ΕΤΙΚΕΤΕΣ

ΧΕΓΚΕΛ - Η ΚΡΥΜΜΕΝΗ ΑΛΗΘΙΝΗ ΔΟΜΗ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΜΕΣΑ ΣΤΑ ΦΑΙΝΟΜΕΝΑ

 


Του Μιχαλόπουλου Αθανάσιου


Η εγελιανή διαλεκτική ως φιλοσοφικό σύστημα αποτελεί μια κάτοψη του συνόλου των φιλοσοφικών συστημάτων εμπερικλείοντας τις αλήθειες εν σπέρματι όλων των προηγούμενων φιλοσοφιών. Ο Χέγκελ αποτελεί ουσιαστικά έναν νεωτερικό Πρόκλο, γιατί ανέπτυξε καθαρά φιλοσοφικά τόσο τον τρόπο που εκδηλώνεται η πολλαπλότητα του Ενός-Όντος στο αισθητό πεδίο όσο και τον τρόπο που πραγματοποιείται η επιστροφή των όντων στη θεμελιακή πηγή τους, στο ΕΝ ΟΝ. Η λογική του Χέγκελ συλλαμβάνει την αλήθεια του όντος κατά την κίνησή του τόσο στην αρνητική όσο και στη θετική του κατάσταση αποκαλύπτοντας τη δομή του σύμπαντος, κάθε σύμπαντος, όχι απλά στην αλλαγή των μορφών, αλλά στην αληθινή του ουσία. Αφορμή για να κατανοήσουμε τη διαλεκτική του Χέγκελ θα σταθεί η πρόσληψη του υποκειμένου και του αντικειμένου στην κατ΄αίσθηση βεβαιότητα και την αντίληψη στη φαινομενολογία του πνεύματος.

Όπως και η πλατωνική συντακτική διαλεκτική δεν μετέρχεται την τυπική λογική για να υπηρετήσει τη διαλεκτική κίνηση του πνεύματος, της Ιδέας ως αμετάβλητου και αιώνιου όντος, έτσι και η εγελιανή πράττει ανάλογα. Η εγελιανή Ιδέα είναι στο βάθρο της καθολικής θέασης, στην αρχή και στο τέλος της πορείας. Είναι η πορεία που διανύει το πνεύμα μέσα στον κόσμο επιστρέφοντας κάθε φορά στον εαυτό του. Μετά από ένα μεγάλο ταξίδι που έκανε ο πλατωνικός διαλεκτικός στοχασμός από την κλασική εποχή μέσα στην πορεία της σκέψης επανέρχεται θριαμβευτικά στα φιλοσοφικά συστήματα του Πρόκλου στην ύστερη αρχαιότητα και του Χέγκελ στη νεότερη και σύγχρονη εποχή. 

Πολλοί κάνουν την απόπειρα να προσεγγίσουν το εγελιανό σύστημα αποκομμένο από την πλατωνική και, κυρίως, τη νεοπλατωνική μήτρα που το στήριξε εντάσσοντάς το σε μια διαφορετική παράδοση. Μάλλον δεν έχουν κατανοήσει ότι η φιλοσοφία είναι ενιαία. Δεν θα μπορέσει κανείς να συλλάβει την ουσία των πραγμάτων, αν απομονώσει την νεότερη φιλοσοφία από την αρχαία ή το αντίστροφο. Κάθε φιλοσοφικό σύστημα είναι αποσπασματικός αρμός ολόκληρου του φιλοσοφικού ψηφιδωτού του πνεύματος που αναπτύσσεται ως καθαρή θεωρία της καθολικής δομής της σκέψης. Ο πλατωνικός στοχασμός, λοιπόν, αναδύθηκε στους νέους χρόνους μέσα από τον Χέγκελ αναβαθμισμένος και προσδιορισμένος στις νέες συνθήκες χωρίς να απωλέσει το θεμέλιο που τον στηρίζει.

Ο Χέγκελ, βέβαια, δεν ανέπτυξε κάτι εντελώς νέο στη φιλοσοφία, αλλά συγκρότησε ένα φιλοσοφικό σύστημα που αναλύει τη νεοπλατωνική θεο-οντολογική παράδοση (συγκεκριμένα του Πρόκλου) στη βάση μιας έλλογης σύνταξης των μεταφυσικών δομών μέσα από τη διαλεκτική διαδικαστική και δηλωτική πορεία που διαγράφει το ίδιο το Είναι. 

Ας αναφερθούμε στις διαφορές που έχουν μεταξύ τους η παραδοσιακή λογική και η διαλεκτική λογική, και ιδιαίτερα του Χέγκελ. Στην παραδοσιακή λογική οι προτάσεις αποτελούνται από ένα αμετάβλητο σταθερό υποκείμενο και ένα κατηγορούμενο που προσκολλάται σε αυτό.  Αντίθετα, στη διαλεκτική λογική του Χέγκελ και συγκεκριμένα στη θεωρησιακή φιλοσοφία, δε συναντάμε ένα αμετάβλητο και παθητικό υποκείμενο. Στη θεωρησιακή κρίση της διαλεκτικής λογικής το υποκείμενο μεταβάλλεται στα κατηγορούμενά του, δηλαδή το κατηγορούμενο αποτελεί διάφορες μορφές ύπαρξης του υποκειμένου. Οπότε είναι δυνατόν πότε το υποκείμενο να μεταβάλλεται σε κατηγορούμενο και πότε το κατηγορούμενο σε υποκείμενο. Για παράδειγμα, έστω ότι έχουμε την πρόταση "ο Θεός είναι το Είναι". Με μια πρώτη ματιά θεωρούμε ότι το υποκείμενο είναι ο "Θεός", αλλά ως θεωρησιακή κρίση στη διαλεκτική φιλοσοφία υποκείμενο μπορεί να είναι το "Είναι" (η ύπαρξη) και κατηγορούμενο ο "θεός". Κάλλιστα μπορούν και οι δύο όροι να είναι ταυτόχρονα και τα δύο. Ενώ στην παραδοσιακή λογική υπάρχει μια σαφή διάκριση του υποκειμένου από το κατηγορούμενο, στην θεωρησιακή (ή θεωρική)  κρίση η φύση της πρότασης καταστρέφεται. Η αλήθεια, δηλαδή, στη διαλεκτική του Χέγκελ δε συλλαμβάνεται στην πρόταση, όπως ίσχυε στην παραδοσιακή λογική, αλλά στο δυναμικό σύστημα των θεωρησιακών κρίσεων, στο οποίο το νόημα μιας κρίσης αίρεται από μια άλλη στη βάση της ίδιας της εξελικτικής αλληλοδιαδοχής μεταξύ των κρίσεων.

Ο Χέγκελ συλλαμβάνει αυτή τη μεταβλητότητα του υποκειμένου και τη μεταστροφή του σε κατηγορούμενο ή και το αντίστροφο στην κατ΄αίσθηση βεβαιότητα και στην αντίληψη. Ας δούμε πώς προσλαμβάνει τη διαλεκτική του θεώρηση. 

Στην κατ΄αίσθηση βεβαιότητα ο Χέγκελ μετέρχεται τη λειτουργία του χρόνου και του χώρου ως Τώρα και Εδώ αντίστοιχα. Έστω ότι είναι 10 το πρωί και βλέπω ως αντικείμενο μπροστά μου ένα δέντρο μέσα στο πάρκο μιας πόλης. Η εικόνα του συγκεκριμένου δέντρου αποτυπώνεται στο βλέμμα μου όπως φαίνεται να είναι με το φως της ημέρας μέσα στο πάρκο μαζί με κάποια γραφικά κτίρια και μια λίμνη. Κάθε φορά που στρέφω αλλού το πρόσωπό μου ήδη έχει καταγραφεί στην εντύπωσή μου ως παρελθόν μια "εδώ και τώρα" εικόνα του δέντρου. Τέτοιες εσωτερικές εικόνες "εδώ και τώρα" του δέντρου θα υπάρξουν άπειρες, καθώς έχω τη δυνατότητα να "βλέπω" το δέντρο και άλλες στιγμές της ημέρας (μεσημέρι, απόγευμα, βράδυ, νύχτα) αλλά και σε άλλες καταστάσεις των χωρικών συνθηκών κάτω από τις οποίες το εντάσσω κάθε φορά μέσα στις εσωτερικές εικόνες. Αρχικά στο πρώτο βλέμμα στην κατ΄αίσθηση βεβαιότητα μου δίνεται η άμεση εντύπωση ότι το δέντρο είναι το "εδώ και τώρα" που προσέλαβα. Όμως η πραγματική διάσταση του δέντρου δεν βρίσκεται σε αυτή την πρώτη φορά. Το αντικείμενο "δέντρο" δεν είναι πλέον αυτό εκεί που υπάρχει στον συγκεκριμένο χώρο μια δεδομένη στιγμή. Ήδη το "αντικείμενο" έχει μετατοπιστεί από το ίδιο το δέντρο στο σύνολο των "εδώ και τώρα" που έχω συλλέξει εσωτερικά μέσα μου για αυτό. Το σύνολο όλων αυτών των "εδώ και τώρα", των αναρίθμητων εικόνων μέσω των οποίων το έχω συλλάβει μέσα μου αποτελεί το καθολικό, το οποίο μου φανερώνει την πορεία των μορφών και των μεταβολών που επήλθαν στο "δέντρο" αναδρομικά. Είναι το σύνολο των μορφών που ελάμβανε το δέντρο από τη φύτρα με τις ρίζες του μέχρι και την πιθανή αποξήρανσή του ή την καταστροφή του. Η ουσία του αντικείμενου "δέντρο" τελικά όχι μόνο δεν ήταν  τα "εδώ και τώρα" του ως καθολικά,  αλλά ούτε και τα επιπρόσθετα  στοιχεία που μαρτυρούσαν το σύνολο των κινήσεων και των μορφών που θα έπαιρνε το δέντρο. Η ουσία του είναι ασύλληπτη για την κατ΄αίσθηση βεβαιότητα. Οι καθ΄εαυτού αισθήσεις από μόνες τους δεν μπορούν να συλλάβουν την αλήθεια για το δέντρο. Η αλήθεια και η ουσία του δέντρου δεν βρίσκονταν σε καμιά φαινομενική του μορφή και μεταβολή κατά το πέρας του χρόνου και του χώρου, αλλά στο σύνολο των διαδικασιών, των νόμων και των αιτιών εξαιτίας των οποίων εμφανίστηκε στον κόσμο των μορφών το φαινόμενο "δέντρο". Ταυτόχρονα, κάθε φορά που προσπαθούσα να συλλάβω στο δέντρο το καθολικό των "εδώ και τώρα", όλων των χωροχρονικών στιγμών, δράσεων και εικόνων του όντος "δέντρο", το Εγώ, το υποκείμενο δηλαδή, είχε καταστεί κάτι το επουσιώδες, το "υποκείμενο" είχε απορροφηθεί μέσα στο "είναι" του δέντρου. Παράλληλα, με όλα αυτά που συνέλαβε το δικό μου Εγώ, υπάρχουν άπειρα άλλα Εγώ (συνάνθρωποί μου) που καθορίζουν τα δικά τους αποβλεπτικά "εδώ και τώρα" ως καθολικά. Ας σκεφτούμε, λοιπόν, ότι το αληθινό καθολικό του όντος "δέντρου" δεν είναι κάποιο "εδώ και τώρα" του δέντρου, ούτε καν το δικό μου επιμέρους καθολικό των "εδώ και τώρα", αλλά το σύνολο των καθολικών "εδώ και τώρα" όλων των υποκειμένων ως μετατοπισμένα "είναι" του δέντρου. Ξεκάθαρα, μπροστά μας δεν μιλάμε για το αντικείμενο "δέντρο", αλλά για το φαινόμενο "δέντρο". Δηλαδή συλλαμβάνουμε μια δυναμική θεώρηση του "δέντρου" στην οποία υπεισέρχονται όχι μόνο τα καθολικά όλων των ανθρώπων, αλλά και το σύνολο των επιστημών που δομούν τα δικά τους καθολικά "εδώ και τώρα".

Παραπάνω διαπιστώσαμε την κατάρρευση του αφελούς ρεαλισμού και το απατηλό της κατ΄αίσθηση βεβαιότητας, η οποία μπορεί να συλλάβει ως αλήθεια μόνο ένα "εδώ και τώρα", μόνο τη μορφή ενός φαινομένου σε μια δεδομένη στιγμή και σε έναν δεδομένο χώρο. Το δέντρο ήταν όπως ήταν εκείνο το πρωινό στις 10, μια εικόνα δηλαδή. Στην αντίληψη, αντίθετα, το υποκείμενο δεν εργάζεται με βάση τον χώρο και τον χρόνο, αλλά με βάση τα χαρακτηριστικά και τις ιδιότητες που έχει το ον "δέντρο". Είναι σημαντικό να πούμε ότι κατά την αντίληψη η ενέργεια του υποκείμενου, όπως και στην κατ΄αίσθηση βεβαιότητα, μετατοπίζεται στο "είναι" του δέντρου, περνά σε δεύτερη μοίρα. 

Η αντίληψη συλλαμβάνει στην "εικόνα του δέντρου" τα χρώματα του κορμού και των φύλλων του, το ύψος του, τους καρπούς που φύονται πάνω του, την μυρωδιά του κλπ. Όλα αυτά τα χαρακτηριστικά και οι ιδιότητες που καταμαρτυρούνται στο δέντρο κομίζουν καθολικότητα, δηλαδή είναι κοινές και σε άλλα όντα (ίδιο ύψος ή ίδιο χρώμα δέντρου με ένα σπίτι,  το χρώμα των φύλλων κλπ). Παράλληλα οι ιδιότητες που προσδίδονται στο δέντρο δεν είναι αυθαίρετες και ανταλλάξιμες, αλλά τελούν ως άρνηση άλλων ιδιοτήτων. Δηλαδή συστήνουν μια ταυτότητα του δέντρου μέσω της διαφορετικότητάς τους σε σχέση με άλλες ιδιότητες. Όλες οι ιδιότητες και τα χαρακτηριστικά που αποδίδονται στο δέντρο συγκροτούν μια υπαρκτική σχέση εμφάνισης του δέντρου, χωρίς να δύνανται να εξαντλήσουν τη "δύναμη" του διαρκούς συσχετισμού που επισυμβαίνει μεταξύ των σχέσεων που συνιστούν οι ιδιότητες και τα χαρακτηριστικά, μας λέει ο Χέγκελ. Η αντίληψη, όπως και η κατ΄αίσθηση βεβαιότητα, δρέπουν την αλήθεια από το αντικείμενο. Όμως και στην κατ΄αίσθηση βεβαιότητα, στην αντίληψη το υποκείμενο είναι αυτό που συνιστά την αντικειμενικότητα του πράγματος, του "δέντρου", θεωρώντας το "δέντρο" ως τη συνύπαρξη των χαρακτηριστικών και των ιδιοτήτων του. Η αντίληψη, έτσι, προσπαθώντας να καθορίσει την ουσία του πράγματος υποπίπτει σε μια σειρά αντιφάσεων. Το "δέντρο" είναι ενότητα, και ταυτόχρονα, πολλαπλότητα. Η αντίφαση δεν αποτρέπεται με το να αποδίδουμε τις δύο πλευρές στον καθένα από τους δύο παράγοντες της αντίληψης, έτσι ώστε η ενότητα να συνδέεται με το υποκείμενο και η πολλαπλότητα με το αντικείμενο. Η ενότητα του πράγματος σχηματίζεται από τη σχέση του με τα άλλα πράγματα και η ουσία του σαν πράγμα (πχ δέντρο) συνίσταται σε αυτήν τη σχέση ως καθ΄εαυτού ενότητα και διαφορά. Το καθολικό ως το αληθινό περιεχόμενο της γνώσης, στην εγελιανή διαλεκτική, ορίζεται από αυτή τη σχέση ταυτότητας και διαφοράς σε σχέση με τα άλλα πράγματα, και όχι στο ίδιο το πράγμα. Το πράγμα, όπως το δέντρο στην περίπτωσή μας, αποκτά ταυτότητα και γίνεται ο εαυτός του διαμέσου της αντίθεσής του προς τα άλλα πράγματα, δηλαδή η ουσία του συνάγεται από τις αυτοκαθιδρυόμενες σχέσεις με τα άλλα πράγματα. Κάτι τέτοιο είναι αδύνατο να επιτευχθεί με την αντίληψη. Είναι έργο της εννοιακής νόησης.

Κάθε φορά που η αντίληψη αποπειράται να συλλάβει το πραγματικό περιεχόμενο του αντικειμένου της το πράγμα συστήνεται ως μια αυτοσυγκροτούμενη ενότητα σε μια ποικιλία σχέσεων με άλλα πράγματα. Το "δέντρο" είναι αδύνατο να "υπάρχει" ως κάτι ανεξάρτητο από τα άλλα πράγματα, υπάρχει  μόνο μέσα από τη συνύπαρξη με άλλα πράγματα και τις σχέσεις με αυτά που προκαθορίζουν και επικαθορίζουν την εμφάνισή του και την δυναμικότητά του. Για παράδειγμα, ποια ύπαρξη μπορεί να έχει το "δέντρο" χωρίς την παρουσία και την κατάλληλη σύσταση του χώματος ή την ύπαρξη του μείγματος αερίων που συμβάλλουν στην ανάπτυξή του (οξυγόνο και άζωτο); 

Το ζήτημα για εμάς όμως είναι η ουσία του πράγματος, κάθε πράγματος, η οποία βρίσκεται στην υπέρβαση των αισθητών ιδιοτήτων των πραγμάτων. Το "πραγματικό" βρίσκεται πέρα και πίσω από αυτές τις ιδιότητες. Είναι η ίδια η δύναμη, δηλαδή η δυναμική εξελικτική διαδικαστική πορεία που λαμβάνει χώρα στο "πράγμα" που καθίσταται ουσία των πραγμάτων. Η ουσία των πραγμάτων είναι η δύναμη και ο τρόπος ύπαρξης των πραγμάτων μέσα από αυτήν την ουσία αποκαλύπτεται ως φαινομενικότητα. Και γιατί μας αποκαλύπτεται ως φαινομενικότητα; Επειδή κάθε "είναι", κάθε χωροχρονική ταυτότητα της ύπαρξης του πράγματος στον αισθητό κόσμο "εξαφανίζεται και γίνεται "μη είναι". Η φαινομενικότητα συνίσταται στην άπειρη εναλλαγή του είναι με το μη είναι. Στη στιγμιαία φανέρωση του πράγματος, ως φαινομενικότητας, αποκαλύπτεται μόνο η αποσπασματική και επιτελεστική κίνηση της δύναμης του πράγματος που συγκροτεί την ύπαρξή του. Η ύπαρξη του πράγματος διαφέρει από την ουσία του. Η ουσία του συνιστά κάτι ανώτερο σε σχέση με την ύπαρξη του πράγματος. Αυτό που φαίνεται δεν είναι μια απλή φαινομενικότητα, αλλά η έκφραση μιας ουσίας που υπάρχει μόνο ως φαινόμενο. Η συνειδητοποίηση ότι η δύναμη είναι η ουσία των πραγμάτων, βέβαια, μας προσφέρει τη δυνατότητα να διεισδύσουμε σε ένα άλλο βασίλειο, πέρα από το βασίλειο της μεταβλητότητας, της εμφάνειας (φαινομενικότητας), στο βασίλειο του υπεραισθητού κόσμου. 

Όταν λαμβάνουμε την ουσία των πραγμάτων, στον Χέγκελ ως μια δυναμική θεώρηση των σχέσεων που πραγματώνονται στα φαινόμενα, ως η εγελιανή "δύναμη", ο αντικειμενικός κόσμος καταρρέει και διαλύεται. Η ανακάλυψη του βασιλείου της ουσίας των πραγμάτων, που, σίγουρα, βρίσκεται πίσω από τα φαινόμενα είναι ακόμα μια ατελής φανέρωση του Λόγου, διότι η συνείδηση συλλαμβάνει την αλήθεια υπό μορφή αντικειμένου, κάτι αντίθετο και ξένο προς το υποκείμενο, ως κάτι εξωτερικό σε σχέση με το υποκείμενο. Όταν το υποκείμενο ανακαλύπτει την ουσία των πραγμάτων αυτόματα οδηγείται στη μετάβαση από τη συνείδηση στην αυτοσυνείδηση. Μέσα από το βασίλειο της ουσίας του εσωτερικού κόσμου των πραγμάτων, το υποκείμενο συνειδητοποιεί όχι μόνο την εξωτερική ουσία που έχουν τα πράγματα, αλλά και την συνείδηση της συνείδησής του, την αυτοσυνειδησία του. Τότε το υποκείμενο συμμαζεύει και ενοποιεί όλα τα αρνητικά καθολικά της ουσίας που κρύβονται ως αιτιακοί λόγοι πίσω από τη δυναμική  των φαινομένων και συγκροτεί την Έννοια, η οποία είναι το ύψιστο υποκείμενο, η σύλληψη δηλαδή του ίδιου του υποκειμένου μαζί με τα ουσιώδη αντικείμενα των αιτιακών λόγων που σοβούν ως υπαρκτικά φαινόμενα. Με την συγκρότηση του υποκειμένου της Έννοιας μεταπηδούμε σε έναν άλλο κόσμο, τον υπεραισθητό, στον οποίο δεν υπάρχει κάποια διάκριση υποκειμένου και αντικειμένου, γιατί καθώς η νόηση αναζητά την ουσία των πραγμάτων πίσω από την εμφάνειά τους, τότε το μόνο που βρίσκει είναι τον εαυτό της, που δεν είναι άλλος από την αποκεκαλυμμένη Ιδέα.

Το φιλοσοφικό σύστημα του Χέγκελ είναι ξεκάθαρα δομημένο με βάση το διαλεκτικό σύστημα διαπραγμάτευσης των Ιδεών του νεοπλατωνικού Πρόκλου σε βάση καθαρά φιλοσοφική. Όπως μας παραδίδει και ο Πρόκλος στο έργο του εις τον  Παρμενίδην Πλάτωνος, υπάρχουν τέσσερις κύριες οντολογικές διαστάσεις νοητής κύλισης των Ιδεών. Έχουμε την περίπτωση μιας ιδέας που αναπτύσσεται μέσα σε πολλά "οντικά" φαινόμενα ή ατομικά πράγματα ξεχωριστά. Υπάρχουν πολλές ιδέες διαφορετικές μεταξύ τους οι οποίες περιέχονται σε μια άλλη εξωτερική ιδέα. Έχουμε ιδέες, μας λέει ο Πρόκλος, οι οποίες βρίσκονται μέσα σε πολλές ολότητες και συνάπτονται σε μια ενότητα. Επίσης έχουμε πολλές άλλες ιδέες που είναι εξατομικευμένες και διακριτές. Στον Χέγκελ οι πρόκλειες ιδέες αναπτύσσονται στην επιστήμη της λογικής, στη θεωρία της ουσίας με τη διάκριση υποκειμένου και αντικειμένου και την εναλλαγή τους στον καθορισμό του συνόλου των καθολικών.

Ενώ ο Πρόκλος, ως άλλος Έγελος της ύστερης αρχαιότητας, δομεί το διαλεκτικό του σύστημα ξεκινώντας από το υπερούσιο ΕΝ, δηλαδή τις ΕΝΑΔΕΣ, οι οποίες "δημιουργούν" τις Ιδέες ως ΕΝ ΟΝΤΑ, ο Χέγκελ ξεκινά ένα επίπεδο παρακάτω, από το παρμενίδειο ΕΝ ΟΝ, που είναι το σύνολο των Ιδεών εξαιτίας των οποίων εκδηλώνεται συνεχώς ο κόσμος, ορατός ή αόρατος, νοητός ή αισθητός. Ενώ πάλι ο Πρόκλος αναλύει περισσότερο τη δόμηση του νοητού κόσμου με βάση τις λειτουργίες που επιτελούν οι θείες Ενάδες με ολόκληρη την οντική σειρά τους (άγγελοι δαίμονες, ήρωες), ο Χέγκελ αναπτύσσει και σκιαγραφεί, καθαρά φιλοσοφικά, αναλυτικά και μεθοδικά τον τρόπο εκδήλωσης του πνεύματος μέσα στον κόσμο, δηλαδή την καθοδική και ανοδική πορεία που διανύει η σκέψη μέσα στον κόσμο προκειμένου να συλλάβει την αλήθεια που κρύβεται πίσω από τα φαινόμενα, που δεν είναι άλλη από την ίδια της την ουσία, την ύψιστη νόηση, το Απόλυτο πνεύμα. 

Εν κατακλείδι, πριν κλείσουμε ένα τέτοιο τεράστιο κεφάλαιο στην εγελιανή διαλεκτική λογική,  είναι κεφαλαιώδους σημασίας να μιλήσουμε για τη διάκριση δύο όρων, της θεο-οντολογίας και της γνωσιο-οντολογίας, οι οποίοι αποτυπώνουν τα δύο διαλεκτικά συστήματα του Πρόκλου και του Χέγκελ αντίστοιχα. Ο Χέγκελ δομεί ένα γνωσιο-οντολογικό σύστημα στο οποίο ο άνθρωπος για να "τελειωθεί" πνευματικά δεν έχει ανάγκη κάποιο θεό, αλλά να ασκηθεί στη φιλοσοφική σκέψη και να αναπτύξει τις ανώτατες λειτουργίες της νόησης προκειμένου να επιστρέψει στην Ιδέα. Η σύλληψη όμως της Ιδέας για τον Χέγκελ ισοδυναμεί με θέωση της σκέψης. Ο άνθρωπος συναντά τον Λόγο και καθίσταται τελειωμένη σκέψη. Η "τελειοποιημένη" σκέψη είναι το απώτατο σκαλοπάτι στο οποίο μπορεί να φθάσει ο ανθρώπινος νους, που έχει τη δυνατότητα να θεάται όχι μόνο κάθε νόημα, αλλά και το καθολικό νόημα για οτιδήποτε μπορεί να νοηθεί πέρα από τον χρόνο ή τον χρόνο. Σε αυτό το επίπεδο ο νους χωρίς να το συνειδητοποιήσουμε καθίσταται ατομικός "θεός". Παρόλο που ο φιλόσοφος παραμέρισε τη θεολογία για χάρη της φιλοσοφίας, το ύψος στο οποίο ανέρχεται ο ανθρώπινος νους συναντά τη θεότητα. Η "ύπαρξη" στον Χέγκελ είναι περιορισμός της ουσίας στα φαινόμενα και ακόμα περισσότερο του νου στην ατομικότητα, κάτι που κωλύει κάθε προσπάθεια του νοούντος επιμέρους υποκειμένου να ανέλθει στη ύψιστη νόηση. 

Στον Χέγκελ, λοιπόν, έχουμε γνωσιο-οντολογία, εφόσον η ΙΔΕΑ είναι και το όντως ον, αλλά και η ύψιστη αληθινή γνώση. Στον Πρόκλο έχουμε θεο-οντολογία. Κάθε προσπάθεια του ανθρώπου να ασκηθεί στη γνώση, στη φιλοσοφία, με την ανάπτυξη της νόησης ανεβάζει το νοούν υποκείμενο στο βάθρο του υπεραισθητού κόσμου συναντώντας τις ΙΔΕΕΣ. Οι ιδέες όμως, παράλληλα, ως όντως όντα, προέρχονται από το ΜΗ ΟΝ. Το "μη ον" στο άνω μέρος της εκδήλωσης, στον υπεραισθητό κόσμο, δεν έχει σχέση με το "μη ον" που συναντάμε στον αισθητό κόσμο και είναι η ανυπαρξία. Το ΜΗ ΟΝ στον υπεραισθητό κόσμο είναι κάτι που άρχει, δεν υπ-άρχει (δε βρίσκεται υπό κάποιες αρχές), και αποτελείται από τις θείες αρχές του πέρατος και του απείρου της θεότητας, κατά Πρόκλο, ή καθαρά φιλοσοφικά από την περατότητα και την απειρότητα κατά Χέγκελ. Το ΜΗ ΟΝ στον υπεραισθητό κόσμο είναι κάτι που αδυνατούμε να νοήσουμε ως ασύλληπτο ή να μην μπορούμε να ορίσουμε τουλάχιστον προς το παρόν. Γιατί οι δύο αυτές αρχές, πέρας και άπειρο, είναι αυτές που συγκροτούν τον νου, την αιτία, την ποιότητα και την ουσία της κάθε μας σκέψης ή της νόησης. Κάθε φορά, λοιπόν, που ο ανθρώπινος νους, κατά Πρόκλο ανέρχεται και κατορθώνει να συλλάβει την Ιδέα, συμβαίνει κάτι αναπάντεχο. Δεν την κατανοεί μόνο πλέον, αλλά τη θεάται, ως μικρός θεός. Από τη στιγμή που ο  ανθρώπινος νους αντικρίσει την Ιδέα, στη συνέχεια θεάται τον εαυτό του μέσα σε αυτήν. Καθώς ο ανθρώπινος νους θεάται έξαφνα την Ιδέα, ταυτόχρονα "βλέπει" τρία πράγματα: α. την Ιδέα ως ΕΝ ΟΝ να πηγάζει από την αντίστοιχη ΕΝΑΔΑ στους κόλπους του ΑΓΑΘΟΥ, β. τον ίδιο τον εαυτό του μέσα στην αντίστοιχη Ιδέα και γ. το σύνολο των οντικών νοημάτων της Ιδέας που βρίσκονται σπαρμένα μέσα στα όντα του κόσμου.  Η θέα είναι συνώνυμο της αληθινής γνώσης και ο θεωρός της εν λόγω  γνώσης είναι η θεότητα. Ποια είναι η φύση της θεότητας; Πρόκειται για κάποια Ενάδα; Ποια είναι η διαφορά Ενάδας-θεού, από τη θεϊκή φύση του τελειωμένου ανθρώπινου νου; Είναι ζητήματα που θα αποτελέσουν την αφορμή για ανάλυση και στοχασμό κάποια άλλη φορά.