφές Λογικών συνθέσεων∙ δεν παύουν όμως να μεθερμηνεύουν για τον Καντ τις απαιτήσεις του πνεύματος και κατ’ επέκταση να εκφράζουν τους μόνους δυνατούς τρόπους για να εισχωρεί αυτό στην κατανόηση των πραγμάτων και να ταξινομεί τις διαφοροποιήσεις που μας δίνουν οι εποπτείες. Απ’ αυτή την άποψη, οι κατηγορίες λογίζονται a priori μορφές της νόησης, ήτοι καθαρές έννοιες, οι οποίες συνάγονται μεν από τις διάφορες λογικές κρίσεις, προορίζονται όμως να καθιστούν ικανή την ανθρώπινη σκέψη να αντιλαμβάνεται ή να κατανοεί τις άμεσα προσλαμβανόμενες ποιότητες ως σύμφυτες με την ουσία και την αλληλοδιαδοχή των φαινομένων ως μια αιτιακή αλληλοδιαδοχή.
Αδιαμφισβήτητη, στη συνάφεια τούτη, παραμένει η εκτίμηση πως η θεωρία περί των κατηγοριών στοχεύει στην αντικατάσταση της παραδοσιακής μεταφυσικής και των οντολογικών της θεωρήσεων από μια υπερβατολογική οντολογία. Η καντιανή φιλοσοφία, με θεμέλιο το σύστημα των κατηγοριών, φιλοδόξησε να ανοίξει νέους δρόμους στη σκέψη του νεωτερικού ανθρώπου∙ γι’ αυτό και προσέφερε μια μέθοδο έρευνας που δεν συνδέεται με την αναζήτηση των πρώτων αιτίων [=θεός-αιώνιες νομοτέλειες κ.λπ.] αλλά με την ανάδειξη και κατοχύρωση της εσωτερικής ανάγκης του πνεύματος να αναζητά τους αιτιακούς νόμους στους Λογικούς όρους της εμπειρίας ή της γνώσης μας για την πραγματικότητα. Παρά λοιπόν την ανελαστικότητα του συστήματος των κατηγοριών και την απουσία διαλεκτικών διεργασιών επιχείρησε να θέσει το πρόβλημα της σχέσης νόησης και εποπτείας, έστω και αν το έθεσε στη βάση της εξωτερικής αντίθεσης και του ετερογενούς χαρακτήρα τους, ήτοι της μη-αναγωγιμότητάς τους. Ό,τι όμως δεν μπορούσε ακόμα να αποδείξει ή τουλάχιστο να καταδείξει επαρκώς ο Καντ, το προέτασσε ως υπόθεση διασκεπτικής ικανότητας∙ έτσι διέκρινε πως ο ανθρώπινος νους θα μπορούσε, υπό ορισμένους όρους, να προϋποθέτει μια νοητική κατάσταση, μια αρχέγονη μορφή νόησης, η οποία θα τον καθιστούσε ικανό να εμβαθύνει σε αυτό που αποτελεί αντικείμενο της σκέψης του. Τούτο δείχνει πως, ακόμη και αν δεν πρόβαλλε άμεσα το αίτημα για την εννοιακή [=ενδολογική] ενότητα νόησης και εποπτείας, έμμεσα αναδείκνυε την αναγκαιότητα προβολής και επεξεργασίας αυτού του αιτήματος. Από αυτή την αναγκαιότητα αφορμάται ο Χέγκελ για να υποστηρίξει με παρρησία στην επιστήμη της Λογικής πως ο Καντ μας προσέφερε τις «πιο βαθιές και ορθές εννοιακές συλλήψεις», ανάγοντας σε ουσία της έννοιας την ενότητα, η οποία είναι «αρχέγονα-συνθετική ενότητα της κατάληψης»[8], ήτοι την ενότητα της αυτοσυνείδησης που συναρμόζει την ετερότητα δεδομένων παραστάσεων και η οποία «απαιτεί να προχωρήσει κανείς στη φορά της σκέψης [και] πάνω από την ψιλή παράσταση της σχέσης, στην οποία βρίσκεται το Εγώ και η διάνοια ή οι έννοιες προς ένα πράγμα και προς τις ιδιότητές του ή προς τα συμβεβηκότα»[9].
Εδώ ο Χέγκελ αναγνωρίζει, μεταξύ άλλων, τη μεγάλη συμβολή του Καντ στη συγκρότηση, μέσω του εννοιακού χαρακτήρα των κατηγοριών, μιας αντικειμενικής εγκυρότητας των δυνατών συλλήψεων της διάνοιας και περαιτέρω ενός εξίσου αντικειμενικού προσδιορισμού των υποκειμενικών παραστάσεων. Πρόκειται στην πράξη για τη συγκρότηση της υποκειμενικότητας υπό τη μορφή του Εγώ που πραγματώνει μια πρώτη μορφή της έννοιας στη γενικότητά της. Τούτο σημαίνει πιο συγκεκριμένα ότι πραγματώνει την ταυτότητά του ως ικανότητα του Εαυτού να σκέπτεται εν πολλοίς τον εαυτό του μέσα από την ικανότητα να σκέπτεται την έννοια του πράγματος ως το δικό του νοηματικό περιεχόμενο. Γι’ αυτό, ενόσω είναι σε θέση να αναλαμβάνει αυτό το περιεχόμενο, γίνεται αυτό-αναφορά του εαυτού μέσω του εαυτού ή κατανοητικό Εγώ: δηλαδή το Εγώ που δεν ξεχωρίζει τον εαυτό του από την έννοια ως την καθολική μορφή ή καθολική αυτοσυνείδηση εν γένει[10].
Ετούτη όμως η κατά Καντ εννοιακή ενότητα είναι απλώς μια συνθετική ενότητα, η οποία περιορίζεται να νομοθετεί εξωτερικά και να επιφυλάσσει στο Λόγο το καθήκον να επιτελεί μια κάποια λειτουργική και όχι τη γενετική ή οργανική επικοινωνία Είναι και σκέψης, με αποτέλεσμα η έννοια να μην υπερβαίνει την τάξη ενός περατού ή εξαρτημένου μεγέθους[11]. Να γιατί ο Χέγκελ θεωρεί την καντιανή ενότητα ένα μόνο πρώτο επίτευγμα, ένα πρόπλασμα διαλεκτικής σκέψης, και όχι το επίτευγμα της ολοκληρωμένης της έκφρασης: στο επίπεδο της συνθετικής ενότητας συμβαίνει πράγματι η σκέψη να ερμηνεύει τον κόσμο με βάση αυτό που η ίδια μπορεί να συλλαμβάνει υπό τη δομή του σκεπτόμενου υποκειμένου, ενώ το ζητούμενο είναι τούτο: η ίδια, κατά τη γραμμή του εν λόγω υποκειμένου που είναι γιατί γνωρίζει τι είναι, να πραγματοποιείται ως η μεθοδική κατανόηση της ενυπάρχουσας μέσα στα πράγματα Λογικής τους κίνησης∙ ήτοι ως ο Λόγος της μεθ-όδου ή ως η κατανοητική σκέψη (begreifendes Denken) που γνωσιο-οντο-λογικά πλέον παριστά την ενότητα του υποκειμένου με το αντικείμενο να είναι η καθίδρυση του Εαυτού υπό την μορφή της αυτό-επανάκτησης της εννοιακής ή νοηματικής του ολότητας.
Εν τέλει η καντιανή έννοια της διαλεκτικής εμφανίζεται συστηματικά στην περιοχή της υπερβατολογικής Λογικής και μάλιστα στη δεύτερη υποδιαίρεσή της που φέρει τον τίτλο: υπερβατολογική διαλεκτική. Εδώ παρουσιάζεται να αντιστοιχεί στη Λογική της φαινομενικότητας[12], κατά την οποία η κανονιστική λειτουργία του Λόγου επιχειρεί να ανασκευάσει τους σοφιστικούς συλλογισμούς και να προχωρήσει δίχως την προηγούμενη επεξεργασία της εμπειρίας, δηλαδή υπερβαίνοντάς την, στη γνώση των υπερβατικών φαινομένων τα οποία η νόηση μπορεί μόνο να σκέπτεται. Κατ’ αυτό το πνεύμα όμως, η διαλεκτική στον Καντ, σε αντίθεση με τον Χέγκελ, συνδέεται με εξωτερικούς, καθαρά τυπικούς ή μορφικούς όρους του Λόγου και χρησιμοποιείται για να υπερβαίνει ο τελευταίος τις κανονιστικές του τάσεις ενότητας για χάρη της απόλυτης ενότητάς του∙ γι’ αυτό και δεν κατορθώνει παρά να αναπαράγει τη Λογική των αντιφάσεων και πάντοτε να αποβαίνει ένα «άπειρο μηδέν»[13]. Το κοινό στοιχείο ωστόσο και στους δύο φιλοσόφους είναι πως η διαλεκτική μεταφράζει σε γλώσσα την ολότητα των γεγονότων ή των πραγμάτων ως φαινομένων και καθιστά την έννοια του όλου πηγή φανέρωσης νοημάτων ή, πράγμα που είναι το ίδιο, ελευθεριακή δύναμη ενός μεθοδικού δια-λέγεσθαι που μας γνωρίζει με τον πιο «επικίνδυνο» θησαυρό του σκέπτεσθαι κατανοητικά.
[1] Γκ. Χέγκελ, Επιστήμη της Λογικής: η Διδασκαλία περί της Έννοιας, εισαγωγή-μτφρ.-σχόλια Δημ. Τζωρτζόπουλος, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 2005, σ. 624.
[2] Ό.π., σ.625.
[3] Fr. Nietzsche, Nachgelassene Fragmente 1884-1885 [KSA (=Kritische Studien Ausgabe) 11], de Gruyter Berlin/New York 19882 , σ.486.
[4] Γκ. Χέγκελ, Επιστήμη της Λογικής: η Διδασκαλία περί της Ουσίας, εισαγωγή-μτφρ.-σχόλια Δημ. Τζωρτζόπουλος, εκδ. Δωδώνη, Αθήνα-Γιάννινα 1998, σ.27.
[5] Γκ. Χέγκελ, Φαινομενολογία του πνεύματος Ι, εισαγωγή-μτφρ.-σχόλια Δημ. Τζωρτζόπουλος, εκδ. Δωδώνη, Αθήνα-Γιάννινα 1993, σ. 136.
[6] Γκ. Χέγκελ, Η Διδασκαλία περί της Έννοιας, όπ., σ. 212.
[7] I. Kant, Kritik der reinen Vernunft B 197/A 158.
[8] Γκ. Χέγκελ, Η Διδασκαλία περί της Έννοιας, όπ., σ. 125.
[9] Ό.π., σσ. 125-126.
[10] Ό.π., σ. 124.
[11] Ό.π., σ.140.
[12] I. Kant ό.π. Β 349.