ΕΤΙΚΕΤΕΣ

O ΑΘΗΝΑΪΚΟΣ ΒΩΜΟΣ ΤΩΝ ΔΩΔΕΚΑ ΘΕΩΝ



Το 522 με 521 π.α.χ.χ. ο Πεισίστρατος, υιός του Ιππίου κι εγγονός του πασίγνωστου Πεισιστράτου (που επί της «τυραννίδος» του πραγματοποιήθηκε με την φροντίδα του η συλλογή και καταγραφή των Ομηρικών Επών), έστησε στην αθηναϊκή Αγορά το Ιερό των Δώδεκα Θεών, για να τιμηθεί έτσι από τους Αθηναίους το δωδεκαμελές Ολύμπιο Ελληνικό Πάνθεον, το οποίο για τους γνωρίζοντες σχετίζεται άμεσα με όλες τις πνευματικές και πολιτικές συλλήψεις των προγόνων μας. Όλες τις συλλήψεις από την μινωϊκή θεσμοθέτηση (όπου ο Μίνως παρελάμβανε από τους μάντεις του Ιδαίου Διός τους νόμους, ως «προτάγματα» του ίδιου του Θεού, «διδασκόμενος υπ’ αυτού τα πολιτικά») μέχρι την μυκηναϊκή πολιτική οργάνωση στο όνομα των Αρκάδων / Λυκαίων Ολυμπίων (U-ru-pa-ja-jo στην αναγνωσθείσα γραμμική γραφή της Πύλου).


Το Ιερό των Δώδεκα Θεών, το οποίο ανακηρύχθηκε «ομφαλός» της πόλεως και από το κέντρο του μετρούσαν οι αρχές τις εξ Αθηνών αποστάσεις, αποτελείτο από έναν περίτεχνο πώρινο Περίβολο διαστάσεων 9,35 Χ 9,86 μέτρων, που στο κέντρο του φιλοξενούσε έναν «τοις Δώδεκα Θεοίς» μαρμάρινο Βωμό. Ο Περίβολος, προσανατολισμένος περίπου όπως και ο Παρθενώνας επάνω στην Ακρόπολη (και αυτό ίσως είχε ιδιαίτερη σημασία ως προς τα ενεργειακά ρεύματα της αττικής γης), διέθετε  δύο ανοίγματα στο μέσον των μεγαλύτερων πλευρών του, ένα εκ δυσμών και ένα εξ ανατολών (ίσως το πρώτο να ήταν μόνον είσοδος και το δεύτερο μόνον έξοδος) και έφερε διακόσμηση από πλούσιες ανάγλυφες σκηνές από την ελληνική μυθολογία, ενώ μερικές δενδροστοιχίες δαφνόθαμνων και ελαιόδενδρων συμπλήρωναν την λιτή αλλά επιβλητική αισθητική του Ιερού. Δεξιά του δυτικού ανοίγματος υπήρχε περίτεχνο μαρμάρινο περιρραντήριο για τον συμβολικό καθαρμό των εισερχομένων θρησκευτών, το οποίο και δημιουργεί την πιο πάνω πιθανότητα ν’ αποτελεί δηλαδή το δυτικό άνοιγμα την επίσημη είσοδο στο Ιερό.
 
Η θέση του Ιερού των Δώδεκα Θεών, σε έναν πολύ ανοικτό χώρο της Αγοράς (τουλάχιστον έως τους ελληνιστικούς χρόνους) και μάλιστα ακριβώς δίπλα στην περίφημη Οδό των Παναθηναίων, το ανέδειξε εξαρχής σε έναν πασίγνωστο τόσο «ασυλίας» παντός είδους (δούλων, διωκομένων κ.λπ.): όποιος κατέφευγε στον Περίβολο των Δώδεκα Θεών και άγγιζε τον σεβαστό Βωμό τους, θεωρείτο ιερός και απαραβίαστος. Δίπλα σχεδόν στο Ιερό των Δώδεκα Θεών και σε απόλυτη (επίσης!) παραλληλία  ως προς τον μεταξύ τους προσανατολισμό, υπήρχε από τα τέλη του 6ου π.α.χ.χ. αιώνος και άλλος Περίβολος, με χθόνιου τύπου Βωμό («εσχάρα»), ίσως αφιερωμένος στον ήρωα Αιακό («Αιακείον»). 

Το Ιερό των Δώδεκα Θεών υπέστη καταστροφές από τους Πέρσες που κατέλαβαν την πόλη το έτος 480, όμως ανακαινίστηκε γύρω στο έτος 425. Με τον θεσμικό / πολιτικό όμως μαρασμό της πόλεως λίγο πριν την Ρωμαιοκρατία, το Ιερό των Δώδεκα Θεών, σημαντικότατο σημείο της πολιτειακής λατρείας των Αθηναίων (όπως αποδεικνύει ένας όρκος συμμαχίας με τους Αρακάδες το 362 / 361 π.α.χ.χ., αλλά και η ύπαρξη ιδιαιτέρας θέσεως του «Ιερέως των Δώδεκα Θεών» στο μεγάλο Θέατρο του Διονύσου), υποβιβάστηκε σταδιακά σε μία ακόμη τοπική «μνημειακή» «αρχαιότητα», από τις πάμπολλες που απλώς θύμιζαν την παλαιά δόξα της πόλεως του Θησέως. 

Ήδη από τους ελληνιστικούς κιόλας χρόνους δεν γίνεται καμία  αναφορά για την συνέχιση ύπαρξης του «Αιακείου», και ίσως λογικά, αφού οι τοπικές ηρωο-λατρείες ήσαν λίαν αντιπαθείς στους περιφρονητές της πολιτικής αυτονομίας, ενώ όταν θα επισκεφθεί την πόλη ο περιηγητής Παυσανίας, πολύ αργότερα, επί Ρωμαιοκρατίας τον 2ο μ.α.χ.χ. αιώνα, οι εντόπιοι αποκαλούν στην καθημερινή γλώσσα τους τον Βωμό «Βωμό του Ελέους», αποδεικνύοντας έτσι εμμέσως πλην σαφώς ότι από την αυθεντική λατρεία έχει μείνει ισχυρός μόνον ο ασυλικός χαρακτήρας... («ένας βωμός του Ελέου, που από όλους τους Έλληνες μονάχα οι Αθηναίοι τον τιμούν, γιατί συντρέχει περισσότερο από κάθε άλλον Θεό στην ζωή του ανθρώπου και στης τύχης τις καταστροφές»). Την ταύτιση των δύο βωμών (του «Βωμού των 12 Θεών» και του «Βωμού του Ελέους») υποψιάστηκε πρώτος ο Βιλαμόβιτς και επαλήθευσε τελικά η αμερικανική αρχαιολογική σκαπάνη κατά τις ανασκαφές του 1934.

Το πότε ακριβώς καταστράφηκε το σεβαστό «Ιερό των 12 Θεών» δεν είναι γνωστό. Μπορεί στη καταστροφική επιδρομή των Ερούλων (267 μ.α.χ.χ.), μπορεί στην ανόητη πρόχειρη «οχύρωση» της πόλης με αρχαία υλικά από τον Ρωμαίο αυτοκράτορα Πρόβο (276 - 282), μπορεί στην επιδρομή των εκχριστιανισμένων βαρβαρικών στιφών του Αλαρίχου (395), μπορεί στις απειράριθμες «ειδωλοσαρωτικές» εκστρατείες των νεόθρησκων Βυζαντινορωμαίων κατακτητών (5ος - 6ος αιώνας). Πάντως ολόκληρη η περιοχή της Αγοράς ανάμεσα στον Βωμό του Διός και στον Βωμό των 12 Θεών καταλαμβάνεται τον 5ο αιώνα από άγνωστης χρησιμότητας βυζαντινορωμαϊκό κτίσμα που «πατούσε» τον Ναό του Άρεως και ένα μεγάλο τμήμα του Βωμού των 12 Θεών.

Η αρχαιολογική σκαπάνη κατάφερε να εντοπίσει, όπως προαναφέραμε, με μεγάλη ακρίβεια την θέση του σεβαστού Ιερού / Βωμού των 12 Θεών, από μαρμάρινη επιγραφή που βρέθηκε νοτιοδυτικά του Περιβόλου, σχετικά με την προσφορά ενός αγάλματος εκ μέρους κάποιου Λεάγρου, υιού του Γλύκωνος, προς το Ολύμπιο Δωδεκάθεον. Σήμερα όμως δυστυχώς, μόνο τμήμα της νοτιοδυτικής γωνίας του Ιερού είναι ορατή στον νεοέλληνα επισκέπτη (κατά τραγική ειρωνεία της τύχης μάλιστα, το συγκεκριμένο τμήμα που είχε «πατηθεί» από το βυζαντινορωμαϊκό κατασκεύασμα του 5ου αιώνος.

Ολόκληρος ο υπόλοιπος Περίβολος και φυσικά ο Βωμός, σκεπάζονται από τις... ράγες του Ηλεκτρικού Σιδηροδρόμου (...) ώστε χιλιάδες αμέριμνοι νεοέλληνες να περνούν από πάνω του κάθε μέρα, μη γνωρίζοντας φυσικά ότι εκεί, και για πολλούς αιώνες, η ψυχή των Ελλήνων προγόνων τους άνοιγε καθημερινά τις δώδεκα «πύλες» της για να κοινωνήσει με τους φαεσίμβροτους Θεούς. Όπως όμοια περνάνε επίσης και από πάνω από δύο ακόμα, λίγο πιο δυτικά κείμενα (βορείως του Ηφαιστείου «Θησείου») Ιερά της Πατρώας Λατρείας. Πάνω από τον Ναό της Αφροδίτης Ουρανίας και πάνω από το Ιερό του Δήμου και των Χαρίτων. 

πηγή: rassias.gr