ΕΤΙΚΕΤΕΣ

Η ΣΤΩΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ


Εισαγωγή για την φιλοσοφία του Στωικισμού 
   
Ο Στωικισμός αποτελεί μία σημαντική φιλοσοφική σχολή των Ελληνιστικών και Ρωμαϊκών χρόνων (300 π.Χ. – περίπου 250 μ.Χ.), ιδρυθείσα στην Αθήνα από τον Ζήνωνα τον Κιτιέα με κέντρο την «Ποικίλη Στοά» από όπου και πήρε το όνομά της η Σχολή.


Κατά τους στωικούς, η ανθρώπινη φύση είναι τμήμα της παγκόσμιας φύσης, η οποία καθοδηγείται και κυβερνάται από τον συμπαντικό νόμο της Λογικής. Ο άνθρωπος, ως έλλογο ον, συγγενεύει όχι μόνο με τα άλογα ζώα αλλά και με τους Θεούς και πέραν του ενστίκτου διαθέτει και ηθική αίσθηση.

Κύριο ζητούμενο του βίου είναι συνεπώς το να ζει κάποιος σύμφωνα με την φύση του, η οποία για τον άνθρωπο, μέσω της λογικότητάς του, ωθεί προς την Αρετή, άρα το «κατά Φύσιν ζην» σημαίνει «κατ' Αρετήν ζην». Η Αρετή είναι το μόνο αγαθό και μόνο από αυτήν εξαρτάται η ευημερία. Όλα τα υπόλοιπα πράγματα, ευχάριστα ή δυσάρεστα, στερούνται αξίας, είναι «αδιάφορα».

Σύμφωνα με τον στωικισμό, καθήκον του ανθρώπου είναι να θέσει τον εαυτό του σε αρμονία με το Σύμπαν, το οποίο, ως λογικό και αγαθό, τού μεταφέρει τις ιδιότητές του. Με το να βλάπτει κανείς τους άλλους για το υποτιθέμενο ατομικό του συμφέρον, υπονομεύει κατ' ουσίαν την ίδια του την φύση. Ο στωικός δεν αρνείται τον κόσμο των θνητών πραγμάτων, ούτε όμως και εξαρτάται από αυτόν, απλώς ζει ατάραχα μέσα του ενώ, σε αντίθεση προς την απόσυρση των επικουρείων, συμμετέχει σε όλες τις πτυχές της κοινωνικής ζωής (λ.χ. πολιτική, οικογένεια, κ.λ.π.).

Κατά τους στωικούς, οι άνθρωποι συνδέονται μεταξύ τους μέσω της κοινής λογικής φύσης τους, η αγάπη και προσφορά για την πατρίδα είναι το πρώτο βήμα της αγάπης και της προσφοράς για την μεγάλη πατρίδα όλων μας, την «κοσμόπολι» της ανθρωπότητας και του Σύμπαντος (που κυβερνάται από αιώνιους και αμετάβλητους φυσικούς νόμους), ένας τεράστιος αριθμός πραγμάτων που οι άνθρωποι αποδέχονται από ένστικτο, μπορεί να αποδειχθεί και με την Λογική, ο συμμερισμός των άλογων συναισθημάτων δεν είναι επιθυμητός, το δίκαιο είναι θέμα όχι άποψης αλλά φύσης, ο βίος καθορίζεται από την Ειμαρμένη και, φυσικά, η Μαντική ευσταθεί.

Οι Θεοί εφορεύουν στην τάξη του Κόσμου και αποτελούν πληθύνσεις μίας αρχικής πολυώνυμης θείας οντότητας, «ζώου λογικού, τελείου και νοερού», που εισδύει παντού και παίρνει τα χαρακτηριστικά του κάθε στοιχείου με το οποίο έρχεται σε επαφή. Νόμος όλων των πραγμάτων είναι η Ειμαρμένη, μία ταυτόχρονα φυσική και θεϊκή οργανωτική δύναμη του Κόσμου, που αποτελεί τον Λόγο και την νομοτέλεια του Παντός, δύναμη που διατηρεί και διατηρείται κυβερνώντας και περιλαμβάνοντας τα ενάντια.    (Από βικιπαίδεια)

Ακολουθεί άρθρο που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό του Κέντρου Φιλοσοφικών Ερευνών ΔΕΥΚΑΛΙΩΝ (Τεύχος 15/1):

   Ἀ­κο­λου­θών­τας τή σω­κρα­τι­κή πα­ρά­δο­ση, οἱ Στω­ι­κοί ὑ­πο­θέ­τουν ὅτι, γιά νά ἐ­πι­τύ­χει κά­νεις τήν πραγ­μα­τι­κή εὐ­δαι­μο­νί­α, γιά νά ἀ­πο­κτή­σει ἕ­να σω­στό βί­ο, χρει­ά­ζε­ται νά ἔ­χει μιά ὁ­ρι­σμέ­νη ἱ­κα­νό­τη­τα, τήν ὁ­ποί­α μπο­ροῦ­με νά ὀ­νο­μά­σου­με ἀ­ρε­τή. Πρέ­πει κα­νείς νά εἶ­ναι κα­λός στό νά φρον­τί­ζει τόν ἑ­αυ­τό του, στό νά ἀν­τι­με­τω­πί­ζει ὁ­λες τίς κα­τα­στά­σεις καί τά προ­βλή­μα­τα πού συ­ναν­τᾶ στή ζω­ή. Ἀκολουθώντας τόν Σω­κρά­τη, οἱ Στω­ι­κοί πι­στεύ­ουν ὅτι αὐτή ἡ ἱ­κα­νό­τη­τα εἶ­ναι μιά πραγ­μα­τι­κή τέ­χνη, ἡ τέ­χνη τοῦ ζῆν, καί ὅτι ἡ σο­φί­α, ἡ τέ­λεια λο­γι­κό­τη­τα, ἡ τε­λει­ό­τη­τα τοῦ ὀρ­θοῦ λό­γου, συ­νί­στα­ται στή γνώ­ση αὐ­τῆς τῆς τέ­χνης.

Ἀρ­κε­τά εὔ­λο­γα οἱ Στω­ι­κοί ὑ­πο­θέ­τουν ὅτι ἡ ἄ­ρε­τη δέν εἶ­ναι κά­τι μέ τό ὁποῖο ἔ­χου­με γεν­νη­θεῖ, κά­τι πού, κα­τ’ αὐτή τήν ἔν­νοι­α, δι­α­θέ­του­με ἐκ φύσε­ως. Εἶ­ναι κά­τι πού ἐ­μεῖς, μέ τίς δι­κές μας προ­σπά­θει­ες, ἀ­γω­νι­ζό­μα­στε νά τό ἀ­πο­κτή­σου­με. Ἀλλά οἱ Στω­ι­κοί πι­στεύ­ουν ἐ­πί­σης ὅτι ὑ­πάρ­χει μιά ἄλ­λη ἔν­νοι­α κα­τά τήν ὁ­ποί­α εἴ­μα­στε ἐκ φύ­σε­ως ἐ­νά­ρε­τοι. Πι­στεύ­ουν ὅτι ἡ φύ­ση ἔ­χει κα­τα­σκευά­σει τά ἀν­θρώ­πι­να ὄν­τα μέ τέ­τοι­ο τρό­πο ὥ­στε, ἄν ὁ­λα πή­γαι­ναν σω­στά, θά γι­νό­μα­σταν στήν πο­ρεί­α τῆς φυ­σι­κῆς μας ἐ­ξέ­λι­ξης ἐ­νά­ρε­τοι.

Ἔ­τσι οἱ Στω­ι­κοί δι­α­θέ­τουν μιά ἐ­ξή­γη­ση γιά τό πῶς ἐ­ξε­λίσ­σον­ται τά ἀν­θρώ­πι­να ὄν­τα φυ­σι­ο­λο­γι­κά. Ἡ ἐ­ξή­γη­ση αὐτή, με­τα­ξύ ἄλ­λων, ἀ­πο­σκο­πε­ΐ νά δεί­ξει πῶς σέ κά­ποι­ο ση­μεῖ­ο θά ἀ­πο­κτού­σα­με ἐκ φύ­σεως κί­νη­τρα πού θά μᾶς ὁ­δη­γοῦ­σαν στό νά δρά­σου­με ἐ­νά­ρε­τα, πῶς σέ κά­ποι­ο ση­μεῖ­ο τό νά δρά­σου­με ἐ­νά­ρε­τα θά μᾶς ἐρ­χό­ταν φυ­σι­ο­λο­γι­κά, ἄν ἡ φυ­σι­ο­λο­γι­κή ἀ­νά­πτυ­ξή μας δέν συ­ναν­τοῦ­σε ἐμ­πό­δια, ἐν μέ­ρει λό­γω τῆς ἀ­να­τρο­φῆς μας, ἐν μέ­ρει λό­γω δι­κῶν μᾶς σφαλ­μά­των. Μά­λι­στα ἀ­πο­σκο­πε­ΐ ἀ­κό­μη καί στό νά δεί­ξει ὅτι, ἄν ἡ ἀ­ρε­τή σέ μιά δε­δο­μέ­νη κα­τά­στα­ση τό ἀ­παι­τή­σει, ἡ φυ­σι­κή μας τά­ση εἶ­ναι νά δρά­σου­με ἀλ­τρου­ϊ­στι­κά, ὁ­πως θά λέ­γα­με σή­με­ρα ἐ­μεῖς. Γιά τόν ἐ­νά­ρε­το ἄν­θρω­πο ὁ ὁποῖος, λό­γου χά­ριν, ὕ­στε­ρα ἀ­πό ἕ­να ναυά­γιο βρί­σκε­ται πι­α­σμέ­νος μα­ζί μέ κά­ποι­ον ἄλ­λο ἀ­πό μιά σα­νί­δα πού μπο­ρεῖ νά κρα­τή­σει μό­νο ἕ­ναν, τό ποι­ός θά σω­θεῖ εἶ­ναι ἕ­να τε­λεί­ως ἀ­νοι­κτό ἐ­ρώ­τη­μα. Δέν ὑ­πάρ­χει, τί­πο­τε στό ἐ­νά­ρε­το ἄ­το­μο τό ὁποῖο ἐκ φύ­σε­ως προ­κα­τα­λαμ­βά­νει τήν ἀ­πάν­τη­ση πού πρό­κει­ται νά δώ­σει ὑ­πέρ του ἐ­αυ­το­ΰ του. Σύμ­φω­να μέ αὐτή τή στω­ι­κή ἐ­ξή­γη­ση ἡ φύ­ση μᾶς κα­τα­σκευά­ζει μέ τρό­πο ὥ­στε νά γεν­νι­ό­μα­στε, πρῶ­τον, μέ συ­νεί­δη­ση τοῦ ἐ­αυ­τοῦ μας καί τῆς κα­τά­στα­σής μας, κα­θώς ἐ­πί­σης καί τῶν σχε­τι­κῶν χα­ρα­κτη­ρι­στι­κῶν τοῦ πε­ρι­βάλ­λον­τός μας, καί, δεύ­τε­ρον, μέ μιά ὁρ­μή πού μᾶς ὁ­δη­γεῖ στό νά συν­τη­ροῦ­με τόν ἑ­αυ­τό μας στή φυ­σι­ο­λο­γι­κή του κα­τά­στα­ση κι ἔ­τσι νά ἐ­πι­δι­ώ­κου­με πράγ­μα­τα πού συν­τε­λοῦν στήν ἐ­πι­βί­ω­σή μας καί νά ἀ­πο­φεύ­γου­με ὅσα τήν βλά­πτουν. Ἔχοντας γεν­νη­θεῖ μέ αὐ­τού του εἴ­δους τή φρον­τί­δα γιά τόν ἑ­αυ­τό μας, ὑ­πο­τί­θεται ὅτι μπο­ροῦ­με νά ἐ­ξε­λι­χθοῦ­με φυ­σι­ο­λο­γι­κά σέ πλά­σμα­τα πού δροῦν ἐ­νά­ρε­τα καί ἀ­πο­κτοῦν μέ τόν τρό­πο αὐ­τό τήν εὐ­δαι­μο­νί­α καί τόν σω­στό βί­ο. Εἶ­ναι προ­φα­νές ὅτι αὐτό εἶ­ναι δυ­να­τόν μό­νο ἐ­φ’ ὅσον, στήν πο­ρεί­α αὐτῆς της ἐ­ξέ­λι­ξης, τά κί­νη­τρά μας ὕ­φί­σταν­ται μιά ρι­ζι­κή ἀλ­λα­γή, ἡ ὁ­ποί­α θά ἐ­ξη­γοῦ­σε για­τί, μο­λο­νό­τι κα­νείς γεν­νι­έ­ται μέ τήν πα­ρόρ­μη­ση νά συν­τη­ρεῖ τόν ἑ­αυ­τό του, κα­τα­λή­γει νά μήν ἔ­χει καν τήν τά­ση νά παίρ­νει ἀ­πο­φά­σεις πού νά με­ρο­λη­πτοῦν ὑ­πέρ του, ὅπως στήν πε­ρί­πτω­ση τοῦ ναυ­α­γί­ου.

Ἕ­να κρί­σι­μο, ἄν ὄ­χι τό κα­θο­ρι­στι­κό, βῆ­μα σέ αὐτή τήν ἄ­να­πτυ­ξη ὑ­πο­τί­θε­ται ὅτι εἶ­ναι ἡ ἀ­πό­κτη­ση μί­ας ἀν­τιίλη­ψης γιά τό ἀ­γα­θό, τῆς ἀν­τί­λη­ψης δη­λα­δή γιά τό τί εἶ­ναι πραγ­μα­τι­κά ἀ­γα­θό ἡ τί ἐ­ϊ­ναι ἕ­να ἀγαθό. Ἡ ἀπό­κτη­ση αὐ­τῆς τῆς ἀν­τί­λη­ψης ὑ­πο­τί­θε­ται ὅτι ἔ­χει ρι­ζι­κή ἐ­πί­δρα­ση στά κί­νη­τρά μας, ὥ­στε νά κα­θι­στᾶ τήν ἐ­νά­ρε­τη δρά­ση κα­τ’ ἀρ­χάς δυ­να­τή. Μέ αὐ­τό τό βῆ­μα σκο­πεύ­ω νά ἀ­σχο­λη­θῶ στή συ­νέ­χεια. Θά ἤ­θε­λε κα­νείς νά γνω­ρί­ζει, πρῶ­τον, ποι­ά εἶ­ναι ἡ ἀν­τί­λη­ψη τοῦ ἀ­γα­θο­ῦ τήν ὁ­ποί­α ἰ­σχυ­ρί­ζον­ται οἱ Στω­ι­κοί ὅτι ἀ­πο­κτο­ῦ­με ἐκ φύ­σε­ως, δεύ­τε­ρον, πῶς τήν ἀ­πο­κτοῦ­με ἐκ φύ­σε­ως, καί τρί­τον, τί ἀ­πο­τέ­λε­σμα ὑ­πο­τί­θε­ται ὅτι ἔ­χει ἡ ἀ­πό­κτη­σή της γιά ἐ­μᾶς.

Δυ­στυ­χῶς τά στοι­χεῖ­α πού δι­α­θέ­του­με γιά αὐ­τό τό κρί­σι­μο ση­μεῖ­ο εἶ­ναι πο­λύ ἰ­σχνά. Κύ­ρια καί σχε­δόν μο­να­δι­κή πη­γή μας εἶ­ναι ἡ ἔκ­θε­ση του Κικέ­ρω­νος γιά τή στω­ι­κή ἐ­ξή­γη­ση τῆς φυ­σι­κῆς ἐ­ξέ­λι­ξής μας στό τρί­το βι­βλί­ο τοῦ De finibus. Αὐτή μά­λι­στα, ἡ ἔκ­θε­ση, πού εἶ­ναι ἄλ­λω­στε πο­λύ λα­κω­νι­κή καί ἐ­πι­γραμ­μα­τι­κή, γί­νε­ται προ­κλη­τι­κά ἀ­σα­φής, ἀ­κρι­βῶς ὅταν φτά­νει στό κρί­σι­μο βῆ­μα πού μᾶς ἀ­πα­σχο­λεῖ.

Νά τί λέ­ει ὁ Κι­κέ­ρων (III 20-2I):

 «Μιά ἁρ­μό­ζου­σα πρά­ξη (για­τί αὐ­τό ὀ­νο­μά­ζω κα­θῆ­κον) εἶ­ναι, κα­τ’ ἀρχάς, τό νά συν­τη­ρεῖ κα­νείς τόν ἑ­αυ­τό του στή φυ­σι­κή του κα­τά­στα­ση, κα­τό­πιν νά ἐμ­μέ­νει κα­νείς στά πράγ­μα­τα πού εἶ­ναι σύμ­φω­να πρός τή φύ­ση καί νά ἀ­πορ­ρί­πτει τά ἀν­τί­θε­τά τους· ἀ­πό τή στιγ­μή πού ἀ­να­κα­λύ­ψει κα­νείς αὐ­τό τό σχέ­διο τῆς ἐ­πι­λο­γῆς κα­θώς καί τῆς ἀ­πόρ­ρι­ψης, θά ἀ­κο­λου­θή­σει ὕ­στε­ρα, ἡ ἐ­πι­λο­γή σύμ­φω­να μέ τό τί εἶ­ναι ἁρ­μό­ζον καί ἀ­πό τό­τε ἡ ἐ­πι­λο­γή θά συ­νε­χί­σει νά ἀ­κο­λου­θεῖ αὐ­τό τό σχέ­διο χω­ρίς πα­ρέκ­κλι­ση, ὥ­σπου τε­λι­κά τό κά­νει ἀ­ξι­ό­πι­στα καί συμ­φω­νεῖ μέ τή φύ­ση. Σέ αὐ­τοῦ του εἴ­δους τήν ἐ­πι­λο­γή εἶ­ναι πού γιά πρώ­τη φο­ρά αὐ­τό τό ὁποῖο πράγ­μα­τι μπο­ρεῖ νά ὀ­νο­μα­στεῖ κα­λό εἶ­ναι πα­ρόν καί πού μπο­ρεῖ κα­νείς νά κα­τα­λά­βει σέ τί συ­νί­στα­ται. Για­τί ἀρ­χι­κά ὁ ἄν­θρω­πος συν­δέ­ε­ται μέ τά πράγ­μα­τα πού εἶ­ναι σύμ­φω­να πρός τή φύ­ση. Μό­λις ὅ­μως ἀ­πο­κτή­σει αὐτή τήν κα­τα­νό­η­ση, ἤ μᾶλ­λον αὐτή τήν ἀν­τί­λη­ψη πού ἐ­κεῖ­νοι ὀ­νο­μά­ζουν ἔν­νοι­αν, καί κα­θώς ἔ­χει φτά­σει πιά νά κα­τα­λα­βαί­νει τήν τά­ξη καί, γιά νά τό ποῦ­με ἔ­τσι, τήν ὁ­μό­νοι­α τῶν ἁρ­μο­ζου­σῶν πρά­ξε­ων, ἔ­χει ἀρ­χί­σει νά ἐ­κτι­μᾶ αὐτή τήν ὁ­μό­νοι­α πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πό ὅ,τι ὅ­λα τά πράγ­μα­τα πού στήν ἀρ­χή τό­σο τά ὑ­πο­λό­γι­ζε. Κι ἔ­τσι μέ δι­ο­ρα­τι­κό­τη­τα καί σκέ­ψη κα­τα­λή­γει στό συμ­πέ­ρα­σμα ὅτι αὐ­τό τό ἀ­νώ­τα­το ἀγαθό τῶν ἀν­θρώ­πων πού ἀ­ξί­ζει τόν ἔ­παι­νο ἡ τόν θαυ­μα­σμό καί πού εἶ­ναι ἐ­πι­θυ­μη­τό γιά αὐ­τό τό ἴ­διο ἔ­γ­κει­ται ἀ­κρι­βῶς σέ αὐ­τό. Βρί­σκε­ται σέ αὐ­το τό ὁ­ποῖ­ο οἱ Στω­ι­κοί ὀ­νο­μά­ζουν ὁ­μο­λο­γί­αν, πού ὅ­μως ἐ­μεῖς μπο­ροῦ­με νά τό πού­με συμ­φω­νί­α, ἄν αὐτό εἶ­ναι ἀ­πο­δε­κτό, τό ἀγαθό, δη­λα­δή, μέ τήν ἔν­νοι­α μέ τήν ὁ­ποί­α τό κά­θε τί πρέ­πει νά ἀ­να­φέ­ρε­ται σέ αὐ­τό, συμ­πε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νων τῶν ὀρ­θῶν πρά­ξε­ων καί τῆς ἴδιας τῆς ὀρ­θό­τη­τας, πού μό­νο αὐ­τό μπο­ρεῖ νά θε­ω­ρη­θεῖ ἀ­γα­θό· ἄν καί αὐτό τό ἀ­γα­θό ἀ­να­δύ­ε­ται ἀρ­γό­τε­ρα, μό­νο αὐτό εἶ­ναι ἐ­πι­θυ­μη­τό χά­ρη στήν ἴ­δια του τή δύ­να­μη καί τήν τι­μή, ἐ­νῶ κα­νέ­να ἀ­πό τά πράγ­μα­τα πού εἶ­ναι κα­τ’ ἀρ­χάς ἀ­πό τή φύ­ση δέν εἶ­ναι ἐ­πι­θυ­μη­τό γιά τόν ἴδιο του τόν ἑ­αυ­τό».

Στό νά κα­τα­λά­βου­με τί ἔ­χει νά πεῖ ὁ Κι­κέ­ρων θά μᾶς βο­η­θή­σει ἴσως τό νά θυ­μη­θοῦ­με δύ­ο στοι­χεῖ­α τοῦ στω­ι­κο­ῦ δόγ­μα­τος, καί συγ­κε­κρι­μέ­να τό πῶς ἀν­τι­λαμ­βά­νον­ται οἱ Στω­ι­κοί τήν ἀν­θρώ­πι­νη λο­γι­κό­τη­τα καί τό πῶς ἀν­τι­λαμ­βά­νον­ται τό σχέ­διο τῆς φύ­σης γιά τόν κό­σμο γε­νι­κά καί γιά τά ἀν­θρώ­πι­να ὄν­τα εἰ­δι­κά.

Οἱ Στω­ι­κοί ὄχι μό­νο ὑ­πο­θέ­τουν ὅ­τι ἡ ἀ­ρε­τη ἤ ἡ σο­φί­α ἤ ἡ ἀ­πό­λυ­τη λο­γι­κό­τη­τα δέν ἀ­πο­κτῶν­ται πα­ρά μό­νο μέ τόν χρό­νο (πρβλ. στό τέ­λος το­ϋ III 23), ὑ­πο­θέ­τουν ἐ­πί­σης ὅ­τι καί ὁ ἁ­πλός ὀρ­θός λό­γος εἶ­ναι κά­τι πού ἀ­πόκτᾶ­με μέ τόν χρό­νο ὡς μέ­ρος τῆς φυ­σι­κῆς μας ἐ­ξέ­λι­ξης, μο­λο­νό­τι ὁ ἁ­πλός ὀρ­θός λό­γος (σέ ἀν­τι­δι­α­στο­λή πρός τόν τέ­λει­ο λό­γο), ἀν­τί­θε­τα ἀ­πό ὅ,τι ἡ ἀ­ρε­τή καί ἡ σο­φί­α, ὑ­πο­τί­θε­ται ὅ­τι ἐμ­φα­νί­ζε­ται σέ με­γά­λο βαθ­μό ἀ­νε­ξάρ­τη­τα ἀ­πό τίς δι­κές μας προ­σπά­θει­ες. Ἔχουμε ἤ­δη ἐ­πι­ση­μά­νει ὅ­τι, σύμ­φω­να μέ τούς Στω­ι­κούς, ἤ­δη ἀ­πό τή στιγ­μή τῆς γέν­νη­σής μας ἀ­πο­κτᾶ­με τήν ἱ­κα­νό­τη­τα, ἡ ὁ­ποί­α μᾶς ἐ­πι­τρέ­πει νά ἔ­χου­με συ­νεί­δη­ση τό­σο τοῦ ἑ­αυ­τοῦ μας ὅσό καί δι­α­φό­ρων ἰ­δι­ο­τή­των τοῦ πε­ρι­βάλ­λον­τός μας. Ὅ­μως αὐτή ἡ ἱ­κα­νό­τη­τα, πού εἶ­ναι κοι­νή σέ ἐ­μᾶς καί στά ζῶ­α, στήν πε­ρί­πτω­ση τῶν ἀν­θρώ­πι­νων ὄν­των φυ­σι­ο­λο­γι­κά θά προ­κα­λέ­σει ἀν­τι­λή­ψεις καί ἔν­νοι­ες πού μέ τή σει­ρά τους θά προ­κα­λέ­σουν νέ­ες ἀν­τι­λή­ψεις καί ἔν­νοι­ες. Ἔχοντας ἀ­πο­κτή­σει αὐ­τές τίς ἀν­τι­λή­ψεις, με­τά εἶ­ναι φυ­σι­κό νά βλέ­που­με καί νά σκε­φτό­μα­στε τά πράγ­μα­τα στό πλαί­σιο αὐ­τῶν τῶν ἀν­τι­λή­ψε­ων. Μά­λι­στα, σύμ­φω­να μέ τούς Στω­ι­κούς, ἡ φύ­ση μᾶς κα­τα­σκευά­ζει μέ τέ­τοι­ο τρό­πο ὥ­στε νά ὁ­δη­γού­μαστε φυ­σι­ο­λο­γι­κά σέ ὁ­ρι­σμέ­νες εἰ­δι­κές ἀν­τι­λή­ψεις ἤ ἔν­νοι­ες τῶν πραγ­μά­των, πού φυ­σι­ο­λο­γι­κά τίς μοι­ρα­ζόμα­στε κα­τ’ αὐ­τό τόν τρό­πο μέ ὅ­λα τά ὑ­πό­λοι­πα ἀν­θρώ­πι­να ὄν­τα. Γιά τόν λό­γο αὐτό οἱ Στω­ι­κοί ἀ­πο­κα­λο­ῦν αὐ­τές τίς εἰ­δι­κές ἀν­τι­λή­ψεις «κοι­νές» ἡ «φυ­σι­κές ἀν­τι­λή­ψεις». Ἔτσι, πα­ρα­δείγ­μα­τος χάριν, ἡ ἀν­τί­λη­ψη το­ϋ ἀ­γα­θοῦ πού μᾶς ἀ­πα­σχο­λεῖ ἐ­δῶ θε­ω­ρεῖ­ται ὡς μί­α ἀ­πό αὐτές τίς ἀν­τι­λή­ψεις, μιά εἰ­δι­κή ἀν­τί­λη­ψη το­ῦ τί εἶ­ναι ἀγαθό, τήν ὁ­ποί­α φυ­σι­ο­λο­γι­κά ἀ­πο­κτᾶ­με στήν πο­ρεί­α τῆς ἐ­ξέ­λι­ξής μας. Κα­τα­σκευ­ά­ζον­τάς μας μέ τέ­τοι­ο τρό­πο ὥ­στε φυ­σι­ο­λο­γι­κά νά δι­α­θέ­του­με αὐ­τές τίς κοι­νές ἀν­τι­λή- ψεις, ἡ φύ­ση ἐ­ξα­σφα­λί­ζει τό νά κα­τορ­θώ­νου­με νά προ­σα­να­το­λι­ζό­μα­στε στόν κό­σμο μέ ἀρ­κε­τή ἐ­πι­τυ­χί­α, τό νά δι­α­θέ­του­με ἀ­να­πό­φευ­κτα ἕ­ναν τρό­πο σκέ­ψης γιά τά πράγ­μα­τα, πού ἀν­τι­στοι­χεῖ στό πῶς στήν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα εἶ­ναι τά πράγ­μα­τα, καί ἐ­πί πλέ­ον, ἕ­ναν τρό­πο σκέ­ψης γιά τά πράγ­μα­τα πού φυ­σι­ο­λο­γι­κά τόν μοι­ρα­ζό­μα­στε μέ ὅλα τά ὑ­πό­λοι­πα ἀν­θρώ­πι­νά ὄν­τα, μιά κοι­νή αἴ­σθη­ση τῶν πραγ­μά­των τήν ὁ­ποί­α μπο­ροῦ­με νά ἐμ­πι­στευ­ό­μα­στε ὡς ἀ­ξι­ό­πι­στη.

Βέ­βαι­α τό νά ἔ­χου­με ὀρ­θό λό­γο ὑ­πο­τί­θε­ται ὅτι συ­νί­στα­ται στό νά ἔ­χου­με ἕ­να ἐ­παρ­κές ἀ­πό­θε­μα τέ­τοι­ων ἀν­τι­λή­ψε­ων καί εἰ­δι­κό­τε­ρα κοι­νῶν ἀν­τιλή­ψε­ων, οἱ ὁ­ποῖ­ες μᾶς ἐ­πι­τρέ­πουν νά σκε­φτό­μα­στε γιά τά πράγ­μα­τα πού πρέ­πει νά σκε­φτό­μα­στε. Αὐτός εἶ­ναι ὁ τρό­πος μέ τόν ὁποῖο ὁ ὀρ­θός λό­γος δέν ἐμ­φα­νί­ζε­ται πα­ρά μό­νο μέ τόν χρό­νο, κα­θώς ἀ­πο­κτᾶ­με τίς ἀν­τι­λή­ψεις πού τόν συ­νι­στο­ῦν. Ἀλλά εἶ­ναι ἐ­πί­σης σα­φές ὅ­τι, ἀ­πό τή στιγ­μή πού ἐμ­φα­νί­ζε­ται, ἐ­ξα­κο­λου­θεῖ νά ἐ­πι­δέ­χε­ται ση­μαν­τι­κή τε­λεί­ω­ση, συμ­πε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νου καί το­ῦ εἴ­δους τῆς τε­λείωσης πού ὑ­πο­τί­θε­ται ὅτι ἀ­πο­τε­λεῖ τή σο­φί­α ἤ τήν ἀ­ρε­τή. Αὐτό εἶ­ναι, τό ση­μεῖ­ο στό ὁποῖο κα­λού­μα­στε νά ἐμ­πλακοῦ­με κα­τά τρό­πο ἐ­νερ­γό καί συ­νει­δη­τό, ἔ­τσι ὥ­στε νά ἀ­πο­κτή­σου­με τήν τέ­λεια ἱ­κα­νό­τη­τα πού θά ἐ­ξα­σφα­λί­σει τήν εὐ­δαι­μο­νί­α μας.

Θά μπο­ροῦ­σε κα­νείς νά σκε­φτε­ῖ, σκε­πτό­με­νος τό θέ­μα μέ πλα­τω­νι­κούς ἤ ἀ­ρι­στο­τε­λι­κούς ὅρους, ὅ­τι ἡ ἐμ­φά­νι­ση τοῦ ὀρ­θοῦ λό­γου ἀν­τι­στοι­χεῖ στήν ἐμ­φά­νι­ση τοῦ ἔλ­λο­γου μέ­ρους τῆς ψυ­χῆς, τό ὁποῖο σέ συν­δυα­σμό μέ ἕ­να ἄ­λο­γο μέ­ρος τῆς ψυ­χῆς, πού ὑ­πάρ­χει σέ αὐ­τήν ἡ­δη ἀ­πό τήν ἀρ­χή, δι­α­μορ­φώ­νει τήν πλή­ρως ἀ­νε­πτυγ­μέ­νη ἀν­θρώ­πι­νη ψυ­χή. Ὅ­μως σί­γου­ρα δέν εἶ­ναι αὐ­τή ἡ στω­ι­κή ἄ­πο­ψη. Ἡ στω­ι­κή ἄ­πο­ψη εἶ­ναι ὅ­τι γεν­νι­ό­μα­στε μέ μιά ἄ­λο­γη ψυ­χή, σάν αὐ­τή πού ἔ­χουν τά ζῶ­α, ἀλ­λά ὅ­τι ὁ­λό­κλη­ρη αὐτή ἡ ψυ­χή στήν πε­ρί­πτω­ση τῶν ἀν­θρώ­πι­νων ὄν­των με­τα­μορ­φώ­νε­ται κι ἔ­τσι δί­νει τή θέ­ση της στόν ὀρ­θό λό­γο. Οἱ Στω­ι­κοί ἀρ­νοῦν­ται κα­τη­γο­ρη­μα­τι­κά ὅ­τι ὑ­πάρ­χει, ἐ­κτός ἀ­πό τόν ὀρ­θό λό­γο, καί ἕ­να ἄ­λο­γο μέ­ρος τῆς ψυ­χῆς ἀ­πό ὅπου προ­έρ­χον­ται οἱ ἔλ­λο­γες ἡ ἀ­κό­μη καί οἱ ἄ­λο­γες ὁρ­μές, ἐ­πι­θυ­μί­ες ἤ τά συ­ναι­σθή­μα­τα. Ὑποστηρίζουν ὅ­τι ἡ προ­έ­λευ­ση τῶν συ­ναι­σθη­μά­των βρί­σκε­ται στόν ὀρ­θό λό­γο, ὅ­τι τά συ­ναι­σθή­μα­τα δέν εἶ­ναι τί­πο­τε πα­ρα­πά­νω ἀ­πό γνῶ­μες ἑ­νός ὁ­ρι­σμέ­νου εἴ­δους, ἄν καί συ­νή­θως ἐ­ξαι­ρε­τι­κά πα­ρά­λο­γες γνῶ­μες, καί μέ αὐτή τήν ἔν­νοι­α ἄ­λο­γες.

Ἔτσι, κα­τά τή στω­ι­κή ἄ­πο­ψη τῆς φυ­σι­κῆς μας ἀ­νά­πτυ­ξης, ἡ ἐ­ξέ­λι­ξή μας ση­μα­το­δο­τε­ῖ­ται ἀ­πό μιά ρι­ζι­κή ἀ­συ­νέ­χεια στό ση­μεῖ­ο στό ὁποῖο ἀλ­λάζου­με ἀ­πό ζω­ο­ει­δή παι­διά σέ ἔλ­λο­γους ἐ­νή­λι­κες. Μπο­ροῦ­με ἴσως νά ἐ­πιση­μά­νου­με ὅ­τι οἱ Στω­ι­κοί δέ­χον­ται τήν ὕ­παρ­ξη μί­ας πα­ρό­μοι­ας με­τα­τρο­πῆς κα­τά τή διά­ρκεια τῆς γέν­νη­σης, στήν ὁ­ποι­α ὑ­πο­τί­θε­ται ὅ­τι ὁ ἄν­θρω­πος με­τατρέ­πε­ται ἀ­πό φυ­το­ει­δές ἔμ­βρυ­ο σέ ζω­ο­ει­δές παι­δί.

Καί αὐτή ἡ ἀ­συ­νέ­χεια δέν μπο­ρεῖ πα­ρά νά ἐ­πη­ρε­ά­ζει τά κί­νη­τρά μας. Ὡς παι­διά εἴ­μα­στε σάν τά ζῶ­α, δι­οι­κού­με­να ἀ­πό, καί δρών­τας σύμ­φω­να μέ πα­ρορ­μή­σεις. Ὡς ἔλ­λο­γα ὄν­τα δέν ἔ­χου­με κα­νέ­να ἄλ­λο κί­νη­τρο ἐ­κτός ἀ­πό τίς γνῶ­μες μας. Οἱ πρά­ξεις μας γί­νον­ται γιά κά­ποι­ο λό­γο καί ὄ­χι μέ βά­ση τίς πα­ρορ­μή­σεις μας. Αὐτό εἶ­ναι ἰ­δι­αί­τε­ρα σα­φές ἄν λά­βου­με ὑ­πό­ψη μας ὅτι οἱ Στω­ι­κοί ἀρ­νοῦν­ται τήν ὕ­παρ­ξη ἑ­νός ἄ­λο­γου μέ­ρους στήν ψυ­χή, τοῦ ὁποῖου οἱ ἐ­πι­θυ­μί­ες θά λει­τουρ­γοῦ­σαν ὡς κί­νη­τρα γιά μᾶς. Ἐπίσης θά πρέ­πει νά εἶ­ναι σα­φές ὅτι ἡ βα­σι­κή πα­ρόρ­μη­ση γιά τή συν­τή­ρη­ση τοῦ ἑ­αυ­τοῦ μας καί γιά τήν ἐν­στι­κτώ­δη, θά λέ­γα­με, ἐ­πι­δίω­ξη τῶν πραγ­μά­των πού συν­τε­λοῦν στήν ἐ­πι­βί­ω­σή μας, ἡ πα­ρόρ­μη­ση μέ τήν ὅ­ποί­α ἡ φύ­ση μᾶς προί­κι­σε κα­τά τή γέν­νη­σή μας καί ἡ ὁ­ποί­α κα­τηύ­θυ­νε τή συμ­πε­ρι­φο­ρά μας στό πρό-λο­γι­κό στά­διο, δέν μπο­ρε­ῖ νά ἐ­πι­βι­ώ­σει ὁ­ταν γι­νό­μα­στε ἔλ­λο­γα ὄν­τα, ἀ­φοῦ εἶ­ναι ζω­ι­κή πα­ρόρ­μη­ση καί ὄ­χι γνώ­μη, οὔ­τε σύ­νο­λο ἀ­πό γνῶ­μες ἡ κά­ποι­α δι­ά­θε­ση τοῦ ὀρ­θοῦ λό­γου. Αὐτό εἶ­ναι ἕ­να κρί­σι­μο ση­μεῖ­ο στό ὁποῖο θά πρέ­πει νά ἐ­πα­νέλ­θου­με ἀρ­κε­τές φο­ρές.

Εἶ­ναι βέ­βαι­α γνω­στό ὅτι κά­ποι­οι νε­ώ­τε­ροι φι­λό­σο­φοι ἔ­χουν ὑ­πο­στη­ρί­ξει ὅτι τά κί­νη­τρά μας δέν προ­έρ­χον­ται σέ κα­μί­α πε­ρι­πτωση ἀ­πό τόν ὀρ­θό λό­γο πα­ρά ἀ­πό μιά ἔλ­λο­γη ἡ ἄ­λο­γη ἐ­πι­θυ­μί­α. Ἀλ­λά ἐ­ξί­σου γνω­στό εἶ­ναι ὅτι οἱ ἀρ­χαῖ­οι φι­λό­σο­φοι, πού ἀ­κο­λου­θοῦν τή σω­κρα­τι­κή πα­ρά­δο­ση ἀ­πορ­ρί­πτουν αὐτή τήν ἄ­πο­ψη καί δέ­χον­ται ὅτι ὁ ­ἴ­διος ὁ ὀρ­θός λό­γος ἀ­πό μό­νος του ἀρ­κεῖ γιά νά μᾶς ὠ­θή­σει στήν πρά­ξη. Αὐ­τή ἡ πα­ρα­δο­χή, ὡ­στό­σο, στη­ρί­ζε­ται σέ ὁ­ρι­σμέ­νες προ­ϋ­πο­θέ­σεις. Ἴσως ἡ πιό κρί­σι­μη ἀ­πό αὐ­τές εἶ­ναι τό ὅτι μέ­σα στή φύ­ση τῶν πραγ­μά­των ὑ­πάρ­χουν ὁ­ρι­σμέ­να πράγ­μα­τα πού ἀν­τι­κει­με­νι­κά καί ἀ­νε­πι­φύ­λα­κτα εἶ­ναι κα­λύ­τε­ρο νά τά δι­α­θέ­του­με καί τά ὁ­ποῖ­α εἶ­ναι ἑ­πο­μέ­νως ἐ­πι­θυ­μη­τά κα­θε­αυ­τά. Ὑποτίθεται, ἐ­πί πλέ­ον, ὅτι μπο­ροῦ­με νά ἐν­το­πί­σου­με αὐ­τά τά πράγ­μα­τα. Τό ὅτι ὑ­πάρ­χουν τέ­τοι­α πράγ­μα­τα καί τό ὅτι μπο­ροῦ­με νά τά ἀ­να­γνω­ρί­ζου­με εἶ­ναι ὁ λό­γος πού μᾶς κά­νει νά ἐ­νερ­γοῦ­με. Τά πράγ­μα­τα αὐ­τά ὀ­νο­μά­ζον­ται «ἀ­γα­θ­ά» ἡ «ἕ­να ἀγαθό». Τό ὅτι ἀ­να­γνω­ρί­ζου­με κά­τι ὡς ἕ­να ἀγαθό ἡ ἀ­κό­μη καί τό ὅτι πι­στεύ­ου­με ὅτι ἀ­να­γνω­ρί­ζου­με κά­τι ὡς ἕ­να ἀγαθό εἶ­ναι αὐτό πού μᾶς ἐ­πι­τρέ­πει νά ἐ­νερ­γοῦ­με γιά κά­ποι­ο λό­γο· αὐτό καί τί­πο­τε ἄλ­λο.

Ἀ­πό τά πα­ρα­πά­νω κα­τα­λα­βαί­νου­με ἀ­μέ­σως για­τί ἡ ἀ­πό­κτη­ση μί­ας ἀν­τί­λη­ψης τοῦ ἀγαθοῦ ἐ­πι­τε­λε­ῖ τέ­τοι­ο σπου­δαῖ­ο ρό­λο στή στω­ι­κή ἐ­ξή­γη­ση τῆς ἐ­ξέ­λι­ξής μας. Ἡ με­τα­τρο­πή τῆς ζω­ι­κῆς ψυ­χῆς μας σέ ἀν­θρώ­πι­νο ὀρ­θό λό­γο θά μᾶς κα­θι­στοῦ­σε ἀ­δρα­νεῖς ἄν μέ­ρος τοῦ ὀρ­θοῦ λό­γου πού ἀ­πο­κτού­σα­με δέν ἦ­ταν καί ἡ ἀν­τί­λη­ψη τοῦ ἀγαθοῦ. Για­τί τώ­ρα ὁ λό­γος πού μᾶς πα­ρέ­χει κί­νη­τρα γιά δρά­ση δέν εἶ­ναι ἄλ­λος ἀ­πό τό ὅτι κρί­νου­με ὁ­ρι­σμέ­να πράγ­μα­τα ὡς ἀ­γα­θά. Αὐ­τά γιά τή στω­ι­κή ἀν­τί­λη­ψη τῆς φύ­σης τῆς ἀν­θρώ­πι­νης ὀρ­θολο­γι­κό­τη­τας.

Ὅσον ἀ­φο­ρᾶ τόν ρό­λο τοῦ ἀν­θρώ­πι­νου ὀρ­θοῦ λό­γου στό σχέ­διο τῆς φύ­σης, δέν χρει­ά­ζε­ται νά πού­με πῶς οἱ Στω­ι­κοί ὑ­πο­θέ­τουν ὅτι ἡ φύ­ση εἶ­ναι ἕ­νας τε­λεί­ως ἔλ­λο­γος φο­ρέ­ας πού προσ­δί­δει τά­ξη στόν κό­σμο ὡς τήν τε­λευ­ταί­α του λε­πτο­μέ­ρεια μέ τρό­πο ὥ­στε νά τόν κα­θι­στά τόν κα­λύ­τε­ρο δυ­να­τόν κό­σμο. Αὐ­τό πού ἴ­σως χρει­ά­ζε­ται κά­ποι­α ἐ­ξή­γη­ση εἶ­ναι ἡ ἔν­νοι­α κα­τά τήν ὁ­ποί­α ὁ κό­σμος μας εἶ­ναι ὁ κα­λύ­τε­ρος δυ­να­τός. Δέν πρό­κει­ται γιά τό ὅτι ὑ­πάρ­χει ἕ­νας κα­τά­λο­γος ἀ­γα­θῶν καί ὅτι ἡ φύ­ση κα­τορ­θώ­νει, χά­ριν τῆς τέ­λειας λο­γι­κό­τη­τάς της, νά δη­μι­ουρ­γεῖ τόν κα­λύ­τε­ρο δυ­να­τόν κό­σμο με­γι­στο­ποι­ών­τας αὐ­τά τά ἀ­γα­θά. Εἶ­ναι προ­φα­νές ὅτι οἱ Στω­ι­κοί δέν ἀν­τι­μετω­πί­ζουν τόν ὀρ­θό λό­γο ὡς οὐ­σι­α­στι­κά ἕ­να μέ­σο ἡ ἕ­να ὄρ­γα­νο με­γι­στο­ποί­η­σης ἑ­νός δε­δο­μέ­νου συ­νό­λου ἀ­γα­θῶν πού ὑ­πάρ­χει ἐκ τῶν προ­τέ­ρων καί ἀ­νε­ξάρ­τη­τα. Πρό­κει­ται μᾶλ­λον γιά τό ὅτι ἡ φύ­ση δέν μπο­ρε­ῖ πα­ρά νά δη­μι­ουρ­γεῖ τόν πιό εὔ­λο­γο κό­σμο, ἕ­ναν κό­σμο πού ὄ­χι μό­νο δέν ἀ­φή­νει πε­ρι­θώ­ριο κρι­τι­κῆς, ἀλ­λά οὔ­τε ἐ­πι­δέ­χε­ται βελ­τί­ω­ση τοῦ εἴ­δους πού ἴ­­σως ἐ­πι­δέ­χον­ται τά προ­ϊ­όν­τα της ἀν­θρώ­πι­νης ἐ­πι­στή­μης ἡ τέ­χνης. Μέ τή δη­μι­ουρ­γί­α του ἀ­να­δύ­ει σο­φί­α, δι­ά­νοι­α, πλοῦ­το, εὐ­ρη­μα­τι­κό­τη­τα, φαν­τα­σί­α, ἁ­πλό­τη­τα, κομ­ψό­τη­τα, πού μᾶς ἀ­φή­νουν ἄ­ναυ­δους καί ἀ­νί­κα­νους νά τοῦ βροῦ­με ψε­γά­δι. Αὐ­τή εἶ­ναι ἡ ἔν­νοι­α κα­τά τήν ὁ­ποί­α ὁ κό­σμος πού δη­μι­ουρ­γεῖ ἡ φύ­ση εἶ­ναι ὁ κα­λύ­τε­ρος δυ­να­τός κό­σμος. Τό ὅτι μέ­σα σέ ἕ­ναν τέ­τοι­ο κό­σμο ὁ­ρι­σμέ­να χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά ἡ ὁ­ρι­σμέ­να στοι­χεῖ­α εἶ­ναι προ­νο­μι­οῦ­χα ἀ­πο­τε­λεῖ λει­τουρ­γί­α αὐ­τῆς της λο­γι­κό­τη­τας το­ϋ σχε­δια­σμοῦ τῆς φύ­σης καί ὄ­χι κά­ποι­ο ἀ­νε­ξάρ­τη­το καί ἐκ τῶν προ­τέ­ρων δε­δο­μέ­νο. Γιά πα­ρά­δειγ­μα, δέν 0ά ἦ­ταν εὔ­λο­γος ὁ κό­σμος ἄν χρη­σι­μο­ποι­οῦ­σε ση­μαν­τι­κά ἀ­πο­θέ­μα­τα γιά τή δη­μι­ουρ­γί­α τῶν δι­α­φό­ρων πραγ­μά­των πού βρί­σκον­ται σέ αὐτόν καί ὅμως μό­λις αὐτά τά πράγ­μα­τα δη­μι­ουρ­γη­θοῦν φθεί­ρον­ταν μέ τό πα­ρα­μι­κρό, ἔ­παυ­αν νά λει­τουρ­γοῦν μέ τόν τρό­πο πού ὄ­φει­λαν νά λει­τουρ­γοῦν, δι­α­λύ­ον­ταν καί ἔ­πρε­πε νά κα­τα­στρα­φο­ῦν καί νά ἀν­τι­κα­τα­στα­θοῦν. Τη­ρου­μέ­νων τῶν ἀ­να­λο­γι­ῶν θά πε­ρι­μέ­να­με πώς τά πράγ­μα­τα θά εἶ­χαν μιάν ὁ­ρι­σμέ­νη στα­θε­ρό­τη­τα καί ἀν­τίστα­ση στίς με­τα­βο­λές στίς ὁ­ποῖ­ες ἐν­δε­χο­μέ­νως θά ὑ­πο­βάλ­λον­ταν. ’Ἔτσι, στήν πε­ρί­πτω­ση τῶν ζων­τα­νῶν ὀρ­γα­νι­σμῶν, δέν θά πι­στεύ­α­με πώς ὁ κό­σμος εἶ­ναι κα­λά σχε­δι­α­σμέ­νος, ἄν ὁ ὀρ­γα­νι­σμός ἀρ­ρώ­σται­νε, ἀ­κρω­τη­ρι­α­ζό­ταν ἡ ἄν ἀ­κό­μη ἔ­παυ­ε νά ζε­ῖ, ἐρ­χό­με­νος ἀν­τι­μέ­τωπος μέ μί­α κα­τά­στα­ση πού κα­τ’ ἀ­νάγκην θά τήν ἀν­τι­με­τώ­πι­ζε στα­θε­ρά ἡ ἀ­κό­μη καί κά­πως τα­κτι­κά. Ἑ­πο­μέ­νως τό ὅτι ὁ­ρι­σμέ­νες κα­τα­στά­σεις ἡ ὁ­ρι­σμέ­να χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά ἐ­πι­λέ­γον­ται ἀν­τί ὁ­ρι­σμέ­νων ἄλ­λων, ὅ­πως ἡ ζω­ή ἀν­τί γιά τόν θά­να­το, ἡ σω­μα­τι­κή ἀρ­τι­μέλει­α ἀν­τί γιά τόν ἀ­κρω­τη­ρια­σμό, ἡ ὑ­γεία ἀν­τί γιά τήν ἀ­σθέ­νεια, ἀ­πο­τε­λεῖ συ­νέ­πεια τῆς λο­γι­κό­τη­τας τῆς φύ­σης καί ὄ­χι προ­ϋ­πό­θε­ση γιά αὐτήν. Σύμ­φω­να μέ τούς Στω­ι­κούς, αὐ­τά τά πράγ­μα­τα ἔ­χουν ἀ­ξί­α. Δέν ἰ­σχύ­ει ὅτι, ὅπως εἶ­χε ἰ­σχυ­ρι­στεῖ ὁ Ἀρίστων, ὅ­λα τά πράγ­μα­τα, ἐ­κτός ἀ­πό τή σο­φί­α καί τήν ἀ­ρε­τή, εἶ­ναι τε­λεί­ως ἀ­δι­ά­φο­ρα ὡς πρός τή φύ­ση. Γιά τόν λό­γο αὐ­τό ὁ­ρι­σμέ­να πράγ­μα­τα στή φύ­ση εἶ­ναι προ­νο­μια­κά, τε­λεί­ως ἀ­νε­ξάρ­τη­τα ἀ­πό τή δι­κή μας στά­ση ἀ­πέ­ναν­τί τους, ἀ­πό τό κα­τά πό­σον, γιά πα­ρά­δειγ­μα, μᾶς εἶ­ναι ἡ δέν μᾶς εἶ­ναι ἀ­ρε­στά. Ἀλλά αὐτό δέν ὀ­φεί­λε­ται στό ὅτι εἶ­ναι ἀ­γα­θά, πα­ρά ἀ­πο­τε­λεῖ συ­νέ­πεια τοῦ ὅτι ὁ κό­σμος εἶ­ναι ἡ ἰ­δε­ω­δέ­στε­ρη ἔλ­λο­γη δη­μι­ουρ­γί­α.

Ἐ­φ’ ὅ­σον ἡ φύ­ση θε­ω­ρεῖ­ται ὡς ἔλ­λο­γος φο­ρέ­ας, μπο­ροῦ­με νά ἀ­να­ρωτη­θοῦ­με τί εἶ­ναι αὐτό πού ὑ­πο­τί­θε­ται ὅτι λει­τουρ­γεῖ ὡς κί­νη­τρό της, ὅ­ταν προσ­δί­δει στά πράγ­μα­τα τήν τά­ξη πού τούς προσ­δί­δει. Ἡ ἀ­πάν­τη­ση μοιά­ζει νά εἶ­ναι ὅτι ἡ τέ­λεια λο­γι­κό­τη­τα τῆς κα­λύ­τε­ρης δυ­να­τῆς δι­ά­τα­ξης εἶ­ναι αὐτό πού λει­τουρ­γεῖ ὡς κί­νη­τρο τῆς φύ­σης γιά νά προσ­δώ­σει αὐτή τήν τά­ξη. Ἀπό τή στιγ­μή πού ἡ ἴ­δια εἶ­ναι ἔλ­λο­γη, ἡ φύ­ση δέν μπο­ρε­ῖ πα­ρά νά προσ­δί­δει τά­ξη στά πράγ­μα­τα κα­τά τόν πιό ἔλ­λο­γο τρό­πο. Ἄν ἀ­κό­μη δε­χτοῦ­με ὅτι ἡ φύ­ση, ὄν­τας ἔλ­λο­γος φο­ρέ­ας, ἔ­χει ὡς κί­νη­τρο ὅ,τι θε­ω­ρεῖ ὡς ἀ­γα­θό, τό ἀ­γα­θό πού λει­τουρ­γεῖ ὡς κί­νη­τρό της πρέ­πει νά εἶ­ναι ἡ τέ­λεια λο­γι­κό­τη­τα τῆς δι­ά­τα­ξής της.

Ἄς ση­μει­ώ­σου­με, ὡ­στό­σο, ὅτι ὑ­πάρ­χει καί ἕ­νας ἄλ­λος τρό­πος νά κα­τα­νο­ή­σου­με αὐτό τό ζή­τη­μα. Τό ἀγαθό τό ὁποῖο λει­τουρ­γεῖ ὡς κί­νη­τρο τῆς φύ­σης μπο­ρε­ΐ νά εἶ­ναι ἡ ἴ­δια της ἡ λο­γι­κό­τη­τα, τήν ὁ­ποι­α ἡ ἴδια ἡ φύ­ση δι­α­φυ­λάσ­σει ἤ δι­α­τη­ρεῖ μέ τό νά προσ­δί­δει στά πράγ­μα­τα τήν πιό ἔλ­λο­γη τά­ξη. Τό ὅτι προσ­δί­δει τήν πιό ἔλ­λο­γη τά­ξη ἀ­πο­τε­λε­ῖ, θ­ά λέ­γα­με, χρέ­ος τῆς φύ­σης πρός τόν ἴδιο τῆς τόν ἑ­αυ­τό. Του­λά­χι­στον πρός στιγ­μήν μπο­ροῦ­με νά ἀ­να­βά­λου­με τήν ἐ­πι­λο­γή ἀ­νά­με­σα στούς δύ­ο τρό­πους κα­τα­νό­η­σης αὐ­τοῦ τοῦ ζη­τή­μα­τος.

Ἔτσι, τό ἐ­ρώ­τη­μα τιού τί­θε­ται εἶ­ναι πῶς ἡ φύ­ση κα­τορ­θώ­νει νά προσδώ­σει τήν πιό ἔλ­λο­γη τά­ξη, πῶς κα­τορ­θώ­νει, λό­γου χά­ριν, νά κα­τα­σκευά­σει πράγ­μα­τα πού ἐ­πι­δει­κνύ­ουν ὅ­λο καί με­γα­λύ­τε­ρη πο­λυ­πλο­κό­τη­τα ἀλ­λά πού ἀ­πο­δει­κνύ­ον­ται κα­τά συ­νέ­πειαν ὅ­λο καί πιό εὐ­ά­λω­τα, πα­ρα­μέ­νον­τας πα­ρ’ ὅ­λα αὐ­τά γε­ρά καί στα­θε­ρά. Τό πιό δι­α­φω­τι­στι­κό κεί­με­νο γιά τό θέ­μα αὐτό εἶ­ναι ἴ­σως ἡ πε­ρι­γρα­φή τῆς στω­ι­κῆς ἠ­θι­κῆς ἀ­πό τόν Δι­ο­γέ­νη Λα­έρ­τιο (VIΙ, 85-86). Δυ­στυ­χῶς καί αὐτό τό κεί­με­νο εἶ­ναι ἐ­ξαι­ρε­τι­κά συμ­πυ­κνι­ο­μέ­νο καί ἑ­πο­μέ­νως μᾶς ὑ­πο­χρε­ώ­νει νά κα­τα­φύ­γου­με σέ ἑρ­μη­νεῖ­ες πραγ­μά­των πού σέ μί­α ἐ­κτε­νέ­στε­ρη ἐκ­δο­χή τοῦ Ὀ­ᾶ μᾶς δί­νον­ταν πιό ἀ­να­λυ­τι­κά.

Μέ βά­ση αὐτό τό κεί­με­νο φαί­νε­ται πῶς ἡ φύ­ση προι­κί­ζει τά φυ­τά μέ ἕ­να ὁ­ρι­σμέ­νο εἶ­δος φυ­σι­ο­λο­γί­ας, ἡ ὁ­ποί­α τούς ἐ­πι­τρέ­πει νά ζο­ΰν καί νά δι­α­τη­ροῦν­ται σέ κα­λή κα­τά­στα­ση. Τήν ’­ἴ­δια αὐ­τή φυ­σι­ο­λο­γί­α τήν προ­σφέ­ρει καί στά ζῶ­α καί στά ἀν­θρώ­πι­να ὀν­τά. Φρον­τί­ζει, πα­ρα­δείγ­μα­τος χά­ριν, ἔ­τσι ὥ­στε ἡ τρο­φή νά με­τα­τρέ­πε­ται σέ κα­τάλ­λη­λη μορ­φή καί νά με­τα­φέ­ρε­ται στά δι­ά­φο­ρα κα­τάλ­λη­λα μέ­ρη τοῦ σώ­μα­τος, ἡ ἔ­τσι ὥ­στε ἡ θερ­μο­κρα­σί­α τῶν δι­α­φό­ρων με­ρῶν το­ΰ σώ­μα­τος νά προ­σαρ­μό­ζε­ται στίς ἀ­παι­τή­σεις τῆς κα­τά­στα­σης — καί ὁ­λα αὖ­τα χω­ρίς νά χρει­ά­ζε­ται ὁ ὀρ­γα­νι­σμός νά κά­νει τί­πο­τε. Τά φυ­τά δέν κά­νουν τί­πο­τε, καί φυ­σι­κά δέν δροῦν. “Ὅ­ταν ὁ­μως φτά­νου­με στά ζῶ­α, ἡ φύ­ση προ­χω­ρεῖ ἕ­να ἀ­πο­φα­σι­στι­κό βῆ­μα. Αὐτό ἀ­πο­τε­λε­ΐ μέ­ρος τῆς ἰ­δι­ο­φυί­ας τήν ὁ­ποί­α ἐ­πι­δει­κνύ­ει ἡ κα­τα­σκευ­ή τοῦ κό­σμου. ’ Ἐ­κτός ἀ­πό τό νά δι­α­θέ­τουν αὔ­το­ϋ το­ΰ εἴ­δους τή φυ­σι­ο­λο­γί­α, τά ζῶ­α ἄ­πο­κτουν ἐ­πί­σης ἀ­πό τή φύ­ση τήν πα­ρόρ­μη­ση πού τούς ἐ­πι­τρέ­πει νά κά­νουν πράγ­μα­τα, να ἐ­πι­δι­ώ­κουν ὅσα συν­τε­λο­ῦν στήν ἐ­πι­βί­ω­ση, τήν ἀρ­τι­μέ­λεια ἤ τήν ὑ­γεί­α τους καί νά ἀ­πο­φεύ­γουν ὅσα δροῦν κα­τα­στρο­φι­κά πρός αὐ­τήν. Τό ἰ­δι­αί­τε­ρα ἰ­δι­ο­φυ­ές στοι­χεῖ­ο ἐ­δῶ εἶ­ναι ὅτι, μέ αὐτό τόν τρό­πο, ἡ φύ­ση ὄχι μό­νο προσφέ­ρει στά ζῶ­α, πού ἐκ τῶν πραγ­μά­των εἶ­ναι τό­σο σύν­θε­τα καί εὐ­ά­λω­τα, μί­α κα­λύ­τε­ρη εὐ­και­ρί­α νά ἐ­πι­βι­ώ­σουν, ὅ­πως τό ἀ­παι­τεῖ ἡ ὀρ­θο­λο­γι­κή τά­ξη τῶν πραγ­μά­των, πα­ρά τά κα­τα­σκευά­ζει μέ τέ­τοι­ο τρό­πο, ὥ­στε μέ τήν ἴδια τους τή συμ­πε­ρι­φο­ρά, ἀ­κο­λου­θών­τας τή φυ­σι­κή τους πα­ρόρ­μη­ση, νά κα­τορ­θώ­νουν νά δι­α­τη­ροῦν αὐτή τήν ἔλ­λο­γη τά­ξη, ὅ­σον ἀ­φο­ρᾶ του­λά­χι­στον τό δι­κό τους μέ­ρος σέ αὐτήν. Φτά­νον­τας στά ἀ­νθ­ρώ­πι­να ὄν­τα, ἡ φύ­ση προ­χω­ρεῖ ἕ­να βῆ­μα ἀ­κό­μη. Ἀν­τί νά τά βά­ζει νά κα­θο­δη­γοῦν­ται ἀ­πό πα­ρόρ­μη­ση ἡ ἔν­στι­κτο, ὅ­πως θ­ά λέ­γα­με σή­με­ρα, τά κα­τα­σκευά­ζει ἔ­τσι ὥ­στε νά κα­θο­δη­γοῦν­ται ἀ­πό τόν ὀρ­θό λό­γο. Ἔτσι ἡ φύ­ση μᾶς προι­κί­ζει μέ ὀρ­θό λό­γο γιά νά ἔ­χου­με μιά εὔ­λο­γη δυ­να­τό­τη­τα ἐ­πι­βί­ω­σης, νά μπο­ροῦ­με νά ἀν­τα­πο­κρι­νό­μα­στε στίς ποι­κί­λες κα­τα­στά­σεις πού ἀν­τι­με­τωπί­ζουν τά ἀ­νθ­ρώ­πι­να ὄν­τα μέ με­γα­λύ­τε­ρη ἐ­πάρ­κεια καί πε­ρισ­σό­τε­ρη ἐ­λα­στι­κό­τη­τα. Καί αὐτό εἶ­ναι ἐ­ξαι­ρε­τι­κά ἰ­δι­ο­φυ­ές. Για­τί μέ τόν τρό­πο αὐτό ἡ φύ­ση ὄχι μό­νο ἐ­ξα­σφα­λί­ζει τό ὅτι ἐ­μεῖς, ὅ­πως τά ζῶ­α. μέ τήν ἴδια μας τή συμ­πε­ρι­φο­ρά συμ­βάλ­λου­με στή δι­α­τή­ρη­ση τῆς φυ­σι­κῆς τά­ξης, ἀλ­λά καί τό ὅτι, σέ ἀν­τί­θε­ση μέ τά ζῶ­α, τό κά­νου­με μέ τή θέ­λη­σή μας, πού στήν ἰ­δα­νι­κή πε­ρί­πτω­ση προ­έρ­χε­ται ἀ­πό τή δι­ο­ρα­τι­κό­τη­τα καί τήν κα­τα­νό­η­σή μας. Ἡ ἰ­δι­ο­φυί­α τοῦ σχή­μα­τος εἶ­ναι πράγ­μα­τι ἐκ­πλη­κτι­κή. Κά­νου­με τή δου­λειά τῆς φύ­σης καί μά­λι­στα μέ δι­κή μας θέ­λη­ση.

Αὐτό τό σχέ­διο τῆς φύ­σης, ὡ­στό­σο, μέ βά­ση τά ὅσα εἴ­πα­με προ­η­γου­μέ­νως, δέν θ­ά λει­τουρ­γοῦ­σε, ἕ­κτος ἄν ἀ­πο­φα­σί­ζα­με πώς κά­τι εἶ­ναι ἀ­γαθ­ό καί, θέ­λον­τας νά τό ἀ­πο­κτή­σου­με, κά­να­με αὐτό τό ὁποῖο ἡ­θε­λε ἡ φύ­ση καί μέ τόν τρό­πο αὐτό ἐ­νερ­γού­σα­με ἔ­τσι ὥ­στε νά κά­νου­με αὐτό τόν κό­σμο τόν κα­λύ­τε­ρο δυ­να­τόν, ὅσον ἀ­φο­ρᾶ του­λά­χι­στον τή δι­κή μας συμ­με­το­χή. Εἶ­ναι ἀ­λή­θεια ὅτι ὁ Κι­κέ­ρων δέν μᾶς λέ­ει πῶς ἀ­κρι­βῶς ὁ­δη­γού­μα­στε στό νά σκε­φτο­ῦ­με ὅτι κά­τι εἶ­ναι ἀγαθό, πῶς δη­λα­δή δι­α­μορ­φώ­νου­με κά­ποι­α ἀν­τιίλη­ψη γιά τό ἀγαθό καί πῶς τε­λι­κά τήν ἐ­φαρ­μό­ζου­με μέ τέ­τοι­ο τρό­πο ὥ­στε οἱ πρά­ξεις μας νά κα­τευ­θύ­νον­ται ἀ­πό τά κί­νη­τρα πού τίς κα­τευ­θύ­νουν. Μᾶς λέ­ει, ὡ­στό­σο, πώς ὁ­δη­γού­μα­στε φυ­σι­ο­λο­γι­κά στή σω­στή ἄν­τι­λη­ψη τοῦ ἀ­γα­θοῦ καί πώς τήν ἐ­φαρ­μό­ζου­με σω­στά ἔ­τσι ὥ­στε νά κα­τευ­θυ­νό­μαστε στήν ἐ­νά­ρε­τη συμ­πε­ρι­φο­ρά, κά­νον­τας αὐτό πού στήν ἰ­δα­νι­κή πε­ρί­πτω­ση θέ­λει ἡ φύ­ση νά κά­νου­με. Ἄς ἐ­πι­στρέ­φου­με, λοι­πόν, σέ αὐτό τό δύ­σκο­λο χω­ρί­ο. Ὁ Κι­κέ­ρων ἐν­το­πί­ζει τό ση­μεῖ­ο στό ὁποῖο καί ἀ­πο­κτᾶ­με φυ­σι­ο­λο­γι­κά τήν ἀν­τί­λη­ψη τοῦ ἀγαθοῦ καί κα­τα­λα­βαί­νου­με τί εἶ­ναι ἀγαθό μέ τόν ἑ­ξῆς τρό­πο: Ἄν εἴ­χα­με ἀ­να­πτυ­χθεῖ φυ­σι­ο­λο­γι­κά, θ­ά ὁ­δη­γού­μα­σταν σέ ἕ­να ση­μεῖ­ο στό ὁποῖο κα­τά κα­νό­να καί χω­ρίς ἐν­δοια­σμό, ὅ­πως τό θέ­λει ἡ φύ­ση, θ­ά ἐ­πι­λέ­γα­με τά πράγ­μα­τα μέ τρό­πο ὥ­στε νά ἐ­πι­δι­ώ­κου­με ὅ,τι συν­τε­λεῖ στήν ἐ­πι­βί­ω­σή μας καί νά ἀ­πο­φεύ­γου­με ὅ,τι τήν βλά­πτει. Καί γιά αὐτό τό σχέδιο ἐπιλογής και συμπεριφορᾶς μαθαίνουμε πώς μέσα του βρίσκουμε τίς ἀ­παρ­χές τοῦ ἀ­γα­θο­ῦ καί ἀρ­χί­ζου­με νά κα­τα­λα­βαί­νου­με τί εἶ­ναι, αὐτό πού ἀ­ξί­ζει νά ὀ­νο­μά­ζε­ται «ἀγαθό»· δη­λα­δή, κα­θώς βλέ­που­με καί στο­χα­ζό­μα­στε αὐτό τό σχέ­διο ἐ­πι­λο­γῆς ἤ συμ­πε­ρι­φο­ρᾶς φυ­σι­ο­λο­γι­κά δι­α­μορ­φώ­νου­με ὄχί μό­νο τήν ἀν­τί­λη­ψη ἀλ­λά τή σω­στή, φυ­σι­κή ἀν­τί­λη­ψη τοῦ ἀ­γα­θο­ῦ.

Στήν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ὁ Κι­κέ­ρων μι­λά­ει μό­νο γιά τρό­πο ἤ σχέ­διο ἐ­πι­λο­γῆς, ἕ­να σχέ­διο δη­λα­δή κα­τά τό ὁποῖο ἐ­πι­λέ­γει κα­νείς μέ τόν κα­τάλ­λη­λο τρό­πο· ἀλ­λά ἀ­πό τή στιγ­μή πού ἡ κα­τάλ­λη­λη ἐ­πι­λο­γή συ­νε­πά­γε­ται κα­τάλ­λη­λη δρά­ση καί κα­θώς ὁ ­ἴ­διος ὁ Κι­κέ­ρων, λί­γες μό­λις ἀ­ρά­δες πιό κά­τω (πρβ. «rerum agendarum»), στρέ­φει τή συ­ζή­τη­ση στό θέ­μα τῆς κα­τάλ­λη­λης δρά­σης, ἐλ­πί­ζω πώς δέν θά πα­ρερ­μη­νεύ­σου­με τό κεί­με­νο ἄν ὑ­πο­θέ­σου­με ὅτι ὁ Κι­κέ­ρων μι­λά­ει γιά σχέ­διο συμ­πε­ρι­φο­ρᾶς. Τό πλε­ο­νέ­κτη­μα αὐτῆς της ὑ­πό­θε­σης εἶ­ναι ὅτι βλέ­που­με ἀ­μέ­σως για­τί, γιά ἕναν Στω­ι­κό, ἡ συμ­πε­ρι­φο­ρά μέ βά­ση αὐτό τό σχέ­διο, μο­λο­νό­τι ἀρ­χί­ζει νά εἶ­ναι ἀ­γα­θή. δη­λα­δή ἀρ­χί­ζει νά ἱ­κα­νο­ποι­εῖ τίς συν­θῆ­κες πού ἀ­παι­το­ῦν­ται γιά νά εἶ­ναι ἀγα­θή, δέν μπο­ρεῖ ἀ­κό­μη, ὅ­πως εἶ­ναι, νά ἀ­ξι­ώ­νει νά ἀ­πο­κα­λε­ῖ­ται «ἀ­γα­θή». Για­τί, ὅ­πως γνω­ρί­ζου­με κα­λά, οἱ Στω­ι­κοί δι­α­κρί­νουν τίς κα­τάλ­λη­λες πρά­ξεις (κα­θή­κον­τα ἡ officia) καί τίς σω­στές πρά­ξεις (κα­τορ­θώ­μα­τα). Μι­λών­τας σχη­μα­τι­κά, κα­θῆ­κον εἶ­ναι μιά πρά­ξη πού ὅ­ταν τήν κά­νει κα­νείς κά­νει τό σω­στό, δηλα­δή, σέ γε­νι­κές γραμ­μές ἐ­πι­δι­ώ­κει τήν ἐ­πι­βί­ω­ση καί ἀ­πο­φεύ­γει ὅ,τι τήν βλά­πτει. Ὅ­μως μιά σωστή ἤ ἐ­νά­ρε­τη πρά­ξη προ­ϋ­πο­θέ­τει ἀ­κό­μη τό ὅτι γί­νε­ται μέ σω­στό κί­νη­τρο, γιά τόν σω­στό λό­γο· προ­ϋ­πο­θέ­τει ὅτι εἶ­ναι μιά πρά­ξη πού δη­μι­ουρ­γεῖ­ται ἀ­πό ἀ­ρε­τή καί σο­φί­α, καί ὅτι αὐτός εἶ­ναι ὁ λό­γος γιά τόν ὁποῖο ἀ­ξί­ζει νά ὀ­νο­μά­ζε­ται «ἀ­γα­θή». Ἄν ὅ­μως ἐ­ξε­τά­σου­με τό σχέ­διο συμ­πε­ρι­φο­ρᾶς ἑ­νός ἀν­θρώ­που πού ἔ­χει κα­τορ­θώ­σει νά κά­νει πάν­τα τήν κα­τάλ­λη­λη ἐ­πι­λο­γή, κα­τα­λα­βαί­νου­με πώς ἕ­νας τέ­τοι­ος ἄν­θρω­πος, μο­λο­νό­τι πάν­τα κά­νει αὐτό πού ἁρ­μό­ζει καί ἐ­νερ­γεῖ σύμ­φω­να μέ τή φύ­ση, δη­λα­δή μέ τόν τρό­πο πού θέ­λει ἡ φύ­ση, ὡ­στό­σο δέν δρᾶ σω­στά, ἐ­νά­ρε­τα, σο­φά. Ἡ συμ­πε­ρι­φο­ρά του, μο­λο­νό­τι ἀρ­χιίζει νά ἱ­κα­νο­ποι­εῖ τίς συν­θῆ­κες πού πρέ­πει γιά νά θε­ω­ρεῖ­ται ὡς ἀγα­θή, δέν ἔ­χει ἀ­κό­μη τό κα­τάλ­λη­λο κί­νη­τρο πού θά τήν κα­θι­στοῦ­σε πραγ­μα­τι­κά ἀ­γα­θή συμ­πε­ρι­φο­ρά.

Τό ὅτι προ­σπα­θών­τας νά κα­τα­νο­ή­σου­με τό κεί­με­νο μέ αὐτό τόν τρό­πο βρι­σκό­μα­στε στόν σω­στό δρό­μο φαί­νε­ται ἀ­πό τό γε­γο­νός ὅτι ὁ Κι­κέ­ρων μοιά­ζει νά προ­σπα­θεῖ νά προσ­δώ­σει ἰ­δι­αί­τε­ρη ἔμ­φα­ση στό ὅτι ἡ συμ­πε­ρι­φο­ρά τοῦ ἀν­θρώ­που πού πρό­κει­ται νά πραγ­μα­το­ποι­ή­σει τήν κρί­σι­μη ἀ­νακά­λυ­ψη τοῦ ἀ­γα­θο­ῦ συ­νί­στα­ται σέ προ­σή­κου­σες πρά­ξεις. Περιγράφοντας τό σχέ­διο τῆς ἐ­πι­λο­γῆς ἤ τῆς συμ­πε­ρι­φο­ρᾶς στήν ὁ­ποί­α κα­τα­λή­γει τε­λι­κά ὁ ἄν­θρω­πος, ὁ Κι­κέ­ρων ξε­κί­να μέ ἕ­ναν ρη­τό χα­ρα­κτη­ρι­σμό τῶν officia, χρη­σι­μο­ποι­ών­τας μά­λι­στα καί τήν ἑλ­λη­νι­κή ὀ­νο­μα­σί­α τους, καί ἀ­να­φέ­ρει ὅτι ἕ­να ἀ­πό τά βή­μα­τα ση­μα­το­δο­τεῖ­ται ἀ­πό τήν selectio cum officio. Ἀ­κό­μη, ὅπως τονίστηκε πιο πάνω, το «rerumagendarum» λί­γες σει­ρές πιό κάτω μοιά­ζει, νά ταυ­τί­ζει τό ἀγαθό ὡς κά­ποι­ο ἐ­πί πλέ­ον χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό τῶν πρἀξε­ων πού εἶ­ναι ἤ­δη ἁρ­μό­ζου­σες.

Ἄλ­λα ἄν ἰ­σχύ­ει αὐτό, τό­τε πρέ­πει νά κα­τα­λά­βου­με ὅτι ὁ ἄν­θρω­πος, τή στιγ­μή πού ἀ­να­πτύσ­σει αὐτό τό σχέ­διο συμ­πε­ρι­φο­ρᾶς καί κα­θώς τό ἀναλο­γί­ζε­ται, δδη­γε­ῖ­ται φυ­σι­ο­λο­γι­κά στό νά σκέ­φτε­ται γιά τά πράγ­μα­τα μέ τέτοι­ο τρό­πο ὥ­στε ὄ­χι μό­νο νά συμ­πε­ρι­φέ­ρε­ται σύμ­φω­να μέ τή φύ­ση, ἀλλά καί νά ἔ­χει τά σω­στά κί­νη­τρα γιά αὐτή τή συμ­πε­ρι­φο­ρά, δη­λα­δή νά συμπε­ρι­φέ­ρε­ται ἔ­τσι γιά τόν σω­στό λό­γο. Τό ἐ­ρώ­τη­μα, λοι­πόν, εἶ­ναι πῶς ὑποτί­θε­ται ὅτι συμ­βαί­νει αὐτό. Εἶ­ναι σα­φές πώς ὁ ἄν­θρω­πος, ὅταν ἀ­να­λο­γίζεται τή συμ­πε­ρι­φο­ρά του, ἀ­πο­κτᾶ κά­ποι­α ση­μαν­τι­κή δι­ο­ρα­τι­κό­τη­τα ἡ ὁ­ποί­α μετα­βάλ­λει ρι­ζι­κά τόν τρό­πο μέ τόν ὁποῖο σκέ­φτε­ται αὐτό πού ἡ­δη κά­νει καί ἀ­κό­μη δέν τό σκέ­φτε­ται μέ τόν σωστό τρό­πο.

Ὅ­ταν, τώ­ρα, ὁ ἄν­θρω­πος ἀ­να­λο­γί­ζε­ται τό σχέ­διο συμ­πε­ρι­φο­ρᾶς μπο­ρε­ῖ νά ἀ­να­κα­λύ­ψει ὅτι ἡ συμ­πε­ρι­φο­ρά αὐτή συ­νι­στᾶ τήν ἰ­δε­ώ­δη στρατη­γι­κή ἐ­πι­βί­ω­σης. Μέ τό πού τήν ἀ­να­λο­γί­ζε­ται κα­λύ­τε­ρα, δι­α­πι­στώ­νει ἴσως πό­σο σο­φά φτι­ά­χτη­καν τά πράγ­μα­τα, ἔ­τσι ὥ­στε ὁ ἴδιος νά μπο­ρε­ΐ νά ἀναπτύ­ξει μιά συμ­πε­ρι­φο­ρά πού τό­σο ἀ­ξι­ο­θαύ­μα­στα ται­ριά­ζει στήν ἐ­πι­βί­ωση. Αὐτό μπο­ρεῖ νά τόν ὁ­δη­γή­σει στό νά σκε­φτεῖ ὅτι τά πράγ­μα­τα ἔ­χουν φτιαχτε­ῖ μέ αὐτό τόν τρό­πο ἀ­πό ἕ­ναν ἐ­ξαι­ρε­τι­κά ἔλ­λο­γο φο­ρέ­α, τή φύ­ση. Το ἑ­πό­με­νο ἐ­ρώ­τη­μα θά ἦ­ταν τό­τε για­τί ἡ φύ­ση ἔ­φτίια­ξε τά πράγ­μα­τα μέ αὐτό τόν τρό­πο. Ἐξετάζοντας αὐτό τό ἐ­ρώ­τη­μα, ὁ ἄν­θρω­πος θά πρέ­πει νά συνειδη­το­ποι­ή­σει ὅτι ἡ φύ­ση δέν ἐν­δι­α­φέ­ρε­ται εἰ­δι­κά γιά τή δι­κή του ἐ­πι­βίωση. Ἄν καί ἡ συμ­πε­ρι­φο­ρά του προ­σα­να­το­λί­ζε­ται στήν αὔ­ξη­ση τῶν πι­θα­νοτήτων του νά ἐ­πι­βι­ώ­σει, εἶ­ναι προ­φα­νές ὅτι τό γε­γο­νός αὐτό δέν ἀ­πο­τε­λεῖ παρά μέ­ρος ἑ­νός γε­νι­κοῦ σχε­δί­ου τό ὁποῖο δέν εὐ­νο­εῖ ἤ δέν δί­νει ἰ­δι­αί­τε­ρη σημασί­α στή δι­κή του ἐ­πι­βί­ω­ση σέ σχέ­ση μέ τήν ἐ­πι­βί­ω­ση τῶν ὑ­πο­λοί­πων. Πρόκει­ται μά­λι­στα γιά ἕ­να σχέ­διο τό ὁποῖο δέν προ­ϋ­πο­θέ­τει καν ὅτι ἡ ζω­ή ἤ ἡ ἐ­πι­βί­ω­ση εἶ­ναι ἀγαθό κα­θε­αυ­τό. Αὐτό πού συμ­βαί­νει εἶ­ναι μᾶλ­λον το ὅτι ἡ φύ­ση, ὄν­τας ἐ­ξαι­ρε­τι­κά ἔλ­λο­γη, δέν μπο­ρε­ΐ πα­ρά νά ὀρ­γα­νώ­νει τά πράγματα μέ τρό­πο ὥ­στε νά δη­μι­ουρ­γεῖ τόν κα­λύ­τε­ρο δυ­να­τόν, δη­λα­δή τόν πιό εὔλογο κό­σμο. Καί ὁ κό­σμος δέν θά ἦ­ταν εὔ­λο­γος, ἄν τά ἀν­θρώ­πι­να ὄν­τα μό­λις γεννι­όν­ταν πέ­θαι­ναν μέ τό πα­ρα­μι­κρό. Αὐτός εἶ­ναι ὁ λό­γος γιά τόν ­ὁποῖο ἡ φύ­ση δη­μι­ουρ­γεῖ ἀν­θρώ­πι­να ὄν­τα τά ὁ­ποῖ­α μέ τήν ἴ­δια τούς τή σύμπεριφο­ρά ἐγ­γυ­ῶν­ται, στό μέ­τρο πού ἐ­ξαρ­τᾶ­ται ἀ­πό τά ἴδια, ὅτι ὁ κό­σμος αὐτός εἶ­ναι ὁ κα­λύ­τε­ρος δυ­να­τός, φρον­τί­ζον­τας μέ ἀρ­κε­τή ἐ­πι­τυ­χί­α τούς ἑ­αυτούς των. Καί ὄ­χι μό­νο αὐτό· δη­μι­ουρ­γεῖ ἀν­θρώ­πι­να ὄντα προι­κι­σμέ­να μέ ὀρθό λό­γο, ἔ­τσι ὥ­στε νά πράτ­τουν αὐτό πού ὑ­πα­γο­ρεύ­ει ἡ φύ­ση μέ τή δι­κή τους συγ­κα­τά­θε­ση, γιά κά­ποι­ο λό­γο. Ὅ­λα αὐτά ὁ ἄν­θρω­πος θά μπο­ρέ­σει ἴ­σως νά τά συ­νει­δη­το­ποι­ή­σει.

Θά συ­νει­δη­το­ποί­σει ἀ­κό­μη ὅτι αὐ­τό δέν μπο­ρεῖ νά συμ­βεῖ πα­ρά μό­νο ἄν ὑ­πάρ­χει ἕ­νας λό­γος γιά τόν ὁποῖο θά ἡ­θε­λε κα­νείς νά κά­νει αὐτό πού ὑ­πα­γο­ρεύ­ει ἡ φύ­ση. Ἀνάλογα μέ τήν εἰ­κό­να πού ἔ­χει γιά τή φύ­ση, θ­ά μπο­ρέ­σει ­ἴ­σως κα­νείς νά συ­νει­δη­το­ποι­ή­σει, τε­λι­κά, ὅτι ἡ φύ­ση θέ­λει νά ἐ­νερ­γοῦ­με μέ ἕ­ναν ὁ­ρι­σμέ­νο τρό­πο, ἀ­κο­λου­θών­τας τόν ὀρ­θό λό­γο· Θ­ά ἀ­πο­ρεῖ ὡ­στό­σο ἡ ἀ­κό­μη καί θ­ά ἀμ­φι­βάλ­λει γιά τό ἄν ὑ­πάρ­χει κά­ποι­ος λό­γος γιά τόν ὁποῖο πρέ­πει νά συμ­μορ­φω­νό­μα­στε πρός τή φύ­ση.

Ἀλ­λά ἔ­τσι φυ­σι­κά ὁ­δη­γε­ῖ­ται κα­νείς στό ἐ­ρώ­τη­μα γιά ποι­ό λό­γο θ­ά πρέ­πει ὁ ἄν­θρω­πος νά κά­νει αὐτά πού τοῦ ὑ­πα­γο­ρεύ­ει ἡ φύ­ση. Μιά στω­ι­κή ἀ­πάν­τη­ση θ­ά ἦ­ταν ὅτι ἕ­νας λό­γος ἤ ὁ λό­γος γιά τόν ὁποῖο θ­ά ἔ­πρε­πε κα­νείς νά δρᾶ σύμ­φω­να μέ τή φύ­ση εἶ­ναι ἀ­κρι­βῶς τό ὅτι αὐτό τό ὑ­πα­γο­ρεύ­ει ἡ φύ­ση. Ἄς μήν ξε­χνᾶ­με ὅτι τό βα­σι­κό στω­ι­κό δόγ­μα γιά τόν σκο­πό τοῦ ἀνθ­ρώ­πι­νου βί­ου ἀ­πό τήν ἐ­πο­χή τοῦ Ζή­νω­νος καί ἔ­πει­τα εἶ­ναι «νά ἀ­κο­λου­θοῦ­με τή φύ­ση». Μπο­ρεῖ κα­νείς νά ὑ­πο­στη­ρί­ξει ὅτι αὐτός εἶ­ναι ἕ­νας σκο­πός πού μᾶς ἐ­πι­βάλ­λε­ται ἀ­πό τή φύ­ση, ὅτι ἔ­χου­με κα­τα­σκευα­στεῖ μέ τέ­τοι­ο τρό­πο ὥ­στε νά εἴ­μα­στε προ­σα­να­το­λι­σμέ­νοι σέ αὐτό τόν στό­χο, ὅτι τό νά προ­σπα­θεῖ κα­νείς νά ζή­σει ἐ­νάν­τια στίς ἴδι­ες τίς ἀρ­χές τῆς κα­τα­σκευ­ῆς του δέν ἔ­χει νό­η­μα, εἶ­ναι ἐν­τε­λῶς πα­ρά­λο­γο, κα­τα­λή­γει σί­γου­ρα σέ κα­τα­στρο­φή, ἰ­δί­ως ἐ­φ’ ὅσον, ἄν πι­στέ­ψου­με τούς Στω­ι­κούς, αὐτό πού τε­λι­κά θ­ά κά­νου­με εἶ­ναι οὕ­τως ἡ ἄλ­λως αὐτό πού μᾶς ὑ­πα­γο­ρεύ­ει ἡ φύ­ση, ἔ­χον­τας προ­δι­α­γρά­φει ἀ­νά­λο­γα τή συμ­πε­ρι­φο­ρά μας. Αὐτή εἶ­ναι ἴσως καί ἡ ἀ­πάν­τη­ση πού θ­ά εἶ­χε ὑ­πό­ψη του ὁ Κι­κέ­ρων. Για­τί λί­γες ἀ­ρά­δες πιό κά­τω πε­ρι­γρά­φει αὐτό πού ἀ­να­γνω­ρί­ζου­με ὡς ἀγαθό καί τό ὁποῖο εἶ­ναι ἡ ἀ­φορ­μή γιά νά ἀ­πο­κτή­σου­με τήν ἀν­τί­λη­ψη τοῦ ἀγαθοῦ ὡς «τήν τά­ξη καί, γιά νά τό πού­με ἔ­τσι, τήν ὁ­μό­νοι­α τῶν ἁρ­μο­ζου­σῶν πρά­ξε­ων», καί ὅ­μως λί­γο με­τά μᾶς λέ­ει ὅτι τό ἀγαθό ἔγ­κει­ται σέ αὐτό πού οἱ Στω­ι­κοί ὀ­νο­μά­ζουν ὁ­μο­λο­γί­α («συμ­φω­νί­α» ἡ «συμ­βι­βα­σμό»), ὄ­ρο πού ὁ ­ἴ­διος ἐ­πι­λέ­γει νά ἀ­πο­δώ­σει ὡς convenientia. Ἄν ρω­τή­σου­με «ὁ­μό­νοι­α ἡ συμ­φω­νί­α πρός τί;», ἡ εὔ­λο­γη ἀ­πάν­τη­ση μοιά­ζει νά εἶ­ναι «πρός τή φύ­ση», ἰ­δι­αί­τε­ρα ἀ­φοῦ οἱ Στω­ι­κοί ἀ­πό τήν ἐ­πο­χή του Ζή­νω­νος ἔ­κα­ναν λό­γο γιά «ὁ­μο­λο­γί­α, συμ­φω­νί­α πρός τή φύ­ση». Λί­γες πα­ρα­γρά­φους πιό κά­τω, στό ΙΙΙ 26, ὁ Κι­κέ­ρων πράγ­μα­τι ὁ­ρί­ζει τόν σκο­πό: νά ζῆ κα­νείς σύμ­φω­να πρός τή φύ­ση. Κι ἔ­τσι, ὅ­πως μᾶλ­λον θ­ά τό πε­ρι­μέ­να­με, αὐτή εἶ­ναι καί ἡ ὑ­πό­θε­ση πού υἱ­ο­θε­τοῦν καί ὁ­ρι­σμέ­νοι ἀ­πό τους σχο­λια­στές, ὅ­ταν ἑρ­μη­νεύ­ουν αὐτό τό χω­ρί­ο. Αὐ­τό πού προ­κύ­πτει, λοι­πόν, εἶ­ναι ὅτι φτά­νου­με σέ ἕ­να ση­μεῖ­ο στό ὁποῖο συ­νει­δη­το­ποι­οῦ­με ὅτι ἡ ἁρ­μό­ζου­σα πρά­ξη, ἄν πραγ­μα­το­ποι­η­θεῖ ἐ­ξαι­τί­ας του ὅτι συμ­φω­νεῖ πρός τή φύ­ση, δη­λα­δή ἐ­ξαιτίας του ὅτι εἶ­ναι αὐτή πού ἡ φύ­ση ὑ­πα­γο­ρεύ­ει, συ­νι­στᾶ τό ἀγαθό, καί ὅτι, ἀ­πό τή στιγ­μή πού τό ἀ­να­γνω­ρί­ζου­με, αὐ­το­ῦ του εἴ­δους ἡ δρά­ση γί­νε­ται κυ­ρί­αρ­χος στό­χος μας.

Θά θυ­μό­μα­στε ὅ­μως πῶς ὁ Ζή­νων εἶ­χε μι­λή­σει ἐ­πί­σης καί γιά ἁ­πλή ὁμολογία, δηλαδή για τη συνέπεια στην οποία θα πρέπει να άποσκοποῦμε, ὑ­πο­θέ­τον­τας, κα­θώς φαί­νε­ται, ὅτι τό νά εἶ­ναι κα­νείς συ­νε­πής εἶ­ναι τό ἴ­­διο μέ τό νά δρᾶ σύμ­φω­να μέ τή φύ­ση. Ἀκόμη δύ­σκο­λά μας δι­α­φεύ­γει τό γε­γο­νός ὅτι ὁ Κι­κέ­ρων δέν μι­λά­ει γιά συ­νέ­πεια καί συμ­φω­νί­α πρ­ός τή φύ­ση, ἀλ­λά ἁ­πλῶς γιά ὁ­μό­νοι­α καί γιά συμ­φω­νί­α ἤ συ­νέ­πεια. Καί ὅ­ταν μι­λά­ει γιά τήν τά­ξη καί τήν ὁ­μό­νοι­α στίς ἁρ­μό­ζου­σες πρά­ξεις εἶ­ναι φυ­σι­κό νά θε­ω­ρεῖ­ται ὅτι ἀ­να­φέ­ρε­ται ὄ­χι στή συμ­φω­νί­α αὐ­τῶν τῶν πρά­ξεων πρός τή φύ­ση ἀλ­λά μᾶλ­λον στήν ἐ­σω­τε­ρι­κή τους τά­ξη καί συ­νέ­πεια. Ἀκόμα, εἶ­ναι φυ­σι­κό νά θε­ω­ρή­σου­με ὅτι ἡ τά­ξη συ­νί­στα­ται στόν τρό­πο μέ τόν ὁποῖο οἱ πρά­ξεις αὐ­τές σχε­τί­ζον­ται με­τα­ξύ τους, ἔ­τσι ὥ­στε ἡ ἀ­μοι­βαί­α δι­α­πλο­κή τους νά εὐνο­εῖ τήν ἐ­πι­βί­ω­ση τοῦ ἀ­τό­μου, ἄν ὄ­χι μά­λι­στα σέ μί­α πιό σύν­θε­τη δι­ά­τα­ξη σύμ­φω­να μέ τήν ὁ­ποι­α ὁ­ρι­σμέ­να officia εἶ­ναι βα­σι­κά ἐ­νῶ κά­ποι­α ἄλ­λα ὅ­λο καί πιό δευ­τε­ρο­γε­νῆ. Ἐπίσης βέ­βαι­α δέν εἶ­ναι τυ­χαῖ­ο ὅτι, σύμ­φω­να μέ τήν πε­ρι­γρα­φή τοῦ Κι­κέ­ρω­νος, ἡ ἐμ­φά­νι­ση τοῦ σχε­δί­ου συμ­πε­ρι­φο­ρᾶς, τό ὁποῖο κα­θώς τό ἀ­να­λο­γι­ζό­μα­στε ὁ­δη­γού­μα­στε στήν ἀ­να­κά­λυ­ψη το­ϋ ἀ­γα­θοῦ, χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται ἀ­πό τό γε­γο­νός ὅτι ὁ ἄν­θρω­πος γί­νε­ται ὁ­λο καί πιό συ­νε­πής καί λι­γό­τε­ρο ἄ­στα­τος στίς ἐ­πι­λο­γές του. Ἐν πά­ση πε­ρι­πτώ­σει, τό ὅτι ὁ Ζή­νων ὁ­ρί­ζει ἐ­πί­σης κά­ποι­ες φο­ρές τόν σκο­πό ὡς ὁ­μο­λο­γου­μέ­νως ζῆνἐγ­γυ­ᾶται ὅτι καί «ἡ συ­νέ­πεια» εἶ­ναι μί­α θε­μι­τή στω­ι­κή ἀ­πάν­τη­ση στό για­τί θά πρέ­πει κα­νείς νά δρᾶ μέ τόν ἁρ­μό­ζον­τα τρό­πο ἤ σύμ­φω­να μέ τή φύ­ση. Κι ἔ­τσι ὁ ἄν­θρω­πος ἔ­χον­τας φτά­σει νά δρᾶ μέ συ­νέ­πεια μπο­ρε­ῖ νά θε­ω­ρή­σει, ἀ­να­λο­γι­ζό­με­νος τό σχέ­διο τῆς συμ­πε­ρι­φο­ρᾶς του, ὅτι τό νά συμ­πε­ρι­φέ­ρε­ται κα­νείς κα­τ’ αὐτό τόν τρό­πο εἶ­ναι ἀγαθό, ἔ­φ’ ὅσον κα­νείς τό κά­νει ἐ­πει­δή μέ τόν τρό­πο αὐτό δι­α­τη­ρεῖ τή συ­νέ­πεια στή συμ­πε­ρι­φο­ρά του.

      Σέ τί ὁ­μως νά ὀ­φεί­λε­ται τό ἐν­δι­α­φέ­ρον γιά τή συ­νέ­πεια; Μί­α πλή­ρης ἀ­πάν­τη­ση προ­ϋ­πο­θέ­τει τή συ­ζή­τη­ση τῶν προ­βλη­μά­των πού ἡ­δη ἀν­τι­με­τωπί­ζου­με στήν Πο­λι­τεί­α το­ϋ Πλά­τω­νος. Τό ἐ­πι­χεί­ρη­μα πού συ­ναν­τᾶ­με ἐ­κεῖ εἶ­ναι ὅτι ἡ δι­και­ο­σύ­νη, καί ἑ­πο­μέ­νως ἡ ἀρ­ε­τή, εἶ­ναι κα­λή, ἐ­πει­δή μό­νο οἱ δί­και­οι καί οἱ ἐ­νά­ρε­τοι εἶ­ναι ἀ­παλ­λαγ­μέ­νοι ἀ­πό ἐ­κεί­νη τήν ἐ­σω­τε­ρι­κή ἀ­συ­νέ­πεια, τήν ἔν­τα­ση, τή δι­χό­νοι­α καί τήν ἔ­ρι­δα πού μᾶς στε­ρεῖ τήν εὐ­τυ­χι­σμέ­νη ἠ­ρε­μί­α το­ῦ πνεύ­μα­τος. Μπο­ροῦ­με νά ὑ­πο­θέ­σου­με ὅτι αὐτή ἡ ἐ­σω­τε­ρι­κή συ­νέ­πεια εἶ­ναι πα­ροῦ­σα στή σκέ­ψη τῶν Στω­ι­κῶν, ὅ­ταν ἐ­πί­σης θεω­ροῦν ὅτι ὁ σκο­πός συ­νί­στα­ται σέ μί­α εὔ­ροι­αν βί­ου (Διογ. Λα­έρ. VII 88). Ἀλλά ἐ­δῶ θέ­λω νά ἑ­στιά­σω τήν προ­σο­χή μου σέ μί­α δι­α­φο­ρε­τι­κή ὄ­ψη τῆς συ­νέ­πειας. Ἡ συ­νέ­πεια τῆς Πο­λι­τεί­ας τοῦ Πλά­τω­νος εἶ­ναι πρῶ­τα ἀ­πό ὅλα συ­νέ­πεια ἀ­νά­με­σα στά δι­α­φο­ρε­τι­κά μέ­ρη τῆς ψυ­χῆς. Ἀπό τή στιγ­μή πού οἱ Στω­ι­κοί ἀρ­νοῦν­ται τήν ὕ­παρ­ξη ἄ­λο­γων με­ρῶν στήν ψυ­χή, ἡ συ­νέ­πεια γιά αὐ­τους ἀ­νάγε­ται σέ συ­νέ­πεια το­ῦ ὀρ­θο­ῦ λό­γου. Γιά νά κα­τα­νο­ή­σου­με πλή­ρως τό ἐν­διαφέ­ρον γιά αὐτή τή συ­νέ­πεια πρέ­πει πρῶ­τα νά δι­α­πι­στώ­σου­με ὅτι γιά τούς Στω­ι­κούς ἡ σχέ­ση ἀ­νά­με­σα στή συ­νέ­πεια καί τή λο­γι­κό­τη­τα εἶ­ναι πο­λύ στε­νό­τε­ρη ἀ­πό ὅ,τι γιά ἐ­μᾶς, τό­σο στε­νή μά­λι­στα πού θά μπο­ρού­σα­με νά ὑ­πο­στη­ρί­ξου­με ὅτι γιά τούς Στω­ι­κούς ἡ συ­νέ­πεια ἀ­πο­τε­λε­ϊ ἔν­δει­ξη τῆς τέ­λειας λο­γι­κό­τη­τας. Δέν πρέ­πει νά ξε­χνᾶ­με ὅτι οἱ Στω­ι­κοί ἔ­βλε­παν τίς ἀ­πό­ψεις τους ὡς ἐ­πι­στρο­φή σέ αὐτό πού οἱ ­ἴ­διοι θε­ω­ροῦ­σαν ὡς θέ­ση τοῦ Σω­κρά­τους, στη­ρι­ζό­με­νοι μᾶλ­λον στό πῶς ὁ Πλάτων πα­ρου­σιά­ζει τόν Σω­κρά­τη σέ δι­α­λό­γους ὅπως ὁ Πρω­τα­γό­ρας. Καί βέ­βαι­α ὁ­λοι γνω­ρί­ζου­με πό­σο ἐ­πι­μέ­νει ἡ μέ­θο­δος τῆς ἐ­λεγ­κτι­κῆς δι­α­λε­κτι­κῆς του Σω­κρά­τους στή συ­νέ­πεια ὡς τό καί­ριο στοι­χεῖ­ο πού πρέ­πει νά δι­α­τη­ρη­θεῖ. Ὄχι μό­νο ἀν­τι­με­τωπί­ζε­ται ἡ ἀ­συ­νέ­πεια ὡς κρι­τή­ριο γιά τήν ἀ­που­σί­α γνώ­σης ἤ σο­φί­ας, ἀλ­λά μοιά­ζει ἐ­πί­σης νά ὑ­πο­τί­θε­ται ὅτι ἡ προ­ο­δευ­τι­κή ἐ­ξά­λει­ψή της θά ὁ­δη­γή­σει στή γνώ­ση καί τή σο­φί­α. Αὐτό προ­ϋ­πο­θέ­τει ὅτι κα­τά βά­θος πράγ­μα­τι δι­α­θέ­του­με βα­σι­κή γνώ­ση, του­λά­χι­στον γιά τό τί εἶ­ναι αὐτό πού ἀ­ξί­ζει, καί ὅτι ἁ­πλῶς βρι­σκό­μα­στε σέ με­γά­λη σύγ­χυ­ση, ἐ­πει­δή ἔ­χου­με ἐ­πί­σης ἀ­πο­κτή­σει μιά πλη­θώ­ρα ἀ­πό ψευ­δεῖς γνῶ­μες πού δέν συμ­βα­δί­ζουν μέ αὐτή τή βα­σι­κή γνώ­ση. Θε­ω­ρῶ ὅτι στόν Πλά­τω­να αὐτή ἡ πα­ρα­δο­χή παίρ­νει κά­πο­τε τή μορ­φή τοῦ δόγ­μα­τος τῆς ἀ­νά­μνη­σης, ἐ­νῶ στόν Στω­ι­κι­σμό ὑ­πο­τί­θε­ται ὅτι ἀν­τι­στοι­χεῖ στή θε­ω­ρί­α τῶν κοι­νῶν ἀν­τι­λή­ψε­ων καί τῆς κοι­νῆς αἴ­σθη­σης πού στη­ρί­ζε­ται σέ αὐ­τές. Ἀ­νί­κα­νοι νά ἀ­παλ­λα­γοῦ­με ἀ­πό αὐ­τές τίς ἀν­τι­λή­ψεις καί τή γνώ­ση τοῦ κό­σμου πού ἐν­σω­μα­τώ­νε­ται σέ αὐ­τές, ὁ μό­νος τρό­πος πού δι­α­θέ­του­με γιά νά γί­νου­με συ­νε­πεῖς εἶ­ναι νά ἐ­ξα­λεί­ψου­με τίς ψευ­δεῖς γνῶ­μες πού πα­ρεμ­πο­δί­ζουν τή σο­φί­α.

Τό ὅτι τε­λι­κά ὁ Κι­κέ­ρων θέ­λει νά πα­ρου­σιά­σει τή στω­ι­κή θε­ω­ρί­α ὡς κά­τι τό ὁποῖο μᾶς ἑλ­κύ­ει χά­ρη στή σο­φί­α ἡ τήν ἀ­πό­λυ­τη λο­γι­κό­τη­τα τῶν πρά­ξε­ών μας, μοιά­ζει νά ἀ­πο­κα­λύ­πτε­ται ἀ­πό τό ὅτι ὕ­στε­ρα ἀ­πό δύ­ο πα­ρα­γρά­φους (στό ΙΙΙ 23) μα­θαί­νου­με πώς ἐ­μεῖς, μέ τόν τρό­πο πού ἀ­να­φέρε­ται στό χω­ρί­ο μας, φτά­νου­με τε­λι­κά νά ἀ­να­γνω­ρί­σου­με τή σο­φί­α ὡς τό ἀγαθό πού στό ἑ­ξῆς πρέ­πει νά τι­μοῦ­με πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πό ὅ,τι τά πράγ­μα­τα, ὅπως ἡ ζω­ή καί ὁ θά­να­τος, πού μᾶς ἀ­σκοῦ­σαν ἕλ­ξη στήν ἀρ­χή. Ἐ­πί­σης πρέ­πει νά θυ­μό­μα­στε ὅτι ὁ Κι­κέ­ρων δέν μι­λά­ει μό­νο γιά συ­νέ­πεια ἀλ­λά καί γιά τήν τά­ξη καί τήν ὁ­μό­νοι­α πού ἐ­πι­δει­κνύ­ον­ται σέ μιά συμ­πε­ρι­φο­ρά σύμ­φω­νη πρός τή φύ­ση. Καί ἀ­να­λο­γι­ζό­με­νος αὐτό θά μπο­ροῦ­σε κα­νείς νά ὁ­δη­γη­θε­ῖ στήν ἀ­να­γνώ­ρι­ση τῆς ἐκ­πλη­κτι­κῆς ἰ­δι­ο­φυ­ΐας καί σο­φί­ας μέ τήν ὁ­ποι­α ἔ­χει ὀρ­γα­νω­θεῖ αὐτό τό σχέ­διο συμ­πε­ρι­φο­ρᾶς.

Φαί­νε­ται ἔ­τσι πώς αὐτό πού κα­νείς φτά­νει νά θε­ω­ρή­σει ὡς ἀγαθό καί αὐτό ἀ­πό τό ὁποῖο φτά­νει νά ἑλ­κύ­ε­ται εἶ­ναι τό ὅτι ἡ συμ­πε­ρι­φο­ρά θά πρέ­πει μέ τή συ­νέ­πεια καί τήν τά­ξη της νά ἐ­πι­δει­κνύ­ει ἐ­κεί­νη τήν τέ­λεια λο­γι­κό­τη­τα, τή δι­ο­ρα­τι­κό­τη­τα, τήν ἐ­πι­μέ­λεια, τήν ἰ­δι­ο­φυΐ­α πού πράγ­μα­τι ἐ­πι­δει­κνύ­ει ὡς ἔρ­γο τῆς φύ­σης, τήν ὁ­ποί­α ὡ­στό­σο θά μπο­ροῦ­σε νά ἐ­πι­δει­κνύ­ει καί ὡς ἔρ­γο τοῦ δι­κοῦ μας τέ­λει­ου ὀρ­θοῦ λό­γου.

Ἄν αὐτό ἰ­σχύ­ει, ἡ ἄ­πο­ψη πού προ­τεί­νε­ται πρέ­πει νά εἶ­ναι ὅτι ὁ λό­γος γιά τόν ὁ­ποῖ­ο ἀ­πο­τε­λοῦ­με αὐ­τά πού μᾶς ὑ­πα­γο­ρεύ­ει ἡ φύ­ση εἶ­ναι ὅτι τό νά ἐ­νερ­γοῦ­με μέ αὐτό τόν τρό­πο ἀ­πο­τε­λεῖ ὅ,τι πιό ἔλ­λο­γο, καί τό νά ἐ­νερ­γοῦ­με μέ αὐ­τό τόν τρό­πο γιά αὐτό τόν λό­γο στοι­χει­ο­θε­τεῖ αὐτό πού εἶ­ναι ἀ­γα­θό καί πού μᾶς ἑλ­κύ­ει μέ ἕ­ναν ξε­χω­ρι­στό τρό­πο. Ἐλ­πί­ζω πώς ἡ φύ­ση αὐ­τῆς τῆς ξε­χωρι­στῆς ἕλ­ξης θά ἀ­πο­σα­φη­νι­στεῖ κά­πως πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀρ­γό­τε­ρα.

Ὑ­πάρ­χει ὁ­μως μί­α ἀμ­φι­ση­μί­α δτᾶν λέ­με πώς φυ­σι­ο­λο­γι­κά φτά­νου­με νά ἀ­σπα­στο­ῦ­με τήν ἰ­δέ­α ὅτι ἡ συμ­πε­ρι­φο­ρά μας πρέ­πει νά εἶ­ναι ἡ πιό λο­γι­κή, ὅτι δη­λα­δή πρέ­πει νά ἀν­τα­να­κλᾶ τό εἶ­δος τῆς σο­φί­ας πού σχε­δόν κα­τά κα­νό­να ἀν­τα­να­κλᾶ­ται στά ἔ­ρ­γα τῆς φύ­σης. Ἡ ἀμ­φι­ση­μί­α αὐτή ἀν­τι­στοι­χεῖ σέ ἀρ­κε­τά με­γά­λο βαθ­μό στίς δύ­ο δυ­να­τό­τη­τες πού ἐ­ξε­τά­σα­με πιό πά­νω σέ σχέ­ση μέ τά κί­νη­τρα τῆς ἴ­διας της φύ­σης ὡς φο­ρέ­α. Ἡ φύ­ση μπο­ρεῖ εἴ­τε νά αἰ­σθά­νε­ται τήν ἕ­λ­ξη καί νά ἀ­πο­λαμ­βά­νει, θά λέ­γα­με, τήν ὕ­ψι­στη τε­λει­ό­τη­τα τῆς τέ­χνης τῆς κα­τά τή δη­μι­ουρ­γί­α καί τή δι­α­τή­ρη­ση τοῦ κό­σμου, εἴ­τε ἁ­πλῶς νά δι­α­τη­ρεῖ τήν ἴ­δια τῆς τή λο­γι­κό­τη­τα. Ἀν­τι­στοί­χως, τό ἐ­ρώ­τη­μα πού τί­θε­ται ἐ­δῶ εἶ­ναι ἄν ἡ δι­κή μας ἕλ­ξη εἶ­ναι πρός τήν ἰ­δέ­α ὅτι οἱ πρά­ξεις μᾶς θ­ά πρέ­πει νά ἐ­πι­δει­κνύ­ουν με­γά­λη τέ­χνη καί σο­φί­α στόν τρό­πο μέ τόν ὁποῖο ἐ­πι­τε­λοῦν­ται ἤ πρός τήν ἰ­δέ­α ὅτι οἱ πρά­ξεις μας ἀν­τι­κα­το­πτρίζουν καί δι­α­τη­ροῦν τή δι­κή μας σο­φί­α καί τέ­χνη. Στή δεύ­τε­ρη πε­ρί­πτω­ση μά­λι­στα ἴ­σως σκε­φτο­ῦ­με ὅτι αὐ­τοῦ του εἴ­δους τά κί­νη­τρα δέν εἶ­ναι πα­ρά ἡ φυ­σι­κή συ­νέ­χι­ση τῆς ἀρ­χι­κῆς πα­ρόρ­μη­σής μας νά συν­τη­ρή­σου­με τούς ἑ­αυ­τούς μας στή φυ­σι­κή μας κα­τά­στα­ση. Ἀπό τή στιγ­μή πού πλέ­ον ἔ­χου­με με­τα­τρα­πε­ῖ σέ ἔλ­λο­γα ὄντα, ἡ πα­ρόρ­μη­ση αὐτή φυ­σι­ο­λο­γι­κά θ­ά πά­ρει τή μορ­φή, μπο­ρεῖ νά πεῖ κα­νείς, μί­ας κυ­ρί­αρ­χης φρον­τί­δας γιά τούς ἑ­αυ­τούς μας ὡς ἔλ­λο­γα ὄν­τα καί ἑ­πο­μέ­νως μί­ας φρον­τί­δας γιά τή δι­α­τή­ρη­ση, τήν καλ­λι­έρ­γεια καί τήν τε­λεί­ω­ση τῆς λο­γι­κό­τη­τάς μας. Καί ὁ κα­λύ­τε­ρος τρό­πος γιά νά πε­τύ­χου­με κά­τι τέ­τοι­ο εἶ­ναι τό νά προ­σπα­θοῦ­με νά δροῦ­με ὅ­σο πιό λο­γι­κά μπο­ροῦ­με.

Φαί­νε­ται μά­λι­στα ὅτι σέ ὁ­ρι­σμέ­νες πε­ρι­πτώ­σεις αὐ­τοῦ του εἴ­δους ἦ­ταν ἡ ἐ­ξή­γη­ση πού ἔ­δι­ναν οἱ Στω­ι­κοί. Για­τί σέ ἕ­να πο­λύ γνω­στό χω­ρί­ο (Ep, moral. 121.14 -18), ὁ Σε­νέ­κας μᾶς λέ­ει ὅτι ἡ φυ­σι­κή φρον­τί­δα γιά τούς ἑ­αυ­τούς μας μέ τήν ὁ­πο;i­α ἡ φύ­ση μᾶς προί­κι­σε ἀ­πό τή γέν­νη­σή μας, ἐ­ξε­λίσσε­ται μέ ἁρ­μό­ζον­τα τρό­πο ἀ­νά­λο­γα μέ τό στά­διο τῆς φυ­σι­κῆς ἀ­νά­πτυ­ξης στό ὁποῖο βρι­σκό­μα­στε, καί ὅτι ἔ­τσι με­τα­τρέ­πε­ται σέ κυ­ρί­αρ­χη φρον­τί­δα γιά τή λο­γι­κό­τη­τά μας ἀ­πό τή στιγ­μή ἀ­κρι­βῶς πού φτά­νου­με στήν ἡ­λι­κί­α τοῦ ὀρ­θοῦ λό­γου.

Ἀλ­λά ἡ ἀλ­λα­γή κι­νή­τρου μπο­ρε­ῖ νά κα­τα­νο­η­θεῖ καί μέ δι­α­φο­ρε­τι­κό τρό­πο. Μπο­ρε­ῖ κα­νείς νά φρον­τί­ζει νά συμ­πε­ρι­φέ­ρε­ται λο­γι­κά ὄ­χι ἐ­ξαι­τί­ας κάποιας φρον­τί­δας γιά τή δι­κή του λο­γι­κό­τη­τα, ἀλ­λά ἐ­πει­δή αἰ­σθά­νε­ται ἕλ­ξη πρός τήν ὑ­πέρ­τα­τη λο­γι­κό­τη­τα τοῦ κό­σμου, καί ἑ­πο­μέ­νως ἀ­νυ­πο­μο­νεῖ νά δι­α­τη­ρή­σει αὐτή τή λο­γι­κό­τη­τα στή δι­κή του σφαί­ρα δρά­σης μέ ἐ­κεί­νη τήν ἰ­δι­ο­φυ­ΐ­α, τή σο­φί­α, τήν εὐ­ρη­μα­τι­κό­τη­τα, τήν τέ­χνη πού θά κρα­τή­σουν τό συγ­κε­κρι­μέ­νο τμῆ­μα, τῆς πραγ­μα­τι­κό­τη­τας ὄ­χι μό­νο ἁρ­μό­ζον ἀλ­λά καί ἀ­ξι­ο­θαύ­μα­στο. Αὐ­τή ἡ φρον­τί­δα δέν εἶ­ναι πιά φρον­τί­δα γιά τόν ἴ­διο του τόν ἑ­αυ­τό, ἀλ­λά φρον­τί­δα γιά νά βρί­σκε­ται ὁ κό­σμος σέ μί­α ὁ­ρι­σμέ­νη κα­τά­στα­ση, δη­λα­δή μί­α ἕλ­ξη πρός κά­ποι­α ὁ­ρι­σμέ­νη δι­ά­τα­ξη ἡ ὁ­ποί­α εἶ­ναι σύμ­φω­νη πρός τήν τέ­λεια λο­γι­κό­τη­τα.

Ἄν στρα­φοῦ­με στό χω­ρί­ο τοῦ Κι­κέ­ρω­νος γιά νά δοῦ­με ποι­ά ἀ­πό τίς δύ­ο ἐ­ξη­γή­σεις ται­ριά­ζει πε­ρισ­σό­τε­ρο, ἡ πρώ­τη ἀ­πό αὐ­τές μοιά­ζει νά μή βρί­σκει κα­θό­λου ὑ­πο­στή­ρι­ξη. Σύμ­φω­να μέ αὐτό τό χω­ρί­ο, ὑ­πο­τί­θε­ται ὅτι τά κί­νη­τρά μας εἶ­ναι ἀ­σφα­λῶς ἡ ἕλ­ξη τήν ὁ­ποί­α αἰ­σθα­νό­μα­στε πρός τή συμ­πε­ρι­φο­ρά πού εἶ­ναι ὑ­πέρ­τα­τα λο­γι­κή καί ὄ­χι πρός μιά φρον­τί­δα γιά τή δι­κή μ­ας λο­γι­κό­τη­τα. Θε­ω­ρῶ μά­λι­στα ὅτι τό «ipsum honestum» στό τέ­λος τοῦ ΙΙΙ 21 ἀ­να­φέ­ρε­ται στήν ἀ­ρε­τή ἤ τή σο­φί­α καί ὅτι ὁ Κι­κέ­ρων μᾶς λέ­ει πώς πρέ­πει νά θε­ω­ροῦ­με ὅτι ἡ ὑ­πέρ­τα­τη λο­γι­κό­τη­τα ἤ ἡ ἀ­ρε­τή ὡς στοι­χεῖ­ο τοῦ νο­ῦ μας καί οἱ ἀ­το­μι­κές ἐ­νά­ρε­τες πρά­ξεις ἀ­πο­βλέ­πουν στήν τε­λεί­ως ἔλ­λο­γη συμ­πε­ρι­φο­ρά, καί ὄχι τό ἀν­τί­στρο­φο, ὅτι δη­λα­δή ἡ τε­λεί­ως ἔλ­λο­γη συμ­πε­ρι­φο­ρά ἀ­πο­βλέ­πει στήν τέ­λεια λο­γι­κό­τη­τα. Ἄν καί ὁ Κι­κέ­ρων κά­πως πα­ρα­πλα­νη­τι­κά ἐ­δῶ ὀ­νο­μά­ζει τήν ἀρ­ε­τή ἤ τή σο­φί­α μο­να­δι­κό ἀ­γα­θ­ό, ἀ­πό τό προ­η­γού­με­νο μέ­ρος τῆς πρό­τα­σης γί­νε­ται σα­φές ὅτι τό ἀ­γα­θό μέ τήν ἔν­νοι­α τοῦ σκο­ποῦ εἶ­ναι ἡ τε­λεί­ως λο­γι­κή συμ­πε­ρι­φο­ρά.

Ὁ Κι­κέ­ρων ἴ­σως νά μή δί­νει ἰ­δι­αί­τε­ρη ση­μα­σί­α στή δι­α­φο­ρά. Για­τί, ὅ­πως εἴ­δα­με πιό πά­νω, στό ΙΙΙ 23 μι­λά­ει σάν νά εἶ­χε ἀ­πο­δει­χθε­ΐ ὅτι τό ἀ­γα­θό εἶ­ναι ἡ σο­φί­α καί ὄ­χι ἡ σο­φή συμ­πε­ρι­φο­ρά. Ἀλ­λά ὑ­πάρ­χει μιά ση­μαν­τι­κή δι­α­φο­ρά. Ἤδη πιό πά­νω δι­α­τυ­πώ­σα­με τό ἐ­ρώ­τη­μα τί ὑ­πο­τί­θε­ται ὅτι συμ­βαί­νει μέ τήν ἀρ­χι­κή πα­ρόρ­μη­ση γιά τή συν­τή­ρη­ση τοῦ ἑ­αυ­τοῦ μας. Μιά ἀ­πάν­τη­ση εἶ­ναι ὅτι με­τα­τρέ­πε­ται σέ κυ­ρί­αρ­χη φρον­τί­δα γιά τή λο­γικό­τη­τά μας. Ἀλ­λά ἡ ἀ­πάν­τη­ση πού φαί­νε­ται πιό ἱ­κα­νο­ποι­η­τι­κή εῖ­ναι ὅτι αὐτή ἡ φρον­τί­δα γιά τόν ἑ­αυ­τό μας ἐ­ξα­φα­νί­ζε­ται τε­λεί­ως ἀ­πό τή στιγ­μή πού παύ­ει νά χρει­ά­ζε­ται. Ἄν ἔ­χου­με κά­ποι­ο κί­νη­τρο νά ἐ­νερ­γοῦ­με κα­τά τό δυνα­τόν πιό λο­γι­κά, τό γε­γο­νός αὐτό θά ἔ­χει ὡς συ­νέ­πεια νά ἐ­ξα­κο­λου­θοῦ­με νά δι­α­τη­ροῦ­με κα­τά τό δυ­να­τόν πε­ρισ­σό­τε­ρο τή λο­γι­κό­τη­τά μας καί νά φρον­τί­ζου­με τούς ἑ­αυ­τούς μας στό μέ­τρο πού αὐτό ἀ­παι­τε­ῖ­ται ἀ­πό τήν κα­λύ­τε­ρη τά­ξη τοῦ κό­σμου.

Ἔχοντας ἔ­τσι κα­τα­λή­ξει σέ μιά ἀ­πάν­τη­ση στό ἐ­ρώ­τη­μα σχε­τι­κά μέ τή φύ­ση τῶν βη­μά­των τῆς σκέ­ψης πού φυ­σι­ο­λο­γι­κά μας κα­τευ­θύ­νουν πρός τήν ἀν­τί­λη­ψη τοῦ ἀ­γα­θοῦ, εἶ­ναι πιά και­ρός νά ἐ­ξε­τά­σου­με πιό προ­σε­κτι­κά τί ἀ­κρι­βῶς ὑ­πο­τί­θε­ται ὅτι εῖ­ναι αὐτή ἡ ἀν­τί­λη­ψη. Στό ση­μεῖ­ο αὐτό βε­βαί­ως χρει­α­ζό­μα­στε κά­ποι­α προ­κα­ταρ­κτι­κή δι­ευ­κρί­νι­ση. Για­τί ὑ­πάρ­χει κά­ποι­α ἔλ­λει­ψη ἀ­κρί­βειας στήν ἔκ­θε­ση τοῦ Κι­κέ­ρω­νος πού μᾶς δη­μι­ουρ­γεῖ σύγ­χυ­ση, σύγ­χυ­ση ἡ ὁ­ποί­α στή συ­νέ­χεια ἐ­πι­τεί­νε­ται ἀ­πό μιά ἀ­σά­φεια στή σύν­τα­ξη ταῆς τελευταίας πρότασης. Εἶναι προφανές ὅτι ὁ Κικέρων ἐδῶ ὀνομἀζει «ἀγα­θό» δύ­ο τε­λεί­ως δι­α­φο­ρε­τι­κά πράγ­μα­τα: α) τήν τέ­λεια λο­γι­κή συμ­πε­ρι­φο­ρά στήν ὁ­ποί­α ἀ­πο­βλέ­που­με, καί β) τήν ὀρ­θό­τη­τα, τήν ἀ­ρε­τή, τή σο­φί­α πού μᾶς ἐ­πι­τρέ­πει νά ἐ­νερ­γοῦ­με τε­λεί­ως λο­γι­κά καί ἡ ὁποί­α ἐ­πι­δει­κνύ­ε­ται σέ μιά τέ­τοι­α συμ­πε­ρι­φο­ρά. Μά­λι­στα μᾶς λέ­ει γιά τό τε­λευ­ταῖ­ο ὅτι ἀ­πό μό­νο του ἀ­ξί­ζει νά θε­ω­ρεῖ­ται ὡς ἀγαθό ἤ ὡς τό ἀ­γα­θό, μο­λο­νό­τι λί­γες ἀ­ρά­δες πιό πά­νω εἶ­χε ὀ­νο­μά­σει τό πρῶ­το ἀ­νώ­τα­το ἀγαθό. Τό νά δι­α­κρί­νου­με τήν ἀ­ρε­τή ἀ­πό τόν ἐ­νά­ρε­το βί­ο τόν ὁποῖο αὐ­τή πα­ρά­γει δέν μπο­ρε­ῖ νά ἰ­σχύ­ει, ἐ­κτός ἄν ὑ­πο­θέ­σου­με τήν ὕ­παρ­ξη δι­α­φο­ρε­τι­κῶν ἐν­νοι­ῶν τοῦ «ἀ­γα­θοῦ». Καί εἶ­ναι σα­φές ὅτι αὐ­τό κά­νει ἐ­δῶ ὁ Κι­κέ­ρων. Εἶ­ναι σα­φές ἀ­πό τόν τρό­πο πού μι­λά­ει, ὅ­ταν λέ­ει ὅτι ἕ­να σχέ­διο τε­λεί­ως λο­γι­κῆς συμ­πε­ρι­φο­ρᾶς, μιά τε­λεί­ως λο­γι­κή ζωή εἶ­ναι κά­τι ἀγαθό ἤ ἀ­κό­μη εἶ­ναι τό ἀγαθό ἤ εἶ­ναι τό ὕψι­στο ἀγαθό μέ τήν ἔν­νοι­α κα­τά τήν ὁ­ποί­α ὁ σκο­πός ἡ τό τέ­λος (αὐτό στό ὁποῖο κά­θε τί ἄλ­λο πρέ­πει νά ἀ­να­φέ­ρε­ται) εἶ­ναι τό ἀγαθό. Ἡ ἀ­ρε­τή ἤ ἡ σο­φί­α εἶ­ναι ἀγαθό ἡ τό ἀγαθό μέ τήν ἔν­νοι­α ὅτι εἶ­ναι αὐτό καί μό­νο αὐτό τό ὁποῖο χρει­α­ζό­μα­στε προ­κει­μέ­νου νά ἐ­πι­τύ­χου­με αὐτό τόν σκο­πό, δη­λα­δή μιά τε­λεί­ως λο­γι­κή ζω­ή.

Ἀλ­λά μο­λο­νό­τι ὑ­πάρ­χει σα­φής δι­α­φο­ρά, τό ἀγαθό κα­τά τήν πρώ­τη ἔν­νοι­α καί τό ἀγαθό κα­τά τή δεύ­τε­ρη ἔν­νοι­α συν­δέ­ον­ται πο­λύ στε­νά με­τα­ξύ τους, ἰ­δι­αί­τε­ρα σύμ­φω­να μέ τή στω­ι­κή ἄ­πο­ψη. Ἀ­πό τή στιγ­μή πού ἡ ἁ­πλή πα­ρου­σί­α τῆς ἀ­ρε­τῆς ἤ τῆς σο­φί­ας ἐγ­γυᾶ­ται μιά ἐ­νά­ρε­τη, σο­φή, τέ­λεια λο­γι­κή ζω­ή, καί ἀ­πό τή στιγ­μή πού αὐτό τό ὁποῖο ἐ­κτι­μοῦ­με σέ αὐτή τή ζω­ή εἶ­ναι ἡ σο­φί­α πού αὐτή ἐ­πι­δει­κνύ­ει, κα­τα­λα­βαί­νου­με για­τί ὁ Κι­κέ­ρων στό III 23 μπο­ρεῖ νά μι­λᾶ σάν νά εἴ­χα­με ἡ­δη ἀ­πο­δεί­ξει ὅτι τό ἀγαθό εἶ­ναι ἡ σο­φί­α, ἐ­νῶ αὐτό τό ὁποῖο στήν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα εἴ­χα­με ἀ­πο­δεί­ξει ἦ­ταν πώς τό ἀγαθό εἶ­ναι ἕ­να ὁ­ρι­σμέ­νο εἶ­δος ζω­ῆς. Ὡστόσο, ἄν θέ­λου­με νά προσ­δι­ο­ρί­σου­με μέ ἀ­κρί­βεια τήν ἀν­τί­λη­ψη τοῦ ἀ­γα­θοῦ τήν ὁ­ποί­α ὑ­πο­τί­θε­ται ὅτι ἀ­πο­κτοῦ­με φυ­σι­ο­λο­γι­κά κα­θώς ἀ­να­λο­γι­ζό­μα­στε τή συμ­πε­ρι­φο­ρά μας, θά πρέ­πει νά δε­χτοῦ­με τή δι­ά­κρι­ση τῶν δύ­ο αὐ­ταῶν ἐν­νοι­ῶν. Ἐπί πλέ­ον ὁ Κι­κέ­ρων ἀ­να­φέ­ρε­ται καί στίς σω­στές πρά­ξεις τίς ὁ­ποι­ες ἐ­μεῖς, ὅ­πως καί οἱ Στω­ι­κοί, ὀ­νο­μά­ζου­με «ἀ­γα­θές». Καί, τέ­λος, ὀ­νο­μά­ζου­με «ἀ­γα­θούς» τους ἐ­νά­ρε­τους ἀν­θρώ­πους. Οἱ Στω­ι­κοί μας δί­νου­νε με­γά­λη ποι­κι­λί­α δι­α­κρί­σε­ων ἀ­νά­με­σα στίς ἔν­νοι­ες τοῦ «ἀγαθοῦ», οἱ ὁ­ποῖ­ες εὔ­κο­λα φι­λο­ξε­νοῦν αὐ­τές τίς δι­α­φο­ρε­τι­κές χρή­σεις (πρβλ. π.χ. Σέξ­τος Ἐμπειρικός, Μάθ. XI 25-27).

Ἀ­πό τή στιγ­μή πού αὖ­τες οἱ δι­α­φο­ρε­τι­κές χρή­σεις συν­δέ­ον­ται συ­στη­μα­τι­κά με­τα­ξύ τους, ἔ­τσι ὥ­στε νά ἀ­πο­τε­λο­ῦν ἡ μί­α λει­τουρ­γί­α τῆς ἄλ­λης, μπο­ροῦ­με νά ἑ­στι­ά­σου­με τήν προ­σο­χή μας σέ μιά ἀ­πό αὐ­τές, δη­λα­δή στή χρή­ση κα­τά τήν ὁ­ποί­α ἡ ἀ­ρε­τή ἤ ἡ σο­φί­α εἶ­ναι ἕ­να ἀγαθό.

Κα­τ’ αὐτή λοι­πόν τή χρή­ση τοῦ «ἀγαθοῦ», σύμ­φω­να μέ τούς Στω­ι­κούς ἕ­να πράγ­μα εἶ­ναι ἕ­να ἀγαθό ἄν κα­νείς ἀν­τλε­ῖ ὄ­φε­λος ἀ­πό αὐτό. Ἡ ἀ­ρε­τη ἤ ἡ σοφία εἶναι ἀγαθά, ἐπειδή προφανῶς ἐπιτρέπουν στους άνθρώπους νά ἀν­τλοῦν ὄ­φε­λος, κα­θώς τούς ὁ­δη­γοῦν στό νά πράτ­τουν ἐ­νά­ρε­τα καί ἔ­τσι νά ἀ­πο­κτοῦν τόν ἀγαθό βί­ο. Μά­λι­στα οἱ Στω­ι­κοί ὑ­πο­θέ­τουν ὅτι ἡ ἀ­ρε­τή ἤ ἡ σο­φί­α εἶ­ναι τό μό­νο πράγ­μα ἀ­πό τό ὁποῖο ἀν­τλε­ῖ κα­νείς ὄ­φε­λος, τό μό­νο πράγ­μα πού εἶ­ναι κα­λύ­τε­ρο νά τό ἔ­χει κα­νείς. Για­τί τό ἄν εἶ­ναι κα­λύ­τε­ρο νά ἔ­χει κα­νείς ὁ­ποι­ο­δή­πο­τε ἄλ­λο πράγ­μα ἐ­ξαρ­τᾶ­ται ἀ­πό τό κα­τά πό­σον ὁ ἴ­διος εἶ­ναι ἡ δέν εἶ­ναι σο­φός. Ἔ­τσι οἱ Στω­ι­κοί ὑ­πο­στη­ρί­ζουν, ὄ­πως μᾶς λέ­ει ὁ Κι­κέ­ρων στό χω­ρί­ο μας, ὅτι ἡ ἀ­ρε­τή ἤ ἡ σο­φί­α εἶ­ναι τό μό­νο ἀ­γαθ­ό.

Μέ­ρος τῆς ἀν­τί­λη­ψης τοῦ ἀγαθοῦ κα­τ’ αὐτή τήν ἔν­νοι­α εἶ­ναι ἑ­πο­μέ­νως τό ὅτι εἶ­ναι ὠ­φέ­λι­μο. Σέ με­γά­λο βαθ­μό αὐτό ἐ­ξη­γεῖ τήν ἕλ­ξη πού ἀ­σκεῖ ὅ,τι εἶ­ναι κα­τ’ αὐτή τήν ἔν­νοι­α ἀγαθό. Ἀλλά θέ­λω νά ὑ­πο­στη­ρί­ξω ὅτι ὑ­πάρ­χει καί ἕ­να ἄλ­λο ἐ­ξί­σου ση­μαν­τι­κό στοι­χεῖ­ο στήν ἀν­τί­λη­ψη τοῦ ἀγαθοῦ κα­τ’ αὐτή τήν ἔν­νοι­α πού μπο­ρεῖΐ νά ἐ­ξη­γή­σει τήν ἐν­τυ­πω­σια­κή ἕλ­ξη τήν ὁ­ποί­α ἀ­σκεῖ. Σέ αὐτό τό στοι­χεῖ­ο θε­ω­ρῶ ὅτι ἀ­να­φέ­ρε­ται ἡ ἔκ­θε­σή του Κικέ­ρω­νος ὅ­ταν μι­λά­ει γιά τήν ὀρ­θό­τη­τα ὡς τό honestum. Πρό­κει­ται μᾶλ­λον γιά ἀ­πό­δο­ση τοῦ ἀρ­χαί­ου ἑλ­λη­νι­κοῦ τό κα­λόν. Μπο­ροῦ­με, πα­ρα­δείγ­μα­τος χά­ριν, νά θυ­μη­θοῦ­με τόν Σω­κρά­τη ὅ­ταν στόν Γορ­γί­α τοῦ Πλά­τω­νος ἰ­σχυ­ρί­ζε­ται ὅτι εἶ­ναι κα­λύ­τε­ρο νά ἀ­δι­κεῖ­ται κα­νείς πα­ρά νά ἀ­δι­κεῖ. Στήν πο­ρεί­α αὐ­τοῦ τοῦ ἐ­πι­χει­ρή­μα­τος ὁ Σω­κρά­της ὑ­πο­θέ­τει ὅτι τό ἀγαθό εἶ­ναι κά­τι πού μᾶς ὠ­φε­λεῖ ἡ κά­τι πού εἶ­ναι κα­λόν, δη­λα­δή ὄ­μορ­φο. Οἱ Στω­ι­κοί ἰ­σχυ­ρί­ζον­ται ὅτι τό ἀγαθό εἶ­ναι καί τό ἕ­να καί τό ἄλ­λο. Καί θά ἡ­θε­λα νά δο­κι­μά­σου­με νά δώ­σου­με πε­ρι­ε­χό­με­νο στό δεύ­τε­ρο σκέ­λος τῆς πρό­τα­σης προκει­μέ­νου νά κα­τα­λά­βου­με για­τί τό ἀγαθό, ἀ­πό τή στιγ­μή πού τό βλέ­πει κα­νείς, ἀ­σκε­ῖ μιά τέ­τοι­α ἀ­κα­τα­νί­κη­τη ἕλ­ξη.

Ἕ­νας τρό­πος ἴσως γιά νά τό πε­τύ­χου­με εἶ­ναι τό νά ἐ­πι­στρέ­φου­με στήν εἰ­κό­να τοῦ ἔ­φη­βου πού ἔ­χει ἀ­να­πτυ­χθεῖ ἀρ­κε­τά ὥ­στε νά δρᾶ μέ συ­νέ­πεια σύμ­φω­να μέ τή φύ­ση. Ἀλ­λά ἐ­ξα­κο­λου­θεῖ νά λεί­πει κά­τι πού μᾶς ἐμ­πο­δί­ζει νά ὀ­νο­μά­σου­με τόν ἴδιο, τή δι­ά­θε­σή του, τίς πρά­ξεις του ἤ καί ὁ­λό­κλη­ρο τό σχέ­διο τῆς συμ­πε­ρι­φο­ρᾶς ἤ τῆς ζω­ῆς του «ἀγαθό». Τί εἶ­ναι αὐτό πού λεί­πει;

Ἄν καί δέν ἔ­χει ἀ­κό­μη ἀ­πο­κτή­σει πλή­ρη λο­γι­κό­τη­τα, κά­νει ἀ­κρι­βῶς αὐτό πού τοῦ ὑ­πα­γο­ρεύ­ε­ται νά κά­νει καί μά­λι­στα τό κά­νει σω­στά. Ὄχι μό­νο λει­τουρ­γεῖ, ἄλ­λα λει­τουρ­γεῖ σω­στά. Ὑπάρχει μιά ἰ­σχνή ἔν­νοι­α τοῦ «ἀγαθοῦ», ὅ­πως ὅ­ταν λέ­με ὅτι ἦ­ταν κα­λό παι­δί ἤ κα­λός νέ­ος, ἀ­φοῦ κά­νει ἀ­κρι­βῶς ὅ,τι τοῦ ὑ­πα­γο­ρεύ­ε­ται νά κά­νει. Εἶ­ναι μιά ἔν­νοι­α μᾶλ­λον ἀ­νά­λο­γη μέ ἐ­κεί­νη πού ἐ­πι­κα­λού­μα­στε ὅ­ταν μι­λᾶ­με γιά ἕ­να κα­λό αὐ­το­κί­νη­το ἤ ἕ­να κα­λό ἄ­λο­γο. Τά αὐ­το­κί­νη­τα πρέ­πει νά κά­νουν ὁ­ρι­σμέ­να πράγ­μα­τα, καί ἐ­φ’ ὅσον λει­τουρ­γοῦν σω­στά καί ὄ­χι μό­νον κά­νουν ὅ,τι πρέ­πει ἀλ­λά τό κά­νουν καί σω­στά, τό­τε τά ὀ­νο­μά­ζου­με κα­λά αὐ­το­κί­νη­τα. Ἄς ἐ­πι­ση­μά­νου­με, ὡ­στό­σο, ὅτι ἀ­κό­μη καί ἄν ἔ­χου­με λό­γο νά ἐ­κτι­μᾶ­με ἕ­να αὐ­το­κί­νη­το πού λει­τουρ­γεῖ σω­στά, δέν ἔ­χου­με λό­γο νά τό νά θαυ­μά­ζου­με καί νά ἐγ­κω­μι­ά­ζου­με τήν ἐ­πί­δο­σή του.

Εῖ­ναι βέ­βαι­α προ­φα­νές ὅτι ἡ ἔν­νοι­α τοῦ «ἀγαθοῦ» πού ἐν­δι­α­φέ­ρει τούς Στω­ι­κούς καί τήν ὁ­ποί­α ἐ­μεῖς προ­σπα­θοῦ­με νά ἀ­πο­σα­φη­νί­σου­με εἶ­ναι μιά ἔν­νοι­α πο­λύ πιό ἰ­σχυ­ρή. Ἕ­νας κα­λός ἄν­θρω­πος εἶ­ναι ἕ­νας ἄν­θρω­πος ὁ ὁποῖος μέ τή δι­ά­θε­ση, τή δρά­ση καί τή συμ­πε­ρι­φο­ρά του μᾶς κα­λε­ΐ νά τόν θαυ­μά­σου­με, νά τόν ἐγ­κω­μι­ά­σου­με καί ἴσως ἀ­κό­μη καί νά τόν μι­μη­θο­ῦ­με. Στό ση­μεῖ­ο αὐτό φαί­νε­ται ὑ­περ­βο­λι­κά εὔ­κο­λο νά συμ­πε­ρά­νου­με ὅτι οἱ Στω­ι­κοί πρέ­πει νά ἐν­δι­α­φέ­ρον­ται γιά τήν ἠ­θι­κή κα­λο­σύ­νη, τή στιγ­μή πού ἐ­ξα­κο­λου­θεῖ νά μᾶς δι­α­φεύ­γει σέ τί συ­νί­στα­ται.

Μο­ῦ φαί­νε­ται ὅτι θά μπο­ρού­σα­με ἴσως νά ση­μει­ώ­σου­με κά­ποι­α πρό­ο­δο στόν προσ­δι­ο­ρι­σμό τῆς στω­ι­κῆς ἔν­νοι­ας τοῦ «ἀγαθοῦ», ἄν ἀν­τί νά σκε­φτό­μα­στε τό αὐ­το­κί­νη­το σκε­φτοῦ­με τόν σχε­δια­στή του. Γιά νά θε­ω­ρεῖ­ται κα­λός στήν τέ­χνη του, ὁ σχε­δια­στής τοῦ αὐ­το­κί­νη­του πρέ­πει νά κα­τα­σκευά­σει ἕ­να αὐ­το­κί­νη­το πού λει­τουρ­γεῖ σω­στά, ἔ­χει κα­λή ἐ­πί­δο­ση καί ἐ­κτε­λε­ΐ κα­λά ὅ,τι ὀ­φεί­λει νά ἐ­κτε­λεῖ ἕ­να τέ­τοι­ο αὐ­το­κί­νη­το. Στό μέ­τρο πού ὁ σχε­δια­στής τοῦ αὐ­το­κί­νη­του κα­τορ­θώ­νει νά κά­νει κά­τι τέ­τοι­ο ἡ δου­λειά του δέν ἔ­χει τί­πο­τε τό ἀ­ξι­ο­ση­μεί­ω­το, τό ἀ­ξι­ο­θαύ­μα­στο ἡ τό ἀ­ξι­έ­παι­νο. Κά­νει ἁ­πλῶς αὐτό πού ὀ­φεί­λει νά κά­νει.

Ἀλ­λά ἡ δου­λειά το­ϋ σχε­δια­στῆ αὐ­το­κί­νη­των δέν ἐ­ξαν­τλεῖ­ται ἐ­δῶ. Στήν κα­λύ­τε­ρη πε­ρί­πτω­ση πε­ρι­λαμ­βά­νει ἐκ­πλη­κτι­κή ἰ­δι­ο­φυΐ­α, δι­ο­ρα­τι­κό­τη­τα, φαν­τα­σί­α, εὐ­ρη­μα­τι­κό­τη­τα, κομ­ψό­τη­τα καί ἁ­πλό­τη­τα κα­τά τήν ἐ­πί­λυ­ση τε­χνι­κῶν προ­βλη­μά­των, δη­μι­ουρ­γι­κό­τη­τα, καί ὅλα αὐ­τα μέ τρό­πους πού ­ἴ­σως νά μήν ἐ­πι­φέ­ρουν κα­μί­α δι­α­φο­ρά στήν ἴ­δια τή λει­τουρ­γί­α τοῦ αὐ­το­κί­νη­του. Ὁ σχε­δια­στής τοῦ αὐ­το­κί­νη­του μπο­ρεῖ νά προ­σπα­θεῖ νά εἶ­ναι ὅσο πιό κα­λός γί­νε­ται στόν σχε­δια­σμό τοῦ αὐ­το­κί­νη­του. Μπο­ρεῖ στήν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα νά μήν ἐν­δι­α­φέ­ρε­ται πα­ρά ἐ­λά­χι­στα γιά τό συγ­κε­κρι­μέ­νο αὐ­το­κί­νη­το πού τυ­χαί­νει νά σχε­διά­ζει. Γιά κά­ποι­ον πού κα­τέ­χει τίς δι­κές του ἱ­κα­νό­τη­τες, ὁ σχε­δια­σμός ἑ­νός αὐ­το­κί­νη­του, μέ δε­δο­μέ­νες προ­δι­α­γρα­φές, δέν δη­μι­ουρ­γεῖ προ­βλή­μα­τα. Τό νά τό κα­τορ­θώ­σει δέν ἀ­πο­τε­λεῖ ἰ­δι­αί­τε­ρο ἐ­πί­τευγ­μα. Δέν πρό­κει­ται γιά κά­τι πού θά τόν κα­θι­στοῦ­σε ὑ­πε­ρή­φα­νο. Τό ζή­τη­μα ὡ­στό­σο ἄλ­λα­ζει ρι­ζι­κά ἄν κα­τορ­θώ­σει νά ἀν­τα­πο­κρι­θε­ΐ στό ἴδιο ἔρ­γο ἐ­πι­δει­κνύ­ον­τας ἀ­ξι­ο­ση­μεί­ω­τη ἡ ἀ­κό­μη καί ἀ­ξι­ο­θαύ­μα­στη ἰ­δι­ο­φυί­α. Τό ζή­τη­μα ἀλ­λά­ζει ἄν τό ἔρ­γο προ­δι­α­γρά­φε­ται μέ τέ­τοι­ο τρό­πο ὥ­στε ἡ ἐ­πί­λυ­σή του νά ἀ­παι­τεῖ ἰ­δι­ο­φυΐ­α καί ὁ ἴ­διος ὁ σχε­δια­στής νά κα­τορ­θώ­νει, δε­δο­μέ­νης τῆς ἐκ­πλη­κτικῆς του εὐ­ρη­μα­τι­κό­τη­τας, νά φέ­ρει εἰς πέ­ρας τό ἔρ­γο.

Ἡ ἔν­νοι­α τοῦ «ἀγαθοῦ» κα­τά τήν ὁ­ποί­α ἕ­νας τέ­τοι­ος ἄν­θρω­πος συ­νι­στᾶ κα­λό σχε­δια­στή αὐ­το­κι­νή­του εἶ­ναι προ­φα­νῶς μιά πο­λύ πιό ἰ­σχυ­ρή ἔν­νοι­α τοῦ «ἀγαθοῦ». Μᾶς με­τα­φέ­ρει στή δι­ά­στα­ση το­ϋ εἴ­δους τῆς πραγ­μα­τι­κῆς ἀ­ξίας πού κα­θι­στά τόν θαυ­μα­σμό, τόν ἔ­παι­νο καί τά ὅ­μοι­α τε­λεί­ως ἁρ­μό­ζον­τα.

Τό ὅτι δέν πρό­κει­ται γιά αὐ­τό πού θά ὀ­νο­μά­ζα­με ἠ­θι­κή ἀ­ξί­α δέν πρέ­πει νά μᾶς δυ­σκο­λεύ­ει νά κα­τα­λά­βου­με τό γε­γο­νός ὅτι ἐ­πι­δέ­χε­ται ὁ­ποι­ο­δή­πο­τε ἐ­πί­πε­δο «βά­θους» (ἡ, ἄν προ­τι­μᾶ­τε, «ὕ­ψους»). Αὐ­τό τό δι­α­πι­στώ­νει κα­νείς πιό εὔ­κο­λα, ­ἴ­σως, ἄν ἀν­τί γιά τήν πε­ρί­πτω­ση τῶν αὐ­το­κί­νη­των σκε­φτε­ῖ τήν πραγ­μα­τι­κή ἀ­ξία πού μπο­ρε­ΐ νά ἀ­πο­δώ­σου­με σέ μί­α φι­λο­λο­γι­κή δου­λειά ἡ σέ ἕ­να ἐ­πι­στη­μο­νι­κό ἔρ­γο. Ὑπάρ­χει τε­ρά­στια δι­α­φο­ρά ἀ­νά­με­σα σέ μιά ἄρ­τια ἀλ­λά ὄχι καί ἀ­ξι­ο­ση­μεί­ω­τη φι­λο­λο­γι­κή δου­λειά καί σέ ἕ­να δεῖγ­μα σπου­δαί­ας φι­λο­λο­γι­κῆς δου­λειᾶς. Ἡ δι­α­φο­ρά αὐτή δέν συν­δέ­ε­ται κα­τ’ ἀ­νάγ­κην μέ ἐν­τυ­πω­σια­κά συμ­πε­ρά­σμα­τα ἀλ­λά μέ τόν τρό­πο μέ τόν ὁποῖο κα­τορ­θώ­νει νά φτά­σει σέ αὐ­τα τά συμ­πε­ρά­σμα­τα μέ τήν εὐ­ρυ­μά­θεια, τή δι­ο­ρα­τι­κό­τη­τα, τήν ὀ­ξύ­νοι­α καί τή σα­φή­νεια πού ἐ­πι­δει­κνύ­ει στήν πο­ρεί­α πρός τά συμ­πε­ρά­σμα­τα.

Τό κα­τά πό­σον τό ἀν­τι­κεί­με­νο πού μᾶς ἀ­πα­σχο­λεῖ μπο­ρε­ῖ νά χα­ρα­κτη­ρι­στεῖ ἀ­πό τέ­τοι­α ἀ­ξί­α ἐ­ξαρ­τᾶ­ται σέ με­γά­λο βαθ­μό ἀ­πό τό εἶ­δος στό ὁποῖο ἐν­τάσ­σε­ται. Ὑπάρχει βέ­βαι­α ἡ ἐ­πι­μέ­λεια καί ἡ δι­ο­ρα­τι­κό­τη­τα πού χα­ρα­κτη­ρί­ζουν ἤ ἁρ­μό­ζει νά χα­ρα­κτη­ρί­ζουν τήν πα­ρα­γω­γή μί­ας κάλ­τσας. Ἀλ­λά τά δι­α­φό­ρων εἰ­δῶν ἔ­ρ­γα τέ­χνης, μέ τή σύγ­χρο­νη ἔν­νοι­α τοῦ ὄ­ρου «τέ­χνη», χα­ρα­κτη­ρί­ζον­ται ἀ­πό τό ὅτι ἐ­πι­τρέ­πουν καί ἐ­πι­δι­ώ­κουν νά ἔ­χουν ἀ­κρι­βῶς τό εἶ­δος τῶν ποι­ο­τή­των πού στοι­χει­ο­θε­τοῦν τήν κα­λο­σύ­νη κα­τ’ αὐτή τήν ἰ­σχυ­ρό­τε­ρη ἔν­νοι­α. Καί σύμ­φω­να μέ τήν πρό­τα­ση πού δι­α­τυ­πώ­νου­με ἐ­δῶ, αὐτή εῖ­ναι ἡ ἔν­νοι­α τοῦ «ἀ­γα­θο­ῦ» πού ἔ­χουν ὑ­πό­ψή τους οἱ Στω­ι­κοί, ὅ­ταν λέ­νε πῶς ὁ κό­σμος εἶ­ναι ὁ κα­λύ­τε­ρος δυ­να­τός. Ἡ ἱ­κα­νό­τη­τα πού ἀ­παι­τε­ῖ­ται γιά τήν πα­ρα­γω­γή τοῦ προ­κα­λε­ῖ δέ­ος.

Φαί­νε­ται, ἔ­τσι, ὅτι ὑ­πάρ­χει μιά ἀ­δύ­να­μη ση­μα­σί­α τοῦ «ἀ­γα­θοῦ», τήν ὁ­ποί­α ἐ­πι­κα­λού­μα­στε γιά νά πού­με ὅτι ἕ­να αὐ­το­κί­νη­το πού συμ­πε­ρι­φέ­ρε­ται μέ κα­λή ἐ­πί­δο­ση εἶ­ναι κα­λό αὐ­το­κί­νη­το. Ἀλ­λά φαί­νε­ται ὅτι καί ἕ­να αὐ­το­κί­νη­το πού ἔ­χει σχε­δια­στεῖ κα­λά, κα­τά τή δεύ­τε­ρη ση­μα­σί­α, κα­θώς ἐ­πί­σης καί ὁ κα­λύ­τε­ρος δυ­να­τός κό­σμος, ὀ­νο­μά­ζον­ται «ἀ­γα­θά» μέ μιά πο­λύ πιό ἰ­σχυ­ρή ἔν­νοι­α, καί ὅτι μό­νο κα­τ’ αὐτή τήν ἔν­νοι­α ἄ­ξι­ζει νά ἔ­κτι­μη­θο­ῦν, νά ἐ­παι­νε­θοῦν καί νά θαυ­μα­στοῦν μέ τόν ἁρ­μό­ζον­τα τρό­πο.

Ἄν τώ­ρα στρα­φοῦ­με στά ἀν­θρώ­πι­να ὄν­τα καί στό τί κά­νουν, ἡ πρό­τα­σή μας εῖ­ναι ὅτι αὐτό πού προσ­δί­δει κα­λο­σύ­νη σέ ὅ,τι κά­νουν καί αὐτό πού κα­θι­στᾶ καί τούς ἴ­διους, τή δι­ά­θε­ση καί τή συμ­πε­ρι­φο­ρά τους κα­τάλ­λη­λα ἀν­τι­κεί­με­να γιά αὐτή τήν ἰ­δι­αί­τε­ρη ἐ­κτί­μη­ση δέν εἶ­ναι τό τί κά­νουν ἀλ­λά ἡ σο­φί­α, ἡ δι­ο­ρα­τι­κό­τη­τα, ἡ κα­τα­νό­η­ση, ἡ πε­ρί­σκε­ψη, ἡ ἐ­πι­μέ­λεια, ἡ στα­θε­ρό­τη­τα, ἡ ἐ­πι­νο­η­τι­κό­τη­τα πού κα­θο­ρί­ζουν τό τί κά­νουν καί τό πῶς τό κά­νουν – μέ δύ­ο λό­για, ἡ τε­λει­ό­τη­τα τοῦ ὀρ­θο­ῦ λό­γου πού κρύ­βε­ται πί­σω ἀ­πό τή συμ­πε­ρι­φο­ρά τους.

Αὐτό ἴ­σως μᾶς φα­νεῖ ἐ­ξαι­ρε­τι­κά νο­η­σι­αρ­χι­κό ἀλ­λά δέν πρέ­πει νά μᾶς ἐκ­πλήσ­σει, ὅταν ἔ­χου­με νά κά­νου­με μέ φι­λο­σό­φους πού ἀ­κο­λού­θη­σαν τήν ἄ­πο­ψη τοῦ Σω­κρά­τους ὅτι κά­θε ἀν­θρώ­πι­νη ἐ­πι­τυ­χί­α εἶ­ναι δι­α­νο­η­τι­κή ἀ­πο­τυ­χί­α, καί μά­λι­στα δέν θά μπο­ροῦ­σε νά εἶ­ναι, τί­πο­τε ἄλ­λο ἀ­πό τή στιγ­μή πού ἡ ψυ­χή δέν εἶ­ναι τί­πο­τε ἄλ­λο πα­ρά νό­η­ση.

Ἔτσι ἡ ἀν­τί­λη­ψη το­ΰ ἀ­γα­θο­ῦ πού προ­ϋ­πο­τί­θε­ται ἐ­δῶ δέν εἶ­ναι ἡ ἀν­τί­λη­ψη τοῦ ἠ­θι­κοῦ ἀ­γα­θοῦ, του­λά­χι­στον ὄ­χι κα­τά τή γε­νι­κή ἔν­νοι­ά της. Πρό­κει­ται μᾶλ­λον γιά τήν ἀν­τί­λη­ψη τοῦ ἀ­γα­θοῦ πού ἀν­τι­στοι­χεῖ στήν ἀν­τί­λη­ψη το­ῦ Ἀριστοτέλους γιά τή δι­α­νο­η­τι­κή ἀ­ρε­τή ἤ μᾶλ­λον σέ μιά πο­λύ πιό πλού­σια ἔν­νοι­α τῆς δι­α­νο­η­τι­κῆς ἀ­ρε­ταῆς, στό μέ­τρο πού γιά τούς Στω­ι­κούς κά­θε ἀ­ρε­τή εἶ­ναι δι­α­νο­η­τι­κή.

’Ἔτσι ἐ­πί τέ­λους μπο­ροῦ­με νά ἀ­παν­τή­σου­με στό ἐ­ρώ­τη­μα σχε­τι­κά μέ τή στωι­κη ἀν­τί­λη­ψη το­ΰ ἀ­γα­θο­ῦ. Ἄν πά­ρου­με τήν ἄν­τι­λη­ψη κα­τά τήν ὁ­ποι­α τό «ἀγαθό» ἰ­σχύ­ει γιά τά ἄ­γα­θα, αὐτό πού εἶ­ναι ἀγαθό πρέ­πει νά μᾶς ὠ­φε­λεῖ, νά μᾶς ὁ­δη­γεῖ ὁ­πωσ­δή­πο­τε σέ κά­τι κα­λύ­τε­ρο. Οἱ Στω­ι­κοί συμ­φω­νο­ΰν ὅτι μό­νο ἡ ἀ­ρε­τή, ἤ  ἡ σο­φί­α, ἱ­κα­νο­ποι­εῖ αὐ­τή τή συν­θή­κη, ἐ­φ’ ὅσον γιά κά­θε τί ἄλ­λο εἶ­ναι γε­γο­νός ὅτι ἡ κα­το­χή του μπο­ρεῖ νά μᾶς βλά­πτει ἤ νά μᾶς ὠ­φε­λεῖ, ἀ­νά­λο­γα μέ τό ἄν τό χρη­σι­μο­ποι­οῦ­με μέ σο­φό τρό­πο. Λυ­τό ὑ­πο­τί­θε­ται ὅτι ἰ­σχύ­ει ἀ­κό­μη καί γιά τήν ­ἴ­δια τή ζω­ή, τήν ὑ­γεία, τή σω­μα­τι­κή ἀ­κε­ραι­ό­τη­τα καί γε­νι­κά γιά αὐ­τα τά ἀν­τι­κεί­με­να πού ἡ φύ­ση θέ­λει νά ἐ­πι­δι­ώ­κου­με. Ὑπάρχει ὡ­στό­σο μιά ἄλ­λη ση­μαν­τι­κή συν­θή­κη, τήν ὁ­ποί­α πρέ­πει νά ἱ­κα­νο­ποι­εῖ κά­τι προ­κει­μέ­νου νά εἶ­ναι πραγ­μα­τι­κά ἀγαθό: πρέ­πει νά εἶ­ναι κα­λόν, δη­λα­δή πρέ­πει νά δι­α­θέ­τει τήν ἑλ­κυ­στι­κό­τη­τα πού τό κα­θι­στά ἁρ­μό­ζον ἀν­τι­κεί­με­νο θαυ­μα­σμο­ῦ, ἐ­παί­νου κτλ., καί ἡ ὁ­ποί­α, ὅ­πως εἴ­δα­με, ὀ­φεί­λε­ται στήν τε­λει­ό­τη­τα το­ῦ ὀρ­θο­ῦ λό­γου πού ὑ­πει­σέρ­χε­ται. Καί, πά­λι, μό­νο ἡ ἀ­ρε­τή ἤ ἡ σο­φί­α ἱ­κα­νο­ποι­οῦν αὐτή τή συν­θή­κη καί ὄ­χι ἡ ζω­ή, ἡ ὑ­γεία, ἡ σω­μα­τι­κή ἀ­κε­ραι­ό­τη­τα καί τά ὅ­μοι­α. Ἀν­τι­στοί­χως θά ὀ­νο­μά­ζου­με ἕ­ναν ἄν­θρω­πο «ἀγαθό» ἄν εἶ­ναι σο­φός καί ἐ­νά­ρε­τος· θά ὀ­νο­μά­ζου­με ἀ­γα­θή τήν πρά­ξη πού προ­έρ­χε­ται ἀ­πό τέ­τοι­α σο­φί­α καί ἀ­ρε­τή καί, τέ­λος, ἕ­να σχέ­διο συμ­πε­ρι­φο­ρᾶς ἤ κά­ποι­α σει­ρά συμ­πε­ρι­φο­ρῶν ἡ μιά ζω­ή, τό εἶ­δος τῆς ζω­ῆς πού ἐ­πι­δι­ώ­κου­με, θά ὀ­νο­μά­ζε­ται «ἀγαθό» ἄν ἐ­πι­δει­κνύ­ει τέ­τοι­α σο­φί­α καί ἀ­ρε­τή.

Αὐτό, λοι­πόν, πού μοιά­ζει νά ἔ­χει κα­τά νο­ῦ ὁ Κι­κέ­ρων, στό χω­ρί­ο πού μᾶς ἀ­πα­σχο­λε­ῖ, ὅ­ταν μι­λά­ει γιά τό πῶς φυ­σι­ο­λο­γι­κά φτά­νου­με νά ἀ­να­κα­λύπτου­με τό ἀγαθό καί νά ἀ­πο­κτᾶ­με μιά ἀν­τί­στοι­χη ἀν­τί­λη­ψή του, εἶ­ναι τό ἑ­ξής: κα­τα­λα­βαί­νου­με κά­πο­τε τή μο­να­δι­κή ἕλ­ξη πού μᾶς ἀ­σκεῖ ἕ­να σχέ­διο συμ­πε­ρι­φο­ρᾶς, τό ὁποῖο προ­κα­λε­ῖται ἀ­πό τή σο­φί­α· δέν θαυ­μά­ζου­με τό ἴδιο τό σχέ­διο συμ­πε­ρι­φο­ρᾶς ἀλ­λά τή σο­φί­α πού αὐτό ἐ­πι­δει­κνύ­ει ἤ, γιά νά τό θέ­σου­με δι­α­φο­ρε­τι­κά, τό θαυ­μά­ζου­με ὡς ἔκ­φρα­ση σο­φί­ας. Ἐ­φ’ ὅσον ἡ ἐκ­δή­λω­ση τῆς συμ­πε­ρι­φο­ρᾶς πού μέ αὐτό τόν τρό­πο ἐ­πι­δει­κνύ­ει σο­φί­α προ­ϋ­ποθέ­τει τή σο­φί­α καί μό­νο τή σο­φί­α, ὑ­πάρ­χει μιά σχε­τι­κή ἔν­νοι­α το­ΰ «ἀ­γα­θο­ῦ», πού ἐ­πί­σης τήν ἀ­να­φέ­ρει ὁ Κι­κέ­ρων, κα­τά τήν ὁ­ποι­α ἡ σο­φί­α ὡς δι­ά­θε­ση ἑ­νός ἀν­θρώ­που μπο­ρε­ῖ ἐ­πί­σης νά ὀ­νο­μά­ζε­ται «ἀγαθό».

Ἀ­πο­μέ­νει λοι­πόν νά ἐ­ξε­τά­σου­με τήν ἐ­πί­δρα­ση πού ὑ­πο­τί­θε­ται ὅτι ἔ­χει ἡ ἀ­πό­κτη­ση αὐ­τῆς τῆς ἀν­τί­λη­ψης τοῦ ἀγαθόυ στά κί­νη­τρά μας. Πρό­κει­ται γιά ἕ­να θέ­μα ἐ­ξαι­ρε­τι­κά πο­λύ­πλο­κο καί θ­ά πε­ρι­ο­ρι­στῶ σέ ἕ­να ση­μεῖ­ο. Ἡ ἴ­δια ἡ πα­ρου­σί­α­ση το­ῦ θέ­μα­τος ἀ­πό τόν Κι­κέ­ρω­να ὁ­δη­γεῖ σέ μί­α κα­τα­νό­η­ση τῆς στω­ι­κῆς θέ­σης πού βρί­σκο­μαι στόν πει­ρα­σμό νά θε­ω­ρή­σω λαν­θα­σμέ­νη. Μπο­ρεῖ κάλ­λι­στα ὁ ἴ­διος ὁ Κι­κέ­ρων νά εἶ­χε πα­ρα­νο­ή­σει τή στω­ι­κή θέ­ση. Καί δε­δο­μέ­νης τῆς δυ­σκο­λί­ας το­ῦ ζη­τή­μα­τος, δέν θά μοῦ ἔ­κα­νε ἐν­τύ­πω­ση ἄν οἱ ἴ­διοι οἱ Στω­ι­κοί βρί­σκον­ταν σέ σύγ­χυ­ση ὡς πρός αὐτό τό ζή­τη­μα. Ὅ­ποι­α καί ἄν εἶ­ναι ἡ ἀ­λή­θεια, ἡ ἀ­πο­σα­φή­νι­ση τοῦ ζη­τή­μα­τος θά μᾶς βο­η­θοῦ­σε νά κα­τα­λά­βου­με τή στω­ι­κή θέ­ση.

Σύμ­φω­να μέ τήν πα­ρου­σί­α­ση τοῦ θέ­μα­τος ἀ­πό τόν Κι­κέ­ρω­να, με­γα­λώ­νον­τας ἀρ­χί­ζου­με νά αἰ­σθα­νό­μα­στε ἕλ­ξη πρός, νά αἰ­σθα­νό­μα­στε ἕλ­ξη ἀ­πό, νά ἐ­κτι­μᾶ­με πράγ­μα­τα ὅ­πως ἡ ζω­ή καί ἡ ὑ­γεία καί ἡ σω­μα­τι­κή ἀ­κε­ραι­ό­τη­τα, πράγ­μα­τα πού ἔ­χουν ἀξία. Ὅ­μως ἀ­πό τή στιγ­μή πού ἀρ­χί­ζου­με νά ἀ­να­γνω­ρί­ζου­με τό ἀγαθό, ἀρ­χί­ζου­με νά τό ἐ­κτι­μᾶ­με πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πό ὅ,τιτά πράγ­μα­τα πρός τά ὁ­ποῖ­α φυ­σι­ο­λο­γι­κά αἰ­σθα­νό­μα­σταν ἕλ­ξη πα­λαι­ότε­ρα. Καί αὐτό ἔ­χει ὡς ἀ­πο­τέ­λε­σμα ὅτι τώ­ρα πρω­ταρ­χι­κό μας ἐν­δι­α­φέ­ρον εἶ­ναι τό νά ἐ­νερ­γοῦ­με σω­στά, σο­φά, ἐ­νά­ρε­τα καί ὄ­χι τό νά ἀ­πο­κτο­ΰ­με πράγ­μα­τα τά ὁ­ποι­α ἁ­πλῶς ἔ­χουν ἀ­ξία.

Αὐτό εἶ­ναι σα­φῶς τό στω­ι­κό δόγ­μα. Μπο­ροῦ­με νά ἐ­πι­χει­ρή­σου­με νά τό κα­τα­λά­βου­με σκε­πτό­με­νοι ὅτι τε­λι­κά ὁ σχε­δια­στής τοῦ αὐ­το­κι­νή­του ἴ­σως δέν ἐν­δι­α­φέ­ρε­ται ἰ­δι­αι­τέ­ρως γιά τίς προ­δι­α­γρα­φές ἐ­πί­δο­σης πού πρέ­πει νά ἱ­κα­νο­ποι­εῖ τό αὐ­το­κί­νη­το τό ὁποῖο σχε­διά­ζει, ὅτι αὐτό πού τόν ἐν­δι­α­φέ­ρει κυ­ρί­ως εἶ­ναι πῶς θά σχε­διά­σει μέ τέ­χνη. Μπο­ροῦ­με ἀ­κό­μη, ὅ­πως κά­νει ὁ Κι­κέ­ρων στήν ἑ­πό­με­νη πα­ρά­γρα­φο (III 22), νά χρη­σι­μο­ποι­ή­σου­με τό πα­ρά­δειγ­μα τῆς τέ­χνης τῆς το­ξο­βο­λί­ας. Ὁ τέ­λει­ος το­ξό­της προ­σπα­θεῖ νά ση­μα­δέ­ψει τέ­λεια τόν στό­χο, νά κά­νει ὅ,τι μπο­ρεῖ νά κά­νει ἕ­νας το­ξό­της γιά νά χτυ­πή­σει τόν στό­χο. Τό νά χτυ­πή­σει τόν στό­χο εἶ­ναι στήν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα δευ­τε­ρε­ῦ­ον. Ἄν ἕ­να ἀ­πρό­βλε­πτο ἀ­ε­ρά­κι πα­ρα­σύ­ρει τό βέ­λος καί ἀ­στο­χή­σει, τό γε­γο­νός αὐτό δέν θί­γει τήν τε­χνι­κή του καί ἑ­πο­μέ­νως δέν ἐ­πη­ρε­ά­ζει τόν το­ξό­τη.

Ὡ­στό­σο αὐτό πού μέ ἀ­πα­σχο­λε­ΐ εἶ­ναι ὅτι μπο­ρε­ῖ κα­νείς νά κα­τα­λά­βει τήν ἐ­ξή­γη­ση τοῦ Κι­κέ­ρω­νος μέ τόν ἑ­ξῆς τρό­πο: Αὐτό πού ἔ­χει ση­μα­σί­α γιά ἐ­μᾶς, πά­νω ἀ­πό κά­θε τί ἄλ­λο, αὐτό πού τε­λι­κά ἐ­κτι­μοῦ­με πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πό κά­θε τί ἄλ­λο εἶ­ναι ἡ σο­φί­α καί ἡ ἀ­ρε­τή. Για­τί μό­νο ἄν ἀ­πο­κτή­σου­με ἀ­ρετή μπο­ροῦ­με νά ἀ­πο­κτή­σου­με εὐ­δαι­μο­νί­α. Ὑπάρχουν ὅ­μως πράγ­μα­τα ἐκτός ἀ­πό τήν ἀ­ρε­τή τά ὁ­ποι­α ἔ­χουν ἀ­ξία. Ἐ­μεῖς ἐκ φύ­σε­ως ἔ­χου­με προ­σκολ­λη­θεῖ σέ αὐ­τά καί τά ἐ­κτι­μᾶ­με ὡς πράγ­μα­τα μέ ἀ­ξία. Καί ἐ­ξα­κο­λου­θοῦν νά μᾶς ἑλ­κύ­ουν ἀ­κό­μη καί ὅταν πιά ἔ­χου­με δεῖ τό ἀγαθό. Δέν νο­μί­ζου­με πιά ὅτι ἡ ἀ­πό­κτη­σή τους ση­μαί­νει τήν ἀπό­κτη­ση εὐ­δαι­μο­νί­ας. Τά πράγ­μα­τα αὐ­τά παύ­ουν νά μᾶς ἀ­πα­σχο­λοῦν ἰ­δι­αί­τε­ρα. Ἀλ­λά ἔ­χουν κά­ποι­α ἀ­ξί­α. Τό γε­γο­νός αὐτό στοι­χει­ο­θε­τεῖ ἕ­ναν λό­γο γιά νά τά ἐ­πι­δι­ώ­κου­με, ἐ­φ’ ὅσον ἡ ἐ­πι­δί­ω­ξή τους δέν δι­ί­στα­ται πρός τήν ἀ­ρε­τή. Καί τό νά τά ἀ­πο­κτο­ῦ­με ἡ νά τά δι­α­τη­ροῦ­με εἶ­ναι πη­γή μί­ας πο­λύ συγ­κρα­τη­μέ­νης ἀλ­λά τε­λεί­ως ἁρ­μό­ζου­σας ἱ­κα­νο­ποί­η­σης, ἀ­κρι­βῶς ὅ­πως ἡ μή ἀ­πό­κτη­σή τους ἤ ἡ ἀ­πώ­λειά τους εἶ­ναι πη­γή μί­ας συγ­κρα­τη­μέ­νης ἀλ­λά τε­λεί­ως ἁρ­μό­ζου­σας θλί­ψης. Αὐτή εἶ­ναι ἡ ἔν­νοι­α κα­τά τήν ὁ­ποί­α τά πράγ­μα­τα πρός τά ὁ­ποῖ­α ἔ­χου­με ἀρ­χι­κά αἰ­σθαν­θεῖ ἕλ­ξη ἀρ­χί­ζουν νά γί­νον­ται ἀν­τι­κεί­με­να δευ­τε­ρεύ­ον­τος ἐν­δι­α­φέ­ρον­τος ἀ­πό τή στιγ­μή πού ἀ­να­κα­λύ­πτου­με τό ἀ­γα­θό.

Μοῦ φαί­νε­ται, ὅ­μως, ὅτι τό νά κα­τα­λά­βου­με τή στω­ι­κή θέ­ση μέ αὐτό τόν τρό­πο θά ἦ­ταν ἕ­να θε­με­λι­ῶ­δες σφάλ­μα. Ἄν αὐτή ἦ­ταν ἡ στω­ι­κή θέ­ση, θά ἦ­ταν εὐ­ά­λω­τη στήν κρι­τι­κή πού πράγ­μα­τι δι­α­τυ­πώ­νε­ται ἀ­πό ὁ­ρι­σμέ­νους ἐ­χθρούς της, ὅτι κιν­δυ­νεύ­ει νά ταυ­τι­στεῖ μέ τή θέ­ση τῶν πλα­τω­νι­κῶν ἡ πε­ρι­πα­τη­τι­κῶν ἀν­τι­πά­λων της ἀ­πό τήν ὁ­ποί­α δι­α­φέ­ρει μό­νο στήν ὁ­ρο­λο­γί­α. Για­τί οὔ­τε οἱ Πλα­τω­νι­κοί οὔ­τε οἱ Πε­ρι­πα­τη­τι­κοί ἀρ­νοῦν­ται τήν κυ­ρί­αρ­χη ἀ­ξία τῆς ἀ­ρε­τῆς καί τόν μο­να­δι­κό ρό­λο πού ἐ­πι­τε­λεῖ στήν ἀν­θρώ­πι­νη εὐ­δαιμο­νί­α. Ἄν οἱ Στω­ι­κοί ἐ­πι­θυ­μοῦν νά ὑ­πο­γραμ­μί­σουν αὐτό τό στοι­χεῖ­ο πε­ρι­ο­ρί­ζον­τας τόν ὅ­ρο «ἀγαθό» στήν ἀ­ρε­τή καί ὀ­νο­μά­ζον­τας τά ὑ­πό­λοι­πα ἀ­γα­θά ἁ­πλῶς «πράγ­μα­τα μέ ἀ­ξία», δέν ὑ­πάρ­χει δι­α­φω­νί­α ἀ­νά­με­σά τους.

Νο­μί­ζω ὡ­στό­σο ὅτι ἡ ἔν­νοι­α κα­τά τήν ὁ­ποί­α τά πράγ­μα­τα πού ἁ­πλῶς ἔ­χουν ἀξία γιά τούς Στω­ι­κούς ἀ­πο­κτοῦν δευ­τε­ρε­ῦ­ον ἐν­δι­α­φέ­ρον εἶ­ναι ἐν­τε­λῶς δι­α­φο­ρε­τι­κή. Τό δευ­τε­ρε­ῦ­ον ἐν­δι­α­φέ­ρον δέν ἔ­χει τή ση­μα­σί­α τοῦ «ἐ­λάσσο­νος» ἡ τοῦ «πα­ρα­με­ρι­σμέ­νου», ἀλ­λά ἐ­κεί­νη τοῦ «τε­λεί­ως δευ­τε­ρο­γε­νοῦς». Θε­ω­ρῶ ὅτι ἡ στω­ι­κή θέ­ση εἶ­ναι ὅτι τό ἐν­δι­α­φέ­ρον γιά τά πράγ­μα­τα πού ἁ­πλῶς ἔ­χουν ἀξία εἶ­ναι ἐν­τε­λῶς δευ­τε­ρο­γε­νές καί προ­κύ­πτει ἀ­πό τό ἐν­δι­α­φέ­ρον γιά τό ἀγαθό. Τό ὅτι φρον­τί­ζου­με γιά τά πράγ­μα­τα πού ἁ­πλῶς ἔ­χουν ἀ­ξία δέν ὀ­φεί­λε­ται πα­ρά μό­νο στό ὅτι φρον­τί­ζου­με γιά τό ἀγαθό. Ἔτσι, ἄν ἐ­ξαι­τί­ας ἑ­νός ἐν­δι­α­φέ­ρον­τος γιά τό ἀγαθό φρον­τί­ζει κα­νείς νά ἀ­πο­κτή­σει ἡ νά δι­α­τη­ρή­σει τήν ὑ­γεία, καί ἄν τό ἐν­δι­α­φέ­ρον του γιά τό ἀγαθό ἱ­κα­νο­ποι­εῖ­ται πλή­ρως ἐ­πει­δή ἕ­νας ἄν­θρω­πος μέ τέ­λεια λο­γι­κό­τη­τα θά κά­νει ὅτι­δή­πο­τε μπο­ρεῖ, στό μέ­τρο τῶν λο­γι­κῶν δυ­να­το­τή­των, προ­κει­μέ­νου νά ἀ­ποκτή­σει ἡ νά δι­α­τη­ρή­σει τήν ὑ­γεία, τό κα­τά πό­σον τε­λι­κά θά κα­τορ­θώ­σει νά ἀ­πο­κτή­σει ἡ νά δι­α­τη­ρή­σει τήν ὑ­γεία δέν ἔ­χει κα­μί­α ση­μα­σί­α. Για­τί δέν ὑ­πάρ­χει κα­νέ­να ἀ­νε­ξάρ­τη­το, ἄν καί μᾶλ­λον ἔ­λασ­σον, ἐν­δι­α­φέ­ρον γιά πράγ­μα­τα ὅπως ἡ ὑ­γεία, τό ὁποῖο μέ αὐτό τόν τρό­πο θά ἔ­με­νε ἀ­νι­κα­νο­ποί­η­το.

Ὁ λό­γος γιά τόν ὁποῖο νο­μί­ζω ὅτι αὐτή εἶ­ναι ἡ στω­ι­κή θέ­ση εἶ­ναι ὁ ἑ­ξῆς: Κα­τ’ ἀρ­χάς ὑ­πο­θέ­τω ὅτι ἡ οὐ­σία του δόγ­μα­τος γιά τήν ἀν­τί­λη­ψη τοῦ ἀγαθοῦ δέν εἶ­ναι ἄλ­λη ἀ­πό τό νά μᾶς ἐ­πι­τρέ­πει νά σκε­φτό­μα­στε ὅτι ἡ λο­γι­κή δρά­ση ὀ­φεί­λε­ται στήν ἀ­να­γνώ­ρι­ση κά­ποι­ου πράγ­μα­τος ὡς ἀ­γα­θο­ῦ. Ἔτσι δέν πρέ­πει νά πε­ρι­μέ­νου­με ὅτι ἡ ἀν­τί­λη­ψη τῆς ἀξίας θά ἔ­χει κά­ποι­α πα­ρό­μοι­α λει­τουρ­γί­α. Ἐπί πλέ­ον οἱ Στωικοί, ἀ­κό­μη καί κα­τά τήν ἐ­ξή­γη­ση τοῦ Κι­κέ­ρω­νος πού πα­ρα­θέ­σα­με στήν ἀρ­χή, ὑ­πο­στη­ρί­ζουν ὅτι ἡ μό­νη ἐ­πι­λο­γή πού ἀ­ξί­ζει εἶ­ναι τό ἀ­γα­θ­ό καί ὅτι μό­νο τό ἀ­γα­θό εἶ­ναι κά­τι τό ὁποῖο ἐ­πι­θυ­μο­ῦ­με κα­θε­αυ­τό. Ἄν ὁ­μως τά πράγ­μα­τα τά ὁ­ποῖ­α ἔ­χουν ἁ­πλῶς ἀ­ξία δέν εἶ­ναι κα­θε­αυ­τά ἐ­πι­θυ­μη­τά, τό­τε ἡ ἐ­πι­θυ­μί­α γιά αὐ­τά σέ ἕ­να ἔλ­λο­γο ἄ­το­μο δέν μπο­ρεῖ πα­ρά νά εἶ­ναι ἐ­πι­θυ­μί­α γιά αὐτά ἁ­πλῶς ὡς μέ­σα πρός τό ἀγαθό. Αὐτό ση­μαί­νει ὅτι δέν εἶ­ναι τά ἴ­δια ἐ­πι­θυ­μη­τά, ἀ­νε­ξάρ­τη­τα ἀ­πό μί­α ἐ­πι­θυ­μί­α γιά τό ἀγαθό. Δέν εἶ­ναι κα­τάλ­λη­λα ἀν­τι­κεί­με­να ἐ­πι­λο­γῆς πα­ρά μό­νο ὡς μέ­σα πρός τό ἀγαθό.

Ἐ­πί­σης, εἶ­ναι λά­θος νά νο­μί­ζου­με ὅτι οἱ πα­ρορ­μή­σεις, πού ἀρ­χι­κά εἴ­χα­με ἀ­να­πτύ­ξει φυ­σι­ο­λο­γι­κά, δι­α­τη­ροῦν­ται ἀ­πό τή στιγ­μή πού γι­νό­μα­στε λο­γι­κοί. Ἀ­πό τή στιγ­μή πού γι­νό­μα­στε λο­γι­κοί μπο­ρεῖ νά ἔ­χου­με λό­γο νά ἐ­ξα­κο­λου­θοῦ­με νά κά­νου­με ὅ,τι κά­να­με καί προ­η­γου­μέ­νως ὁρ­μώ­με­νοι ἀ­πό ζω­ι­κή πα­ρόρ­μη­ση. Ἀλ­λά αὐ­τή ἡ ζω­ι­κή πα­ρόρ­μη­ση δέν εἶ­ναι πιά ἐ­κεῖ. Αὐ­τή ἡ ἀ­συ­νέ­χεια γί­νε­ται πιό δυσ­νό­η­τη μέ τό νά μι­λά­ει κα­νείς, ὅ­πως κά­νει ὁ Κ.ικέ­ρων, σάν νά ἐ­ξα­κο­λου­θοῦ­με νά ἐ­κτι­μοῦ­με, νά αἰ­σθα­νό­μα­στε ἕλ­ξη πρός καί νά ἀ­γα­πᾶ­με ὅ­λα αὐ­τά τά πράγ­μα­τα πού ἔ­χουν φυ­σι­κή ἀ­ξία, μέ τή δι­α­φο­ρά ὅτι τώ­ρα ἐ­κτι­μοῦ­με τό ἀγαθό πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρο. Ἀλ­λά τί λό­γο θά εἴ­χα­με νά ἐ­πι­δι­ώ­κου­με πράγ­μα­τα ἁ­πλῶς μέ ἀ­ξία: Ὁ μό­νος λό­γος πού φαί­νε­ται νά μᾶς πα­ρέ­χει ἡ στω­ι­κή θε­ω­ρί­α εἶ­ναι ὅτι τό νά ἐ­πι­δι­ώ­κου­με ὅ,τι ἔ­χει ἄ­ξια ἴ­σως εἶ­ναι σο­φό, εὔ­λο­γο ἡ ἐ­νά­ρε­το.

Τό ὅτι αὐτή εἶ­ναι πράγ­μα­τι ἡ στω­ι­κή ἄ­πο­ψη ἐ­πι­βε­βαι­ώ­νε­ται ἀ­πό τήν κρι­τι­κή τῆς στω­ι­κῆς θέ­σης ἀ­πό τόν ἴ­διο τόν Κι­κέ­ρω­να στό De finibus IV. Ἐκεῖ (IV 29) ὁ Κι­κέ­ρων δι­α­τυ­πώ­νει τό ἐ­ρώ­τη­μα πῶς οἱ Στω­ι­κοί μπο­ροῦν νά δι­και­ο­λο­γή­σουν τόν ἰ­σχυ­ρι­σμό ὅτι ἡ σο­φί­α μᾶς κά­νει νά ἐγ­κα­τα­λεί­που­με αὖ­τα πού ἀρ­χι­κά μας εἶ­χε ὁ­ρί­σει ἡ φύ­ση. Αὐτή ἡ στω­ι­κή ἄ­πο­ψη προ­ϋ­πο­θέ­τει ὅτι ἡ ἀρ­χι­κή πα­ρόρ­μη­ση πρός τήν ἐ­πι­δί­ω­ξη ὁ­ρι­σμέ­νων πραγ­μά­των καί τήν ἀ­πο­φυ­γή τῶν ἀν­τί­θε­τών τους, μο­λο­νό­τι ἁρ­μό­ζει στό προ-λο­γι­κό στά­διο, παύ­ει νά εἶ­ναι εὔ­λο­γη ἀ­πό τή στιγ­μή πού γι­νό­μα­στε ἔλ­λο­γοι καί ἀν­τκα­θί­στα­ται ἀ­πό μί­α προ­σκόλ­λη­ση στό ἀγαθό. Καί μό­νο ὡς συ­νέ­πεια αὐ­ταῆς τῆς νέ­ας προ­σκόλ­λη­σης μπο­ροῦ­με, ὅ­ταν ἁρ­μό­ζει, νά ἔ­χου­με ἕ­να δευ­τε­ρο­γε­νές ἐν­δι­α­φέ­ρον γιά ὅ,τι ἐν­στι­κτω­δῶς ἀ­πο­ζη­τού­σα­με στό προ-λο­γι­κό στά­διο. Ὡστόσο, ὅ­πως φαί­νε­ται γιά πα­ρά­δειγ­μα στό στω­ι­κό δόγ­μα γιά τήν αὐτο­κτο­νί­α, θά ὑ­πάρ­ξουν κα­τα­στά­σεις στίς ὁ­ποῖ­ες δέν ἁρ­μό­ζει νά ἐ­νερ­γοῦ­με γιά νά δι­α­τη­ροῦ­με τή ζω­ή μας.

Ἐδῶ ἐ­πί­σης μπο­ροῦ­με νά θυ­μη­θοῦ­με τήν προ­η­γού­με­νη πα­ρα­τή­ρη­σή μας, ὅτι σέ αὐτό τό στά­διο τῆς ἀνά­πτυ­ξής μας δέν ὑ­πάρ­χει πιά ἀ­νάγ­κη κά­ποι­ας βα­σι­κῆς πα­ρόρ­μη­σης γιά τή δι­α­τή­ρη­ση τοῦ ἐ­αυ­τοῦ μας, πού τώ­ρα παίρ­νει τή μορ­φή ἑ­νός ἰ­δι­αί­τε­ρου ἐν­δι­α­φέ­ρον­τος γιά τή λο­γι­κό­τη­τά μας. Για­τί τώ­ρα θά φρον­τί­ζου­με τούς ἑ­αυ­τούς μας, ἰ­δί­ως τή λο­γι­κό­τη­τά μας, ἔ­χον­τας κί­νη­τρο, δέν ὑ­πάρ­χει λό­γος γιά κα­μί­α ἐ­πί πλέ­ον ἀ­νε­ξάρ­τη­τη πη­γή κι­νή­τρου πού νά ἐ­πι­βε­βαι­ώ­νει ὅτι θά φρον­τί­ζου­με τούς ἑ­αυ­τούς μας, ὅ­πως ἀ­κρι­βῶς μᾶς τό ὑ­πα­γο­ρεύ­ει ἡ φύ­ση.

Ὡ­στό­σο αὐτή ἡ ἑρ­μη­νεί­α ἔ­χει ἐ­πί­σης τή συ­νέ­πεια ὅτι ἡ φρον­τί­δα πού ἔ­χει κα­νείς γιά τόν ἑ­αυ­τό του δέν στη­ρί­ζε­ται πιά σέ μί­α στά­ση προ­τί­μη­σης τοῦ ἑ­αυ­τοῦ μας σέ σχέ­ση μέ τούς ἄλ­λους. Γιά αὐτό ἦ­ταν τό­σο ση­μαν­τι­κό τό νά το­νι­στεῖ ὅτι ἡ κυ­ρί­αρ­χη φρον­τί­δα τοῦ ἀν­θρώ­που γί­νε­ται φρον­τί­δα γιά τή λο­γι­κό­τη­τα τῆς συμ­πε­ρι­φο­ρᾶς του καί ὄ­χι γιά τή λο­γι­κό­τη­τά του, δη­λα­δή γιά τή νο­η­τι­κή του κα­τά­στα­ση. Τό ὅτι φρον­τί­ζει κα­νείς τόν ἑ­αυ­τό του, ὅ­ταν αὐτό φαί­νε­ται εὔ­λο­γο, εἶ­ναι ἁ­πλή συ­νέ­πεια τῆς φρον­τί­δας πού ἔ­χει κα­νείς γιά τή λο­γι­κό­τη­τα σέ ὅ,τι κά­νει καί ὄ­χι ἔκ­φρα­ση φρον­τί­δας γιά τόν ἴδιο του τόν ἑ­αυ­τό. Σέ τε­λευ­ταί­α ἀ­νά­λυ­ση, ἡ φύ­ση ἀ­παι­τεῖ ἀ­πό ὁ­λους μας νά φρον­τί­ζου­με τούς ἑ­αυ­τούς μας. Ἀλ­λά κά­νον­τας αὐτό τό πράγ­μα, ἐ­πει­δή εἶ­ναι λο­γι­κό, κα­θό­λου δέν ἀ­πο­δί­δου­με στόν ἑ­αυ­τό μᾶς μιά προ­νο­μια­κή θέ­ση ἡ ὁ­ποί­α θ­ά δι­και­ο­λο­γοῦ­σε ἕ­να κυ­ρί­αρ­χο ἐν­δι­α­φέ­ρον γιά τούς ἑ­αυ­τούς μας. Αὐ­τός εἶ­ναι κυ­ρί­ως ὁ λό­γος γιά τόν ὁποῖο ὁ σο­φός ναυα­γός δέν με­ρο­λη­πτεῖ κα­θό­λου ὑ­πέρ τοῦ ἑ­αυ­τοῦ του, ὅ­ταν ἀ­πο­φα­σί­ζει γιά τό ποι­ός πρέ­πει νά ἐ­πι­βι­ώ­σει.

Ἀ­κό­μη, μό­νο μέ αὐτό τόν τρό­πο μπο­ροῦ­με νά κα­τα­λά­βου­με ὅτι δέν ὑ­πάρ­χει τί­πο­τε τό ὁποῖο θ­ά μπο­ροῦ­σε νά προ­στε­θεῖ ἤ νά ἀ­φαι­ρε­θεῖ ἀ­πό τή μα­κα­ρι­ό­τη­τα τοῦ σο­φοῦ ἀν­θρώ­που. Ἄν ὁ ἄν­θρω­πος ἐ­νερ­γεῖ σο­φά, ὅ­πως ὀ­φεί­λει νά κά­νει ἀ­πό τή στιγ­μή πού εἶ­ναι σο­φός, δέν θά ἔ­χει κα­μί­α ση­μα­σί­α γιά αὐτόν ἄν μέ τίς πράξεις του πε­τυ­χαί­νει ἡ δι­α­τη­ρεῖ αὐτό πού ἐ­πι­δι­ώ­κει νά πε­τύ­χει ἤ νά δι­α­τη­ρή­σει, ἀ­κό­μη καί ἄν πρό­κει­ται γιά τή φυ­σι­κή του ἀ­κε­ραι­ό­τη­τα, τήν ὑ­γεί­α του, τή ζω­ή του, ὅ­ταν πε­θαί­νει στό μαρ­τύ­ριο τοῦ τρο­χοῦ. Καί αὐτό δέν ἰ­σχύ­ει ἐ­πει­δή ἡ ἱ­κα­νο­ποί­η­ση πού ἀν­τλεῖ ὅταν ἐ­νερ­γεῖ σο­φά εἶ­ναι τό­σο με­γά­λη πού ὅ­ταν τήν συγ­κρί­νει κα­νείς μα­ζί τους, ὁ πό­νος, ἡ ἀ­πώλει­α τῆς ζω­ῆς ἡ τῆς φυ­σι­κῆς ἀ­κε­ραι­ό­τη­τας φαί­νον­ται ἀ­σή­μαν­τα. Ὁ λό­γος εἶ­ναι ὅτι δέν ὑ­πάρ­χει ἀ­πώ­λεια κα­τά κα­μί­α ἔν­νοι­α, για­τί δέν ὑ­πάρ­χει ἀ­νε­ξάρτη­τη πα­ρόρ­μη­ση ἤ ἐ­πι­θυ­μί­α γιά πράγ­μα­τα ὅ­πως ἡ ζω­ή, ἡ ὑγεία, ἡ σω­μα­τι­κή ἀ­κε­ραι­ό­τη­τα, πό­σο μᾶλ­λον γιά ἡ­δο­νή, τά ὁ­ποι­α θά μπο­ροῦ­σαν νά κα­τα­πι­ε­στοῦν ἡ νά μεί­νουν ἀ­νι­κα­νο­ποί­η­τα. Ἡ δι­κή μας δυ­σκο­λί­α νά κα­τα­λά­βου­με τόν Στω­ι­κό σο­φό ἔγ­κει­ται ἀ­πο­κλει­στι­κά στό ὅτι ἐ­μεῖς θε­ω­ροῦ­με αὐ­τά τά πράγ­μα­τα ἀγα­θά, ἀ­κό­μη καί ἄν ἀ­να­γνω­ρί­ζου­με πώς πρό­κει­ται γιά πο­λύ μέ­τρια ἀγα­θά. Αὐτό ὅ­μως ὀ­φεί­λε­ται στό γε­γο­νός ὅτι συγ­χέ­ου­με τό τί ση­μαί­νει νά εἶ­ναι κά­τι ἀγαθό μέ τό τί ση­μαί­νει ἁ­πλῶς νά ἔ­χει ἀ­ξία. Τό νά εἶ­ναι κά­τι ἀγαθό ἔ­χει νά κά­νει μέ τήν εὐ­δαι­μο­νί­α μας. Τό νά ἔ­χει κά­τι ἀ­ξία ἔ­χει νά κά­νει μέ τό ὅτι ὁ κό­σμος εἶ­ναι ἕ­νας ἀγαθός, εὔ­λο­γος κό­σμος, μέ τό ὅτι ἔ­χει, κα­τά ἕ­ναν δευ­τε­ρο­γε­νῆ τρό­πο, προ­νο­μια­κή θέ­ση σέ ἕ­ναν κα­τά τό δυ­να­τόν λο­γι­κό κό­σμο. Τό ὅτι ἡ φύ­ση μᾶς κα­τα­σκευά­ζει μέ τέ­τοι­ο τρόπο ὥ­στε νά ἔ­χου­με εὔ­λο­γες πι­θα­νό­τη­τες νά ἐ­πι­βι­ώ­σου­με καί τό ὅτι ἀκόμα προι­κί­ζει ἀρ­χι­κά μέ μί­α πα­ρόρ­μη­ση πού μᾶς ὤ­θε­ῖ νά συμ­πε­ρι­φε­ρόμαστε μέ τέ­τοι­ο τρό­πο ὥ­στε νά ἔ­χου­με εὔ­λο­γες πι­θα­νό­τη­τες νά ἐ­πι­βι­ώ­σουμε εἶ­ναι λό­γος γιά νά πι­στεύ­ου­με ὅτι ἐμεῖς εἴ­μα­στε κα­λύ­τε­ρα ἐ­πει­δή εἰμαστ ζων­τα­νοί, πό­σο μᾶλ­λον γιά τό ὅτι ὁ ἴ­διος ὁ κό­σμος εἶ­ναι κα­τ’ ἀνάγκην κα­λύ­τε­ρος ἐ­πει­δή ἐ­μεῖς εἴ­μα­στε ζων­τα­νοί. Αὐτό ἁ­πλῶς δεί­χνει ὅτι το να συ­να­γά­γου­με τό ἀγαθό ἀ­πό τό φυ­σι­κό εἶ­ναι πο­λύ σύν­θε­το ἔρ­γο, ἔ­ργο πού ἀ­παι­τεῖ πο­λύ με­γα­λύ­τε­ρο σε­βα­σμό καί πί­στη στόν κοι­νό νο­ῦ καί πολύ βαθύ­τε­ρη κα­τα­νό­η­ση τῆς φύ­σης ἀ­πό ἐ­κεί­νη πού ἐ­πι­δι­ώ­κει νά ἀ­πο­κτήσει ἡ πλει­ο­νό­τη­τα τῶν ἀν­θρώ­πων.