ΕΤΙΚΕΤΕΣ

ΚΑΣΤΟΡΙΑΔΗΣ - Η ΑΥΤΟΘΕΣΜΙΣΗ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑΪΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ


     
Η αληθινή άμεση δημοκρατία δεν εδραιώνεται με ιδεολογικές κατασκευές υποκειμενικού χαρακτήρα ούτε με ατέρμονες αράδες συγκεκριμένων πολιτικών θέσεων από μια κλειστή ομάδα πολιτικών που στρώνουν ιδιοτελώς επιτηδευμένα το δικό τους μονήρες στημένο πολιτικό υφαντό μέσα στους κόλπους της κοινωνίας. Κάτι τέτοιο λειτουργεί διαιρετικά για τη συγκρότηση της κατά φύση πολιτικής κοινωνίας. 
Η άμεση δημοκρατία πραγματώνεται ως πολίτευμα μόνο στην περίπτωση που προσφέρεται η δυνατότητα στους πολίτες  να αποφασίσουν αυτοί οι ίδιοι τις προϋποθέσεις  και τον τρόπο που θα συζητηθούν, θα διαμορφωθούν και θα κατοχυρωθούν συνταγματικά θεσμοί άμεσης δημοκρατίας (δημόσια διαβούλευση, δημοψήφισμα, συνέλευση) με τον χρυσό πολιτικό όρο της αέναης (ες  αεί) αυτοθέσμισης από την λαϊκή βούληση. 


"Από το πάθος για τα κοινά στο πρόταγμα της αυτονομίας
Ο Καστοριάδης και η δημοκρατία της Αθήνας"
Αυτονομία, αυτοδικία και αυτοτέλεια
Σε μια από τις ομιλίες του στην Ελλάδα ο Καστοριάδης αναφέρεται στο πρώτο στάσιμο της «Αντιγόνης» του Σοφοκλή, όπου εκφράζεται ο θαυμασμός για τη δαιμονική φύση του ανθρώπου ως δημιουργού πολιτισμού:
«(καὶ φθέγμα καὶ ἀνεμόεν φρόνημα καὶ ἀστυνόμους
ὀργὰς ἐδιδάξατο καὶ δυσαύλων
πάγων ὑπαίθρεια καὶ δύσομβρα φεύγειν βέλη
παντοπόρος· ἄπορος ἐπ᾽ οὐδὲν ἔρχεται
τὸ μέλλον·)» ( 354 – 361).
Ειδικότερα, επικαλείται τους στ.355-356: «… και αστυνόμους οργάς έδιδά­ξατο», όπου ο ποιητής υπαινίσσεται στη ρύμη του λόγου τη ροπή του ανθρώ­που για έννομη κοινωνική διαβίωση. Η «καταπληκτική και εκθαμβωτική φράση του Σοφοκλή», σύμφωνα με το χαρακτηρισμό του Καστοριάdη, συμπυκνώνει το ασίγαστο πάθος των πολιτών για τα κοινά, που είναι η πρωταρχική προϋ­πόθεση για τη λειτουργία της άμεσης δημοκρατίας. «Αστυνόμους, παρατηρεί ο φιλόσοφος, θα πει θεσμιστική και οργά – από το οποίο βγαίνει η λέξη οργασμός – είναι η ορμή, το πάθος. Οι άνθρωποι απάνω στην ορμή του πάθους στήσαν πραγματικές πολιτείες, όπως αυτή, μέσα στην οποία γεννήθηκε ο Σοφοκλής και για την οποία έγραψε τις τραγωδίες του».

Η συχνότητα και ο τρόπος με τον οποίο αναφέρεται ο Καστοριάδης στην Αρχαία Ελλάδα και ειδικότερα στην Αθήνα δείχνουν ότι τα επιτεύγματα της στον τομέα πρωτίστως της πολιτικής και δευτερευόντως της φιλοσοφίας και της τραγωδίας τον γοητεύουν και τον εμπνέουν, θεωρεί ότι στην Αρχαία Ελλάδα, μολονότι δε δημιουργήθηκαν ποτέ ιδεώδεις θεσμοί, συντελέσθηκε η αμφισβήτηση των ήδη υπαρχόντων θεσμών, η οποία σηματοδότησε τη ρήξη με την ετερονομία και ταυτόχρονα την κίνηση προς την κατεύθυνση της αυτονομίας. Επικαλούμενος μάλιστα το Θουκυδίδη, υπογραμμίζει την ταύτιση της πόλης με τους πολίτες της. για να σταθεί ακολούθως στην τριπλή ιδιότητα των πολιτών ως «αυτονόμων» (αφού ορίζουν οι ίδιοι τους νόμους τους), ως «αυτοδίκων» (αφού δικάζουν οι ίδιοι τις παραβάσεις που γίνονται) και ως «αυτοτε­λών» (αφού κυβερνούν οι ίδιοι τον εαυτό τους). Συμπεραίνει λοιπόν ότι στη δημοκρατία οι ίδιοι οι πολίτες δίνουν στον εαυτό τους το νόμο, δηλαδή δια­μορφώνουν οι ίδιοι τους θεσμούς, με βάση τους οποίους ζουν, και συγκροτούν οι ίδιοι την κυβέρνηση, μέσω της οποίας καθορίζουν προς τα πού θα βαδίσουν. Επομένως, «εάν δεν είμαστε αυτόνομοι, αυτόδικοι και αυτοτελείς, δε μπο­ρούμε (…) να πούμε ότι ζούμε σε δημοκρατία».
Αποτελεί παγία πεποίθηση του Καστοριάδη ότι άξια του ονόματος της δημοκρατίας είναι αποκλειστικά και μόνο η άμεση δημοκρατία. Αντίθετα, η έμμεση, η αντιπροσωπευτική δημοκρατία, ουσιαστικά φαλκιδεύει και παραποι­εί το πολίτευμα μετατρέποντας το σε φιλελεύθερη ολιγαρχία. Ο περιορισμένος, επομένως, αριθμός των πολιτών της Αρχαίας Αθήνας επιτρέπει να πραγματω­θεί το ιδεώδες της αληθινής δημοκρατίας, γιατί παρέχει στο πλήθος τη δυνα­τότητα να συμμετέχει άμεσα στη λήψη πολιτικών αποφάσεων. Επιπλέον, καθι­στά εφικτό το συστηματικό έλεγχο των αρχόντων αλλά και την ανά πάσα στιγ­μή ανάκληση τους. εφόσον αυτό κριθεί σκόπιμο. Όταν όμως το θέμα της άμε­σης δημοκρατίας μεταφέρεται στη σύγχρονη πραγματικότητα με τα πολυάν­θρωπα κράτη, ο Καστοριάδης παρέχει κάποιες γενικές αρχές σχετικά με την απευθείας παρέμβαση των πολιτών στα κοινά, είναι όμως εμφανείς οι δυσκο­λίες τις οποίες συναντά και η αμηχανία στην οποία περιέρχεται, καθώς βρίσκει διαρκώς μπροστά του την ανάγκη για ρεαλιστική αντιμετώπιση των «τεχνικών δυσχερειών». Σημασία για το φιλόσοφο μοιάζει να έχει η έξοδος από το τέλμα του εφησυχασμού, η έμπρακτη ενεργοποίηση του ενδιαφέροντος και η «καθ’ οδόν» αναζήτηση λύσεων. «Το κοινό, ο λαός (…). γράφει, θα βρουν κατά ποιο τρόπο μπορούν να δημιουργηθούν μορφές τις οποίες ούτε φανταζόμαστε σήμε­ρα, οι οποίες θα μπορούσαν να λύσουν προβλήματα πού μας φαίνονται ανυ­πέρβλητα». 
Ο Καστοριάδης, επομένως, δε φαίνεται να προωθεί μια συγκεκριμένη πρότα­ση που θα κατοχύρωνε τη δυνατότητα του πολίτη ως ατόμου να επηρεάζει τα κοινά στο πλαίσιο μιας πολυάνθρωπης σύγχρονης κοινωνίας. Εκείνο που μοιά­ζει να τον απασχολεί είναι η αφύπνιση και η ενεργοποίηση του ενδιαφέροντος του πολίτη, καθώς και η συμμετοχή του σε τοπικές, έστω, διαδικασίες, που θα συγχωνευτούν στη γενικότερη κοινωνική χοάνη. Πού βρίσκεται όμως εκεί μέσα η θεσμίζουσα ατομική αυτονομία; Η απάντηση στο ερώτημα είναι δύσκολη. Πάντως, ένα από τα βασικά γνωρίσματα της άμεσης δημοκρατίας είναι για τον Καστοριάδη η συνεχής αναζήτηση λύσεων που οδηγούν στην απόρριψη αλλο-τριωτικών πολιτικών δομών. Αυτοκυβέρνηση στο πλαίσιο κοινοτήτων μικρών διαστάσεων ή, τουλάχιστον, μεγιστοποίηση της συμμετοχής των πολιτών στη λήψη αποφάσεων και στον έλεγχο τους, αυτό φαίνεται να προτείνεται ως γενικό πλαίσιο για την αντιμετώπιση ενός προβλήματος δυσεπίλυτου από τη φύση του. 
Ωστόσο, η αμεσότητα της συμμετοχής στη λήψη των αποφάσεων και ο ανα­κλητός χαρακτήρας των αρχόντων, παρά την κεφαλαιώδη σημασία τους, περ­νούν κατά τον Καστοριάδη σε δεύτερη, αξιολογικά, μοίρα. «Πίσω, κάτω και, πάνω από τους θεσμούς χρειάζεται κάτι άλλο που κανείς δεν μπορεί να το αποφασίσει ή να το επιβάλει με νόμο (…). Χρειάζεται (…) η συνεχής δημιουρ­γική δραστηριότητα του κοινού και αυτό σημαίνει κυρίως πάθος όλων για τα κοινά». Με άλλα λόγια, η «αστυνόμος οργά», στην οποία αναφερθήκαμε ήδη, συνέχει, υποβαστάζει και ζωοποιεί όλα τα κατηγορήματα της αυτονομίας και ταυτόχρονα είναι η βασική προϋπόθεση για την υπέρβαση του ουτοπικού χαρα­κτήρα της.
         Η μοναδικότητα της αθηναϊκής δημοκρατίας
Με βάση τις παραπάνω διαπιστώσεις, θεωρούμε πολύ πιθανόν η μελέτη της αθηναϊκής δημοκρατίας να αποτέλεσε για τον Καστοριάδη πολύτιμη αφετηρία για τη διαμόρφωση της ιδέας της πολιτικής αυτονομίας. Και, αντιστρόφως, φαίνεται εξίσου πιθανόν οι αναφορές του στην αθηναϊκή δημοκρατία να τροφοδοτούνται σε μικρό ή σε μεγάλο βαθμό από τα ερμηνευτικά σχήματα της αυτονομίας και, γενικότερα, της φαντασιακής δημιουργίας, που με τη σειρά τους εντάσσονται στις ευρύτερες κοινωνικοπολιτικές και ανθρωπολογικές θεωρήσεις του φιλοσόφου. Το αποτέλεσμα είναι ο Καστοριάδης, χάρη στην οξύνοια και την εμβριθή αρχαιογνωσία του, να φωτίζει καίρια την ιδιοτυπία και την επικαιρό­τητα της αθηναϊκής δημοκρατίας. Και ταυτόχρονα, με τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζει την τελευταία, να προβάλλει πτυχές των δικών του φιλοσοφικών θέσεων και απόψεων. Αυτήν ακριβώς την αμφίδρομη αποκάλυψη προσπαθούμε να αξιοποιήσουμε στη μελέτη ετούτη, κατανοώντας πληρέστερα την αθηναϊκή δημοκρατία μέσω του Καστοριάδη και, ταυτόχρονα, εισδύοντας βαθύτερα στις απόψεις του φιλοσόφου για την αυτονομία μέσω των αναλύσεων του σχετικά με την αθηναϊκή δημοκρατία. 
Για να κατανοηθούν πληρέστερα όσα προηγήθηκαν, είναι απαραίτητη μια σύντομη και επιλεκτική παρουσίαση κάποιων πτυχών από τις παραπάνω θεω­ρήσεις. Έννοια-κλειδί στη φιλοσοφία του Καστοριάδη είναι το «φαντασιακό», που προέρχεται από την κοινωνία και είναι «κάτι σαν αρχική επένδυση» του κόσμου και της ίδιας της κοινωνίας «με ένα νόημα που δεν «υπαγορεύεται» από τους πραγματικούς παράγοντες, αφού αυτό μάλλον το νόημα προσδίδει σε αυτούς τους παράγοντες μια ορισμένη σημασία και θέση μέσα στο σύμπαν που διαμορφώνει αυτή η κοινωνία». Σύμφωνα με τον Καστοριάδη, από το φαντασιακό απορρέει μια δίνη, με την οποία θεσμίζονται συνεχώς νέοι κόσμοι και στην οποία τελικώς απορροφάται και εξαντλείται η κοινωνική πρακτική. Η κοινωνία «θεσμίζει τον εαυτό της θεσμίζοντας έναν κόσμο σημασιών». Γιατί άραγε το κάνει αυτό: Γιατί «η ανάδυση του ιστορικού είναι ανάδυση της σημα­σίας, και της σημασίας ως θεσμισμένης»; Παρόμoια ερωτήματα κατά τον Καστοριάδη δεν έχουν νόημα. Οι «κεντρικές ή πρωταρχικές φαντασιακές σημα­σίες μιας κοινωνίας είναι (…) δημιουργοί αντικειμένων εκ του μηδενός. «Η ανθρώπινη ιστορία (…) ορίζεται από τη φαντασιακή δημιουργία», που σημαίνει «εγκαθίδρυση νέων μορφών και εγκαθίδρυση όχι καθοριζόμενη αλλά καθορί­ζουσα. εγκαθίδρυση απρόκλητη, που δεν μπορεί να αναλυθεί με βάση μια εξήγη­ση αιτιώδη, λειτουργική ή έστω έλλογη. Ξεκινώντας από αυτή τη θεωρητική βάση, ο Kαστοριάδης απορρίπτει απερίφραστα κάθε εξω-φαντασιακό παράγο­ντα, όπως ο γεωγραφικός διαμελισμός της Ελλάδας ή ο θεσμός της δουλείας, που φέρεται ως δημιουργός της αθηναϊκής δημoκρατίας. Αν, επομένως, κάποι­ος μαρξιστής ισχυριστεί ότι η αθηναϊκή δημoκρατία στηριζόταν στη δουλεία, ο μαρξιστής αυτός αποδεικνύει κατά τον Καστοριάδη ότι «δεν ξέρει το μαρξισμό, γιατί ο ίδιος ο Μαρξ γράφει, πολύ σωστά, ότι η πραγματική κοινωνικοοικονο­μική βάση της αρχαίας δημοκρατίας ήταν οι ελεύθεροι ανεξάρτητοι μικροπαρα­γωγοί». Άλλωστε σκλαβιά υπήρχε παντού στον αρχαίο κόσμο, αλλά δεν υπήρχε δημοκρατία. Η βάση της δημοκρατίας ήταν κατά το φιλόσοφο το άμεσo και έμπρακτο ενδιαφέρον των ελεύθερων πολιτών για τα κοινά, το ότι, για παρά­δειγμα, ο τεχνίτης. ο χωριάτης και ο ναύτης ο Πειραιώτης περπατούσαν χιλιό­μετρα ολόκληρα για να έρθουν στην εκκλησία του δήμoυ να ψηφίσουν.
        Θέσεις και επισημάνσεις
1. Μετά τη γενική αυτή κατατόπιση, θα ήταν χρήσιμο να συζητήσουμε κάποι­ες χαρακτηριστικές θέσεις του Καστοριάδη, με τις οποίες θεμελιώνει θεωρητι­κά την αθηναϊκή δημoκρατία.
Μεταξύ των κεντρικών φαντασιακών σημασιών πρωτεύουσα θέση κατέχουν για το φιλόσοφο οι ακόλουθες:
        i. Η ιδέα, σύμφωνα με την οποία ο αρχαίος ελληνικός κόσμος ήταν ο κόσμος της αρμονίας και του μέτρου, ελέγχεται ως «παιδαριωδώς αφε­λής». Αντίθετα, κεντρική ιδέα στην αρχαιοελληνική κοσμοαντίληψη ήταν η ιδέα του χάους, που νοείται όχι ως συμφυρμός, ως κυκεώνας ή ως ατα­ξία αλλά ως τίποτα, ως κενό, ως μηδέν.
        ii. Το χάος το έχουμε μέσα μας ως «ύβριν», ως άγνοια ή αδυναμία να ανα­γνωρίσουμε τα όρια των πράξεών μας.
        iii. Ένα από τα διδάγματα της τραγωδίας, η οποία συνδέεται άμεσα με τη φιλοσοφία και τη γονιμοποιεί, είναι το ότι «υπάρχουν όρια άγνωστα εκ των προτέρων στο δρων υποκείμενο, το οποίο ενεργεί υπεύθυνα αναλαμ­βάνοντας τους κίνδυνους των πράξεων του».
Από αυτά τα δεδομένα, ο Καστοριάδης συνάγει ότι η έννοια του μεσσιανι­σμού ή της εξωκοσμικής φυγής ή του ιστορικού νόμου που εγγυάται, μία ιδα­νική κοινωνία ήταν για τους Έλληνες άγνωστα πράγματα. Αναπόφευκτα λοι­πόν οι Έλληνες διαμόρφωσαν την αντίληψη πως ό,τι είναι να γίνει: α) θα γίνει σε αυτόν εδώ τον κόσμο και πουθενά αλλού, β) αφορά τους ίδιους και κανέναν άλλον και, γ) θα γίνει αποκλειστικά και μόνο από τους ίδιους, εφόσον βέβαια τους το επιτρέψει, η μοίρα. 
Πρόκειται για εξαιρετικά εύστοχες αναλύσεις, που ωστόσο επιδέχονται κατά τη γνώμη μας κάποια επεξεργασία, ώστε να περισταλεί ο απόλυτος τρό­πος με τον οποίο έχουν διατυπωθεί. Ο Καστοριάδης δέχεται, και πολύ σωστά, ότι η φιλοσοφία διαπλέκεται με τη δημοκρατία, καθώς θέτει ερωτήματα για τη σημασία του δικαίου και τη νομιμότητα της πολιτικής εξουσίας. Πρέπει όμως να προστεθεί ότι η φιλοσοφία εκφράζει ταυτόχρονα την προσπάθεια του ανθρώπου να κατανοήσει τον κόσμο και να παρέμβει σε αυτόν. Αν, λοιπόν, το χάος οντολογικά είναι το απόλυτο κενό και το μηδέν, την ίδια στιγμή, για την οργανωτική και ρυθμιστική επενέργεια της φιλοσοφίας είναι κάτι σαν ένας ορεινός όγκος από γρανίτη, τον οποίο το πνεύμα καλείται να διαμορφώσει με βάση τα δικά του σχήματα. Τέτοια οχήματα είναι, κατά περίπτωση, ο «νους», ο «λόγος», το «πέρας», η «φιλότης», το «μέτρον» και ο «καιρός», η «αιδώς» και η «δίκη», η «μεσότης προς ημάς», που είναι και αξιολογική «ακρότης», και, βέβαια, η επίγνωση της θνητότητας του ανθρώπου. Αυτά όλα τα επιτεύγματα των μεγάλων φιλοσόφων του Ε” και του Δ π.Χ. αιώνα, που ουσιαστικά κωδι­κοποιούν και εκφράζουν το ελληνικό ήθος, σηματοδοτούν την υπερνίκηση του χάους και δεν προδιαγράφουν τα όρια των ανθρώπινων δυνατοτήτων και δε διαμορφώνουν τα πλαίσια μιας κοινοτικώς αποδεκτής συμπεριφοράς, πέρα από τα οποία καραδοκεί η ύβρις, τουλάχιστον είναι πολύτιμοι δείκτες πορείας για την αναζήτηση και την προσέγγιση τους.
        2. Η κοινωνία στην Ελλάδα, κατά τον Καστοριάδη, θέτει υπό αμφισβήτηση τους παραδοσιακούς θεσμούς ακόμη και «ως κοινωνικές παραστάσεις (εικόνες) του κόσμου, δηλαδή θεσμισμένες παραστάσεις, με τις οποίες γαλουχούνται τα παιδιά και μαθαίνουν εξ απαλότατων ονύχων τι είναι καλό, τι είναι κακό, τι είναι κόσμος, για ποιο πράγμα αξίζει κανείς να ζει ή να πεθαίνει»» κτλ.
Εφόσον θεωρήσουμε την ευνοϊκή στάση του φιλοσόφου απέναντι στην παραπάνω αμφισβήτηση ως δεδομένη — και ανεξάρτητα από το βαθμό, στον οποίο η τελευταία ήταν διαδεδομένη και είχε ουσιαστικές συνέπειες — το ερώ­τημα που ανακύπτει είναι το ακόλουθο: τι γίνεται στην περίπτωση που αυτές οι υπό αμφισβήτηση «θεσμισμένες παραστάσεις, με τις οποίες γαλουχούνται τα παιδιά», απορρέουν, ακριβώς, από κάποιες αρχές και αξίες, οι οποίες όχι μόνο δεν περιχαρακώνουν τους αυριανούς πολίτες στην ετερονομία, αλλά και τους εξασφαλίζουν τη δυνατότητα να ξεδιπλώσουν μελλοντικά τη δραστηριότητα τους σε μια «αυτόνομη», «αυτόδικη» και «αυτοτελή», δηλαδή σε μια δημοκρατι­κή, κοινωνία; Υποδείξεις προς τα παιδιά του τύπου «…και τα μεν ποιεί, τα δε μη ποιεί», για παράδειγμα, και, γενικότερα, μορφές αγωγής όπως η εκτιθέ­μενη στον πλατωνικό Πρωταγόρα , οι οποίες παρακολουθούν δια βίου τον παιδαγωγούμενο από την παιδική, κιόλας, ηλικία του, απορρέουν άμεσα από την καθολικότητα της «αιδούς» και της «δίκης», που δίνουν στον άνθρωπο τη δυνατότητα να εξελιχθεί σε «ενεργεία» πολιτικό ον και επιτρέπουν σε όλους ανεξαιρέτως τους πολίτες να έχουν λόγο στην εκκλησία του δήμου για τα κοινά . Αυτό το τονίζει με ιδιαίτερη έμφαση ο σοφιστής Πρωταγόρας στο μύθο και το λόγο που του απέδωσε ο Πλάτων, οι οποίοι συναποτελούν ένα κείμενο που θεμελιώνει θεωρητικά τη δημοκρατία και που νοηματικά είναι τουλάχι­στον εξίσου βαρυσήμαντο με τον «Επιτάφιο» του Περικλή»». Με άλλα λόγια, πόσο εποικοδομητική για τη δημοκρατία μπορεί να είναι η αμφισβήτηση, όταν σκοπεύει θεσμούς που κατοχυρώνουν, ακριβώς, την ιδιότητα των πολιτών ως «αυτονόμων», «αυτοτελών» και «αυτοδίκων»; 
3. «Το εξαιρετικό και μοναδικό φαινόμενο που παρατηρείται στην αρχαία Ελλάδα, προϋπόθεση και αποτέλεσμα μιας άλλης θεώρησης του κόσμου (…), είναι η αμφισβήτηση της παράδοσης: η κοινωνία δε μένει προσκολλημένη σε παραδοσιακούς θεσμούς». Η παρατήρηση αυτή έρχεται, κατά κάποιο τρόπο, να επαληθεύσει τις θεωρητικές αναλύσεις της «Φαντασιακής θέσμισης». Το θεσμίζον φαντασιακό διαρρηγνύει κατά τον Καστοριάδη την κρυστάλλωση του σε θεσμισμένες καταστάσεις που ακυρώνουν την ελεύθερη και δημιουργι­κή αυτοεπιβεβαίωσή του. «Όταν η ροή παραγωγής της οντολογικής γένεσης ανακόπτεται, παρατηρεί ο Habermas αναφερόμενος στον Καστοριάδη, τότε η θεσμισμένη κοινωνία στερεοποιείται έναντι των ίδιων των πρωταρχών της». Μήπως όμως, από κεκτημένη ταχύτητα, το αενάως θεσμίζον φαντασιακό φαί­νεται να παρασύρει στη δίνη του ακόμη και τα δικά του δημιουργήματα; Η «αστυ­νόμος οργά» μοιάζει να αυτοπαγιδεύεται λειτουργώντας ως creatio continua που αναγορεύεται σε αυτοσκοπό αμφισβητώντας ακόμη και πολιτικές πρακτικές που κατοχυρώνουν την ίδια τη δημοκρατία. Χωρίς αμφιβολία, οι νόμοι και οι θεσμοί της δημοκρατίας υπόκεινται και αυτοί στην αναπόδραστη αλλαγή που επιβάλλε­ται από την εξέλιξη της κοινωνίας και τους κλυδωνισμούς της ιστορίας ή, καλύ­τερα, για να παραμείνουμε στο προκείμενο, από τις εμπνεύσεις του θεσμίζοντος φαντασιακού. Οι δυσκολίες αρχίζουν από τη στιγμή, κατά την οποία οι νόμοι και οι θεσμοί της δημοκρατίας μπορεί να δικαιώνονται ιστορικά, εφόσον αποδεδειγ­μένα συμβάλλουν στην εύρυθμη λειτουργία μιας αυτόνομης κοινωνίας και παρά­γουν στο πλαίσιο της θετικές μορφές ζωής. Για παράδειγμα, η θέσπιση σε ανύ­ποπτο χρόνο — και με την ενεργό συμμετοχή των αυτόνομων πολιτών — ενός νόμου που σκοπό έχει να προφυλάξει τους ίδιους αυτούς πολίτες από το ενδε­χόμενο να καταλήξουν σε αποφάσεις μέσα στην έξαψη των παθών και σύμφωνα με τις παρορμήσεις της στιγμής και, κυρίως, η υπεράσπιση της ισχύος αυτού του νόμου αποτελούν άραγε «ξένωση ή ετερονομία της κοινωνίας (…), αυτοξένωση· απόκρυψη του είναι της κοινωνίας ως αυτοθέσμισης από τα ίδια της τα μάτια, συγκάλυψη της ουσιαστικής χρονικότητάς της»; Όταν το 406 π.Χ. οι Αθηναίοι καταδίκασαν σε θάνατο τους νικητές στρατηγούς των Αργινουσών με παράνομη διαδικασία και παρά τις αντιρρήσεις του Σωκράτη, το επιχείρημα που προβλή­θηκε για τη διάπραξη της παρανομίας ήταν το ακόλουθο: «Δεινόν [εἶναι] εἰ μή τίς ἐάσει τόν δῆμον πράττειν  ὅ ἄν βούληται». Πολύ σωστά ο Καστοριάδης χαρακτηρίζει την απόφαση εγκληματική, αν όμως κάποιος από τους έξαλλους πολίτες που πρωταγωνίστησαν στη λήψη της εκαλείτο λίγο αργότερα να εξηγήσει τη στάση του, θα μπορούσε, θεωρητικοποιώντας την απάντηση του, να ισχυριστεί τα ακόλουθα, εφόσον βέβαια ήταν σε θέση να γνωρίζει τα έργα του φιλοσόφου και να χειρίζεται τη φρασεολογία του: με τη στάση του στη δίκη ενσάρκωσε «το εκτυφλωτικό και παροξυστικό παράδειγμα» εισβολής της «θεσμίζουσας κοινω­νίας στη θεσμισμένη κοινωνία» και αυτοκαταστροφής «της κοινωνίας ως θεσμισμένης από την κοινωνία ως θεσμίζουσα». 
        Αντιμετώπιση παρανοήσεων και υπέρβαση δυσχερειών
Ο Καστοριάδης αντιλαμβάνεται τη δυσχέρεια, καθώς συνειδητοποιεί ότι αυτή η διαρκής αλλοίωση της θεσμισμένης κοινωνίας θα μπορούσε μακροπρόθεσμα να παρασύρει και να καταποντίσει και την ίδια τη θεσμιστική δυνατότητα μέσα σε μια γενικευμένη φθορά του κοινωνικού ήθους. Το τεκμηριώνουν ιστορικά η προϊούσα πολιτική παθολογία προς το τέλος του Πελοποννησιακού Πολέμου και, ειδικότερα, οι έντονες ατομοκρατικές τάσεις, η συστηματική παραβίαση των νόμων, καθώς και οι βεβιασμένες και ολέθριες αποφάσεις, εξαιτίας των οποίων οι Αθηναίοι χαρακτηρίζονται από τον Αριστοφάνη «ταχύβουλοι» και «μετάβουλοι» . «Αυτονομία, γράφει ο φιλόσοφος, όπως το δείχνει η ίδια η λέξη,, σημαίνει τελείως το αντίθετο από το «κάνω ό,τι μου καπνίσει»: Σημαίνει ότι δίνω στον εαυτό μου ένα νόμο». «Πώς μπορώ να πω ότι είμαι αυτόνομος όταν ζω μέσα σε μια κοινωνία;», αναρωτιέται. «Μπορώ να το πω σε μια και μόνο περί­πτωση, απαντά. Εάν μπορώ να πω διαυγασμένα και αυτοστοχαστικά (…) ότι αυτός ο νόμος είναι επίσης δικός μου. Για να μπορώ να πω ότι είναι δικός μου, δεν είναι απαραίτητο να επιδοκιμάζω το συγκεκριμένο περιεχόμενο του. Αρκεί να μου έχει δοθεί η πραγματική δυνατότητα ενεργού συμμετοχής στη διαμόρφω­ση και στην λειτουργία του νόμου». Όταν ο πολίτης βλέπει στην κοινωνία μια οντότητα που αποτελείται από άτομα ισότιμα και ισοδύναμα με τον ίδιο, τότε την αναγνωρίζει και την αποδέχεται. Το ζητούμενο είναι, γράφει ο Καστοριάδης, «να απορροφηθεί το πολιτικό ως ρητή εξουσία από την πολιτική ως βουλευμένη και διαυγασμένη δραστηριότητα, που έχει για αντικείμενο της τη ρητή θέσμιση της κοινωνίας και τη λειτουργία της ως νόμου, δίκης και τέλους, ως νομοθεσίας, δικαιοσύνης και κυβέρνησης, εν όψει των κοινών σκοπών και των κοινών έργων που βουλευμένα η κοινωνία στοχάζεται και στοχεύει».
 
Με τις εξαιρετικά διεισδυτικές αυτές διευκρινίσεις, που προωθούν την ανά­λυση σε ζηλευτό βάθος, οι όποιες παρανοήσεις αντιμετωπίζονται σε πολύ σημα­ντικό βαθμό. Ωστόσο, η αντιπαράθεση της θεσμισμένης κοινωνίας με το θεσμίζον φαντασιακό, της διάρκειας με τη χρονικότητα, της ετερονομίας με την αυτο­νομία — μια αντιπαράθεση που τροφοδοτείται κατά κύριο λόγο από τη δυναμι­κή ορισμένων σελίδων της «Φαντασιακής θέσμισης της κοινωνίας» — δε φαίνε­ται να οδηγείται σε πλήρη και οριστική διευθέτηση. Η αιτία πρέπει να αναζη­τηθεί στον πολύπλοκο και απρόβλεπτο χαρακτήρα της ανθρώπινης φύσης, που έχει μάλιστα εμπλακεί σε μια ρευστή και αντιφατική πραγματικότητα. Η ανθρώπινη φύση ταλαντώνεται ακατάπαυστα γύρω από τα ασταθή και δυσδιά­κριτα όρια μεταξύ ετερονομίας και αυτονομίας, με αποτέλεσμα να βυθίζεται συχνά και κατά τρόπο θλιβερό στην πρώτη την ίδια στιγμή που φαντάζεται ότι κινείται νικηφόρα προς τη δεύτερη. Η «διαυγασμένη» επιλογή είναι κάθε φορά υπόθεση λεπτών και εύθραυστων ισορροπιών που εναπόκειται στους συνειδη­τούς και ενεργούς πολίτες να τις αναζητήσουν και να τις πραγματώσουν. Ίσως ο Καστοριάδης δε θα απέρριπτε την υπόδειξη του  για επιλογή μετά από επινόηση — και μια συστηματική μελέτη των κοινών σημείων μεταξύ των δύο φιλοσόφων θα παρουσίαζε πολύ ενδιαφέρον. Ο Καστοριάδης ανέλυσε με απα­ράμιλλη οξύνοια και υπερασπίστηκε με ακλόνητη πίστη, ασίγαστο πάθος και μοναδική ψυχική ευγένεια την ανθρώπινη αυτονομία ως διαδικασία και ως επί­τευγμα, θεμελιώνοντας την στον τόσο γόνιμο δυναμισμό του αενάως θεσμίζοντος φαντασιακού. Ωστόσο, περιορίστηκε στην τυπική, μάλλον, ανάπτυξη της αυτονομίας, σε μια γενική και ευρεία πλαισιοθέτησή της, ίσως γιατί διαισθάν­θηκε ότι, αν την εμπλούτιζε με συγκεκριμένο περιεχόμενο, θα υπήρχε κίνδυνος να προδιαγράψει ταυτόχρονα την αναίρεση της. Διείδε, πάντως, ότι έσχατη θεμελίωση και θωράκιση της δημοκρατίας είναι η παιδεία. Ενώ κάθε άλλη εγγύηση επί του προκειμένου είναι σχετική και αβέβαιη, «η λιγότερο σχετική από όλες βρίσκεται στην πραγματική παιδεία, με την αρχαία ελληνική έννοια, των πολιτών, στην μόρφωση και στην διαμόρφωση, που είναι πάντα κοινωνική…».
        Η γονιμότητα της προσέγγισης
«Ο Καστοριάδης, γράφει ο Habermas, ανέλαβε την πιο πρωτότυπη, την πιο φιλόδοξη και την πιο βαθυστόχαστη προσπάθεια να σκεφτεί για μια ακόμη φορά ως πράξη την απελευθερωτική διαμεσολάβηση ιστορίας, κοινωνίας, εσωτερικής και εξωτερική; φύση;». Δεν μπορεί εξάλλου να περάσει, απαρατήρη­τη η κρυστάλλινη λογική διαύγεια, της επιχειρηματολογίας του φιλοσόφου. Σωστά έχει επισημανθεί ότι «η κριτική που υπάρχει στη βάση της θεωρίας της φαντασιακής  θέσμισης θα ήταν η ίδια αδύνατη χωρίς τη μεσολάβηση της νεωτερικής σκέψης», της οποίας εκφραστής είναι στις μέρες μας ο ίδιος «περισσότε­ρο από κάθε άλλο σύγχρονο θεωρητικό».
 
Σε ό,τι αφορά την αθηναϊκή δημοκρατία, ειδικότερα, ο Καστοριάδης φωτί­ζει καίρια την ιδιοτυπία και την επικαιρότητα της με αφετηρία τον ανυπόκρι­το θαυμασμό που δοκιμάζει γι’ αυτήν. Η προσέγγιση που επιχειρεί είναι εξαι­ρετικά γόνιμη για δυο βασικά, λόγους: πρώτα πρώτα, γιατί προβάλλει με σπά­νια πειστικότητα, έστω και αν ενδίδει κάποτε στον πειρασμό της εξιδανίκευσης, αυτή την ιδιοτυπία — ή, καλύτερα, τη μοναδικότητα — και αυτή την επικαιρό­τητα. Και, έπειτα, γιατί με τη χειμαρρώδη επιχειρηματολογία του λειτουργεί ως αντίβαρο στις διάφορες αιτιώδεις εξηγήσεις και ερμηνευτικές «αναγωγές» αρκετών μελετητών της αθηναϊκής δημοκρατίας, οι οποίες τελικά μειώνουν τη διαχρονική σημασία των ιστορικών επιτευγμάτων της.

πηγή: Εκηβόλος