Του Δημήτρη Τζωρτζόπουλου
Καντ‒Χέγκελ:
Κριτικός και διαλεκτικός Λόγος
Ι. Ο Καντ, αν και τόσο μακρινός από την εποχή μας, εξακολουθεί πάντα με τον κριτικό του Λόγο να είναι επίκαιρος και να αντιμάχεται κάθε κατεστημένο, πολιτιστικό, επιστημονικό, φιλοσοφικό, πολιτικό. Στην εποχή του και για την εποχή του έγραφε, στον Πρόλογο της πρώτης έκδοσης (1781) του πιο σημαντικού του έργου: Κριτική του καθαρού Λόγου:
Κάτι παρόμοιο, θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί, έχει ανάγκη και η δική μας εποχή:αυστηρή κριτική σε αξίες, σε θεσμούς, σε θέσεις, ιδεολογίες κ.λπ. συν το γεγονός ότι πρέπει η κριτική να είναι ανελλιπής και ο έλεγχος των πάντων αδυσώπητος. Πλην όμως σήμερα δεν υπάρχει ένας Καντ ή ένας Χέγκελ για μια γόνιμη κριτική παρά μια αίσχιστη πληθώρα μετριοτήτων ‒με φωτεινές πάντα εξαιρέσεις‒ σε όλους σχεδόν τους επιστημονικούς τομείς αλλά και στην περιοχή της κατεστημένης «φιλοσοφίας». Η «κριτική» αυτών των μετριοτήτων είναι αρνητική, με το νόημα ότι κριτικάρει τις πραγματικές αξίες, όσες υπάρχουν ακόμη, για να εγκαταστήσει στη θέση τους κάθε είδους σαθρότητα και κιβδηλία.
ΙΙ. Ο Χέγκελ, μέσα από τον διαλεκτικό του Λόγο, επιχειρεί να δώσει εκ νέου ζωή και νόημα στο «Ich denke» του νεωτερικού ορθολογισμού. Η διαλεκτική για τον κορυφαίο διαλεκτικό φιλόσοφο δεν αποτελεί απλώς εσωτερική υπόθεση της δικής του ερμηνευτικής πράξης αλλά ουσιωδώς την κινητήρια δύναμη του σύμπαντος κόσμου και την ενδοσυνάφεια Είναι και νοείν. Υπ’ αυτή την έννοια, η διαλεκτική είναι μια Λογική της αναφορικής σχέσης και ως τέτοια επιτρέπει στον Χέγκελ να αναγιγνώσκει μεταστοχαστικά το ιστορικό Όλο του φιλοσοφικού στοχασμού και δη τον καντιανό στοχασμό των καιρών του. Έτσι απελευθερώνει όλη την εκρηκτική δύναμη που περικλείει το Εγώ νοώ (=ich denke) του Καντ και την εντάσσει σε μια εξελικτική διαδικασία του ίδιου του φιλοσοφικού μεταστοχασμού.
Καντ:
Εγώ νοώ
«Το: Εγώ νοώ, θα πρέπει να είναι σε θέση να συνοδεύει όλες μου τις παραστάσεις· γιατί διαφορετικά θα μπορούσε να σχηματιστεί μέσα μου μια παράσταση ενός κάτι, που δεν θα μπορούσε διόλου να το συλλάβει η νόηση, πράγμα που σημαίνει για την ακρίβεια ή ότι η παράσταση θα ήταν αδύνατη ή τουλάχιστο για μένα τίποτα. Εκείνη η παράσταση, που δύναται να είναι δεδομένη πριν από κάθε νόηση, ονομάζεται εποπτεία. Επομένως, το κάθε πολλαπλό της εποπτείας έχει μια αναγκαία αναφορική σχέση προς το: Εγώ νοώ, στο ίδιο υποκείμενο, στο οποίο απαντά το εν λόγω πολλαπλό. Αυτή όμως η παράσταση είναι ένα ενέργημα της αυτενέργειας, δηλ. δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ανήκουσα στην αισθητικότητα. Την ονομάζω καθαρή κατάληψη, για να τη διακρίνω από την εμπειρική ή και από την αρχέγονη κατάληψη, γιατί αυτή είναι εκείνη η αυτοσυνείδηση, η οποία, καθώς παράγει την παράσταση Εγώ νοώ, που πρέπει να είναι σε θέση να συνοδεύει κάθε άλλη και η οποία σε κάθε συνείδηση είναι μια και η αυτή, δεν μπορεί να συνοδεύεται από καμιά περαιτέρω παράσταση. Ονομάζω επίσης την ενότητα της ίδιας υπερβατολογική ενότητα της αυτοσυνείδησης, για να δηλώσω τη δυνατότητα της a priori γνώσης που πηγάζει απ’ αυτή»[1].
Ερμηνεία ‒ κατανόηση
Ο Καντ μας διανοίγει προς μια υπερβατολογική σκέψη, δίνοντας πρωτίστως ιδιαίτερη βαρύτητα στο ούτως ειπείν ορθολογιστικής απόχρωσης «Εγώ νοώ». Θα μπορούσε κανείς να μιλήσει για έναν ιδιότυπο ορθολογισμό, ο οποίος δεν απεμπολεί τον εξωτερικό κόσμο της εμπειρίας, όπως αποφαίνεται ρητά πιο πάνω:
«Εκείνη η παράσταση, που δύναται να είναι δεδομένη πριν από κάθε νόηση, ονομάζεται εποπτεία».
Το συγκεκριμένο τούτο «Εγώ νοώ» προχωρεί πέρα από την καρτεσιανή βεβαιότητα και τίθεται ως ένα νοείν που προορίζεται να διαθέτει τη δυνατότητα να συνοδεύει όλες τις παραστάσεις μου. Η απαίτηση για μια τέτοια δυνατότητα εκπορεύεται από την ανάγκη για την υπερβατολογική ενότητα της κατάληψης. Αυτή η ενότητα πρέπει να ορίζεται ως συνθετική ενότητα της κατάληψης και οι όροι, οι προϋποθέσεις γι’ αυτή την ενότητα συνδέονται με τη δυνατότητα του υπερβατολογικού υποκειμένου [= του υπεβατολογικού «Εγώ νοώ»] όχι απλώς να έχει παραστάσεις, αλλά επί πλέον να τις αποδίδει στον εαυτό του και ως εκ τούτου να αποκτά γνώση, ήτοι τη γνώση ότι έχει αυτές τις παραστάσεις. Το να γνωρίζει ότι έχει αυτές της παραστάσεις προϋποθέτει ότι τις έχει σχηματίσει μέσα του, αλλά δεν τις έχει σχηματίσει ερήμην της πολλαπλότητας των πραγμάτων, δηλαδή δυνάμει μόνο αυτού του ίδιου και υπό μια ανυπόθετη αμφισβήτηση του εμπειρικού κόσμου. Απεναντίας, σ’ αυτό το ίδιο, στο ένα δηλ. και το αυτό υποκείμενο, απαντά το «πολλαπλό της εποπτείας», όπως παρατηρεί στο ως άνω κείμενο ο Καντ. Συνακόλουθα αποκτά συνείδηση της ταυτότητάς του ως «Εγώ νοώ», πράγμα που σημαίνει πως οι παραστάσεις που το υποκείμενο σχηματίζει μέσα του, ανεξάρτητα αν είναι ορθές ή μη, νομιμοποιούνται ως μια διεργασία του νοούντος υποκειμένου που εκφέρει κρίση σχετικά με την απόδοση των παραστάσεων στον εαυτό του.
Το νοούν υποκείμενο του Καντ δεν είναι άσχετο, για τον Χέγκελ, με τη δική του δια-Λογική γλώσσα για την εννοιολογική σύλληψη των φαινομένων ή των πραγμάτων και την εσωτερική αντιστοιχία με τη ρεαλιστική τους έκφραση. Στο επίπεδο της εγελιανής Λογικής, έναν τέτοιο χαρακτήρα του υποκειμένου ενσαρκώνει η έννοια, δυνάμει της οποίας η διαλεκτική εκφράζει τη δυνατότητα του ανθρώπου να λέγει τις έννοιες και να δια-λέγεται με αυτές. Επειδή όμως συμβαίνει οι έννοιες να αποτυπώνουν ή να απηχούν, στον ένα ή στον άλλο βαθμό, αντικειμενικές πραγματικότητες, το διαλέγεσθαι με έννοιες αναδύεται στην αισθητή προφάνεια του σκεπτόμενου ανθρώπου ως ένας διάλογος ανάμεσα στην εξωτερικότητα και την εσωτερικότητα, στην εαυτότητα και την ετερότητα, στο φαίνεσθαι και το Είναι· εν τέλει ανάμεσα στην ίδια τη φιλοσοφία, ήτοι τη φιλοσοφική Λογική ως διαλεκτική μέθοδο σκέψης και στην αυτo-επαλήθευσή της ως τέτοιας μεθόδου. Από αυτή την άποψη, φιλοσοφία και πραγματικότητα εκφράζουν μια ενιαία κίνηση, που περιέχει αντιφάσεις και αποκλίσεις, διαφοροποιήσεις και ταυτότητες, διαμορφώσεις και παραμορφώσεις. Αλλά μια τέτοια διαλεκτική κίνηση, στο βαθμό που ανάγει την αλήθεια της μέσα στην ολότητα,
«αναδύεται στην ύπαρξη ως η έννοια που έχει αυτογνωσία, που έχει για αντικείμενο τον εαυτό της»[2],
πράγμα που σημαίνει πως αυτο-εξελίσσεται σε «απόλυτη δύναμη του Λόγου»[3], η οποία στην εγελιανή επιστήμη της Λογικής και πιο συγκεκριμένα στην υποκειμενική Λογική, δηλ. στη Λογική της έννοιας [=στη διδασκαλία περί της έννοιας], απηχεί το ελεύθερο, το αυθύπαρκτο, αυτεξούσιο και αυτοπροσδιοριζόμενο υποκειμενικό στοιχείο· ό,τι ακριβώς συνθέτει το αυτενεργό υποκείμενο, ή με καντιανούς όρους την πράξη της αυτενέργειας που αντιστοιχεί στην παράσταση του «Εγώ νοώ».