«Ο αυτοεπιτελούμενος σκεπτικισμός και η «αληθινή φιλοσοφία» …είναι ως τα βάθη τους ένα»
Χέγκελ: Φαινομενολογία του Νου(σ 106)
Του Δημήτρη Αργυρού
Αν ο σκεπτικισμός είναι το ένα πρόσωπο, τότε το άλλο πρόσωπο του φιλοσοφικού Ιανού είναι ο δογματισμός. Αν ο πρώτος μας οδηγεί σε μια γενικευμένη σχετικοκρατία, δίχως αυτό να τείνει να είναι απαραίτητα αρνητικό, το δεύτερο, ο δογματισμός μας οδηγεί σε κλειστά μοντέλα, μας οδηγεί στις κλειστές κοινωνίες, μας οδηγεί στο ολοκληρωτισμό.
Είναι αναγκαίο και δυνατό- κάτω από συγκεκριμένα πλαίσιο και συγκεκριμένες διαδικασίες- η υπέρβαση και του σκεπτικισμού και του δογματισμού, είναι αναγκαίο και δυνατό- κάτω από συγκεκριμένα πλαίσιο και συγκεκριμένες διαδικασίες- το άνοιγμα προς μια ανοικτή κοινωνία.
Για να υπερβούμε και το ένα και το άλλο, είναι αναγκαία και δυνατή μια ρευστοποίηση, τόσο του σκεπτικισμού όσο και του δογματισμού, διάμεσου μιας προσδιορισμένης άρνησης, που θα ξεκινάει από τον σκεπτικισμό ως μια φιλοσοφική πρακτική που θα αποδομεί τον δογματισμό, και η αποδόμηση του δογματισμού οδηγεί στην κατάρρευση και του σκεπτικισμού.
Η παραπάνω κίνηση των αντιθέτων που ξεκινάει από την προσδιορισμένη άρνηση καλείται διαλεκτική και τείνει να υπερβεί τα δίπολα των αντιθέτων σε μια νέα πιο πλούσια και περιεκτική ολότητα.
Σχηματικά: από την άρνηση περνάμε στην άρνηση της άρνησης, για να οδηγηθούμε στην προσδιορισμένη κατάφαση, στην ολότητα που το καθεαυτό και το διεαυτό, αφού αρνηθούν τις προηγούμενες υποστάσεις τους, οικοδομούν μια αυτοσυνειδησιακή «διεαυτή καθεαυτότητα», ως ενότητα υποκειμένου/ αντικείμενου.
Το όνομα διαλεκτική μας οδηγεί στον Χέγκελ, τον μεγάλο σύγχρονο φιλόσοφο της διαλεκτικής λογικής.
1. Γενικά σχόλια
Είναι - αντικειμενικά και υποκειμενικά - δύσκολο να αναμετρηθούμε με αυτό τον φιλοσοφικό ογκόλιθο που λέγεται Γκέοργκ Βίλχελμ Φρήντριχ Χέγκελ. Με αυτό το τεράστιο φιλοσοφικό πνεύμα που αποτέλεσε και ίσως και να αποτελεί, αντικείμενο διαφορετικών και συχνά αλληλοσυγκρουόμενων ερμηνειών και προσεγγίσεων. Όπως στην εποχή του ο Χέγκελ αναμετρήθηκε με την έως τότε φιλοσοφική παράδοση θεωρώντας πως την ολοκλήρωνε, έτσι και η φιλοσοφία της εποχής μας είναι αναγκαίο και δυνατό να αναμετρηθεί με το πνεύμα και φάντασμα του Χέγκελ.
Το πνεύμα και φάντασμα του Χέγκελ, η διαλεκτική του ανάγνωση, είναι ίσως η μόνη δυνατή που μπορεί να αναμετρηθεί με τα ερωτήματα που έθεσε ο μεταμοντερνισμός. Βέβαια οι κυρίαρχες αναγνώσεις παραμένουν στα όρια του καντιανισμού, αναπαράγοντας- στην μια ή στην άλλη εκδοχή- τις διαψεύσεις του διαφωτιστικού δογματισμού.
Ο Χέγκελ θεώρησε πως το σύστημά του ολοκληρώνει όλες τις φιλοσοφικές παραδόσεις, ολοκληρώνεται η πορεία του παγκόσμιου πνεύματος μέσα στην ιστορία. Η ολοκλήρωση της πορείας του παγκόσμιου πνεύματος ανοίγει την εποχή της οικοδόμησης μιας ελεύθερης αυτοσυνείδητης πολιτείας, μιας ελεύθερης αυτοσυνείδητης πολιτείας που θα στηρίζεται στο Εγελιανό φιλοσοφικό Σύστημα.
Το σύστημα του Χέγκελ είναι ενότητα, αντίθεση και άρση της αρχαίας φιλοσοφικής σκέψης. Η άρνηση, η άρνηση της άρνησης, η ενότητα και η υπέρβαση του «καθεαυτό είναι» και του «διεαυτού είναι» και η παραγωγή του «καθεαυτού/ διεαυτού είναι».
Το Εγελιανό παγκόσμιο πνεύμα είναι ένα εξελικτικό αντιφατικό πνεύμα, δονείται, ζει και δυναμώνει από την αντιφατική και αντιθετική δυναμική ιστορική διαδικασία. Επιχειρεί να κατανοήσει τον κόσμο και τον εαυτό του με στόχο την εξέλιξη και την ασταμάτητη πρόοδο του προς την ελευθερία και την αυτοσυνειδησία. Ελευθερία και αυτοσυνειδησία που περνάει μέσα από αναγνώριση και την διαλεκτική άρση της αναγκαιότητας.
Είναι βέβαιο πως ούτε o Κ. Μαρξ ούτε και πολλοί άλλοι φιλόσοφοι- είτε με θετικό, είτε με αρνητικό τρόπο, είτε με ένα διαλεκτικό τρόπο- δεν θα υπήρχαν ή δεν θα ήταν ίδιοι, αν δεν υπήρχε το πνεύμα, η φιλοσοφική οπτική και το φάντασμα του Χέγκελ.
Σε αυτό το - όσο γίνεται πιο απλό κείμενο- δεν φιλοδοξώ να παρουσιάσω ή πιο πολύ να αναλύσω την Εγελιανή φιλοσοφική οπτική, να παρουσιάσω ή πιο πολύ να αναλύσω αυτή την τεραστίων διαστάσεων φιλοσοφική κατάκτηση, που επέδρασε όσο τίποτε στην απόπειρα μας να ερμηνεύουμε αλλά κυρίως να αλλάξουμε τον κόσμο, όπως έγραφε ο Κ. Μαρξ. Στο παρακάτω κείμενο θα παρουσιάσω, και σε ένα βαθμό να αναλύσω τις οπτικές και τους δρόμους της διαλεκτικής που η παρουσία της Εγελιανής φιλοσοφικής παράδοσης είναι καθοριστική.
2. Αρχαία Φιλοσοφία
Ζήνων
Η διαλεκτική προέρχεται από την λέξη διαλέγομαι που συσχετίζεται με το ζήτημα των ερωτήσεων και των αποκρίσεων. Όπως τόνισε και ο Αριστοτέλης, ο πρώτος ίσως που άσκησε την διαλεκτική ως τέχνη ήταν ο Ζήνων ο Ελεάτης.
Τα παράδοξα του Ζήνωνα κατέχουν χαρακτήρα αυθεντικής διαλεκτικής που καταδεικνύει τις αντιφάσεις με στόχο να τις υπερβεί έτσι ώστε να οδηγηθούμε στο ον του Παρμενίδη.(Χ. Μαρκούζε , περί διαλεκτικής, σ 9).
Ο ίδιος ο Χέγκελ στην ιστορία της Φιλοσοφίας του μιλάει για την ιδιομορφία του Ζήνων του Ελεάτη που δεν είναι άλλη από την διαλεκτική. Ο Ζήνων ο Ελεάτης είναι ένας αριστοτέχνης της Ελεατικήςς σχολής στον οποίο η καθαρή σκέψη καθίσταται κίνηση. Μια μεταβολή που έδειχνε την ανυπαρξία της μηδαμινότητας, και κατά συνέπεια την διαλεκτική ενότητα της κίνησης και της μη-κίνησης.( Γ. Χέγκελ , Ιστορία της Φιλοσοφίας, σ 219)
Ηράκλειτος
Κατά πολλούς οι ρίζες της διαλεκτικής βρίσκονται στο σκοτεινό φιλόσοφο Ηράκλειτο. Ο Χέγκελ θα μιλήσει πως στο Ηράκλειτο εμφανίζεται μια αντικειμενική διαλεκτική, ο Ηράκλειτος συλλαμβάνει το απόλυτο ως μια αντικειμενική διαδικασία και διαλεκτική. (Γ. Χ. Ιστορία της Φιλοσοφίας, σ.238).
Ένα γίγνεσθαι στο οποίο έχουμε σε μεγάλο βαθμό μια ενότητα πραγματικού – ιδεατού, αντικειμενικού και υποκειμενικού, μια αλληλοσύνδεση των διαφορών και των αντιθέτων (Γ. Χ. Ιστορία της Φιλοσοφίας σ 243).
Στον Ηράκλειτο η αλήθεια ενυπάρχει στην ολότητα που Ηρακλείτεια ονομάζεται και κόσμος. Ένας αιώνιος κόσμος, ένας κόσμος βυθισμένος στην διαμάχη και την σύγκρουση, ένας κόσμος που διαρκώς αλλάζει, ένας κόσμος γίγνεσθαι, ένας κόσμος που η στασιμότητα οδηγεί στο θάνατο.
Σε αυτό τον κόσμο, σε αυτή την ολότητα του γίγνεσθαι, κάθε πράγμα έχει το αντίθετό του που βρίσκεται σε μια διαρκή ενότητα, σύγκρουση και ισορροπία. Ο Ηρακλείτειος λόγος μεταφράζεται σε διπολικές σχέσεις αντιθέτων, σε μια ενότητα των αντιθέτων και σε μια συμπαντική αρμονία, μέσα από τον ανταγωνισμό και την αντιπαράθεση. Μιλάμε για ένα κόσμο σε αέναη κίνηση και αλλαγή, σε μεταστοιχείωση, σύνθεση, αποδόμηση.
Ο λόγος μεταφράζεται επίσης σε λόγο που αρθρώνεται και εκστομίζεται, σε αλήθεια, τη μόνη αλήθεια. Γιατί ο λόγος είναι κοινός, άρα και η αλήθεια κοινή, μια αντικειμενική κοσμική αλήθεια, την αλήθεια που απορρέει μέσα από την κίνηση, το διαρκές γίγνεσθαι των αντιθέτων.
Στην Ηρακλείτεια διαλεκτική δεν οδηγούμαστε σε μια υπέρβαση των αντιθέτων, το διαλεκτικό σχήμα του Ηράκλειτου δεν έχει ιστορία, δεν έχει τέλος, στην καλύτερη των περιπτώσεων έχουμε μια ισορροπία μεταξύ των ανταγωνιστών δίπολων στο κόσμο των αντιθέτων. (W. Windelband-H. Heimsoeth, Εγχειρίδιο Ιστορίας της Φιλοσοφίας, σελ. 39.)
Πλάτωνας
Στο φιλοσοφικό ογκόλιθο που λέγεται Πλάτωνας έχουμε την πρώτη ολοκληρωμένη απόπειρα να προσεγγιστεί η διαλεκτική ως επιστήμη. Ο Χέγκελ, υιοθετώντας την διαπίστωση του Διογένη Λαέρτιου, θεωρεί τον Πλάτωνα τον θεμελιωτή της διαλεκτικής. (Μ. Δασκαλάκη, Διάλογος και διαλεκτική η επίδραση του Πλάτωνα στη συγκρότηση της εγελιανής έννοιας της διαλεκτικής, σ 131).
Ο Χέγκελ θεωρεί ότι ο Πλάτωνας είναι ο πρώτος φιλόσοφος που συνέλαβε στην ολότητά της την βασική αρχή του Σωκράτη πως η ουσία της συνείδησης είναι η ίδια η συνείδηση, ανοίγοντας το δρόμο στις φιλοσοφίες της αυτοσυνειδησίας.
Αυτοσυνειδησία που επιχειρεί να ξανασυνδεθεί με το "καθεαυτό είναι" του πνεύματος, με καθεαυτό είναι του πνεύματος που έχει μια παρουσία μες στο χρόνο. Καθεαυτό που ταυτίζεται με το αληθές, που ταυτίζεται με το αγαθό, με κάτι που έχουμε χάσει εμείς, ζώντας μέσα σε αυτό τον κόσμο των σκιών. Από εκεί απορρέει και η προβληματική, η διαδικασία, η μεθοδολογία της Πλατωνικής ανάμνησης.
Αναφερόμαστε στην διαδικασία που η αληθινή φύση ως πνεύμα καθεαυτό που ορέγεται το διεαυτό αντικείμενο/ υποκείμενο για τον εαυτό του, είναι η ανάδειξη του γενικού επί του ειδικού (Γ. Χ. Ιστορία της Φιλοσοφίας σ 444), του αγαθού επί της δόξας, της κίνησης του ιδεατού επί της σχετικότητας.
Ο Πλάτωνας κυρίως στο ώριμο έργο του συνδέει την διαλεκτική με την διαδικασία του έλεγχου των εννοιών, του έλεγχου των κρίσεων, του έλεγχου των θέσεων στην κατεύθυνση της γνώσης της Πλατωνικής Αλήθειας, της Αλήθειας του Όντος.
Η ανάδειξη της Πλατωνικής αλήθειας απορρέει μέσα από την αντιπαράθεση των θέσεων, την αντιπαράθεση των Πλατωνικών ιδεών και της φιλοσοφικής «δόξας».( Μ. Δασκαλάκη, Διάλογος και διαλεκτική η επίδραση του Πλάτωνα στη συγκρότηση της εγελιανής έννοιας της διαλεκτικής, σ 14).
Ειδικότερα στο 6ο και 7ο βιβλίο της Πολιτείας του, ο Πλάτωνας θεωρεί την διαλεκτική ως την ικανότητα να συλλάβουμε την ικανότητα του υποκειμένου που σκέπτεται, να συλλάβει την ύψιστη βαθμίδα του νοητού κόσμου που είναι ο κόσμος των ιδεών, ο κόσμος του αγαθού.( Χ. Μαρκούζε , περί διαλεκτικής, σ 12).
Πρόκειται για μια διαδικασία που η διαλεκτική απελευθερώνεται από τον διάλογο και επιχειρεί να συνδεθεί με ένα έμμεσο τρόπο με την θέαση της καθεαυτότητας του αγαθού, θέτοντας να θέσει σε ενάργεια την σχέση της πολιτείας και του κόσμου των ιδεών.
Ταυτόχρονα στον Φαίδρο ο Πλάτωνας επιχειρεί να κάνει μια διάκριση μεταξύ της διαλεκτικής που επιχειρεί να γνωρίσει τα πράγματα και αυτής της χρησιμότητας που χει στην ρητορική. Ενώ στον Παρμενίδη ο Πλάτωνας σε σχέση με τον Ζήνων παρουσιάζει την διαλεκτική ως μια μέθοδο των Ελεατών που όμως στρέφει την οπτική του καθαρά στο νοητό.
Στον διάλογο Σοφιστή και πάλι σε σχέση με την πολλαπλότητα και την δόξα εμφανίζεται μια οντολογία του αγαθού που έχει ως στοιχείο της την διαλεκτική των ιδεών, στην απόπειρα του υπαγάγει την πολλαπλότητα στη καθολικότητα (Κ. Ράντης, Εισαγωγή στη διαλεκτική, Από τον Πλάτωνα ως τον Μαρκούζε, σ 36, 37, 46)
Επιχειρώντας να κριτικάρει τόσο την θέση των σοφιστών, όσο και την θέση των Ελεατών που υποστηρίζουν πως αυτό που υφίσταται- στην μια ή στην άλλη μορφή- είναι μόνο το «είναι» και όχι το «μη-είναι», κριτικάρει την θέση πως δεν υπάρχει λάθος και εσφαλμένο. Γιατί αν τα πάντα υπάρχουν τότε οδηγούμαστε στη σχετικοποίηση της αλήθειας, στη σχετικοποίηση του αγαθού.
Βεβαίως ο Χέγκελ αναγνώρισε στους σοφιστές μια πρώιμη εκδοχή του διαφωτισμού που με την αμφισβήτηση των πραγμάτων, την αμφισβήτηση της κατεστημένης αλήθειας, άνοιγε το δρόμο στο διάλογο και από εκεί στην διαλεκτική, παρά τον υπαρκτό κίνδυνο του σχετικισμού, του σκεπτικισμού και του εκλεκτικισμού.
Η αρχαία δημοκρατία της Αθήνας, η ενότητα των ελεύθερων πολιτών της αρχαίας δημοκρατίας δεν θα ήταν ίδια, δίχως την αντιφατική παρουσία των σοφιστών. Δεν θα ήταν ίδια δίχως αυτούς τους επαγγελματίες φιλοσοφούντες, δίχως αυτούς τους αμφισβητίες και τους σχετικιστές που έθεσαν την έρευνα στο κέντρο της πρακτικής τους. Δίχως αυτούς που για πρώτη φορά ανάπτυξαν την συγκεκριμένη συγκρότηση των αντιθετικών ζευγών: ενότητα/ πολλαπλότητα, ταυτότητα/ διαφορά, ιδεατότητα/ πραγματικότητα.
Ο Σωκράτης και ο Πλάτωνας σε ενότητα και κυρίως σύγκρουση με την κίνηση των σοφιστών ξεκινώντας από τα αντιθετικά ζεύγη ενότητα/ πολλαπλότητα, ταυτότητα/ διαφορά, ιδεατότητα/ πραγματικότητα επιχείρησαν να δώσουν έμφαση στην ανθρώπινη αυτοσυνειδησία και να την στρέψουν προς το αγαθό.
Αριστοτέλης
Για τον Χέγκελ ο Αριστοτέλης -μαζί και με τον Πλάτων- είναι ο μέγας δάσκαλος της ανθρωπότητας (Γ. Χ. Ιστορία της Φιλοσοφίας σ 590). Ο Αριστοτέλης για τον Χέγκελ ανήκει στα πλέον βαθυστόχαστα μυαλά της ανθρωπότητας και προήγαγε σε ακόμη μεγαλύτερο βαθμό ότι άρχισε ο Πλάτωνας, τόσο σε ποιότητα όσο και σε ποσότητα. Ενώ εξαπλώνοντας την έρευνα σε διαφορετικές πτυχές ολοκλήρωνε την έρευνα της ολότητας στο ενιαίο χαρακτήρα της έννοιας.
Εκκινώντας δε την αναλυτική του μέθοδο από την εμπειρία ως μια εξωτερική εποπτεία ως προϋπόθεση για να σπαραχτεί συγκεκριμένη σκέψη, η διαλεκτική κατανοείται ως η μέθοδος εκείνη, που μας δίνει τη δυνατότητα να συλλογιζόμαστε για κάθε πρόβλημα και να υποβάλλουμε τη σκέψη μας σε έλεγχο, χωρίς να πέφτουμε σε αντιφάσεις. (http://hegel-platon.blogspot.gr/2018/01/hegel.html?m=1).
Σε αυτό το σημείο χρειάζεται όμως μια προσοχή: Ξεκινάει από το πεδίο της εμπειρίας ως εξωτερικό γνώρισμα αλλά δεν μένει σε αυτό, συνδυάζει την εμπειρία με μια εξόχως θεωρητική διεργασία(http://erevoktonos.blogspot.in/2017/04/blog-post_730.html)
Κατά συνέπεια στον Αριστοτέλη η διαλεκτική μετατρέπεται σε μια μέθοδο που κατασκευάζει συλλογισμούς, που οδηγεί σε δυο δρόμους, ο πρώτος δρόμος συνδέεται με τα Αριστοτελικά ένδοξα, ο δεύτερος δρόμος με την ρητορική τέχνη.
Ας σημειωθεί πως στο Αριστοτέλη η κίνηση, άρα η αντίθεση και η αντίφαση, το σωστό και το λάθος υπάρχει στο επίπεδο της ύλης και όχι στο επίπεδο του πνεύματος, που οδηγεί στο πρώτο ακίνητο, στον θεό, σε αυτό που είναι μόνο ενέργεια και όχι δυνάμει/ ενέργεια.( Μ. Δασκαλάκη, Διάλογος και διαλεκτική η επίδραση του Πλάτωνα στη συγκρότηση της εγελιανής έννοιας της διαλεκτικής, σ 14). Κατά συνέπεια αυτό έχει ως αποτέλεσμα η σκέψη ως παραγωγή του πνεύματος, μέσα από την εμπειρία, είναι αναγκαίο να οδηγεί μόνο στην έλλογη ευδαιμονία, και όχι στο κόσμο των αντιφάσεων.
Όπως διαφαίνεται στη φιλοσοφία του Αριστοτέλη έχουμε σε ένα μεγάλο βαθμό μια απαξίωση της διαλεκτικής, για τον Αριστοτέλη η διαλεκτική είναι μια τεχνική της λογομαχίας, ενώ για αυτόν στην θέση της διαλεκτικής έχουμε την τυπική λογική.
Για τον Αριστοτέλη η έμφαση που δίνει η διαλεκτική στην αντίθεση και σε ένα άλλο βαθμό στην αντίφαση, σπέρνει την αμφιβολία στην επιστημονική διερεύνηση της αποκάλυψης της αλήθειας ( Χ. Μαρκούζε, περί διαλεκτικής, σ 15, 16, 17) και αυτό έχει ως αποτέλεσμα να οικοδομούνται οι προϋποθέσεις για την ευζωία και την ευδαιμονία.
Επίκουρος
Ο Επίκουρος και οι Επικούρειοι σε ακόμη μεγαλύτερο βαθμό από τον Αριστοτέλη αποδοκιμάζουν την διαλεκτική, ταυτίζοντας την με τη σοφιστική. Ο Επίκουρος και οι Επικούρειοι αγωνιώντας για την ακρίβεια των πραγμάτων δεν επέτρεπαν διαλεκτικά τεχνάσματα και παιχνίδια που τα θεωρούσε τεχνάσματα, σοφίσματα, ταχυδακτυλουργίες.
Ζώντας στα πλαίσια μιας κοσμόπολης, με τον δημοκρατικό ορθολογισμό να βρίσκεται σε ιστορική παρακμή και το ανορθόλογο να κυριαρχεί, η διαλεκτική ως η λογική της ενότητας των αντιθέτων τους φαίνονταν το λιγότερο ως τεχνάσματα, σοφίσματα, ταχυδακτυλουργίες.
Μελετώντας όμως λίγο πιο προσεχτικά την φυσική θεωρία του Επίκουρου και των Επικούρειων η θεωρία της απόκλισης, που σπάει την Δημοκρίτεια αναγκαιότητα, έχει κοινά στοιχεία με μια μορφής διαλεκτικής της φύσης.
Σε αυτό το επίπεδο η ενότητα και αντίθεση των ατόμων οδηγεί στην διαλεκτική απόκλιση που είναι και η αιτία της παραγωγής αυτού του πολύμορφου κόσμου, ενώ αν ακολουθούσαμε την Δημοκρίτεια αναγκαιότητα όλα θα έπρεπε να μοιάζουν.
Είναι ο Κ. Μαρξ στην διδακτορική του διατριβή (Κ. Μαρξ, Διαφορά της δημοκρίτειας και επικούρειας φυσικής φιλοσοφίας, Γνώση) που επιχείρησε να συνδέσει την διαλεκτική της απόκλισης, την διαλεκτική ως ελεύθερη κίνηση με την παραγωγή της αυτοσυνειδησίας που σπάει την σιδερένια ταυτότητα της αναγκαιότητας. Ο Επίκουρος γράφοντας: «είναι δυστυχία να ζεις μες στην αναγκαιότητα, δεν αποτελεί αναγκαιότητα το ζεις στην αναγκαιότητα», εισάγει μια εκδοχή των πρωτείων της άρνησης επάνω στην κατάφαση, δίνει έμφαση στην ελευθερία, σε σχέση με την αναγκαιότητα.
Διαλεκτική της αρνητικότητας που παίρνει τουλάχιστον 2 εκδοχές: Στην πρώτη η ενότητα σπάει, το ένα διαχωρίζεται σε δυο. το «ένα γίνεται δυο». Κατά συνέπεια η άρνηση δεν οδηγεί στην άρνηση και από εκεί στην κατάφαση. Ο διαχωρισμός και όχι η ενότητα είναι που παράγει νέα ποιοτικά χαρακτηριστικά. Πχ τέτοια στοιχεία έχουμε στο Μαρκούζε όταν αυτός γράφει πως η άρνηση αναπτύσσεται εκτός της καταπιεστικής ολότητας(Χ. Μαρκούζε , περί διαλεκτικής, σ 56) ή στο ρεύμα της εργατικής ή της κοινωνικής αυτονομίας και στο Α. Νέγκρι της περιόδου του 1970.
Στην δεύτερη εκδοχή η άρνηση και η άρνηση της άρνησης διαχωρίζει και ενώνει δημιουργώντας δυο ειδών αντιφάσεις: τις αντιφάσεις που τείνουν να γίνουν ανταγωνιστικές αντιθέσεις και που επιλύονται με τον διαχωρισμό και τις μη-ανταγωνιστικές αντιθέσεις που δύναται η άρνηση της άρνησης να οδηγήσει σε μια νέα ποιοτική κατάφαση. Τέτοιου τύπου διαλεκτική έχουμε στην Μαοϊκή παράδοση, αλλά και στην μετααυτόνομη, στο σημερινό Α. Νέγκρι.
Ο Επίκουρος και οι Επικούρειοι, αυτοί οι υπέροχοι επαναστάτες ακολουθούν την γραμμή του «Λάθε Βιώσας», επιλέγουν μια πολιτική αναχωρητισμού από την κοσμόπολη, οικοδομώντας σε ένα μικροεπίπεδο μια δημοκρατική κοινότητα στα πλαίσια του κήπου, κρατώντας ζωντανή την αμεσοδημοκρατική παράδοση, για αυτόν το λόγο και ο Κ. Μαρξ γράφει πως ο Επίκουρος είναι μέγας διαφωτιστής. Μια στάση που έχει πολλά κοινά στοιχεία με το σύγχρονο ρεύμα της μετααυτονομίας, με αυτό το ρεύμα που υποστηρίζει πως μπορούμε να αλλάξουμε τον κόσμο δίχως να πάρουμε την εξουσία.
Για κάποιους στοχαστές όπως ο Αλτουσέρ και για μια συγκεκριμένη πλειάδα αναγνώσεων και φιλοσοφικών αντιλήψεων, αντιπαραβάλλεται η υλιστική δημοκρατική γραμμή του Δημόκριτου, του Επίκουρου, του Σπινόζα και του Μακιαβέλι στην Χεγκελιανή γραμμή της κυριαρχίας της αναγκαιότητας.
Στο πρόσφατα μεταφρασμένο στα Ελληνικά βιβλίο του Α. Νέγκρι με τίτλο: «Καιρός για Επανάσταση», με πολεμικό τόνο, ο συγγραφέας κάνει μνεία, αφιερώνει το βιβλίο, σε κάποιους δολοφονημένους κομμουνιστές, από υπάλληλους της διαλεκτικής, θεωρώντας την διαλεκτική εργαλείο του κράτους και του κεφαλαίου.
Δεν θα συμφωνήσω με την παραπάνω στάση απέναντι στην διαλεκτική και τον Έγελο. Η παραπάνω θέση είναι επιστροφή σε ένα σύγχρονο Ελεατισμό που βλέπει από την μια την άρνηση και από την άλλη την κατάφαση που τείνει στη παραγωγή και την αναπαραγωγή μιας ταυτοτικής θετικιστικής οντότητας.
Δεν καταφέρνει να αναγνώσει, να κατανοήσει και να αναγνωρίσει τις ποιοτικές διαφοροποιήσεις, που απορρέουν από τις αντιθέσεις και τις αντιφάσεις, το συσχετισμό, την αλληλεπίδραση και την υπέρβαση του κόσμου των αντιθέσεων και του κόσμου των αντιφάσεων.
3. Από το μεσαίωνα στην σύγχρονη εποχή
Στα πλαίσια του τόσο ενδιαφέροντος, παραγωγικού, όσο και σκοτεινού μεσαιωνικού κόσμου η κυριαρχία του δογματικού μεσαιωνικού Αριστοτελισμού υποβαθμίζει την διαλεκτική. Παρόλα αυτά, στο νεοπλατωνισμό – και εδώ πρέπει να γίνει μνεία στον Πλωτίνο και στον Πρόκλο - που κράτησαν την διαλεκτική φλόγα ζωντανή.
Η διαλεκτική του Πρόκλου και του Πλωτίνου σε μεγάλο βαθμό συγγενεύει με την διαλεκτική του Χέγκελ, και η παραπάνω θεώρηση του Πρόκλου και Πλωτίνου, μέσα από νεογνωστικές προσλήψεις, πέρασε στους μυστικούς του μεσαίωνα και της Αναγέννησης. Όπως λόγου χάρη ο Μ. Έκαρτ ή όπως ο Γ. Μπέμε, που ο Χέγκελ που τον περιέλαβε στις διαλέξεις του για την ιστορία της Φιλοσοφίας.
Κυρίως, και με μεγάλο τίμημα, οι μυστικοί του μεσαίωνα, και τα ελεύθερα πνεύματα, όπως ο Τ. Μπρούνο, επιχείρησαν να σπάσουν τον θρησκευτικό δογματισμό. Στο μεσαίωνα η δύναμη της άρνησης αποκτά χαρακτήρα θετικής ενέργειας του γιγνώσκειν, με την διαλεκτική να είναι στο κέντρο του μυστικισμού και της αποφατικής φιλοσοφίας.(Χ. Μαρκούζε , περί διαλεκτικής, σ 21).
Καντ
Ήδη στο Ρουσώ διέκρινε το απόλυτο μες στη ελευθερία. Ο Καντ διατύπωσε την ίδια θέση αλλά πιο θεωρητικά… Στην Γαλλία ο φανατισμός της ελευθερίας όταν παραδόθηκε στο λαό κατέστη ανατριχιαστικός. Στην Γερμανία υπήρξε συνειδητοποίηση της ελευθερίας αλλά ακολούθησε θεωρητικό δρόμο. Έχουμε και εμείς ζιζάνιο στο μυαλό αλλά ο Γερμανός αντί να φορέσει την σκούφια του στραβά, μάλλον προτιμάει τον νηκτικό πίλο και πέφτει για ύπνο ώστε να επεξεργαστεί τις καταστάσεις με αργούς ρυθμούς. Χέγκελ (Γ. Χέγκελ , Ιστορία της Φιλοσοφίας, σ 1105)
Ο Χέγκελ στο παραπάνω μότο, με ένα γλαφυρό τρόπο, είναι σαν να περιγράφει τη ζωή του Καντ, αυτού του τρομερού πειθαρχημένου, αν και κάπως υπέρμετρα στυφνού, φιλοσοφικού πνεύματος. Ο Χέγκελ αποδέχεται πως στον Ι. Καντ η διαλεκτική υπέστη αποφασιστική μεταβολή. Συνεχίζοντας την παράδοση του Σωκράτη και των Στωικών ξεκινά από το επίπεδο του υποκειμένου, σε ακόμη ψηλότερο επίπεδο σε σχέση με το Σωκράτη και τους Στωικούς.
Η Καντιανή Φιλοσοφία- κατά τον Χέγκελ- παρίσταται ως ο μεθοδικός και θεωρητικός διαφωτισμός σύμφωνα με το οποίο δεν υπάρχει αλήθεια (το πράγμα καθεαυτό), μα μόνο τα φαινόμενα, κρατώντας την σε μια υποκειμενική πεπερασμένη άποψη. Ανάγει την ουσιαστικότητα στην αυτοσυνείδηση, αλλά δεν μπορεί να τις δώσει πραγματικότητα. Ο Καντ μπορεί να επέφερε πλήγμα στο νοησιαρχική μεταφυσική, μα την αντικατέστησε με ένα υποκειμενικό δογματισμό που δεν επιτρέπει την αναζήτηση της ενότητας καθεαυτό/ διεαυτό.
Στον Ι. Καντ και μέσα από την οπτική του Χέγκελ έχουμε ένα ανοικτό πράττειν του Λόγου στο πεδίο της κριτικής θεωρίας και της υπερβατολογικής θεώρησης του καθαρού λόγου ( Χ. Μαρκούζε , περί διαλεκτικής, σ 22).
Στην Καντιανή διαλεκτική από την οπτική του υποκειμένου έχουμε την κατανόηση τόσο της θετικής πλευράς όσο και την κατανόηση της άρνησης. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα ο λόγος να εμφανίζεται με αντιφάσεις, καταδεικνύοντας τις αντινομίες του καθαρού λόγου.
Στο Ι. Καντ η διαλεκτική – στα πλαίσια μιας υπερβατολογικής θεώρησης- επανατοποθετείται το επίπεδο του ερωτήματος του όντος, του ερωτήματος της γνώσης και συνδέεται με τις αντιφάσεις του λόγου που είναι απόρροια της πολύπλοκης δομής του. Στο νεαρό καντιανό Βιτγκενστάιν θα λέγαμε πως συνδέεται με τα «καρούμπαλα» του λόγου που θα πρέπει να ξεπεράσουμε.
Ο όρος διαλεκτική στο Καντ έχει μια διττή σημασία: Από την μια ακολουθώντας τον Αριστοτέλη κατανοεί την διαλεκτική ως λογικά γυμνάσια και από την άλλη όπως και πιο πάνω είπαμε έχει μια υπερβατολογική οπτική, με στόχο να υπερασπιστεί το λόγο και την νόηση από τα σοφίσματα.
Σε αυτό το επίπεδο εμφανίζονται 4 αντινομίες: 1) θέση: ο κόσμος έχει ως προς το χρόνο και το χώρο μια αρχή, αντίθεση: ο κόσμος με τον χρόνο και το χώρο είναι άπειρος, 2) θέση: όλα μέσα στο κόσμο συνίσταται από το απλό, αντίθεση: όλα μέσα στο κόσμο συνίσταται από το σύνθετο, 3) θέση: στο κόσμο υπάρχουν αίτια δ΄ ελευθερίας, αντίθεση: δεν υπάρχει ελευθερία όλα είναι φύση, 4) θέση: Στην σειρά των αιτιών του κόσμου υπάρχει ένα αναγκαίο ον, αντίθεση: σ΄ αυτήν δεν υπάρχει τίποτε αναγκαίο, αλλά σε αυτήν τη σειρά είναι όλα τυχαία. ( Κ. Ράντης, Εισαγωγή στη διαλεκτική, Από τον Πλάτωνα ως τον Μαρκούζε, σ 94, 97).
Άπειρες οι διενέξεις και οι συζητήσεις για τα ζητήματα που ανέδειξε η διαλεκτική του Καντ, διενέξεις και συζητήσεις που εν πολλοίς καθόρισαν και καθορίζουν την μοντέρνα φιλοσοφία. Σε αυτό το σημείο μόνο δυο σχόλια:
α) Στον Καντ η διαλεκτική συνδυάζεται με το υποκείμενο, το λόγο του υποκειμένου, την ελευθερία του υποκειμένου, και από αυτή την οπτική παραμένει φωτισμένο αν και στρυφνό τέκνο του διαφωτισμού.
β) Για τον Καντ είναι αδύνατον ο καθαρός λόγος να γνωρίσει το «πράγμα καθεαυτό», δηλαδή δεν μπορούμε παρά να γνωρίσουμε τα φαινόμενα και όχι το αληθινό όν. Για αυτό τον λόγο δεν μπορούμε ως υποκειμενικότητες, παρά να είμαστε μόνο ηθικά ελεύθεροι, δεν μπορούμε, δεν θα μπορέσουμε ποτέ να υπερβούμε τη σιδερένια αναγκαιότητα.
Αντίθετα για τον Χέγκελ είναι δυνατή η γνώση του «πράγματος καθεαυτού», είναι δυνατή η υπέρβαση της αναγκαιότητας, είναι δυνατή η κατάκτηση της ελευθερίας, μιας «διεαυτής και καθεαυτής» ελευθερίας, ενώ στον Καντ τίθενται μόνο στο επίπεδο του ηθικού κατηγορικού πράττειν.
Συνοψίζοντας ο Χέγκελ για την Καντιανή Φιλοσοφία στην Ιστορία της Φιλοσοφίας του θα πει πως στον Καντ θα συναντήσουμε την ιδέα της νόησης που έχει μέσα την διαφορά πρακτικού και θεωρητικού λόγου, αλλά ως μια αφηρημένη σχέση.
Αυτό την οδηγεί τελικά να παραιτηθεί από τον ορθό λόγο και να μείνει μια εντελώς νοησιαρχική φιλοσοφία, που δεν της επιτρέπει ή την αποτρέπει να γνωρίσει σε βάθος, στην ολότητα του, το «καθεαυτό είναι».
Η διαλεκτική στην φιλοσοφία του Έγελου
«Η δικαιοσύνη είναι η απόλυτη δύναμη/ εξουσία πάνω στο πεπερασμένο. Η καλοσύνη είναι η ύπαρξη του απόλυτου μέσα στο πεπερασμένο» Γ. Χέγκελ, Τι είναι διαλεκτική, εκ. Ηριδανός, σ 124)
Στον Χέγκελ σε σχέση με την διαλεκτική του Καντ ή του Φίχτε έχουμε μια τομή και όχι συνέχεια. Βέβαια από την δική του οπτική έχουμε την ολοκλήρωση και την υπέρβαση της φιλοσοφίας του Καντ και του Φίχτε. Έχουμε μια δυναμική αντιφατική και αντιθετική κίνηση της ολότητας, με ένα ιδιαίτερο νέο ποιοτικό χαρακτηριστικό.
Αυτό το νέο ποιοτικό στοιχείο που έχουμε είναι η δύναμη του αρνητικού στο πεδίο της ενότητας και της θέασης υποκειμένου/ αντικείμενου, υπερβαίνοντας την υπερβατολογική/ ιδεαλιστική σφαίρα, αποκτώντας οντολογικά χαρακτηριστικά.( Χ. Μαρκούζε , περί διαλεκτικής, σ 30)
Στην πορεία της μέσα στο ιστορικό γίγνεσθαι η αρνητικότητα αίρει, καταργεί αυτούς τους προσδιορισμούς που θέτει η διάνοια, ρευστοποιεί την αλήθεια, ενοποιεί σε ένα ανώτερο βαθμό το καθολικό και το σχετικό. Κατά αυτό τον τρόπο κατανοεί, γνωρίζει και αναγνωρίζει το «πράγμα κάθε αυτό» στην ενότητα του, στην διαλεκτική ενότητα του, με το «διεαυτό».
Η αρνητικότητα με την σειρά της, αφού συναντήσει την άρνησή της, αίρεται και μετατρέπεται σε θετική, δίχως να χάνει τις επιμέρους ποιοτικές διαφοροποιήσεις. Η ελευθερία ως μια αρνητική υποκειμενική διάσταση μετατρέπεται σε αντικειμενική, και στην συνέχεια σε υποκειμενικά/ αντικειμενική, στο βαθμό που αποκτά αυτοσυνειδησιακά χαρακτηριστικά, μετουσιώνεται σε καθολική ελευθερία και αυτοσυνειδησία.
Η προσδιορισμένη ενότητα υποκειμένου/ αντικειμένου, η ενότητα της άρνησης που μετατρέπεται σε άρνηση της άρνησης, η συγκεκριμένη έκφραση της συνειδητής καθολικής ελευθερίας κινείται στο πεδίο της παγκόσμιας ιστορίας.
Μόνο στο πεδίο της παγκόσμιας ιστορίας εμφανίζεται στην ολότητα η ελεύθερη ένωση υποκειμένου και αντικειμένου που δεν είναι σκέπτεσθαι , αλλά δραστηριότητα, κίνηση, πράξη.
Η πράξη, η κίνηση και η δραστηριότητα είναι τα εργαλεία, οι «μορφές ζωής» της εμφάνισης και της δραστηριότητας του παγκόσμιου ιστορικού πνεύματος, που μας χρησιμοποιεί, χρησιμοποιεί τις επιθυμίες και τα πάθη μας, για να εμφανιστεί στο πεδίο των μαχών του «δικαστηρίου της ιστορίας».
Στο Εγελιανό σύστημα του «καθαρού λόγου» το διαλεκτικό στοιχείο δεν συλλαμβάνει μόνο την αρνητική του πλευρά, συλλαμβάνει την ενότητα και την διαδικασία αρνητικού και θετικού που οδηγεί στην υπέρβαση και στην κατάφαση ( Κ. Ράντης, Εισαγωγή στη διαλεκτική, Από τον Πλάτωνα ως τον Μαρκούζε, σ 131), αποκτώντας ένα υποκειμενικά/ αντικειμενικό χαρακτήρα.
Στην διαλεκτική του Έγελου για να κατανοήσουμε ακριβώς τι συμβαίνει το υποστασιακό «καθεαυτό είναι» και το υποκειμενικό «διεαυτό είναι» εισδύουν το ένα στο άλλο δημιουργώντας μια αντιφατική/ αντιθετική ολότητα (Γ. Χέγκελ, Τι είναι διαλεκτική, εκ. Ηριδανός, σ 17). Μιλάμε για μια αντιφατική/ αντιθετική ολότητα που κατανοεί, εξηγεί και τελικά αλλάζει την πραγματικότητα, κίνηση που στηρίζεται στα πεπραγμένα της και στις δυναμικές της χειραφέτησης.
Διανοίγοντας τον δρόμο προς το βασίλειο της ελευθερίας που είναι ταυτόχρονα α)ανάγνωση, γνώση, αναγνώριση και συνειδητοποίηση της αναγκαιότητας και β) υπέρβαση της αναγκαιότητας. Υπέρβαση της αναγκαιότητας που έχει ως βάση την γνώση, την ανάγνωση, την αναγνώριση και την συνειδητοποίηση της αναγκαιότητας. Πρόκειται για μια αντιφατική και αντιθετική διαλεκτική ενότητα πραγματικότητας/ δυνατότητας/ συνειδητότητας και αυτοσυνειδητότητας/ γνώσης/ βούλησης και επιθυμίας.
Εντός της διαλεκτικής πορείας, η ελευθερία και η αναγκαιότητα συνυφαίνονται στη πορεία του πνεύματος, εκφράζοντας τις δυο πλευρές μιας ιστορικής διαλεκτικής νομοτέλειας. Το ζητούμενο - το φιλοσοφικά και πολιτικά ζητούμενο - για τον Έγελο είναι η μετάβαση από την αναγκαιότητα στην ελευθερία, από την καθεαυτότητα στην διεαυτότητα. Μόνο που αν η καθεαυτότητα είναι το πεδίο της αναγκαιότητας, η καθεαυτότητα/αναγκαιότητα λειτουργεί ως διεργασία πραγμάτωσης της διεαυτότητας/ ελευθερίας.(Ν. Χρόνης, Ελευθερία και αναγκαιότητα ως κανονιστικές αρχές του πνεύματος, ιστορία και διαλεκτική 14ο διεθνές συνέδριο για το Χέγκελ, σ 110)
Η διαλεκτική δεν είναι τίποτε άλλο από κίνηση, μια εργασία, μια διενέργεια μετασχηματισμού, η πραγματικότητα που διαρκώς αλλάζει, μεταβάλλεται, εξελίσσεται, το ίδιο που γίνεται το άλλο, η ποσότητα που γίνεται ποιότητα, και στην συνέχεια η ποιότητα που γίνεται ποσότητα. Είναι το όμοιο που είναι τόσο διαφορετικό και μοναδικό και το αντίθετό τους, το διαφορετικό και το μοναδικό που είναι στο βάθος ίδιο.
Διαλεκτική είναι αυτό που σπάει τους φραγμούς και διαμορφώνει τις όχθες του ποταμού. Είναι ο σπόρος που γίνεται καρπός για να ξαναγίνει λίπασμα που θα φιλοξενήσει το νέο καρπό. Είναι το παγκόσμιο πνεύμα που γίνεται φύση, τέχνη, ιστορία, γίνεται λόγος, γίνεται δικαστήριο της ιστορίας, γίνεται συνείδηση, πράξη, ελευθερία.
Διαλεκτική είναι η αρνητική δύναμη του σκεπτικισμού που αμφισβητεί τις κυρίαρχες αλήθειες, αμφισβητεί τον δογματισμό, αμφισβητεί την μεταφυσική και τον μυστικισμό. Ακόμη και αν – όπως στις μέρες μας- η μεταφυσική και ο μυστικισμός ταυτίζονται σε μεγάλο βαθμό με τον επιστημονισμό, όπως θα αναλύσουν το εγελιανό αφήγημα του Κουν και το νεοεγελιανό αφήγημα Φεγεράμπεντ. (Στο μοντέλο των Παραδειγμάτων του πρώτου η ενότητα και σύγκρουση των παραδειγμάτων οδηγεί στην κυριαρχία ενός παραδείγματος και στην συνέχεια στη κρίση και την ανάδειξη ενός παραδείγματος. Ενώ στο Π. Φεγεράμπεντ η συσχέτιση, η ενότητα, η αντίθεση, και η διαφορά μεταξύ των παραδόσεων και των «μορφών ζωής» μας οδηγεί από τον σκεπτικισμό ως αρνητικότητα στην κατάκτηση της γνώσης.).
Διαλεκτική είναι η καταστροφική δύναμη που στέλνει στον θάνατο κάθε σύμβαση και συμβιβασμό, στέλνει στον θάνατο το πεπερασμένο, για να αναστοχαστεί το άπειρο, να αναστοχαστεί και να αγαπήσει το θεϊκό. Και από αυτή την οπτική η δικαιοσύνη είναι η απόλυτη δύναμη επάνω στο πεπερασμένο και η καλοσύνη είναι η ύπαρξη του απόλυτου μέσα στο πεπερασμένο.
Η διαλεκτική είναι αυτός ο εσωτερικός μηχανισμός που μετατρέπει τις δυναμικές σε δυνάμεις και τις δυνάμεις σε πραγματικότητα, είναι η προσδιορισμένη άρνηση που μετατρέπει τις δυναμικές σε δυνάμεις, και τις δυνάμεις σε πραγματικότητα.
Ας σημειωθεί- σε σχέση με το παραπάνω- πως σύμφωνα με τον Δημήτρη Τζωρτζόπουλο το διαλεκτικό τρίπτυχο: άρνηση/ άρνηση της άρνησης και κατάφαση κατανοείται λανθασμένα ως θέση. αντίθεση, σύνθεση ( Γ. Χέγκελ, Τι είναι διαλεκτική, εκ. Ηριδανός, σ 130). Και από αυτή την οπτική το «διεαυτό είναι» είναι η άρνηση και στην συνέχεια η άρνηση της άρνησης του «καθεαυτού είναι», που οδηγεί ή που παράγει ή που δημιουργεί ένα νέο ποιοτικό και ποσοτικό «καθεαυτό/ διεαυτό είναι».
Για να κατανοήσουμε την διαλεκτική πρέπει να κατανοήσουμε πως:
α) τα πράγματα κινούνται σε μια οντολογική βάση που περικλείει και το υποκειμενικό και το αντικειμενικό, που περικλείει την ενότητα και την αντίθεση τους.
β) τα πράγματα διαρκώς κινούνται και δεν μένουν σταθερά, τα πράγματα όχι μόνο κινούνται αλλά αλλάζουν ποιοτικά και ποιοτικά και συχνότατα οι ποσοτικές διαφοροποιήσεις μετατρέπονται σε ποιοτικές.
γ) όλα ξεκινούν από την άρνηση, μια άρνηση που δεν οδηγεί στο μηδενισμό, μια άρνηση που συναντάει την άρνησή του και η ενότητά τους οδηγεί σε μια προσδιορισμένη κατάφαση, από την προσδιορισμένη άρνηση στην προσδιορισμένη κατάφαση.
δ) η διαλεκτική είναι η ίδια η ζωή, κάθε τι ζωντανό ή κάθε τι κοινωνικό και οργανικό που ζει και εξελίσσεται.
Βέβαια αν στο Χέγκελ η ίδια η φύση είναι αλλοτρίωση, αλλοτρίωση του απόλυτου παγκόσμιου πνεύματος, στο Μαρξ έχουμε μια διαλεκτική μεταξύ ανθρώπου /ιστορίας/ κοινωνίας/ φύσης.
Διαλεκτική του Μαρξ
«Η φιλοσοφία βρίσκει στο προλεταριάτο τα υλικά της όπλα, όπως το προλεταριάτο βρίσκει στη φιλοσοφία τα πνευματικά του όπλα... Η κεφαλή της χειραφέτησης αυτής είναι η φιλοσοφία, καρδιά της το προλεταριάτο»
(Μαρξ - «Κριτική της εγελιανής φιλοσοφίας». Παπαζήσης - 1978. σελ. 30, 31) https://grassrootreuter.files.wordpress.com/2015/09/karlmarx-hegel-kratos-dikaiou.pdf
Στο τέλος αυτού του μικρού ταξιδιού μας στους άπειρους πλανήτες της διαλεκτικής θα συμφωνήσω με τον αγαπητό Ευτύχη Μπιτσάκη που μιλάει για τους δρόμους της διαλεκτικής και όχι στο δρόμο της διαλεκτικής.
Η διαλεκτική ως ένα ανοικτό σύστημα, ως ένα ανοικτό οντολογικό σύστημα, ως μια οντολογική κίνηση της αντιφατικής ολότητας, ανοίγει πολλούς δρόμους και δημιουργεί πολλά σύμπαντα, σπάζοντας κάθε δογματισμό, κάθε μορφή δογματισμού, κάθε μορφή εξουσιολαγνείας.
Η αλήθεια και η πραγματικότητα είναι τόσο πολυεπίπεδη, αντιθετική και αντιφατική που μόνο η διαλεκτική κίνηση, αναγνώριση, ανάγνωση, και γνώση, δύναται να εξηγήσει, να κατανοήσει και να νοηματοδοτήσει.
Να το νοηματοδοτήσει με τρόπο αντικειμενικά/ υποκειμενικό, την πραγματική κίνηση, το γίγνεσθαι που οδηγεί στην ανα-γνώση του πράγματος «καθεαυτό», στην κατεύθυνση μιας διεαυτής καθεαυτότητας, στην κατεύθυνση της πραγμάτωσης της καθολικής χειραφέτησης.
Η γνώση και η αναγνώριση της συγκεκριμένης πραγματικής κίνησης βρίσκεται στο επίκεντρο της διαλεκτικής του Κ. Μαρξ, πραγματική κίνηση που θα την ονομάσει κομμουνισμό, πραγματική κίνηση που αγωνίζεται για την διαλεκτική άρση της συγκεκριμένης στιγμής, που στην καθολικότητα της οδηγεί στην κατάργηση των κοινωνικών τάξεων, οδηγεί στην αταξική κοινωνία, δηλαδή στο κομμουνισμό. Στο έργο και στην σκέψη του Κ. Μαρξ ο κομμουνισμός ως πραγματική κίνηση παρουσιάζεται και ως ενότητα προλεταρίου και φιλοσοφίας, ως ενότητα του όπλου της κριτικής με την κριτική των όπλων.
Η μαρξιστική διαλεκτική η αποδοχή της ή η άρνηση της, περιλαμβάνει ένα πολύμορφο και ευρύ αναλυτικό και σημασιολογικό φάσμα και μάλλον είναι δύσκολο να το καλύψουμε σε αυτό το κείμενο.
Μια αναλυτικότερη παρουσίαση της μαρξιστικής διαλεκτικής θα επιχειρήσουμε μια άλλη στιγμή. Σε αυτό το κείμενο θα κάνουμε μια σύντομη παρουσίαση των βασικών θέσεων της μαρξιστικής διαλεκτικής.
1) Η διαλεκτική του Μαρξ και μαζί του Ένγκελς είναι συνέχεια, τομή και ασυνέχεια της διαλεκτικής του Χέγκελ. Είναι η πλέον δημιουργική, ριζοσπαστικά δημιουργική, έκφραση του ριζοσπαστικού ρεύματος των αριστερών εγελιανών, ένα ρεύμα που έδωσε τα πρωτεία στην πράξη σε σχέση με την καθαρή θεωρία, αν και οι αριστεροί εγελιανοί έμειναν στα πλαίσια μιας δημοκρατικής ριζοσπαστικής κριτικής, πλην του Μαρξ/ Ένγκελς. Η διαλεκτική των τελευταίων είναι η πλέον φωτισμένη στιγμή της άρσης και της εξέλιξης της διαλεκτικής του Χέγκελ, είναι η υλιστική αντιστροφή του Χέγκελ.
2) Ποια όμως είναι η βασική διαφορά μεταξύ Εγελιανής και Μαρξιστικής διαλεκτικής; Η βασικότερη διαφορά είναι πως η Εγελιανή θεωρησιακή διαλεκτική αποσκοπεί στην εκάστοτε «θεωρησιακή ενότητα» ενώ η Μαρξιστική αρνητική διαλεκτική αποσκοπεί στην «αποδόμηση της εκάστοτε φαινομενικής ενότητας»( Κ. Ράντης, Εισαγωγή στη διαλεκτική, Από τον Πλάτωνα ως τον Μαρκούζε, σ 174). Μια διαλεκτική σχέση που δεν επιδιώκει στην άρση και την κατάφαση των αντιθέτων αλλά στην καταστροφή της καπιταλιστικής κεφαλαιοκρατικής σχέσης. Η προσδιορισμένη διαλεκτική άρνηση κατανοεί τους μηχανισμούς και τις αντιφάσεις της καπιταλιστικής κοινωνίας όχι για να την μετατρέψει σε ένα ορθολογιστικό μηχανισμό, αλλά για να την αποδομήσει. Από τον κόσμο των καπιταλιστικών αντιφάσεων, οδηγούμαστε στη παραγωγή των ταξικών αντιθέσεων και ανταγωνισμών, στην φάση της κρίσης, και από την φάση της γενικευμένης κρίσης στην επαναστατική κατάσταση και στη στιγμή της επανάστασης.
3) Οι Μαρξ/ Ένγκελς αναζήτησαν τον «ορθολογιστικό» πυρήνα του Χέγκελ, η διαλεκτική του Χέγκελ που βρίσκονταν με το κεφάλι κάτω, ξαναστήνεται στα πόδια της, αποκτώντας όμως ένα ολότελα νέο οντολογικό ποιοτικό περιεχόμενο, με την ζωή να καθορίζει την συνείδηση και όχι το αντίθετο. Κατά συνέπεια η αντίθεση μεταξύ Μαρξ και Χέγκελ είναι αντίθεση αρχής μη αναγωγική (Ε. Μπιτσάκης, οι δρόμοι της διαλεκτικής, εκδ. Άγρα, σ 23, 24, 25). Φυσικά έχουν γραφτεί τόμοι και τόμοι για να αποδείξουν το αντίθετο ή το αντίθετο των αντιθέτων, διευρύνοντας το πλαίσιο των μαρξιστικών ερμηνειών σε σχέση με τον Μαρξ και τον Χέγκελ. Η γκάμα τεράστια : από υπέροχες εγελιανές προσεγγίσεις του Γ. Λούκατς στην «ιστορία και ταξική συνείδηση» ή του Μαρκούζε στο «Λόγος και Επανάσταση» έως και τις αντιεγελιανικές προσεγγίσεις του Αλτουσέρ και τις θεωρήσεις του Κ. Πρέβε για τον σχετικισμό μεταξύ ιδεαλισμού και υλισμού, τις θεωρήσεις του Κ. Πρέβε και για το μεταφυσικό υπόβαθρο του μαρξισμού.
4) Σε γενικές γραμμές όμως έχει και πάλι δίκαιο ο Ε. Μπιτσάκης όταν γράφει πως αν ο Χέγκελ ολοκληρώνει την ιδεαλιστική φιλοσοφία του Ηράκλειτου, Πλάτωνα, του Σπινόζα και του Καντ, ο Μαρξ με ένα υλιστικό τρόπο ολοκληρώνει μια μακρά υλιστική παράδοση που αρχίζει με τους προσωκρατικούς και τους ατομικούς, ανανεώνεται με του νομιναλιστές και ολοκληρώνεται με τον σύγχρονο αστικό υλισμό. Είναι σαφής και μη αναγωγική η διάκριση υλισμού/ ιδεαλισμού μόνο που δεν μπαίνει σε μανιχαιστικά κουτάκια. Συχνότατα, όπως συμβαίνει και στην διαλεκτική του Χέγκελ- το επιβεβαιώνει και ο μαρξιστής Λένιν στα φιλοσοφικά του τετράδια- υπάρχει περισσότερος υλισμός σε ένα ευφυή ιδεαλισμό, παρά σε ένα βλακώδη υλισμό.
5) Κωδικοποιημένα οι βασικές αρχές της διαλεκτικής του Μαρξ στο έργο του ίδιου μάλλον δεν υπάρχουν, θα βρούμε ισχνές πρωτογενείς πηγές και δευτερογενείς αναφορές. «Ο Μαρξ δεν έγραφε ποτέ το Βιβλίο για την επονομαζόμενη Διαλεκτική Μέθοδο. Δεν υπάρχει κάποιο είδος γενικού διαλεκτικού σχήματος το όποιο θα έπαιρνε στη συνέχεια σάρκα και οστά κατά τη μελέτη μεμονωμένων ιστορικών συμβάντων, θα το διατυπώναμε μάλλον σε μια ισχυρότερη εκδοχή: Ο Μαρξ δεν ήταν δυνατό να συγγράψει μια «Μαρξιστική Διαλεκτική Λογική» η μέθοδο, ως αντίποδα, εξέλιξη η και ανάπτυξη της χεγκελιανής λογικής, μια και ο διαχωρισμός μεθόδου από αντικείμενο ερευνάς που το εν λόγω εγχείρημα υπονοεί, είναι ζήτημα προδιαλεκτικό η μάλλον συνιστά μια προβληματική εκτός διαλεκτικής». (http://www.theseis.com/index.php?option=com_content&task=view&id=76)
6) Η ανθρώπινη ιστορία κατά τον κ. Μαρξ είναι προϊόν της ταξικής πάλης και όχι της αποκάλυψης του παγκόσμιου πνεύματος, η φιλοσοφία γίνεται το εργαλείο της ταξικής πάλης και η ταξική πάλη το εργαλείο της φιλοσοφίας, και δεν είναι του παγκόσμιου πνεύματος στο δρόμο προς την αυτοσυνειδησία του. Αν υπάρχει και στο βαθμό που υπάρχει, η διαδικασία της αυτοσυνειδησίας είναι προϊόν της αρνητικότητας του προλεταριάτου ως «τάξη για τον εαυτό» του στην καταστροφή του καπιταλιστικού κόσμου και στην οικοδόμηση του βασιλείου της καθολικής ελευθερίας. Σε αυτή του την εργασία του αρνητικού, σε αυτή την επαναστατική διαδικασία το προλεταριάτο- με ένα ανισόμετρο και συνδυασμένο τρόπο- ενώνεται με την δομή της επιστήμης και της φιλοσοφίας. Η υλικότητα της ταξικής πάλης επικαθορίζει το πεδίο της επιστήμης και το πεδίο της φιλοσοφίας. Είναι όμως σημαντικό να εμμείνουμε και να επιμένουμε στο μη αναγωγισμό, στα ασύμμετρα μεγέθη και στην ανισόμετρη και συνδυασμένη σχέση μεταξύ της ταξικής πάλης, της επιστήμης και της φιλοσοφίας. Ενώ μάλλον θα συμφωνήσω με αυτούς που υποστηρίζουν πως στο διαχωρισμό επιστήμης/ φιλοσοφίας/ μαρξισμού, στην διάκριση επιστήμονα και φιλόσοφου Μαρξ πχ Αλτουσέρ, υπάρχει μια θετικιστική διάκριση.
7) Από μια συγκεκριμένη οπτική της υλιστικής μαρξιστικής διαλεκτικής μπορούμε να μιλάμε για 3 διαλεκτικούς νόμους (https://www.rizospastis.gr/story.do?id=641807) ή πιο σωστά τάσεις:
Α) Ο νόμος της ενότητας και της πάλης των αντιθέτων: Τόσο στην φύση όσο και στην κοινωνία ενυπάρχει μια ενότητα και πάλη των αντιθέτων, ενυπάρχει στην ίδια την ουσία των πραγμάτων όσο και στην σχέση μεταξύ των πραγμάτων. Η ενότητα συνδέεται και συνδυάζεται με την αντίθεση μεταξύ των πραγμάτων και των σχέσεων τους, υπάρχει αλληλοσύνδεση και αλληλοαποκλεισμός, υπάρχει διαδικασίας ενοποίησης και διαχωρισμού. Διαδικασία που στο επίπεδο της κοινωνίας αποκτά ανταγωνιστικό χαρακτήρα: Στην πάλη των τάξεων όσο υπάρχει ενότητα μεταξύ των τάξεων το κεφάλαιο επικαθορίζει και κυριαρχεί επάνω στην εργατική τάξη. Στο διαχωρισμό μεταξύ των τάξεων υπάρχει ταξικός αγώνας, ταξική πάλη, και παραγωγή επαναστατικών συνθηκών. Ενώ στην φάση του φασισμού έχουμε την αντεπαναστατική παγίωση της κυριαρχίας του κεφαλαίου επάνω στην εργασία και την άρνηση της σχέσης μεταξύ των αντιθέτων και μεταξύ των κοινωνικών τάξεων.
Β) Ο νόμος του περάσματος των ποσοτικών αλλαγών σε ποιοτικές: Δεν μπορεί να υπάρξει κοινωνική εξέλιξη και φυσική μεταβολή, δίχως την αλληλεπίδραση ποσότητας και ποιότητας. Ανάλογα με την στιγμή της διαδικασίας η αλληλοσυσχέτιση ποσότητας και ποιότητας, οι ποσοτικές αλλαγές που θα υπάρξουν θα επιδράσουν στις ποιοτικές αλλαγές. Κατά συνέπεια ή θα έχουμε άλμα που θα οδηγήσει σε μια ανοδική τροχιά ή θα έχουμε στασιμότητα ή θα έχουμε πισωγύρισμα ή και βύθισμα σε μια προηγούμενη φάση ή κατάσταση πραγμάτων. Ο χαρακτήρας που παίρνει αυτή η διαδικασία συχνά είναι ακανόνιστος, πολύπλοκος, σίγουρα μη γραμμικός, μη-τελεολογικός και ταυτόχρονα και ασύμμετρα συνδυασμένος
Γ) Η άρνηση της άρνησης: Κάθε παγιωμένη κατάσταση και ειδικότερα όταν ολοκληρώσει την μετατροπή των δυναμικών σε δυνάμεων και από εκεί σε κατάσταση πραγμάτων, μετατρέπεται σε ένα ιστορικό και κοινωνικό βαρίδι που θα πρέπει να αποσύρεται και τη θέση του να την παίρνει το νέο. Το νέο είναι αναγκαίο να αρνηθεί το παλαιό, είναι αναγκαίο να το καταστρέψει, είναι αναγκαίο να αρνηθεί την αρνητικότητα του, είναι αναγκαίο για να δημιουργεί μια θετική κατάσταση πραγμάτων. Μέχρι το νέο να ξαναγίνει παλαιό, μέχρι το επαναστατικό να παγιωθεί και να μετατραπεί σε κατεστημένο και να γίνει αντεπαναστατικό.
8) Η θεωρία των μαρξιστικών επαναστάσεων είναι ο συνδυασμός και των 3 παραπάνω νόμων σε συσχέτιση με την δυνατότητα της μετατροπής της αφηρημένης δυνατότητας σε συγκεκριμένη αναγκαιότητας. Αυτό συνεπάγεται μια πολύμορφη και πολυεπίπεδη ενδυνάμωση συγκεκριμένων παραγόντων και ταυτόχρονη εξασθένιση άλλων, καταλήγοντας στα πρωτεία του νόμου της ποσότητας σε ποιότητα.(Κ. Σκορδούλης, Φιλοσοφία και επιστήμη στα κείμενα του Λ. Τρότσκι, εκδ: Ίαμος, σ 74)
Αντί επιλόγου: μπροστά στο «δικαστήριο της ιστορίας»
Τόσο η ίδια η ζωή, όσο και οι δρόμοι της διαλεκτικής δεν κλείνουν, γιατί αν κλείσουν πεθαίνουν. Παραμένουν δρόμοι ανοικτοί, ανοικτοί και ανεκτοί σε κάθε πρόσκληση και πρόκληση. Η διαλεκτική είναι ,και δεν μπορεί να είναι διαφορετικά, η βάση κάθε ανοικτής και αφού είναι ανοικτής, ταυτόχρονα και ανατρεπτικής θεώρησης.
Ανοικτή, ανατρεπτική θεώρηση που επιχειρεί και αγωνίζεται όχι μόνο να ερμηνεύσει αλλά κυρίως να αλλάξει τον κόσμο.
Από αυτή την οπτική η διαλεκτική θεώρηση συνδέεται με το καθήκον, την βούληση και την επιθυμία των ενεργών υποκειμένων να σταθούν μπροστά στο «δικαστήριο της ιστορίας» και να κριθούν για όσα έπραξαν ή για όσα δεν έπραξαν για την υπόθεση της κοινωνικής και πολίτικης χειραφέτησης.
Μόνο μπροστά στο «δικαστήριο της ιστορίας» δύναται να μετατραπούμε από αντικείμενα εκμετάλλευσης σε υποκείμενα αγώνα, σε υποκείμενα χειραφέτησης. Είτε εκπληρώσουν το ιστορικό τους χρέος/ καθήκον, είτε αποτύχουν λόγω υπέρτερων δυνάμεων, θα χουν ξεφύγει από την καθεαυτή μάζα και θα χουν περάσει στην όχθη της ενεργής διεαυτότητας.
Το ζητούμενο είναι να τολμήσουμε και να μετουσιώσουμε τις δυναμικές της χειραφέτησης σε δυνάμεις αγώνα, και ας μας πάρει αμπάριζα η ιστορία και η ισχύς των αντιπάλων. Χαμένοι είναι μόνο όσοι δεν τολμούν, οριστικά χαμένοι μόνο όσοι δεν αγωνίζονται δεν πολεμούν. Άλλωστε η ήττα, η σήψη και ο θάνατος θα σε βρουν μόνο μια φορά, αν όμως έχεις παραιτηθεί είσαι, είμαστε ήδη νεκροί.
Ναι η διαλεκτική δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα προσκλητήριο συνεχούς και διαρκούς αγώνα. Είναι η επιλογή μας να τολμήσουμε να σταθούμε μπροστά στο «δικαστήριο της ιστορίας».
Βιβλιογραφία
Αργυρός. Δ. , οι δυναμικές της χειραφέτησης, από το «δικαστήριο της ιστορίας, στους «ελευθέρους συνεταιρισμένους παραγωγούς», εκδ. οι εκδόσεις των συναδέλφων, 2015
Δασκαλάκη. Μ., Διάλογος και διαλεκτική η επίδραση του Πλάτωνα στη συγκρότηση της εγελιανής έννοιας της διαλεκτικής, Αλεξάνδρεια , 2017
Συλλογικό, Ιστορία και Διαλεκτική 14ο Διεθνές Συνέδριο Για τον Χέγκελ , εκδ. Γρηγόρη , 1982
Μαρξ. Μ , Κριτική της εγελιανής φιλοσοφίας του κράτους και του δικαίου, επιμ. Ν. Γιανναδάκης μτφ. Μ. Λυκούδης, εκδ Παπαζήσης 1978
Μαρξ. Κ, Διαφορά της δημοκρίτειας και επικούρειας φυσικής φιλοσοφίας, επιμ, μτφ Π. Κονδύλης, εκδ. Γνώση, 1983
Μαρκούζε. Χ. , περί διαλεκτικής, επιμ, μτφ, κ. Ράντης, εκδ. Αλεξάνδρεια, 2013
Μπιτσάκης. Ε., οι δρόμοι της διαλεκτικής, εκδ. Άγρα, 2003
Ράντης. Κ., Εισαγωγή στη διαλεκτική, Από τον Πλάτωνα ως τον Μαρκούζε, εκδ. Αλεξάνδρεια, 2015
Σκορδούλης. Κ., Φιλοσοφία και επιστήμη στα κείμενα του Λ. Τρότσκι, εκδ. Ίαμος, 1995
Χέγκελ. Γ., Φαινομενολογία του Νου, προλ, μτφ, Γ. Φαράκλας , εκδ. Εστία, 2007
Χέγκελ. Γ. , Ιστορία της Φιλοσοφίας, μτφ. Σ. Γιακουμής, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη ,2013
Χέγκελ Γ. , Τι είναι διαλεκτική, επιμ. Σ. Ροζάνης, Δ. Τζωρτζόπουλος, μτφ Δ. Τζωρτζόπουλος , εκδ. Ηριδανός, 2016
Windelband. W. – Heimsoeth. H., Εγχειρίδιο Ιστορίας της Φιλοσοφίας, μτφ : Ν. Μ. Σκουτερόπουλος A' τόμος, M.I.E.T. 1980, 4η έκδ. 2001
πηγή: bakiri