Όπως είναι γνωστό, οι πολιτικές αρχές της νεωτερικότητας εμφανίζονται με πλήρες και ολοκληρωμένο πρόταγμα στις δύο μεγάλες επαναστάσεις του 18ου αιώνα, τη Γαλλική και την Αμερικανική. Στόχος και των δύο ήταν η εναντίωση στο φεουδαρχικό σύστημα και το πολιτειακό του υποστατικό, το οποίο είναι η απολυταρχία, και η είσοδος σε μια νέα εποχή, όπου το άτομο θα συγκροτείται με στοιχειώδεις όρους ελευθερίας. Βέβαια, η πορεία προς την κορύφωση αυτής της εναντίωσης, είχε ήδη ξεκινήσει από την Αναγέννηση, την οποία διαδέχθηκαν η Μεταρρύθμιση, οι πολιτικές αλλαγές και αναταράξεις στην Αγγλία με κατάληξη το γαλλικό και δυτικοευρωπαϊκό Διαφωτισμό. Η νέα εποχή που αναδύθηκε, είχε σαφέστατα προοδευτικό πρόσημο, καθώς οδήγησε σε απελευθέρωση των δυτικοευρωπαϊκών κοινωνιών και στη διασφάλιση κεκτημένων τα οποία λειτούργησαν ως τα θεμελιώδη γνωρίσματα του νεώτερου πολιτικού πολιτισμού (εργασιακά δικαιώματα, καθολικό δικαίωμα ψήφου κ.λ.π). Στο κείμενο που ακολουθεί, επιχειρώ να καταδείξω τα ιδρυτικά στοιχεία του κοινοβουλευτικού πολιτικού συστήματος και του νεωτερικού πολιτειακού περιβάλλοντος, να συσχετίσω την υπάρχουσα πολιτεία με την έννοια της προόδου και να προτείνω μια άλλη οδό, όπου η βούληση της συλλογικότητας θα αποτελεί σημαντική παράμετρο για τη λήψη την αποφάσεων.
Πριν την είσοδο σε ό,τι αποκαλούμε σήμερα νεωτερικότητα, οι κοινωνίες του σύγχρονου δυτικού κόσμου, ζούσαν σε καθεστώς δεσποτείας. Η απολυταρχία πρόκρινε ότι ολόκληρη η εξουσία πρέπει να ανήκει ακριβώς στο μονάρχη, ο οποίος είναι κάτοχος του κράτους με όρους ιδιοκτησίας. Φυσικά δεν υπόκειται στη δικαιοσύνη, θεωρείται πρόσωπο ιερό και απαραβίαστο, χρησιμοποιεί τη βούλησή του ανεξέλεγκτα. Δηλαδή είναι η προσωποποίηση του κράτους. Στην κοινωνία δεν αναγνωρίζεται κάποια υπόσταση ελευθερίας, ούτε δικαιώματα, καθώς είναι εγκιβωτισμένη σε καθεστώς ιδιωτείας και φυσικά η μετοχή της στη λήψη των αποφάσεων είναι μηδενική (δεν νομιμοποιεί καν τον μονάρχη, καθώς εκείνος είναι αυθαίρετος και κληρονομικός ιδιοκτήτης του κράτους).
Όμως, η περίοδος της Αναγέννησης σηματοδοτεί την έναρξη του προβληματισμού πάνω στον περιορισμό των εξουσιών του μονάρχη και στην κατοχύρωση ενός πολιτικού ρόλου στην κοινωνία, ο οποίος θα είναι νομιμοποιητικός του πολιτικού προσωπικού. Οι ρεπουμπλικανικές πόλεις στη βόρεια Ιταλία αποτελούν ένα βραχύβιο παράδειγμα εξαίρεσης1 (αρχές 12ου αι.-αρχές 16ου αι.), όπου εμφανίζονται τα πρώτα δείγματα ενός πολιτικού συστήματος, όπου το δημόσιο συμφέρον έχει την πρώτη προτεραιότητα και οι εκλεγμένοι άρχοντες (οι podestas) υπόκεινται σε περιορισμούς, ενώ παράλληλα αναπτύσσεται μια συγκεκριμένη αντίληψη περί ελευθερίας (μελλοντικά θα αναφερθούμε και σε αυτό το ζήτημα). Η βραχύβια αυτή διάρκεια των ιταλικών πόλεων-κρατών στη μικρή κλίμακα αποτελεί στη Δύση την πρώτη απόπειρα απαλλαγής από τα δεσμά της απολυταρχίας.
Εάν ξεχωρίζαμε στους επόμενους αιώνες μια χαρακτηριστική πολιτική θεωρία που δρομολογεί τη μετάβαση στην πρώιμη ανθρωποκεντρική εποχή, αυτή θα ήταν η φιλοσοφική απόπειρα του John Locke. Οπωσδήποτε οι βασικές έννοιες, όπως η αντίσταση, που συγκροτούν το πολιτικό οικοδόμημα του στοχαστή έχουν διατυπωθεί ήδη από τι αρχές του 16ου αιώνα, όταν γίνονται αντικείμενο υπεράσπισης από του Καλβινιστές, του Ουγενότους και από μεμονωμένους στοχαστές, όπως ο George Buchanan, ο οποίος τάσσεται υπέρ του δικαιώματος της αντίστασης2. Ας εκθέσουμε τα βασικά γνωρίσματα της πολιτικής θεωρίας του φιλοσόφου, της οποίας το εννοιολογικό οπλοστάσιο είναι ιδρυτικό και συνιστά πρόδρομο του παρόντος κοινοβουλευτικού πολιτικού συστήματος.
Καταρχάς, όπως και στην πολιτική θεωρία του Hobbes, υπάρχει μια διάκριση ανάμεσα στη φυσική και πολιτική κατάσταση. Στην πρώτη, οι άνθρωποι είναι εκ φύσεως ελεύθεροι και ίσοι3. Όμως, η μετάβαση στην πολιτική κατάσταση κρίνεται αναγκαία για τους εξής λόγους: α) απουσία ανεξάρτητης δικαστικής αρχής, η οποία θα επιλύει τις διαμάχες των ανθρώπων, β) διασφάλιση και προστασία της ιδιοκτησίας4, γ) επικράτηση δημοσίου συμφέροντος. Οι λόγοι αυτοί καθιστούν επιτακτική την ανάγκη εγκατάλειψης της φυσικής κατάστασης και τη συναίνεση όλων στη σύσταση πολιτικής κοινωνίας. Η συναίνεση, εάν δε δοθεί από όλους, δεν μπορεί να συντελεστεί η μετάβαση.
Αφού λοιπόν επιτευχθεί η μετάβαση στην πολιτική κοινωνία, επόμενο βήμα είναι η σύσταση της κυβέρνησης. Εδώ απαιτείται η συναίνεση της πλειοψηφίας, που εκχωρεί την εξουσία ως καταπίστευμα (trust), με σκοπό η κυβέρνηση να διασφαλίσει όσα κινδύνευαν στη φυσική κατάσταση και να λειτουργεί χωρίς αυθαίρετη παρέμβαση στη ζωή των ατόμων. Σκοπός της κυβέρνησης είναι η εφαρμογή των νόμων που ψηφίζει το εκλεγμένο νομοθετικό σώμα, που πρεσβεύει τη γνώμη της κοινωνίας. Συμπεραίνουμε ότι προβλέπεται διάκριση εξουσιών, τις οποίες ο φιλόσοφος αποκαλεί νομοθετική, εκτελεστική και ομοσπονδιακή αντίστοιχα.
Όμως το πολίτευμα που προτείνει ο Locke (συνταγματική μοναρχία) υπόκειται και σε εκφυλισμό, την οποία αποκαλεί ο ίδιος «τυραννία». Ο στοχαστής θα διατυπώσει ξεκάθαρα ότι «εκεί που τελειώνει ο νόμος αρχίζει η τυραννία, αν ο νόμος παραβιάζεται εις κάποιου άλλου»5. Η τυραννία συνιστά ένα εκφυλισμένο πολιτικό φαινόμενο, όπου αγνοείται κάθε έννοια δημοσίου συμφέροντος για να εξυπηρετηθούν τα ιδιοτελή συμφέροντα του τυράννου, που ασκεί αυθαίρετα την εξουσία. Σε αυτήν την περίπτωση προκύπτει παραβίαση του καταπιστεύματος, επέκταση της εξουσίας πέρα από το δίκαιο. Στο σημείο αυτό, χάνεται κάθε απαίτηση πολιτικής υποχρέωσης υπακοής στη βούληση του τυράννου, διότι αυτός δεν εκπροσωπεί πλέον το δημόσιο συμφέρον.
Στον εκφυλισμό αυτόν θεμελιώνεται και το δικαίωμα της αντίστασης. Ο φιλόσοφος θα υποστηρίξει, ότι όταν η αδικία που υφίσταται λόγω της τυραννικής συμπεριφοράς, βλάπτει τους περισσότερους, τότε ο λαός έχει το δικαίωμα της αντίστασης ώστε να αποκαταστήσει την πολιτική ομαλότητα. Προϋπόθεση για την άσκηση του εν προκειμένω δικαιώματος είναι η βλάβη που προκαλεί ο εκφυλισμός, στην πλειοψηφία. Επίσης, η άσκηση του δικαιώματος θεμελιώνεται στην ανάγκη του λαού να έχει εκλεγμένο νομοθετικό σώμα, του οποίου η λειτουργία υπονομεύεται στο τυραννικό καθεστώς. Ο λαός αντιστέκεται για να επαναφέρει τη νόμιμη διακυβέρνηση, που διασφαλίζει την ειρηνική συνύπαρξη των ατόμων. Τέλος, ο λαός έχει το δικαίωμα να αντισταθεί, όταν παραβιάζεται η ιδιοκτησία του κατάφωρα. Επομένως, η αντίσταση εδράζεται στην επαναφορά όλων όσων έπρεπε να προστατευτούν στην πολιτική κατάσταση και κινδυνεύουν επί τυραννίας.
Από αυτή τη σύντομη περιγραφή των βασικών γνωρισμάτων της πολιτικής θεωρίας του Άγγλου φιλοσόφου, μπορούμε να συνοψίσουμε τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά που δρομολογούν την εγκαθίδρυση του κοινοβουλευτισμού: νομιμοποίηση του πολιτικού προσωπικού (που σταδιακά αποκτάται καθολικά), διάκριση των εξουσιών, ατομική ελευθερία και πολιτικά δικαιώματα, δικαίωμα αντίστασης κ.λ.π. Το πρόταγμα που εκφράζει τα παραπάνω, θα προβληθεί από τους εκπροσώπους της Γαλλικής Επανάστασης. Το πολιτικό σύστημα θα αρχίσει να γνωρίζει σταδιακές βελτιώσεις μέχρι τη σύγχρονή του ολοκλήρωση. Από το δικαίωμα ψήφου των ανδρών με ιδιοκτησία, μέσω κοινωνικών αγώνων, θα καταλήξουμε στο καθολικό δικαίωμα ψήφου. Θα συσταθεί επίσης το κοινωνικό κράτος και το κράτος πρόνοιας, θα βελτιωθούν σημαντικά και οι συνθήκες της εργασίας μέσα στη νέα πολιτειακή οντότητα, που είναι το έθνος-κράτος. Όμως, σε αυτήν την προοδευτική μετάβαση, πρέπει να εστιάσουμε το ενδιαφέρον μας σε ορισμένα χαρακτηριστικά που θα μας βοηθήσουν να κατανοήσουμε καλύτερα το χαρακτήρα της νεώτερης πολιτείας και κυρίως τη σχέση κοινωνίας και πολιτικής. Αυτά είναι τα ακόλουθα:
- Ενώ στην απολυταρχία, ο μονάρχης ήταν ιδιοκτήτης του κράτους, στη νεωτερικότητα, το κράτος αποκτά τη θέση νομικού πλάσματος, στο οποίο εμπεριέχεται το πολιτικό σύστημα, το οποίο νομιμοποιείται από το εκλογικό σώμα. Το κράτος είναι ο ιδιοκτήτης του πολιτικού συστήματος. Πολιτικό σύστημα και κράτος έρχονται σε ταύτιση στη νεωτερικότητα. Αυτή η νέα πραγματικότητα όμως δεν αλλάζει τη φύση της πολιτικής, καθώς αυτή παράγεται δια του κράτους, διότι το πολιτικό σύστημα ανήκει σε κάποιον τρίτον έναντι της κοινωνίας και όχι σε αυτήν.
- Η εγκαθίδρυση της συγκεκριμένης πολιτειακής πραγματικότητας συμπίπτει στη Δύση με την εμφάνιση της εθνικής συνείδησης. Οι κοινωνίες που έχουν αποκτήσει την ατομική τους ελευθερία, έχουν εντοπίσει ότι συγγενεύουν πολιτισμικά σε ορισμένες συνιστώσες. Απαιτούν η πολιτική εξουσία να ασκείται προς όφελος του έθνους (δηλαδή της ταυτοτικής συνείδησης της κοινωνίας), ανεξαρτήτως πως χρησιμοποιείται η ιδέα αυτή από τους κατόχους της πολιτικής κυριαρχίας. Δηλαδή καθήκον της εκάστοτε κυβέρνησης αποτελεί η αναφορά των επιλογών στο συμφέρον της κοινωνίας, που συγκροτεί έθνος. Δηλαδή, την ευθύνη του έθνους την αποκτά το κράτος/σύστημα. Ο προσδιορισμός του εθνικού και συλλογικού συμφέροντος γίνεται από την εκάστοτε πολιτική εξουσία. Αυτό δε σημαίνει, οφείλω να τονίσω, ότι το έθνος ταυτίζεται με το κράτος, αλλά ότι το δεύτερο (δηλαδή το πολιτικό προσωπικό) έχει την πολιτική αρμοδιότητα και την ευθύνη να αποφασίζει για το έθνος.
- Για πρώτη φορά το άτομο αποκτά ελευθερία η οποία αφορά την αυτονομία στην προσωπική του ζωή. Παρ’ όλα αυτά, όπως και στην περίοδο και της απολυταρχίας, σε σχέση με το πολιτικό σύστημα είναι εγκλωβισμένος στο καθεστώς του ιδιώτη6. Έχει τη θέση ατελούς πολίτη (υπηκόου), ο οποίος απέναντι στο πολιτικό και οικονομικό σύστημα έχει πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα. Νομιμοποιεί το πολιτικό προσωπικό, αλλά δεν επηρεάζει περαιτέρω τη λήψη των αποφάσεων.
Μέχρι εδώ περιγράψαμε συνοπτικά τη νέα πολιτειακή πραγματικότητα που αναδείχθηκε με τη μετάβαση των δυτικοευρωπαϊκών κοινωνιών σε μια ανθρωποκεντρική εποχή, η οποία άρχισε να εγκαθιδρύεται στα τέλη του 18ου αιώνα και ολοκληρώνεται μέσα από πολέμους, συγκρούσεις και αναταράξεις μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Στο περιβάλλον αυτό, πολλά κεκτημένα που κατοχυρώθηκαν υπέρ της κοινωνίας, διεκδικήθηκαν λόγω των εξωθεσμικών παρεμβάσεων (διαδηλώσεις, πορείες, απεργίες) της ίδια της κοινωνίας με κόστος το αίμα πολλών ανθρώπων. Η ανάδυση των εργατικών συνδικαλιστικών κινημάτων με θεωρητικό όχημα τις σοσιαλιστικές ιδέες, έφερε στο προσκήνιο την παρέμβαση του κράτους στις δυνάμεις της οικονομίας ώστε να ωφεληθούν οι δυνάμεις των «προλεταρίων». Αυτό που συνέβαινε στο κλειστό κράτος πολιτικής κυριαρχίας, ήταν η συνάντηση κοινωνίας και πολιτικής στο επίπεδο της ιδεολογίας. Ο φιλελεύθερος ψήφιζε τον φιλελεύθερο, για να ευνοηθεί η επιχειρηματική πρωτοβουλία του ιδιώτη. Ο σοσιαλιστής ψήφιζε σοσιαλιστή, ώστε να βελτιωθεί αντίστοιχα η δική του κοινωνική θέση. Επομένως, η προσπάθεια ικανοποίησης των αιτημάτων των κοινωνικών τάξεων ήταν εφικτή, διότι ο παράγοντας της οικονομίας αναπτύσσονταν στο εσωτερικό του κράτους, οπότε ήταν δυνατή η συναίνεση με τους εκπροσώπους των δυνάμεων αυτών, ώστε τα οφέλη να υφίστανται και για τον εργατικό κόσμο. Γι’ αυτό και με πολλούς αγώνες, που κόστισαν το θάνατο πολλών ανθρώπων, επεκτάθηκαν τα πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα και οικοδομήθηκε σταδιακά το κοινωνικό κράτος στην Ευρώπη. Συνεπώς, οι πολιτικές του πολιτικού συστήματος, έστω και με μεγάλες δυσκολίες, είχαν τεθεί σε ένα πλαίσιο συνολικής διαπραγμάτευσης.
Η κατάσταση αυτή αρχίζει να αλλάζει δραματικά ήδη από τη δεκαετία του ’80, καθώς αρχίζει να συντελείται η λεγόμενη παγκοσμιοποίηση. Συγκεκριμένα, δύο σημαντικοί παράγοντες που λειτουργούσαν στο εσωτερικό των κρατών, αυτονομούνται και επεκτείνονται πλανητικά: η οικονομία και η επικοινωνία. Ο επιχειρηματίας, που προηγουμένως ανέπτυσσε τις δραστηριότητές του στο κράτος, τα τελευταία χρόνια δύναται να υπερβεί την κρατική πραγματικότητα. Οποιαδήποτε προσπάθεια κρατικής παρέμβασης στη δραστηριότητά του ή απόπειρα φορολόγησής του θα τον οδηγήσει να μεταφέρει την επιχειρηματική του δραστηριότητα σε άλλη χώρα. Σε διαφορετική περίπτωση, θα υπαγορεύει πολιτικές στους κατόχους του πολιτικού συστήματος. Δηλαδή, οι δυνάμεις της οικονομίας έχουν μεταβληθεί σε παραγωγό πολιτικής που δεν εξαρτώνται από τις αντίστοιχες κρατικές. Διαπιστώνεται το γεγονός, ότι η παράμετρος της οικονομίας έχει προχωρήσει σε ένα άλμα προς τα εμπρός έχοντας πλέον τη δυνατότητα να επηρεάσει το περιεχόμενο των αποφάσεων, ενώ οι εκπρόσωποι του πολιτικού συστήματος γνωρίζουν τα όριά τους σε αυτήν την νέα πραγματικότητα. Επομένως, οι συσχετικοί δύναμης ανάμεσα στην αγορά, το κράτος και την κοινωνία έχουν ανατραπεί με αποτέλεσμα το όφελος της πρώτης και τον εγκιβωτισμό των τελευταίων σε μεγαλύτερη πολιτική αδυναμία, καθώς (κυρίως οι κοινωνίες που ιδιωτεύουν) αδυνατούν να περιορίσουν το συμφέρον και τη βούλησή τους. Αυτό συμβαίνει, διότι η πολιτική πραγματικότητα έχει μείνει προσκολλημένη στο αξιακό και ιδεολογικό περιβάλλον του 19ου αιώνα, τότε που πρωταρχική ανάγκη ήταν η απαλλαγή από τη φεουδαρχία και την απολυταρχία με σκοπό να συγκροτηθούν οι κοινωνίες με ελευθερία (ατομική στην περίπτωση αυτή).
Η πραγματικότητα αυτή έρχεται να καταδείξει δύο νέα αρνητικά δεδομένα, των οποίων η εμφάνιση οδηγεί σταδιακά στην κατάρρευση δύο βεβαιοτήτων:
- Η απεργία ή η διαδήλωση που ήταν το μέσο πίεσης στο πολιτικό προσωπικό, με σκοπό να ωφελούνται οι κοινωνικές ομάδες, δεν έχει κανένα αποτέλεσμα, καθώς, όπως εξηγήθηκε, οι πολιτικές αποφάσεις επηρεάζονται και από τις δυνάμεις της οικονομίας, οι οποίες πλέον δρουν πλανητικά.
- Επίσης, η νομιμοποίηση του πολιτικού προσωπικού και η εναλλαγή των κομμάτων στην εξουσία δε διαφοροποιεί σημαντικά τις ακολουθητέες πολιτικές, διότι η βούληση (ακόμα και αν διέπεται από καλές προθέσεις) των πολιτικών δυνάμεων υπονομεύεται από το συμφέρον των χρηματοπιστωτικών δυνάμεων. Επομένως, οι κοινωνίες που ήδη ιδιωτεύουν, δεν μπορούν να ανατρέψουν τους συσχετισμούς, αναδεικνύοντας απλώς τον έναν υποψήφιο αντί του άλλου.
Η διαρραγείσα σχέση ανάμεσα στην κοινωνία, το κράτος και την αγορά, οδήγησε και οδηγεί σταδιακά στην απώλεια όσων κατακτήθηκαν με αγώνες πολλών δεκαετιών. Επομένως, το πρόβλημα που προκύπτει και μπορεί να τεθεί υπό τη μορφή ερωτήματος, είναι το ακόλουθο: πώς θα αποκατασταθεί η σχέση αυτή ώστε οι πολιτικές αποφάσεις να λαμβάνονται και προς το συμφέρον της κοινωνίας των πολιτών; Με άλλα, πώς θα αλλάξει το περιεχόμενο των αποφάσεων ώστε να εξισορροπηθούν οι συσχετισμοί δύναμης;
Η απάντηση στο ερώτημα αυτό, κατά τη γνώμη μου, πρέπει να συνδεθεί με την αλλαγή στη μέχρι τώρα σχέση κοινωνίας και πολιτικής, δηλαδή με τη μετάλλαξη του ίδιου του πολιτικού συστήματος, καθώς δεν αρκεί απλά η ψήφος ως μέσο νομιμοποίησης, η διαδήλωση και η απεργία. Στην περίπτωση αυτή, αλλαγή του πολιτικού συστήματος σημαίνει θεσμοθέτηση της βούλησης της κοινωνίας και της τακτικής μετοχής της στη λήψη των αποφάσεων. Μια τέτοια αναβάθμιση του ρόλου της συλλογικότητας θα σήμαινε έναν χαρακτήρα για το πολιτικό σύστημα που προσομοιάζει στην αντιπροσώπευση.
Ιδρυτική προϋπόθεση του αντιπροσωπευτικού αμεσοδημοκρατικού χαρακτήρα πολιτικού συστήματος είναι η κοινωνία να συγκροτεί δήμο-θεσμό της πολιτείας7 και αναλαμβάνει το θεσμικό ρόλο του εντολέα και το πολιτικό προσωπικό, το οποίο στην παρούσα κατάσταση κατέχει ολόκληρο το πολιτικό σύστημα, να αναλαμβάνει το ρόλο του εντολοδόχου. Δηλαδή, στην αντιπροσώπευση υφίσταται ένας επιμερισμός του πολιτικού συστήματος σε δύο πόλους, με αποτέλεσμα ο πολίτης να μην είναι ιδιώτης που μεριμνά για την ατομική του ευημερία, αλλά καλείται ως μέλος του θεσμοθετημένου σώματος να εκδηλώσει τη βούλησή του σε σχέση με το δημόσιο συμφέρον. Κοντολογίς, η έννοια της κοινωνίας των πολιτών (όχι το civil society,αλλά η κοινωνία ως ολότητα) συνιστά πολιτική κατηγορία, συντελεστή του πολιτικού συστήματος και αποτελεί διαρκής θεσμική παράμετρο της πολιτείας.
Η ανάληψη του ρόλου του εντολέα εμπεριέχει ορισμένες αρμοδιότητες, μέσω των οποίων επηρεάζει το περιεχόμενο των αποφάσεων προς το δικό του συμφέρον. Οι αρμοδιότητες αυτές είναι οι ακόλουθες8:
- Χάραξη/υπαγόρευση των βασικών κατευθύνσεων της πολιτικής που θα ασκηθεί από τον εντολοδόχο
- Απόφανση για τα μείζονα ή για όποια ζητήματα κρίνει σημαντικά η κοινωνία των πολιτών
- Αξίωση προς τον εντολοδόχο να ανασκευάζει ή να παίρνει πίσω αποφάσεις οι οποίες εξέρχονται του εντολιακού πλαισίου που εχάραξε ή με τις οποίες απλώς διαφωνεί
- Η ρητή απαγόρευση στον φορέα της πολιτικής εξουσίας να μεταβάλει άποψη ως προς τις ακολουθητέες πολιτικές χωρίς την εκπεφρασμένη κατ’ ελάχιστον συναίνεση του δήμου
- Έλεγχος των πεπραγμένων του πολιτικού προσωπικού
- Δυνατότητα ανάκλησης του εντολοδόχου
- Απόδοση ευθυνών με την προσαγωγή του στη δικαιοσύνη
Το πρόταγμα για αλλαγή του πολιτικού συστήματος προς αυτήν την κατεύθυνση είναι, κατά τη γνώμη μου, η μοναδική οδός υπέρβασης της κρίσης, για την οποία ευθύνεται η τεράστια απόσταση που υπάρχει ανάμεσα στην εποχή που έχουν εισέλθει ήδη οι δυνάμεις της οικονομίας και στην εμμονή στο παρελθόν που βρίσκονται οι κοινωνίες και το πολιτικό σύστημα τόσο ιδεολογικά, όσο και αξιακά. Η προβολή τέτοιου προτάγματος απαιτεί και μια ρήξη με το σύνολο των ιδεών που διαμόρφωσε στο νεώτερο άνθρωπο η διανόηση που κλήθηκε να υπερασπίσει την απαλλαγή από τη φεουδαρχία. Γίνεται αντιληπτό, ότι για να αποκατασταθεί η ισορροπία των δυνάμεων, μένει μόνο να συντελεστεί η προοδευτική μετάβαση της πολιτειακής πραγματικότητας στο μέλλον.
Ανακεφαλαιώνοντας, πρέπει να τονιστεί ότι είναι αναγκαίο να σκεφτούμε για τις κοινωνίες εν ελευθερία όχι στατικά, αλλά να καταλάβουμε ότι η εξελικτική τους πορεία δεν έχει ολοκληρώσει το τέλος της. Γι’ αυτό και επιχείρησα να προβάλω ότι το πολιτικό σύστημα που κλήθηκε να κατοχυρώσει την ατομική ελευθερία και τα δικαιώματα, αδυνατεί πλέον να συμβάλει στην ευημερία των κοινωνιών, διότι δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις εξελίξεις που έχουν συντελεστεί στον κόσμο. Αυτό σημαίνει, ότι έχει αποκτήσει συντηρητικό χαρακτήρα, δηλαδή έχει αποκοπεί από την πρόοδο, διότι αφενός η δομή του δεν μπορεί να παράγει θετικά αποτελέσματα για τις κοινωνίες, αφετέρου δεν μπορεί να απελευθερώσει τις ίδιες περαιτέρω, δηλαδή να τις δώσει ρόλο ως προς τη λήψη των αποφάσεων. Συνεπώς, είναι αναγκαίο να απαιτήσουμε τη μετατροπή της κοινωνίας σε εταίρο του πολιτικού συστήματος και όχι να επιμένουμε να είμαστε ιδιώτες. Σε κείμενα που θα αναρτηθούν στο μέλλον, θα παρουσιαστούν οι θεσμοί που δίνουν τη δυνατότητα στην κοινωνία να συνιστά εντολέα. Περιορίστηκα σε αυτό το κείμενο να προβάλω τον ισχυρισμό μου σχετικά με την επιδιωκόμενη κατεύθυνση που είναι αναγκαίο να έχουν οι πολίτες, ώστε να ωφελούνται από τις πολιτικές αποφάσεις,αφού το υπάρχον πολιτικό σύστημα δεν μπορεί ανταποκριθεί στο συμφέρον αυτών. Θεωρώ, πως όσο είναι προσκολλημένοι στο νεωτερικό πολιτικό περιβάλλον, τόσο οι αποφάσεις θα εξακολουθούν να είναι αρνητικές και επιβαρυντικές για τις ίδιους.
1# Skinner Quentin, «Οι ιταλικές πόλεις-δημοκρατίες» στο Dunn John (επιμ.), Δημοκρατία: Το ταξίδι που δεν τελείωσε 508 π.Χ-1993 μ.Χ (μτφρ. Π. Χιωτέλης-Α.Παρίση), Αθήνα:Εκδόσεις Καρδαμίτσα,1993,σ.77-95
2# Skinner Quentin, Τα θεμέλια της νεότερης πολιτικής σκέψης: Η Αναγέννηση-Η εποχή της Μεταρρύθμισης(μτφρ. Μ. Σαρηγιάννης), Αθήνα:Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 2005, Μέρος Έκτο, σ.505-621
3# Locke John, Δεύτερη Πραγματεία περί Κυβερνήσεως,§4
4# Η έννοια της ιδιοκτησίας συμπεριλαμβάνει ό,τι εμπεριέχεται στη ζωή του ανθρώπου,. Βλ. Locke John, όπ.π…,§123
5# όπ.π…,§202
6# Σχετικά με την ιδιότητα του πολίτη και την τυπολογία της, βλ. Κοντογιώργης Γεώργιος, Πολίτης και πόλις:Έννοια και τυπολογία της πολιτειότητας,Αθήνα:Εκδόσεις Παπαζήση,2003
7# Τα βασικά γνωρίσματα του αντιπροσωπευτικού συστήματος ήδη είχαν εμφανιστεί με τις μεταρρυθμίσεις του Σόλωνα. Βλ. Σακελλαρίου Μιχαήλ, Η αθηναϊκή δημοκρατία,Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2004, σ.90-94
8# Κοντογιώργης Γεώργιος, Οι ολιγάρχες: Η δυναμική της υπέρβασης και η αντίσταση των συγκατανευσιφάγων, Αθήνα:Εκδόσεις Πατάκη, σ.33-34
πηγή: respublica.gr