Το άρθρο του Christopher Lasch δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στο περιοδικό © Tikkun, Vol. 4. No.3 (May/June 1989): Progress: The Last Superstition (pdf)
Ι
Ούτε ο φιλελευθερισμός ούτε ο μαρξισμός, ο κύριος ανταγωνιστής του, φαίνονται να προσφέρουν πολλές ελπίδες για λύσεις στα αυξανόμενα προβλήματα που απειλούν να μας κατακλύσουν. Εξ ού και η αναζήτηση για κάποια τρίτη θέση, όπως αποδεικνύεται από το πρόσφατο ενδιαφέρον για τον πολιτικό ανθρωπισμό, τον κοινοτισμό, και για άλλες βυθισμένες παραδόσεις κοινωνικής κριτικής, που έχουν επισκιασθεί από τις κυρίαρχες παραδόσεις που απορρέουν από τον Διαφωτισμό. Η αναζήτηση ενός τρίτου δρόμου, ούτε μαρξιστικού ούτε φιλελεύθερου, αντανακλά τον αυξανόμενο φόβο, ότι οι άνθρωποι δεν έχουν πλέον τον έλεγχο της ζωής τους.
Άν θα καταστεί εφικτό να φαντασθούμε μια πειστική εναλλακτική λύση απέναντι στις ιδεολογίες που έχουν διαμορφώσει τον σύγχρονο κόσμο, και με τι θα μοιάζει μια τέτοια εναλλακτική λύση, εξαρτάται από το άν κατανοούμε που ακριβώς απέτυχαν οι παλιές ιδεολογίες. Η δική μου άποψη είναι, ότι οι ρίζες της δυσκολίας έγκεινται στην κοινή δέσμευσή τους στην ιδέα της προόδου. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο έχω μία τόσο βαθιά αντίθεση προς την προσπάθεια να χαραχθεί μια νέα θέση, που θα συνεχίζει να αυτοπροσδιορίζεται ως «προοδευτική». Σ’ αυτόν τον δρόμο, δεν υπάρχει τίποτε άλλο παρά μόνον σύγχυση.
Το πρώτο πράγμα που πρέπει να καταλάβουμε, είναι ότι η ελπίδα δεν απαιτεί πίστη στην πρόοδο. Απαιτεί πίστη στην δικαιοσύνη: την πεποίθηση ότι ο κακόβουλος θα υποφέρει, ότι τα λάθη θα διορθωθούν, ότι η καταπατημένη δίκαιη τάξη πραγμάτων δεν θα συγκαλύπτεται με ατιμωρησία. Η ελπίδα συνεπάγεται μια βαθιά εμπιστοσύνη στη ζωή, η οποία φαίνεται παράλογη σ’ αυτούς που δεν την έχουν. Αλλά η ελπίδα μας εξυπηρετεί καλύτερα, όταν περνώντας τρικυμισμένα νερά, είναι αυτή στο τιμόνι, και όχι μια πίστη στην πρόοδο. Όχι ότι η ελπίδα μας διασώζει από το να περιμένουμε το χειρότερο. Αντίθετα, το χειρότερο είναι πάντα αυτό για το οποίο είναι προετοιμασμένοι όσοι ελπίζουν. Η εμπιστοσύνη τους στη ζωή δεν θα είχε πολλή αξία, αν δεν είχαν επιβιώσει από απογοητεύσεις του παρελθόντος, ενώ η γνώση τους ότι το μέλλον επιφυλάσσει και άλλες απογοητεύσεις, καταδεικνύει ότι η ανάγκη για ελπίδα εξακολουθεί να υπάρχει. Από την άλλη πλευρά, οι πιστοί της προόδου, αν και επιθυμούν να θεωρούν τους εαυτούς τους ως το κόμμα της ελπίδας, στην πραγματικότητα δεν έχουν μεγάλη ανάγκη γι’ αυτήν, δεδομένου ότι έχουν την ιστορία με το μέρος τους. Παρόλα αυτά, η έλλειψη ελπίδας τους κάνει ανίκανους να δρούν με ευφυία. Η απρονοησία, μια τυφλή πίστη ότι τα πράγματα, με κάποιο τρόπο θα λειτουργήσουν για να έλθει το καλύτερο, εξυπηρετεί ως φτωχό υποκατάστατο της διάθεσης να βλέπουμε με διορατικότητα.
Αυτή η μοιρολατρική αισιοδοξία, αυτή η γεμάτη αυτοπεποίθηση υπόθεση ότι η ιστορία λειτουργεί ως βοηθός στο πλευρό του διαφωτισμού, της ισότητας και της ελευθερίας του ατόμου, ήταν η πηγή της περιβόητης αδιαφορίας του μαρξισμού για την ηθική των μέσων και των σκοπών – το ζήτημα που προβλημάτισε όσους πίστευαν ότι η πρόοδος ήταν στην καλύτερη περίπτωση μείγμα ευλογίας και κατάρας. Για τους μαρξιστές, η επιλογή των μέσων ήταν απλή : ό,τι επιτάχυνε την προλεταριακή επανάσταση. Οι «φυσικοί νόμοι του καπιταλισμού», είπε ο Μαρξ, εργαζόταν «με σιδερένια αναγκαιότητα προς τα αναπόφευκτα αποτελέσματα». Αυτό δεν σήμαινε ότι κάθε έθνος έπρεπε να περάσει από μια αστική φάση στο δρόμο προς το σοσιαλισμό. Όταν οι Μπολσεβίκοι πήραν την εξουσία στη Ρωσία, θα μπορούσαν να παραπέμψουν στη ρήση του Μαρξ ότι η Ρωσία ίσως θα είναι σε θέση να «αποκτήσει τους καρπούς με τους οποίους η καπιταλιστική παραγωγή έχει εμπλουτίσει την ανθρωπότητα, χωρίς να διέλθει από το καπιταλιστικό καθεστώς». Χωρίς μια αστική επανάσταση όμως, το σοσιαλιστικό καθεστώς θα έπρεπε να κάνει αυτό τη δουλειά του καπιταλισμού, αρχίζοντας από την απαλλοτρίωση της αγροτιάς. Τελικά αυτή η λογική έγινε η λογική του σταλινισμού στη Σοβιετική Ένωση. Το αποτέλεσμα του μαρξικού σχήματος της ιστορίας ήταν ότι ορισμένα πράγματα έπρεπε να συμβούν στη σειρά, είτε υπό την αστική είτε υπό την «προλεταριακή» αιγίδα: η καταστροφή της παλιάς αριστοκρατίας, η άνοδος μιας νέας άρχουσας τάξης στη θέση της, η «εξόντωση» της παραγωγής μικρής κλίμακας, ο μετασχηματισμός των αγροτών και των τεχνιτών σε μισθωτούς εργάτες, η αντικατάσταση των κοινοτικών, πατριαρχικών και «ειδυλλιακών» ρυθμίσεων από συμβατικές ρυθμίσεις, η ανάδυση ενός νέου ατομικισμού στην προσωπική ζωή, η κατάρρευση της θρησκείας και η διάδοση των επιστημονικών τρόπων σκέψης, η απομυθοποίηση της εξουσίας. Μερικές τέτοιες ακολουθίες εξελίξεων έπρεπε να πραγματοποιηθούν, είτε τις ήθελαν οι άνθρωποι είτε όχι, και ανεξάρτητα από το ποιές [πολιτικές] ομάδες θα τύγχανε να έχουν την ευθύνη του κράτους σε κάθε δεδομένη στιγμή. Η θεωρία του Μαρξ για την ιστορία, γράφει ο [Νορβηγός] πολιτικός φιλόσοφος Jon Elster, ήταν «παράξενα εξωπραγματική, αποκομμένη από τον υλικό κόσμο» ~ «με το να εργάζεται ανάστροφα, από το τελικό αποτέλεσμα πρός τις προϋποθέσεις», «μπορούσε να απαλλαγεί από τους δρώντες φορείς και τις προθέσεις τους». Επειδή απαλλάσσεται από τους φορείς, πρέπει να προσθέσουμε, θα μπορούσε επίσης να απαλλαγεί από τα ζητήματα της πολιτικής και της ηθικής.
Σύμφωνα με τον Μαρξ, ο σοσιαλισμός θα συμφιλίωνε το άτομο και την κοινωνία. Αντιπροσώπευε μια «υψηλότερη σύνθεση» μεταξύ ατομικισμού και «οργανικής ενότητας». Ο Elster, ένας κριτικός που τρέφει συμπάθεια για τον Μάρξ, βρίσκει την «αλληλεγγύη που δεν κάνει διακρίσεις» που οραματίσθηκαν ο Μαρξ και ο Ένγκελς, μη πειστική και κάπως δυσοίωνη. Οι άνθρωποι χρειάζονται μια «στενότερη, πιό οικεία εστία εμπιστοσύνης και αλληλεγγύης από τη διεθνή κοινότητα των εργαζομένων», υποστηρίζει ο Elster. Ο αλτρουισμός ευδοκιμεί σε «μικρές, σταθερές ομάδες» και «ελαττώνεται όσο ο κύκλος των ατόμων επεκτείνεται». «Η καλοσύνη που διατίθεται ελεύθερα» δεν είναι συμβατή με την «προσωπική ακεραιότητα και με τη δύναμη του χαρακτήρα». Αλλά ο Μαρξ δεν θα μπορούσε να έχει αναγνωρίσει την αξία των μικρών, σταθερών ομάδων, χωρίς να θυσιάσει την μονογραμμική θεωρία του για την πρόοδο, σύμφωνα με την οποία η ιστορία κινείται αμείλικτα προς την κατεύθυνση όλο και πιο περιεκτικών μορφών αλληλεγγύης.
Από την άλλη πλευρά, η φιλελεύθερη θεωρία της προόδου είναι λιγότερο άκαμπτη και ως εκ τούτου συμβιβάζεται πιο εύκολα, καθώς φαίνεται, με ενδείξεις ότι η ιστορία δεν κινείται πάντα σε μία μόνο κατεύθυνση. Δεν ήταν η εκκοσμίκευση της Χριστιανικής πίστης στην Θεία Πρόνοια, αυτό που έδωσε την αφορμή για την ιδέα περί προόδου του 18ου αιώνα, όπως τόσο συχνά ισχυρίζονται, αλλά η ειδικότερη παραδοχή ότι οι ορέξεις των ανθρώπων, που τις καταδίκαζαν προηγουμένως ως πηγές κοινωνικής αστάθειας και προσωπικής δυστυχίας, θα μπορούσαν να οδηγήσουν την οικονομική μηχανή – όπως ακριβώς η ακόρεστη περιέργεια των ανθρώπων οδήγησε το επιστημονικό έργο – και έτσι να εξασφαλίσουν μια ατέρμονη επέκταση των παραγωγικών δυνάμεων. Η ηθική αποκατάσταση της επιθυμίας γέννησε μια νέα αίσθηση των δυνατοτήτων, η οποία παρουσίασε με πιο χαρακτηριστικό τρόπο τον εαυτό της όχι στον ασαφή ουτοπισμό του Γαλλικού Διαφωτισμού, αλλά στην σκληροτράχηλη νέα επιστήμη της πολιτικής οικονομίας. Για τον Adam Smith, ήταν ο αυτογενής χαρακτήρας των αυξημένων προσδοκιών, οι νεοαποκτηθείσες ανάγκες και γούστα, και τα νέα πρότυπα προσωπικής άνεσης, αυτά που έσπασαν το παλιό κυκλικό σχήμα της κοινωνικής ανάπτυξης και της παρακμής, και έδωσαν την αφορμή για μια μορφή κοινωνίας ικανή για απεριόριστη επέκταση.
Η αποφασιστική ρήξη με τους παλιότερους τρόπους σκέψης ήρθε, όταν ανθρώπινες ανάγκες άρχισαν να θεωρούνται όχι ως φυσικές αλλά ως ιστορικές και συνεχώς μεταβαλλόμενες, επομένως ακόρεστες. Δεδομένου ότι η προσφορά υλικών ανέσεων αυξήθηκε, τα πρότυπα της άνεσης αυξήθηκαν επίσης, και η κατηγορία των αναγκαίων έφθασε να περιλαμβάνει πολλά προϊόντα που προηγουμένως είχαν θεωρηθεί ως πολυτέλειες. Για τον Άνταμ Σμιθ, η «ενιαία, συνεχής και αδιάκοπη προσπάθεια του κάθε ανθρώπου να βελτιώσει την κατάστασή του» έγινε η «αρχή από την οποία καταρχήν προέρχεται η δημόσια και εθνική, καθώς και η ιδιωτική ευημερία». Η υπεράσπιση των υψηλών μισθών εκ μέρους του Σμιθ, ασυνήθιστη για την εποχή της, στηριζόταν στην παραδοχή ότι «ένα πρόσωπο που δεν μπορεί να αποκτήσει περιουσία, δεν μπορεί να έχει κανένα άλλο συμφέρον, παρά μόνον να τρώει όσο το δυνατον περισσότερο και να εργάζεται όσο το δυνατόν λιγότερο». Η ελπίδα της βελτίωσης της κατάστασής του, από την άλλη πλευρά, θα ενθάρρυνε τον εργαζόμενο του Σμιθ να δαπανήσει το εισόδημά του για «πράγματα πιο ανθεκτικά» από «φιλοξενίες» και «θεάματα» που προτιμούν οι πλούσιοι. Και οι συσσωρευμένες επιπτώσεις αυτού του είδους των δαπανών, παρόλο που ίσως αντικατοπτρίζουν μια «κατά βάση εγωιστική διάθεση», θα «συντηρήσουν ένα ολόκληρο έθνος εργατικών εργαζομένων».
ΙΙ
Η ιστορία του φιλελευθερισμού, για τους σκοπούς της παρούσας ανάλυσης, μπορεί να θεωρηθεί ως περιοδική εξασθένιση και εγκατάλειψη αυτών των ιδεών αφενός, και περιοδική επανανακάλυψη τους αφετέρου, με μια μακρά σειρά στοχαστών, με αποκορύφωμα τους υποστηρικτές της Κεϋνσιανής οικονομικής επιστήμης, οι οποίοι έκαναν τις πιο εκλεπτυσμένες προσπάθειες για να συνδέσουν την κοινωνική πρόοδο με την επ’ αόριστον επέκταση της καταναλωτικής ζήτησης. Όπως έχουν κατανοήσει οι πιο έξυπνοι φιλελεύθεροι θεωρητικοί, την έννοια της προόδου, μπορεί να την υπερασπισθεί κανείς ενάντια σε σοβαρή κριτική, μόνον άν θεωρήσει ως δεδομένο μια ατέρμονη επέκταση των επιθυμιών, μια σταθερή αύξηση στο γενικό επίπεδο άνεσης, και (πιο σημαντικό από όλα) τη συνεχή ενσωμάτωση νέων κοινωνικών ομάδων στον πολιτισμό της κατανάλωσης. Μόνον σε αυτή τη μορφή έχει επιβιώσει η ιδέα της προόδου από τις μεγάλες καταστροφές του Εικοστού αιώνα. Πιο εκκεντρικές εκδοχές της προοδευτικής πίστης, που είχαν ως βάση την δυνατότητα της ανθρώπινης φύσης να τελειοποιείται – με βάση την μη πραγματοποιηθείσα δύναμη του λόγου ή της αγάπης – κατέρρευσαν πριν από πολύ καιρό, αλλά η φιλελεύθερη εκδοχή έχει αποδειχθεί εκπληκτικά ανθεκτική στους αλλεπάλληλους κραδασμούς που δέχθηκε η εύκολη αισιοδοξία, μέσα σε σύντομο διάστημα, από τα γεγονότα του Εικοστού αιώνα.
Ο φιλελευθερισμός δεν ήταν ποτέ ουτοπικός, εκτός εάν ο εκδημοκρατισμός της κατανάλωσης είναι ο ίδιος ουτοπικό ιδεώδες. Δεν έθεσε απαιτήσεις δύσκολες για την ανθρώπινη φύση. Δεν προϋπέθετε τίποτε πιο δύσκολο ως τρόπο δημιουργίας κινήτρου, από το καλώς νοούμενο συμφέρον. Θεωρούσε ως δεδομένο ότι σχεδόν όλοι είχαν μερίδιο στην αυξημένη παραγωγικότητα, υψηλότερους μισθούς, λιγότερες ώρες εργασίας, καθώς και μια πιο δημιουργική χρήση του ελεύθερου χρόνου. Ο καπιταλισμός, έλεγε ο Horace Κallen, ο πολιτικός φιλόσοφος της κατανάλωσης, είχε «…ανεβάσει το γενικό βιοτικό επίπεδο, είχε μετατρέψει την έλλειψη … σε αφθονία, είχε αφυπνίσει επιθυμίες τις οποίες κανές δεν είχε πριν, πολλαπλασιάζοντας τα λίγα σε πολλά, φέρνοντας όλο και μεγαλύτερη ποικιλία προϊόντων σε περισσότερους ανθρώπους και σε χαμηλότερες τιμές, έτσι ώστε, ό,τι στο παρελθόν, αν υπήρχε, ήταν διαθέσιμο μόνο σε λίγους… ήταν τώρα εφικτό για πολλούς από εκείνους που πρίν παρήγαγαν πολύ και κατανάλωναν λίγο». Για να συμπληρωθεί η καπιταλιστική επανάσταση απέμενε μόνον να είναι οι «ευλογίες του ελεύθερου χρόνου» στη διάθεση όλων. Καμία βελτίωση στην πνευματική ικανότητα δεν χρειαζόταν, προκειμένου να αναγνωρισθεί γενικά η σκοπιμότητα αυτού του στόχου. Ούτε η πραγματοποίηση του στόχου αυτού απαιτεί αλτρουισμό και αυτοθυσία – μόνο πρόθεση να υποτάξουν την βραχυπρόθεσμη ευχαρίστηση στην μακροπρόθεσμη ειρήνη και ευημερία.
Ωστόσο, ακόμη και αυτό το χαμηλό επίπεδο πειθαρχίας, έχει αποδειχθεί δύσκολο να διατηρηθεί σε κοινωνίες που κινούνται με τις επιταγές της μαζικής κατανάλωσης. Στην Αμερικανική πολιτική, το είδος ευφυούς συντηρητισμού που συμφιλίωσε τις επιχειρηματικές τάξεις με την ανάγκη για κοινωνική δικαιοσύνη είναι σαφώς σε κάμψη, ίσως διότι οι απαιτήσεις για μεταρρύθμιση που εκφραζόταν από κάτω, έχουν γίνει όλο και πιο αμυδρές. Κατά την εποχή της μεταρρύθμισης, πολιτικοί με φαντασία, όπως ο Theodore Roosevelt, ο Woodrow Wilson και ο Franklin D. Roosevelt, μπορούσαν να παραπέμπουν στις ριζοσπαστικές πιέσεις από λαϊκιστές, σοσιαλιστές και μαχητικά εργατικά συνδικάτα ως κίνητρο για να επιβάλουν πιο μετριοπαθείς μεταρρυθμίσεις. Ωστόσο, για διάφορους λόγους, γίνεται όλο και πιο δύσκολο για τις λαϊκές διεκδικήσεις να γίνονται ακουστές. Τα τρίτα κόμματα [εκτός Δημοκρατικών και Ρεπουμπλικανών] είναι ασθενέστερα από παλιά. Η συγκέντρωση του Τύπου σε μια χούφτα γιγαντιαίων αλυσίδων εξαλείφει τις μικρές εφημερίδες και περιορίζει το εύρος του πολιτικού διαλόγου. Η κυριαρχία της τηλεόρασης ομογενοποιεί ακόμη περισσότερο τις γνώμες. Η ενίσχυση της εκτελεστικής εξουσίας εις βάρος της νομοθετικής κάνει τους αξιωματούχους λιγότερο άμεσα υπόλογους ώστε να λογοδοτούν στους εκλογείς τους στον λαό, ενώ τα δικαστήρια, ο λιγότερο υπόλογος στους πολίτες κλάδος της εξουσίας, έχουν αναλάβει έναν ολοένα και πιο σημαντικό ρόλο στη χάραξη πολιτικής. Και το σύστημα των άμεσων προκριματικών εκλογών [υποψηφίων προέδρων], που θεσπίσθηκε με την ελπίδα να φέρει την κυβέρνηση πιο κοντά στο λαό, είχε το αντίθετο αποτέλεσμα, την αύξηση των οικονομικών πόρων που απαιτούνται για να οργανώσουν μια επιτυχημένη προεκλογική εκστρατεία και τη μεταφορά της επιλογής των υποψηφίων από τους κομματικούς managers στα μέσα μαζικής ενημέρωσης περισσότερο, παρά στους ψηφοφόρους. Το αποτέλεσμα αυτών των αλλαγών, που κάνει την κυβέρνηση να φαίνεται απομακρυσμένη και δυσπρόσιτη για τους απλούς ανθρώπους, είναι εμφανές στη μειωμένη συμμετοχή των πολιτών στις ψηφοφορίες, στην διαδεδομένη πολιτική απάθεια και στην δυσπιστία προς την Ουάσιγκτον [ως έδρα της Ομοσπονδιακής Κυβέρνησης], πάνω στην οποία η Νέα Δεξιά έχει παίξει τόσο αποτελεσματικά.
ΙΙΙ
Από την αρχή, ο φιλελευθερισμός τόνισε με λιγότερη έμφαση τα καθήκοντα του πολίτη και υπερτόνισε το δικαίωμά του να απολαμβάνει τα καλά πράγματα της ζωής. Ο ρόλος του κράτους ήταν να εγγυάται αυτό το δικαίωμα, και όχι να παρέχει στους πολίτες μια πολιτική εκπαίδευση ή να παρεμβαίνει με οποιονδήποτε τρόπο στην επιδίωξη του ιδιωτικού οφέλους. Η δημοκρατία (στο μέτρο που ταυτίστηκε με τον φιλελευθερισμό), ήρθε έτσι να ταυτιστεί με τη δυνατότητα της δίκαιης κατανομής των αγαθών και όχι με την ευρύτερη δυνατή συμμετοχή στη δημόσια ζωή. Μια γενική βελτίωση του επιπέδου της ζωής φάνηκε να δικαιολογεί την επιλογή της διανεμητικής δημοκρατίας επί της συμμετοχικής δημοκρατίας. Ωστόσο η πρόσφατη εμπειρία, δείχνει ότι ίσως είναι αδύνατο σε μακροπρόθεσμη βάση να επιτευχθεί το ένα χωρίς το άλλο.
Οι λίγοι ευνοημένοι δεν μπορούν να είναι αξιόπιστοι ως σύμβουλοι για τις ανάγκες των πολλών, ακόμη και όταν, όπως τόνισαν ο Keynes και ο Kallen, είναι καταφανώς προς το συμφέρον τους μακροπρόθεσμα να ανεβάσουν το γενικό επίπεδο της κατανάλωσης. Αν οι πολλοί απολαμβάνουν τώρα ανέσεις που πρίν περιορίζονταν σε λίγους, αυτό έγινε επειδή τις έχουν κερδίσει χάρις στη δική τους πολιτική πρωτοβουλία, και όχι επειδή οι πλούσιοι έχουν παραδόσει εθελοντικά μερικά από τα προνόμιά τους, ή επειδή η αγορά εξασφαλίζει αυτόματα την αφθονία για όλους. Κατά συνέπεια, η εξασθένηση της λαϊκής πρωτοβουλίας στην πολιτική, μαζί με την εξασθένιση του ευφυούς συντηρητισμού, είναι απειλητικό φαινόμενο. Μια σταθερή πρόοδος προς την ισότητα, για να το θέσω με ήπιο τρόπο, δεν μπορεί πλέον να θεωρείται δεδομένη.
Σε τελευταία ανάλυση, ο φιλελευθερισμός προϋποθέτει τη δημιουργία μιας παγκόσμιας αγοράς που θα συμπεριλάβει πληθυσμούς που ήταν προηγουμένως αποκλεισμένοι από κάθε εύλογη προσδοκία αφθονίας. Αλλά η πρόβλεψη ότι «αργά ή γρήγορα όλοι θα απολαμβάνουν αφθονία», που ακουγόνταν με τόση εμπιστοσύνη πριν από λίγα μόνο χρόνια, δεν φαίνεται πιά πολύ πειστική. Η παγκόσμια κυκλοφορία εμπορευμάτων, πληροφοριών και πληθυσμών, αντί να φέρει πλούτο σε όλους, διεύρυνε το χάσμα μεταξύ πλούσιων και φτωχών εθνών και έχει προκαλέσει μια μαζική μετανάστευση προς τη Δύση, όπου οι νεοφερμένοι διογκώνουν τον τεράστιο στρατό των αστέγων, ανέργων, αναλφάβητων, αυτών που μαστίζονται απο τα ναρκωτικά, των εγκαταλελειμμένων, όσων στην πράξη στερούνται από κάθε δικαίωμα. Η παρουσία τους, καταπονεί τους διαθέσιμους κοινωνικούς πόρους και αποθέματα μέχρι οριακό σημείο. Ιατρικές και εκπαιδευτικές υπηρεσίες, υπηρεσίες επιβολής του νόμου, καθώς και η προσφορά εργασίας – για να μην αναφέρουμε το απόθεμα φυλετικής ανεκτικότητας και καλής θέλησης, κάτι που δεν είναι ποτέ αρκετό για το σκοπό αυτό – όλα φαίνονται ανεπαρκή για το τεράστιο έργο της αφομοίωσης αυτών που είναι ουσιαστικά ένα πλεόνασμα ή «περιττός» πληθυσμός, για να χρησιμοποιήσουμε την σκληρά εκφραστική Βρετανική φράση.
Οι δηλητηριώδεις επιδράσεις της φτώχειας και των φυλετικών διακρίσεων δεν μπορεί να κλειστούν σε γκέτο. Και αυτές κυκλοφορούν σε παγκόσμια κλίμακα. «Όπως και οι επιδράσεις της βιομηχανικής ρύπανσης και το νέο σύστημα των παγκόσμιων χρηματοπιστωτικών αγορών», γράφει η Susan Sontag, «η κρίση του AIDS είναι απόδειξη ότι πρόκειται για έναν κόσμο … στον οποίο, τα πάντα που μπορούν να κυκλοφορούν, όντως κυκλοφορούν» – αγαθά, εικόνες, σκουπίδια, η νόσος. Δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός, ότι «το βλέμμα προς το μέλλον, που κάποτε ήταν συνδεδεμένο με ένα όραμα γραμμικής προόδου», έχει μετατραπεί σε ένα «όραμα της καταστροφής», σύμφωνα με τα λόγια της Sontag, και ότι «κάθε τι… που μπορεί να περιγραφεί ως αλλαγή, σταθερά μπορεί να το βλέπει κανείς ως πορεία προς την καταστροφή».
Η ουσία της επιχειρηματολογίας μου μέχρι αυτό το σημείο, είναι ότι το πρόγραμμα της καταναλωτικής ιδεολογίας δεν μπορεί να επιτύχει χωρίς τη λαϊκή συμμετοχή στην διακυβέρνηση και χωρίς μια εξυψωμένη αίσθηση της συμμετοχής των πολιτών, τα οποία ωστόσο, τείνουν και τα δύο να διαβρωθούν από την έμφαση της καταναλωτικής ιδεολογίας στις ιδιωτικές ικανοποιήσεις (όπως επίσης και από πολλά άλλα χαρακτηριστικά του καταναλωτικού πολιτισμού). Σ’ αυτό μπορούμε να προσθέσουμε ένα δεύτερο σημείο: Το γεγονός ότι ο καταναλωτισμός απαιτεί μια παγκόσμια αγορά και μια συνέχιση της τάσης προς τον πολιτικό συγκεντρωτισμό, ενώ αντίθετα, η συμμετοχή των πολιτών είναι πολύ πιο αποτελεσματική σε μικρές κοινότητες, όπου οι άνθρωποι αισθάνονται άμεσα υπεύθυνοι για τις πράξεις τους. Δεν βλέπω καμία διέξοδο από το δίλημμα αυτό, εκτός από το να επιλέξουν ένα από τα δύο σκέλη του, είτε την ισότητα, είτε την οικονομική ανάπτυξη. Είτε την ιδιότητα του πολίτη, είτε τον καταναλωτισμό. Δεν μπορούμε να έχουμε και τα δύο, και δεν έχει νόημα να προσποιούμαστε ότι μπορούμε να συνδυάσουμε με κάποιο τρόπο την «κοινότητα» με οργάνωση μεγάλης κλίμακας, ή την αναβίωση του πολίτη με μια συνεχή δέσμευση για ένα βιοτικό επίπεδο όλο και μεγαλύτερης αφθονίας.
ΙV
Η πεποίθησή μου ότι η προοδευτική κοινωνία μας πλησιάζει στο τέλος του δρόμου, και ότι θα πρέπει να αντιμετωπίσει σκληρές επιλογές στο εγγύς μέλλον, ενισχύεται από μια άλλη θεώρηση, δηλαδή ολοένα και αυξανόμενες αποδείξεις ότι οι πεπερασμένοι φυσικοί πόροι της γης δεν θα υποστηρίξουν μια απεριόριστη επέκταση του βιομηχανικού πολιτισμού που θα συνεχίζει την σημερινή κατεύθύνσή του. Ενώ η προσπάθεια να διατηρηθεί το υφιστάμενο επίπεδο ζωής που απολαμβάνουν οι βιομηχανικές χώρες, χωρίς να τα μοιρασθούν με τον υπόλοιπο κόσμο θα ήταν παράλογη, η προσπάθεια να εξαγάγουν τα δυτικά πρότυπα θα σήμαινε τελικά την εξάντληση των μη ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, τη μη αναστρέψιμη μόλυνση της γήινης ατμόσφαιρας, τη δραστική μεταβολή του κλίματος, εν συντομία την καταστροφή του οικολογικού συστήματος από το οποίο εξαρτάται η ανθρώπινη ζωή. Ο Rudolph Bahro, κορυφαίος εκπρόσωπος των Πράσινων της [τότε] Δυτικής Γερμανίας, γράφει:
«Ας φαντασθούμε τι θα σήμαινε εάν η κατανάλωση πρώτων υλών και ενέργειας της κοινωνίας μας, επεκταθούν στα τέσσερα και μισό δισεκατομμύριο ανθρώπων που ζουν σήμερα, ή στα δέκα έως δεκαπέντε που θα είναι αύριο πιθανότατα. Είναι εντελώς φανερό ότι ο πλανήτης μπορεί να υποστηρίξει στο μέλλον τέτοιους όγκους παραγωγής… μόνον για μικρό χρονικό διάστημα».
Αν ο Bahro είναι σωστός, έχουμε μόνον δύο επιλογές : Είτε να γίνει η Δύση, όσο ποτέ προηγουμένως, μια μικρή νησίδα ευημερίας μέσα σε έναν πάμπτωχο κόσμο, και να οχυρώσουμε τον εαυτό μας εναντίον των γειτόνων μας. Είτε να αποδεχθεί μια γενική μείωση του δικού της βιοτικού επιπέδου. Εύκολα καταλαβαίνει κάποιος, ότι καμμιά απο τις δύο αυτές εναλλακτικές λύσεις δεν είναι συμβατή με την ιδεολογία της προόδου. Αν έχουν κάποια αξία τα πρόχειρα επιχειρήματα που αναφέρονται εδώ, αυτά προτείνουν και ένα τελευταίο σημείο: Την ανάγκη να αποσαφηνισθεί η κριτική εναντίον του φιλελευθερισμού εκ μέρους των κοινοτιστών και να αντιμετωπίσει τις κοινωνικές, πολιτικές και πολιτισμικές επιπτώσεις της, χωρίς να δειλιάσει. Ο Κοινοτισμός, αν είναι αυτό που λέει το όνομά του, δεν συνεπάγεται μια επιστροφή στο New Deal, την αναβίωση της προοδευτικής παράδοσης της Αμερικανικής πολιτικής. Συνεπάγεται μιαν αποκήρυξη αυτής της παράδοσης. Συνεπάγεται παραγωγή μικρής κλίμακας, εργατικό έλεγχο της βιομηχανίας και έλεγχο της εκπαίδευσης από την κοινότητα. Συνεπάγεται επίσης, κατά τη γνώμη μου, την προθυμία να υποβληθεί στους κινδύνους της δημόσιας αντιπαράθεσης, της σχετικής με την ηθική και με την θρησκεία. Ο αποκλεισμός των ηθικών και θρησκευτικών θεμάτων από την πολιτική ήταν ένα από τα χαρακτηριστικά του φιλελευθερισμού και μία από τις προϋποθέσεις, κατά πάσα πιθανότητα, της οικονομικής προόδου. Μόνον όταν ο διαχωρισμός εκκλησίας και κράτους έθεσε τέρμα στους θρησκευτικούς πολέμους, μπόρεσε η Δύση να αφιερωθεί ολόψυχα και με όλες τις δυνάμεις της, στο έργο της αύξησης της παραγωγικότητας. Μόλις το κράτος έπαυσε να είναι ο θεματοφύλακας της θρησκευτικής ορθοδοξίας, μπόρεσε να συλλάβει ποιά θα αναγνωριζόταν έκτοτε ως η κύρια λειτουργία του – δηλαδή η διατήρηση της οικονομίας σε καλή κατάσταση.
Ωστόσο, το τίμημα που πληρώθηκε γι’ αυτήν την πολιτική, ήταν ένας ορισμένος ευτελισμός του δημόσιου λόγου. Ένας από τους λόγους που οι άνθρωποι βρίσκουν τόσο λίγο ενδιαφέρον στην πολιτική σήμερα, εκτός από την αδυναμία πρόσβασης στις γραφειοκρατικές δομές που κυριαρχούν στην πολιτική ζωή, είναι ότι η πολιτική αδυνατεί να αντιμετωπίσει ζητήματα που έχουν υπερβάλλουσα ηθική σημασία. Δεν μπορούν λοιπόν οι κοινοτιστές, να καλούν για μια αναβίωση του πνεύματος του πολίτη, ενώ εκφράζουν συγχρόνως λύπη για την προσπάθεια της δεξιάς να θέτει διχαστικά ηθικά και θρησκευτικά ζητήματα στην πολιτική ατζέντα. Οι φιλελεύθεροι μπορούν να υποστηρίζουν με συνέπεια ότι τα ζητήματα αυτά είναι θέματα ιδιωτικής επιλογής, και ως εκ τούτου δεν ανήκουν στα δημόσια, αλλά οι κοινοτιστές δεν έχουν αυτή την πολυτέλεια. Αν είναι σοβαροί, θα πρέπει να αναγκάσουν τη θρησκευτική δεξιά να έλθει αντιμέτωπη με τους δικούς της όρους, αναγνωρίζοντας ότι μια κοινότητα συγκροτείται με την έντονη δημόσια συζήτηση γύρω από τα ζητήματα που πραγματικά έχουν σημασία, και όχι με καθολική συμφωνία σχετικά με τα ζητήματα αυτά. Ο Οrestes Brownson είπε κάποτε, «Πάντα θεωρώ ότι υπάρχει σημαντική αλήθεια, όπου διαφέρω από τους άλλους». Ένας από τα πιο διορατικούς κοινωνικούς κριτικούς του 19ου αιώνα, ο Brownson επεσήμανε ότι ο διαχωρισμός της πολιτικής και της θρησκείας, στην πραγματικότητα δεν οδήγησε τόσο στον αποκλεισμό της θρησκείας από τη δημόσια ζωή, αλλά σε μια μειλίχια, μη κατονομασμένη αστική θρησκεία, που συνέβαλε στην επιβολή του κοινωνικο-οικονομικού status quo. Όταν επέκρινε τον διαχωρισμό θρησκείας και πολιτικής, εννοούσε ότι τα ερωτήματα τα σχετικά με το «πεπρωμένο του ανθρώπου», θα πρέπει να γίνονται ερωτήματα για δημόσια συζήτηση, όχι ότι ένα νέο θρησκευτικό κατεστημένο θα πρέπει να παρέχει έγκυρες απαντήσεις. «Η ειρήνη είναι ένα καλό πράγμα, αλλά η δικαιοσύνη είναι καλύτερο… Καλύτερα, δώστε μας τον θόρυβο και την ισχυρογνωμοσύνη της ζωής, και όχι την ηρεμία και την σιωπή του νεκροτομείου». Θα ήταν καλό οι κοινοτιστές να βάλουν αυτά τα λόγια μέσα στην καρδιά τους.
πηγή: Μετά την Κρίση