«Ποτέ το μάτι δεν θα μπορούσε να δει τον ήλιο,
αν δεν ήταν ηλιοειδές [=αν δεν διέθετε ηλιακή
μορφή ή φύση], ούτε η ψυχή θα μπορέσει να
αντικρίσει το ωραίο, αν δεν έχει γίνει πρώτα ωραία
η ίδια».
Γιατί το Ωραίο είναι ωραίο;
Θεμελιώδης πεποίθηση του Πλωτίνου ήταν ότι ο άνθρωπος φέρει μέσα του το θείο και αξίζει, εφόσον αποκτά επίγνωση αυτού, να προσ(ς)-παθεί να το συμφιλιώνει με το θείο του σύμπαντος. Όντας ο τελευταίος διανοητής της αρχαιότητας, ο φιλόσοφος επιδίδεται στη ζήτηση του πραγματικού εαυτού και σαν τον γλύπτη, που προσπαθεί να αποτυπώσει σε ένα κομμάτι πέτρα τη μορφή που θα φέρει στο φως την αυθεντική, την ιδεατή ομορφιά, δηλαδή το νοητό κάλλος, επιχειρεί μέσα στο έργο του να φιλοτεχνήσει την πνευματική άσκηση της ψυχής. Τι σημαίνει η τελευταία τούτη φράση; Πως η ψυχή δεν έρχεται σε ύπαρξη παρά ως μια κίνηση αυτοκάθαρσης του εαυτού από καθετί το ανοίκειο, δηλαδή φόβους, κόπους, εμπειρίες, οδύνες κ.λπ., και ανύψωσης στο επίπεδο του νου, του πνεύματος του καθαρού νοείν. Η Ψυχή, όπως επίσης το Πνεύμα και το Ον, έχουν την εκπήγασή τους από το Ένα. Η αισθητικότητα είναι εικόνα του εαυτού της ψυχής. Τούτο σημαίνει ότι η ψυχή δεν είναι αποστασιοποιημένη από το αισθητό ή υποστασιοποιημένη προβολή πάνω από το αισθητό, αλλά εισχωρεί ως καθαρτική κίνηση σε όλα τα επίπεδα, ακόμη και μέχρι τα φυτά, για να δημιουργήσει ένα νέο ον. Η πορεία προς μια τέτοια δημιουργία συνιστά πορεία ανύψωσης της ψυχής προς το ωραίο, ήτοι επιστροφής στο θείο.
Πότε γίνεται αυτή η ανύψωση, η επιστροφή; Όταν η ανθρώπινη ψυχή επιχειρεί να κατανοήσει τον κόσμο, στον οποίο ανήκει και η ίδια, δηλαδή τον νοητό κόσμο. Πώς μπορεί να τον κατανοήσει, να τον μελετήσει; Με το πιο πολύτιμο μέρος που διαθέτει η φιλοσοφία, τη διαλεκτική. Η ανθρώπινη ψυχή, κατά τον Πλωτίνο, αποτελείται από τρία μέρη: α) από το σταθερά στραμμένο προς τις νοητές πραγματικότητες· β) από το στραμμένο προς τα πράγματα και γ) από το μεσαίο, τα ευρισκόμενο ανάμεσα στα δύο τούτα. Με δεδομένη έτσι αυτή την τρισυπόστατη δομή της, αξιοποιεί εκάστοτε τη δυνατότητα να χαράσσει ανάλογο προσανατολισμό· τη δυνατότητα, για παράδειγμα, να επανέλθει στο Ένα, στην υψηλή εκείνη έκφραση του θείου, από όπου προήλθε, ή να καταβυθιστεί μέσα στην ηδυπάθεια. Πώς δύναται να συμβεί το τελευταίο; Με το να ενεργοποιείται το χειρότερο μέρος της ανθρώπινης ψυχής: τούτο ενίοτε ακολουθεί την κατιούσα, συμπαρασύροντας προς τα κάτω και το ενδιάμεσο, αφού δεν εξουσιάζει το ανώτερο μέρος, προκειμένου να συμπαρασύρει και τούτο προς τα κάτω. Το ενδιάμεσο τμήμα της ψυχής παίζει σημαντικό ρόλο για τη θέαση του ωραίου ή για την απομάκρυνση απ’ αυτό. Τούτο το τμήμα είναι ο σκεπτόμενος εαυτός μας και ανάλογα με τον βαθμό της διαλεκτικής του εκλογίκευσης ανέρχεται προς το ωραίο ή κατέρχεται στην άβυσσο.
Η διαλεκτική χορηγεί στην ανθρώπινη ψυχή την ικανότητα να διατρέχει όλα τα επίπεδα, όλες τις βαθμίδες, να εισχωρεί σε όλα εκείνα τα βάθη, όπου χρειάζεται να εκδηλώνει την έγνοια της για ό,τι επέρχεται ως χειρότερο. Καθ’ όλες αυτές τις διαλεκτικές διαβαθμίσεις της δεν είναι παρούσα ως το Ένα, ως ενιαίο όλο, αλλά ως το ένα ή το άλλο τμήμα της, ως το ένα ή το μη-ένα, καθένα από τα οποία τελεί σε απόλυτη ομο-λογία προς την ενεργοποίηση των συναισθημάτων και από εδώ αρχίζει να προσδιορίζεται ως το λιγότερο ή περισσότερο πνευματικό. Ο άνθρωπος λοιπόν, καθότι είναι αυτή η ψυχή, μπορεί, μεταξύ άλλων, να σκέφτεται τον υλικό κόσμο· τον σκέφτεται, επειδή ζει μέσα σ’ αυτόν και συνάμα επειδή κινείται μέσα στον νοητό κόσμο. Πώς τον σκέπτεται; Με τον τρόπο της τέχνης. Η ψυχή μπορεί να ανέλθει στον ανώτερο κόσμο του πνεύματος και να ζήσει την ομορφιά ως τέτοια, μέσα από την τέχνη, τη μουσική ας πούμε, και την αγάπη για την ομορφιά, για το ωραίο. Όσο η ανθρώπινη ψυχή βιώνει την τέχνη ως δημιουργία και την απολαμβάνει ως τέτοια, διανοίγεται προς τον κόσμο του ωραίου. Εξάλλου, το ωραίο, δεν ενδημεί μόνο και κύρια μέσα στην αίσθηση, στην ύλη, στη σωματικότητα, αλλά και στα ήθη, στις διάφορες συμπεριφορές, στην αρετή κ.α.
Εάν όλα τα πράγματα μπορεί να είναι λιγότερο ή περισσότερο όμορφα και ωραία, υπάρχει κάτι που προηγείται όλων αυτών; Υπάρχει. Είναι η Ιδέα, με βάση την οποία μορφοποιείται το ωραίο πράγμα, η ωραία φύση, το ωραίο άγαλμα κ.λπ. Π.χ. ο ογκόλιθος που απέκτησε την ωραιότητα της μορφής από την τέχνη, δεν θα φαίνεται όμορφος, επειδή είναι πέτρα, αλλά επειδή έχει αυτή τη μορφή που ενστάλαξε μέσα του η τέχνη. Η Ιδέα, απ’ αυτή την άποψη, δεν νοείται ως κάποια υπόσταση έξω από την ψυχή παρά ως πρώτη αρχή της που στρέφει την ψυχή στην αυτοκάθαρσή της, καθιστώντας έτσι την ίδια Ιδέα και Λόγο. Στην αναλογία τούτη, άσχημο είναι εκείνο που δεν μετέχει στην Ιδέα, δεν άρχεται απ’ αυτήν, δεν διέπεται από τη μορφή και τον λόγο. Κάτι τέτοιο συμβαίνει με την ύλη, όταν δεν αποδέχεται ολόκληρο το νόημα που της έχει μεταβιβάσει η Ιδέα. Εν τέλει, είναι δυνατό να εναρμονίζεται η σωματική ωραιότητα με την ομορφιά που προηγείται αυτής; Είναι δυνατόν, γιατί οι συνδυασμοί, το νόημα, η συνοχή του σώματος και όλα τα άλλα στοιχεία που συνθέτουν το κάλλος του παραπέμπουν στην Ιδέα, από την οποία προήλθαν. Αλλά αυτό το κάλλος ανήκει στην κατηγορία εκείνη που μπορεί να συλλαμβάνουν οι αισθήσεις.
Τα είδη ή οι μορφές του κάλλους που δεν μπορούν να συλλάβουν οι αισθήσεις είναι ανώτερα και απαιτούν την ανύψωση της ψυχής σε επίπεδα που θα της επιτρέπουν να θαυμάζει και να βιώνει το κάλλος τέτοιων ειδών, όπως τις ωραίες ενασχολήσεις, την ομορφιά της αρετής, της δικαιοσύνης κ.λπ. Στη βίωση αυτών των ωραίων ενασχολήσεων η ψυχή γεμίζει με συγκίνηση, θαυμασμό, αλλά και με έρωτα. Τότε αυτή καθίσταται εράσμια, άξια του έρωτος. Κατ’ αυτήν την έννοια εκφράζει ένα μέγα κάλλος. Σε σχέση όμως με τούτο το κάλλος υπάρχει και κάποιο μεγαλύτερο, το απόλυτο, το νοητό κάλλος. Όποιος κατορθώνει να φτάσει στη θέα του νοητού κόσμου και του κάλλους του, εισέρχεται στην ιδέα του Νου και δεν κουράζεται πλέον ούτε χορταίνει να θεάται τη διαύγεια του νοητού κόσμου και την ωραιότητά του. Τούτο δείχνει ότι η ανθρώπινη ψυχή, ενόσω ανυψώνεται στη σφαίρα αυτού του κόσμου, πλέει με πλεονάζουσα πληρότητα μέσα στο κάλλος, γίνεται και η ίδια κάλλος. Όσο η ψυχή μετα–μορφώνεται η ίδια σε κάλλος, υποχωρεί το Εγώ του ανθρώπου, κατά την αρνητική του φορά, χάνεται ως τέτοιο, προκειμένου να απλωθεί στην αυθεντική, την ανώτερη ωραία πραγματικότητα του νοητού κόσμου.
πηγή: hegel-platon