ΕΤΙΚΕΤΕΣ

Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΠΡΟΣΛΗΨΗ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ ΣΤΗΝ ΕΠΙΚΟΥΡΕΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΛΑΤΩΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ



Του Μιχαλόπουλου Αθανάσιου


Συνήθως όταν καταπιάνεται κανείς με δύο τόσο διαφορετικές φιλοσοφικές θεωρήσεις, όπως ο επικουρισμός και ο πλατωνισμός, στο τέλος καταλήγει να υποστηρίζει τη μία από δύο, και μάλιστα με δογματικό και αδιάλλακτο τρόπο. Όπως έχει επισημανθεί και άλλες φορές, κανένας φιλόσοφος, κανένας δεινός στοχαστής, δεν ανάπτυξε κάποια θεώρηση που να μην έχει ουσιαστικό νόημα για τον ανθρώπινο βίο και τον κόσμο. Η συστηματική και συγκροτημένη βάσανος της σκέψης στα βαθιά νερά του φιλοσοφικού στοχασμού πάντοτε γεννούσε και θα γεννά τους πιο σπουδαίους πνευματικούς καρπούς που προκρίνουν όχι μόνο έναν καλύτερο και ποιοτικότερο βίο αλλά και τη σύλληψη μιας ανείπωτης εσωτερικής χαράς για την ίδια την ανθρώπινη ύπαρξη.

Κάθε αξιολογική απόβλεψη του θανάτου, τόσο στον Πλάτωνα όσο και στον Επίκουρο, θα γίνει προσπάθεια να προσληφθεί σε μια κοινή καταγωγική βάση συσχέτισης των δύο θεωρήσεων. Και οι δύο φιλοσοφικές προσεγγίσεις εμφανίζουν μια φαινομενική παρά μια ριζική διαφορά στο εν λόγω ζήτημα, κάτι που θα δούμε και στη συνέχεια, παρόλο που βλέπουμε στον νόθο πλατωνικό διάλογο "Αξίοχος", την απόπειρα του συγγραφέα να υποστηρίξει ξεκάθαρα μονομερώς την πλατωνική επιχειρηματολογία έναντι της επικούρειας.

Προτού ξεκινήσουμε την ανάπτυξη και πραγμάτευση του σημαντικού αυτού θέματος, είναι άκρως κομβικό και απαραίτητο να ισχυριστούμε ότι κάθε απόλυτη θέση υπέρ της μιας ή της άλλης φιλοσοφικής θεώρησης  δεν βοηθά καθόλου την υπόθεση της φιλοσοφίας εφόσον δεν προκρίνει καμιά  βαθιά φιλοσοφική εμβάθυνση αλλά και ούτε τη συγκρότηση μιας νέας προσέγγισης για τη φιλοσοφία της σύγχρονης εποχής. Είναι πολύ θετικό να τρέφουμε ιδιαίτερη εκτίμηση σε έναν συγκεκριμένο φιλόσοφο, αλλά δεν είναι καθόλου εποικοδομητικό να υιοθετούμε ταυτόχρονα και μια πολεμική αδιάλλακτη στάση σε κάποιον άλλο φιλόσοφο που η θεώρησή του "φαίνεται" να διάκειται εχθρικά απέναντι στον αγαπημένο μας.

Κεντρικό σημείο στην προκείμενη αναζήτησή μας είναι ο θάνατος και η αντιμετώπισή του. Και οι δύο φιλόσοφοι εργάζονται στα φιλοσοφικά τους πονήματα ζωής στη βάση του θανάτου σε τέτοιον βαθμό που ουσιαστικά καθορίζει και την δική τους φιλοσοφική πρόσληψή τους για αυτόν. 

Ας πραγματευτούμε πρώτα την πλατωνική θεώρηση του θανάτου. Ο θάνατος στην πλατωνική φιλοσοφία έχει μια διττή όψη συνυφασμένη απόλυτα με την θεωρία των Ιδεών. Όπως ξέρουμε στην πλατωνική παράδοση μέχρι και τον μέσο πλατωνισμό και τους νεοπλατωνικούς για να "τελειωθεί" ο άνθρωπος πρέπει να πραγματοποιήσει δύο θανάτους, τον θάνατο του σώματος και τον φιλοσοφικό θάνατο. Ο φυσικός θάνατος, ο θάνατος του σώματος στην πλατωνική φιλοσοφία δεν αποτελεί τίποτα άλλο παρά μια αναγκαία μεταβολή των οντικών μορφών, χωρίς να έχει κάποιο ιδιαίτερο νόημα, εφόσον με το να πεθάνει σωματικά κανείς δε σημαίνει ότι και πετυχαίνει κάποιον στόχο. Με τον φυσικό θάνατο υπάρχει χωρισμός μόνο της τριμερούς ψυχής από το σώμα, χωρίς να αλλάζει ουσιαστικά κάτι στην ανθρώπινη υποστασιακή ταυτότητα. Αντίθετα, ο δεύτερος, ο φιλοσοφικός θάνατος αποτελεί την κορωνίδα της πλατωνικής φιλοσοφίας, το μεγαλύτερο επίτευγμα που μπορεί να πετύχει ο άνθρωπος. 

Κατά τον φιλοσοφικό θάνατο έχει επέλθει χωρισμός του έλλογου νου από το άλογο μέρος της ψυχής (θυμικό-επιθυμητικό). Το άλογο μέρος της ψυχής (θυμικό-επιθυμητικό) είναι το εγκόσμιο όχημα που φέρει ή ενδύεται ο νους (λογική ψυχή) προκειμένου να "κατέβει"  και να ενεργήσει στον κόσμο των μεταβολών και του γίγνεσθαι. Για τον Πλάτωνα σκοπός του ανθρώπου είναι να μυηθεί στη μελέτη θανάτου. Και όταν μας μιλάει στον "Φαίδωνα" για μελέτη θανάτου, ο Πλάτων ξεκάθαρα εννοεί όχι τον φυσικό θάνατο αλλά τον φιλοσοφικό θάνατο. Τι σημαίνει στην πράξη ο πλατωνικός "φιλοσοφικός θάνατος"; Σημαίνει να μάθει ο ηνίοχος νους να "ζει" και να ενεργεί μέσω της νόησης και της έλλογης δράσης υπηρετώντας  μόνο τον Λόγο, χωρίς να παρασύρεται ή να επηρεάζεται από το άλογο μέρος της ψυχής, από τα συναισθήματά του ή τις επιθυμίες του, γιατί η καταγωγική δράση των δύο τελευταίων (θυμικό-επιθυμητικό) προέρχεται από τον αισθητό κόσμο της μεταβολής και των παθών. Κάθε φορά που ο ηνίοχός μας σκέφτεται με τη σύμπραξή του με τον κόσμο των μεταβολών, η αληθής γνώση καθίσταται αδύνατη. Η αληθινή φύση του λογικού νοός είναι η ακινησία. Να κινεί το όχημά του χωρίς να μετέχει της κίνησης αυτής (αριστοτελικό κινούν ακίνητο). Ο πλατωνικός ηνίοχος νους, βέβαια, δεν απορρίπτει ή αρνείται τον αισθητό και εμπειρικό κόσμο, δηλαδή το να ζει κανείς μέσα στην τριβή της καθημερινότητας, αλλά ενεργεί κάθε στιγμή υπηρετώντας το σκοπό της φύσης του, να παραμένει διαρκώς ανεξάρτητος, έλλογος, καθαρός (αμέθεκτος) και απρόσβλητος από κάθε άλογο στοιχείο, στο να νοεί τον κόσμο μέσα από τον ίδιο τον εαυτό του. Όταν ο άνθρωπος μάθει να ασκείται μέσα από την  πνευματική ενασχόληση με τη φιλοσοφία στην καθημερινότητά του αυτόματα κάθε του νοητική ενέργεια όλο και πιο πολύ αποκτά περισσότερη ποιότητα και υψηλότερη εγρήγορση λαμβάνοντας ένα άλλο νόημα για τη ζωή. Η εσωτερική χαρά που προέρχεται από την ανέλιξη του νου με τη θέαση του ίδιου του εαυτού του, της ουσίας του, καθιστά την λογική ψυχή μακάρια, σε απόλυτη γαλήνη, εφόσον η νοερή αποκοπή από τα αισθητά την εκτοξεύει σε μια άλλη υπαρξιακή κατάσταση στην οποία ανοίγεται το φαινομενικό πέπλο που όριζε την Ιδέα ως μορφή. 

Στον Επίκουρο ο θάνατος και η πρόσληψή του συνδέεται με την εναλλαγή δύο καταστάσεων της ψυχής που λαμβάνουν χώρα στον άνθρωπο, την Ηδονή και τον πόνο, οι οποίες θα αποτελέσουν θεμελιακό πλαίσιο κατανόησης της πρόσληψης του θανάτου στον εν λόγω φιλόσοφο. Η "ηδονή" και η θεώρηση του θανάτου στον Επίκουρο παρεξηγήθηκε και διαστρεβλώθηκε τόσο από τους φιλοσοφικούς του αντιπάλους όσο και από τη χριστιανική θρησκεία. Ο Επίκουρος αναπτύσσει μια πρακτική θεώρηση του βίου απόλυτα εναρμονισμένη με την ενθαδική ζωή και την αξία της ως το κατεξοχήν αληθινό πεδίο εφαρμογής μιας ντόμπρας και γενναίας στάσης του ανθρώπου απέναντι στον θάνατο που όμοιό του δε συναντάμε στην ιστορία της φιλοσοφίας. 

Η επικούρεια ρήση στην επιστολή Γ΄ (125 Bailey) ότι "ο θάνατος δεν είναι τίποτα για μας, γιατί, ενόσω υπάρχουμε εμείς δεν υπάρχει ο θάνατος, και, όταν υπάρχει ο θάνατος δεν υπάρχουμε εμείς" αποτέλεσε μια βαθιά τολμηρή και γενναία αντιμετώπιση του θανάτου όχι στη βάση του μηδενισμού που του καταλογίζουν οι αντίπαλοί του, αλλά σε μια πραγματιστική και πρακτική θεώρηση της ζωής που να υπηρετεί τον ίδιο τον σκοπό της ουσίας του ανθρώπου. 

Ας δούμε τη σύνδεση της επικούρειας Ηδονής με τον θάνατο. Οι ηδονές στον Επίκουρο διακρίνονται σε καταστηματικές και κινητικές. Οι κινητικές ηδονές σχετίζονται με την χαρά και την ευφροσύνη που βιώνει ο άνθρωπος από την ευεξία και την εύρωστη κατάσταση στην οποία βρίσκεται καθώς εκπληρώνει απαραίτητες φυσικές ή κοινωνικές ανάγκες όπως την σωματική και ψυχική υγεία αλλά και την σύναψη φιλικών σχέσεων μέσα στην κοινότητα, σε κάθε κοινότητα του βίου. Οι καταστηματικές ηδονές, όπως μας λέει ο Επίκουρος στο "Περί Αιρέσεων" είναι η αταραξία και η έλλειψη πόνου. Κάθε φορά που προβάλλει ένα ψυχικό ή σωματικό πρόβλημα εμφανίζεται κάποια μορφή ψυχικού ή σωματικού πόνου, η οποία αντιμετωπίζεται με τις καταστηματικές ηδονές αποκαθιστώντας την ψυχική αταραξία και την έλλειψη πόνου. 

Στην επικούρεια φιλοσοφία αυτή που παίζει τον καθοριστικό ρόλο στην επίτευξη της ευδαιμονίας είναι η φρόνηση η οποία θέτει τα κριτήρια για κάθε επιλογή ή αποφυγή που κάνει ο άνθρωπος. Η φρόνηση αποτελεί την προϋπόθεση ώστε ο άνθρωπος να αποκτήσει την ύψιστη ευδαιμονία που είναι η "Ηδονή", ενώ παράλληλα είναι η μόνη αιτία απόκτησης των αρετών που θα συμβάλλουν στην επίτευξη αυτής της τέλειας ευδαιμονικής κατάστασης. Αν προσέξουμε, όμως, η Ηδονή, ως ύψιστη ευδαιμονία, λαμβάνει υπερβατικά χαρακτηριστικά σε σχέση με τις καταστηματικές και κινητικές ηδονές. 

Μας λέει ο Επίκουρος στην Επιστολή προς Μενοικέα (10.129):

"Και γι΄αυτό λέμε ότι η ηδονή είναι αρχή και τέλος της μακαρίας ζωής, γιατί αυτήν γνωρίζουμε ως πρώτο και σύμφυτό μας αγαθό και από αυτήν ξεκινά κάθε επιλογή και αποφυγή μας και σ΄αυτήν καταλήγουμε, έχοντας την αίσθησή της ως κανόνα, με τον οποίο κρίνουμε κάθε αγαθό". 

Η ύψιστη ηδονή στο παραπάνω απόσπασμα ως μια κατάσταση μακαριότητας εδώ φαίνεται να λαμβάνει στην επικούρεια φιλοσοφία υπερβατικά χαρακτηριστικά τα οποία πρέπει να συσχετιστούν με τη φρόνηση, η οποία κατά τον Επίκουρο πολλές φορές θεωρείται η υπέρτατη επί του πρακτέου κατάσταση ενεργοποίησης και εγρήγορσης του νου, ανώτερη ακόμα και από τη φιλοσοφία ως διαρκή θεωρητικολογία.  

Ποιο ηχηρό φιλοσοφικό μήνυμα άφησε τελικά ο Επίκουρος για την "Ηδονή" του και γενικότερα για την αντιμετώπιση του θανάτου; Αν μελετήσουμε προσεκτικά τα λίγα γραπτά που μας άφησε, θα δούμε ότι η "Ηδονή", ως το Α και το Ω της θεώρησής του, είναι μια κατάσταση ευδαιμονίας της ψυχής στην οποία ο άνθρωπος έχει επιτύχει όχι μόνο να μην πονά αλλά και να μην έχει ανάγκη ούτε τις κινητικές αλλά και ούτε τις καταστηματικές ηδονές. 

Για να κατανοήσει κανείς την επικούρεια φιλοσοφία πρέπει να ανιχνεύσει τον τρόπο που θεάται και προσλαμβάνει ο φιλόσοφος την αισθητική και κοσμική ζωή. Μπορούμε να διεισδύσουμε  στην ουσία της φιλοσοφίας του διατυπώνοντας δύο πορίσματα που μπορούν να συσχετιστούν και με την πλατωνική μελέτη του θανάτου.

Ας δούμε τα δύο πορίσματα που αντικατοπτρίζουν την επικούρεια θεώρηση πραγμάτων, η οποία θεμελίωνε ένα αξιόλογο πρότυπο υποδείγματος τόσο για έναν ειλικρινή φιλοσοφικό βίο όσο και για έναν πολιτικό βίο με βάση την κοινότητα:

α. Σκοπός του ανθρώπου είναι να ολοκληρωθεί εδώ, σε αυτή τη ζωή, με αυτό το σώμα, με τις αντίστοιχες επιλογές και πράξεις που θα αναδείξουν την  αξία της χαράς και της ευδαιμονίας που προέρχεται από την  ορθή λειτουργία και εναρμόνιση του νου σε σχέση με τον κόσμο και τους συνανθρώπους του. Η ατομικότητα στον Επίκουρο δεν έχει σχέση με το νεωτερικό αλαζονικό  υποκείμενο που έχει αποχωριστεί από την κοινότητα. Ο επικούρειος άνθρωπος συνάπτει σχέσεις φιλίας και διαπροσωπικής επαφής με τους συνανθρώπους του στη βάση της μεταμόρφωσης της ατομικής του υπόστασης σε συλλογικό και συμπαντικό άτομο. Για να μπορέσει ο άνθρωπος να καταστεί "φίλος" σε μια κοινότητα σύμπνοιας, αλληλεγγύης και συνύπαρξης, είναι απαραίτητο να απουσιάζει κάθε φόβος για τον θάνατο και να εκλείπει κάθε πρόθεση για τη διάπραξη του ατομικού συμφέροντος εις βάρος του συλλογικού. Η επικούρεια "Ηδονή" που επιτυγχάνεται μέσω της φρόνησης, επιτελεί έναν απόλυτα καθοριστικό ρόλο. 

Ύψιστη "Ηδονή" για τον Επίκουρο είναι η εκείνη η  κατάσταση  ευδαιμονίας, κατά την οποία ο άνθρωπος έχει ανέλθει σε ένα ανώτερο ποιοτικό επίπεδο στο οποίο όχι μόνο δεν βιώνει κάποια μορφή πόνου έχοντας πετύχει την  ψυχική αταραξία, αλλά δεν έχει πλέον ανάγκη ούτε τη βίωση των καταστηματικών ηδονών, όπως τη χαρά και την ευφροσύνη. Γιατί συμβαίνει αυτό; Επειδή μέσω της φρόνησης έχει καταφέρει τόσο οι αισθήσεις και όσο και οι απολαύσεις της καθημερινότητας να μην ενδιαφέρουν καθόλου τον επικούρειο. Με απλά λόγια, έχει καταφέρει να φέρει σε τέτοια ισορροπία την κίνηση του νου σε σχέση με τον αισθητό κόσμο, που πραγματικά νους και κόσμος της ανάγκης συμφύρονται και συμπλέκονται ως μια ενιαία ενέργεια σύζευξης του Εγώ με τον Κόσμο. Ο κόσμος καθίσταται ατομικός, επειδή το Εγώ μετέχει της κοινότητας του κόσμου, δεν υπάρχει πλέον ως ατομικότητα. Έτσι ο θάνατος είναι κάτι το ανύπαρκτο, μη ον, εφόσον το "να μη ζει" κανείς είναι πέρα και πάνω από την αντίληψή μας και τη συνείδησή μας. Το να είναι κανείς ένα "τίποτα", μια μη ύπαρξη, δεν αφορά τη συνείδησή μας. Κάθε μας ελπίδα για "ζωή μετά θάνατον", είναι μια ψεύτικη προβολή που κάνει μόνο εκείνος ο άνθρωπος που δεν έχει μάθει να ισορροπεί μέσω της φρόνησης και έχει συνηθίσει να λειτουργεί ως υποδοχέας των εντυπώσεων που μας αφήνουν οι αισθήσεις. Εκείνος ο άνθρωπος  που δεν έχει εργαστεί μέσω της φιλοσοφίας με απώτερο σκοπό την εξάλειψη κάθε ανάγκης για χορτασμό των αισθήσεων και παραδίδεται στις άλογες παρορμήσεις και τις απολαύσεις είναι αδύνατον να επέλθει πάνω του η μακάρια κατάσταση της ηδονής Ο άνθρωπος έτσι βιώνει την  ενότητα του εξωτερικού κόσμου  μέσα του ως  άφατη εσωτερική "Ηδονή" ένωσης και εκπλήρωσης του σκοπού για τον οποίο υπάρχει.    

β. Ο Επίκουρος απέρριψε από τη φιλοσοφία του κάθε μεταφυσική για τον θάνατο, κάθε πίστη σε αθανασία της ψυχής, κάθε φόβο και  μοιρολατρία. Και αυτό για έναν πολύ σημαντικό λόγο. Η  "Ηδονή", ως ύψιστη κατάσταση ευδαιμονίας, αποτελεί και μια κατάσταση απόλυτης ελευθερίας του ανθρώπου. Όλη η ζωή του ανθρώπου δεν κρίνεται στη βάση του φόβου απέναντι στον θάνατο. Κυρίως, ας το προσέξουμε, δεν κρίνεται στην ελπίδα κάποιας άλλης μεταθανάτιας ζωής στην οποία θα αμειφθεί ή θα τιμωρηθεί κανείς. Πώς είναι δυνατόν, να υποβιβάσουμε τον τωρινό μας βίο και να τον θυσιάσουμε για έναν άλλο μεταθανάτιο μελλοντικό βίο; Κάθε τέτοια πρόθεση και θεώρηση του ανθρώπου ακυρώνει  a priori την αξία τούτης της ζωής και την καθιστά μια ανελεύθερη ζωή φόβου, προκαταλήψεων, δειλίας και νωχελικότητας. Ο άνθρωπος που "πουλά όσο όσο" κάθε  διάθεση για ζωή σε τούτον τον κόσμο προσαρμόζοντάς την σε κάποια μετά θάνατον ζωή,  δεν μπορεί να καταστεί αληθινός και υπεύθυνος ενεργός πολίτης σε μια εγκόσμια πολιτεία συγκρότησης μιας φιλικής συμμετοχικής κοινότητας, στην οποία θα αποφασίζει ο ίδιος και οι "φίλοι" και συνάνθρωποί του τόσο για το θεσπισμένο  δίκαιο της πόλης του όσο και για την αυτονομία της κοινότητάς του. Η πιο σημαντική πολιτική παρακαταθήκη που μας προσφέρει ο Επίκουρος είναι η θεώρησή του για τον πραγματικό οικολογικό κοινοτισμό και τη συγκρότηση ενός ελεύθερου σκεπτόμενου ανθρώπου, ο οποίος αποφασίζει και νομοθετεί για την κοινότητά του όχι με βάση μια έξωθεν μεταφυσικού χαρακτήρα πηγή προέλευσης των νόμων (ιερές γραφές και θεός), αλλά ο ίδιος μαζί με τους συμπολίτες του αποφασίζει για το μέλλον της πατρίδας του.

Συσχετισμός πρόσληψης του θανάτου σε Πλάτωνα και Επίκουρο

Ο Πλάτων στον διάλογο Φίληβο παρουσιάζει τον αγαθό βίο, τον βίο της ευδαιμονίας, ως τη μείξη φρόνησης και ηδονής, κάτι που μας θυμίζει, κατά παράξενο τρόπο, πολύ τις έννοιες αυτές και στον Επίκουρο. Η πλατωνική φρόνηση, ως νους, υπάγεται στην έννοια του πέρατος. "Πέρας" εδώ νοούνται τα όρια μέσα στα οποία μπορεί να υπάρξει μια δράση, μια νοητική ενέργεια, ή μια Ιδέα ως εγκόσμια μορφή. Η πλατωνική "Ηδονή" υπάγεται στην έννοια του απείρου. Το "άπειρο" είναι η ανοριακή διαρκής ανάπτυξη των τριών ανωτέρω μέσα στον κόσμο της εμπειρίας και των αισθήσεων. Το πέρας είναι αυτό που θέτει τα όρια στο άπειρο και, αντίστοιχα, ο νους, η φρόνηση δηλαδή, είναι αυτή η οποία καθορίζει τα όρια στα οποία θα περατωθεί και θα εδραιωθεί η Ηδονή. Οι ομοιότητες μεταξύ των δύο φιλοσόφων είναι πολλές. Και οι δύο φιλόσοφοι θεωρούν τον νου ή τη φρόνηση σημαντικό παράγοντα για την επίτευξη της ηδονής. Οι δύο αυτές έννοιες καθορίζουν τον αγαθό ή ευδαίμονα βίο. Όπως στον Πλάτωνα ο κόσμος της μεταβολής είναι εύτακτο, αρμονικό και έμμετρο αποτέλεσμα της μείξης του πέρατος με το άπειρο, έτσι και στον Επίκουρο η εναρμόνιση του νου (υπαγόμενου στο πέρας) με τις καταστηματικές και κινητικές ηδονές (υπαγόμενες στο άπειρο) συμβάλλουν στην επίτευξη της ευδαιμονικής κατάστασης της υπερβατικής ηδονής. Οπότε, συγκεφαλαιώνοντας, ο πλατωνικός αγαθός βίος της θέασης της Ιδέας είναι το αποκορύφωμα της πλατωνικής φιλοσοφίας, ενώ η υπερβατική ύψιστη "Ηδονή" (όχι οι καταστηματικές και κινητικές ηδονές) είναι ο τέλειος βίος για τον Επίκουρο. Και στους δύο βίους κυριαρχεί το μέτρο, η σύνεση, οι αρετές και η φιλοσοφική εγρήγορση.

Είδαμε, λοιπόν, μια παράλληλη και παρόμοια ανάπτυξη της πρόσληψης του θανάτου από τους δύο φιλοσόφους και ταυτόχρονα δύο πρότυπες προτάσεις αγαθού βίου που σχεδόν ταυτίζονται ως προς τη σύλληψη επί του πρακτέου. Οι διαφορές μεταξύ των δύο φιλοσόφων παρουσιάζονται σε άλλα επίπεδα που σχετίζονται με την μεταφυσική ή την ανυπαρξία της. Στον  ψευδοπλατωνικό διάλογο "Αξίοχο", ο οποίος δεν είναι γραμμένος από τον Πλάτωνα γίνεται μια προσπάθεια υποστήριξης του σωκρατικού επιχειρήματος της αθανασίας της ψυχής και της αξίας του θανάτου χωρίς να διαφανεί μια ολοκληρωμένη διαλεκτική επιχειρηματολογία που να αναδεικνύει το μεγαλείο της πλατωνικής μελέτης του θανάτου. Ταυτόχρονα, το ίδιο επιχειρείται και για το επικούρειο επιχείρημα με σκοπό τον υποβιβασμό της επικούρειας πρόσληψης του θανάτου. Εκεί διαπιστώνουμε την απόρριψη από τον Αξίοχο ως μωρολογία του επικούρειου επιχειρήματος ότι "ο θάνατος δεν υπάρχει όσο υπάρχουμε και ο θάνατος όταν έρθει δεν υπάρχουμε εμείς". Όπως ειπώθηκε και παραπάνω, ήταν πολύ λογικό ο Αξίοχος να αποδεχτεί το σωκρατικό επιχείρημα, εφόσον η αθανασία της ζωής για τον Αξίοχο προσλαμβανόταν στη βάση του γεγονότος ότι ο Αξίοχος παρέμενε φιλόδοξος, εμπαθής και έτρεφε αγάπη για τον αισθητό βίο. Η μελλοντική ζωή για τον Αξίοχο προσλάμβανε μια συνέχεια του τωρινού βίου ο οποίος δεν είχε καμιά σχέση με την άσκηση της αρετής και την επικούρεια "Ηδονή" ως ύψιστη ευδαιμονία. 

Για την πλατωνική φιλοσοφία, η ενθαδική ζωή δεν παραμερίζεται ή υποβαθμίζεται προκειμένου να κερδίσει ο ενάρετος κάποια μελλοντική ζωή, αλλά για να αντικρίσει την άυλη και ασώματη Ιδέα, πέρα και πάνω από τις αισθήσεις. Όπως ακριβώς και ο Επίκουρος βιώνει αυτήν την κατάσταση της ύψιστης ευδαιμονίας με την "Ηδονή", κατά τον ίδιο τρόπο και ο Πλάτων πετυχαίνει να βιώνει εδώ μέσα σε τούτη η ζωή τον ανάλογο αγαθό βίο. Μπορεί εύκολα κανείς βέβαια να διαπιστώσει την μεγάλη διαφορά που έχουν οι δύο φιλόσοφοι στην αιτία δόμησης των φιλοσοφιών τους και στις γνωσιολογικές ή τις οντολογικές τους αποτυπώσεις. Το ζήτημα όμως που μας ενδιαφέρει περισσότερο είναι το πρακτικό αποτέλεσμα, η πρακτική θεώρησή τους για τη ζωή, που ουσιαστικά υπάρχει σύγκλιση. Η ειδοποιός διαφορά των δύο φιλοσόφων είναι στη σύλληψη της εκκίνησης της φιλοσοφίας τους. Ο Πλάτων μας λέει ότι η αιτία ύπαρξης της "ηδονής" είναι ο νους, ο οποίος υπάγεται στο "πέρας", το οποίο είναι μια θεία αρχή από την οποία όλα τα όντα λαμβάνουν την "ύπαρξη". Ο νους, μας λέει ο Πλάτων, είναι δημιούργημα της μείξης πέρατος και απείρου, ενώ ταυτόχρονα κάνει κάτι που κανένας φιλόσοφος δεν έκανε ως τώρα. Μας παραθέτει ως ένα από τα τέσσερα γένη στον Φίληβο (23c-31a) που αποτελεί την Αιτία των μείξεων. Αν δεν υπήρχε ο νους και η αιτία του (Αιτία μείξεων) δε θα υπήρχε ο κόσμος όπως τον γνωρίζουμε, ο ορατός κόσμος των μορφών, δεν μιλάμε για την ύλη. Η ύλη είναι από τη φύση της κάτι απείρως εύπλαστο και μεταβλητό για αυτό και θεωρείται το "άπειρο", ενώ οι μορφές που "παράγονται" μέσα στην ύλη από τις Ιδέες προέρχονται από το πέρας (αυτό που μορφοποιεί τα όντα). Ο Επίκουρος, όπως και ο Πλάτων, θεωρεί τη φρόνηση, τον νου, ως κάτι ανώτερο της ηδονής, χωρίς τον οποίο δε θα ήταν δυνατή η επίτευξη της επικούρειας Ηδονής. Για αυτό το ζήτημα της υπεροχής της φρόνησης ως νου ο Επίκουρος δεν μίλησε καθόλου.  

Ο Πλάτων, λοιπόν, έθεσε την αιτία της ύπαρξης του νου ως αποτέλεσμα της μείξης πέρατος -απείρου και εκεί υπάγει όχι μόνο τη φύση του νου, αλλά και την αιτία ύπαρξης κάθε έμμορφου κόσμου. Η έννοια της πρόσληψης του θανάτου στον Πλάτωνα λαμβάνει υπόψιν την δούλεψη πάνω στην  Ιδέα προκειμένου να συλλάβει τη  αιτία της νόησης, της σκέψης και της σχέσης της με τις μορφές και την  ύλη, γιατί για τον Πλάτωνα οι δύο τελευταίες αποτελούν παρεπόμενα της αθέατης δράσης κοσμικών αιτιών που ίσως αγνοούμε. Και μόνο η ύπαρξη αναρίθμητων κόσμων με την  διαδοχική εναλλαγή εξαφάνισης των προηγούμενων (θάνατος μορφών) και εμφάνισης των επόμενων (γέννηση μορφών) πρέπει να μας βάζει σε προβληματισμό προκειμένου να μην αναπτύσσουμε απόλυτες και δογματικές βεβαιωμένες κρίσεις για τον θάνατο, όπως ακριβώς κάνουν και οι θρησκείες. Και οι θρησκείες με τα είδωλά τους έχουν παντοίων μορφών θεούς. Τέτοιοι "θεοί" μπορεί να είναι κάθε θρησκευτικός "-ισμός" ως μεταφυσικά συστήματα, ή και το αντίστροφο,  κάθε αθεϊσμός που κατασκευάζει τα δικά του είδωλα ως θεούς στη θέση των κατ΄ουσίαν θεών (ύλη, άτομα, κενό κλπ).