Ο Χέγκελ στις Παραδόσεις για την Αισθητική αφιερώνει ένα κεφάλαιο στην επική ποίηση. Σύμφωνα με τον Γερμανό φιλόσοφο, αυτή η λογοτεχνική μορφή συνδεόταν με συγκεκριμένη μορφή οργάνωσης, η οποία επέτρεπε στον ήρωα να καθορίσει την πορεία των πραγμάτων. Όμως, με την πάροδο των χρόνων, η εποχή των ηρώων αντικαταστάθηκε από την εποχή των νόμων και των θεσμών. Στα τέλη τού 18ου αιώνα, η μορφή που δέσποζε στη φιλοσοφική σκηνή της Γερμανίας ήταν ο Καντ. Η απόρριψη της οντολογικής απόδειξης για την ύπαρξη του Θεού και η θέση ότι δεν μπορούμε να γνωρίσουμε τα πράγματα καθαυτά ήταν κάποια από τα στοιχεία τής καντιανής σκέψης που τάραξαν τα θεμέλια της ευρωπαϊκής μεταφυσικής παράδοσης. Όμως, ο καντιανός λόγος δεν γινόταν εύκολα κατανοητός. Έτσι, ο Σέλινγκ και ο Χέγκελ, νεαροί φοιτητές της Θεολογικής σχολής με έδρα την Τυβίγγη (Tümbingen), θρεμμένοι από τα έπη του Ομήρου και με πρότυπο τη Θεία Κωμωδία του Δάντη, συνέλαβαν το σχέδιο για μια φιλοσοφία με τα χαρακτηριστικά μιας μοντέρνας εποποιΐας, η οποία θα γινόταν προσιτή σε όλους. Ο Σέλινγκ, σε μια απόπειρα να συντάξει ένα μοντέρνο φιλοσοφικό έπος, γράφει, το 1811, τις Εποχές τού Κόσμου (Welt alter). Το σχέδιο αποτυγχάνει και το βιβλίο παραμένει ημιτελές. Λίγα χρόνια νωρίτερα, το 1807, ο Χέγκελ εκδίδει τη Φαινομενολογία του Πνεύματος.1 Πρόκειται για έργο μοναδικό, στο οποίο ο Γερμανός φιλόσοφος πραγματεύεται ετερόκλητα θέματα, όπως ιστορικές εποχές, λογοτεχνικά είδη, θρησκεία, φιλοσοφικές και επιστημονικές θεωρίες, όλα συναρμοσμένα κάτω από μια αυστηρή λογική δομή.
Στα τρία πρώτα κεφάλαια της Φαινομενολογίας (κατά σειράν: Κατ’ αίσθηση βεβαιότητα, Αντίληψη και Διάνοια), ο Χέγκελ εισάγει τη συνείδηση, η οποία στρέφεται προς τα εξωτερικά αντικείμενα για να βρει την αλήθεια, πέφτει όμως σε αντιφάσεις και τότε γίνεται η ίδια αντικείμενο του εαυτού της· μετατρέπεται δηλαδή, στο τέταρτο κεφάλαιο, σε αυτοσυνειδησία. Από τη δομή των κεφαλαίων προκύπτει ότι η αυτοσυνειδησία δεν είναι μια πρώτη αρχή (ένα καθ’ εαυτόν [an sich] σύμφωνα με το εγελιανό ιδιόλεκτο), όπως συμβαίνει με το καρτεσιανό cogito, αλλά κάτι που παράγεται (ένα δι’ εαυτόν [für sich]). Η αυτοσυνειδησία έχει τη δομή ενός δι’ εαυτόν-είναι, δηλαδή μιας σχέσης με κάτι άλλο, η οποία αποδεικνύεται ότι είναι σχέση με τον εαυτό της. Δεν είναι μια σκεπτόμενη υπόσταση όπως στον Καρτέσιο (res cogitans), ούτε μια εσωτερική εποπτεία όπως στον Φίχτε και στον Σέλινγκ, αλλά μια λειτουργία του λόγου, ήτοι μια αφαίρεση. Συνεπώς, η συνείδηση του εαυτού δεν είναι παρά μια κενή ταυτολογία, ένα Εγώ=Εγώ, το οποίο εμφανίζεται με τη μορφή ενός δι’ εαυτόν-είναι.
Η αυτοσυνειδησία κατέκτησε μια πρώτη βεβαιότητα, ότι είναι η ταυτότητα του εαυτού της και του αντικειμένου. Όμως, αυτή η ταυτότητα βρίσκεται στη σφαίρα τού ιδεατού, αφού είναι προϊόν του λόγου. Αυτό είναι το νόημα της εγελιανής Ιδέας και σ’ αυτό το επίπεδο τοποθετείται η διαλεκτική. Από τη στιγμή που μιλάμε, εμφανίζεται μια δομή την οποία ο Χέγκελ ονομάζει το Γενικό (Allgemein)· αυτή είναι η λογική του σημαίνοντος, δηλαδή του απλού ονόματος. Συνεπώς, η συνείδηση δεν είναι φαινόμενο, αφού της λείπει η εμπειρική πραγματικότητα, αλλά μια ταυτότητα η οποία διαφοροποιείται και ταυτίζεται με τη διαφορά· έχει τη δομή τού δι’ εαυτόν-είναι. Όμως, σύμφωνα με τον Χέγκελ, η συνείδηση είναι προθετική (Intentionalität – προθετικότητα)2, δηλαδή υπάρχει στο μέτρο που στρέφεται προς ένα αντικείμενο. Άρα το στοιχείο που τη χαρακτηρίζει είναι η επιθυμία (Begierde). Αυτό δεν σημαίνει ότι ο άνθρωπος είναι ένα υποκείμενο που έχει επιθυμίες, αλλά ότι είναι ουσιωδώς επιθυμία. Από τη στιγμή που η αυτοσυνειδησία είναι επιθυμία, η επιθυμία αποτελεί φαινόμενο, το οποίο μπορούμε να παρατηρήσουμε αρχικά στη μορφή τής πείνας και της δίψας. Η συνείδηση στρέφεται προς τα αντικείμενα και τα καταναλώνει· η επιθυμία της όμως είναι ακόρεστη, αφού η δομή που τη διακρίνει είναι η επανάληψη· αναδιπλασιάζεται και γίνεται επιθυμία της επιθυμίας. Όπως είναι γνωστό από την φροϋδική ψυχανάλυση, η επανάληψη σχετίζεται με την ενόρμηση θανάτου (Todestrieb). Ίσως η εγελιανή θεωρία της επιθυμίας, σ’ αυτό το σημείο, να μπορεί να ρίξει φως στη φροϋδική ανακάλυψη. Αν το υποκείμενο είναι προϊόν τού λόγου, τότε η ενόρμηση θανάτου δεν είναι παρά η ύπαρξη του σημαίνοντος στο ανθρώπινο ον. Ως εκ τούτου, από τη στιγμή που ο άνθρωπος εισέρχεται στη γλώσσα σχετίζεται με την απόλυτη λειτουργία του συμβόλου, δηλαδή του θανάτου. Η επιθυμία δεν ενδιαφέρεται για το αντικείμενο, αλλά για την άρνησή του, επειδή στοχεύει σε κάτι που βρίσκεται επέκεινα του αντικειμένου, ήτοι στην εξαφάνισή του. Κατά συνέπεια, η αυτοσυνειδησία αποδεικνύεται ότι είναι το τίποτα (Nichts) στον άλλο.
Η διαλεκτική τής επιθυμίας αναδεικνύει το κενό τού υποκειμένου θεμελιώνοντας τη σχέση του με τον θάνατο. Μόλις η αυτοσυνειδησία συναντήσει μιαν άλλη αυτοσυνειδησία, θα προκύψει μάχη μέχρι θανάτου. Δεν πρέπει να κατανοήσουμε αυτή τη μάχη σαν ανταγωνισμό, αλλά στην κυριολεξία της· ως την επιθυμία για τον θάνατο του άλλου, επειδή μέσα από την εξαφάνιση του άλλου η αυτοσυνειδησία θα μπορεί να αναγνωρίσει τον εαυτό της ως πραγματικό υποκείμενο. Έτσι, ξεκινάει μια μάχη για την αναγνώριση μεταξύ των δύο. Αυτός που θα φοβηθεί τον θάνατο θα υποχωρήσει και θα γίνει δούλος (Knecht). Ο δούλος μέσα από τον υπαρξιακό φόβο που αισθάνεται μπροστά στο φάσμα της εκμηδένισης γνωρίζει τον θάνατο. Ο φόβος (Furcht) του θανάτου θα σημάνει τη στιγμή κατά την οποία ο δούλος αλλοτριώνεται. Όμως, την ίδια στιγμή θα συνειδητοποιήσει ότι η ζωή είναι το ίδιο σημαντική με τον θάνατο. Μέχρι τότε, η αυτοσυνειδησία δεν ήταν παρά μια κενή αφαίρεση, τώρα ανακαλύπτει και κάτι άλλο· ότι είναι ζωντανή.
Ποιο είναι όμως το καθεστώς της ζωής; Τί σημαίνει για την αυτοσυνειδησία να είναι ζωντανή; Στην εγελιανή σκέψη η ζωή έχει ιδιαίτερη θέση· βρίσκεται στην πλευρά τού Είναι, της αμεσότητας, δηλαδή του καθ’ εαυτόν-είναι και, την ίδια στιγμή, του δι’ εαυτόν-είναι, αφού εμφανίζεται πάντοτε ως σχέση μεταξύ των μερών που την αποτελούν. Για παράδειγμα, δεν θα μπορούσαμε ποτέ να παρατηρήσουμε τη ζωή σε ένα μόνο όργανο του ανθρώπινου σώματος· η ανατομία είναι η επιστήμη του νεκρού σώματος. Η ζωή είναι ένα καθ’ εαυτόν- και δι’ εαυτόν-είναι. Γι’ αυτόν τον λόγο, ο Χέγκελ επιλέγει να πραγματευτεί τη ζωή στο ίδιο κεφάλαιο με την αυτοσυνειδησία. Η συνείδηση είναι καθαρή θέση, τίθεται, ενώ η ζωή παράγει τον εαυτό της, είναι καθ’ εαυτήν· ωστόσο, και οι δύο παρουσιάζουν την ίδια λογική δομή τού δι’ εαυτόν-είναι. Όπως είδαμε, η συνείδηση δεν είναι άμεση, εμφανίζεται με τον άλλο, ως επιθυμία τού άλλου· αυτή είναι η αλήθειά της. Όμως, για να υπάρξει, πρέπει να είναι ον, να αποκτήσει αμεσότητα, άρα να έχει σώμα. Αν και ο Χέγκελ δεν το αναφέρει ποτέ στο κείμενο, το σώμα είναι παρόν από την αρχή· στο πρώτο κεφάλαιο η συνείδηση είναι η βεβαιότητα των αισθήσεων και ό,τι είναι βεβαιότητα αποτελεί ον. Το υποκείμενο είναι ήδη παρόν. Τί άλλαξε με την έλευση της αυτοσυνειδησίας; Μάθαμε πως για να ανακαλύψουμε τη λογική δομή τού δι’ εαυτόν-είναι, πρέπει να προϋποθέσουμε ότι το υποκείμενο είναι ον. Το πέρασμα από τη συνείδηση στην αυτοσυνειδησία είναι, στην ουσία, αλλαγή προοπτικής. Αυτή η αλλαγή μάς επιτρέπει να δούμε ότι οι αρχικές αντιφάσεις της συνείδησης ανήκουν στην ίδια· εγώ είμαι αντίφαση· η συνείδηση είναι αντίφαση· συνεπώς, η ανάδυση της αντίφασης δεν αποτελεί πλέον απορία. Το γεγονός ότι η αυτοσυνειδησία είναι ον δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση πως είναι υπόσταση. Το καθ’ εαυτόν-είναι της συνείδησης είναι το ζωντανό σώμα.
Το ζωντανό σώμα είναι μια ενότητα, αλλά, την ίδια στιγμή, αποτελείται από διάφορα μέλη, η ενότητα των οποίων διασφαλίζει ότι είναι ζωντανό. Αυτή η ενότητα αποτελεί παράπλευρη, εσωτερική δομή. Η ζωή εκτείνεται στο σύνολο του αντικειμένου και δεν δέχεται τον διαμελισμό· προϋποθέτει, συνεπώς, μια ιδιαίτερη λειτουργικότητα από τα μέρη του σώματος· το όλο να προϋπάρχει των μερών του. Ένα ζωντανό ον ανήκει, πάντοτε, σ’ ένα σώμα. Όμως, τι είναι αυτό που θεμελιώνει τη ζωή, αφού η ίδια δεν αποτελεί άμεσα φαινόμενο; Ο λόγος της ζωής, αυτό που την θεμελιώνει, οφείλεται στο γεγονός ότι δίνεται. Το δώρο της ζωής πραγματοποιείται μέσα από κάτι που συνιστά κύριο σημαίνον, φυσικό κύριο σημαίνον, τον θάνατο· η ενότητα του ζωντανού σώματος εκδηλώνεται μέσα από τον θάνατο. Ο θάνατος σχετίζεται με την ενότητα, αφού δεν γίνεται καμία διάκριση στο εσωτερικό του. Την ίδια στιγμή, αυτό που θεμελιώνει τη ζωή βρίσκεται πέρα από το ζωντανό σώμα· ένα επέκεινα που ενοποιεί, το οποίο όμως, ως τέτοιο, είναι απόν. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η ζωή, ως αυτό που βρίσκεται υπεράνω και που συγκροτεί την ενότητα του ζώντος, είναι ο θάνατος. Συνεπώς, η ζωή ανήκει στην τάξη του νοήματος, όπως η αρνητικότητα, η αντίφαση ή το δι’ εαυτόν-είναι. Αν η ζωή είναι επέκεινα, επειδή είναι νόημα, τότε αποτελεί το σύστοιχο ενός σημείου. Από τη δομική γλωσσολογία γνωρίζουμε πως για να παραχθεί σημασία, το σημαίνον δεν σχετίζεται άμεσα με αυτό που σημαίνει. Συνεπώς, αυτή η δομή της ζωής μάς επιτρέπει να ερμηνεύσουμε την ενότητά της ως θάνατο. Για το ανθρώπινο ον, ζω σημαίνει γίνομαι υποκείμενο του θανάτου· αυτή είναι η βαθύτερη γνώση που αποκομίζει ο δούλος μέσα από τον αγώνα για την αναγνώριση και επιλέγει να σκύψει το κεφάλι. (ως δούλος στη εγελιανή φαινομενολογία του πνεύματος εννοείται ο εργαζόμενος ενώ ως κύριος εννοείται το αφεντικό του, ο εργοδότης του)
Αρχικά, ο κύριος εμφανίζεται να έχει κερδίσει την αναγνώριση που αναζητούσε. Κάποιος άλλος εργάζεται για να καλύψει τις επιθυμίες του κι εκείνος απολαμβάνει. Όμως, σύμφωνα με τον Χέγκελ, αυτή η αναγνώριση δεν είναι πλήρης, αφού δεν συμβαίνει μεταξύ δύο ισότιμων συνειδήσεων. Ο δούλος εργάζεται· μαθαίνει να παράγει και να κατασκευάζει. Όμως η εργασία του είναι ουσιωδώς αλλοτριωμένη, αφού δεν καταναλώνει ο ίδιος αυτό που παράγει, αλλά ο κύριος. Επομένως, περνάμε από μια δυαδική δομή σε μια τριαδική, μεταξύ του κυρίου, του δούλου και της εργασίας.Ο Χέγκελ φαίνεται να υπονοεί πως η πραγματική αναγνώριση βρίσκεται στην εργασία. Γινόμαστε υποκείμενα μέσα από την εργασία. Όμως, από πού προκύπτει η αλλοτρίωση; Το προϊόν της εργασίας είναι αυτόνομο από τον παραγωγό του. Υπό μία έννοια, πρόκειται για την αντιστροφή της δομής που χαρακτηρίζει την επιθυμία· εκεί που η συνείδηση κατανάλωνε το αντικείμενο, τώρα το παράγει, αλλά δεν το καταναλώνει. Το προϊόν της εργασίας βρίσκεται σε σχέση ελευθερίας ως προς τον παραγωγό του· είναι αυτόνομο αντικείμενο. Από πού πηγάζει, λοιπόν, η αντικειμενικότητα του αντικειμένου; Πηγάζει, κι εδώ βρίσκεται η δύναμη της εγελιανής σκέψης, από την αλλοτρίωση3. Ο κύριος επιβάλλει αυτή την αλλοτρίωση.
Συνεπώς, προκύπτει μια καινούργια τριαδική δομή, μεταξύ του κυρίου, του δούλου και του προϊόντος που παράγεται από την εργασία του δούλου. Τώρα, η αναγνώριση δεν συμβαίνει μεταξύ του κυρίου και του δούλου, αλλά μεταξύ του δούλου και του προϊόντος που παράγει. Η απελευθέρωση του δούλου έρχεται από τον διαχωρισμό που επιβάλλει ο κύριος από το προϊόν της εργασίας του, εγκαθιστώντας μια ελεύθερη σχέση μεταξύ δύο αυτόνομων όντων. Ο κύριος, παρά τη θέλησή του, απελευθερώνει τον δούλο. Συνεπώς, η λειτουργία του κυρίου είναι ο νόμος, δηλαδή η αλλοτριωτική εξουσία που εγκαθιστά το υποκείμενο σε μια τριαδική σχέση. Αυτό σημαίνει ότι το υποκείμενο είναι ουσιωδώς αλλοτριωμένο, αφού είναι συνάρτηση της σχέσης με τον άλλο. Από τη σκοπιά αυτής της αλλοτρίωσης θα συνεχιστεί η περιπέτεια της συνείδησης στη Φαινομενολογία.
Αλέξανδρος Δασκαλάκης, υποψήφιος διδάκτορας του παν/μίου Paris1 Panthéon-Sorbonne, με θέμα την εγελιανή Επιστήμη της Λογικής
1 Στα ελληνικά κυκλοφορεί σε δύο μεταφράσεις, Φαινομενολογία του Νου, μτφ. Γ. Φαράκλα, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», 2007, και Φαινομενολογία του Πνεύματος, μτφ. Δ. Τζωρτζόπουλου, Δωδώνη, 1995, 2τ.
2 Στον προθετικό χαρακτήρα της συνείδησης, η φαινομενολογία του Χούσερλ συγκλίνει με την εγελιανή.
3 Αυτή η έννοια της αλλοτρίωσης του υποκειμένου αποδείχτηκε γόνιμη για τη μαρξιστική ανάλυση της μορφής του εμπορεύματος.
πηγή: avgi