136. – Πολιτικὰ 1, 1252b27-1253a39
Προλογικά
Τα Πολιτικά του Αριστοτέλη δεν αποτελούν ενιαίο έργο αλλά συνένωση διαφορετικών πραγματειών, στις οποίες συζητούνται θέματα πολιτικής φιλοσοφίας: η οργάνωση της οικογένειας ως προστάδιου του κράτους (βιβλίο Ι), παλαιότερα υπαρκτά και ιδανικά πολιτεύματα (βιβλίο II), η έννοια του πολίτη και η κατάταξη των πολιτευμάτων (βιβλίο III), κατηγορίες και υποκατηγορίες πολιτευμάτων (βιβλία IV-VI), το ιδανικό πολίτευμα (βιβλία VII-VIII). Το απόσπασμα που ακολουθεί αποτελεί τμήμα ενός κεφαλαίου, στο οποίο ο Αριστοτέλης εφαρμόζει με λαμπρό τρόπο τη γενετική μέθοδο: ανασυνθέτει -στηριζόμενος μάλλον περισσότερο στη φαντασία παρά σε ιστορικά δεδομένα- τα στάδια της κοινωνικής εξέλιξης μέχρι τη δημιουργία τηςπόλεως (της υψηλότερης κατά τη γνώμη του μορφής πολιτικής οργάνωσης). Επιδίωξή του είναι να προσδιορίσει την ουσία της πόλεως-κράτους και να υπερασπίσει τον "φυσικό" της χαρακτήρα απέναντι στις απόψεις ορισμένων σοφιστών, που υποστήριζαν ότι οποιαδήποτε μορφή κοινωνικής οργάνωσης αποτελεί σύμβαση μεταξύ των μελών της κοινωνίας. Αφού έχει αναφερθεί στην οικογένεια, τη μικρότερη μορφή κοινωνίας, και στην κώμη (χωριό), που δεν αποτελεί παρά άθροισμα περισσότερων οικογενειών, εκθέτει τις απόψεις του για τη δημιουργία της πόλεως. Στην έκθεση του Αριστοτέλη είναι εμφανής η επίδραση των βιολογικών του μελετών καθώς και η τελολογική οπτική στην εξέταση των φαινομένων (βλ. σχετικά το Κείμενο 141).
Νεοελληνικό κείμενο:
[1252b27] Η ολοκληρωμένη κοινωνία που σχηματίζεται από περισσότερες κώμες αποτελεί πόλη, η οποία διαθέτει ήδη, για να το πούμε απλά, πλήρη αυτάρκεια. Και ενώ σχηματίστηκε για να εξασφαλίζει την επιβίωση, διατηρείται, επειδή διασφαλίζει την ευζωία.
[30] Συνεπώς, κάθε πόλη υπάρχει φύσει, εφόσον βέβαια αυτό ισχύει και για τις πρώτες μορφές κοινωνίας. Γιατί η πόλη είναι ο σκοπός χάριν του οποίου υπάρχουν οι άλλες μορφές κοινωνίας, και η φύση είναι καθεαυτήν σκοπός, αφού η κατάληξη της εξελικτικής ανάπτυξης ενός πράγματος λέμε ότι αποτελεί τη φύση του (όπως στην περίπτωση ενός ανθρώπου, ενός αλόγου, ενός σπιτιού). Επιπλέον, σκοπός και τέλος1 ταυτίζονται με την τελειότητα. Και η αυτάρκεια συνιστά συγχρόνως και σκοπό και τελειότητα.
[1253a] Από τα παραπάνω λοιπόν είναι φανερό ότι η πόλη ανήκει στα πράγματα που υπάρχουν εκ φύσεως, ότι ο άνθρωπος είναι ον που ζει από τη φύση του σε πόλη, και ότι όποιος είναι από τη φύση του και όχι λόγω τυχαίων συνθηκών άπολις είναι ή αχρείος ή ανώτερος από τους κοινούς ανθρώπους. Όπως εκείνος που λοιδορείται από τον Όμηρο ότι είναι «χωρίς γενιά, χωρίς νόμους, χωρίς εστία».2 [5] Γιατί, όποιος είναι εκ φύσεως έτσι, είναι συγχρόνως και φιλοπόλεμος, όπως ακριβώς ένα μοναχικό πιόνι σε παιχνίδι με πεσσούς.
Η αιτία για την οποία ο άνθρωπος είναι σε μεγαλύτερο βαθμό προορισμένος να ζει σε κοινωνία πόλης απ᾽ όσο η μέλισσα ή οποιοδήποτε ζώο που ζει σε αγέλη είναι λοιπόν προφανής. Διότι η φύση, σύμφωνα με όσα υποστηρίζουμε, δεν κάνει τίποτα μάταια. [10] Από την άλλη, ο άνθρωπος είναι το μόνο από τα ζώα που διαθέτει λόγο. Η φωνή βέβαια εξυπηρετεί την έκφραση της οδύνης και της χαράς, γι᾽ αυτό και υπάρχει και στα άλλα ζώα (η φύση τους, με άλλα λόγια, έχει εξελιχθεί μέχρι του σημείου να αισθάνονται την οδύνη και τη χαρά, και να δείχνουν τα αισθήματα αυτά το ένα στο άλλο). Αλλά ο λόγος υπάρχει για να εκφράζει το επωφελές και το επιζήμιο, και επομένως και το δίκαιο και το άδικο. [15] Αυτή είναι η ιδιαιτερότητα του ανθρώπου σε σχέση με τα άλλα ζώα: μόνος αυτός έχει αντίληψη του καλού και του κακού, του δίκαιου και του άδικου. Και είναι η κοινότητα αυτών των πραγμάτων που κάνει την οικογένεια και την πόλη.
Ας προσθέσουμε ότι ως προς τη φυσική τάξη των πραγμάτων η πόλη προηγείται της οικογένειας και του καθενός από εμάς ξεχωριστά. Διότι το όλον προηγείται κατ᾽ ανάγκην του μέρους.3 [20] Εάν, για παράδειγμα, καταστρέψει κανείς το σώμα ως σύνολο, δεν θα υπάρχει πόδι ούτε χέρι, παρά μόνον ως όνομα -όπως όταν μιλά κανείς για "πέτρινο χέρι" (γιατί ένα νεκρό χέρι θα είναι πράγματι "πέτρινο"). Όλα τα πράγματα καθορίζονται από το έργο τους και τη δύναμή τους. Συνεπώς, όταν δεν έχουν πια τα ίδια αυτά χαρακτηριστικά, δεν θεωρούνται τα ίδια πράγματα παρά μόνο κατ᾽ όνομα. [25] Είναι λοιπόν φανερό ότι η πόλη υπάρχει εκ φύσεως και προηγείται του ατόμου. Διότι, αν ο καθένας, όταν χωριστεί από το σύνολο, δεν είναι αυτάρκης, θα είναι στην ίδια κατάσταση, όπως όλα τα μέρη προς το σύνολο. Όποιος δεν είναι ικανός να συμμετέχει σε μια κοινότητα ή δεν του χρειάζεται επειδή είναι αυτάρκης, σε καμιά περίπτωση δεν αποτελεί μέρος της πόλης, και κατά συνέπεια είναι ή άγριο ζώο ή θεός.
[30] Είναι λοιπόν φυσική η ορμή που υπάρχει σε όλους τους ανθρώπους για την κοινωνία αυτού του είδους. Και εκείνος που πρώτος την οργάνωσε υπήρξε μέγιστος ευεργέτης. Γιατί όπως ο άνθρωπος είναι το ανώτερο από όλα τα ζώα, όταν φτάσει στην τελειότητα του, έτσι γίνεται και το χειρότερο, όταν απομακρυνθεί από τον νόμο και το δίκαιο. Διότι η αδικία που έχει όπλα είναι τρομερή. Ο άνθρωπος γεννιέται έχοντας όπλα που σκοπό έχουν να υπηρετούν τη φρόνηση και την αρετή, τα οποία όμως πάρα πολύ εύκολα μπορεί να τα χρησιμοποιήσει για το αντίθετο. [35] Αυτός είναι ο λόγος που ο άνθρωπος χωρίς αρετή είναι το πιο ανόσιο και άγριο ον, και το χειρότερο όσον αφορά στις ερωτικές ηδονές και στη λαιμαργία. Η δικαιοσύνη όμως είναι χαρακτηριστικό της πόλης, αφού η απονομή δικαιοσύνης αποτελεί θεσμό της κοινωνίας της πόλης, ενώ η δικαιοσύνη η ίδια είναι ο καθορισμός του τί είναι δίκαιο.
Αρχαίο κείμενο:
[1252b27-29] ἡ δ᾽ ἐκ πλειόνων κωμῶν κοινωνία τέλειος πόλις, ἤδη πάσης ἔχουσα πέρας τῆς αὐταρκείας ὡς ἔπος εἰπεῖν, γινομένη μὲν τοῦ ζῆν [1252b30-34] ἕνεκεν, οὖσα δὲ τοῦ εὖ ζῆν. διὸ πᾶσα πόλις φύσει ἔστιν, εἴπερ καὶ αἱ πρῶται κοινωνίαι. τέλος γὰρ αὕτη ἐκείνων, ἡ δὲ φύσις τέλος ἐστίν· οἷον γὰρ ἕκαστόν ἐστι τῆς γενέσεως τελεσθείσης, ταύτην φαμὲν τὴν φύσιν εἶναι ἑκάστου, ὥσπερ ἀνθρώπου ἵππου οἰκίας. ἔτι τὸ οὗ ἕνεκα καὶ τὸ τέλος βέλτιστον· [1253a1-4] ἡ δ᾽ αὐτάρκεια καὶ τέλος καὶ βέλτιστον. ἐκ τούτων οὖν φανερὸν ὅτι τῶν φύσει ἡ πόλις ἐστί, καὶ ὅτι ὁ ἄνθρωπος φύσει πολιτικὸν ζῷον, καὶ ὁ ἄπολις διὰ φύσιν καὶ οὐ διὰ τύχην ἤτοι φαῦλός ἐστιν, ἢ κρείττων ἢ ἄνθρωπος· ὥσπερ [1253a5-9] καὶ ὁ ὑφ᾽ Ὁμήρου λοιδορηθεὶς «ἀφρήτωρ ἀθέμιστος ἀνέστιος»· ἅμα γὰρ φύσει τοιοῦτος καὶ πολέμου ἐπιθυμητής, ἅτε περ ἄζυξ ὢν ὥσπερ ἐν πεττοῖς. διότι δὲ πολιτικὸν ὁ ἄνθρωπος ζῷον πάσης μελίττης καὶ παντὸς ἀγελαίου ζῴου μᾶλλον, δῆλον. οὐθὲν γάρ, ὡς φαμέν, μάτην ἡ φύσις ποιεῖ· λόγον δὲ μόνον ἄνθρωπος ἔχει τῶν ζῴων·[1253a10-14] ἡ μὲν οὖν φωνὴ τοῦ λυπηροῦ καὶ ἡδέος ἐστὶ σημεῖον, διὸ καὶ τοῖς ἄλλοις ὑπάρχει ζῴοις (μέχρι γὰρ τούτου ἡ φύσις αὐτῶν ἐλήλυθε, τοῦ ἔχειν αἴσθησιν λυπηροῦ καὶ ἡδέος καὶ ταῦτα σημαίνειν ἀλλήλοις), ὁ δὲ λόγος ἐπὶ τῷ δηλοῦν ἐστι τὸ συμφέρον καὶ τὸ βλαβερόν, [1253a15-19] ὥστε καὶ τὸ δίκαιον καὶ τὸ ἄδικον· τοῦτο γὰρ πρὸς τὰ ἄλλα ζῷα τοῖς ἀνθρώποις ἴδιον, τὸ μόνον ἀγαθοῦ καὶ κακοῦ καὶ δικαίου καὶ ἀδίκου καὶ τῶν ἄλλων αἴσθησιν ἔχειν· ἡ δὲ τούτων κοινωνία ποιεῖν οἰκίαν καὶ πόλιν. καὶ πρότερον δὲ τῇ φύσει πόλις ἢ οἰκία καὶ ἕκαστος ἡμῶν ἐστιν. [1253a20-24] τὸ γὰρ ὅλον πρότερον ἀναγκαῖον εἶναι τοῦ μέρους· ἀναιρουμένου γὰρ τοῦ ὅλου οὐκ ἔσται ποὺς οὐδὲ χείρ, εἰ μὴ ὁμωνύμως, ὥσπερ εἴ τις λέγοι τὴν λιθίνην (διαφθαρεῖσα γὰρ ἔσται τοιαύτη), πάντα δὲ τῷ ἔργῳ ὥρισται καὶ τῇ δυνάμει, ὥστε μηκέτι τοιαῦτα ὄντα οὐ [1253a25-29] λεκτέον τὰ αὐτὰ εἶναι ἀλλ᾽ ὁμώνυμα. ὅτι μὲν οὖν ἡ πόλις καὶ φύσει καὶ πρότερον ἢ ἕκαστος, δῆλον· εἰ γὰρ μὴ αὐτάρκης ἕκαστος χωρισθείς, ὁμοίως τοῖς ἄλλοις μέρεσιν ἕξει πρὸς τὸ ὅλον, ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι᾽ αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός.
[1253a30-34] φύσει μὲν οὖν ἡ ὁρμὴ ἐν πᾶσιν ἐπὶ τὴν τοιαύτην κοινωνίαν· ὁ δὲ πρῶτος συστήσας μεγίστων ἀγαθῶν αἴτιος. ὥσπερ γὰρ καὶ τελεωθεὶς βέλτιστον τῶν ζῴων ἄνθρωπός ἐστιν, οὕτω καὶ χωρισθεὶς νόμου καὶ δίκης χείριστον πάντων. χαλεπωτάτη γὰρ ἀδικία ἔχουσα ὅπλα· ὁ δὲ ἄνθρωπος ὅπλα ἔχων φύεται φρονήσει καὶ ἀρετῇ, [1253a35-39] οἷς ἐπὶ τἀναντία ἐστι χρῆσθαι μάλιστα. διὸ ἀνοσιώτατον καὶ ἀγριώτατον ἄνευ ἀρετῆς, καὶ πρὸς ἀφροδίσια καὶ ἐδωδὴν χείριστον. ἡ δὲ δικαιοσύνη πολιτικόν· ἡ γὰρ δίκη πολιτικῆς κοινωνίας τάξις ἐστίν, ἡ δὲ δικαιοσύνη τοῦ δικαίου κρίσις.
________
1 Εδώ με την αρχαία σημασία: "ο σκοπός για τον οποίο κάτι υπάρχει".
2 Ιλιάδα Θ 63.
3 Το όλον προηγείται του μέρους υπό την έννοια ότι δεν μπορεί να θεωρήσει κανείς κάτι ως μέρος ενός συνόλου, εάν δεν υπάρχει ήδη το σύνολο.
πηγή: greek-language.gr
|