10 Αρχές Κυνικής Φιλοσοφίας
ΘΕΣΗ 1. Κατά τους «Κυνικούς», η Φιλοσοφία οφείλει ν' ασχολείται με την καθημερινή ζωή και με κάθε τι που είναι συγκεκριμένο και απτό και να παρακάμπτει, ως ματαιοπονία, τον κόσμο των αφηρημένων εννοιών. Για την Αρετή, η οποία ορίζεται ως σκοπός της ζωής, δεν απαιτείται πολυμάθεια, και στην κατάκτησή της δεν συντελεί διόλου η μελέτη πολύπλοκων αντικειμένων όπως η Γεωμετρία, η Μουσική και η Λογοτεχνία. Ανίσχυρες και παραπλανητικές είναι επίσης όλες οι ενασχολήσεις με μεταφυσικά, γλωσσολογικά και επιστημονικά ζητήματα. Ως βασικά εργαλεία διακίνησης των ιδεών της Σχολής αναγνωρίζονται μόνον το έμπρακτο παράδειγμα και η συγγραφή «διατριβών» και «σάτυρας».
ΘΕΣΗ 2. Σημαντικό είναι το απτό άτομο και όχι η αόριστη και γενική έννοια «Ανθρωπότης» και η λεγομένη «κοινή ανθρώπινη φύσις». Το «καλό» ισχύει για τον κάθε άνθρωπο ξεχωριστά, σε προσωπική βάση, και η «ευδαιμονία» αποκτάται με την εξασφάλιση της μέγιστης δυνατής εσωτερικής αυτάρκειας μέσω της απελευθερώσεως από τις μεταβολές της Τύχης και των άλλων εξωτερικών του εαυτού (και συχνά απειλητικών προς αυτόν) δυνάμεων του κόσμου. Ο «ευδαίμων» άνθρωπος οφείλει να είναι επιμόνως αδιάφορος και υπομονετικός απέναντι στις όποιες συμφορές. Το κέντρο βάρους της ηθικής και της συνειδησιακής αλλαγής τοποθετείται από τους Κυνικούς αποκλειστικώς στο άτομο, πέρα από κάθε εξωτερικό δεδομένο, όπως θεσμούς, συνήθειες, απόψεις, έξεις, κανόνες, παρορμήσεις, σχέσεις. Η όποια αλλαγή και βελτίωση είναι αποκλειστικώς εσωτερική ανθρώπινη υπόθεση, εντελώς ανεξάρτητη από την όποια κοινωνική, πολιτισμική, πολιτική και οικονομική πραγματικότητα. Η εσωτερική συνειδησιακή αλλαγή είναι απείρως πιο σημαντική από κάθε πολιτικοκοινωνική τέτοια, σε βαθμό που η τελευταία να καθίσταται ακόμη και αδιάφορη.
ΘΕΣΗ 3. Πρέπει να αντιμετωπισθούν με τη μέγιστη περιφρόνηση τα όσα αιχμαλωτίζουν τους ανθρώπους στα δεσμά των «αναγκών», δηλαδή ο πλούτος, η πολυτέλεια, τα αξιώματα, η δόξα, οι απολαύσεις κ.ά. Η ειρήνη του πνεύματος και η ακμή του σώματος, κατακτώνται μέσω μίας απλής και λιτής διαβιώσεως, της λεγόμενης «εντίμου πενίας». Στον άμετρο και αφιλοσόφητο άνθρωπο, τα αποκτήματα κατά κανόνα γίνονται αδυσώπητοι και εκνευριστικοί κτήτορες, και η λεγομένη «κοινωνική θέση» ή τα διάφορα αξιώματα γίνονται δυνάστες των κατόχων τους, τους οποίους εν τέλει καταπίνουν. Ο Κράτης αποκαλεί «ημιονηγούς» τους στρατηγούς, ενώ κατά τον Διογένη ο «Κυνικός» είναι πιο προνομιούχος από τον θεωρητικώς ισχυρότερο όλων των ανθρώπων, τον τύραννο, επειδή ο τελευταίος έχει πάρα πολλά να χάσει, άρα και πάρα πολλές αιτίες για να φοβηθεί (Δίων Χρυσόστομος 8, 17). Ενώ ο τύραννος τρέμει συνεχώς, ο «Κυνικός» δεν φοβάται απολύτως τίποτε, διότι δεν έχει, ή δεν θεωρεί, τίποτε δικό του, αλλ' αντιθέτως, χαλαρωμένος και εσαεί ελεύθερος, κυριαρχεί απολύτως πάνω στον φόβο του ως «το μόνο πράγμα που όντως έχει νόημα να φοβάται κανείς».
ΘΕΣΗ 4. Η εμπειρία και η μέσω των αισθήσεων αντίληψη, αποτελούν τη μοναδική πηγή της Γνώσεως. H μεγαλύτερη από όλες τις ανοησίες είναι το να παίρνει κανείς την ίδια τη ζωή στα σοβαρά, ή, έστω, περισσότερο σοβαρά από όσο η ίδια η φύση της απαιτεί, ως διαδρομή περισσότερο παρά ως άπαν. Ο βίος δεν είναι παρά μία διασκεδαστική περιπέτεια, μία πόρευση μέσα από φιλικά ή εχθρικά δεδομένα και καταστάσεις, και ο θάνατος απλώς το υποχρεωτικό πέρασμα εκτός του έμβιου κόσμου σε κάποια δεδομένη χρονική στιγμή, άρα παντελώς αδιάφορος. Οι νεκροί εκ των πραγμάτων δεν υποφέρουν, οι δε ζώντες για να μην υποφέρουν οφείλουν πρωτίστως να κατανικήσουν τον φόβο του θανάτου. Όπως τονίζει ο Διογένης, η ετοιμότητα του ανθρώπου να πεθάνει ανά πάσα στιγμή είναι εκείνη που τον κάνει πραγματικά ευτυχή και ελεύθερο.
ΘΕΣΗ 5. Ως συνέπεια των ανωτέρω, οι Κυνικοί, όπως και οι Στωϊκοί με την αυτή συλλογιστική βάση, επιδοκιμάζουν την «εύλογον» αυτοκτονία, δηλαδή την εθελουσία αποχώρηση από τον βίο ως το κατεξοχήν και πάντοτε πρόχειρο εργαλείο εξασφαλίσεως Αξιοπρέπειας και Ελευθερίας. Το ίδιο επιδοκιμάζουν την ευσπλαχνική ευθανασία και όχι αδίκως βεβαίως, αφού, όπως σημειώνει ο Τζαίησον Ξενάκης, «η στάση απέναντι στο δικαίωμα των ανθρώπων να πεθάνουν είναι σημαντική ένδειξη για το πόσο ανθρωπιστική είναι μία κοινωνία». Κανείς δουλοκτήτης και δουλοποιός δεν αρέσκεται στην ιδέα πως ανά πάσα στιγμή είναι εφικτή η οριστική απόδραση κάποιων δούλων του, ή ακόμη και όλων των δούλων του (και δεν είναι διόλου συμπτωματική η καταδίκη κάθε εθελουσίας αποχωρήσεως από τις γνωστές οργανωμένες Θρησκείες που συνεργάζονται στενά με συστήματα πολιτικο-οικονομικού εξουσιασμού).
ΘΕΣΗ 6. Ο πραγματικά σοφός πρέπει να στέκει αντίθετος στη χρήση γενικών εννοιών και να καλλιεργεί τον αντιιδεαλισμό και τον σχετικισμό. Η «Αρετή» και η «Κακία», υπό την κυρίαρχη, συμβατική και γενική χρήση τους, είναι απλώς λέξεις κενές.
ΘΕΣΗ 7. Υπάρχει θεμελιώδης διαφορά ανάμεσα στη «Φύση» (η οποία στηρίζεται στο «Είναι») και το «Νόμο» (ο οποίος στηρίζεται στο «Έθιμον»). Όλοι οι κοινωνικοί θεσμοί είναι συμβατικοί και τεχνητοί, αλλά και αμείλικτοι στραγγαλιστές της ατομικής ελευθερίας αν κανείς διαπράξει το σφάλμα να τους πάρει στα σοβαρά. Η πραγματική απελευθέρωση (από-ελευθέρωση), επιτυγχάνεται μέσω της εκ θεμελίων επαναξιολογήσεως όλων των αξιών και της συνειδητοποιήσεως του απρόσμενα μεγάλου αριθμού πραγμάτων που μπορούν να διαγνωσθούν, και εν συνεχεία ν' αντιμετωπισθούν ως περιττά ή παντελώς άχρηστα. Πολιτισμός σημαίνει κατακλυσμός από άχρηστα αντικείμενα, σκουπιδοπαραγωγή, σκουπιδοσυλλογή, σκουπιδαποθησαύρισμα και σκουπιδολατρία, συνεπώς ο «Κυνικός» οφείλει να διαβιεί με τρόπο που ν' αποδεικνύει το πόσο ελάχιστα είναι τα πράγματα τα οποία όντως απαιτεί ένας βίος Ελευθερίας και Αυτο-εξαρτήσεως. Το ιδανικό του «Κυνικού», είναι η πλήρης απουσία των οποιωνδήποτε δεσμών. Όταν μηδενίζεται η ένταξη, μηδενίζονται οι απώλειες και συνεπώς ο άνθρωπος μένει αυτάρκης, αυτεξούσιος και ευδαίμων, όπως ένας ένσαρκος Θεός, του οποίου οι πραγματικές ανάγκες περιορίζονται στη βιολογική διατήρηση και μόνον εκεί. Οι πραγματικοί Θεοί θεωρούνται τέτοιοι, επειδή ακριβώς δεν χρειάζονται απολύτως τίποτε και η Αυτάρκεια είναι πρωτεύον χαρακτηριστικό τους.
ΘΕΣΗ 8. Ως υπογράμμιση της ανθρώπινης Αυτάρκειας, ο «Κυνικός» δεν χρειάζεται καν τον λεγόμενο προσωπικό χώρο, για τον οποίο πασχίζουν σε όλον τους τον βίο οι άλλοι άνθρωποι, αλλ' αντιθέτως λειτουργεί πάντοτε δημοσίως, ακόμη και στις περιπτώσεις του φαγητού, του ύπνου ή και αυτού ακόμη του ερωτισμού. Σε αντίθεση προς τα ισχύοντα, το να κρύβεται κανείς καθ' οιονδήποτε τρόπο, για τον «Κυνικό» αποτελεί όνειδος, επειδή καταδεικνύει φοβικότητα, υποκρισία και αρρωστημένη μυστικοπάθεια. Ο Κράτης και η Ιππαρχία αποτολμούν να κάνουν δημοσίως έρωτα, ενώ ο Διογένης, αυνανιζόμενος στο κέντρο της Αγοράς, αναφωνεί ότι είναι κρίμα από τη φύση να μη μπορούν οι θνητοί να χορτάσουν αναλόγως την πείνα τους χαϊδεύοντας απλώς την κοιλιά τους.
ΘΕΣΗ 9. Για τους «Κυνικούς», ακόμη και οι θρησκείες είναι «προϊόντα ανθρώπινης συνήθειας». Κατ' αυτούς, ο Κόσμος διοικείται από έναν «Θείο Νού», που δεν μπορεί ν' αναπαρασταθεί με εικόνα διότι, απλώς, τίποτε επί γης δεν ομοιάζει προς αυτόν. Οι Θεοί πάντως του Εθνικού Πολυθεϊσμού, μπορούν να θεωρηθούν «πολλές μορφές» αυτού του «Θείου Νοός», οπότε η ερμηνεία της φύσεώς τους καθίσταται δυνατή μέσω της αλληγορίας.
ΘΕΣΗ 10. Η Αρετή είναι διδακτέα και από τη στιγμή που θα κατακτηθεί είναι παντελώς αδύνατον να απωλεσθεί. Ο κάτοχός της, ο «Κυνικός» σοφός, είναι απολύτως ελεύθερος και αυτάρκης, αφού, με το να είναι τέτοιος, κατέχει όλον τον πλούτο που μπορεί να αφορά την ανθρώπινη φύση. Σε αντίθεση προς αυτό που πάρα πολλοί πιστεύουν, η αντισυμβατικότητα του «Κυνικού» δεν είναι απλώς ένα εντόνως δραματικό μέσον για την επίτευξη ενός σκοπού ή για την άμεση ενόχληση του μέσου, συμβατικού ανθρώπου, με την ελπίδα ενός πιθανού αφυπνιστικού σοκ, αλλά αποτελεί, όπως πολύ σωστά τόνισε ο Ξενάκης, «αναπόσπαστο στοιχείο της προσωπικότητος του Κυνικού, που είναι ακέραιος και συνεπής. Αυτό που λέει το εννοεί και αυτό που πρεσβεύει το εφαρμόζει».
Ακολουθεί άρθρο του Sir Richard Livingstone:
Ονόματα, κάποια ξακουστά, τα περισσότερα άγνωστα· κάποια αποσπάσματα· ένα ιδεώδες που γνώρισε πολλές μετενσαρκώσεις και επιστρέφει αδιάκοπα να στοιχειώσει τον ανθρώπινο νου – να τι έχει απομείνει από τον Κυνισμό.
Ο ιδρυτής του, ο Αντισθένης (5ος π.Χ. αιώνας), εμπνευσμένος από τη σιδερένια και ασκητική αρετή του δασκάλου του, του Σωκράτη, καθιέρωσε μια ζωντανή φιλοσοφία ζωής (σε αντίθεση με τον Πλάτωνα, που μεταστοιχείωσε τη σωκρατική διδασκαλία σε ένα διανοητικό σύστημα). Ακόμα πιο ξακουστό είναι το όνομα του Διογένη (403-323 π.Χ.), που σύμφωνα με το μύθο έζησε για ένα διάστημα σ’ ένα πήλινο πιθάρι· και όταν τον ρώτησε ο Μέγας Αλέξανδρος, «Τι μπορώ να κάνω για σένα;» του απάντησε: «Τραβήξου, να μη μου κρύβεις τον ήλιο». Αυτοί είναι οι γεννήτορες του κυνισμού. Συναντάμε τους πνευματικούς τους απογόνους, ενεργούς ακόμη, επτακόσια χρόνια αργότερα, χαρακτηριστικές φιγούρες σε κάθε μεγαλούπολη της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας: άντρες αναμαλλιασμένοι με μακριά γένια, ξυπόλητοι, δίχως χιτώνα, με μοναδικά τους εφόδια ένα λερό μανδύα, ένα σακίδιο και ένα ραβδί. Τίποτα στην εξωτερική τους εμφάνιση δεν τους ξεχώριζε από τους ζητιάνους. Και ήταν ζητιάνοι αλλά συνάμα ήταν και φιλόσοφοι, μέλη της μεγάλης κυνικής αδελφότητας.
Καμία φιλοσοφία δεν μπορεί να αντέξει επτακόσια χρόνια, χωρίς να περιέχει κάποιο στοιχείο αλήθειας. Ποιο ήταν αυτό το στοιχείο στον κυνισμό; Τι προσέλκυε τους ανθρώπους σ’ έναν τρόπο ζωής που φαινομενικά δεν είχε κανένα θέλγητρο;
Η ονομασία «κυνικός» δεν βοηθάει ιδιαίτερα να καταλάβουμε. Προέρχεται από τη λέξη κύων, σκυλί, και ενώ χρησιμοποιήθηκε χλευαστικά για να δηλώσει άσχημους τρόπους και απότομη ομιλία, οι άμεσα ενδιαφερόμενοι τη θεώρησαν τιμή τους. Ωστόσο δεν μας αποκαλύπτει τίποτα για τις κυνικές πεποιθήσεις – όπως η λέξη «Τόρυ» δεν φανερώνει τις αρχές του αγγλικού συντηρητικού κόμματος. Όμως δύο φράσεις προδίδουν τι αναζητούσαν αυτοί οι άνθρωποι και τι νόμιζαν ότι είχαν βρει.
Ο Διογένης είπε ότι του φάνηκε πως είδε την θεά Τύχη να παραπονιέται καθώς προσπαθούσε να του επιτεθεί: «Αυτόν τον παλαβό το σκύλο δεν μπορώ να τον πετύχω!»
Κι ο Κράτης: «Εγώ κληρονόμησα από το Διογένη κι αυτός από τον Αντισθένη πέντε πράγματα μεγαλύτερα και σπουδαιότερα από την περσική αυτοκρατορία’ Σοφία, Αυτάρκεια, Αλήθεια, Παρρησία, Ελευθερία».
Για να εξασφαλίσει αυτές τις πέντε αξίες, ο Κυνικός αποποιούνταν τον πλούτο, την ηδονή, τη διασημότητα, τα αξιώματα, τη μάθηση, τις ανέσεις και όλες τις συμβάσεις του κόσμου τούτου. Άνοιγε δρόμο μέσα από τις κακοτοπιές της ζωής για να κρατήσει αυτά που κανείς δεν μπορούσε να του πάρει: την ελευθερία και την αρετή. Τα ακόλουθα παραθέματα ρίχνουν φως στα δόγματα των Κυνικών.
Ιδεώδη
Μια μέρα, βλέποντας ένα παιδί να πίνει νερό με τα χέρια, ο ..’1 Διογένης έβγαλε από το σακί το ποτήρι του και το πέταξε λέγοντας, «με νίκησε το παιδί στην απλότητα». (Δ.Λ. VI 37).
Ο Διογένης άναψε λυχνάρι μες στο καταμεσήμερο και είπε: «Έναν άνθρωπο ψάχνω νά ’βρω». (Δ.Λ. VI 41).
Φώναζε πολλές φορές και έλεγε ότι οι θεοί έχουν χαρίσει εύκολη ζωή στους ανθρώπους, αλλά αυτό είχε αποκρυφτεί εξ αιτίας του ότι οι άνθρωποι θέλουν γλυκίσματα, αρώματα και τα συναφή. Έτσι, ο Διογένης είπε κάποτε σε κάποιον που ο υπηρέτης του του φορούσε τα παπούτσια: «Πλήρως ευτυχισμένος θα γίνεις άμα θα σου σκουπίζει και τις μύξες, δηλαδή όταν θα σου κουλαθούν και τα δυο χέρια». (Δ.Λ. νι 44)·
Τους περισσότερους πλούσιους τους παρομοίαζε με δέντρα και αμπέλια που φυτρώνουν σε μέρη δύσβατα και απόκρημνα. Γιατί τους καρπούς τους δεν τους παίρνουν οι άνθρωποι, αλλά τους τρώνε τα κοράκια και άλλα τέτοια ζώα· τον πλούτο τους δεν τον ξοδεύουν σε καλά πράγματα, αλλά τον σκορπάνε στους κόλακες, στις πουτάνες, στις πιο αισχρές ηδονές και στις πιο μεγάλες κενότητες, (Στοβαίος, Ανθολ. VI 31).
Ο πλούτος κι η φτώχεια δεν βρίσκονται μες στο σπίτι του ανθρώπου μα μες στο μυαλό του.
Σε κάποιον φίλο του που χτυπιόταν γιατί είχε χάσει τις φιλοσοφικές σημειώσεις του, ο Αντισθένης είπε: «Αυτά θα ’πρεπε να τα ’χεις γραμμένα μες στην ψυχή κι όχι στα χαρτιά». (Δ.Λ. VI 5. ἔδει γάρ ἐν τῇ φυχῇ αὐτά καί μή ἐν τοῖς χαρτίοις καταγράφειν).
Όταν ρωτήθηκε, τι κέρδισε από τη φιλοσοφία, ο Αντισθένης είπε: «Το ότι μπορώ και μιλάω με τον εαυτό μου». (Δ.Λ. νι γ).
Όταν ρωτήθηκε, τι κέρδισε από τη φιλοσοφία, ο Διογένης είπε: «Αν μη τι άλλο, το ότι είμαι προετοιμασμένος για όλα τα γυρίσματα της τύχης». (Δ.Λ. νι 63).
Σε κάποιον που του είπε, «Δεν κάνω εγώ για φιλοσοφία», ο Διογένης αποκρίθηκε, «Τότε, τι ζεις, άμα δε σε νοιάζει να ζεις καλά;» (Δ.Λ VI 65).
Μονοπάτια της ενάρετης ζωής
Τίποτε στη ζωή, έλεγε ο Διογένης, δεν επιτυγχάνεται χωρίς .. άσκηση, και η άσκηση αυτή μπορεί να υπερνικήσει κάθε εμπόδιο. Επειδή για να ζήσει κανείς ευτυχισμένα πρέπει να διαλέξει, αντί για τους άχρηστους κόπους, εκείνους που είναι ταιριαστοί με τη φύση, η δυστυχία οφείλεται στην αφροσύνη. Γιατί ακόμη και η περιφρόνηση της ηδονής είναι γλυκύτατη όταν την έχει κατακτήσει κανείς έπειτα από άσκηση, και όπως εκείνοι που έχουν συνηθίσει να ζουν με ηδονές, με μεγάλη δυσαρέσκεια πηγαίνουν στο αντίθετο, έτσι κι εκείνοι που έχουν ασκηθεί στο αντίθετο καταφρονούν τις ηδονές με μεγαλύτερη απόλαυση. Αυτά έλεγε και φαινόταν να κάνει ο Διογένης … και έλεγε πως η ζωή του είχε τον ίδιο χαρακτήρα με τη ζωή του Ηρακλή: τίποτε δεν έβαζε πάνω από την ελευθερία. (Δ.Λ. VI 71).
ΕΧΟΥΜΕ ΕΔΩ ΕΝΑ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΠΟΥ ΚΗΡΥΣΣΕΙ ΤΗΝ ΑΝΔΡΕΙΑ, την ανεξαρτησία, αυτοπειθαρχία, λιτότητα, εργασία. Δεν είναι τυχαίο ότι οι Κυνικοί είχαν για ιερό πρότυπό τους τον Ηρακλή, τον δυνατό άντρα που ταξίδεψε σ’ ολόκληρο τον κόσμο απελευθερώνοντας τους ανθρώπους από τα τέρατα που τους επιβουλεύονταν. Το ραβδί και ο μανδύας του Κυνικού συμβόλιζαν το ρόπαλο και τη λεοντή του Ηρακλή: ο Κυνικός ξαναζούσε τον ανέστιο, πλάνητα βίο του Ήρωά του και διδασκόταν από τους περίφημους Δώδεκα Άθλους του πώς πρέπει να είναι ο σωστός άντρας. Ο Κυνικός είναι ο πρώτος ασκητής της Δύσης. Είναι όμως κάτι περισσότερο από ασκητής ή ακόμη και ηθικολόγος: ως πραγματικός Έλληνας βασίζει την ύπαρξή του σε μία Λογική Αρχή την οποία και προσπαθεί να ακολουθήσει ως τις ύστατες λογικές συνέπειές της. Ο τρόπος αυτός τον οδηγεί να σχηματίσει συγκεκριμένες απόψεις, που αρκούν ώστε να εξηγηθούν οι φήμες γύρω από το όνομά του. Ot ηδονές της ζωής απορρίπτονται ως εμπόδια για την ελευθερία. Το ίδιο και οι κοινωνικές συμβάσεις. Οι Κυνικοί ήσαν αποφασισμένοι να δουν τα πράγματα στις σωστές τους διαστάσεις κι ήσαν οι πρώτοι που κήρυξαν τον πόλεμο ενάντια σε κάθε τι το υποκριτικό ή κάλπικο – έναν πόλεμο που στον 20ο αιώνα απέκτησε πολλούς μαχητές, μεταξύ των οποίων και οι Καρλάιλ και Μπέρναρντ Σω. Η διαφορά των Κυνικών με τους σύγχρονους είναι ότι διεξήγαγαν την εκστρατεία τους με την πιο αδυσώπητη λογική και, κυρίως, ότι εφάρμοζαν αυτά που δίδασκαν. Έτσι δεν δίσταζαν να σκανδαλίσουν τους ευπρεπείς με τα λεγόμενά τους και τις πράξεις τους, υποστηρίζοντας πως δεν πρέπει να ντρεπόμαστε για ό, τι είναι φυσικό και πως ό, τι γίνεται μπορεί να συζητιέται ανοιχτά. Αυτή η ωμή ειλικρίνεια είναι το μοναδικό χαρακτηριστικό τους που διασώζεται ακόμη στη λέξη «Κυνικός». Ορισμένα γνωμικά τους εξηγούν αυτήν την εσκεμμένη προσπάθεια να κατατροπώσουν τη συμβατικότητα.
Βλέποντας έναν καλοντυμένο κύριο να καμαρώνει για το φάρδος της πορφύρας του, ο Δημώναξ έσκυψε στο αυτί του, και πιάνοντας το ρούχο τού είπε: «Τούτο εδώ πριν από σένα το φορούσε ένα πρόβατο· κι έμεινε πρόβατο». (Λουκιαν. Δημώναξ 41).
Κάποτε ο Διογένης πήγε στην Ολυμπία και σαν είδε στη γιορτή κάτι νεαρούς από τη Ρόδο πολυτελώς ντυμένους, γέλασε και είπε, «αυτό είναι έπαρση». Ύστερα πέτυχε κάτι Λακεδαιμόνιους που φορούσαν κάτι φτηνούς και λερούς χιτώνες και είπε, «κι αυτό έπαρση είναι, άλλης μορφής όμως». (Αιλιανός Ποικίλη Ιστορία IX 34)·
Ενώ ξεψυχούσε ο Διογένης, έδωσε εντολή να τον αφήσουν άταφο, να τον φάνε τα θηρία – για να φανεί, λέει, χρήσιμος στα αδέρφια του. (Δ.Λ. νι 79)·
ΕΔΩ ΟΙ ΚΥΝΙΚΟΙ ΕΠΙΤΙΘΕΝΤΑΙ ΜΟΝΟ ΣΤΙΣ ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΚΕΣ κοινωνικές συμβάσεις, όμως τον πέλεκυ της λογικής τον έστρεφαν και εναντίον των θεμελιωδών αρχών της κοινωνίας, αφήνοντας βαθιές χαρακιές…
Κορόιδευε (ο Διογένης) την ευγενή καταγωγή και την υπόληψη λέγοντας πως αυτά είναι επιδεικτικά κοσμήματα της κακίας. Μοναδική σωστή πολιτειακή συγκρότηση έλεγε πως είναι αυτή του κόσμου (της οικουμένης).Έλεγε επίσης πως οι γυναίκες πρέπει να είναι κοινές σε όλους και τον γάμο δεν τον δεχόταν. Υποστήριζε, αντίθετα, ότι ο άνδρας θα μπορούσε να συνευρίσκεται με όποια γυναίκα έπειθε. Γι’ αυτό τα παιδιά πρέπει να είναι κοινά σε όλους. Έλεγε επίσης ότι δεν είναι άπρεπο να παίρνει κανείς κάτι από έναν ιερό ναό ή να γεύεται κάποιο ζώο. (Δ.Λ. VI 73)·
ΑΛΛΑ ΥΠΗΡΞΑΝ ΚΑΙ ΠΟΛΥ ΚΑΛΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΑΥΤΟΥ ΤΟΥ πολέμου ενάντια στη συμβατικότητα. Οι Κυνικοί απέρριπταν ως αφύσικη τη διάκριση μεταξύ δούλου και ελεύθερου, Έλληνα και βάρβαρου· κι όταν ρωτήθηκε ο Διογένης ποια ήταν η πατρίδα του, απάντησε: Είμαι πολίτης του κόσμου. (Δ.Λ. IV 63. ἐρωτηθείς πόθεν εἴη, “κοσμοπολίτης,” ἔφη).
Ξεκινώντας από πρακτικές ανάγκες και προχωρώντας στον πόλεμο της λογικής εναντίον της συμβατικότητας, ο Κυνισμός ενισχύθηκε από ένα επιχείρημα που πάνω του, 2.000 χρόνια αργότερα, ο Ρουσώ θεμελίωσε ολόκληρη φιλοσοφία. Το επιχείρημα αυτό ήταν: ο πολιτισμός είναι επιβλαβής, όχι μόνον επειδή βάζει συνεχώς στο δρόμο μας εμπόδια για την ελευθερία αλλά και επειδή είναι αφύσικος. Για να βρούμε την ευτυχία πρέπει να επιστρέφουμε στη Φύση.
Επιστροφή στη Φύση
Σ’ εκείνους που είχαν εντυπωσιαστεί με τα πλούτη και την λεγομένην εὐδαιμονίαν του Πέρση βασιλιά, ο Διογένης έλεγε πως τα πράγματα δεν ήταν καθόλου όπως τα νόμιζαν. Απ’ όσα είχε ο βασιλιάς, άλλα ήταν τελείως άχρηστα κι άλλα μπορούσε να τα αποκτήσει ακόμα κι ένας πάμφτωχος. Ο ίδιος ο Διογένης δεν παραμελούσε το σώμα του, όπως νόμιζαν μερικοί ανόητοι’ απλώς, βλέποντάς τον να ζει στο ύπαιθρο, να κρυώνει και να διψάει, πίστευαν πως αδιαφορούσε για την υγεία και τη ζωή του. Ενώ αυτός, ζώντας έτσι, ήταν πιο υγιής από τους μόνιμα χορτάτους κι από όσους μένουν διαρκώς μες στο σπίτι και δεν ξέρουν τι θα πει κρύο και ζέστη· κι ευχαριστιόταν τη ζεστασιά και το φαγητό πολύ περισσότερο από κείνους, και πολύ περισσότερο χαιρόταν τις αλλαγές των εποχών, και ευφραινόταν με τον ερχομό του καλοκαιριού οπότε σκόρπιζαν οι ομίχλες, μα και δεν στεναχωριόταν όταν περνούσε το καλοκαίρι και τέλειωναν οι καύσωνες. Σπάνια χρησιμοποιούσε φωτιά ή σκιά ή στέγη· όχι σαν τους άλλους που έχουν διαρκώς φωτιά αναμμένη χωρίς να χρειάζεται, και ντύνονται όταν δεν χρειάζεται και με την παραμικρή ψύχρα κλείνονται μες στα σπίτια τους για να ξεφύγουν από τον άνεμο και κάνουν τα σώματά τους άχρηστα και ανίκανα να ανεχτούν την κακοκαιρία· και που τα καλοκαίρια κάθονται μόνο στη σκιά, και που όποτε θέλουν πίνουν όσο κρασί θέλουν, και δεν ξέρουν τι θα πει ήλιος και φυσική δίψα, ἀργοί τά σώματα, κραιπάλης δέ καί λήθης τάς φυχάς γέμοντες. Γι’ αυτό και μηχανεύονται κάτι βλαβερά φαγητά και ιδιαίτερα λουτρά, και μες στην ίδια μέρα πολλές φορές θέλουν αέρα, θέλουν ρούχο, θέλουν χιόνι και φωτιά μαζί, και το πιο παράδοξο απ’ όλα είναι ότι λαχταρούν να νιώσουν πείνα και δίψα. Κι ακόλαστοι όπως είναι, δεν ευχαριστιούνται το σεξ γιατί δεν περιμένουν πρώτα να νιώσουν την ανάγκη του· κι έτσι αναζητούν και βρίσκουν άχαρες ηδονές που δεν χαρίζουν τέρψη αληθινή. Ενώ ο Διογένης κάθε φορά πεινούσε και διψούσε προτού φάει, και θεωρούσε πως αυτό ήταν το καλύτερο ορεκτικό. Και ευχαριστιόταν με το σκέτο ψωμί περισσότερο απ’ όσο οι άλλοι με τα πολυτελέστατα εδέσματα· και με το τρεχούμενο νεράκι περισσότερο απ’ όσο οι άλλοι με το Θασίτικο κρασί. Κορόιδευε εκείνους που ενώ διψούσαν, προσπερνούσαν τις βρύσες και ζητούσαν ν’ αγοράσουν οπωσδήποτε Χιώτικο ή Λεσβιακό κρασί, κι έλεγε πως ετούτοι ήταν πιο ανόητοι από τα ζώα που βόσκουν…
Έλεγε ότι σε κάθε πόλη υπάρχουν οικίες πανέμορφες και υγιεινότατες· και τούτες είναι τα ιερά και τα γυμναστήρια. Του ήταν αρκετό ένα ιμάτιο χειμώνα καλοκαίρι και του άρεσε να βρίσκεται στον ανοιχτό αέρα, γιατί έτσι ήταν συνηθισμένος. Παπούτσια δεν φορούσε ποτέ. Τα πόδια δεν είναι πιο μαλθακά από τα μάτια και το πρόσωπο, έλεγε. Αυτά, παρ’ όλο που από τη φύση τους είναι ευαίσθητα, αντέχουν πολύ στο κρύο γιατί είναι πάντα γυμνά, μιας και οι άνθρωποι δεν μπορούν να περπατούν με τα μάτια τυλιγμένα, ενώ με πόδια τυλιγμένα μπορούν. Κι οι πλούσιοι, έλεγε, είναι σαν τα μωρά: πάντα έχουν ανάγκη από σπάργανα· και επειδή οι άνθρωποι γενικά έχουν αποκτήσει πάρα πολλά πράγματα και ξοδεύουν πολλά λεφτά, ένα σωρό πόλεις και έθνη έχουν καταστραφεί. (…) Έλεγε τους ανθρώπους αλαζόνες και ανόητους, και περισσότερο έβριζε τους σοφιστές που παρίσταναν τους σπουδαίους και νόμιζαν πως ήξεραν περισσότερα από τον υπόλοιπο κόσμο. Υποστήριζε ότι εξαιτίας της μαλθακότητάς του ο άνθρωπος ζει πιο άθλια από τα ζώα: εκείνα, έχοντας για ποτό τους το νερό και για τροφή τους τα βοτάνια, όλο το χρόνο γυμνά τα περισσότερα, χωρίς να μπαίνουν σε σπίτια, χωρίς ν’ ανάβουν φωτιά, ζουν για όσο χρόνο τούς έχει τάξει η φύση, εκτός κι αν κάποιος τα σκοτώσει’ όλα τους ζουν, με τον ίδιο τρόπο, δυναμωμένα και υγιή, χωρίς να χρειάζονται μήτε γιατρό μήτε φάρμακα. Ενώ oι περισσότεροι άνθρωποι, που τόσο πολύ αγαπούν τη ζωούλα τους και μηχανεύονται τόσα και τόσα για να αναβάλουν το θάνατό τους, ούτε καν ως τα γεράματα δεν μπορούν να φτάσουν και ζουν μες στις αρρώστιες, και δεν τους φτάνουν όλης της γης τα φάρμακα για τις θεραπείες τους, και επιπλέον χρειάζονται το σίδερο και τη φωτιά.
Και μαζεύτηκαν στις πόλεις για να μη μένουν απροστάτευτοι και παθαίνουν κακό από εχθρούς· όμως βλάπτουν και με το χειρότερο τρόπο προκαλούν δεινά ο ένας στον άλλο, θαρρείς και γι’ αυτόν ακριβώς το σκοπό συγκεντρώθηκαν στις πόλεις. (…) Κι όταν κάποιοι του έλεγαν ότι δεν είναι δυνατόν ο άνθρωπος να ζήσει όμοια με τ’ άλλα ζώα επειδή είναι απροστάτευτος και το σώμα του είναι αδύναμο και ούτε καν τρίχες δεν έχει όπως τα περισσότερα ζώα ούτε φτερά ούτε χοντρόπετσος είναι, ο Διογένης ανταπαντούσε ότι φταίει ο τρόπος ζωής που έγιναν οι άνθρωποι έτσι μαλθακοί. Αφού πάντα αποφεύγουν και τον ήλιο και το κρύο. Όσο για τ’ ότι το σώμα τους είναι απροστάτευτο, ουδέν πρόβλημα. Παράδειγμα οι βάτραχοι και άλλα ουκ ολίγα ζώα, πολύ πιο αδύναμα και απροστάτευτα απ’ ό, τι ο άνθρωπος, που ανέχονται όχι μόνο τον αέρα μα και ζουν μες στα παγωμένα νερά το καταχείμωνο. Kι έδειχνε με το δάχτυλο στους ανθρώπους εκείνους τα μάτια και τα πρόσωπά τους που δεν είχαν ανάγκη από ρούχο να τα σκεπάζει. Ποτέ και σε κανένα τόπο έλεγε, δε γεννιέται ζώο που να μη μπορεί να ζήσει στον τόπο αυτό. Αλλιώς, πώς επιβίωσαν οι πρωτόγονοι άνθρωποι, τότε που μήτε φωτιά υπήρχε μήτε σπίτια μήτε ρούχα μήτε άλλη τροφή εξόν από κείνη που πρόσφερε η φύση έτοιμη; Η πανουργία των μεταγενέστερων κι οι πολλές εφευρέσεις και τα κόλπα, πολύ λίγα πράγματα πρόσφεραν. Γιατί τη σοφία τους δεν τη χρησιμοποίησαν ούτε για χάρη της αντρειοσύνης ούτε για χάρη της δικαιοσύνης, μα μοναχά για την ηδονή. Και επιδιώκοντας από κάθε μεριά την ηδονή, κατάντησαν τη ζωή τους πιο άσχημη και πιο κοπιαστική’ και ενώ έχουν την εντύπωση ότι προνοούν για το καλό τους (καί δοκοῦντας προμηθεῖσθαι), χάνουν τη ζωή τους με το χειρότερο τρόπο εξαιτίας της πολλής φροντίδας και πρόνοιας. Καλά έκανε ο θεός και έδεσε τον Προμηθέα πάνω στην πέτρα κι άφηνε να του τρώει το ήπαρ ο αετός…
(Δίωνος Χρυσοστόμου Διογένηςἤη περί τυραννίδος – αποσπ.).
Έλεγε ο Διογένης πως όταν έβλεπε κυβερνήτες πλοίων και γιατρούς και φιλοσόφους, σκεφτόταν πως ο άνθρωπος είναι το εξυπνότερο ζώο. Μα σαν έβλεπε ονειροκρίτες και μάντεις και κόσμο να τους δίνει προσοχή, ή όταν έβλεπε ανθρώπους να καμαρώνουν για τον πλούτο και τη φήμη τους, σκεφτόταν πως δεν υπάρχει πιο χαζό πλάσμα από τον άνθρωπο. (Δ.Λ. νι 24).
Σε κάποιους που τον συμβούλευαν να ψάξει να βρει το δούλο του που είχε αποδράσει, ο Διογένης είπε, «Θα ήταν γελοίο, να μπορεί ο Μάνης να ζει χωρίς το Διογένη, κι ο Διογένης να μη μπορεί να ζει χωρίς τον Μάνη».
Ρώτησαν το Διογένη γιατί οι άνθρωποι δίνουν ελεημοσύνη στους ζητιάνους ενώ δεν δίνουν στους φιλοσόφους, και κείνος αποκρίθηκε: «Γιατί δεν το αποκλείουν, κάποτε να γίνουν κι αυτοί κουτσοί και στραβοί· φιλόσοφοι, όμως, ποτέ!»
Κάποιος περιγέλασε τον Διογένη, που κάποτε υπήρξε παραχαράκτης νομισμάτων. Και ο Διογένης: «Έναν καιρό, ήμουνα κι εγώ όπως είσαι τώρα εσύ. Όμως αυτό που είμαι τώρα εγώ, εσύ δε θα γίνεις ποτέ!» (Δ.Λ. νι 55-56)·
Κυνικό χιούμορ
Σε κάποιον που είχε βρεθεί στη Σαμοθράκη και εντυπωσιάστηκε εκεί με τα πολλά αφιερώματα που είδε, ανθρώπων που σώθηκαν με τη βοήθεια των θεών, ο Διογένης είπε, «θα ήταν πολύ περισσότερα αν είχε και τα αφιερώματα εκείνων που δεν σώθηκαν. (Δ.Λ. νι 59).
Ο Αντισθένης, ακούγοντας να τον παινεύουν κάτι παλιάνθρωποι, είπε, «Τώρα φοβάμαι μήπως έχω κάνει κάτι κακό».
Όταν ο Αντισθένης πήγε να μυηθεί στα Ορφικά μυστήρια, ο ιερέας τού είπε ότι οι μυημένοι απολαμβάνουν πολλά αγαθά στον Άδη. Κι ο Αντισθένης: «Και συ τι περιμένεις και δεν πεθαίνεις;» (Δ.Λ. VI 5, 4)·
Όταν τον ρώτησαν ποιο κρασί τού αρέσει περισσότερο, ο Διογένης αποκρίθηκε, «Των άλλων».
Όταν τον ρώτησαν σε ποια ηλικία είναι σωστό να παντρεύεται κανείς, ο Διογένης αποκρίθηκε, «όχι ακόμα όσο είναι νέος· και ποτέ όταν είναι γέρος.»
Ρώτησε κάποιος τον Διογένη αν έχει παιδιά. «Όχι», αποκρίθηκε.«Και άμα πεθάνεις ποιος θα αναλάβει την εκφορά σου;» ρώτησε ο άλλος. Και ο Διογένης: «Αυτός που θα χρειαστεί το σπίτι.» (Δ.Λ. νι 52).
Όταν ρώτησαν τον Διογένη ποιο είναι το βαρύτερο πράγμα που βαστάζει η γης, απάντησε: «Ο αμόρφωτος άνθρωπος».
(Στοβαίος, Εκλογαί II 31, 75)·
Κάποιος διάβαζε φωναχτά για πολλή ώρα ένα βιβλίο μπροστά σε ακροατήριο· κι όταν κάποια στιγμή άφησε να φανεί προς το τέλος του βιβλίου άγραφη επιφάνεια, ο Διογένης είπε: «Κουράγιο, άνδρες, βλέπω στεριά!». (Δ.Λ. VI 38).
Όταν ζήτησαν από τον Αντισθένη συνεισφορά για τη μητέρα των θεών Κυβέλη, εκείνος είπε: «Δεν δίνω τίποτα. Δουλειά των θεών είναι να φροντίσουν τη μάνα τους.»
Ένας Κυνικός έρωτας
ΘΑ ΕΛΕΓΕ ΚΑΝΕΙΣ ΟΤΙ Ο ΚΥΝΙΣΜΟΣ ΔΕΝ ΘΑ ΜΠΟΡΟΥΣΕ ΝΑ ΕΧΕΙ καμία σχέση με τον έρωτα. Κι όμως, ένας οπαδός αυτής της τόσο σκληρής φιλοσοφίας, ο Κράτης, είναι ο ήρωας ενός από τα λίγα ειδύλλια της αρχαιότητας που έχουν διασωθεί ως τις μέρες μας.
Παρακολουθώντας σε παράσταση τραγωδίας τον βασιλιά Τήλεφο[*] να κυκλοφορεί ελεεινός και τρισάθλιος με το καλαθάκι στο χέρι, ο Κράτης έγινε οπαδός της κυνικής φιλοσοφίας -έτσι γράφει γι’ αυτόν ο Αντισθένης στο βιβλίο του Διαδοχές. Πούλησε τα υπάρχοντά του -ήταν από αριστοκρατικό σπίτι-, μάζεψε γύρω στα διακόσια τάλαντα και τα μοίρασε στους συμπολίτες του. (…) Μια κοπέλα, η Ιππαρχία, αδελφή του κυνικού Μητροκλή (κι οι δυό ήσαν από τη Μαρώνεια), γοητεύτηκε κι αυτή από τα γράμματα. Ερωτεύτηκε τον Κράτη, τον τρόπο ζωής του και τη διδασκαλία του, και δεν είχε μάτια να κοιτάξει άλλους υποψήφιους μνηστήρες, οσοδήποτε πλούσιους, ωραίους ή ευγενείς. Γι’ αυτήν ο Κράτης ήταν το παν. Και μάλιστα απείλησε τους γονείς της ότι θα αυτοκτονούσε αν δεν την έδιναν σ’ αυτόν. Οι γονείς της παρακάλεσαν τον Κράτη να της αλλάξει μυαλά· εκείνος έκανε τα πάντα, αλλά μη μπορώντας να την μεταπείσει, σηκώθηκε, μάζεψε ό,τι υπάρχοντα είχε, τα ακούμπησε μπρος της και είπε: «Να ο γαμπρός, να κι η περιουσία του. Σκέψου και πάρε απόφαση. Γιατί δεν θα μπορέσεις να γίνεις συντρόφισσά μου αν δεν μοιραστείς μαζί μου αυτήν την κατάσταση».
Η κοπέλα έκανε την επιλογή της, φόρεσε τα ίδια ρούχα με τον άντρα της, βρισκόταν μαζί του στις δημόσιες εμφανίσεις και πήγαινε μαζί του στα δείπνα. (…) Και όταν ο Θεόδωρος (ο επονομαζόμενος Άθεος), γυρνώντας προς το μέρος της είπε,
Ετούτη είναι που παράτησε τον αργαλειό;
«Εγώ είμαι Θεόδωρε», του λέει. «Μήπως σου φαίνεται πως ήταν λάθος η απόφασή μου να αφιερώσω στην παιδεία το χρόνο που θα σπαταλούσα πλάι στον αργαλειό;» Αυτά και μυριάδες άλλα αποδίδονται στη φιλόσοφο.
Αναφέρεται και ένα βιβλίο του Κράτη με τίτλο Επιστολές., στο οποίο εκφράζονται εξαίρετες φιλοσοφικές απόψεις, στο ύφος του Πλάτωνα. Έχει γράψει και τραγωδίες μεγαλόπρεπου φιλοσοφικού χαρακτήρα. Ένα μικρό δείγμα γραφής του είναι το παρακάτω:
Πατρίδα μου δεν είναι ένας πύργος ή μια στέγη αλλά η γης ολάκαιρη είναι πόλη μου και σπιτικό μου είμαι έτοιμος να ζήσω κοντά σας.
Πέθανε σε μεγάλη ηλικία και τάφηκε στη Βοιωτία.
(Δ.Λ. VI 87, 97-98).
ΠΗΡΑΜΕ ΜΙΑΝ ΙΔΕΑ από την κυνική φιλοσοφία· αν και ήταν περισσότερο τρόπος ζωής παρά φιλοσοφία. Η μεγαλύτερη αδυναμία της είναι ακριβώς ο «κυνισμός» της: τούτη η απόρριψη των συμβάσεων, που αφήνει το κορμί γυμνό και εκτεθειμένο στους τσουχτερούς ανέμους της πραγματικότητας και διακηρύσσει ότι η σεμνότητα, η ευπρέπεια και η ολιγολογία δεν είναι παρά υποκρισίες που οι έντιμοι άνθρωποι οφείλουν να περιφρονούν. Αυτή είναι η διδασκαλία του intellectus sibi permissus (νου επιτρέποντος), που απορρίπτει όλους τους νόμους που δεν εγκρίνει η καθαρή νόηση. Η αμείλικτη λογική του κυνισμού έχει κάποιο μεγαλείο και μπορεί ίσως να βρει υπερασπιστές. Αλλά λίγοι απ’ αυτούς ακολουθούν τρόπο ζωής σύμφωνο με τις αρχές του -κι αυτό τελικά είναι και η καταδίκη του. Ο διανοούμενος μπορεί, την ώρα που επιχειρηματολογεί, να λησμονεί ότι τα συναισθήματα και οι συμβάσεις έχουν δικαιώματα, έστω και δύσκολο να οριστούν, που η λογική δεν μπορεί να τα σφετεριστεί χωρίς να απογυμνώσει τη ζωή. Όμως το θυμάται στην καθημερινότητά του και διαψεύδει τη θεωρία με τις ίδιες τις πράξεις του. Πέρα απ’ αυτό, όμως, οι Κυνικοί παρείχαν μεγάλη υπηρεσία στην ανθρωπότητα. Και εδώ, όπως και σε τόσες και τόσες άλλες περιπτώσεις, οι Έλληνες βρήκαν, αιώνες νωρίτερα, ένα δρόμο που οι μεταγενέστερες εποχές έμελλε να ανακαλύψουν και πάλι. Με όλες τις υπερβολές του, ο Κυνισμός περιέχει έναν πυρήνα αλήθειας και ανταποκρίνεται σε μία μόνιμη ανάγκη του ανθρώπινου πνεύματος. Γι’ αυτό και τον συναντάμε με διαφορετικές μορφές σε πολλές χώρες. Οι Κυνικοί είναι πνευματικοί συγγενείς του Ινδού φακίρη, του αναχωρητή της ερήμου, του επαίτη μοναχού, του Ρουσσώ στη μοναξιά του ερημητηρίου του, του Πωλ Θορώ στα δάση του Walden· κάτι από τους Κυνικούς θα βρούμε σ’ όλους τους νομάδες του κόσμου, στους πλάνητες και ανέστιους από δική τους επιλογή.
πηγές: Εκηβόλος και Βικιπαίδεια