ΕΤΙΚΕΤΕΣ

Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΣΧΕΣΗ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ ΜΕ ΤΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ, ΤΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΤΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ


Του Μιχαλόπουλου Αθανάσιου


Η λογική κατανόηση των αρχαίων μυστηρίων και των μύθων, ειδικά των ελληνικών, και η σχέση τους με τη φιλοσοφία αποτελούν το πρώτιστο ζήτημα για τους αναζητητές της αληθινής γνώσης. Η ιστορική και η φιλοσοφική έρευνα είναι τα πιο κατάλληλα πεδία ώστε να μελετήσει και να στοχαστεί κανείς προκειμένου να ανιχνεύσει τον φιλοσοφικό μίτο, τον αληθινό εκείνο νοητικό οδηγό που θα του διανοίξει διάπλατα τους ορίζοντες της απόλυτης και ανώτατης γνώσης, που μας λέει και ο Χέγκελ, τη Φιλοσοφική. 

Στην προκείμενη περίπτωση θα γίνει λόγος για τη Φιλοσοφία και τη σχέση της με τα αρχαία μυστήρια και τον Μύθο. Πριν επιδοθούμε σε αναλυτικές εκβαθύνσεις και αναφορές για τη σχέση αυτή, είναι χρήσιμο να επισημάνουμε ότι τα αρχαία ελληνικά μυστήρια (Ελευσίνια, Καβείρια κλπ) στην εσωτερική τους δομή και όψη δεν έχουν, ούτε είχαν, καμιά σχέση με την εξωτερική λαϊκή θεολογική θεώρηση της εποχής τους. Η σχέση των μυστηρίων με τη λαϊκή "θρησκεία" ήταν εσωτερική και η λειτουργία τους μυητική. 

Η ελληνική μυθολογία που ήταν η κωδικοποιημένη γνώση και η μεγάλη ερωτική τροφός της ελληνικής θρησκείας και των Μυστηρίων σαφώς είχε δύο διαδραστικές λειτουργίες: μια εσωτερική και μια εξωτερική. Η εσωτερική λειτουργία ήταν γνωστή μόνο στους μυημένους, σε μερικούς άρχοντες και στους περισσότερους φιλοσόφους. Γιατί συνέβαινε αυτό; θα γίνει αναφορά παρακάτω. Πολλοί σήμερα απορούν και δεν καταλαβαίνουν αυτή τη μυστικότητα. Η μυθολογία, όχι μόνο η ελληνική, ήταν ένας κωδικοποιημένος λόγος με δύο νοηματικές όψεις που συνυπήρχαν ενιαία στη δομή του. Η μία όψη, η εξωτερική, ήταν η φυσική και θεϊκή προσωποποίηση των κοσμικών δυνάμεων για τους πολλούς και η άλλη όψη, η εσωτερική, ήταν η κωδικοποιημένη αλήθεια των σοφών προγόνων μέσα στις αλληγορικές διηγηματικές δομές του μύθου. Για παράδειγμα, σε μια τοπική θεολογική παράδοση η εξωτερική πρόσληψη του τι σημαίνει "Δίας" ήταν ο κεραυνός ή στην επικρατούσα λαϊκή θεολογική παράδοση ο αρχηγός των θεών που είχε πολλές συζύγους-θεές. Η εξωτερική όψη (κεραυνός, αρχηγός θεών, κλπ) ήταν προσιτή και κατανοητή στους πολλούς, στο μεγάλο μέρος του κόσμου που δεν είχε εντρυφήσει στον φιλοσοφικό/επιστημονικό τρόπο σκέψης ή θα ήταν αδύνατο να κατανοήσει την κεκρυμμένη αλήθεια λόγω του κατώτατου νοητικού επιπέδου στο οποίο είχε ανέλθει το πλήθος. Ποιο πλήθος; Αυτό για το οποίο μιλούσε ο Πλάτων, αλλά δεν είχε γίνει κατανοητός. Ακόμα και σήμερα οι αφιλοσόφητοι είναι η συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων. Πάντοτε το πλήθος είναι οι αμύητοι πολλοί, ενώ οι μυημένοι οι λίγοι. Ποιους θεωρούσαν ως μυημένους στα μυστήρια της αρχαιότητας, όπως στα Ελευσίνια; Αυτούς που είχαν αναπτύξει μέσα τους τον Φιλοσοφικό και τον εμπνευσμένο Ποιητικό Λόγο, την υπηρεσία στον εσωτερικό τους καθοδηγητή, την διασκεπτική και νοητική εγρήγορση του Νου, το ερωτικό αντάμωμα με την ίδια τη μήτρα της σύλληψης των Ιδεών, τη Νόηση. 

Στον ελληνικό χώρο η εμφάνιση της Φιλοσοφίας έλαβε χώρα αμέσως μετά την ανάδειξη της ομηρικής και της ησιόδειας ποίησης. Το λαμπρό θάμπος και το άφθαστο κάλλος του ελληνικού μύθου σμιλευμένου με την καταπληκτική  έντεχνη διάθεση του ποιητικού μουσικού οίστρου των ραψωδών, των αοιδών και των υποκριτών επέδρασε καταλυτικά ώστε να αναπτυχθεί στον ελληνικό χώρο με τον πιο λαμπρό τρόπο η Φιλοσοφία. Η κλασική φιλοσοφία του 6ου και 5ου αιώνα είχε μια διαλεκτική σχέση με τα μυστήρια των Ελλήνων. Το διαλεκτικό στοιχείο ως δομικό συστατικό του φιλοσοφικού τρόπου διαπερνούσε εμφανώς και το αρχαίο θέατρο, το αρχαίο δράμα (τραγωδία). Ας θυμηθούμε τον εφευρέτη του αρχαίου δράματος, τον Θέσπη, ο οποίος επινόησε τον πρωτοχορευτή του διονυσιακού διθυράμβου που απήγγελλε κάνοντας διάλογο με τον χορό.

Η διαλεκτική σχέση που είχε η Φιλοσοφία με τα αρχαία μυστήρια είναι ίδια με τη σχέση που είχαν οι ηθοποιοί του αρχαίου δράματος με τον χορό. Οι υποκριτές ξεδίπλωναν το μεγαλείο του μυθικού προσωπικού τους δράματος (πόνος, αγωνία, τραγικότητα) και ο χορός αποκάλυπτε με τις αφηγήσεις του τις αιτίες, τα πάθη και την πλοκή της δομής του μύθου. Υπήρχε μια δυαδική σχέση υποκριτών-χορού που λειτουργούσε μεθοδικά και μυστικά ώστε να ενεργοποιηθεί η ενσυναίσθηση, η κατανόηση, το εσωτερικό βάθος της εξιστόρησης, η ίδια η λογική σκέψη των καθημερινών πραγμάτων. Με τον ίδιο τρόπο λειτουργούσε η σχέση της Φιλοσοφίας με τα μυστήρια,  τον Μύθο και τη λαϊκή θρησκεία. Η αρχαία θρησκεία επικουρούμενη με την εξωτερική λειτουργία/όψη του μύθου  λειτουργούσε όπως και ο μύθος. Από τη μια προσλαμβανόταν από το πλήθος ως ένας μαγικοθρησκευτικός δίαυλος κατανόησης του κόσμου. Έτσι οι αμύητοι μπορούσαν να συμμετέχουν στις εξωτερικές τελετουργίες διάνοιξης του κόσμου στα μάτια τους και να εξωτερικεύουν το θυμικό εσωσπλαχνικό δυναμικό μιας μεταφυσικής δόμησης του κόσμου με φυσικά λογικά χαρακτηριστικά, ή αλλιώς ένα συμπαντικό νόημα για την ύπαρξη του εαυτού και όλων των όντων. Από την άλλη απευθυνόταν μέσω των μύθων στο διανοητικό λειτουργικό του ανθρώπου προκειμένου να προβληματιστεί με το ανορθόλογο και παράλογο της μυθικής εξιστόρησης (πχ ο Ήφαιστος ανοίγει με τσεκούρι το κεφάλι του Δία). Το παράλογο της διήγησης προκαλούσε στον κοινό νου τον στοχαστικό προβληματισμό. Δηλαδή προκαλούσε την ανάπτυξη της λογικής πιθανότητας να σήμαινε κάτι άλλο αυτή η μυθική διήγηση, είναι η ολύμπια Έρις που κομίζει έρωτα διεγερτικό για τον Νου, είναι αυτή που εξαιτίας της ο Πάρης (νους έτοιμος για γένεση) αντικρίζει τις τρεις μεγάλες θεές-συνειδητότητες για την συμπαντική πτήση (Αθηνά=σοφία-φρόνηση, Ήρα=δεξιοτεχνία οδήγησης στο άρμα, Αφροδίτη=κάλλος κόσμου). 

Η εξωτερική όψη του  μύθου για τον κοινό νου συνέβαλλε στην ανάπτυξη της πεποίθησης ότι ο μύθος δεν είναι μια απλοϊκή διήγηση πράξεων και γεγονότων, αλλά μια εσωτερική ή αλληγορική κωδικοποίηση μιας κρυμμένης αλήθειας. Ακριβώς στο σημείο αυτό λαμβάνει χώρα η ΓΕΝΝΗΣΗ ΚΑΙ Η ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ, της διασκεπτικής εκείνης εσωτερικής πράξης του Νου που αρχίζει να εργάζεται πάνω στην ίδια του τη Φύση, μέσα από τις λογικές έννοιες, τις κρίσεις και τους συλλογισμούς με σκοπό τη σύλληψη του ίδιου του τρόπου που υπάρχει ο Εαυτός και ο κόσμος. Η ίδια η διανοητική δραστηριότητα καθίσταται εσωτερική λειτουργία παρουσίας του Λόγου, της δυνατότητας που έχει η συνείδηση να ανέρχεται. Και αυτή η ανέλιξη της συνείδησης δεν είναι απλά μια πορεία, αλλά ο ίδιος ο κόσμος ως εν δυνάμει πνεύμα. Η φανέρωση του ορατού (ορατό στους σαρκικούς οφθαλμούς) δεν είναι άλλο από το ίδιο το αόρατο (ενορατικά νοητό στους πνευματικούς οφθαλμούς).

Έτσι έχουμε τρία διακριτά πεδία πνευματικής ή διανοητικής  ανάπτυξης στο Ελληνικό Σύστημα του Λόγου: α) Μύθος/θρησκεία, β) Φιλοσοφία, γ) ΜυστήριαΑ. Στον μύθο και τη θρησκεία παρατίθενται όλα τα πολιτισμικά λογισμικά του Όντος (Το Παν) ως σύμβολα, θεοί, ήρωες, θνητοί, άθλοι, πράξεις. Αυτή η μυθική παράθεση επέχει μορφής φαινομένων προς θαύμασμα και προβληματισμό (τα χαϊντεγκεριανά φαινόμενα είναι ακριβώς το ίδιο). Κάθε άνθρωπος είναι σε θέση να κατανοήσει είτε εξωτερικά είτε εσωτερικά τη μυθική διήγηση ανάλογα με το νοητικό επίπεδο στο οποίο έχει φθάσει. Β. Η φιλοσοφία αποτελεί ένα συγκροτημένο σύστημα λογικής τάξης και σταδιακής φανέρωσης της κεκρυμμένης αλήθειας, δηλαδή μετέρχεται ως μεσολαβητή τον Λόγο και την Νόηση προκειμένου να στηρίξει αντι-κειμενικά (απέναντι στον κείμενο μύθο ως κόσμος) τον τρόπο που εκδηλώνεται ως μορφές το ΕΙΝΑΙ, ο αληθινός στη δομή κόσμος. Κάθε φιλοσοφικό σύστημα κομίζει ένα συγκεκριμένο επίπεδο ανάλυσης, επεξήγησης ή παρουσίασης του τρόπου που υπάρχει το ΕΙΝΑΙ, τα αληθινά όντα στο σύνολό τους. Το ποιοτικό επίπεδο κάθε φιλοσόφου ποικίλλει ανάλογα με το πεδίο στο οποίο θέλει και έχει τη δυνατότητα να εργαστεί. Εδώ τίθεται το ζήτημα του δίπολου υποκειμενικότητα-αντικειμενικότητα. Κάθε φιλοσοφικό έργο δομείται διαλεκτικά πάνω σε αυτό το δίπολο και φανερώνει μέσα από έννοιες συγκεκριμένες πλευρές και επόψεις του υπαρκτού. Γ. Οποιοσδήποτε από τους φιλοσόφους έχει συγκροτήσει και κατανοήσει το όλον Ον, τις περισσότερες φορές εκδηλώνει το ενδιαφέρον να συμμετέχει στα Μυστήρια (Ελευσίνια, Καβείρια κλπ) με σκοπό την πρακτική επιβεβαίωση και βίωση του τρόπου που υπάρχει ο άνθρωπος: καταγωγή της ανθρώπινης ύπαρξης, αιτιολογία γέννησης/θανάτου, η ανθρώπινη πορεία του ανώτερου Εαυτού ή της αιώνιας ανθρώπινης Φύσης μέσα από τους κύκλους των παντοίων ειδών όντων, το μυστήριο του θανάτου/ζωής, πώς η πλατωνική και εγελιανή ΙΔΕΑ καθίσταται ουράνιος άνθρωπος, πώς ο ουράνιος άνθρωπος δημιουργεί άπειρους "κόσμους", ποια είναι η φύση του θείου. Αυτές είναι μερικές από τις βιώσεις/ενοράσεις τις οποίες κατανοούσε και "ζούσε" εν κρυπτώ, με κλειστούς τους οφθαλμούς, όποιος συμμετείχε στα μυστήρια. Δε γινόταν καμιά αναφορά σε θεούς. Άλλωστε η έννοια "θεός" στην αρχαία παράδοση τις περισσότερες φορές λειτουργεί ως επίθετο (Θεός Άρης, Θεά Αθηνά). Ας σκεφτούμε πόσο περίεργο θα ήταν το να πούμε ο θεός Ιησούς, ή ο θεός Αλλάχ. Στον "ελληνορωμαϊκό" κόσμο είναι ξεκάθαρα ουσιαστικό.

Τα αρχαία μυστήρια λοιπόν στον ελληνικό κόσμο δεν είχαν καμιά σχέση με τη θρησκευτικότητα της εποχής, αλλά ήταν μια λογική βιωματική παρουσίαση του τρόπου που υπάρχει ο άνθρωπος, ή αλλιώς, φανέρωση όλων των επιπέδων κατανόησης στην οποία ανελισσόταν η ανθρώπινη συνείδηση. Προϋπόθεση για τη συμμετοχή σε αυτά ήταν πολύ απλά το να είχε κατακτήσει κανείς όλα τα δυνατά επίπεδα συνειδητότητας. Για παράδειγμα, χάριν κατανόησης, πώς θα ήταν δυνατόν να συμμετέχει σε ένα μάθημα βιολογίας της Γ΄Λυκείου ένας μαθητής της β΄δημοτικού ή πώς θα μπορούσε να συμμετέχει ένας μαθητής της γ΄δημοτικού σε ένα ακαδημαϊκό συνέδριο για τα μαθηματικά  ή  τη  γλωσσολογία; 

Θα απορήσει κάποιος για όλα αυτά και θα αναρωτηθεί γιατί άραγε όλο αυτό το βάθος της ελληνικής φιλοσοφικής σκέψης χάθηκε κάποια στιγμή μετά τον ελληνιστικό και ρωμαϊκό ορίζοντα και άρχισε να επανέρχεται με τη νεότερη και σύγχρονη φιλοσοφική σκέψη; Όπως μας λέει και ο Πλούταρχος στο έργο του "περί των εκλελοιπότων χρηστηρίων", από τότε που οι Έλληνες και γενικότερα οι ελληνικοί πληθυσμοί της Μεσογείου σταμάτησαν να ασχολούνται με τον φιλοσοφικό βίο, τον φιλοσοφικό στοχασμό και τον θεωρητικό βίο κατ΄Αριστοτέλη, δηλαδή με τη νοητική ανάπτυξη του διανοητικού και ηγεμονικού μέρους (υψηλή Νόηση), χάθηκε η δυνατότητα του ανθρώπου να ανελίσσεται και να εξελίσσεται νοητικά. Τη θέση του υψηλού φιλοσοφικού στοχασμού πήρε ο ησυχασμός του θυμικού μέρους και η εξωτερική εγκράτεια του επιθυμητικού. Η καλλιέργεια του Νου μέσω της Νόησης υποχώρησε σχεδόν ολοκληρωτικά. Οι νέες θρησκείες που εμφανίστηκαν τότε βρήκαν πρόσφορο έδαφος να αναπτυχθούν για τον απλούστατο λόγο ότι το μόνο που επιζητούσε ο άνθρωπος των πρώτων ρωμαϊκών χρόνων ήταν η κατασίγαση του πόνου, η αποφυγή της ανασφάλειας, ο φόβος για τον θάνατο του σώματος. Τι είχε επισυμβεί κατά στάδια στο μεγαλύτερο μέρος των ελληνικών πληθυσμών μέχρι τον 2ο μ.Χ αιώνα; Είχε εκλείψει το φιλοσοφικώς ΝΟΕΙΝ, είχε χαθεί η δυνατότητα των πολλών να γεύονται από τους καρπούς του εσώτερου πνεύματός τους, του εσωτερικού Δαίμονος, μιας και εξέλειπαν και οι μυθικοί/καλλιτεχνικοί θεσμοί της πόλης που μπορεί να του θύμιζαν τη διάνοιξη προς το κάλλος. Ο Δαίμων δεν είναι άλλος από τον ενθαδικό μας ταυτοτικό νου που ξεκίνησε το ταξίδι της Ιθάκης. Αυτός ο Δαίμων, ο ομηρικός Οδυσσέας δηλαδή, δεν φθάνει στην Ιθάκη, όχι γιατί συνεχίζει το ταξίδι κάπου στη μέση κάποιου πελάγους, αλλά επειδή βυθίστηκε στα ύδατα της ά-νοης θάλασσας και πελαγοδρομεί μαζί με τους νεκρούς συντρόφους του, το θυμικό και το επιθυμητικό (θνητά μέρη ψυχής). Στη νέα εποχή η θρησκευτικότητα εξαντλείται μόνο σε αυτό το επίπεδο, στον φόβο θεού, στον ησυχασμό του θυμικού και την κατασίγαση του επιθυμητικού. Η έκλειψη του ενεργητικού ηγεμονικού είναι γεγονός. Το άλογο μέρος του μεσαιωνικού ανθρώπου χωρίς νου αναζητά έναν εξωτερικό ηνίοχο, έναν οδηγό έξω από τη φύση του. Η φιλοσοφική αλήθεια για τον εαυτό και την εξύψωση του εσωτερικού Ηνίοχου στο κάλλος των Ιδεών εξωτερικεύεται και γίνεται (η αλήθεια ως ηνίοχος) ένα εξωτερικό πρόσωπο, ένας εξωτερικός προσωπικός θεός. Η αυτόνομη ατομική λογική σκέψη είναι αδιανόητη, ο νοητικός αποκεφαλισμός της πνευματικής ατομικότητας είναι γεγονός. Οτιδήποτε σχετίζεται με την επιστήμη, την τέχνη και τη φιλοσοφία πρέπει να υπαγορεύεται από αυτόν τον ξένο ηνίοχο που εγκαταστήθηκε από την επίσημη θρησκεία στο άνω μέρος της ψυχής. Για παράδειγμα τα φρικτά ή περίεργα αποτελέσματα μιας τέτοιας αντίληψης τα βλέπουμε στον εξωτερικό μουσουλμανισμό όταν αυτός ο "ξένος" ηνίοχος υπαγορεύει τη μπούργκα, τις εξοντωτικές ποινές για τις γυναίκες και την πολιτική καταπίεση. 

Φυσική συνέπεια μιας τέτοιας κοσμοθεώρησης είναι και η εξαφάνιση των φιλοσοφικών μυστηρίων όπως τα ξέραμε στην αρχαιότητα. Στη ρωμαϊκή εποχή, ιδιαίτερα μετά το 300 μ.Χ παρατηρείται μια τελείως διαφορετική διάσταση στον τρόπο που υπάρχουν τα μυστήρια και η φιλοσοφική σκέψη. Η φιλοσοφία από αυτόνομος και ελεύθερος αυτοσυνειδησιακός τρόπος κατανόησης του κόσμου που ήταν στη  αρχαιότητα μετατρέπεται σε θεραπαινίδα ή υπηρέτρια της εξωτερικής θρησκείας. Τα μυστήρια του μεσαιωνικού κόσμου που δεν έχουν κάποιο λογικό νόημα για την ανθρώπινη ύπαρξη, αλλά απέκτησαν μια δογματική σωτηριολογική εξωτερική διάσταση, δεν είναι κάτι διακριτό από τη σκέψη και τον στοχασμό ούτε από τη θρησκεία. Τα μυστήρια χάνουν την εσωτερικότητά τους, δηλαδή τη μυθική και εσωτερική τους διήγηση και ενσωματώνονται ως δογματικά τυπικά και νοερά δόγματα στην επίσημη θρησκεία. Ο μύθος καθίσταται ιστορικό δρώμενο. Η μυθική διήγηση απαγορεύεται και μετατρέπεται σε ιστορία. Ο Λαπίθης/Επιμηθέας της μυθολογίας (νους=λογικό μέρος) και η Πανδώρα (θυμικό-επιθυμητικό=άλογο μέρος) ως εξήγηση της ανθρώπινης αρχικής εσωτερικής κατάστασης αντικαταστάθηκαν από τον Αδάμ και την Εύα ως άνδρας και γυναίκα. Σαφώς ο αρχέγονος χριστιανικός μύθος σήμαινε το λογικό και άλογο μέρος, αλλά με τους βυζαντινούς αυτοκράτορες και τις συνόδους τα δύο μέρη μεταλλάχθηκαν σε αρσενικό και θηλυκό γένος. Συμπερασματικά τα τρία διακριτά μέρη (μυστήρια, μύθολογία/θρησκεία, φιλοσοφία) γίνονται ένα θρησκευτικό σώμα, ενσωματώνονται στον  θεσμό της "θρησκείας".

Στον νεότερο κόσμο, όταν οι δυτικοί λαοί αφυπνίζονται μέσα από τα αρχαία ελληνικά φιλοσοφικά ιδεώδη με την αναγέννηση και τον διαφωτισμό, η Φιλοσοφία και η ελεύθερη σκέψη αρχίζουν και πάλι να ανθούν. Όλοι οι νεότεροι και σύγχρονοι φιλόσοφοι συνεχίζουν από νέες αφετηρίες το έργο των μεγάλων Ελλήνων φιλοσόφων (Προσωκρατικοί, Πλάτων, Αριστοτέλης, Στωικοί, Επικούρειοι κλπ) και αρχίζουν να εγγράφουν διάσπαρτα στα φιλοσοφικά τους έργα πολλά στοιχεία της ελληνικής φιλοσοφικής παράδοσης και μάλιστα να ενσωματώνουν ή να συγκροτούν λογικές αναπτύξεις παρουσιάζοντας στοιχεία και έννοιες τόσο των αρχαίων μυστηρίων όσο και της ελληνικής μυθολογίας ως αλληγορικής ή κωδικοποιημένης σκέψης (Σπινόζα, Καντ, Φίχτε, Σέλινγκ, Χέγκελ, Σοπενάουερ, Νίτσε, Υπαρξιστές, Φαινομενολόγοι, κλπ) μέσα από την ανάπτυξη βαθυστόχαστων συλλογισμών και φιλοσοφικών θεωρήσεων συνεχίζοντας τη μεγάλη ελληνική φιλοσοφική παράδοση που επιζητούσε την αυτονομία της σκέψης και την απελευθέρωση της ανθρώπινης συνείδησης. Ένας, δηλαδή, πνευματικός βηματισμός που κείται στην πορεία που χάραξαν οι μεγάλοι προσωκρατικοί φιλόσοφοι, ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης.