ΕΤΙΚΕΤΕΣ

ΠΡΟΣΩΚΡΑΤΙΚΟΙ - ΟΙ ΑΠΑΡΧΕΣ ΤΟΥ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΜΟΥ

Αποτέλεσμα εικόνας για διαλεκτική παρμενίδη, ηράκλειτου και εμπεδοκλή

Πρόλογος του Μιχαλόπουλου Αθανάσιου

Η ιστορία της προσωκρατικής φιλοσοφίας, όπως τη διασώζουν οι πηγές, είναι μια διαλεκτική, φιλοσοφική διαμάχη. Mία φιλοσοφική διαμάχη μεταξύ των θεωρητικών της ενότητας (Ελεάτες) και των θεωρητικών της πολλαπλότητας του σύμπαντος (Ίωνες, Πυθαγόρειοι, Εμπεδοκλής, Αναξαγόρας, Ατομικοί). Έτσι, λαμβάνει χώρα κατά εγελιανό τρόπο μια διαλεκτική διαμάχη ανάμεσα στην ακινησία και στατική θεώρηση του Παρμενίδη (ΘΕΣΗ) και στην πολλαπλότητα και την κίνηση του Ηρακλείτου (ΑΝΤΙΘΕΣΗ).  Αργότερα, ο Εμπεδοκλής συνδύασε ως ΣΥΝΘΕΣΗ και τις δυο φιλοσοφικές θεωρήσεις (ριζώματα/φιλότης και νείκος), όπως και ο Δημόκριτος με τη θεωρία του για τα «άτομα» (Το παρμενίδειο ον) και το «κενό» (αιτιολόγησε την κίνηση – Ηράκλειτος).


Ακολουθεί κείμενο του Μιχαήλ Μπακαούκα, δρ. φιλοσοφίας


Όλοι οι προσωκρατικοί φιλόσοφοι, σύμφωνα με σύγχρονη έρευνα, επιχείρησαν να προσδιορίσουν το έσχατο συστατικό "στοιχείο" της υλικής πραγματικότητας - επιδιώκοντας να βρουν την ουσία και τη φύση των πραγμάτων, δηλαδή το ον. Κατ' ουσίαν, όλοι οι αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι, από τους Προσωκρατικούς έως το Σωκράτη, τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη, θέτουν το εξής ερώτημα: "τίνος είδους πράγματα ερευνούμε, όταν αναζητούμε επιστημονικούς ορισμούς αντικειμένων" (τί έστι το ον;) [Αριστ. Μετά τα Φυσικά Ζ Ι 1028b2- 4); Πρόκειται για πράγματα διαφορετικού είδους από την πληθώρα των καθημερινών πραγμάτων; Kατά τον Πλάτωνα, αφενός, υπάρχουν τα πολλά, αισθητά πράγματα, όπως λχ. υπάρχουν πολλά διαφορετικά όμορφα αντικείμενα. Αφετέρου, υπάρχει η οντότητα (ή ιδέα) του 'όμορφου' που είναι μόνο μία. Η πολλαπλότητα και πληθώρα των διαφορετικών όμορφων πραγμάτων δεν μας απαντά το ερώτημα 'τι είναι το όμορφο', ήτοι, 'ποια είναι η φύση του όμορφου'. 


Με την ίδια λογική, οι Ελεάτες θεωρούν ότι στον φαινομενικό κόσμο της δόξας (των φυσιολόγων και των κοινών θνητών) ένα υλικό συστατικό στοιχείον, όπως είναι το ηρακλείτειο πυρ, μεταστοιχειώνεται και παίρνει πολλές διαφορετικές μορφές, οι οποίες όμως δεν μας εξηγούν τη φύση των πραγμάτων. Τη φύση ενός συστατικού στοιχείου ή ενός αντικειμένου μάς την εξηγούν οντότητες, τις οποίες οι Ελεάτες ονομάζουν εν ον, ο Πλάτων ιδέα, ο Αριστοτέλης ουσία, ενώ οι μεταγενέστεροι φιλόσοφοι αποκαλούν 'universals'. Όλοι οι αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι επιχείρησαν να βρουν "εκείνο το συστατικό που κάνει ένα αντικείμενο αυτό που είναι στην πραγματικότητα", δηλαδή την ουσία ενός αντικειμένου13. Υπ' αυτήν την έννοια, οι προσωκρατικοί φιλόσοφοι εντάσσονται οργανικώς στην ιστορία της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας αποτελώντας με αυτήν μια ενότητα. Πρώτοι οι Προσωκρατικοί στην ιστορία των ιδεών έθεσαν το εννοιολογικό πλαίσιο όλης της αρχαίας ελληνικής, αλλά και γενικότερα της ευρωπαϊκής φιλοσοφίας και επιστήμης. Σ' αυτό το εννοιολογικό πλαίσιο, οι προσωκρατικοί φιλόσοφοι επιχείρησαν να βρουν τη φύση των πραγμάτων. Αυτή η μέθοδος -κατά τον Παρμενίδη- είναι η μοναδική επιστημονική μέθοδος έρευνας (μόνη οδός διζήσιος απ. 2.2). Πέραν, λοιπόν, των εύλογων διαφορών τους, βασικός στόχος όλων των προσωκρατικών φιλοσόφων ήταν ο προσδιορισμός της φύσης των πραγμάτων (rerum natura) σε όλους τους (τότε γνωστούς) τομείς του επιστητού. Ο επιστημονικός και φιλοσοφικός διάλογος για την εύρεση της φύσης των πραγμάτων άρχισε με τις φιλοσοφικές διαμάχες των Προσωκρατικών και έκτοτε συνεχίζεται σε παλαιές και "Νέες Εποχές".
                                                                              

__________________________

Του δρ φιλοσοφίας Τζωρτζόπουλου Δημήτρη


Διαλεκτική εσωτερικού και εξωτερικού

Οι Προσωκρατικοί διανοητές είναι οι πρώτοι στην ιστορία της δυτικής φιλοσοφίας, που επιχείρησαν να αρθρώσουν στοχαστικό-διαφωτιστικό λόγο σε σαφή διάκριση από τους αρχαϊκούς ποιητές. Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, τούτοι οι ποιητές ανήκουν στους μυθολόγους και θεολόγους, γιατί αντλούν τα θέματά τους κυρίως από μύθους για ήρωες και για θεούς. Απεναντίας, οι Προσωκρατικοί διατυπώνουν ολικές και βαθυστόχαστες αποφάνσεις, που εκτείνονται από την άμεση πολιτική κατάσταση της πόλεως έως το Είναι και μη-Είναι, τη φύση και τη δια-νοηματική συνάρτηση κόσμου και ψυχής. Μέσα στον ορίζοντα ανάπτυξης αυτού του πρώτου ιστορικά διασκεπτικού λόγου, ο λόγος του μύθου [=μυθο-λογία] υπερβαίνεται διαλεκτικά: παύει να συγκροτεί τα περιεχόμενα της σκέψης και αναλαμβάνεται ως στοιχείο μορφής μέσα στη στοχαστική κίνηση του λέγειν και θεωρείν. Ετούτη η κίνηση είναι παρούσα στις διάφορες πτυχές της Προσωκρατικής σκέψης ως κίνηση ή διεργασία ζήτησης και εύρεσης. Δυνάμει αυτής της διεργασίας και διαδικασίας, αποκαθηλώνεται η αυθεντία των κοινωνικοπολιτικών σχέσεων και προσ(ς)-βάλλονται, χωρίς να καθυβρίζονται, οι ως τώρα προστακτικές αρχές γύρω από το Πολιτικό και το κοσμολογικό, μα όχι λιγότερο και γύρω από τις πεποιθήσεις για το θείο.  


   Η διαλεκτική ζήτηση και εύρεση έτσι δεν εξελίσσεται ως διαπιστωτική περιγραφή αυτών που συμβαίνουν ούτε ως μια καταστροφική «Λογική» απέναντι στο παραδεδομένο ή ως ουδέτερη παρατήρηση, που δεν εγγίζει τον βίο και τον τρόπο ζωής των ίδιων των πρώτων στοχαστών. Απεναντίας συνυφαίνεται με ένα είδος ερευνητικής διάθεσης, της «διζήσιος», σύμφωνα με την οποία η σκέψη αντιπαρατίθεται με το παραδοσιακό και είναι ικανή για μια τέτοια αντιπαράθεση, επειδή πρωτίστως καθιδρύεται  μέσα στον κόσμο [=τάξη και φύση-Είναι] της ζωής ως προστακτική αυτογνωσίας των ίδιων των στοχαστών και γι’ αυτό δημιουργών: «εδιζησάμην εμεωυτόν» [=ψάχνω να βρω τον εαυτό μου] (Ηράκλειτος). Από το παρατηρητήριο αυτής της «διζήσιος» λοιπόν γεννιούνται τα σπέρματα για χειραφέτηση της σκέψης. Μια τέτοια χειραφέτηση και τότε και τώρα και πάντα μπορεί να είναι μόνο συγκεκριμένη και όχι γενική και αφηρημένη, όπως συμβαίνει στις σύγχρονες εποχές του απόλυτου παρα-λογισμού και θρυμματισμού. Στα σπέρματα αυτά ανήκει η διαλεκτική λάθους και αλήθειας: το εδραιωμένο λάθος, που ενεργοποιείται ως ψεύδος με τη φιλοσοφική έννοια, δηλαδή ως επίφαση, φαινομενικότητα, πλάνη, απάτη και εν τέλει ως αδιαμφισβήτητο δόγμα, στέκεται τώρα απέναντι στον δυναμικό λόγο, που εκτυλίσσεται μέσα στον χρόνο και στον εκάστοτε συγκεκριμένο χώρο.

 Η πρώτη λοιπόν διαλεκτική αντιπαράθεση είναι αυτή της α-λήθειας–λάθους και εκδιπλώνεται μέσα στα κείμενα των Προσωκρατικών ως διαφορά ή διάκριση δόξας [=γνώμης] και αλήθειας. Πρόκειται για μια ουσιωδώς θεμελιακή διαφορά, που στον κάθε Προσωκρατικό στοχαστή εμφανίζεται με μορφή αντίστοιχη προς τη συγκεκριμένη ανάπτυξη των στοχασμών του. Στον Παρμενίδη, ας πούμε, είναι η διάκριση της «δόξας των βροτών» και της αλήθειας, το ίδιο περίπου και στον Ξενοφάνη. Ο Ηράκλειτος συλλαμβάνει τη διαφορά ως διάκριση ανάμεσα στον «ξυνόν λόγον» και την «ιδίην φρόνησιν» κ.λπ. Αυτή η θεμελιακή διαφορά απηχεί γενικώς την οντο-λογική  διαφορά Είναι και φαίνεσθαι. Στη συνάφεια τούτη, η τοπολογία του διαλεκτικά εκδηλωνόμενου λόγου εδράζεται στο ερώτημα για την αλήθεια και το ψεύδος ή λάθος, για το Είναι και το φαινόμενο. Το ερώτημα δεν νοείται ως κάποιο μεμονωμένο ερώτημα, αλλά ως ερωτηματική στάση, που ζητεί να συλλάβει, να αναλύσει, να κατανοήσει, να συνθέσει και να ρωτήσει πάλι από την αρχή. Κατ’ αυτή την ερωτηματική διαδικασία διαμορφώνονται πυρηνικά μόρια γνώσης, τα οποία με τη σειρά τους συγκροτούν αυτή τούτη την αλήθεια της Προσωκρατικής σκέψης ως τέτοιας. 

  Η δυναμική των ως άνω πυρηνικών μορίων εγγράφεται ως ο βαθύς λόγος της ψυχής (Ηράκλειτος) και κατ’ επέκταση ως η αυτοκινησία της. Με σημερινούς όρους, τούτη η αυτοκινησία είναι ο αυτοπροσδιορισμός του πνεύματος: δηλαδή η αυτοθέσμιση της κοινωνίας και της πολιτείας του ανθρώπου ως σκεπτόμενου όντος. Αυτή η πράξη αυτοθέσμισης, δηλαδή η αυτοκινησία χαρακτηρίζεται από δυο τινά: 1. Την εσωτερικότητα, ήτοι τον προαναφερθέντα βαθύ λόγο, που είναι αυτοδύναμος, αυτόνομος, ελεύθερος· 2. Από την εξωτερικότητα, που απηχεί ή αντανακλά εν πολλοίς την βαθύτητα του εσωτερικού, ενώ την ίδια στιγμή εσωτερικεύεται από το τελευταίο. Χωρίς ετούτη την εσωτερίκευση του εξωτερικού δεν νοείται βαθύτητα του εσωτερικού. Δομικό στοιχείο έτσι του Προσωκρατικού λόγου αναδεικνύεται η διαλεκτική εσωτερικού και εξωτερικού. Αυτή εδώ θα αποτελέσει την πρώτη διαλεκτική ύλη, πάνω στην οποία στηρίχθηκε ο Χέγκελ για να διατυπώσει, εναρμονισμένος με το πνεύμα της εποχής του, τη δική του διαλεκτική αυτονομία ως διαλεκτική εσωτερικότητας–εξωτερικότητας, γνώμης–γνώσης, περατού–απείρου, με γνώμονα πάντοτε την απελευθέρωση του νεωτερικού ανθρώπου από την αιχμαλωσία της αυθαίρετης υποκειμενικότητας και από τα δεσμά μιας απρόσωπης, δεσποτικής αντικειμενικότητας, που απροσχημάτιστα πλέον αντιποιείται ό,τι ακόμη θα μπορούσε να ζωογονεί την ουσία του ανθρώπου.

πηγή: hegel-platon