Είκοσι χρόνια μετά τον θάνατο του Κορνήλιου Καστοριάδη (1922-1997) το πολύπτυχο έργο του παραμένει εξαιρετικά γόνιμο και επίκαιρο για σύγχρονες αναζητήσεις. Η φιλοσοφική του προσφορά είναι σημαντική, όπως επίσης η ψυχαναλυτική και η πολιτική του παρακαταθήκη. Ιδιαιτέρως η πολιτική ανάλυσή του περιέχει μία δυναμική πρόταση για τις σημερινές δύσκολες συνθήκες, μετά την αποτυχία των κυρίαρχων θεωρητικών αφηγήσεων και πολιτικών πρακτικών.
Πράγματι, η απόληξη των κομμουνιστικών κρατών σε ανελεύθερα και ολοκληρωτικά καθεστώτα δηλώνει με εμφατικό τρόπο την αποτυχία της μαρξικής-μαρξιστικής θεωρίας και πρακτικής που αποτέλεσαν την επίσημη ιδεολογία των καθεστώτων αυτών καθώς και το ιδεώδες της Αριστεράς σε όλον τον κόσμο. Από την άλλη, η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση, και ιδιαιτέρως οι χρεοκοπίες ευρωπαϊκών χωρών, αναδεικνύουν με χαρακτηριστικό τρόπο την αποτυχία του αντιπροσωπευτικού συστήματος στις συνθήκες του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού. Από αυτές τις αρνητικές εμπειρίες αναδεικνύεται η ανάγκη για ένα άλλον προσανατολισμό και μία άλλη πολιτική. Στοιχεία μιας τέτοιας πολιτικής βρίσκονται στο έργο του Καστοριάδη.
Η κριτική του Καστοριάδη τόσο στα κομμουνιστικά καθεστώτα, την μαρξική ιδεολογία και την Αριστερά όσο και στον καπιταλισμό και την αστική αντιπροσώπευση συμβαδίζει με την πρόταση μιας άλλης κοινωνίας, αυτόνομης και δημοκρατικής. Το ζήτημα όμως είναι με ποιον τρόπο θα ανοίξει ο δρόμος προς αυτήν, πράγμα που θέτει με επιτακτικό τρόπο την αναζήτηση μιας δημοκρατικής πολιτικής. Για να χαραχθεί όμως μία τέτοια πολιτική θα πρέπει να διευκρινισθεί ένα κομβικό σημείο: ποια είναι η κύρια διαίρεση που υπάρχει μέσα στην κοινωνία.
Ο Καστοριάδης θεωρεί πως η βασική διαίρεση δεν είναι αυτή που νόμιζε ο Μαρξ ανάμεσα στις «παραγωγικές δυνάμεις» και τις «παραγωγικές σχέσεις», ανάμεσα στους κατόχους των μέσων παραγωγής και στους εργαζομένους σε αυτά, ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία. Η βασική διαίρεση, το βασικό σχίσμα μέσα στην κοινωνία, βρίσκεται ανάμεσα σε διευθύνοντες και σε εκτελεστές, σε αυτούς που λαμβάνουν τις αποφάσεις και σε εκείνους που εκτελούν τις αποφάσεις. Το σχίσμα αυτό βρίσκεται παντού σε όλους τους τομείς του οικονομικού, κοινωνικού και πολιτικού βίου, σε εργοστάσια, επιχειρήσεις, κρατικές υπηρεσίες, κόμματα, συνδικάτα και φυσικά στην πολιτική σκηνή, στην οποία δεσπόζει το σχίσμα ανάμεσα σε κυβερνήτες και εκτελεστές, ανάμεσα στην εξουσία και στην κοινωνία. Η διαίρεση αυτή έχει ως αποτέλεσμα τον αποκλεισμό της συντριπτικής πλειονότητας των ανθρώπων από τις αποφάσεις που καθορίζουν το μέλλον και τη ζωή τους. Το σχίσμα αυτό ανάμεσα σε διευθυντές και εκτελεστές, επιτυγχάνεται στα σημερινά αντιπροσωπευτικά συστήματα με τις εκλογές, τα κόμματα και την αντιπροσώπευση, ενώ στα κομμουνιστικά με την πλήρη αυταρχική κυριαρχία του μοναδικού μονολιθικού Κομμουνιστικού Κόμματος.
Η θέση αυτή για τη βασική διαίρεση επαναλαμβάνεται από τον Καστοριάδη διαρκώς, ήδη από το πρώτο τεύχος του Socialisme ou Barbarie το 1949, και βασίζεται στην αντίληψη πως κεντρική δομή της σύγχρονης κοινωνίας δεν είναι η καπιταλιστική αγορά, αλλά η γραφειοκρατική–ιεραρχική οργάνωση, η οποία είναι η ρίζα της εκμετάλλευσης, της καταπίεσης και της αλλοτρίωσης. Η διαίρεση αυτή είναι η αιτία ύπαρξης και δημιουργίας της γραφειοκρατίας. Η γραφειοκρατία, γράφει ο Καστοριάδης, όχι μόνο η κρατική, αλλά και μέσα στην επιχείρηση, είναι μία δομή εξουσίας και όχι μία οικονομική δομή όπως θεωρούσε ο οικονομιστής Μαρξ. Έτσι η ουσιαστική κατηγορία για τη σύλληψη των κοινωνικών σχέσεων είναι το σχίσμα ανάμεσα σε διευθύνοντες και σε εκτελεστές.
Από αυτή τη θέση συνεπάγεται άμεσα η προτεραιότητα της πολιτικής έναντι της οικονομίας, σε αντίθεση πάλι με την μαρξική προτεραιότητα του οικονομικού έναντι του πολιτικού. Η προτεραιότητα της πολιτικής σημαίνει ότι προέχει η αλλαγή του πολιτικού συστήματος με κατάργηση της διαίρεσης ανάμεσα σε διευθύνοντες και σε εκτελεστές, άρα με πολιτική ισότητα όλων των ατόμων, με τη συμμετοχή τους στην εξουσία, στη λήψη των αποφάσεων και στη θέσπιση των νόμων. Έτσι για να εξαφανισθεί το κύριο σχίσμα ανάμεσα σε διευθύνοντες και εκτελεστές ένα τρόπος υπάρχει, η κατάργηση των διευθυνόντων ως ξεχωριστό στρώμα. Δηλαδή αυτοί που μέχρι τώρα απλώς εκτελούν πρέπει να συμμετέχουν στη διεύθυνση, στη διαμόρφωση της ζωής τους. Εδώ λοιπόν προκύπτει η ανάγκη για άμεση δημοκρατία, η οποία εξασφαλίζει την ταύτιση εξουσίας και κοινωνίας, την ταύτιση του πολιτικού με το κοινωνικό σώμα. Είναι άλλωστε το μόνο πολίτευμα στο οποίο υπάρχει η ταύτιση αυτή, ενώ σε όλα τα άλλα πολιτεύματα διατηρείται το σχίσμα εξουσίας και κοινωνίας. Η κατάργηση της διαίρεσης αυτής είναι επίσης προϋπόθεση για την κατάργηση της εκμετάλλευσης, για την οποία κόπτονται πολύ οι ποικίλες αριστερές ιδεολογίες.
Από το 1957 ο Καστοριάδης έγραφε ότι η εγκαθίδρυση μιας άλλης κοινωνίας έχει άμεσο επακόλουθο την κατάργηση της διαίρεσης μέσα στην κοινωνία ανάμεσα σε μία τάξη διευθυνόντων και σε μία τάξη εκτελεστών. Το ουσιαστικό ζήτημα, λοιπόν, για τον Καστοριάδη είναι η κυριαρχία του πλήθους, των πολλών, πρωτίστως στο πολιτικό επίπεδο, η πολιτική ισότητα. Με βάση αυτό το κομβικό στοιχείο μπορεί να χαραχθεί μία δημοκρατική πολιτική, πέρα από τις ιδεολογίες της αριστεράς, του κέντρου και της δεξιάς.
πηγή: oikonomouyorgos