Το έργο του Κορνήλιου Καστοριάδη (1922-1997), ενός από τους πιο σημαντικούς στοχαστές του 20ου αιώνα, εξακολουθεί να αποτελεί πηγή συζητήσεων, κριτικών αναγνώσεων και εμπνεύσεων. Δεν μπορεί να γίνει διαφορετικά, διότι το έργο του, πολυσχιδές και πολυπρισματικό, άνοιξε νέους ριζοσπαστικούς δρόμους στη φιλοσοφία, στην κοινωνική και πολιτική θεωρία, στην ψυχανάλυση και στην πολιτική. Ήδη από τα χρόνια του περιοδικού Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα (1949-1965), οι ρηξικέλευθες ιδέες και αναλύσεις του διερρήγνυαν τον ασφυκτικώς κλειστό χώρο της πολιτικής θεωρίας και πράξης, τον εγκλωβισμένο τόσο στην ιδεολογία και πρακτική της αντιπροσώπευσης, των εκλογών και των κομμάτων, όσο και στη μαρξική-μαρξιστική ιδεολογία και στις πρακτικές των σοσιαλιστικών ή κομμουνιστικών κομμάτων, ανοίγοντας δρόμο προς την αυτονομία και τη δημοκρατία.
Το 1975 ο Καστοριάδης εκδίδει το βιβλίο Η φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας, από τα σημαντικότερα φιλοσοφικά έργα του 20ου αιώνα,που δικαίως χαρακτηρίσθηκε «πνευματικός Μάης του ’68». Πράγματι, το έργο αυτό εισήγαγε μιαν άλλη αντίληψη για την κοινωνικο-ιστορική πραγματικότητα και απετέλεσε τη βάση για περαιτέρω διερευνήσεις τόσο του ίδιου του δημιουργού του όσο και άλλων στοχαστών. Με την εισαγωγή του ριζικού φαντασιακού, των κοινωνικών φαντασιακών σημασιών, της δημιουργίας εκ του μηδενός και άλλων νέων εννοιών ανέτρεψε κεκτημένες αντιλήψεις. Πρότεινε μία νέα θεωρία για την ιστορία, την κοινωνία και την καταγωγή των θεσμών. Οι νόμοι, οι θεσμοί, οι αξίες δεν καθορίζονται από αντικειμενικούς παράγοντες, οικονομικούς ή βιολογικούς νόμους, αλλά είναι αποτέλεσμα της ίδιας της κοινωνίας και της δημιουργικότητας των ανθρώπων, τουφαντασιακού τους. κάθε κοινωνία δημιουργεί η ίδια τον εαυτό της, αυτοθεσμίζεται. Κατ’ ανάλογο τρόπο η ιστορία δεν είναι αποτέλεσμα νομοτελειών, κάποιων αδήριτων «νόμων της ιστορίας», ούτε έργο του θεού ή της «φύσεως», αλλά γνήσια ανθρώπινη δημιουργία.
Στο πλαίσιο αυτό ο Καστοριάδης ασκεί κριτική σε όλη την κληρονομημένη σκέψη, επισημαίνοντας τα κύρια αρνητικά χαρακτηριστικά της: τη συγκάλυψη του φαντασιακού και της ανθρώπινης συλλογικής δημιουργικότητας. Η κριτική του όμως δεν στρέφεται μόνο κατά των παραδοσιακών φιλοσοφικών και θεωρητικών αντιλήψεων, αλλά επίσης κατά του καπιταλιστικού συστήματος και της πολιτικής του έκφρασης, του αντιπροσωπευτικού πολιτεύματος, αναδεικνύοντας τα όριά του και τις ψευδαισθήσεις του. Στρέφεται επίσης κατά του μαρξισμού και των γραφειοκρατικών και κομματικών του στρεβλώσεων, κατά των ανελεύθερων κομμουνιστικών καθεστώτων. Ασκεί επίσης κριτική στη σοσιαλδημοκρατία, η οποία στο δεύτερο ήμισυ του 20ου αιώνα έγινε το όχημα του νεοφιλελευθερισμού και της παγκοσμιοποίησης.
Η αντίληψη αυτή εμπεριέχει την πρόταση για μια άλλη θέσμιση της κοινωνίας, για μιάν άλλη κοινωνία αυτόνομη, δημοκρατική, η οποία δεν έχει σχέση με τη σημερινή, αλλά ούτε με τη λεγόμενη σοσιαλιστική ή κομμουνιστική που ονειρεύθηκαν ο Μαρξ και οι μαρξιστές. Η αυτόνομη κοινωνία στηρίζεται στην άμεση δημοκρατία, δηλαδή στον αυτοκαθορισμό, στον αυτοπροσδιορισμό και στην αυτοκυβέρνηση των ανθρώπων, αποτελεί δε την ενσάρκωση του προτάγματος της αυτονομίας. Ο Καστοριάδης εμπνέεται στο σημείο αυτό από την πρώτη έκφραση αυτού του προτάγματος, την αθηναϊκή δημοκρατία του 5ουπ.Χ. αιώνα, στην οποία όλοι οι ελεύθεροι πολίτες ελάμβαναν όλες τις σημαντικές αποφάσεις, θέσπιζαν τους νόμους, ασκούσαν την εξουσία σε όλες τις μορφές της, άμεσα χωρίς αντιπροσώπους.
Η δεύτερη ανάδυση του προτάγματος της αυτονομίας έγινε στη Δύση, με την Αναγέννηση, τον Διαφωτισμό και τις επαναστάσεις του 17ου και του 18ου αιώνα κατά της μοναρχίας, της φεουδαρχίας και της εκκλησιαστικής εξουσίας, που ανέδειξαν νέες ιδέες και αντιλήψεις, νέες μορφές κοινωνικής και πολιτικής συνύπαρξης βασισμένες στις ατομικές ελευθερίες, στα ανθρώπινα δικαιώματα και στη συμμετοχή των ανθρώπων στα πολιτικά τεκταινόμενα. Αλλά και στον 19ο και 20οαιώνα υπήρξαν κινήματα εργατικά, πολιτικά και κοινωνικά που έθεσαν, από τη δική τους πλευρά, το απελευθερωτικό πρόταγμα στη βάση της αυτοοργάνωσης και του αυτοκαθορισμού, δημιουργώντας νέες μορφές πολιτικής έκφρασης και δράσης: τις δημοκρατικές συνελεύσεις και τα συμβούλια.
Επομένως, το πρόταγμα της αυτονομίας είναι ασυμβίβαστο με τις ιδεολογίες και τις πρακτικές αφ’ ενός του κοινοβουλευτισμού και της αντιπροσώπευσης, αφ’ ετέρου του σοσιαλισμού και του κομμουνισμού. Ο Καστοριάδης ανέδειξε τις πτυχές του προτάγματος, και το υπερασπίσθηκε καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του, τονίζοντας πως η δημοκρατική κοινωνία δεν είναι ουτοπία. Είναι εφικτή, διότι αυτή υπήρξε ιστορική δημιουργία και ταυτοχρόνως ιστορικό κοινωνικό πρόταγμα στους μετέπειτα χρόνους. Η επιτευξή της εξαρτάται από τη θέληση, τη φαντασία και τη δράση των ανθρώπων. Τίποτε δεν αποκλείει ότι μπορεί αυτή να ξαναϋπάρξει, αφού η ιστορία είναι φαντασιακή δημιουργία.
Oι απόψεις αυτές κομίζουν και μιαν άλλη αντίληψη για την πολιτική, εντελώς διαφορετική από την επικρατούσα. Η τελευταία εγκλωβίζει τον άνθρωπο σε κομματικές εξαρτήσεις, τον υποδουλώνει στις ψευδαισθήσεις της αντιπροσώπευσης, φιλελεύθερης ή αριστερής, και τον κρατάει δέσμιο ετερόνομων και αλλοτριωτικών αντιλήψεων καθιστώντας τον ψηφοφόρο και οπαδό, ιδιώτη και ατομιστή. Η πολιτική αλλοτρίωση συνεπάγεται την κοινωνική αλλοτρίωση: άτομα καθημαγμένα από την τηλεθέαση, την κατανάλωση, τη γκρίζα καθημερινότητα, την αγωνία του βιοπορισμού και τις θρησκευτικές εξαρτήσεις, παθητικά και αδιάφορα σε αυτά που συμβαίνουν, παραδομένα στην ασημαντότητα και τον κομφορμισμό.
Ο Καστοριάδης είχε διαγνώσει την πολύπλευρη κρίση των δυτικών κοινωνιών ήδη από τη δεκαετία του ’60 και επανήλθε σε αυτό το θέμα πολλές φορές. Οι διαγνώσεις του δυστυχώς επαληθεύτηκαν. Κατά συνέπεια το έργο του είναι επίκαιρο όσο ποτέ, απαραίτητο για στοχασμό και προσανατολισμό στον σημερινό αλλοτριωτικό και δύσκολο κόσμο. Είναι απαραίτητο διότι μπορεί να προσφέρει μία άλλη αντίληψη για τον άνθρωπο και την πολιτική, με σκοπό την έξοδο από την ατομική και τη γενική θεσμισμένη ετερονομία, στην προοπτική μιας δημοκρατικής αυτόνομης κοινωνίας.
πηγή: oikonomouyorgos