Της Ηούς Αναγνώστου
«Οι άνθρωποι δεν θα πάψουν ποτέ να σκέφτονται», γράφει ο Στίρνερ, «ούτε να αισθάνονται. Η δύναμη όμως των σκέψεων και των ιδεών, η βασιλεία των θεωριών και των αρχών, η κυριαρχία του Πνεύματος, κοντολογίς, η ιεραρχία θα διαρκέσει όσο οι παπάδες, δηλ. οι θεολόγοι, οι φιλόσοφοι, οι άνθρωποι του κράτους, οι φιλισταίοι, οι φιλελεύθεροι, οι δάσκαλοι, οι υπηρέτες, οι γονείς, τα παιδιά, οι παντρεμένοι, ο Προυντόν, η Γεωργία Σάνδη, ο Μπλούντσλι κτλ. θα έχουν τον λόγο· η ιεραρχία θα διαρκέσει όσο οι άνθρωποι θα πιστεύουν και θα σκέφτονται τις αρχές ή και θα τις κριτικάρουν διότι ακόμη και η πιο ανελέητη κριτική, που υποσκάπτει όλες τις κρατούσες αρχές, τελικά δεν πιστεύει λιγότερο στην αρχή.» Μαρξ Στρίνερ
»Το να μην πιστεύεις στην Δύναμη είναι σαν να μην πιστεύεις στην βαρύτητα.
»Ιδού, λοιπόν, η γένεση εκείνου του μεγάλου Λεβιάθαν, ή μάλλον (για να μιλήσουμε με μεγαλύτερο σεβασμό) εκείνου του θνητού θεού, στον οποίο οφείλουμε, ύστερα από τον αθάνατο θεό, την ειρήνη και την διαφέντεψή μας.
»Η ευδαιμονία είναι η διαρκής πορεία της επιθυμίας από το ένα αντικείμενο στο άλλο, όπου η απόκτηση του πρώτου δεν είναι παρά ο δρόμος για το επόμενο. Αυτό οφείλεται στο ότι σκοπός της ανθρώπινης επιθυμίας δεν είναι μια μοναδική και στιγμιαία απόλαυση, είναι αντίθετα η εξασφάλιση της ικανοποίησης και των μελλοντικών επιθυμιών δια παντός. Οι θεληματικές λοιπόν πράξεις και οι διαθέσεις όλων των ανθρώπων τείνουν όχι μόνον στην κατάκτηση, αλλά και στην εξασφάλιση ευτυχισμένης ζωής.
»Πράγματι η σωφροσύνη δεν είναι παρά εμπειρία που σε ίσο χρόνο κατανέμεται εξ ίσου σε όσους ανθρώπους ασχολήθηκαν εξ ίσου με τα ίδια πράγματα. Εκείνο που ίσως κάνει μια τέτοια ισότητα να φαίνεται απίστευτη, δεν είναι παρά η έπαρση κάποιων για τη σοφία τους». Αυτή η ισότητα ικανοτήτων γεννά και ίσες ελπίδες για την επίτευξη των σκοπών των ανθρώπων. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, αν δύο άνθρωποι «επιθυμούν το ίδιο πράγμα, χωρίς εν τούτοις να μπορούν αμφότεροι να το αποκτήσουν, γίνονται εχθροί. Και στην πορεία προς τον σκοπό τους (που είναι κυρίως η αυτοσυντήρηση, αλλά και ορισμένες φορές η ευχαρίστησή τους μόνο) προσπαθούν να καταστρέψουν ή να υποτάξουν ο ένας τον άλλο.
»Τα πάθη που ωθούν τους ανθρώπους προς την ειρήνη είναι ο φόβος του θανάτου, η επιθυμία των πραγμάτων που απαιτούνται για μιαν άνετη διαβίωση και η ελπίδα ότι αυτά θ’ αποκτηθούν με την εργατικότητα. Ο ορθός λόγος προβάλλει τους κατάλληλους όρους για ειρήνη, έτσι ώστε οι άνθρωποι να οδηγηθούν σε συμφωνία. Αυτοί οι όροι αποκαλούνται, αλλιώτικα, Νόμοι της Φύσης»
Η ηθική φιλοσοφία του Thomas Hobbes – εγωιστικό σύστημα ή «selfish system»
Άγγλoς φιλόσοφος, γιος προτεστάντη κληρικού, ο Τόμας Χομπς (Thomas Hobbes, 5-4-1588 /4 -12-1679) ήταν ένας από τους πρώτους διανοητές-θεμελιωτές του σύγχρονου κράτους και ιδρυτής της πολιτικής φιλοσοφίας. Αν και σήμερα ο Χομπς αναφέρεται περισσότερο για το έργο του στην πολιτική φιλοσοφία, συνέβαλε και σε άλλους τομείς, όπου συμπεριλαμβάνονται η ιστορία, η γεωμετρία, η ηθική, η γενική φιλοσοφία και η αποκαλούμενη σήμερα πολιτική επιστήμη.
Φοίτησε στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, κάτι που αποδείχθηκε ιδιαίτερα εποικοδομητικό αφού κατέληξε να απεχθάνεται το πνευματικό καθεστώς των πανεπιστημίων και, εξίσου φυσικά, το θρησκευτικό φανατισμό. Αργότερα μελέτησε κατ’ ιδίαν κλασσική φιλολογία για να συλλάβει το περιεχόμενο της ζωής και να αντιληφθεί την σημασία της φιλοσοφίας. Η αίσθηση του φόβου και του θανάτου όπως και η ανάγκη για ασφάλεια αποτέλεσαν τα ψυχολογικά θεμέλια της ηθικής και πολιτικής φιλοσοφίας του. Ως κίνητρο δε της ηθικής συμπεριφοράς των ανθρώπων ο Χομπς θεώρησε το ένστικτο της αυτοσυντήρησης.
Το 1651 έγραψε τον Λεβιάθαν, (Leviathan or the Matter, Form and Power of a Comonwealth Ecclesiastical and Civil), το σπουδαιότερο έργο του.
«Λεβιάθαν» ή Μορφή κι Εξουσία μιας Εκκλησιαστικής και Λαϊκής Κοινότητας, όπως μεταφράσθηκε ο τίτλος στα Ελληνικά.
[…] Ο άνθρωπος δεν έχει αγαθή φύση, αλλά είναι εκ φύσεως εγωιστής και ηδονιστής. Το ότι τα ανθρώπινα κίνητρα σχηματίζονται εκ φύσεως από προσωπικό συμφέρον, θα μπορούσε να έχει καταστροφικές συνέπειες. Ανεξέλεγκτοι οι άνθρωποι, και καθοδηγούμενοι από την εσωτερική δυναμική, το πιθανότατο είναι πως θα αλληλοκαταστραφούν. Για να διατηρηθεί η κοινωνική ειρήνη, ο Χομπς δημιουργεί κάποιο τέχνασμα, τον Λεβιάθαν = το Κράτος, είτε με την μορφή της απόλυτης μοναρχίας είτε της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας.
Το σημαντικό στοιχείο είναι ότι αυτό το Κράτος έχει το μονοπώλιο της βίας και της απόλυτης εξουσίας. Ως ανταπόδοση προς τον άνθρωπο το Κράτος ασκεί αυτήν την απόλυτη εξουσία μόνον υπέρ της διατήρησης της κοινωνικής ειρήνης: «Ιδού, λοιπόν, η γένεση εκείνου του μεγάλου Λεβιάθαν, ή μάλλον (για να μιλήσουμε με μεγαλύτερο σεβασμό) εκείνου του θνητού θεού, στον οποίο οφείλουμε, ύστερα από τον αθάνατο θεό, την ειρήνη και την διαφέντεψή μας».
Ο Λεβιάθαν λοιπόν αναλαμβάνει την προστασία των πολιτών από εξωτερικούς και εσωτερικούς παράγοντες, μέσω του στρατού και της αστυνομίας. Άλλο σημαντικό καθήκον είναι επίσης η προστασία των πολιτών από τον ίδιο τον Λεβιάθαν. Από αυτήν την ιδέα πηγάζει το Σύνταγμα ως αυτοπεριορισμός της εξουσίας.
Ο Χομπς με την θεωρία αυτή λοιπόν αρνείται το δικαίωμα επανάστασης εναντίον του κοινωνικού συμβολαίου (έννοια η οποία θα ονομαστεί έτσι αργότερα από τον Λοκ). Όταν όμως ο Λεβιάθαν δεν φροντίζει πια για την ειρήνη και άμυνα των πολιτών, τότε το συμβόλαιο ακυρώνεται και το κράτος μπορεί να διαλυθεί. Οι άνθρωποι γυρίζουν στον φυσικό νόμο, έως ότου γίνει κάποιο νέο συμβόλαιο.
O Xομπς θεωρεί το πάθος για Ισχύ ως ανθρωπολογικό δεδομένο, δηλαδή ανεξάλειπτο, χωρίς να επικροτεί ή αποδοκιμάζει. Το αντιμετωπίζει ως brute fact (ωμό γεγονός) και, φυσικά, δεν ηθικολογεί. Το δε πάθος για Ισχύ είναι ήδη εγγεγραμμένο στην conditio humana (ανθρώπινη κατάσταση) και στηρίζεται ως αναπόφευκτο σύμπτωμα της αυτοσυντήρησης. Η Ισχύς ως άθροισμα πνευματικών και φυσικών χαρισμάτων, είτε τελικά ως φυσική Δύναμη ή πολιτική εξουσία συνιστά το ανθρώπινο υπόστρωμα των διυποκειμενικών – διανθρώπινων σχέσεων.
Μάλιστα είναι αξιοσημείωτο ότι ο Χομπς δεν αποτρέπει τους ανθρώπους, ούτε τους συνιστά να αποφεύγουν την ματαιοδοξία τους, όχι διότι την θεωρεί κάτι το απαξιωτικό, αλλά απλά και μόνο για να μην δημιουργούν εχθρούς! Το «κοινωνικό συμβόλαιο» σημαίνει φυσικά απεμπόληση κάθε προκοινωνικού δικαιώματος, πλην του δικαιώματος στην ζωή. Φυσικά, κατά τον Χομπς, ο καθένας έχει την δυνατότητα και προφανώς την ελευθερία να διακόψει αυτόβουλα και μονομερώς την σύμβαση με την πολιτική κοινότητα, αρκεί να αποδεχθεί ότι έτσι καθίσταται εκών – άκων εχθρός, και να αποδεχθεί ως πιθανό τίμημα την θανάτωσή του. Είναι δυνατόν να λεχθεί ότι η οξυδέρκεια του Χομπς δεν χαρίζει κάστανα. Αναπόφευκτα κατηγορήθηκε για αθεΐα.
[…] Oσοι φιλόσοφοι είπαν ότι ο θεός είναι ο κόσμος ή η ψυχή του κόσμου τον υποτίμησαν και αρνήθηκαν την ύπαρξή του. Διότι ο Θεός νοείται ως αιτία του κόσμου· το να πούμε λοιπόν ότι ο κόσμος είναι ο θεός σημαίνει ότι ο κόσμος δεν έχει αιτία, δηλαδή δεν έχει θεό». To να πούμε ότι ο κόσμος δεν δημιουργήθηκε, αλλά είναι αιώνιος, στο μέτρο που το αιώνιο δεν έχει αιτία σημαίνει ότι αρνιόμαστε την ύπαρξη του θεού. Το να αποδοθεί στον θεό μορφή δεν του περιποιεί τιμή εφόσον κάθε μορφή είναι πεπερασμένη. Ούτε του περιποιεί τιμή το να ισχυριζόμαστε ότι τον φανταζόμαστε ή τον συλλαμβάνουμε ή έχουμε μιά ιδέα γι΄αυτόν στο νού μας, επειδή ο,τιδήποτε συλλαμβάνουμε είναι πεπερασμένο.
Επειδή οι λόγοι, και επομένως οι ιδιότητες του θεού, αντλούν το νόημά τους από τις συμφωνίες και τις αποφάσεις των ανθρώπων, δηλωτικά τιμής κατηγορήματα είναι όποια θα ορίσουν οι άνθρωποι. Αν κάποιος ισχυρισθεί σε μένα ότι ο θεός του έχει μιλήσει με τρόπο υπερφυσικό και άμεσο, και εγώ το αμφισβητήσω, δεν μπορώ εύκολα να φαντασθώ τι επιχείρημα μπορεί να παρουσιάσει για να με υποχρεώσει να το πιστέψω. Είναι αλήθεια ότι εάν είναι ο κυρίαρχός μου, μπορεί να με εξαναγκάσει σε υπακοή. Εάν όμως κάποιος άλλος, που δεν ασκεί παρόμοια εξουσία επάνω μου, ισχυρισθεί το ίδιο, τότε δεν υπάρχει τίποτε που θα μπορούσε να επιβάλει την πίστη ή την υπακοή μου. Γιατί, όταν λέγεται στην αγία γραφή ότι ο θεός μίλησε σε κάποιον, δεν εννοείται ότι ο θεός του μίλησε άμεσα, αλλά με την μεσολάβηση των προφητών ή των αποστόλων ή της εκκλησίας […]
Η ηθική φιλοσοφία του Χομπς (εγωιστικό σύστημα ή «selfish system», όπως επεκράτησε) χαρακτηρίζεται από ηθικό νατουραλισμό, ο οποίος ξεκινά εκ της κεντρικής παραδοχής ότι η ανθρώπινη φύση καθορίζεται ουσιαστικά από εγωιστικά κίνητρα. O Άγγλος φιλόσοφος αναφέρει ότι το κύριο καθοριστικό γνώρισμα της ανθρώπινης φύσης είναι ο εγωισμός ή η ορμή της αυτοσυντήρησης, η οποία αποτελεί μία αυτόνομη αρχή για την εξήγηση όλων των βουλητικών εκδηλώσεων.
«Η υλιστική μεταφυσική και η αισθησιοκρατική ψυχολογία δίδασκαν ότι αυτή η ορμή της αυτοσυντήρησης είναι προσανατολισμένη στη διατήρηση και την προαγωγή της ατομική ύπαρξης. Όλα τ’ άλλα μέσα είναι απλώς μέσα για την επίτευξη του ανώτατου υλικού σκοπού. Κατ’ αυτήν την αρχή, για τον ως φυσικό ον άνθρωπο δεν υπάρχει άλλος γνώμονας για την εκτίμηση των πραγμάτων παρά μόνον η ωφέλεια ή η ζημιά που προκύπτει από αυτά».
Συνεπής υποστηρικτής αυτής της διδασκαλίας, που κατά πολλούς επαναλαμβάνει με νέους τεχνικούς όρους την φιλοσοφία του Επίκουρου, ο Χομπς θεωρεί ότι το μοναδικό δυνατό περιεχόμενο της ανθρώπινης βούλησης είναι η ωφέλεια ή η βλάβη του ατόμου. Άρα το κριτήριο της ηθικής πράξης εξετάζεται καθαρά μέσα από ένα ωφελιμιστικό και ψυχολογικό πρίσμα, και τελικά αυτό το ηθικό κριτήριο δεν ανταποκρίνεται μόνο σε κάτι γενικά παραδεκτό, αλλά και στην ανάγκη να θεμελιωθεί η ηθική σε καθαρά εμπειρικές-ψυχολογικές και όχι σε μεταφυσικές βάσεις.
Ο Χομπς θέτει τα κριτήρια της ηθικής αξιολόγησης μέσα στον άνθρωπο, και ταυτόχρονα με βάση τις ανάγκες του ανθρώπου ως κοινωνικού όντος. Η εγκόσμια ευδαιμονία δεν έγκειται στην ηρεμία ενός ικανοποιημένου πνεύματος, διότι δεν υφίσταται κανένας απώτατος μεταφυσικός σκοπός (finis ultimus) ή ύψιστο αγαθό (summum bonum).
«Η ευδαιμονία είναι η διαρκής πορεία της επιθυμίας από το ένα αντικείμενο στο άλλο, όπου η απόκτηση του πρώτου δεν είναι παρά ο δρόμος για το επόμενο. Αυτό οφείλεται στο ότι σκοπός της ανθρώπινης επιθυμίας δεν είναι μια μοναδική και στιγμιαία απόλαυση, είναι αντίθετα η εξασφάλιση της ικανοποίησης και των μελλοντικών επιθυμιών δια παντός. Οι θεληματικές λοιπόν πράξεις και οι διαθέσεις όλων των ανθρώπων τείνουν όχι μόνον στην κατάκτηση, αλλά και στην εξασφάλιση ευτυχισμένης ζωής».
Οι διαφορές πηγάζουν αποκλειστικά από την ποικιλία των παθών των ανθρώπων, αλλά και από την διαφορετική γνώση και γνώμη καθενός. Η ευδαιμονία την οποία περιγράφει ο Χομπς δεν είναι απόλαυση της ηδονής, αλλά απόκτηση Δύναμης, ασίγαστη επιθυμία για ισχύ που εξασφαλίζει την δυνατότητα ικανοποίησης κάθε επιθυμίας και σταματά … ίσως …με τον θάνατο.
Κάθε άνθρωπος σύμφωνα με τον Άγγλο φιλόσοφο δεν έχει άλλη επιλογή εκτός του να συσσωρεύει Δύναμη για να διασφαλίζει την αυτοσυντήρησή του, εξ αιτίας του φόβου ότι αν δεν το κάνει ο ίδιος, θα το κάνει κάποιος άλλος, και έτσι θα βρεθεί στο έλεος του άλλου. Η φύση βέβαια έχει κάνει τους ανθρώπους ίσους ως προς τις ικανότητες του σώματος και του νου, διότι και ο πιο αδύναμος έχει την δύναμη να σκοτώσει τον δυνατότερο, είτε με δόλο είτε συνασπιζόμενος με άλλους.
«Πράγματι η σωφροσύνη δεν είναι παρά εμπειρία που σε ίσο χρόνο κατανέμεται εξ ίσου σε όσους ανθρώπους ασχολήθηκαν εξ ίσου με τα ίδια πράγματα. Εκείνο που ίσως κάνει μια τέτοια ισότητα να φαίνεται απίστευτη, δεν είναι παρά η έπαρση κάποιων για την σοφία τους».
Αυτή η ισότητα ικανοτήτων γεννά και ίσες ελπίδες για την επίτευξη των σκοπών των ανθρώπων. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, αν δύο άνθρωποι «επιθυμούν το ίδιο πράγμα, χωρίς εν τούτοις να μπορούν αμφότεροι να το αποκτήσουν, γίνονται εχθροί. Και στην πορεία προς τον σκοπό τους (που είναι κυρίως η αυτοσυντήρηση, αλλά και ορισμένες φορές η ευχαρίστησή τους μόνο) προσπαθούν να καταστρέψουν ή να υποτάξουν ο ένας τον άλλο»
Οι πρωταρχικές αιτίες διαμάχης που προέρχονται από την φύση του ανθρώπου είναι τρεις: ο ανταγωνισμός, η δυσπιστία και η δόξα. Η φύση διαιρεί τους ανθρώπους και προτρέπει να αλληλοσυγκρούονται και να αλληλοεξοντώνονται. Στην ουσία ο αχαλίνωτος στην φυσική κατάσταση εγωισμός πρέπει να πειθαρχηθεί από κάποιαν ανώτερη ρυθμιστική αρχή, έτσι ώστε να συμπέσει η ατομική ωφέλεια με την ωφέλεια του συνόλου.
Αυτή η ανώτερη ρυθμιστική αρχή πηγάζει από την φύση. Ο νόμος της φύσης (lex naturalis) είναι μια εντολή ή ένας γενικός κανόνας, που έχει ανακαλυφθεί μέσω του λόγου και δεν επιτρέπει στον άνθρωπο να προχωρήσει σε πράξη που θα είναι καταστροφική για την ζωή ή που θα τον στερήσει από τα μέσα συντήρησής της. Η επιστήμη των νόμων της φύσης είναι η μοναδική αληθινή ηθική φιλοσοφία, είναι η επιστήμη για την αμοιβαία συναναστροφή και την κοινωνία του ανθρώπινου είδους.
«Τα πάθη που ωθούν τους ανθρώπους προς την ειρήνη είναι ο φόβος του θανάτου, η επιθυμία των πραγμάτων που απαιτούνται για μιαν άνετη διαβίωση και η ελπίδα ότι αυτά θ’ αποκτηθούν με την εργατικότητα. Ο ορθός λόγος προβάλλει τους κατάλληλους όρους για ειρήνη, έτσι ώστε οι άνθρωποι να οδηγηθούν σε συμφωνία. Αυτοί οι όροι αποκαλούνται, αλλιώτικα, Νόμοι της Φύσης».
Το φυσικό δικαίωμα που προκύπτει σύμφωνα με τον Χομπς από τον ορθό Λόγο είναι η ελευθερία που διαθέτει κάθε άνθρωπος να χρησιμοποιήσει την Ισχύ του κατά βούληση για να συντηρήσει την ζωή και κατ’ ακολουθία η ελευθερία να κάνει οτιδήποτε τ’ οποίο κατά την λογική του κρίση θα θεωρήσει κατάλληλο μέσο για αυτόν τον σκοπό.
«Το άλυτο για κάθε ωφελιμιστική ηθική πρόβλημα είναι πώς να συμβιβάσει την φιλαυτία με την αλληλεγγύη και την αμοιβαιότητα, τον εγωισμό με την αυτοθυσία που είναι αναπόσπαστη από την έννοια της αρετής».
Απαντώντας στο συγκεκριμένο πρόβλημα, ο Χομπς ξεκινά με τον νόμο της φύσης, που ορίζει ότι οι άνθρωποι οφείλουν να τηρούν τις συμβάσεις τους. Αυτός ο νόμος της φύσης αποτελεί το θεμέλιο και την απαρχή της δικαιοσύνης. Όταν έχει συναφθεί μία σύμβαση, η παραβίασή της είναι άδικη, και ως εκ τούτου η μη τήρηση μιας σύμβασης αποτελεί τον ορισμό της αδικίας. Οτιδήποτε δεν είναι άδικο, είναι δίκαιο.
Για να αποκτήσουν νόημα τα ονόματα δίκαιο και άδικο πρέπει τελικά να υπάρξει το καταφύγιο μιας εξαναγκαστικής εξουσίας, που επιβάλλει σε όλους εξίσου την τήρηση των συμβάσεων, απειλώντας με τιμωρία μεγαλύτερη του οφέλους που προσδοκούν να αποκομίσουν από την αθέτησή τους. Η φύση της δικαιοσύνης έγκειται στην τήρηση συμβάσεων, η οποία δεν αρχίζει παρά με την σύσταση (θρησκευτικής ή πολιτικής) εξουσίας. Το homo homini lupus, που διατυπώνει ο Χομπς, αναθέτει τελικά στην πολιτεία, ως έκφραση του ορθού λόγου, την εξουσία και την δύναμη να το περιορίσει.
Η Πολιτεία του Μηδενός: φιλοσοφία της Ισχύος
Είναι χαρακτηριστικό ότι οι σύγχρονοι πρωταθλητές της εξουσίας βρίσκονται σε πλήρη συμφωνία με την φιλοσοφία του στοχαστή, που θέλησε να εξαγάγει το κοινό όφελος από τα ιδιωτικά συμφέροντα, και που φαντάστηκε και κατασκεύασε, ακριβώς στο όνομα του ιδιωτικού οφέλους, την ιδέα μιας Κοινοπολιτείας, η οποία θα βασίζεται πλήρως και θα αποσκοπεί απόλυτα στην συσσώρευση της ισχύος.
Είναι πράγματι ο μόνος φιλόσοφος, που η αστική τάξη μπορεί δικαίως να υποστηρίξει πως είναι αποκλειστικά δικός της, παρ’ όλο που άργησε να αναγνωρίσει τις αρχές του. Στον Λεβιάθαν, ο Χομπς ανέπτυξε την μόνη πολιτική θεωρία, στην οποία το κράτος δεν στηρίζεται σε κάποιο θεμελιακό καταστατικό νόμο (το θεϊκό νόμο, το νόμο της φύσης, ή του κοινωνικού συμβολαίου) βάσει του οποίου πρέπει να καθορίζονται τα δικαιώματα και οι περιορισμοί του ιδιωτικού συμφέροντος έναντι των δημοσίων ζητημάτων, αλλά στα ίδια τα ιδιωτικά συμφέροντα, έτσι που «το ιδιωτικό συμφέρον ταυτίζεται με το δημόσιο συμφέρον».
Στην πράξη, δεν υπήρξε κανένα πρότυπο αστικής ηθικής που να μην έχει προβλεφθεί από το απαράμιλλο μεγαλείο της λογικής του Χομπς. Σε μια ανάλυση που εδώ και τριακόσια χρόνια ούτε ξεπεράστηκε, ούτε και βελτιώθηκε, ο Χομπς δίνει πράγματι ένα σχεδόν πλήρες πορτραίτο, όχι του ανθρώπου αλλά του αστού: «Ο Λόγος δεν είναι τίποτε άλλο από Λογάριασμα, Λογαριασμοί» κι «Ελεύθερο υποκείμενο, αυτεξούσιο, όλα αυτά δεν είναι παρά λέξεις χωρίς κανένα νόημα, δηλαδή παραλογισμοί».
Ένα πλάσμα στερημένο από Λόγο, ανίκανο να βρει την αλήθεια, χωρίς αυτεξούσιο − δηλαδή ριζικά ανεύθυνο − ο άνθρωπος του Χομπς είναι ουσιαστικά συνάρτηση της κοινωνίας και συνεπώς κρίνεται σύμφωνα «με την λογιστική αξία ή περιουσία του, με την χρηματική τιμή του, που δίνεται σε αντάλλαγμα για την χρήση της ισχύος του. Αυτή η τιμή εκτιμάται και επανεκτιμάται αδιάκοπα από την κοινωνία, και «η εκτίμηση των άλλων» μεταβάλλεται σύμφωνα με το νόμο της προσφοράς και της ζήτησης.
Κατά τον Χομπς το άτομο σκέφτεται το κέρδος του μέσα σε κατάσταση πλήρους απομόνωσης, από την σκοπιά μιας απόλυτης μειοψηφίας θα μπορούσαμε να πούμε. Έτσι συνειδητοποιεί, ότι δεν μπορεί να ικανοποιήσει το ιδιωτικό συμφέρον του χωρίς το στήριγμα κάποιας πλειοψηφίας. Εφόσον λοιπόν το πραγματικό κίνητρο του ανθρώπου δεν είναι παρά τα ιδιωτικά συμφέροντά του, η δίψα για ισχύ και εξουσία είναι το θεμελιωδέστερο πάθος του. Αυτή η δίψα καθορίζει τις σχέσεις ανάμεσα στο άτομο και την κοινωνία, και από αυτή την δίψα πηγάζουν όλες οι άλλες φιλοδοξίες − πλούτος, γνώση, τιμές.
Στην πάλη για την εξουσία και στην έμφυτη ικανότητά τους για ισχύ, όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι. Διότι, η ισότητα μεταξύ των ανθρώπων έχει ως θεμέλιο το γεγονός, ότι κάθε άνθρωπος έχει από την φύση του τόση ισχύ, όση χρειάζεται για να σκοτώσει έναν άλλον άνθρωπο -η πανουργία μπορεί να εξισορροπήσει την έλλειψη δύναμης. Όμως η ισότητα των ανθρώπων ως εν δυνάμει δολοφόνων, τους φέρνει σε κατάσταση ανασφάλειας και από εδώ προκύπτει η ανάγκη για ένα Κράτος. Ο λόγος ύπαρξης του Κράτους είναι, λοιπόν, η ανάγκη που νιώθει το άτομο να προστατευτεί από τους συνανθρώπους του.
Το κρίσιμο σημείο στο πορτραίτο που σκιαγράφησε ο Χομπς, δεν είναι διόλου ο ρεαλιστικός πεσιμισμός του, για τον οποίον τόσο πολύ εγκωμιάστηκε στους μοντέρνους καιρούς. Διότι, αν ο άνθρωπος ήταν στ’ αλήθεια αυτό το πλάσμα που ο Χομπς θέλησε να δει σε αυτόν, τότε θα ήταν ένα πλάσμα ολότελα ανίκανο να συστήσει το παραμικρό κοινωνικό σώμα. Πράγματι, ο Χομπς δεν καταφέρνει, αλλά ούτε και ενδιαφέρεται, να εισάγει τον άνθρωπό του μέσα σε μια κοινότητα. Ο άνθρωπος του Χομπς δεν έχει κανένα καθήκον πίστης στην πατρίδα του σε περίπτωση που αυτή ηττηθεί, και συγχωρείται για κάθε είδους προδοσία, εάν τυχόν αιχμαλωτιστεί.
Από την άλλη, κανένας άνθρωπος δεν είναι ελεύθερος ν’ αντισταθεί στη Σπάθη της Κοινοπολιτείας προκειμένου να βοηθήσει έναν άλλο άνθρωπο, ένοχο ή αθώο, δεν υπάρχει θέμα αλληλεγγύης, ούτε κι ευθύνης προς τον συνάνθρωπο. Δικαίωμα να «αντισταθούν στην Σπάθη της Κοινοπολιτείας και να συνδράμουν ο ένας τον άλλον» έχουν, κατά τον Χομπς, μόνον όσοι και για όσο συνδέονται με ένα κοινό συμφέρον, όπως ένα σημαντικό έγκλημα, για το οποίο έχουν ορκιστεί ότι είναι έτοιμοι να πεθάνουν − γιατί σε αυτή την περίπτωση έχουν να υπερασπιστούν την ζωή τους.
Για τον Χομπς λοιπόν, η αλληλεγγύη με αυτή ή την άλλη μορφή κοινότητας είναι κάτι το πρόσκαιρο και περιορισμένο, που ουσιαστικά δεν αλλάζει διόλου την μοναχική και ιδιωτική φύση του ατόμου − το οποίο «δεν βρίσκει καμιά ευχαρίστηση, τουναντίον άπειρη θλίψη στην παρέα με τους συνανθρώπους του» ούτε και δημιουργεί βαθείς και μόνιμους δεσμούς με τους άλλους.
Αυτό το πορτραίτο του ανθρώπου μοιάζει να ματαιώνει την πρόθεση του Χομπς να προσφέρει μια βάση στην Κοινοπολιτεία του αφού προτείνει ένα συνεκτικό πρότυπο συμπεριφορών που στην πραγματικότητα μπορούν να καταστρέψουν εύκολα κάθε κοινότητα. Από εδώ προκύπτει η εγγενής και ομολογημένη αστάθεια της χομπσιανής Κοινοπολιτείας −άλλωστε προβλέπει ότι «θα διαλυθεί όταν, σε περίπτωση πολέμου (εξωτερικού ή εμφύλιου), την νικήσουν οι εχθροί της, οπότε κάθε άνθρωπος θα αισθάνεται ελεύθερος να κοιτάξει μόνο τον εαυτό του» μια αστάθεια που εντυπωσιάζει ακόμα περισσότερο δεδομένου ότι πρωταρχικός και διαρκής στόχος του Χομπς ήταν η αποκατάσταση της μέγιστης δυνατής ασφάλειας και σταθερότητας.
Θα ήταν όμως πολύ άδικο για τον Χομπς και την φιλοσοφική ακεραιότητά του να θεωρήσουμε την εικόνα που έχει για τον άνθρωπο σαν μια απόπειρα ψυχολογικού ρεαλισμού ή φιλοσοφικής αλήθειας. Ο Χομπς δεν ενδιαφέρεται ούτε για τον έναν, ούτε για την άλλη. Το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι η ίδια η κοινωνική δομή και ο Λόγος που περιγράφει τον άνθρωπο σαν ένα πλάσμα που «ποθεί την ισχύ, ολοένα και περισσότερη ισχύ», είναι επειδή έχει κατά νου τις ανάγκες του Λεβιάθαν.
Αυτό το καινούργιο πολιτικό σώμα, το επινόησε για λογαριασμό της νέας, αστικής κοινωνίας όπως αυτή εμφανίστηκε κατά την διάρκεια του 17ου αιώνα∙ και αυτό το πορτραίτο του ανθρώπου είναι μια σκιαγραφία του νέου τύπου ανθρώπου, που ήταν ο κατάλληλος για να συγκροτήσει αυτή την κοινωνία. Η χομπσιανή Κοινοπολιτεία έχει αποκλειστικό θεμέλιο την Ισχύ. Ιδιοποιείται το μονοπώλιο του φόνου και σε αντάλλαγμα παρέχει στον πολίτη της προστασία από τον κίνδυνο να τον σκοτώσουν. Και καθώς το δίκαιο εξισώνεται με την Ισχύ που έχει συσσωρεύσει η κοινωνία και το Κράτος μονοπωλεί, το ζήτημα του νόμου δεν είναι πλέον ένα ζήτημα καλού και κακού, αλλά αποκλειστικά και μόνο απόλυτης υπακοής, του τυφλού κομφορμισμού της αστικής κοινωνίας.
Σε αυτή την Κοινοπολιτεία, το άτομο, στερημένο από πραγματικά δικαιώματα και με την δημόσια ζωή να παρουσιάζεται καλυμμένη με τον μανδύα της αδήριτης αναγκαιότητας, χάνει το φυσικό δεσμό με τους συνανθρώπους του και αποκτά ένα νέο και αυξανόμενο ενδιαφέρον για την ιδιωτική ζωή του και το ατομικό μέλλον του. Ο ανταγωνισμός γίνεται ο κανόνας των σχέσεων.
Και από την στιγμή που οι δημόσιες υποθέσεις ρυθμίζονται αποκλειστικά από το Κράτος με πρόσχημα την αδήριτη αναγκαιότητα, οι κοινωνικές σταδιοδρομίες των ανταγωνιζόμενων ατόμων υποκύπτουν στο τυχαίο. Διότι μέσα σε μια κοινωνία όπου όλοι υποτίθεται πως είναι εξίσου προικισμένοι με ικανότητα για ισχύ και εξίσου προστατευόμενοι ο ένας από τον άλλο χάρη στην εξουσία, μόνο η τύχη μπορεί ν’ αποφασίσει ποιοι θα είναι οι εκάστοτε νικητές.
Παραδίδοντας τα πολιτικά δικαιώματά του στο Κράτος, το άτομο τού παραδίδει εξίσου την κοινωνική ευθύνη του: ζητάει από το Κράτος να το ανακουφίσει από το φόρτο των φτωχών ακριβώς όπως του ζητάει να το προστατεύει από τους εγκληματίες. Η διαφορά μεταξύ του φτωχού και αδύναμου και του εγκληματία σβήνει. Και οι δυο είναι εκτός νόμου. Όσοι δεν έχουν επιτυχία, δηλαδή απτή ισχύ, χάνουν όλα όσα τους αναγνώριζε ως ανθρώπους ο κλασσικός πολιτισμός. Όσοι δεν έχουν τύχη, δεν μπορούν πια να λογαριάζουν στην χριστιανική φιλανθρωπία.
Η Κοινοπολιτεία είναι μια εύθραυστη δομή, που πρέπει ασταμάτητα να συσσωρεύει ισχύ, να βρίσκει ασταμάτητα καινούργια στηρίγματα για να μην βυθιστεί από την μια μέρα στην άλλη στο χάος των ιδιωτικών συμφερόντων, πάνω στα οποία εδράζεται. Για να δικαιολογήσει αυτή την αναγκαιότητα ασταμάτητης συσσώρευσης ισχύος, ο Χομπς στηρίζει τη θεωρία του σε μια φυσική κατάσταση, τον αδιάκοπο πόλεμο όλων εναντίον όλων.
Θα ήταν λάθος να υποτιμήσουμε την εμφανή αντίφαση ανάμεσα στην συνηγορία του Χομπς υπέρ της ασφάλειας του ατόμου και την θεμελιώδη αστάθεια της Κοινοπολιτείας. Και εδώ προσπαθεί επίσης να πείσει, να επικαλεστεί ορισμένα θεμελιώδη ένστικτα ασφάλειας, γνωρίζοντας πολύ καλά ότι, στους πολίτες του Λεβιάθαν, δεν θα μπορούσαν να εξασφαλιστούν παρά μόνο χάρη στην απόλυτη υποταγή στην εξουσία η οποία μονοπωλεί την ασφάλεια, δηλαδή μόνο χάρη σε ένα πανταχού παρόντα φόβο −κατάσταση που δεν μπορούμε να πούμε πως είναι ακριβώς το χαρακτηριστικό συναίσθημα ενός ανθρώπου, που νιώθει ασφαλής.
Η αφετηρία του Χομπς είναι μια εξαιρετικά διεισδυτική ανάλυση των πολιτικών αναγκών του καινούργιου κοινωνικού σώματος της ανερχόμενης αστικής τάξης, η θεμελιώδης εμπιστοσύνη της οποίας σε μια ατέρμονη διαδικασία συσσώρευσης αγαθών επρόκειτο σύντομα να εκμηδενίσει κάθε αίσθημα ατομικής ασφάλειας.
Η ιδέα του Χομπς ότι η ισχύς αποτελεί την κινητήρια δύναμη όλων των πραγμάτων, ανθρώπινων και θεϊκών, διότι ακόμα και η βασιλεία των θεών «δεν είναι έργο της Δημιουργίας αλλά της Ακαταμάχητης Ισχύος» προερχόταν από την θεωρητικώς αδιάψευστη πρόταση σύμφωνα με την οποία η απεριόριστη συσσώρευση αγαθών πρέπει να στηρίζεται σε μια απεριόριστη συσσώρευση ισχύος. Το φιλοσοφικό συμπλήρωμα της θεμελιώδους αστάθειας μιας κοινωνίας που βασίζεται στην Ισχύ, είναι η εικόνα μιας ατέρμονης ιστορικής διαδικασίας η οποία, προκειμένου να συμβαδίζει με την διαρκή επίταση της ισχύος, καταβροχθίζει αμείλικτα τα άτομα, τους λαούς και τελικά ολόκληρη την ανθρωπότητα.
Ο «Λεβιάθαν» έχει γραφεί τον 16ο αιώνα, κι ο Χομπς είναι διεισδυτικότατος και οξυδερκής, αρχιτεκτονικός και βαθύνους. Συστήνω, φυσικά, χωρίς επιφυλάξεις και με αμέριστο κέφι την μελέτη, και όχι απλή ανάγνωση του «Λεβιάθαν», υπενθυμίζοντας παράλληλα ότι ο Τόμας Χομπς θεωρείται ο θεμελιωτής της νεώτερης πολιτικής φιλοσοφίας. Ο τίτλος, του ανήκει δικαιωματικά.
πηγή: terrapapers