Η σύσταση της ψυχής χωρίζεται σε λογική, θυμικό και επιθυμητικό. Η λογική κυβερνάει τη γνώση, το θυμικό σχετίζεται με την παρόρμηση και το επιθυμητικό κυβερνάει τα συναισθήματα της ψυχής.
Όταν αυτά τα τρία μέρη ενώνονται σε μια πράξη, εκδηλώνοντας μια σύνθετη ενέργεια, τότε η ψυχή φθάνει σε ομολογία και αρετή. Όταν ο στασιασμός τα χωρίζει, τότε εμφανίζεται κακία και δυσαρμονία.
Η αρετή συνεπώς περιέχει τρία στοιχεία: γνώση, δύναμη και προαίρεση.
Η αρετή της λογικής ικανότητας της ψυχής είναι η σοφία, η οποία είναι μια συνήθεια θεώρησης και κρίσης.
Η αρετή του θυμικού μέρους είναι το θάρρος, δηλαδή η συνήθεια να υπομένουμε τα τρομερά πράγματα και να αντιστεκόμαστε σ’ αυτά.
Η αρετή του επιθυμητικού μέρους είναι η εγκράτεια, δηλαδή η μετριοπάθεια και ο περιορισμός των ηδονών που προέρχονται από το σώμα.
Η αρετή της όλης ψυχής είναι η δικαιοσύνη, γιατί οι άνθρωποι πράγματι γίνονται κακοί είτε μέσω αχρειότητας είτε μέσω ακολασίας είτε μέσω φυσικής αγριότητας. Βλάπτονται μεταξύ τους εξαιτίας της κερδοσκοπίας, της ηδονής ή της φιλοδοξίας.
Η αχρειότητα επομένως ανήκει πιο σωστά στο λογικό μέρος της ψυχής. Ενώ η σύνεση είναι παρόμοια με την καλή τέχνη, η αχρειότητα με την κακή τέχνη που επινοεί τεχνάσματα για να δράσει άδικα.
Η ακολασία ανήκει στο επιθυμητικό μέρος της ψυχής, αφού η εγκράτεια συνίσταται στην καθυπόταξη και η ακολασία στην αποτυχία καθυπόταξης των ηδονών.
Η αγριότητα ανήκει στο θυμικό μέρος της ψυχής, γιατί όταν κάποιος παρακινείται από κακές επιθυμίες, ικανοποιείται όχι όπως αρμόζει σε άνθρωπο αλλά σε ζώο, και αυτό ονομάζεται αγριότητα.
Τα αποτελέσματα αυτών των διαθέσεων προκύπτουν επίσης από τα πράγματα χάρη των οποίων γίνονται.
Η αχρειότητα, προερχόμενη από το λογικό μέρος της ψυχής, καταλήγει σε απληστία.
Το λάθος του θυμικού μέρους είναι η φιλοδοξία, η οποία καταλήγει σε αγριότητα και καθώς το επιθυμητικό μέρος καταλήγει σε ηδονή, αυτό προκαλεί ακολασία.
Όπως οι άδικες πράξεις είναι αποτέλεσμα πολλών αιτιών, το ίδιο και οι δίκαιες πράξεις· γιατί η αρετή είναι από τη φύση της ευεργετική και επικερδής, ενώ η κακία είναι κακοποιός και επιβλαβής.
Αφού όμως ένα μέρος της ψυχής οδηγεί, ενώ το άλλο ακολουθεί και αφού οι αρετές και οι κακίες συνυπάρχουν σε αυτά, είναι φανερό ότι και όσον αφορά τις αρετές, επίσης μερικές ηγούνται και άλλες ακολουθούν, ενώ άλλες είναι σύνθετες.
Εκείνες που ηγούνται, είναι αρετές τέτοιες, όπως η σοφία· εκείνες που ακολουθούν είναι αρετές τέτοιες, όπως το θάρρος και η εγκράτεια· και στις σύνθετες περιλαμβάνεται η δικαιοσύνη.
Οι αρετές λοιπόν συνυπάρχουν στα πάθη, έτσι ώστε μπορούμε να αποκαλέσουμε αυτά τα τελευταία ύλη των πρώτων.
Από τα πάθη το μεν ένα είναι εκούσιο και το άλλο ακούσιο· η ηδονή είναι εκούσια και ο πόνος ακούσιος.
Οι άνθρωποι που διαθέτουν πολιτικές αρετές αυξάνουν και μειώνουν αυτά, οργανώνοντας τα άλλα μέρη της ψυχής σύμφωνα με εκείνο που κατέχει λογική. Το επιθυμητό σημείο αυτής της προσαρμογής είναι ότι η διάνοια δεν θα πρέπει να εμποδίζεται στην εκτέλεση του κατάλληλου έργου της, ούτε από έλλειψη ούτε από υπερβολή.
Προσαρμόζουμε το λιγότερο αγαθό σε εκείνο που είναι περισσότερο αγαθό και στον κόσμο κάθε μέρος που είναι πάντα παθητικό, υφίσταται χάριν εκείνου το οποίο πάντα κινείται.
Στην ένωση των όντων το θηλυκό υφίσταται χάριν του αρσενικού, γιατί αυτό το τελευταίο σπέρνει, γεννώντας μια ψυχή, ενώ το πρώτο μεταβιβάζει επίσης ύλη σε εκείνο το οποίο γεννιέται.
Στην ψυχή το άλογο υφίσταται χάριν του λογικού μέρους.
Η οργή και η επιθυμία οργανώνονται σε σχέση με το πρώτο μέρος της ψυχής· η πρώτη σαν ένας δορυφόρος και φύλακας του σώματος, η δεύτερη σαν ένας παρασκευαστής και χορηγός κάθε αναγκαίου.
Η διάνοια, όντας εδραιωμένη στην ανώτερη κορυφή του σώματος και έχοντας μια θέα εκείνου που είναι από όλες τις μεριές λαμπερό και διαφανές, διερευνά τη σοφία των αληθινών όντων. Αυτή είναι πράγματι η φυσική λειτουργία της, να διερευνά και να κατέχει την αλήθεια και να ακολουθεί εκείνα τα όντα που είναι πιο έξοχα και σεβαστά από την ίδια. Γιατί η γνώση των θείων και πιο σεβαστών πραγμάτων είναι η αρχή, η αιτία και ο κανόνας της ανθρώπινης ευδαιμονίας.
Οι αρχές όλων των αρετών είναι τρεις: γνώση, δύναμη και προαίρεση.
Η γνώση πράγματι είναι εκείνη μέσω της οποίας συλλογιζόμαστε και διαμορφώνουμε μια κρίση των πραγμάτων. Η δύναμη είναι μια ορισμένη φυσική ρώμη από την οποία αντλούμε την υπόστασή μας και η οποία χαρίζει σταθερότητα στις πράξεις μας· και η προαίρεση είναι, θα λέγαμε, το χέρι της ψυχής το οποίο μας ωθεί να προσεγγίσουμε και να οικειοποιηθούμε τα πράγματα.
Η ψυχή χωρίζεται στη λογική, το θυμικό και το επιθυμητικό.
Η λογική ικανότητα κυβερνά τη γνώση, το θυμικό σχετίζεται με την παρόρμηση και το επιθυμητικό κυβερνά θαρραλέα τα συναισθήματα της ψυχής.
Όταν αυτά τα τρία μέρη ενώνονται σε μια δράση, εκδηλώνοντας μια σύνθετη ενέργεια, τότε προκύπτει στην ψυχή ομολογία και αρετή. Όταν ο στασιασμός τα χωρίζει, τότε εμφανίζεται δυσαρμονία και κακία.
Όταν η λογική ικανότητα επικρατεί του άλογου μέρους της ψυχής, τότε προκύπτει καρτερία και εγκράτεια· καρτερία, όταν κατεχόμεθα από πόνους και εγκράτεια, όταν κατεχόμεθα από ηδονές.
Αλλά όταν τα άλογα μέρη της ψυχής επικρατούν του λογικού μέρους, τότε προκαλείται μαλθακότητα και ακράτεια· μαλθακότητα, γιατί αποφεύγουμε το μόχθο και ακράτεια, γιατί μας υπερνικούν οι ηδονές.
Όταν όμως επικρατεί το καλύτερο μέρος της ψυχής, το κατώτερο ελέγχεται· το πρώτο οδηγεί και το δεύτερο ακολουθεί, ενώ και τα δυο συναινούν και συνομολογούν και τότε σε ολόκληρη την ψυχή γεννιέται η αρετή και η τέλεια αγαθότητα.
Επίσης, όταν το επιθυμητικό μέρος της ψυχής ακολουθεί τη λογική, τότε γεννιέται η σωφροσύνη όταν αυτό συμβαίνει με το θυμικό, τότε γεννιέται η ανδρεία και όταν λαμβάνει χώρα σε όλα τα μέρη της ψυχής, τότε προκύπτει η δικαιοσύνη.
Η δικαιοσύνη είναι εκείνη η οποία χωρίζει όλες τις κακίες και όλες τις αρετές της ψυχής μεταξύ τους. Η δικαιοσύνη είναι σαν ένα σύστημα και οργάνωση των μερών της ψυχής και τέλεια και υπέρτατη αρετή· σε αυτήν περιέχεται το καθετί, ενώ τα άλλα αγαθά της ψυχής δεν μπορούν να υπάρξουν χωρίς αυτήν. Γι’ αυτό και η δικαιοσύνη κατέχει μεγάλη δύναμη τόσο μεταξύ των θεών, όσο και μεταξύ των ανθρώπων. Περιέχει το δεσμό μέσω του οποίου συνδέεται ολόκληρο το σύμπαν και επίσης εκείνον μέσω του οποίου συνδέονται οι θεοί και οι άνθρωποι. Μεταξύ των ουράνιων θεών ονομάζεται θέμις και μεταξύ των χθονίων θεών ονομάζεται Δίκη, ενώ μεταξύ των ανθρώπων ονομάζεται Νόμος. Αυτά δεν είναι παρά σύμβολα και σημεία που υποδηλώνουν ότι η δικαιοσύνη είναι η υπέρτατη αρετή.
Αλλά η αλήθεια διαπιστώνεται και από τα ονόματα:
όταν η λογική της ψυχής μειονεκτεί αυτή η διάθεση ονομάζεται αφροσύνη
όταν μειονεκτεί το θυμικό, ονομάζεται θρασύτητα ή δειλία· όταν μειονεκτεί το επιθυμητικό, ακράτεια.
Όταν πάλι αμβλύνεται η λογική, το ονομάζουμε αφροσύνη· όταν οξύνεται, θράσος·
όταν αμβλύνεται το επιθυμητικό, το ονομάζουμε φιληδονία· όταν οξύνεται, ακολασία και συνολικά ο συνδυασμός όλων, όταν δεν γίνεται με ορθολογισμό, ονομάζεται κακία.
Αν αυτή η κακία προκαλείται από κάτι συγκεκριμένο, αποκαλείται ανοησία· αν προκαλείται από φόβο, δειλία· αν από ηδονές, ακολασία· αν από κερδοσκοπία, αδικία.
Συνεπώς η αρετή, όταν συνίσταται στο συλλογισμό και την κρίση, ονομάζεται φρόνηση·
όταν συνίσταται στην αντοχή φοβερών πραγμάτων, ονομάζεται θάρρος·
όταν συνίσταται στην καταστολή των ηδονών, ονομάζεται εγκράτεια·
και όταν σχετίζεται με την αποφυγή της βλάβης των άλλων, ονομάζεται δικαιοσύνη.
Η υπακοή συνεπώς στην αρετή, σύμφωνα με την ορθή λογική, και η παρέκκλιση από αυτήν, αντίθετα προς την ορθή λογική, τείνουν η μεν προς την κοσμιότητα, η δε προς το αντίθετο της. Το δέον είναι αυτό που πρέπει να είναι. Δεν απαιτεί ούτε προσθήκη ούτε αφαίρεση, όντας όπως θα έπρεπε να είναι.
Το μη δέον είναι δυο ειδών: η υπερβολή και η έλλειψη.
Η υπερβολή είναι η περίσσεια του δέοντος και η έλλειψη είναι το λιγότερο του δέοντος.
Η αρετή όμως είναι η κατοχή του δέοντος. Έτσι είναι ταυτόχρονα ακρότητα και μεσότητα. Είναι μεσότητα, επειδή βρίσκεται ανάμεσα στην υπερβολή και την έλλειψη· είναι ακρότητα, επειδή δεν δέχεται ούτε αύξηση ούτε μείωση, όντας ακριβώς όπως θα έπρεπε να είναι.
Αφού όμως η αρετή του ήθους έχει σχέση με τα πάθη, από τα οποία υπέρτατα είναι η ηδονή και η λύπη, είναι φανερό ότι η αρετή δεν συνίσταται στην εκρίζωση των παθών της ψυχής, της ηδονής και της λύπης, αλλά στην εναρμόνιση τους. Γιατί ούτε η υγεία, που είναι ένας καλός συγκερασμός των σωματικών δυνάμεων, έγκειται στην αφαίρεση του ψυχρού και του θερμού, του υγρού και του ξηρού, αλλά στον κατάλληλο και συμμετρικό συγκερασμό τους. Γιατί η υγεία είναι μια συμμετρία όλων αυτών. Παρόμοια στη μουσική η αρμονία δεν βρίσκεται στην εξαίρεση του υψηλού και του χαμηλού τόνου, αλλά στον κατάλληλο συνδυασμό τους. Γιατί όταν αυτοί οι ήχοι συνταιριάζονται, τότε προκύπτει συμφωνία και η παραφωνία αποκλείεται. Επίσης το αρμονικό συνταίριασμα του θερμού και του ψυχρού, του υγρού και του ξηρού, προκαλεί υγεία και καταστρέφει την ασθένεια. Έτσι και στην ψυχή όταν συνταιριάζεται το θυμικό και το επιθυμητικό, τότε οι κακίες και τα άλλα πάθη εξαφανίζονται και δημιουργούνται οι αρετές και τα καλά ήθη.
Το σπουδαιότερο χαρακτηριστικό της ηθικής αρετής είναι η προαίρεση στα καλά. Γιατί η λογική και η δύναμη είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθούν και χωρίς την αρετή, η προαίρεση όμως είναι αδύνατον. Γιατί η προαίρεση δείχνει την ποιότητα του ήθους.
Όταν η λογική επιβάλλεται πάνω στην παρόρμηση και στο συναίσθημα, τότε δημιουργεί εγκράτεια και καρτερία. Όταν όμως η λογική εκθρονίζεται από το άλογο μέρος της ψυχής, τότε προκαλείται ακράτεια και μαλθακότητα. Αυτές οι διαθέσεις της ψυχής είναι ημιτελείς αρετές και ημιτελείς κακίες. Γιατί είναι μεν υγιής η λογική, νοσεί όμως το άλογο μέρος της ψυχής. Και όσο η παρόρμηση και το συναίσθημα ελέγχονται και καθοδηγούνται από το λογικό μέρος της ψυχής, προκύπτουν οι αρετές, η εγκράτεια και η καρτερία. Όμως όταν αυτό επιτυγχάνεται με τη βία και όχι εκούσια, τότε προκαλούνται κακίες.
Γιατί η αρετή πρέπει να κάνει τα δέοντα όχι με λύπη αλλά με ευχαρίστηση.
Όταν πάλι η παρόρμηση και το συναίσθημα υπερτερούν της λογικής, προκαλούν μαλθακότητα και ακράτεια και προκύπτουν κακίες. Όταν τα πάθη υποχωρούν με λύπη και έχοντας επίγνωση της αμαρτίας, γιατί το μάτι της ψυχής είναι υγιές, τότε δεν έχουμε κακία. Είναι συνεπώς φανερό ότι η αρετή πρέπει εκούσια να εκτελεί τα δέοντα, γιατί το ακούσιο συνοδεύεται από τη λύπη και το φόβο, ενώ το εκούσιο δεν γίνεται χωρίς ευχαρίστηση και φιλοφροσύνη.
Αυτά λοιπόν επιβεβαιώνονται και από την αιτία της διαίρεσης. Η γνώση και η αντίληψη των πραγμάτων είναι στοιχεία του λογικού μέρους της ψυχής, ενώ η δύναμη ανήκει στο άλογο μέρος, του οποίου στοιχείο είναι το να μην μπορείς να υπομένεις τους μόχθους ή να εξουσιάζεις τις ηδονές. Ενώ η προαίρεση υπάρχει και στα δυο, δηλαδή στο λογικό και στο άλογο μέρος της ψυχής, γιατί συστατικά της είναι η διάνοια και η όρεξη (κλίση,πόθος) και η διάνοια είναι λειτουργία του λογικού μέρους της ψυχής, ενώ η όρεξη του αλόγου. Συνεπώς κάθε αρετή έγκειται στην αμοιβαία προσαρμογή των μερών της ψυχής, ενώ το εκούσιο και το προαιρετικό είναι οπωσδήποτε στοιχεία της αρετής.
Γενικά επομένως η αρετή είναι κάποια αρμονική συνένωση των άλογων μερών της ψυχής με το λογικό.
Και η συνένωση αυτή επιτυγχάνεται μέσω της αποδοχής του ορίου του δέοντος στην ηδονή και στη λύπη.
Γιατί η αληθινή αρετή δεν είναι τίποτε άλλο, παρά η συνήθεια του δέοντος. Το δέον είναι αυτό που πρέπει να είναι και το μη δέον αυτό που δεν πρέπει να είναι. Το μη δέον όμως έχει δυο είδη· την υπερβολή και την έλλειψη. Υπερβολή είναι το περισσότερο του δέοντος και έλλειψη είναι το λιγότερο του δέοντος. Αφού όμως το δέον είναι αυτό ακριβώς που πρέπει να είναι, μπορεί να βρίσκεται στο άκρο και στο μέσον. Βρίσκεται στο άκρο, γιατί δεν χρειάζεται ούτε προσθήκη ούτε αφαίρεση ενώ στο μέσον βρίσκεται, επειδή είναι μεταξύ της υπερβολής και της έλλειψης.
Το δέον και το μη δέον έχουν μεταξύ τους την ίδια σχέση που έχει το ίσο με το άνισο, το συντεταγμένο με το άτακτο και τα δυο αυτά είναι το πεπερασμένο και το άπειρο. Έτσι τα μέρη του ανίσου έχουν ένα λόγο προς το μέσον και όχι μεταξύ τους. Για παράδειγμα, αμβλεία γωνία λέμε τη γωνία που είναι μεγαλύτερη από την ορθή, ενώ οξεία λέμε εκείνη που είναι μικρότερη από την ορθή. (Σε έναν κύκλο) μεγαλύτερη είναι η ευθεία από τις ακτίνες που σύρονται από το κέντρο. Και μακρότερη ημέρα είναι εκείνη που είναι μεγαλύτερη από την ημέρα της ισημερίας. Επίσης, η υπερβολική θερμότητα ή ψυχρότητα προκαλεί ασθένειες. Το θερμότερο είναι το περισσότερο του κανονικού και το ψυχρότερο είναι το λιγότερο του κανονικού.
Η ίδια αναλογία ισχύει και σχετικά με την ψυχή και τη διάθεση της. Η θρασύτητα, για παράδειγμα, είναι μια υπερβολή του δέοντος στην αντιμετώπιση των δυσκολιών, ενώ η δειλία είναι η έλλειψη του δέοντος. Ασωτία πάλι είναι η υπερβολή του δέοντος στις χρηματικές δαπάνες, ενώ φιλαργυρία είναι η έλλειψη του. Οργή είναι η υπερβολή του δέοντος στην ορμή του θυμού, ενώ αναισθησία είναι η αντίστοιχη έλλειψη. Η ίδια αναλογία υπάρχει και στις άλλες διαθέσεις της ψυχής.
Αφού λοιπόν η αρετή είναι η συνήθεια του δέοντος, πρέπει να είναι και η μεσότητα των παθών, δηλαδή να μην είναι ούτε χωρίς πάθη, ούτε με έντονα πάθη. Γιατί η απόλυτη έλλειψη πάθους κάνει την ψυχή χωρίς παρόρμηση και ενθουσιασμό για το καλό, ενώ τα έντονα πάθη την κάνουν ακαταλόγιστη. Το πάθος λοιπόν πρέπει να ακολουθεί την αρετή, όπως η σκιά και το περίγραμμα των εικόνων στη ζωγραφική. Γιατί η ζωντάνια και η λεπτότητα και η μίμηση του φυσικού πετυχαίνονται κυρίως με τις σκιάσεις και τον κατάλληλο συνδυασμό των χρωμάτων. Τα πάθη της ψυχής είναι κάτι ζωντανό και ενυπάρχουν στην παρόρμηση και στον ενθουσιασμό της φυσικής αρετής.
Γιατί η αρετή γεννιέται με τα πάθη και αναπτύσσεται μαζί με αυτά, όπως η ωραία αρμονία παράγεται από τον οξύ και το βαρύ ήχο, και το εύκρατο παράγεται από το θερμό και το ψυχρό και το ισόρροπο από το βαρύ και το ελαφρύ. Δεν πρέπει επομένως να αφαιρέσουμε τα πάθη της ψυχής και κάτι τέτοιο δεν είναι ωφέλιμο, αλλά πρέπει να τα συνταιριάξουμε με τη λογική σύμφωνα με τις απαιτήσεις του δέοντος και του μετρίου.
Περὶ ἀρετῆςStob. 3.1.117 p. 76 He. (Mullach 2 p. 18)Θεάγους Πυθαγορείου ἐκ τοῦ Περὶ ἀρετῆς.
Απόσπασμα από το αρχαίο Κείμενο:
Ἀρχαὶ τᾶς συμπάσας ἀρετᾶς τρεῖς· γνῶσις καὶ δύναμις καὶ προαίρεσις.
καὶ ἔστιν ἁ μὲν γνῶσις οἷον ὄψις ᾇ θεωροῦμεν καὶ κρίνομεν τὰ πράγματα, ἁ δὲ δύναμις οἷον ἀλκά τις τῶ σκάνιος ᾇ ὑφιστάμεθα καὶ ἐμμένομεν τοῖς πράγμασιν, ἁ δὲ προαίρεσις οἷον χεῖρες ψυχᾶς τινες αἷς ὁρμῶμεν καὶ ἀντιλαζύμεθα τῶν πραγμάτων.
ἔχει δὲ καὶ ὁ τᾶς ψυχᾶς διάκοσμος οὕτως.
τὸ μὲν γάρ τι αὐτᾶς ἐντι λογισμὸς τὸ δὲ θυμὸς τὸ δ᾿ ἐπιθυμία,
λογισμὸς μὲν ὁ κρατέων τᾶς γνώσιος,
θυμὸς δὲ ὁ κρατέων τῶ μένεος,
ἐπιθυμία δὲ ἁ κρατοῦσα τοῦ ἐπιθυμητικοῦ εἴδεος.
ὅκκα οὖν ἐς τὸ ἓν τὰ τρία ταῦτα μόλῃ μίαν ἐπιδεξάμενα συναρμογάν, τόκα δὲ γίνεται ἀρετὰ καὶ ὁμολογία ἐν τᾷ ψυχᾷ· ὅκκα δὲ στασιάζοντα καὶ ἀπ᾿ ἀλλάλων ἀπόσπαστα ᾖ, τόκα δὲ γίνεται κακία καὶ ἀναρμοστία ἐν τᾷ ψυχᾷ. καὶ ὅκκα μὲν ὁ λογισμὸς ἐπικρατέῃ τῶν ἀλόγων μερέων τᾶς ψυχᾶς, τόκα δὲ γίνεται καρτερία καὶ ἐγκράτεια, καρτερία μὲν ἐν τᾷ κατοχᾷ τῶν πόνων, ἐγκράτεια δὲ ἐν τᾷ κατοχᾷ τῶν ἁδέων.
ὅκκα δὲ τὰ ἄλογα μέρεα τᾶς ψυχᾶς ἐπικρατῇ τῶ λογισμῶ, τόκα δὲ γίνεται μαλακία καὶ ἀκρατία· μαλακία μὲν ἐν τῷ φεύγειν τὼς πόνως, ἀκρατία δὲ ἐν τῷ νικῆσθαι ὑπὸ τῶν ἁδέων.
ὅκκα δὲ τὸ μὲν κρεῖσσον ἄρχῃ μέρος τᾶς ψυχᾶς, τὸ δὲ χέρῃον ἄρχηται, καὶ τὸ μὲν ἁγῆται τὸ δ᾿ ἕπηται, ἀμφότερα δὲ συνευδοκῆται καὶ συνομολογῆται ἀλλάλοις, τόκα δὲ γίνεται ἀρετὰ καὶ παναγαθία περὶ ὅλαν τὰν ψυχάν.
καὶ ὅκκα μὲν τὸ ἐπιθυματικὸν ἕπηται μέρος τᾶς ψυχᾶς τῷ λογιστικῷ, γίνεται σωφροσύνα· ὅκκα δὲ τὸ θυμοειδές, ἀνδρειότας· ὅκκα δὲ τὰ μέρεα πάντα, δικαιότας. αὕτα γάρ ἐστιν ἁ διείργουσα τάς τε κακίας πάσας τᾶς ψυχᾶς καὶ τὰς ἀρετὰς ἀπ᾿ ἀλλάλων.
καὶ ἔστιν ἁ δικαιότας οἷον σύσταμά τι τᾶς ἁρμογᾶς τῶν μερέων τᾶς ψυχᾶς καὶ ἀρετὰ τελεία καὶ πανυπερτάτα· πάντα γὰρ ἐν ταύτᾳ· τὰ δ᾿ ἄλλ᾿ ἀγαθὰ τᾶς ψυχᾶς οὐκ ἄτερθε ταύτας. διόπερ καὶ ἐν θεοῖς μέγα κράτος ἔχει ἁ δικαιότας καὶ ἐν ἀνθρώποις· τῶ γὰρ ὅλω καὶ τῶ παντὸς ἅδ᾿ ἁρετὰ συνέχει τὰν κοινωνίαν καὶ τὰν ἐν θεοῖς καὶ τὰν ἐν ἀνθρώποις. θέμις γε οὖν φατίζεται παρὰ τοῖς οὐρανίοις θεοῖς, δίκα δὲ παρὰ τοῖς χθονίοις, νόμος δὲ παρὰ τοῖς ἀνθρώποις. ταῦτα δ᾿ ἐντὶ σαμεῖα καὶ σύμβολα τοῦ τὰν δικαιότατα πανυπερτάταν εἶναι ἀρετάν.
καὶ ἄλλως δὲ πιστοῦται ὁ λόγος ἐξ αὐτῶν·
ὅκκα μὲν γὰρ ὁ νόος τᾶς ψυχᾶς ἀμβλακίσκῃ, ὀνυμάζεται ἁ τοιάδε διάθεσις ἀφροσύνα·
ὅκκα δὲ ὁ θυμός, θρασύτας ἢ δειλία·
ὅκκα δὲ ἐπιθυμία, ἀκρασία·
καὶ ὅκκα μὲν ἐπὶ τὸ μῇον ἀμβλακίσκῃ ὁ νόος, ἀφροσύνα,
ὅκκα δ᾿ ἐπὶ τὸ μέζον, πανουργία·
καὶ ὅκκα μὲν ἐπὶ τὸ μῇον ἀμβλακίσκῃ ὁ θυμός, δειλία,
ὅκκα δ᾿ ἐπὶ τὸ μέζον, θράσος·
καὶ ὅκκα μὲν ἐπὶ τὸ μεῖον ἀμβλακίσκῃ ἁ ἐπιθυμία, μισαδονία·
ὅκκα δ᾿ ἐπὶ τὸ μέζον, ἀκολασία·
ὅλως δὲ ἁ μὲν οὐ κατ᾿ ὀρθὸν λόγον συναρμογά, κακία·
αὕτα δ᾿ ὅκκα μὲν μηδενὸς ἕκατι γένηται, καλέεται ἀβελτερία·
ὅκκα δὲ φόβω, δειλία, ὅκκα δὲ ἁδονᾶς, ἀκολασία,
ὅκκα δὲ κέρδεος, ἀδικία.
ἁ δὲ κατ᾿ ὀρθὸν λόγον αὐτᾶς σύνταξις,
ὅκκα μὲν ἐν τῷ θεωρὲν καὶ κρίνεν γένηται, καλέεται φρόνασις·
ὅκκα δὲ ἐν τῷ ὑφίστασθαι ... τὰ ἁδέα, σαοφροσύνα·
ὅκκα δ᾿ ἐν τῷ κέρδεος ἀποσχέσθαι καὶ βλάβας τᾶς εἰς τὸν πλατίον, δικαιότας.
ἁ δὲ κατὰ τὸν ὀρθὸν λόγον αὐτᾶς σύνταξις καὶ παρὰ τὸν ὀρθὸν λόγον παράβασις, τῶ δέοντός ἐστι στοχασμὸς καὶ τῶ μὴ δέοντος ἀπόπτωσις.
ἔστι δὲ τὸ μὲν δέον, ὃ δεῖ ἦμεν· τοῦτο δὲ οὐκ ἀφαιρέσιος οὐδὲ προσθέσιος δέεται· αὐτὸ γάρ ἐστιν ὃ δεῖ ἦμεν. τῶ δὲ μὴ δέοντος εἴδεα δύο, τὸ μὲν ὑπερβολά, τὸ δ᾿ ἔλλειψις. καὶ ἁ μὲν ὑπερβολὰ τὸ πλέον τῶ δέοντός ἐντι, ἁ δ᾿ ἔλλειψις τὸ ἔλαττον. ἁ δ᾿ ἀρετὰ ἕξις τίς ἐντι τῶ δέοντος· διόπερ καὶ ἀκρότας καὶ μεσότας εὐθέως ἐντί· ἀκρότας μέν, διότι τῶ δέοντος ἔχεται· μεσότας δέ, ὅτι μεταξὺ τᾶς ὑπερβολᾶς καὶ τᾶς ἐλλείψιός ἐντιν.
οὕτως γὰρ καὶ μεσότατες τυγχάνοντι καὶ ἀκρότατες· μεσότατες μέν, ὅτι ἐκτὸς τᾶς ὑπερβολᾶς καὶ τᾶς ἐλλείψιος πίπτοντι· ἀκρότατες δέ, ὅτι οὔτε προσθέσιος οὔτ᾿ ἀφαιρέσιος δέονται· αὐτὰ γὰρ ἐντὶ ταῦτα, ἃ δεῖ αὐτὰ ἦμεν.
Stob. 3.1.118 p. 81 He. (Mullach 2 p. 20) Ἐν ταὐτῷ.
Ἐπεὶ δὲ ἁ τοῦ ἤθεος ἀρετὰ περὶ πάθεα, τῶν δὲ παθέων ἁδονὰ καὶ λύπα ὑπέρτατα, φανερὸν ὅτι οὐκ ἐν τῷ ὑπεξελέσθαι τὰ πάθεα τᾶς ψυχᾶς, ἁδονὰν καὶ λύπαν, ἁ ἀρετὰ πέπτωκεν, ἀλλ᾿ ἐν τῷ ταῦτα συναρμόζεσθαι. οὐδὲ γὰρ ὑγίεια, εὐκρατία τις ἔασα τῶν τῶ σώματος δυναμίων, ἐν τῷ ὑπεξελέσθαι τὸ θερμὸν καὶ τὸ ψυχρὸν καὶ τὸ ὑγρὸν καὶ τὸ ξηρὸν πέπτωκεν, ἀλλ᾿ ἐν τῷ ταῦτα συγκερασθῆμεν· ἔντι γὰρ οἷον συμμετρία τις τούτων· οὐδ᾿ ἐν τᾷ μουσικᾷ ἐν τῷ ὑπεξελέσθαι τὸ ὀξὺ καὶ τὸ βαρὺ τὸ σύμφωνον πέπτωκεν, ἀλλ᾿ ἐν τῷ ταῦτά πως συναρμόξασθαι. συναρμοσμένων γὰρ τῶ ὀξέος καὶ τῶ βαρέος τὸ μὲν σύμφωνον ἐναπολαμβάνεται, τὸ δὲ διάφωνον ἐκκρούεται· συναρμοσμένων δὲ καὶ τοῦ θερμοῦ καὶ τοῦ ψυχροῦ καὶ τοῦ ὑγροῦ καὶ τοῦ ξηροῦ ἁ μὲν ὑγίεια γίνεται, ἁ δὲ νόσος ἀπόλλυται· συναρμοσμένων δὲ καὶ τοῦ θυμοῦ καὶ τᾶς ἐπιθυμίας αἱ μὲν κακίαι καὶ τὰ πάθεα ἐξαιρέονται, αἱ δ᾿ ἀρεταὶ καὶ τὰ ἤθεα ἐγγίγνονται.
ἰδιαίτατον δὲ τᾶς τοῦ ἤθεος ἀρετᾶς ἁ προαίρεσις ἁ ἐν τοῖς καλοῖς. λόγῳ γὰρ καὶ δυνάμει συγχρέεσθαι δυνατὸν καὶ ἄνευ ἀρετᾶς, προαιρέσει δ᾿ οὐ δυνατόν· τὸ γὰρ ἀξίωμα τοῦ ἤθεος ἁ προαίρεσις σαμαίνει.
διὸ καὶ μετὰ βίας μὲν ἐπικρατέων ὁ λογισμὸς θυμοῦ καὶ ἐπιθυμίας ἐγκράτειαν καὶ καρτερίαν ἐμποιεῖ, μετὰ βίας δὲ πάλιν ἐκβιασθεὶς αὐτὸς ὑπὸ τῶ ἀλόγω, ἀκρασίαν καὶ μαλακίαν. ταὶ δὲ τοιαῦται διαθέσιες τᾶς ψυχᾶς ἡμιτελέες μὲν ἀρεταί, ἡμιτελέες δὲ κακίαι τυγχάνοντι. ὁ μὲν γὰρ λογισμὸς ὑγιαίνει, τὰ δ᾿ ἄλογα μέρεα τᾶς ψυχᾶς νοσεῖ. καὶ καθὸ μὲν ἄρχεται καὶ ἄγεται ὁ θυμὸς καὶ ἁ ἐπιθυμία ὑπὸ τῶ λόγον ἔχοντος μέρεος τᾶς ψυχᾶς, ἁ ἐγκράτεια καὶ ἁ καρτερία ἀρεταὶ τυγχάνοντι, καθὸ δὲ μετὰ βίας ἀλλ᾿ οὐχ ἑκουσίως τοῦτο πράσσοντι, κακίαι τυγχάνοντι.
δεῖ γὰρ τὰν ἀρετὰν μὴ μετὰ λύπας ἀλλὰ μεθ᾿ ἁδονᾶς τὰ δέοντα πράσσεν.
πάλιν δέ, καθὸ μὲν ἐπικρατεῖ ὁ θυμὸς καὶ ἁ ἐπιθυμία τῷ λογισμῷ, μαλακίαν καὶ ἀκρατίαν ἐπιφέροντα, κακίαι τινὲς τυγχάνοντι· καθὸ δὲ μετὰ λύπας χαρίζονται τοῖς πάθεσιν, εἰδότες ὅτι ἀμπλακίσκοντι τῶ ὑγιὲς εἶμεν τὸ ὄμμα τᾶς ψυχᾶς, ταύτᾳ δ᾿ οὐ κακίαι. πάλιν ὦν αὐτό γε τοῦτο φανερόν, ὅτι ἑκουσίως δεῖ τὰν ἀρετὰν τὰ δέοντα πράσσεν. τὸ μὲν ἀκούσιον οὐκ ἄνευ λύπας καὶ φόβω· τὸ δ᾿ ἑκούσιον οὐκ ἄνευ ἁδονᾶς καὶ φιλοφροσύνας.
ἅμα δὲ καὶ ὁ λόγος ὁ τᾶς διαιρέσιος συμπέσοι κα περὶ τῶ ταῦθ᾿ οὕτως ἔχεν. ἁ μὲν γὰρ γνῶσις καὶ ἁ ὅρασις τῶν πραγμάτων τῶ λόγον ἔχοντος μέρεος ἐντὶ τᾶς ψυχᾶς· ἁ δὲ δύναμις τῶ ἀλόγω. τὸ γὰρ ἀντέχεν μὲν δύνασθαι τοῖς πόνοις, ἐπικρατεῖν δὲ τᾶν ἁδονᾶν, οἰκεῖόν ἐντι τῶ ἀλόγω μέρεος τᾶς ψυχᾶς. ἁ δὲ προαίρεσις ἐν ἀμφοτέροις αὐτοῖς γίνεται, καὶ τῷ λόγον ἔχοντι μέρει τᾶς ψυχᾶς καὶ τῷ ἀλόγῳ· σύγκειται γὰρ ἐκ διανοίας καὶ ὀρέξιος, ὧν ἁ μὲν διάνοια τῶ λόγον ἔχοντός ἐντι, ἁ δ᾿ ὄρεξις τῶ ἀλόγω. διὸ καὶ ἀρετὰ πᾶσα ἐν συναρμογᾷ γίνεται τῶν μερέων τᾶς ψυχᾶς, καὶ τὸ ἑκούσιον δὲ καὶ τὸ προαιρετὸν πάντως ἐν τᾷ ἀρετᾷ
|
*****************************
Ο Θεάγης ήταν Πυθαγόρειος φιλόσοφος που έγραψε σύμφωνα με τον Στοβαίο, το έργο περί αρετών (Εκλογές, Αποφθέγματα, Υποθήκες Βιβλίο Τρίτο Κεφάλαιο Πρώτο)
πηγή: http://users.uoa.gr