ΕΤΙΚΕΤΕΣ

ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ - ΥΜΝΟΣ ΠΡΟΣ ΤΗ ΘΕΑ ΑΘΗΝΑ, "ΣΤΑ ΛΟΥΤΡΑ ΤΗΣ ΠΑΛΛΑΔΑΣ"

Αποτέλεσμα εικόνας για θεά αθηνά μυθολογία


Απόσπασμα , Ὕμνοι (5.1-5.56)


Νεοελληνικό κείμενο



Της Παλλάδας λουτράρισσες, όσες κι αν είστε εβγάτε,εβγάτε, μόλις άκουσα το φρούμασμα των ιερών αλόγωνκι όμορφη καταφτάνει η θεά.Βιαστείτε τώρα ξανθές κόρες του Πελασγού, βιαστείτε.
Τα δυνατά της χέρια η Αθηνά ποτέ δε νίβει
πριν βγάλει τη σκόνη απ᾽ τα λαγόνια των αλόγων της.Ούτε κι όταν γεμάτα ρύπον έφερε τα όπλα τηςγυρνώντας απ᾽ τη μάχη της με τ᾽ άδικα παιδιά της Γης.Μα πριν απ᾽ όλα τους αυχένες των αλόγων από τ᾽ άρμα
έλυσε, και στις πηγές καθάρισε του Ωκεανού
του ιδρώτα τις σταλαγματιές και τον πηγμένο σκούπισεαφρόν απ᾽ τα χαλινοφάγα στόματά τους.Αχαιοπούλες, τρέξετε, μονάχα μύρα και σ᾽ αλάβαστρα αλοιφές μη φέρετε—ακούω των τροχών το τρίξιμο πάνω στους άξονες—
όχι μύρα λουτράρισσες, ούτε αλοιφές σ᾽ αλάβαστρα για την Παλλάδα
—η Αθηνά δεν τις ποθεί τις αλοιφές με μύρα—ούτε καθρέφτη. Πάντοτε όμορφο έχει το πρόσωπο.Ούτε όταν στην Ίδα ο Φρύγας Πάρης δίκαζε τη διαφορά,ούτε τότε σ᾽ ορειχάλκινο καθρέφτη η τρανή θεά κοιτάχτηκε,
ούτε και στου Σιμούντα τα διάφανα νερά.
Ούτε η Ήρα. Η Κύπρις μοναχά παίρνοντας τον διαυγή χάλκινο καθρέφτηέφκιαξε και ξανάφκιαξε δύο φορές την κόμη της.Μα εκείνη, δυο φορές εξήντα διαύλους αφού έτρεξε,όπως στον Ευρώτα οι Λακεδαιμόνιοι
αστέρες, τρίφτηκε μ᾽ αγνό λάδι καθώς είχε πείρα,
λάδι που βγαίνει απ᾽ το δικό της δέντρο,ω κόρες και κοκκίνισε το πρόσωπό της ωσάν της αυγήςτο ρόδο ή ωσάν τον κόκκο της ροδιάς.Για τούτο τώρα λάδι για άντρες φέρτε της μονάχα,
αυτό που ο Κάστορας αλείβεται κι ο Ηρακλής.
Και χτένα φέρτε της ολόχρυση την κόμη να χτενίσει,και να γυαλίσει τις μπούκλες της τις λαμπερές.

Έβγα Αθηναία· κι είναι κοντά σου συντροφιά που θα σ᾽ αρέσειαπό παρθένες των μεγάλων Αρεστοριδών.
Ω Αθηνά, και του Διομήδη την ασπίδα φέρνουν
καθώς αυτό συνήθεια είναι στους Αργίτες παλαιότατηπου ο Ευμήδης τούς τη δίδαξε, ο αγαπημένος σου ιερέας,αυτός που κάποτε όταν έμαθε πως ο δήμος ήθελε το θάνατό του,πρόλαβε κι έφυγε με το ιερό σου άγαλμα
και ήρθε και κατοίκησε στο Κρείον όρος.
Ω ναι στο Κρείον όρος, όπου κι εσένα τοποθέτησε, θεά,στις βραχουριές, που Παλλατίδες ονομάζονται και τώρα.

Έβγα, Αθηνά, που κυριεύεις πόλεις, με το κράνος το χρυσόπου χαίρεσαι όταν πάταγον ακούς ίππων κι ασπίδων.
Σήμερα, υδροφόρες, μη βουτάτε σήμερα στον ποταμό τις στάμνες,
κι εσείς Αργίτες πίνετε από κρήνες, όχι από τον ποταμό.Σήμερα και οι δούλες τις υδρίες στη Φυσάδειαή στην Αμυμώνη να πάτε, την κόρη του Δαναού.Γιατί τούτη τη μέρα χρυσάφι κι άνθη θ᾽ αναμείξει στα νερά του
ο Ίναχος, που απ᾽ τα καλολίβαδα βουνά θα κατεβάσει
για το καλό της Αθηνάς λουτρό. Μα Πελασγέπρόσεξε μήπως κι άθελά σου αντικρίσεις τη βασίλισσα θεά.Γιατί όποιος την Παλλάδα ιδεί γυμνή την πολιούχο,το Άργος τούτο θ᾽ αντικρίσει με το φως του για στερνή φορά.
Σεβαστή Αθηνά, πρόβαλε εσύ, κι εγώ ώσπου νά ᾽ρθεις
σ᾽ αυτές θα ειπώ μιαν ιστορία, όχι δικιά μου, μα άλλων.



Αρχαίο κείμενο

ΕΙΣ ΛΟΥΤΡΑ ΤΗΣ ΠΑΛΛΑΔΟΣ

''Οσσαι λωτροχόοι τάς Παλλάδος έξιτε πάσαι,
έξιτε: τάν ίππων άρτι φρυασσομενάν
τάν ιεράν εσάκουσα, καί α θεός εύτυκος έρπεν:
σούσθέ νυν, ώ ξανθαί σούσθε Πελασγιάδες.
ούποκ' 'Αθαναία μεγάλως απενίψατο πάχεις,
πρίν κόνιν ιππειάν εξελάσαι λαγόνων:
ουδ' όκα δή λύθρω πεπαλαγμένα πάντα φέροισα
τεύχεα τών αδίκων ήνθ' από γαγενέων,
αλλά πολύ πράτιστον υφ' άρματος αυχένας ίππων
λυσαμένα παγαίς έκλυσεν 'Ωκεανώ
ιδρώ καί ραθάμιγγας, εφοίβασεν δέ παγέντα
πάντα χαλινοφάγων αφρόν από στομάτων.
ώ ίτ' 'Αχαιιάδες, καί μή μύρα μηδ' αλαβάστρως
(συρίγγων αίω φθόγγον υπαξόνιον),
μή μύρα λωτροχόοι τά Παλλάδι μηδ' αλαβάστρως
(ου γάρ 'Αθαναία χρίματα μεικτά φιλεί)
οίσετε μηδέ κάτοπτρον: αεί καλόν όμμα τό τήνας.
ουδ' όκα τάν ''Ιδα Φρύξ εδίκαζεν έριν,
ούτ' ες ορείχαλκον μεγάλα θεός ούτε Σιμούντος
έβλεψεν δίναν ες διαφαινομέναν:
ουδ' ''Ηρα: Κύπρις δέ διαυγέα χαλκόν ελοίσα
πολλάκι τάν αυτάν δίς μετέθηκε κόμαν.
α δέ δίς εξήκοντα διαθρέξασα διαύλως,
οία παρ' Ευρώτα τοί Λακεδαιμόνιοι
αστέρες, εμπεράμως ετρίψατο λιτά βαλοίσα
χρίματα, τάς ιδίας έκγονα φυταλιάς,
ώ κώραι, τό δ' έρευθος ανέδραμε, πρώϊον οίαν
ή ρόδον ή σίβδας κόκκος έχει χροϊάν.
τώ καί νύν άρσεν τι κομίσσατε μώνον έλαιον,
ώ Κάστωρ, ώ καί χρίεται `Ηρακλέης:
οίσετε καί κτένα οι παγχρύσεον, ως από χαίταν
πέξηται, λιπαρόν σμασαμένα πλόκαμον.
έξιθ', 'Αθαναία: πάρα τοι καταθύμιος ίλα,
παρθενικαί μεγάλων παίδες 'Αρεστοριδάν:
ωθάνα, φέρεται δέ καί α Διομήδεος ασπίς,
ως έθος 'Αργείως τούτο παλαιοτέρως
Ευμήδης εδίδαξε, τεΐν κεχαρισμένος ιρεύς:
ός ποκα βωλευτόν γνούς επί οι θάνατον
δάμον ετοιμάζοντα φυγά τεόν ιρόν άγαλμα
ώχετ' έχων, Κρείον δ' εις όρος ωκίσατο,
Κρείον όρος: σέ δέ, δαίμον, απορρώγεσσιν έθηκεν
εν πέτραις, αίς νύν ούνομα Παλλατίδες.
έξιθ', 'Αθαναία περσέπτολι, χρυσεοπήληξ,
ίππων καί σακέων αδομένα πατάγω.
σάμερον, υδροφόροι, μή βάπτετε -- σάμερον, ''Αργος,
πίνετ' από κρανάν μηδ' από τώ ποταμώ:
σάμερον αι δώλαι τάς κάλπιδας ή 'ς Φυσάδειαν
ή ες 'Αμυμώναν οίσετε τάν Δαναώ.
καί γάρ δή χρυσώ τε καί άνθεσιν ύδατα μείξας
ηξεί φορβαίων ''Ιναχος εξ ορέων
ταθάνα τό λοετρόν άγων καλόν. αλλά, Πελασγέ,
φράζεο μή ουκ εθέλων τάν βασίλειαν ίδης.
ός κεν ίδη γυμνάν τάν Παλλάδα τάν πολιούχον,
τώργος εσοψείται τούτο πανυστάτιον.
πότνι' 'Αθαναία, σύ μέν έξιθι: μέσφα δ' εγώ τι
ταίσδ' ερέω: μύθος δ' ουκ εμός, αλλ' ετέρων. 


πηγή: greek-language