ΕΤΙΚΕΤΕΣ

Ο ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΜΟΣΧΟΒΑΚΗΣ ΚΑΙ Ο ΟΡΓΑΝΙΣΤΙΚΟΣ ΚΟΙΝΟΤΙΣΜΟΣ



Εκτός από τον Καραβίδα και τον Μαλούχο είναι απαραίτητο να κάνουμε ένα σταθμό στο εξαιρετικά πυκνό και ενδιαφέρον δοκίμιο του Νικολάου Μοσχοβάκη Το εν Ελλάδι Δημόσιον Δίκαιον επί Τουρκοκρατίας[1] όπου η ενδελεχής μελέτη του κοινοτισμού εναρμονίζεται σε κάποιο βαθμό με οργανιστικές ερμηνείες.
Ο Μοσχοβάκης ξεκινά με την γλαφυρή περιγραφή της απογοητευτικής εικόνας της ελληνικής πολιτικής, που αποδίδεται στην δουλική μίμηση ξένων θεσμών: «η πολιτική ημών οργάνωσις απέτυχεν, αίτιον είναι, ουχί ότι το ελληνικόν έθνος στερείται της εις πολιτικόν βίον ικανότητος, αλλ’ ότι εν τη καταλαβούση το έθνος όλον μέθη εις απομίμησιν ξένων ηθών και ξένων θεσμών,
παρημελήθημεν πάσα μελέτη της ιστορίας, της ιδιορρυθμίας, της προσωπικότητος τέλος πάντων αυτού, εγένετο δε εξ εκείνων ανεξετάστως δεκτόν σχεδόν μόνον ό,τι την φαντασίαν εθάμβου και την προσωπικήν ελευθερίαν ευηρέστει».[2]
Παρότι ο Μοσχοβάκης δεν αγνοεί το γεγονός ότι η κοινότητα κατά την τουρκοκρατία περαίωνε δημοσιονομικές λειτουργίες για όφελος του κατακτητή, δεν αποδίδει την γενεαλογία της αποκλειστικά σ’ αυτό, όπως έπραξε ο Αργυρόπουλος ούτε την θεωρεί κατευθείαν απόγονο της αρχαίας πόλης κατά το παράδειγμα του Παπαρρηγόπουλου. Διαπιστώνει μια άλλοτε έντονη άλλοτε ισχνή αλλά συνεχή παρουσία της από τον αρχαϊκό κόσμο ως την βυζαντινή μακεδονική δυναστεία. Καθώς επισημαίνει «Διαφέρει βεβαίως –ούτε δυνάμεθα να το αρνηθώμεν– ότι εν Ελλάδι σχεδόν ουδέποτε έπαυσεν υπάρχουσα ούτως ή άλλως κοινοτική τις αυτοδιοίκησις, αλλ’ ουχ ήττον είναι αληθές, ότι δυνατόν να υπάρχη σειρά θεσμών επακολουθούντων και χρονικώς συνδεομένων άνευ όμως και εσωτερικής τινος αλληλουχίας. Ουδέν ήττον σφαλερά είναι η γνώμη εκείνων, οίτινες διατείνονται ότι αι επί τουρκοκρατίας κοινότητες εγεννήθησαν το πρώτον υπ΄ αυτόν τον τουρκικόν ζυγόν, γνώμη αφ’ εαυτής αναιρώμενη εν τοις αμέσως επομένοις εν οις την αληθή των κοινοτήτων αρχήν ευχερώς θέλομεν».[3]
Ο Μοσχοβάκης διαπιστώνει ότι οι Νεαρές 46 και 47 του Λέοντος Γ’ , εμφανίζουν την πρόθεση για ενίσχυση της κεντρικής εξουσίας εις βάρος της κοινοτικής αυτοδιοίκησης. Όμως στην πράξη η βυζαντινή εξουσία δεν κατέστη ποτέ τόσο ισχυρή ώστε να επιβάλλει τις αποφάσεις της, αντιθέτως η εξασθένισή της υποχρέωνε τις επαρχίες να αυτοδιοικηθούν για την αντιμετώπιση καθημερινών προβλημάτων και των διόλου ασυνήθιστων ξένων επιδρομών. Μνημονεύονται δε, αρκετά ιστορικά παραδείγματα (Πάτρα, Μονεμβασία). Στην Ι Νεαρά Ρωμανού Κωνσταντίνου και Χριστοφόρου αναφέρεται ο όρος «μητροκωμία» και στις Ι και ΙΙ Νεαραί Κωνσταντίνου του Πορφυρογέννητου αναφέρεται ο όρος «ομάς χωρίου». Οι κοινότητες κατά την τουρκοκρατία διοικούντο από δημογέροντες που εκλέγονται με εκλογές μια φορά το χρόνο (του Αγ. Γεωργίου ή του Αγ. Δημητρίου).
Ο Μοσχοβάκης πιστεύει ότι σε τέτοιες βασικώς πατριαρχικές κοινωνίες δεν σημειώνονταν ουσιαστικές κοινωνικές συγκρούσεις αφενός διότι «αι ευπορούσαι οικογένειαι, ου μόνον δεν διακρίνονται αποτόμως από των απόρων αλλά τουναντίον συζώσιν εν αρμονία μετ’ αυτών» αφετέρου διότι «η αρχή των προκρίτων συνεδέετο μετά της υποχρεώσεως αυτών εις το να φέρωσι και τα μείζονα βάρη εν τη κοινότητι».[4] Στην Πελοπόννησο οι δημογέροντες εκλέγονταν από τα μέλη της κοινότητας. Παρά την απόλυτη τοπική εξουσία που απολάμβαναν, για σοβαρές περιπτώσεις συγκαλούσαν συμβούλιο των προκρίτων και γενική συνέλευση για τις έκτακτες περιστάσεις. Με το πέρασμα του χρόνου οι δημογέροντες των κοινοτήτων συγκρότησαν επαρχιακή συνέλευση με έδρα την πρωτεύουσα της επαρχίας, η οποία επέλεγε τους προεστώτες της επαρχίας και τον ταμία. Σε ομαλές καταστάσεις οι ελληνικοί πληθυσμοί διέθεταν αξιόλογη αυτονομία,όμως σε μια κατακτημένη χώρα «τα πάντα, και δικαιώματα και προνόμια και πας ο διοικητικός μηχανισμός είναι όλως αμφιβόλου αξίας».[5]
Η Μάνη υπήρξε μια εντελώς ξεχωριστή περίπτωση εξαιτίας του ορεινού εδάφους που δεν επέτρεπε την εύκολη πρόσβαση ξένων δυνάμεων και της «ταξικής» της διαίρεσης σε φαμέγιους (λαός) και νικλιάνους (ευγενείς). Κάθε κοινότητα διοικείτο από τον καπετάνιο, ο οποίος εκλεγόταν, ενώ συγκροτήθηκε και συνέλευση των καπετάνιων. Στην Στερεά Ελλάδα σε πρόκριτοι εκλέγονταν και στην συνέχεια συγκροτούσαν επαρχιακές συνελεύσεις. Στα νησιά του Αιγαίου η τουρκική εξουσία είναι ασθενέστερη και ευκρινέστερη η ελληνική αυτοδιοίκηση. Στην Ύδρα, στις Σπέτσες και στα Ψαρά ο Μοσχοβάκης διακρίνει την ύπαρξη τάξεων (οικοκυραίοι, πλοίαρχοι, ναύτες) με ανοιχτό και όχι κλειστό χαρακτήρα.
Για τα σημαντικά θέματα στην Ύδρα, στον χώρο της εκκλησίας πραγματοποιείτο συνέλευση όπου «του λαού αποδεχομένου την πρότασιν των προκρίτων, η απόφασις ήτο οριστική, άλλως, εις ουδεν αποτέλεσμα προήρχοντο».[6] Στις Σπέτσες «μόνον οι πλουσιώτεροι, οι οικοκυραίοι, ελάμβανον μέρος εις την κοινών διεύθυνσιν».[7] Στα Ψαρά ο κοινοτισμός έχει δημοκρατικό χαρακτήρα: «Εν Ψαραίς πας κάτοικος έχων ιδιόκτητον οικίαν, ή πλοίον τι, ή και απλούς ών ναύτης, αλλ’ αρχηγός οικογενείας, είχε δικαίωμα να συμμετέχη της συνελεύσεως του λαού, πλήρες δε δικαίωμα ψήφου εν αυτή. Η δημοκρατική αυτή συνέλευσις, επαναλαμβανόμενη κατ’ έτος κύριον έργον είχε την εκλογήν τεσσαράκοντα προσώπων ή και ολιγωτέρων κατά τα περιστάσεις, εκ των εγκριτωτέρων της νήσου κατοίκων –αλλ’ ουχί κατ’ ανάγκην και των πλουσιωτέρων, καθότι και απλοί αλλά διακεκριμένοι ναύται, συγκατηριθμούντο μεταξύ αυτών –όπως εκλέξωσι τέσσαρας δημογέροντας του επιόντος έτους».[8]
Ο Μοσχοβάκης ισχυρίζεται, ότι το αγγλικό πολιτικό σύστημα διέθετε κοινοτικές βάσεις, την εκκλησιαστική ενορία, που «προωρισμένη το πρώτον ως και το όνομα δηλοί, εις την συντήρησιν της εκκλησίας, μετέστη ενωρίς εις την σφαίραν της κοσμικής πολιτείας, ήτις ανέθηκεν αυτή καθήκοντα αλλοίας όλως φύσεως προς τον μέχρι τούδε προορισμόν αυτής, κατάστασις ήδη σπουδαιότατον στοιχείον του δημοσίου βίου».[9]
Κατόπιν ο Μοσχοβάκης συνάπτει τον κοινοτισμό με τον οργανικισμό. Η ενότητα τίθεται ως σκοπός της πολιτείας. «Τοιουτοτρόπως επιτυγχάνεται σπουδαιότατον αποτέλεσμα, η της πολιτείας ενότης, ήτις διακρίνουσα πάντα τα οργανικά όντα, πρέπει ουχ’ ήττον να τηρήται και εν τη πολιτεία ευλαβώς, καθότι άλλως το σώμα αυτής κατακερματίζεται, η δε ζωή αυτής φθείρεται. Κατάταξις των οργάνων της εξουσίας της πολιτείας είναι προφανώς σκόπιμος αλλ’ η κατάταξις αυτή δεν πρέπει να μετατρέπεται εις πλήρη διάκρισιν των εξουσιών, ήτις είναι επίσης σφαλερά, όσω και η ζητουμένη παρά τινών ισότης των εξουσιών. Επιμένοντες εις την οργανικήν ιδιότητα της πολιτείας παρατηρούμεν ότι, ως εν τω ανθρώπω τα μέλη έχουσιν ιδίαν μεν έκαστον θέσιν, αλλά το έν υπόκειται τω ετέρω, ούτω δέον να γίνηται και εν τω οργανισμώ της πολιτείας, τούτο δε ετηρήθη εν τη αγγλική πολιτεία».[10] Σύμφωνα με τον Μοσχοβάκη το αγγλικό κοινοτικό πρότυπο κατάφερε να συνδέσει πολιτεία και κοινωνία «αμφοτέρας εις αρμονικόν όλον».[11]
Αντίθετα ο Μοσχοβάκης επικρίνει το πολιτικό σύστημα που προέκυψε από τη γαλλική επανάσταση. Οι αμφιβολίες του για το πραγματικό αντίκρυσμα των διακηρύξεων για ισότητα, μας θυμίζουν αντίστοιχες του Τοκβίλ. Η ισότητα ξεπέφτει σε ομοιομορφία και μεταβάλλει την πολιτεία «απο ζώντος οργανισμού εις άψυχον μηχανισμόν».[12] Η τοπική αυτοδιοίκηση εξασθενίζει και ισχυροποιείται το κεντρικόν κράτος. Τονίζεται δε «ότι το ομοιόμορφον –l’ uniformité– ουδέποτε εύρε πλειοτέραν εύνοιαν ή εν επαναστάσει γενομένη εν ονόματι των δικαιωμάτων και της ελευθερίας του ανθρώπου».[13]
Ο Μοσχοβάκης παρατηρεί τελικώς ότι το υπόδουλο έθνος κατάφερε να συγκροτήσει οργανικό κράτος –δηλαδή πολιτική ενότητα, αναφερόμενος στην κλίμακα που ξεκινούσε από τους δημογέροντες τις επαρχιακές συνελεύσεις και κατέληγε στους διερμηνείς των πασάδων της Πύλης και του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως: «Ούτως εμορφώθησαν θεσμοί τινες δι’ ών το ελληνικόν έθνος ηδυνήθη ν’ αποτελέση σύνολον τι οργανικόν, κράτος, ως αλλαχού ερρέθη, εν κράτει, διασωθέν ως εκ θαύματος εν τω μέσω του φοβερού εκείνου της δουλείας κατακλυσμού, όπως και πρώτον εξ’ όλων των εθνών της Ανατολής εξαγγείλη την παρέλευσιν αυτού. Πάντες λοιπόν ούτοι οι αυτοφυείς θεσμοί εξυπηρέτησαν το μέγα τούτο έργον της διασώσεως του έθνους ημών».[14]
Η κοινότητα υπήρξε το έρεισμα του αγωνιζόμενου λαού, η προϋπόθεση της υπάρξεώς του. Εμφατικότερα ο Μοσχοβάκης σημειώνει: «Εάν έλειπεν η κοινότης μετά των ιερών αυτής δεσμών, εν ή ο Έλλην εύρισκε παραμυθίαν μεταξύ των αδελφών αυτού και άσυλον κατά της τυραννίας, εάν έλειπεν ο προς την κοινότητα ταύτην σεβασμός, η προς αυτήν αφοσίωσις, το άκρον ενδιαφέρον περί της κοινής γνώμης αυτής, εξέκαιε την προς την θρησκείαν πίστιν, τις την προς την ελληνικήν παιδείαν αγάπην, ή την εν τω εθνικώ χαρακτήρι εμμονήν; «Ουδέποτε» –διηγείται πολύτιμος μάρτυς της εποχής εκείνης, ο άγγλος Urquard (La Turquie σ. 64)– «ουδέποτε είδον εν τοις κοινοτικοίς θεσμοίς άλλης χώρας τι δυνάμενον να δώση ακριβή ιδέαν της ομοιότητος του χαρακτήρος και της ενότητος της ενέργειας, ας λαμβάνουσιν αι (ελληνικαί) κοινότητες εκ του τρόπου της διοικήσεως των. Ο χαρακτήρ του ατόμου συγχωνεύεται εντελώς προς τον της φυλής, ήτις, εις τας ανάγκας και τας υποχρεώσεις αίτινες τη επιβάλλονται, υπείκουσα, συγκεντρούται εν εαυτή, απωθεί παν ξένον μίγμα, ενώ παρίσταται με τα εξωτερικά φαινόμενα της ευπειθείας και της υποταγής και επαρκεί εις όλας τας καταπιέσεις δια δραστηρίας φιλοπονίας και άκρας λιτότητος».[15]
Σημαντική είναι η επισήμανση του Μοσχοβάκη –στην οποία θα επανέλθει με αναλυτικότερο τρόπο ο Ν. Πανταζόπουλος– ότι ο κοινοτισμός στην ελληνική του εκδοχή δεν προήλθε από το θετό αλλά το εθιμικό δίκαιο. Σε αντίθεση με την αγγλική πραγματικότητα, η κοινοτική εξουσία δεν διορίζεται εκ των άνω αλλά εκλεγόταν από την συνέλευση του λαού.
Η εγκατάλειψη της κοινοτικής παράδοσης έφερε άμεσα δυσμενή αποτελέσματα «ο λαός, ως είπομεν, απεξενώθη πάσης αυτενεργείας εν τη πολιτεία, ανετέθη δ’άπασα η πνευματική αυτής εργασία εις γραφειοκρατικήν τάξιν υπαλλήλων, αποβαλούσαν και το μοναδικόν πλεονέκτημα, όπερ επί της προηγουμένης βασιλείας διέσωζε, την ηθικήν. Άπασα δ’ η του λαού «συμμετοχή εις τα της πολιτείας» παρίσταται ως συμμετοχή εις κοινοβούλιον νομοθετούν και συγκυβερνούν, ουδέποτε όμως ως συμμετοχή εις την υπεύθυνον διοίκησιν και δικαιοσύνην».[16]
Τελειώνοντας ο Μοσχοβάκης διατυπώνει ορισμένες αξιολογικές παρατηρήσεις: το νεοελληνικό κράτος θα πρέπει να συνδυάσει τα ξένα επείσακτα στοιχεία με γηγενή όπως είναι οι κοινότητες, ενώ το κοινοβούλιο και η δημοκρατία δίχως την ουσιαστική λαϊκή συμμετοχή που εξασφαλίζουν οι κοινότητες, δεν μπορούν να τελεσφορήσουν.
Το παράδειγμα του Μοσχοβάκη μας αποκαλύπτει ότι το ενδιαφέρον για τις κοινότητες και την ουσιαστική άμεση συμμετοχή του πολίτη στα κοινά υπήρξε αρκετά πρώιμο για την ελληνική πολιτική επιστήμη. Ξεκινώντας από την αρχική έκπληξη που προξενούσε η ύπαρξη μιας αντιστεκόμενης ελληνικής κοινωνίας κάτω από την οθωμανική κυριαρχία, διέβλεπε με οδύνη τα θετικά στοιχεία αυτής της παράδοσης αντί να χρησιμοποιηθούν ως πολύτιμα υλικά στο κτίσιμο του νεοελληνικού κράτους να εγκαταλείπονται για χάρι μιας μηχανιστικής μεταφοράς δυτικοευρωπαϊκών προτύπων, που όμως εξυπηρετούσαν τον κυρίαρχο πολιτικό και οικονομικό κοτζαμπασισμό.
 πηγή:  Άρδην 

[1] Ν. Μοσχοβάκη, Το εν Ελλάδι δημόσιον δίκαιον επί Τουρκοκρατίας, Αθήνα 1882, και Βιβλιοθήκη Ιστορικών Μελετών – Βιβλιοπωλείο Διονυσίου Νότη Καραβία
[2] Όπως προηγούμενα σελ. 8
[3] Ό. π. σελ. 72.
[4] Ό. π. σελ. 84.
[5] Ό. π. σελ. 101.
[6] Ό. π. σελ. 133.
[7] Ό. π. σελ. 138.
[8] Ό. π. σελ. 144.
[9] Ό. π. σελ. 167.
[10] Ό. π. σελ. 180,182.
[11] Ό. π. σελ. 181.
[12] Ό. π. σελ. 189.
[13] Ό. π. σελ. 190.
[14] Ό. π. σελ. 199.
[15] Ό. π. σελ. 201.
[16] Ό. π. σελ. 212-213.