Όπως λέγει ο Πρόκλος, στο «Εις τον Πλάτωνος πρώτον Αλκιβιάδη, βιβλίο Β’, 278.19 – 281.17», δεδομένου πως η άγνοια είναι για όλους κάτι ακούσιο, ιδίως η άγνοια του εαυτού μας και των τιμιότερων «ἐν τοῖς οὖσιν», οι παλαιοί σοφοί θεώρησαν ότι πιο αποτελεσματικός για την απαλλαγή μέσω των ελέγχων από την άγνοια αυτή είναι ο τρόπος που, παραβάλλοντας τα ψευδή δοξάσματα προς τα αλήθινά, παρουσιάζει τα πρώτα να τελούν σε διαφωνία προς τον εαυτό τους και δείχνει τις δεύτερες να τελούν σε συμφωνία. Όταν δηλ. τα πάθη δείχνουν αφενός στη διαμάχη τους ενάντια στις δοξασίες, και αφετέρου στην εναντίων αλλήλων διαμάχη, κι όταν κατά τον ίδιο τρόπο καταδειχθεί η σύγκρουση στο πλαίσιο των ίδιων των δεδομένων των δοξασιών, τότε κατεξοχήν παρουσιάζεται η φαυλότητα της άγνοιας, και ο ίδιος ο αγνοών συνειδητοποίει το πάθος του και ευχαριστιέται για την απελευθέρωση του από ένα τέτοιο κακό.
Όταν συνεπώς κάποιος δεν ελέγχεται απλώς ως αδαής και αμαθής των μέγιστων ζητημάτων, αλλά και ελέγχεται από τον ίδιο τον εαυτό του, τότε ικανοποιείται πολύ περισσότερο από τον έλεγχο και τον αποδέχεται και πολλαπλασιάζει την θεραπεία που κερδίζει από αυτόν. Όπως δηλαδή στις περιπτώσεις ιατρικής θεραπείας του σώματος η ευχαρίστηση που συνδυάζεται με την αγωγή μεγιστοποιεί την παρεχόμενη ωφέλεια, καθώς η φύση τις προσλαμβάνει καθ’ όλους τους τρόπους, και ως τερπνές και ως ωφέλιμες, κατά τον ίδιο τρόπο και ο έλεγχος που φαίνεται στους ελεγχόμενους πιο ευχάριστος, όταν οι άλλοι παραμένουν ίσοι απέναντί μας, παρέχει πιο ολοκληρωμένη τη θεραπεία, κι αυτός είναι ο έλεγχος στον οποίο υποβάλλουμε οι ίδιοι τον εαυτό μας. Πράγματι, δυσανασχετούμε λιγότερο όταν ελέγχουμε οι ίδιοι τον εαυτό μας, παρά όταν μας ελέγχουν οι άλλοι.
Έτσι λοιπόν ο Σωκράτης, στον «Αλκιβιάδη», αποδεικνύει ότι στις συνουσίες (συναναστροφές) όπου κυριαρχεί η διαλεκτική αυτός που διατυπώνει τις κρίσεις είναι ο αποκρινόμενος και όχι ο ερωτών ο οποίος φαίνεται ότι ασκεί τον έλεγχο, γίνεται βέβαια πασίδηλο ότι ο έλεγχος προέρχεται από τον εαυτό μας και δεν είναι κάτι που υφιστάμεθα εξωτερικά. Συνεπώς, γίνεται πιο εύκολα ανεκτός αυτός ο τρόπος ίασης. Διότι όσο περισσότερο οικείος φαίνεται τόσο λιγοστεύει από τη μια τη δυσκολία και τη δυσαρέσκεια που περιέχει, τόσο ενισχύει από την άλλη την ευκολία να τον προσπελάσεις και την ωφελιμότητα. Πράγματι, καθετί οικείο είναι αποτελεσματικότερο στο να θεραπεύει.
Η ανθρώπινη λόγω της ιδιότητάς της να ενεργεί και να κινείται από μόνη της, έχει στην φύση της το να ενεργεί στον εαυτό της, να κινεί τον εαυτό της και παρέχει το αγαθό στον εαυτό της. Έτσι λοιπόν ο έλεγχος στον οποία υποβάλουμε τον εαυτό μας είναι οικείος προς την ουσίας της ψυχής, και ο συλλογισμός που δείχνει ότι ο κρίνων είναι αποκρινόμενος τελεί σε συμφωνία προς την ουσία και προς τις ενέργειές μας. Διότι, κατά φυσικό καθορισμό «οὐ γὰρ ἔξωθεν ἡμῖν ἡ κάθαρσις», αλλά η αφόρμισή της γίνεται εκ των ενδόν, από την ίδια την ψυχή. Διότι «τὸ μὲν κακὸν πᾶν ἔξωθεν καὶ ἐπείσακτόν ἐστι τῇ ψυχῇ, τὸ δὲ ἀγαθὸν ἔνδοθεν». Διότι η ψυχή είναι από την φύση της αγαθοειδής. Όσο μάλιστα τελειότερη γίνεται, τόσο περισσότερο αποδέχεται την αυτοκινησία της ζωής, αφού η ετεροκινησία της οφείλεται στην σύνδεσή της με τα σώματα και στην προς αυτά ταυτότητά της αισθημάτων και παθών. Για τούτο λοιπόν και ότι έρχεται απέξω και προσπαθεί να εισδύσει μέσα της μένει έξω από αυτή, όπως τα φάσματα και τα αισθητά πράγματα, ενώ μέσα της υπάρχουν μόνο η δική της και για τον εαυτό της δράση και όσα από αυτή προβάλλονται (γεννιούνται).
Καθαίρει λοιπόν η ίδια τον εαυτό της, δεδομένου ακριβώς ότι και ο Λόγος από τον εαυτό του αρχίζει και στον εαυτό του τελειώνει. Αν λοιπόν ο αποκρινόμενος υφίσταται τον έλεγχο και ο υφιστάμενος τον έλεγχο καθαίρεται, αν και αυτός που καθαίρει τον εαυτό του καθαίρει «κατὰ τὸ ἰδίωμα τῆς ψυχικῆς οὐσίας», τότε ο αποκρινόμενος καθαίρει τον εαυτό του και τον ελευθερώνει από την άγνοια υποβάλλοντάς τον σε έλεγχο, οπότε καθαιρών και καθαιρομένος, ελέγχων και ελεγχόμενος είναι ένας και ο αυτός. Δεν πρέπει, επομένως, να αντιδρούμε απέναντι στους ελέγχους και τις καθάρσεις, εφόσον οι ίδιοι εμείς τα επιβάλουμε στον εαυτό μας και δεν τα υφιστάμεθα από άλλον.
Όλο αυτό δείχνει καθαρά ότι οι μαθήσεις είναι αναμνήσεις. Το ότι οι αποκρινόμενοι λένε από μόνοι τους όλα όσα λένε αποτελεί ισχυρή απόδειξη της αντίληψης ότι οι ψυχές γεννούν από μόνες τους τούς λόγους και ότι χρειάζονται μόνο αυτόν που θα τις παρακινήσει, ότι δεν είναι άγραφα χαρτιά που δέχονται τις εξωτερικές αποτυπώσεις, αλλά «γέγραπται μὲν ἀεὶ καὶ ὁ γράφων ἐν αὐτῷ ἐστί». Ωστόσο δεν μπορούν όλες τα γεγραμμένα να γιγνώσκουν ούτε πάλι το σύνολο των γραφόμενων, καθώς το όμμα της ψυχής έχει θαμπώσει «ὑπὸ τῆς γενεσιουργοῦ λήθης» και των εκ της λήθης εισβαλόντων σε αυτό παθών που ορμούν όπως οι μεθυσμένοι γλεντοκόποι σε μια γιορτή. Έτσι, το μόνο που απαιτείται είναι η απομάκρυνση του εμποδίου, όχι όμως της εξωτερικής και επείσακτης γνώσης. Διότι αυτές έχουν τις θύρες της αλήθειας φραγμένες «ὑπὸ τῶν γηΐνων καὶ ἐνύλων εἰδῶν». Αν λοιπόν ακριβολογούσαμε, κινούμενες, αφενός από άλλους, επιλέγοντας αφετέρου από μόνες τους τις σχετικές με την επιστήμη αποκρίσεις, αποδεικνύουν έτσι ότι αληθεύει το δόγμα πως η ψυχή γνωρίζει τα πάντα, και βέβαια και τον εαυτό της, και πως μόνο που χρειάζεται είναι η εξωτερική διέγερσης από κάποιον που θα υποβάλει τις σχετικές με την επιστήμη ερωτήσεις.
Στην περίπτωση μάλιστα του Σωκράτη η αυτή διερεύνηση είναι ταιριαστή. Διότι η δια αυτού κάθαρση του Αλκιβιάδη, στον ομώνυμο διάλογο, είναι έργο δαιμόνιας δύναμης. Πράγματι, οι δαίμονες δεν ενεργούν επάνω μας έξωθεν, αλλά «ἐκ πρύμνης ἡμᾶς ἔνδοθεν κατευθύνουσιν». Ούτε όπως καθαίρουν τα σώματα στα οποία έλαχε φύση ετεροκινούμενη, αλλά μας κινούν ως αυτοκινήτους. Έτσι δηλ. μας μεταδίδουν τις παροχές των αγαθών και τις καθάρσεις των παθών.
πηγή: eleysis69