Το γενικότερα ανθρώπινο πρόβλημα, το οποίο θέτει η αρχαία ελληνική τραγωδία, είναι η σύγκρουση ανάμεσα σε υψηλές αξίες, ιδεώδη και υποχρεώσεις. Αυτήν τη σύγκρουση την αντιλαμβανόμαστε καθημερινά, κάθε στιγμή, σε σιωπηλή μορφή μέσα μας.
Γίνεται ανεπίλυτη όταν αυτές οι αξίες βιώνονται ως αποκλειστικές, επομένως όταν τίθενται με απόλυτο τρόπο. Πρόκειται για τη διάσταση του απόλυτου της δικαιοσύνης ή της τάξης, της αγάπης ή της αυτονόμησης, της τιμής ή της υποχρέωσης απέναντι σε άλλους. Απώλεια του μέτρου στην υπηρεσία αυτών των αξιών και υποχρεώσεων, καταναγκαστική πρόκληση αυτών ακριβώς των πραγμάτων που προσπαθούμε να αποφύγουμε περισσότερο από κάθε τι άλλο. Και πάνω από όλα, μαζικές συγκρούσεις ανάμεσα σε αντιτιθέμενα ιδεώδη, υποχρεώσεις και είδη αφοσίωσης – εμφανίζονται ως κεντρικές τραγικές συγκρούσεις.
Αυτό που πρέπει να επιτευχθεί, είναι η απόσταση του ποιητή, του χορού και των θεατών από τα τρία στοιχεία της απολυτοποίησης, της μυθικής πόλωσης και του καταναγκασμού. Μια απόσταση που πρέπει να δρα ενάντια σε κάθε ταύτιση. Αυτή η ταύτιση και αυτός ο δεσμός του κοινού με τον πρωταγωνιστή στηρίζεται στο θαυμασμό για το μεγαλείο του και τα εξαιρετικά του χαρακτηριστικά, στη συμπόνια για το πάθος και την οδύνη του, στην αντιπροσωπευτική, παραδειγματική φύση του πεπρωμένου του.
Αντιπροσωπευτική και παραδειγματική για ποιο πράγμα; Για τα βίαια κομμάτια της ψυχικής μας ζωής που διαρρηγνύονται εντός ανεπίλυτων συγκρούσεων. ΟΗι τραγικοί ήρωες και τα κεντρικά πρόσωπα της τραγωδίας εκπροσωπούν τις κυρίαρχες μορφές της εσωτερικής σύγκρουσης, δηλαδή τους βασικούς σχηματισμούς της ανθρώπινης συγκρουσιακότητας εν γένει. Μια συγκρουσιακή φύση που χαρακτηρίζεται από τη διχοτόμηση, την υπερβολή, την αδυναμία αντίστασης, των αμυντικών λειτουργιών, όπως η άρνηση, η προβολή, η στροφή ενάντια στον εαυτό και ιδιαίτερα ο κατακλυσμός από έντονες καταστάσεις κρίσεων συνείδησης και αυτοκαταδίκης.
Την μυθική όπως και την νευρωτική σκέψη την διαπερνά και την υφαίνει η τριάδα της απόλυτης τοποθέτησης, της πόλωσης (διάσπασης) ανάμεσα στη βίωση του εαυτού και του κόσμου και του ψυχαναγκασμού. Η ιδιαιτερότητα του τραγικού στοιχείου είναι ότι ο ποιητής, οι θεατές, και πάνω από όλα ο χορός – σε αντίθεση με τους πρωταγωνιστές – παίρνουν μια θέση εκτός αυτής της τριάδας και δεν παραμένουν αιχμάλωτοι της. Η σύνδεση ανάμεσα στον ήρωα και στο κοινό είναι διπλή: Από την μία πλευρά υφίσταται στην ταύτιση με την μυθική απολυτοποίηση ενός ιδεώδους και σε αυτήν την μυθική σχάση ανάμεσα στο απόλυτα καλό και στο απόλυτα κακό. Βρίσκεται επίσης σε αυτήν την πλήρη αναίρεση της εσωτερικής ελευθερίας, μιας ελευθερίας που καθυποτάσσεται στην αλυσίδα τόσο μιας εσωτερικής όσο και μιας εξωτερικής αιτιότητας. Θέλω να επισημάνω πως τα παραπάνω είναι μέρη του εαυτού μας και μας δημιουργούν προβλήματα. Από την άλλη πλευρά, ο δεσμός ήρωα και κοινού δημιουργείται μέσα από την εξέλιξη της τραγικής πράξης, η οποία οδηγεί στον πόνο, την ενοχοποίηση και την ταπείνωση και στο τέλος στην διδαχή, την ενόραση, τη μάθηση μέσα από την οδύνη – στην τραγική μεταμόρφωση, όπως το διατύπωσε ο George Elliot.
Είναι ακριβώς αυτός ο διττός χαρακτήρας στη θέαση των πραγμάτων – η απώλεια του μέτρου στον ήρωα σε αντιδιαστολή με τη μετριοπάθεια του χορού που σχετικοποιεί το μυθικό στοιχείο και προσφέρει απελευθερωτική γνώση.
Από την άλλη μεριά, ο χορός υποστηρίζει το αξίωμα του μετριασμού, επικαλείται απόψεις που διατηρούν τις καθοριστικές αναλογίες αναζητώντας τη συμφιλίωση του μακρινού με το οικείο μέσα από τον ορθό λόγο. Σύμφωνα με το δομικό μοντέλο της ψυχής (Αυτό – Εγώ – Υπερεγώ), κατανοούμε την ψυχική ζωή ως μια εσωτερική, ανεπίλυτη, ασυνείδητη σύγκρουση, την οποία βρίσκουμε στους πρωταγωνιστές της τραγωδίας. Στις συγκρούσεις τους συγκλίνουν όλα τα αρχαϊκά, εκτεταμένα ασυνείδητα στοιχεία, κυρίως του Αυτό και του Υπερεγώ, όπως επίσης μέχρι ένα σημείο και τα ασυνείδητα μέρη του Εγώ, όπως οι αμυντικές του λειτουργίες. Το πλαίσιο του χορού συσχετίζεται με εκείνο το κομμάτι του Εγώ που παρατηρεί, που αναστοχάζεται τον εαυτό του, που αποφασίζει και προσδιορίζεται από την λογική. Αυτό το πεδίο στο Εγώ είναι η έδρα της αυτονομίας, της επιλογής και της απόφασης. Αυτή η βαθιά αντίθεση, αυτή η σύγκρουση ανάμεσα στο μέρος του εαυτού που κυριαρχείται από βαθιές εσωτερικές συγκρούσεις και το μέρος που προσπαθεί να κυριαρχήσει πάνω τους, μας παραπέμπει σε έναν βίαιο αγώνα ο οποίος καθορίζει κατ’ επανάληψη την ανθρώπινη ιστορία:
Το Τραγικό γεννιέται μέσα από το Μυθικό, είναι η μετάβαση από το μυθικό στοιχείο στην φιλοσοφία. Η πίστη στην απόλυτη αλήθεια αντικαθίσταται από την θέαση των ανεπίλυτων αντιθέσεων και της σχετικότητας τους. Και ωστόσο η τραγωδία μας λέει: Nostra res agitur – αυτή η ένταση, αυτή η βασική σύγκρουση, η ροπή προς το μύθο, προς το απόλυτο, προς το καταναγκαστικό και προς μια διχοτομημένη πραγματικότητα, μας αφορά όλους, κατοικεί μέσα μας, μας απειλεί κάθε στιγμή. Κανένας από εμάς δεν είναι σε θέση να της ξεφύγει για πάντα. Είναι το ανθρώπινο πεπρωμένο που κυρίως διαμορφώνεται από αυτές τις δυνάμεις, μιας και αναδύεται από τις ρίζες του βασιλείου της τραγικότητας.
Το Μυθικό είναι κατά κύριο λόγο ο καθρέφτης της αρχαϊκής ηθικής συνείδησης (des archaischen Gewissens). Ο ψυχαναγκασμός της επανάληψης συνδέει το μυθικό με το νευρωτικό στοιχείο. Και στα δύο πρόκειται για συγκρούσεις εντός της ηθικής συνείδησης, για αγώνες ανάμεσα σε θεϊκά στοιχεία. Στοιχεία που εξαναγκάζουν στη δυναμική αναγκαιότητα της επανάληψης.
Η τραγική σκέψη διακόπτει αυτήν τη μεροληψία. Δηλώνει την σύγκρουση και την οδηγεί μέχρι το πικρό της τέλος απολυτοποιώντας την. Ωστόσο οδηγεί πέρα από την σύγκρουση: στο να σκεφτούμε γύρω από το μέτρο και την απώλεια του, να κάνουμε λέξεις τα αισθήματα και τις επιθυμίες. Να ιεραρχήσουμε τις αξίες που καθορίζουν την ζωή. Στην πραγματικότητα το μεγαλείο της τραγωδίας, για το οποίο Ο Νίτσε διαμαρτύρεται χαρακτηρίζοντας το ως θάνατο του τραγικού (στον Ευριπίδη για παράδειγμα), βρίσκεται πέραν της απώλειας των ορίων και της κατακλυσμιαίας υπερβολής. Ο τραγικός ήρωας στον Ευριπίδη συναντά με παρρησία τον θάνατο χωρίς να αναλώνεται σε σκέψεις γύρω από το ξεπέρασμα του.
Με άλλα λόγια, το τραγικό στοιχείο εμφανίζεται αρχικά ως μια ιδιαίτερη μορφή του μυθικού στοιχείου. Σε αυτήν την μορφή κάποιες πτυχές εισέρχονται υπερβολικά μέσα στο αδιαπραγμάτευτο. Ωστόσο η κατάληξή του είναι μια αναίρεση του μυθικού στοιχείου, μια μετάβαση στη φιλοσοφία, σε κάτι μη μυθικό, σε κάτι αντι-τραγικό, θα μπορούσε να πει κανείς.
Γιατί όμως είναι τόσο γοητευτική η μυθική σκέψη; Επειδή ικανοποιεί την ακόλουθη φαντασίωση: ‘’Αν είμαι καλός και συνδέομαι με τις δυνάμεις του καλού και της καθαρότητας, θα βρω τελικά την λύτρωση. Γιατί πάνω από όλα πράγματι υπάρχει η απόλυτη δικαιοσύνη’’. Στην Τραγωδία πάλλεται αυτή η αρχέγονη ελπίδα του ανθρώπου πως παρόλη την οδύνη και την προσβολή που προκαλεί η αδικία – δεν μπορεί παρά να υπάρχει μια εξισορροπητική εγκόσμια δικαιοσύνη. Στο τραγικό στοιχείο κατοικεί με παράδοξο τρόπο η ενασχόληση με το ζήτημα της δικαιοσύνης ρητά ή άρρητα, μιας και το ζήτημα της σύγκρουσης των αξιών, της αφοσίωσης και της ηθικής συνείδησης είναι επιτακτικό. Το κεντρικό ζήτημα της ελληνικής Τραγωδίας είναι η δικαιοσύνη, σύμφωνα με τον Sewall.
Το τραγικό στοιχείο, κατά την αναζήτηση δικαιοσύνης με απόλυτο τρόπο, οδηγεί στην τελική αποτυχία αυτής της προσδοκίας. Το κυρίως τραγικό είναι αυτή η αναζήτηση μιας άνευ όρων δικαιοσύνης, αυτή η κραυγή που απαιτεί την εξανθρώπιση του Θείου. Και αυτή η επίκληση ενός Απέναντι, το οποίο πεισματικά κι ενάντια σε κάθε απόδειξη, είναι δίκαιο. Αυτή η αναζήτηση είναι μάταιη κι οδηγεί στην απόγνωση. Απόγνωση που προέρχεται από το γεγονός πως δεν υπάρχει μια τέτοια υπερβατική δικαιοσύνη και απόφανση για τα ανθρώπινα πράγματα. Αντίθετα, τα μονοπάτια του κόσμου είναι απάνθρωπα κι επομένως άδικα. Η αναζήτηση οδηγεί στην προοπτική μιας εξόδου από την απόγνωση σε μια μακρινή, άφταστη για τον τραγικό άνθρωπο, κορυφή.
Η αμφισβήτηση της πέραν του ανθρώπινου έγκυρης δικαιοσύνης και όλων των άλλων απόλυτα τιθέμενων αξιών εντός της μυθικής συνείδησης καθώς και η αναζήτηση για την βαθιά, πραγματική νομιμότητα, η οποία βέβαια βρίσκεται στον αντίποδα της δικαιοσύνης, αποτελεί το πραγματικό ξεκίνημα της φιλοσοφικής εμβάθυνσης. Σε αυτό το νέο ξεκίνημα προσβλέπει το τραγικό στοιχείο. Αναπτύσσεται μέσα από την επιθυμία της πίστης στο θεϊκό στοιχείο, οδηγεί στον θρυμματισμό αυτής της πίστης και δείχνει δρόμους πέρα από αυτό.
Μπορούμε με αυτόν τον τρόπο να κατανοούμε το τραγικό ως έναν αγώνα ανάμεσα στην Δικαιοσύνη και τη Σοφία. Ακριβέστερα, ανάμεσα στην απελπισμένη αναζήτηση για απόλυτη δικαιοσύνη και την αποδοχή ορίων. Έτσι, μια φιλοσοφική ενόραση του προβλήματος θα μπορούσε να είναι πως το κράτος δύναται να είναι δίκαιο – η μοίρα όμως ποτέ!
Οι αποφάσεις και η στάση του κάθε ανθρώπου καθορίζουν την μοίρα του, ωστόσο δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε εκ των προτέρων αν θα φέρουν καλό ή συμφορά. Συχνά δεν μπορούμε να ξέρουμε αν οι πράξεις μας προκαλούν την ενοχή ή τη δικαίωση, την καταστροφή ή τη δημιουργία. Όσο όμως ακολουθούμε ένα απόλυτο κριτήριο τόσο περισσότερο αποφασίζουμε προς την κατεύθυνση μιας εκτροπής από το μέτρο. Και έτσι αρνούμαστε το δικαίωμα της πρόσβασης σε όλα αυτά που εναντιώνονται στη θέληση μας. Και η οδύνη μεγαλώνει.
Με αυτόν τον τρόπο η σύγκρουση μετατοπίζεται σε ένα άλλο επίπεδο. Ανάμεσα στην επιδίωξη να παραβιαστούν όλα τα όρια της γνώσης, της εξουσίας, της τιμής και της συνθήκης εντός της οποίας κάποιος αγαπιέται – και την υποχρέωση το βίωμα και το πράττειν να διευθετηθούν σύμφωνα με ορθολογικούς κανόνες, δηλαδή την απαίτηση για τάξη και μέτρο. Μια σύγκρουση που στον πυρήνα της βρίσκονται η απώλεια μέτρου και η συγκράτηση του.
Το ίδιο ισχύει και για την θεραπευτική πράξη. Κι εκεί δονείται η προσδοκία του ασθενούς πως ο αναλυτής επιδρά ως εγγυητής μιας βαθύτερης δικαιοσύνης και πως είναι σε θέση να εξισορροπήσει τον όλεθρο του παρελθόντος και την βαρύτητα του τραύματος. Η θεραπεία γίνεται η αρένα της τραγικής διαμαρτυρίας και της ήττας. Μόνο σταδιακά αναδύεται η ενόραση πως ο θεραπευτής είναι εκπρόσωπος μιας άλλης νομιμότητας η οποία βρίσκεται πέραν της εξωτερικής δικαιοσύνης. Πολύ περισσότερο η θέση του έχει να κάνει με την προοπτική να είναι κανείς έντιμος με τον εαυτό του, δίκαιος απέναντι στον εαυτό του. Με μια βαθύτερη έννοια η επιδίωξη είναι να μάθουμε ακούγοντας τον εαυτό μας.
Αυτή η έννοια της δικαιοσύνης είναι ιδιαίτερα εξατομικευμένη, υπόκειται στον χρόνο και είναι ως εκ τούτου σχετική. Ο καλός αναλυτής υπερβαίνει τα απόλυτα και τα πιεστικά/ψυχαναγκαστικά στοιχεία (την Ανάγκη), τα οποία στην απολυτότητα τους είναι συνυφασμένα με την ψυχή. Αναγνωρίζει σε αυτά την αναντίρρητη τραγικότητα που τα κατοικεί.
Η ψυχρή αντικειμενικότητα είναι αδύνατη σε αυτόν τον Αγώνα. Η σύγκρουση, η απόφαση και η οδύνη παραμένουν πλαισιωμένες από έντονα συναισθήματα. Δεν μπορούν να διανοητικοποιηθούν ούτε να αντικειμενοποιηθούν. Η φιλοσοφία παραμένει το ίδιο παθιασμένη όπως και ο μύθος. Γεμάτη πάθος. Το παράδοξο της οδύνης, της ενοχής, του κακού δεν μπορεί να ξεπεραστεί. Όλοι υποφέρουμε από αυτό.
Ποιο θα ήταν επομένως το μήνυμα της τραγωδίας; Μπορεί κανείς να είναι φορτωμένος με ενοχή και ντροπή κι ωστόσο να αποκομίζει την συμπάθεια και την συναίσθηση των άλλων. Παρά το άδικο και το κακό υπάρχει μια αλληλεγγύη που συνδέει θεατές και ήρωες. Κανείς δεν είναι ποτέ μόνο έξω και ποτέ εντελώς μόνο μέσα. Είναι μια διπλή οπτική, μια μετάβαση της τραγικής σύγκρουσης στη συμπληρωματικότητα. Το ξεπέρασμα της σύγκρουσης είναι προσωρινό και παράδοξο. Δεν υπάρχει μήτε δικαίωση μήτε διαφυγή. Όπως δεν υπάρχει οριστική συμφιλίωση ή διέξοδος. Η τραγικότητα ανήκει στη φύση του ανθρώπου.
Απόσπασμα: Leon Wurmser – Ουσία και δομή της ψυχής στην ιστορία του πνεύματος του δυτικού πολιτισμού
πηγή: antikleidi